Θεολογία, ή φιλοσοφία; Πόσο νόημα έχει αυτό το ερώτημα, στην σύγχρονη εποχή; Πάντως, ο Χρήστος Γιανναράς έδειξε ότι, αν και η αντιθετική διάζευξη, μεταξύ τους, είναι, αρκούντως, οριοθετημένη, δεν οδηγεί, σε αλληλοαποκλεισμό.

 


Χρήστος Γιανναράς (10/4/1935 - 24/8/2024).


Έχοντας γνωρίσει τον Χρήστο Γιανναρά, στα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1980 και χωρίς να έχω κάποιες συγκροτημένες σχέσεις μαζί του, έχω σχηματίσει άποψη, για τον, μόλις, προχθές εκλιπόντα θεολόγο και φιλόσοφο, που, αν και ζούσε και φυσικά, απολάμβανε τους καρπούς και τα προνόμια της νεωτερικότητας, δεν αισθανόταν, καθόλου, άνετα μαζί της.

Η αλήθεια είναι ότι και η νεωτερικότητα δεν αισθανόταν και αυτή, άνετα, μαζί του, αν και μέσα, στην πορεία του χρόνου, υπήρξαν οι απαραίτητοι αμοιβαίου συμβιβασμοί, που κανονικοποίησαν - όσο ήταν αυτό δυνατόν· και τελικά, αποδείχτηκε ότι ήταν - τις σχέσεις των δυο μερών.

Έτσι, ο  θεολόγος Χρήστος Γιανναράς εκλέχθηκε καθηγητής φιλοσοφίας, στο Πάντειο πανεπιστήμιο, γεγονός, το οποίο υπήρξε πρωτοφανές και όχι, απλώς, ιδιαίτερης σημασίας, αλλά, όπως φαινόταν, το 1982, (όμως, μόνον, φαινόταν, χωρίς, εν τέλει, να εξελιχθεί και να είναι) υψίστης σημασίας, για τις μεταγενέστερες εξελίξεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Το αστείο είναι ότι, εκείνη την εποχή, η εκλογή του θεολόγου Χρήστου Γιανναρά, ως καθηγητή φιλοσοφίας, εξελήφθη, ως “σκάνδαλο”, επειδή οι καθηγητές που τον επέλεξαν, ανέθεταν την διδασκαλία της φιλοσοφίας, σε έναν επικριτή της, ειδικευμένο σε θεολογικά ζητήματα. Υποτίθεται, μάλιστα, ότι αυτή η επιλογή ανέτρεπε το καθιερωμένο, ως δεδομένο, ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχει απαλλαγεί, από την κατηχητική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, κάτι, που είναι ψευδές, αφού η θεολογία διδάσκεται, στα πανεπιστήμια, ως διδαχή της χριστιανικής ομολογίας πίστεως.

Βέβαια, η φιλοσοφία είναι ένα διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο, αφού, αρχέγονα, προσδιορίζεται, σύμφωνα, με τον πυθαγόρειο ορισμό της “φιλίας - της αγάπης -, προς την σοφία”, ή ορθολογικότερα, στην προσέγγιση προς την σοφία, η οποία, όμως, πρέπει να προσδιορισθεί, προκειμένου να προσεγγισθεί, μετατρεπόμενη, σε διερώτηση, γύρω από οριακά ζητήματα, που αφορούν, αγγίζουν και υποτίθεται ότι, εξ αντικειμένου, ξεπερνούν  τα όρια της ανθρώπινης σκέψης. 

Έτσι, η φιλοσοφία, ως σύνολο και ως μέθοδος, που συγκροτείται, από επαγωγές, καταλήγει να ορίζεται, ως η σκέψη, γύρω από την σκέψη, που, μέσω της ανίχνευσης των ακραίων, των εσχάτων στοιχείων της και των δυνατοτήτων της,( υποτίθεται ότι) ξεπερνά την ανθρώπινη σκέψη.

Στην ουσία, η φιλοσοφία εμφανίστηκε ως ένα χρησιμο εργαλείο, με το οποίο οι άνθρωποι προσπάθησαν να καλύψουν τα τεράστια κενά της γνώσης, που, εκ των πραγμάτων, είχαν και σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο, δηλαδή την φύση και σε σχέση, με τον εαυτό τους. 

Αυτά τα κενά δεν μπορούσαν να μείνουν ακάλυπτα. Έπρεπε, με κάποιους τρόπους, να απαντηθούν, ή, τουλάχιστον, να γίνουν προσπάθειες να διερευνηθούν, μέσα από μια υποτιθέμενη και πολλές φορές, πραγματική προσέγγιση της σοφίας, η οποία ταυτίζεται, με την ολοκληρωμένη γνώση των πραγμάτων, που προσδιορίζουν την φύση και τον άνθρωπο, ο οποίος είναι αυτός, που σκέπτεται, γύρω από τα θέματα αυτά και ως εκ τούτου, το γνωστικό πεδίο της φιλοσοφίας εκτείνεται, στην ίδια την σκέψη, που είναι κι αυτή ένα πεδίο διερεύνησης και αποτελεί ένα πρωταρχικό τμήμα του συνόλου της γνώσης η οποία έπρεπε να ανακαλυφθεί, με την συλλογιστική ότι, κάπου υπήρχε κρυμμένη, ως θησαυρός.

Από τη δική της την πλευρά η θεολογία επιτελεί ένα ανάλογο, εξ αντικειμένου, έργο, με την φιλοσοφία. Αποτελεί και αυτή μια προσέγγιση, μια έρευνα, για την ανακάλυψη της σοφίας, με την διαφορά - που δεν είναι ασήμαντη - ότι η θεολογία, σε αυτήν την προσπάθεια της ανακάλυψης της σοφίας, εκκινεί, από δεδομένες παραδοχές, που συγκροτούν την αλήθεια η οποία, όμως, αποτελεί μια δεδομένη, εκ των θρησκευτικών δογμάτων, σοφία, η οποία, απλούστατα, πρέπει να αναλυθεί, κυρίως, ως διδαχή, αλλά, πρωταρχικά, ως αντίκρουση των, εκτός και κατά του δόγματος της θρησκευτικής αλήθειας, αντιλήψεων που επικρατούν, ή, απλώς, υφίστανται, στην κοινωνία. 

Είναι προφανές, βέβαια, ότι οι διαφορές είναι μεγάλες, ανάμεσα στην φιλοσοφία και την θεολογία, όμως, στο βάθος και σε τελική ανάλυση, υπάρχει το κοινό στοιχείο της ανακάλυψης της σοφίας, έστω και αν η θεολογία νοείται, ως εκλογίκευση δόγματος των θρησκευτικών δογμάτων τα οποία, απλούστατα, πρέπει να αναλυθούν και να εκλαϊκευτούν. 

Αλλά, όπως ανέφερα, η σοφία, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ανακαλυφθεί, διότι δεν υπάρχει κάπου κρυμμένη, από τον άνθρωπο, που πρέπει να την βρει και να την φέρει, στην επιφάνεια, ή, τουλάχιστον, δεν είναι αυτό το κυριότερο μέρος της του περιεχομένου της σοφίας. Η σοφία, αντί να ανακαλυφθεί, μέσα από την προσέγγισή της, πρέπει, κυρίως και πάνω απ’ όλα, να οικοδομηθεί, να δημιουργηθεί και μέσα από αυτή την οικοδομητική δημιουργία, να σχετικοποιηθεί και να αντιμετωπισθεί, στις πραγματικές, στις ρεαλιστικές τις διαστάσεις οι οποίες όμως δεν προσδιορίζονται, από την φιλοσοφία, ούτε από την θεολογία.

Οι πραγματικές διαστάσεις της φιλοσοφίας (και της θεολογίας) προσδιορίζονται και πλέον, εδώ και αιώνες, περιορίζονται, ασφυκτικά, από την πρόοδο των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών, δηλαδή, με μία λέξη, από την επιστήμη και την επιστημονική προσέγγιση, η οποία και αυτή δεν είναι δεδομένη και πρέπει να δημιουργηθεί και οφείλει να δημιουργείται, σε αντίθεση με τον υποκειμενικό κόσμο του ανθρώπου.

Παρά ταύτα, ψηφίζοντας τον Χρήστο Γιανναρά, οι καθηγητές του Παντείου αποδέχτηκαν την επιλογή της άποψης, που αμφισβητεί την επιστημονική γνώση και ταυτίζει την πίστη στην αντικειμενικότητα με τον ολοκληρωτισμό, ο οποίος με τη σειρά του συνιστά τη βάση του δυτικού πολιτισμού. Η εκλογή Γιανναρά φαίνεται να επιβραβεύει την θεωρητική άποψη, που εκείνος εξέφραζε, με την παραδοχή του ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι το παράγωγο της δυτικής θεολογίας, ότι οι σύγχρονοι κοινωνικοί θεσμοί προέκυψαν από την ανθρώπινη έκπτωση και την αμαρτία και ότι η δημοκρατία, ο κοινοβουλευτισμός, η λαϊκή κυριαρχία, ο κομμουνισμός κλπ είναι, απλώς, ρομαντικά συνθήματα, με σκοπό τον αποπροσανατολισμό των και την εκτόνωση των κοινωνιών. 

Έτσι, αυτή η στάση συγκροτεί μια ενεργή πολιτική θεωρία, που τοποθετεί τον, κατά Γιανναρά, ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, ως αντίπαλο πόλο της δυτικής βαρβαρότητας, προϊόντα της οποίας είναι ο καπιταλισμός και ο μαρξισμός.

Τοιουτοτρόπως, η παρουσία του θεολόγου Θεολόγου Χρήστου Γιανναρά, ως  πανεπιστημιακού καθηγητή φιλοσοφίας, είναι γεγονός ότι - με δεδομένη την παρασκηνιακή εκκλησιαστική υποστήριξη την οποία είχε, σε όλες του τις προσπάθειες, ο εκλιπών -  αποτέλεσε την ένδειξη ότι η φιλοσοφία μπορεί να γίνει χώρος υποδοχής ανορθολογικών προσεγγίσεων της επιστήμης. Γι’ αυτό και αντιμετωπίστηκε, ως κίνδυνος.

Τελικά, όλα αυτά ήσαν υπερβολές. 

Ο Χρήστος Γιανναράς, ως θεολόγος, δεν αποτέλεσε κανέναν κίνδυνο, για την επιστημονική διερεύνηση. Και πέραν τούτου, στην πραγματικότητα, μέσα από την ανεπίκαιρη παρελθοντολογική του προσέγγιση, μπορώ να πω ότι αυτή η αναχρονιστική συλλογιστική, που αναδεικνύεται, από το έργο του, έχει πολλές ενδιαφέρουσες πλευρές, ως προϊόν του πεσιμισμού του, που προέκυψε, εκ των πραγμάτων, από το γεγονός ότι οι απόψεις του, αν και διαβάζονταν και μάλιστα, πολλές φορές με ενδιαφέρον, τελικώς  προσέκρουσαν, ανεπίδραστα, στον τοίχο της δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας και κυρίως, στην παρακμιακή ελιτιστική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει ο λεγόμενος πνευματικός κόσμος της χώρας, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να αποτελεί ένα παρακολούθημα της εντόπιας ολιγαρχίας και των στόχων της, που, ως σύνολο εκφράζουν την, πάντοτε, επίκαιρη παρακμή του σύγχρονου ελληνισμού.

Πρόσφατα - τον περασμένο Ιούλιο -, ο Χρήστος Γιανναράς είπε ότι «η σημερινή Ελλάδα είναι ένα καλαμπούρι. Δεν είναι ούτε Ευρώπη, ούτε Αρχαία Ελλάδα, αλλά μια τρίτη υποανάπτυκτη κατάσταση».

Είχε δίκιο, σχεδόν, σε όλα. Και το σχεδόν, που χρησιμοποιώ, είναι σημαντικό, διότι, κακά τα ψέματα, η σύγχρονη Ελλάδα, η κοινωνία μας, δεν είναι ένα καλαμπούρι. Μακάρι, να ήταν.

Δυστυχώς, η Ελλάδα του σήμερα και του αύριο, όπως και του, από μακρύ χρόνο, εκκινούντος χθες, είναι μια χρονίζουσα τραγωδία, της οποίας το τέλος δεν είναι ορατό.

Και συνέχισε ο Γιανναράς : 

«Ολη αυτή η περιοχή της Αττικής, το Φάληρο, η Γλυφάδα, η παραθαλάσσια Αττική, αυτός ο παράδεισος των θεών. Και το κάνουν τώρα μπίζνες. Και θα χτίσουν πολυώροφους ουρανοξύστες. Κι όλο αυτό το θεωρούμε πρόοδο, ενώ είναι ο αφανισμός μας. Γιατί εδώ δεν θα μείνει ούτε πεντάρα. Ολο αυτό θα παραδοθεί στο διεθνές κεφάλαιο. Είναι τραγική η κατάστασή μας και δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε. Βλέπετε, τα κόμματα είναι αντιγραφή των κομμάτων της Δύσης. Καπιταλισμός, σοσιαλισμός, με βάση τη ρύθμιση της διαχείρισης του χρήματος. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με Ελλάδα και ελληνική παράδοση. Ακόμα και στην Τουρκοκρατία επιβίωνε ο Ελληνισμός. Ελεγε ο Σβορώνος ο μακαρίτης, ο οποίος ήταν αριστερός αλλά τίμιος αριστερός: υποκείμενο φορολογικής υποχρέωσης τέσσερις αιώνες κάτω από την Τουρκοκρατία δεν ήταν το άτομο· ήταν η κοινότητα. Η διαφορά είναι κολοσσιαία. Δεν ήσασταν εσείς, ο κύριος τάδε, κι εγώ, ο κύριος δείνα, αλλά ήταν η κοινότητα. Που σημαίνει ότι το τι θα πληρώναμε φόρο το συνεννοούμασταν στη συνέλευση της κοινότητας. Εσείς είχατε περισσότερο σιτάρι, εγώ είχα λίγο, θα πληρώνατε φέτος περισσότερο φόρο, εγώ λιγότερο φόρο. Αυτό που προείχε ήταν η σχέση. Γι’ αυτό λέω ότι η Ελλάδα έχει μεθοδικά καταστραφεί».

Έχει δίκιο, σε όλα; 

Όχι, σε όλα. Έχει δίκιο, σε πολλά και αιτιώδη. 

Θα έλεγα ότι έχει δίκιο, στον επιδεικνυόμενο πεσιμισμό του, αφού ο πολυδιαφημιζόμενος “εκσυγχρονισμός”, που κυριαρχεί, στην παρακμάζουσα Δύση, συγκροτείται, από έναν σκληρό αναχρονιστικό πυρήνα, ο οποίος καθίσταται, εδώ και μια δεκαπενταετία, παρών και ολοένα και εμφανέστερος, καθώς ο Δυτικός Κόσμος, αργά και βασανιστικά και ως εκ τούτου, με τρόπο επώδυνο, οδηγείται, σε μια προϊούσα περιθωριοποίηση.

Και αυτό το σημείο είναι, που έχει αξία, όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Χρήστου Γιανναρά, του οποίου οι αφετηριακές θεολογικές του βάσεις, ως παραδοχές, φυσικά, μπορούμε να τις βάλουμε, στην άκρη και να τις προσπεράσουμε, διατηρώντας, παράλληλα και εκείνη την απαραίτητη κρίσιμη μάζα της αισιοδοξίας, που δεν μπορούν να έχουν οι ηττημένοι, που έχουν διαπιστώσει, με πίκρα, την ήττα τους, χωρίς να αλλάζουν τος αφετηριακές τους παραδοχές (κάτι, που, κατά την γνώμη μου, αποτελεί σφάλμα).

Διότι, εν τέλει, το γεγονός ότι η κατάσταση, που επικρατεί, φαίνεται να προκύπτει ότι είναι, εξόχως, αρνητική, όμως αυτή η διαπίστωση, ως αντικειμενικό γεγονός, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο, όσο μακροχρόνια και αν είναι η επικράτησή του, αφού, στην πορεία του χρόνου, αυτή η δυσλειτουργική κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί, μέσα από διαδικασίες, οι οποίες, σήμερα, εκφεύγουν, από την σκέψη μας, η οποία οφείλουμε να γνωρίζουμε (ως βασικό στοιχείο αυτογνωσίας) ότι μπορεί να μην έχει όρια, αλλά είναι πεπερασμένη, εκ της συστάσεως των δεδομένων, που έχουμε, στην διάθεσή μας.

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Χρήστο Γιανναρά ήσυχο, με τις όποιες εσφαλμένες παραδοχές του, κρατώντας αυτήν την συγχρονισμένη αναχρονιστική, πλην όμως, χρειώδη κριτική του, στον σύγχρονο αναχρονιστικό “εκσυγχρονισμό” του απερχόμενου Δυτικου Κόσμου, περισσότερο, ως έργου και λιγότερο, ως απαύγασμα της σκέψης και των ιδεών.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Οκτώβριος/Νοέμβριος 1917 : Η Οκτωβριανή εξέγερση, στην Ρωσία 106 χρόνια μετά. Έπρεπε να γίνει η αποφασισμένη, από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, εξέγερση των συμβουλίων εργατών και στρατιωτών, στην επαναστατημένη χώρα; Ανεπιφύλακτα, ναι. Το μειοψηφικό, κοινωνικά, κίνημα της πλειοψηφίας της αριθμητικά, ισχνής, αλλά ισχυρής ρωσικής εργατικής τάξης, έστω και υπό γραφειοκρατική καθοδήγηση, είναι, ιστορικά, ένα γεγονός πολύτιμο και προωθητικό, που άλλαξε, αλλάζει και θα αλλάζει τον ρου της παγκόσμιας Ιστορίας.

Η σκοτεινή πλευρά της Οκτωβριανής εξέγερσης του 1917, στην Ρωσία : Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς “Λένιν”, ο “Alexander Parvus”, ο Kaiser Wilhelm II’ και οι επωφελείς συμβιβασμοί, καθώς και οι, αμείλικτα, ωμές συνεργασίες, που απέδωσαν, μονόπλευρα, καρπούς, υπέρ του ψυχρού και ψύχραιμου ρεαλιστή ηγέτη των Μπολσεβίκων. (Και τους τα πήρε - των Γερμανών - και έκανε την δουλειά του και την πάτησαν)…