Ξεκινώ την παρούσα αφηγηματική παρουσίαση των πολλών πτυχών της Ρωσικής Επανάστασης του 1917, αρχίζοντας, με το ενδοεπαναστατικό εξεγερσιακό και κοινωνικά, πραξικοπηματικό εγχείρημα των εργατικών συμβουλίων (των σοβιέτ) του Πέτρογκραντ (της Αγίας Πετρούπολης) και της Μόσχας, με την πρωτοποριακή πρωτοβουλία των μπολσεβίκων και με την συμμαχία των αριστερών σοσιαλεπαναστατών (εσέρων) και των διάσπαρτων ομάδων αναρχικών, με την γνωστή - ιστορικής αξίας, πλέον - κλασική αφίσα της πρώιμης “σοβιετικής” περιόδου, που απεικονίζει την καρικατούρα του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν να σκουπίζει τον πλανήτη, από τους εμφανείς εκμεταλλευτές εκείνης της ελπιδοφόρας εποχής, στην οποία άρχισε να αχνοφαίνεται - έστω και μέσα, σε ένα θολό και ομιχλώδες κοινωνικό τοπίο, που ήταν ορατό ότι έκρυβε, πολλούς κινδύνους παλινδρόμησης, στην εκμεταλλευτική κοινωνική και πρωταρχικά, κρατική καταπίεση - ότι η κοινωνική απελευθέρωση είχε εισέλθει, σε μια διαδικασία έμπρακτης οικοδόμησης.
Ήταν, τότε, τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1917, που οι κομμουνιστές μπολσεβίκοι του Λένιν, του Τρότσκι και του Στάλιν και οι αναρχικοί, βρέθηκαν, για λίγους μήνες, φευγαλέα και συγκυριακά, στην ίδια πλευρά του ρωσικού ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος.
Πολύ γρήγορα, έως τον Μάρτιο του 1918, με την άσκηση της, εν σπαργάνοις, κρατικής εξουσίας, από την μπολσεβικική ηγεσία και την καταστολή, από την νεοϊδρυθείσα κομμουνιστική “Τσεκά” του Φελίξ Τζερτζίνσκι, οι αναρχικοί τοποθετήθηκαν, στην αντιπολίτευση, ενώ, κατά την ίδια περίοδο, διαλύθηκε και η σοβιετική κυβερνητική επιτροπή συνασπισμού των μπολσεβίκων και των εσέρων, με την αποχώρηση των τελευταίων, από αυτήν, λόγω της κομβικής διαφωνίας τους, στην λεόντεια Συνθήκη Ειρήνης του Μπρέστ Λιτόφσκ, που αποδέχτηκαν και υπέγραψαν οι μπολσεβίκοι, με την Γερμανία, παραχωρώντας τεράστιες εκτάσεις της παλαιάς ρωσικης επικράτειας.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι και οι μπολσεβίκοι διχάστηκαν, αρχικά, στο ζήτημα αυτό. Η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, δεν αποδέχτηκε την πεισματική τοποθέτηση του Λένιν, υπέρ της Συνθήκης, με την Γερμανία. Έτσι, ο Λένιν βρέθηκε, στην δυσχερέστατη θέση να μειοψηφεί, μέσα, στο κόμμα, του οποίου ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, ο Λένιν, που είχε τους λόγους του να είναι υπέρ της σύναψης Συνθήκης Ειρήνης, με την Γερμανία, απείλησε τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων ότι αυτή η διαφωνία θα τον οδηγούσε, στην υποβολή παραίτησης, κάτι, που διακινδύνευσε, γνωρίζοντας, όμως, ότι η αποδοχή μιας τέτοιας δικής του πράξης, ήταν, σαφώς, αδιανόητη, για τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και την ριζοσπαστικοποιημένη βάση του κόμματος.
Δεν ήταν η πρώτη φορά, που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν ήσαν λίγες οι φορές, στο παρελθόν, που ο Λένιν είχε βρεθεί να μειοψηφεί, σε διάφορα ζητήματα, που απασχολούσαν το κόμμα και στα οποία είχε αποδεχθεί να υπηρετήσει τις απόψεις της πλειοψηφίας, παρά τις προσωπικές διαφορετικές, κατά περίπτωση, απόψεις του.
Άλλωστε, αυτό, που, πολύ αργότερα, μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων, στον αιματηρό ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, με τα 9.000.000 νεκρούς, τον Μάρτιο του 1921, αποκλήθηκε, με τον υποτιμητικό όρο “φραξιονισμός”, δηλαδή η πολυφωνία και η δημιουργία τάσεων, μέσα, στην οργάνωση των μπολσεβίκων [που και αυτοί ήσαν μια επικρατούσα τάση, επί των μειοψηφούντων μενσεβίκων, μέσα, στο ρωσικό Ενιαίο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, που συμμετείχε, στην Β’ (την σοσιαλιστική) Διεθνή, μέχρι την έκρηξη του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου, το καλοκαίρι του 1914]
Εδώ, όμως, στην συγκεκριμένη περίπτωση, της Συνθήκης Ειρήνης, με την Γερμανία, τα πράγματα ήσαν σοβαρότατα και τα δεδομένα αμείλικτα και φυσικά, ο Λένιν δεν επρόκειτο να υποκύψει, στις αντίθετες, με την δική του τοποθέτηση, θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής. Ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παραιτηθεί, γεγονός, βέβαια, το οποίο δεν σήμαινε και την αποστράτευσή του, από τα πολιτικά και κομματικά χαρακώματα.
Με αυτά τα δεδομένα, στην Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων, διαφοροποιήθηκαν, ριζικά, οι συσχετισμοί, με αποτέλεσμα να γίνει αποδεκτή η θέση του Λένιν, υπέρ της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης, με την Γερμανία. Ο Λένιν είχε επικρατήσει.
Μόνο, που, με την αποχώρηση των εσέρων, η Κυβερνητική Επιτροπή των σοβιέτ είχε, πλέον, γίνει μονοκομματική. Και αυτό έχει την ιδιαίτερη σημασία του, ως γεγονός, αν και δεν ήταν αυτό το γεγονός, που οδήγησε, στην εκτροπή της κοινωνικοαπελευθερωτικής διαδικασίας, στην Ρωσία των σοβιέτ.
Αλλά, ας γυρίσουμε στα γεγονότα, που οδήγησαν, στην Οκτωβριανή εξέγερση.
Ο Λένιν, επιστρέφοντας, στο Πέτρογκραντ, από το εξωτερικό, αφού διέσχισε την Γερμανία, με σφραγισμένο τραίνο, ύστερα από ειδική συμφωνία, με τις γερμανικές αρχές και ενώ, τον Φεβρουάριο/Μάρτιο του 1917, είχε ανατραπεί το τσαρικό καθεστώς, από την επανάσταση, που ξέσπασε και είχε σχηματισθεί μια προσωρινή κυβέρνηση με πρωθυπουργό, αρχικά, με τον πρίγκηπα Γκεόργκι Λβωφ και από τον Ιούλιο του 1917 τον μενσεβίκο Αλεκσάντρ Κερένσκι, αλλά και ένα καθεστώς δυαδικής εξουσίας, με την δημιουργία των ισχυρών εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων (σοβιέτ), επέκρινε την μπολσεβικική ηγεσία, για το γεγονός ότι, μέσα, στις υπάρχουσες επαναστατικές συνθήκες, δεν κατέλαβε την εξουσία και φυσικά, για την κεντρική πολιτική της θέση της κριτικής υποστήριξης της προσωρινής κυβέρνησης, με την λογική ότι η επανάσταση είχε έναν αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα.
Ο Λένιν, τότε, τον Απρίλη του 1917, ανέπτυξε την δική του συλλογιστική ανάλυση, η οποία έλεγε ότι η επανάσταση είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα και ότι ετίθετο, ως επίκαιρο και άμεσο κεντρικό πολιτικό καθήκον του μπολσεβικικού κόμματος, η κατάληψη της κρατικής εξουσίας.
Η υπόλοιπη ηγεσία του κόμματος είχε διαφορετική άποψη και επέμεινε σε αυτήν, θεωρώντας, μαζί με τους μενσεβίκους, ότι ο “γέρος” - έτσι αποκαλούσαν, τότε, τον Λένιν - φιλοδοξούσε να γίνει ένας νέος Μιχαήλ Μπακούνιν. (Φυσικά, έπεφταν, έξω. Δεν επρόκειτο, περί αυτού).
Ο Λένιν, τότε, κατέφυγε, στην εργατική βάση των μπολσεβίκων και αρθρογράφησε, στο κομματικό δημοσιογραφικό όργανο, την γνωστή “Πράβδα”, όπου εξέφρασε τις λεγόμενες “Θέσεις του Απρίλη”, διαφωνώντας, με την πολιτική της κριτικής στήριξης της αστικοδημοκρατικής προσωρινής κυβέρνησης, ορίζοντας τον χαρακτήρα της επανάστασης, ως σοσιαλιστικής και θέτοντας, ως άμεσο καθήκον, την κατάληψη της εξουσίας, από την εργατική τάξη και τα σοβιέτ των εργατών και των, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, αγροτικής προελεύσεως στρατιωτών, αποσπώντας, έτσι, την υποστήριξη της εργατικής βάσης του κόμματος και επαναπροσανατολίζοντας τις πολιτικές θέσεις του μπολσεβικικού κόμματος, πάνω, στην βάση των θέσεων, που αυτός υποστήριζε.
Μάλιστα, πρέπει να καταγραφεί ότι αντιθετικοί προβληματισμοί και ενστάσεις υπήρξαν, στην Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων και στο, αμέσως, προηγούμενο χρονικό διάστημα, από την αποφασισμένη, από τον Λένιν, εύκολη και αναίμακτη εξέγερση των ξημερωμάτων της 25ης Οκτωβρίου/7ης Νοεμβρίου 1917, με την οποία ανατράπηκε η προσωρινή κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας συνελήφθησαν, από τα εργατικά συμβούλια, στα οποία οι μπολσεβίκοι είχαν, μετά το καλοκαίρι του 1917, αποκτήσει την πλειοψηφία, ύστερα, από την αποτυχία του στρατιωτικού πραξικοπήματος του στρατηγού Λαβρ Κορνίλωφ, τον Αύγουστο του 2017, ο οποίος, μετά τις ταραχές του Ιουλίου, από μια εξέγερση, στην οποία πρωτοστατούσαν αναρχικοί και μπολσεβίκοι εργάτες, αποπειράθηκε να ανατρέψει την αστικοδημοκρατική προσωρινή κυβέρνηση, αλλά το πραξικόπημα κατεστάλη, από τα ένοπλα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών, στα οποία πρωτοστάτησαν οι μπολσεβίκοι, που είχαν, τον Ιούλιο, τεθεί εκτός νόμου, αλλά και όλες οι υπόλοιπες πτέρυγες του συμβουλιακού εργατοαγροτικού (οι στρατιώτες, στην μεγίστη πλειοψηφία τους, ήσαν επιστρατευμένοι αγρότες) κινήματος.
Η καταστολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συντηρητικών στρατηγών, μπορεί, προς ώρας, να έσωσε την προσωρινή κυβέρνηση του μενσεβίκου Αλεκσάντρ Κερένσκι, αλλά την απογύμνωσε, από κάθε πραγματική δύναμη και την κατέστησε, πλήρως, ως υποχείριο των εργατικών συμβουλίων και των κομμάτων τους.
Ο Λένιν αντελήφθη ότι το νεαρό αστικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς ήταν ετοιμόρροπο και προσανατόλισε τα σοβιέτ και το μπολσεβικικό κόμμα, στην κατεύθυνση της άμεσης ανατροπής της κυβέρνησης Κερένσκι και στην κατάληψη της εξουσίας, από τα εργατικά συμβούλια, με ένα μικτό σοσιαλιστικό και αστικοδημοκρατικό πρόγραμμα, που θα εγκαθίδρυε την εργατοαγροτική εξουσία, δίνοντας την εξουσία, στην βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή, στα εργατικά συμβούλια, την αγροτική γη, στους αγρότες και την ειρήνη, με τον τερματισμό του πολέμου, στους στρατιώτες.
Αυτές, ήσαν, τουλάχιστον, οι προθέσεις.
Μετά από εντατικές συνεδριάσεις, στα κομματικά και στα συμβουλιακά όργανα, ο Λένιν ξεπέρασε κάθε άλλη, περί του αντιθέτου, επιφύλαξη, ή αντίρρηση των συντρόφων του, για την πραγματοποίηση του πραξικοπηματικού κινήματος της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας, στα ξημερώματα της 25ης Οκτωβρίου (οι Ρώσοι, τότε, ήσαν παλαιοημερολογίτες, όπως, άλλωστε, εξακολουθεί να παραμένει και σήμερα, η ρωσική ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία)/7ης Νοεμβρίου (νέο ημερολόγιο) 1917, με το περίφημο σύνθημά του :
“Χθες ήταν πολύ νωρίς, αύριο θα είναι πολύ αργά. Η ώρα είναι τώρα”!
Έτσι, καταλήφθηκε η εξουσία, στην αρχή, εύκολα και αναίμακτα.
Το ευρωπαϊκό θέατρο του ρωσικού εμφυλίου πολέμου.
Τότε, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται και τα τεράστια προβλήματα, που αφορούσαν την διαχείριση αυτής της εξουσίας, τα οποία συμπλέχθηκαν, με την σφοδρή ένοπλη αντίδραση των παλαιών τάξεων, αλλά και άλλων ελευθεριακών επαναστατικών δυνάμεων, με την συγκρότηση των στρατιωτικών σωμάτων των λεγόμενων Λευκών, υπό την ηγεσία διαφόρων τσαρικών στρατηγών (Βράνγκελ, Γιούντενιτς Ντενίκιν, Κόλτσακ), άλλων διάφορων ενόπλων δυνάμεων γαιοκτημόνων, αστών δημοκρατών, σοσιαλιστών, Ουκρανών αυτονομιστών (ο λεγόμενος Πράσινος στρατός, που υπήρξε ασθενής) και του ισχυρού Μαύρου Στρατού των αναρχικών (ο Επαναστατικός Εξεγερσιακός Στρατός), στην Ουκρανία, υπό τον Νέστορ Μάχνο, που πολέμησε, εναντίον όλων και ανάσχεσε την επίθεση του στρατηγού Ντενίκιν, στην Μόσχα, το 1919, όπως επίσης, εκκαθάρισε τους φιλομοναρχικούς Κοζάκους, στην Κριμαία, επιχείρησαν να ανατρέψουν το νεαρό μπολσεβικικό αναδημιουργούμενο κράτος, με το ξέσπασμα του, επί τρία έτη (Μάρτιος 1918 - Μάρτιος 1921), ρωσικού εμφυλίου πολέμου.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, συγκροτήθηκε το “σοβιετικό” κράτος, το οποίο, φυσικά, αντί να απονεκρώνεται, όπως προέβλεπε ο Λένιν, στο, τότε, σύγχρονο σύγγραμμά του, με τον τίτλο : “Κράτος και Επανάσταση”, το οποίο, επιφανειακά, έμοιαζε να προσεγγίζει τις αντιεξουσιαστικές απόψεις, συγκροτήθηκε, πάνω, σε μια, άκρως, συγκεντρωτική, αυταρχική και στρατοκρατικής φύσεως, βάση, η οποία κατέληξε, στην επίσημη εγκαθίδρυση της μονοκομματικής εξουσίας των μπολσεβίκων, στα εργατικά συμβούλια, που έτσι, έχασαν το ουσιώδες εργατικό δημοκρατικό περιεχόμενο, πάνω, στο οποίο συγκροτήθηκαν και παλαιότερα, στην, στρατιωτικά, ηττημένη επανάσταση του 1905 και στην επανάσταση του 1917 και μετατράπηκαν, σε ένα παρακολουθηματικό κομματικό όργανο και πολιτικό εργαλείο του μπολσεβικικού κόμματος και του, κατ’ όνομα, σοβιετικού κράτους, ενώ, παράλληλα, τον Μάρτιο του 1921, στο 10ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων), πέραν από το μονοκομματικό πολιτικό σύστημα, οι Λένιν, Τρότσκι και Στάλιν, με κοινή τους εισήγηση, καθιέρωσαν και την κατάπνιξη της εσωκομματικής πολυφωνίας, με την απαγόρευση της συγκρότησης τάσεων, εντός του χώρου του κυβερνητικού κόμματος, τις οποίες χαρακτήρισαν, ως φράξιες.
Έτσι, διαμορφώθηκε, με ταχείς ρυθμούς, ο κύκλος του ολοκληρωτισμού, στην μετεπαναστατική Ρωσία, όπου η κομματική και κρατική γραφειοκρατία, ως χωριστή κοινωνική τάξη, κατέλαβε την εξουσία, επί της, εν συνέχεια, προλεταριοποιηθείσας ρωσικής και της, ως καρικατούρας, πλέον, “σοβιετικής” κοινωνίας, η οποία αναδομήθηκε, σαρωτικά και εκ θεμελίων.
Η οικοδόμηση της νέας κρατικής εξουσίας - το γεγονός ότι αυτή η κρατική εξουσία ηταν του μπολσεβικικού κόμματος υπήρξε ένα, θεμελιακά, σημαντικό, αλλά παρακολουθηματικό και παρεμπίπτον ζήτημα -, στην μετεξεγερσιακή Ρωσία των εργατικών συμβουλίων (τα οποία αυτή η οικοδομούμενη κρατική εξουσία, στο τέλος της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων, κατέπνιξε) ήταν το πραγματικό, ουσιαστικό και καθοριστικό γεγονός, που οδήγησε, στην πραγματιστική εκτροπή της κοινωνικοαπελευθερωτικής διαδικασίας.
Όλα τα υπόλοιπα έπαιξαν, βέβαια, τον ρόλο τους. Αλλά, ήσαν παράγοντες, με δευτερεύοντα και τριτεύοντα ρόλο.
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ, στο παρόν δημοσίευμα, σε όσα συνέβησαν, μετά την Οκτωβριανή εξέγερση και τον ρώσικο εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε.
Όλα αυτά και την έμπρακτη διαδικασία γραφειοκρατικοποίησης της “σοβιετικής” κοινωνίας, μέχρι την αυτοδιάλυση της “Σοβιετικής Ένωσης”, με την απουσία οποιασδήποτε επαναστατικής ή, εξεγερσιακής διαδικασίας και με συνειδητή απόφαση της μεγάλης πλειοψηφίας της ύστερης “σοβιετικής” γραφειοκρατίας, το 1991, μπορούν οι αναγνώστες να τα διαβάσουν στο, προ δεκαετίας, δημοσίευμά μου, σε αυτό, εδώ, το μπλογκ, με τίτλο : Ι. Β. Στάλιν : Μετρήθηκε, ζυγίστηκε και βρέθηκε ελλιπής. (Η σύγκρουση Στάλιν - Τρότσκυ, κατά την δεκαετία του 1920, η εδραίωση της κομματικής γραφειοκρατίας και τα περιορισμένα όρια ρεαλισμού του σοβιετικού καθεστώτος, με αφορμή μια συζήτηση, για τον σταλινισμό, στο Lenin Reloaded).
Γι’ αυτό, δεν χρειάζεται να αναλύσω και να περιγράψω την πορεία της “Σοβιετικής Ένωσης”, στις δεκαετίες, που ακολούθησαν, μέχρι το άδοξο τέλος της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η ουσία των κοσμοϊστορικών εξελίξεων έχει, ήδη, περιγράφει.
Αυτό, που έχει σημασία να περιγραφεί, είναι, ακριβώς, αυτή η κοσμοϊστορική/κοσμογονική διάσταση της Οκτωβριανής εξέγερσης του 1917.
Η κοσμογονία αυτή, που εκκίνησε, τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1917, στην Ρωσία, με πρωτοβουλία του Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ Λένιν, παραμένει, θεμελιακά, ενεργή, διότι η Οκτωβριανή εξέγερση, πέραν, από τις ιστορικές αναφορές και τους όποιους θεωρητικούς σχολαστικισμούς, εξακολουθεί, στον παρόντα χρόνο και για πολύ καιρό, ακόμη, στο απώτερο και απώτατο μέλλον, να παράγει πραγματικά, χειροπιαστά, μετρήσιμα και ενεργά αποτελέσματα.
Στην σύγχρονη Δύση, δηλαδή στην δυτική εκδοχή του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, αυτή η πραγματικότητα - υποτίθεται ότι - αγνοείται, όχι επειδή δεν είναι γνωστή, αλλά επειδή η κρατούσα τρέχουσα πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση και κεντρική γραμμή των δυτικών ελίτ επιμένει και αρέσκεται να παρουσιάζει την Οκτωβριανή εξέγερση, ως μια ιστορική παρεκτροπή, η οποία (έστω και ως μια μεγάλη, χρονικά παρένθεση), τελικά, έχει κλείσει τον κύκλο της, οριστικά και αμετάκλητα, από την εποχή της αυτοδιάλυσης του λεγόμενου ανατολικοευρωπαϊκού “υπαρκτού σοσιαλισμού” και της “Σοβιετικής Ένωσης”, κατά την καταιγιστική χρονική περίοδο 1989 -1991, επισφραγίζοντας και ολοκληρώνοντας την υποτιθέμενη, ως μεγαλειώδη, νίκη της Δύσης, δηλαδή του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος, επί του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, με το τέλος του ψυχρού πολέμου.
Πολλοί Δυτικοί, που εμφανίζονται, ως ειδικοί, στην πολιτική ανάλυση, θεωρούν ότι ισχύει, πράγματι, αυτή η συλλογική πεποίθηση της Δύσης ότι νίκησε, οριστικά και αμετάκλητα, την Οκτωβριανή εξέγερση, έστω και στην γραφειοκρατική εκδοχή, στην οποία κατέληξε.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι, συλλογικά, η Δύση πέφτει έξω, στις εκτιμήσεις της και τους υπολογισμούς της αυτούς. Και το χειρότερο είναι ότι - όχι, μόνον, ο κλειστός ηγετικός σκληρός της πυρήνας, αλλά και ευρύτερα στρώματα γραφειοκρατών και αστών διανοουμένων, που βρίσκονται πέριξ αυτού του κλειστού ηγεμονικού πυρήνα - αυτή η πραγματικότητα της ενεργού παρουσίας και παραγωγής μετρήσιμων υπαρκτών αποτελεσμάτων της Οκτωβριανής εξέγερσης είναι, ευρέως, γνωστή, μέσα στους κύκλους αυτούς.
Φυσικά, είναι βέβαιο, ότι οι ανυποψίαστοι αναγνώστες του παρόντος δημοσιεύματος θα αναρωτιούνται, πώς και πού στηρίζω αυτήν την διαπίστωση, στην οποία προβαίνω, για την ενεργότατη παρουσία της Οκτωβριανής εξέγερσης, στην σημερινή εποχή και στο απώτερο και από τα το μέλλον.
Δεν τους αδικώ.
Η Δυτική προπαγάνδα από την εποχή της αυτοδιάλυσης της “Σοβιετικής Ένωσης”, μέχρι, ακόμη και σήμερα, έχει πείσει πάρα πολύ κόσμο, για την νίκη του δυτικού καπιταλισμού και των ιδεών του, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν, από την εποχή της γέννησης του κλασικού καπιταλισμού, στις δυτικές κοινωνίες.
Η διαπίστωση, την οποία εκφράζω, για την εξακολουθητική προωθητική δύναμη της Οκτωβριανής εξέγερσης του 1917, στην σημερινή εποχή και στο μέλλον, δεν εδράζεται, μόνο, στις τεράστιες επιρροές, που έχει ασκήσει και εξακολουθεί να ασκεί η Οκτωβριανή εξέγερση, στην ίδια την δομή, στον ίδιο τον σκληρό πυρήνα του παλαιού κλασικού καπιταλισμού, με την γραφειοκρατικοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και ίδιων των δυτικών κοινωνιών.
Αυτές οι επιρροές, βέβαια, είναι υπαρκτές, σαφείς, μετρήσιμες και ζώσες, αλλά η αλήθεια είναι ότι η διαδικασία γραφειοκρατικοποίησης του δυτικού καπιταλισμού επρόκειτο να συμβεί, ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει η Οκτωβριανή εξέγερση, ακριβώς, επειδή η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγούσε, στην μετατροπή των λεγομένων παραγωγικών σχέσεων, και στο σταδιακό διαδοχικό σχήμα και πέρασμα, από την κυριαρχία των κλασικών ιδιοκτητών καπιταλιστών, στην επικράτηση της μαζικής παραγωγής των μεγάλων πολυμετοχικών ανώνυμων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και μέσω αυτής της μετεξέλιξης, στην πρακτική επικράτηση της λεγόμενης εταιρικής γραφειοκρατίας των μεγάλων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Υπάρχει όμως και μια άλλη αλήθεια η οποία δεν επισημαίνεται.
Η αλήθεια αυτή είναι και αφορά την τεράστια συνεισφορά της Οκτωβριανής εξέγερσης, μέσω της “Σοβιετικής Ένωσης” και των σοσιαλιστικών ιδεών, στον διεθνή αντιαποικιακό αγώνα, στην Ασία, στην Αφρική, αλλά και στις “μπανανίες” της Λατινικής Αμερικής.
Πραγματικά, η επίδραση της Οκτωβριανής εξέγερσης, η επιρροή και η πρακτική βοήθεια της “Ε.Σ.Σ.Δ.”, στα αντιαποικιακά κινήματα είναι ανεκτίμητη.
Βέβαια, επίσης, αλήθεια είναι γεγονός ότι ο αντιαποικιακός αγώνας, στις αποικιακές χώρες, θα προέκυπτε και χωρίς την παρουσία της Οκτωβριανής εξέγερσης και της “Σοβιετικής Ένωσης”. Αυτό είναι, σφοδρότατα πιθανό, έως βέβαιο. Αλλά, χωρίς αυτές, ο αντιαποικιακός αγώνας θα είχε πολύ μικρότερη δυναμική, η αποικιοκρατία θα κρατούσε, σε πολλές περιπτώσεις, έως και σήμερα, ή, για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από όσο κράτησε, στις χώρες που έδωσαν τον αντιαποικιακό αγώνα, αν και η αλήθεια είναι ότι αυτός ο αγώνας, ακόμη και στις ημέρες μας, δεν έχει ολοκληρωθεί, πλήρως.
Όμως, χωρίς την Οκτωβριανή εξέγερση, η αποικιοκρατία θα επιβίωνε, για μακρύ χρόνο και φυσικά, τα πράγματα, στον τομέα αυτόν, θα ήσαν, σήμερα, πολύ χειρότερα.
Αλλά η ενεργός παρουσία της Οκτωβριανής εξέγερσης η οποία εξακολουθεί να παράγει άμεσα και πρακτικά αποτελέσματα και γεγονότα, στον σύγχρονο καιρό και στο απώτερο και απώτατο μέλλον είναι μπροστά στα μάτια μας, αν και η Δυτική καπιταλιστική ελίτ αποφεύγει, συστηματικά, να μιλήσει, για αυτήν.
Όμως η αλήθεια δεν κρύβεται.
Η Οκτωβριανή εξέγερση εξακολουθεί να είναι ενεργός και παρούσα στην σημερινή εποχή, μέσα από το φυσικό της τέκνο - έστω κι αν αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί, ως εκτρωματικό - και το οποίο είναι η σύγχρονη κομμουνιστική Κίνα, η οποία διαφοροποιούμενη, από την παλαιά “Σοβιετική Ένωση”, εφαρμόζει μια ιδιότυπη εκδοχή του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού, η οποία, σε σχέση με την αντίστοιχη της “Σοβιετικής Ένωσης”, αποδεικνύεται, πρακτικά, ως, όχι μόνο βιώσιμη, αλλά και αναπτυξιακά, προωθητική αφού έφερε, εις πέρας και συνεχίζει να πραγματοποιεί το κοσμοϊστορικό επίτευγμα να μετατρέψει την αχανή τριτοκοσμική Κίνα της δεκαετίας του 1980, σε έναν οικονομικό γίγαντα, με προηγμένη τεχνολογία ο οποίος, ήδη, από το 2014, κατέχει τη θέση της πρώτης οικονομίας, στον κόσμο, σε νομισματικό επίπεδο ισοδυναμίας των αγοραστικών δυνάμεων, μετρούμενη, ως συγκριτικό μεγέθος των συνολικών ΑΕΠ, εκάστης εθνικής οικονομίας.
Η διαδικασία αυτή η οποία, φυσικά, πρόκειται να συνεχιστεί, - εάν η Δύση δεν την ανακόψει, με δραματικό τρόπο, εντός των, αμέσως, επόμενων ετών και όχι, στο απροσδιόριστο μακρινό μέλλον - γεγονός το οποίο έχει ανατρέψει την δεδομένη, επί αιώνες, οικονομική, στρατιωτική και λοιπή πρωτοκαθεδρία του δυτικού καπιταλισμού, τον οποίο, σταδιακά, παραγκωνίζει η ανατολική εκδοχή του σύγχρονου γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού, που εφαρμόζει το κυρίαρχο, πολιτικά, Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, με συνειδητή επιλογή της κομμουνιστικής γραφειοκρατικής ηγεσίας του Πεκίνου, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ηταν τότε, που η αλαζονική, πλην όμως, στρατηγικά, ανόητη, αμερικανική ελίτ ενέταξε την, τότε, τριτοκοσμική Κίνα (μια χώρα, με κατευθυνόμενο κεντρικό οικονομικό και κοινωνικό σχεδιασμό), στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης με ένα σκεπτικό το οποίο απέτυχε, τραγικά και το αφήγημα του οποίου προσδιόριζαν, στο ότι η συνάφεια της κινεζικής οικονομίας, με τον δυτικό καπιταλισμό και η ένταξη της, στην διαδικασία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, πέρα από τα τεράστια οφέλη των πολυεθνικών εταιριών, θα οδηγούσε και στην διάρρηξη της πολιτικής παντοκρατορίας κινεζικού Κομμουνιστικού κόμματος και στην, εκ των ένδον ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος, ως πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης αυτής της αχανούς χώρας.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και δεν προβλέπεται να συμβεί. Και αυτό είναι, που φαίνεται ότι, πλέον, οι δυτικές ολιγαρχικές ελίτ έχουν οδηγηθεί - και είναι λογικό - να προβληματίζονται και να τρομάζουν μπροστά, σε αυτό το απρόσμενο φαινόμενο και στην γιγάντωσή του, η οποία τείνει να καταστεί και θα καταστεί μη ελεγχόμενη, μέσα στην επόμενη δεκαετία, ή, το αργότερο, την επόμενη δεκαπενταετία.
Αυτή είναι και έτσι εκφράζεται, η ενεργός παρουσία της Οκτωβριανής εξέγερσης του 1917, στον καιρό μας και πολύ μετά από αυτόν, παρά τις, περί του αντιθέτου, φρούδες ελπίδες των ολιγαρχικών ελίτ της δυτικής εκδοχής του γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Στην ουσία, βέβαια, η όλη υπόθεση έχει, πλέον, μετεξελιχθεί, σε μια ενδογραφειοκρατική και ενδοκαπιταλιστική διένεξη, για την κυριαρχία, στον πλανήτη. Όμως και αυτή είναι η μία διάσταση της υπόθεσης, η οποία δεν μπορεί να παρακάμψει την πραγματικότητα ότι η Οκτωβριανή εξέγερση, έστω και έτσι, εξακολουθεί να είναι ενεργός και να παράγει σημαντικά και κοσμοϊστορικά αποτελέσματα και αυτό θα συνεχίσει να το κάνει, στο απώτερο και στο απώτατο μέλλον.
Αν υπάρχει μια, άκρως, σημαντικότερη όλων των άλλων διάσταση της Οκτωβριανής εξέγερσης, η οποία φαίνεται να έχει εξαντληθεί, ως προς τον προωθητικό της χαρακτήρα, αυτή, σε έναν σημαντικό βαθμό, αφορά το ουσιαστικό αρχικό κοινωνικοαπελευθερωτικό της περιεχόμενο.
Αυτό συνέβη, επειδή η γραφειοκρατική ανάδυση, στην Δύση και στην Ανατολή, πέρα, από την παραγωγική διαδικασία και την διοίκηση των μεγάλων επιχειρήσεων, έχει οδηγήσει και στην αλλαγή του χαρακτήρα και του περιεχομένου της έννοιας και της πραγματικής υπόστασης της κλασικής εργατικής τάξης, η οποία, πλέον, έχει μετατραπεί, από την παλαιά κλασική βιομηχανική και βιοτεχνική εργατική τάξη, σε μια άλλη κοινωνική οντότητα· αυτήν του κόσμου των μισθωτών, οι οποίοι, πλέον, κυριαρχούν, ως υποτελής τάξη, η οποία, όμως, αν και στην συντριπτική της πλειοψηφία είναι προλεταριακή, αφού δεν κατέχει κάποια ιδιοκτησία, στα μέσα παραγωγής, θεωρεί, στην μεγάλη της πλειοψηφία, θέλει να βλέπει - και βλέπει - τον εαυτό της, ως μεσαία τάξη.
Βέβαια, είναι η προϊούσα γραφειοκρατικοποίησή του, που ωθεί το σύγχρονο προλεταριάτο, στην μεγάλη πλειοψηφία του, να βλέπει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον εαυτό του, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αυταπατάται.
Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόμαστε, σήμερα, με την ιδιαίτερη παρατήρηση ότι η, έως πρόσφατη, κυριαρχία της δυτικής εκδοχής του γραφειοκρατικού καπιταλισμού και η μονοκρατορία των ΗΠΑ και της Δύσης, στον πλανήτη, έχει, πλέον, ατονήσει, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε και εν μέρει, ήδη, ζούμε, μέσα σε έναν πολυπολικό και ως εκ τούτου, αβέβαιο και επικίνδυνο, ως προς το μέλλον του, κόσμο.
Είναι απαραίτητο να συνηθίσουμε, σε αυτήν την πραγματικότητα. Άλλωστε, θα ήταν και μη ρεαλιστική η εθελοτυφλία, προκειμένου να μην το πράξουμε.
Και αν η Οκτωβριανή εξέγερση έχασε την κοινωνικοαπελευθερωτική της δυναμική και την προωθητική δύναμη, ως εργαλείο και ως παράδειγμα, για την κοινωνικοαπελευθερωτική διαδικασία, αυτά από μόνα τους, δεν σημαίνουν κάτι το τραγικό.
Και τούτο, διότι το κοινωνικοαπελευθερωτικό πρόταγμα, όποια μορφή και σχήμα και αν πάρει, στο μέλλον, δεν πρόκειται να εξαλειφθεί, από τις κοινωνίες, που ζούμε, έστω και αν αυτό το κοινωνικοαπελευθερωτικό πρόταγμα, το οποίο ανάγεται, στο παλαιό σύνθημα της γαλλικής επανάστασης του 1789, που παραμένει, εσαεί επίκαιρο και προσδιορίζεται, ως “Liberté, égalité, fraternité”, δηλαδή, ως ατομική και κοινωνική ελευθερία, ως ισότητα, όχι, απλώς, απέναντι, στον νόμο, αλλά, ως κοινωνική και οικονομική ισότητα και ως αδελφότητα, ήτοι, ως διεθνιστική αλληλεγγύη των ανθρώπων και των λαών, φαίνεται, ως δυσχερέστατα, εφαρμόσιμο.
Και φυσικά, αυτό θα συμβαίνει, ακόμη και όταν προκύπτει ότι αυτό το κοινωνικοαπελευθερωτικό πρόταγμα εμπεριέχει ισχυρές δόσεις ουτοπίας.
Όσο κι αν κάτι τέτοιο φαίνεται, ως ανορθολογικό, στην πραγματικότητα, δεν είναι κάτι αφύσικο. Είναι φυσικό και εντάσσεται, μέσα στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δεδομένων και δραστηριοτήτων, που παραμένουν να είναι, στην μεγάλη πλειοψηφία τους, ελάχιστα - έως και μη -, ορθολογικές.
Αυτό είναι το συμπέρασμα, που, κατά την γνώμη μου, αξίζει να συγκρατήσουμε, μέσα από όλη αυτή την δαιδαλώδη ιστορική εξέλιξη.
Πραγματικά, αξίζει…
Σχόλια