1/2024 “Metron Analysis” : Η Νέα Δημοκρατία φθείρεται, στο 35,2%, στην εκτίμηση τελικής ψήφου και “μπάζει”, με διαρροές, προς τα δεξιά, λόγω των ιδεοληπτικών εμμονών του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ η αντιπολίτευση παραμένει, στην χαοτική της μιζέρια.
Αυτό που προκύπτει, σαφέστατα, από τους τρεις, παραπάνω, πίνακες της τελευταίας δημοσκοπικής καταμέτρησης, πριν από λίγες ημέρες, της εταιρείας Metron Analysis του Στράτου Φαναρά, είναι ότι η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει τα πρώτα σοβαρότατα δείγματα γοργής εκλογικής πτώσης, με σημαντικές διαρροές, προς τα δεξιά της, λόγω των ιδεοληπτικών εμμονών και των βλακειών του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος, όπως έχω ξαναγράψει, έχει υπολογίσει το πολιτικό κόστος της θέσπισης του γάμου των ομοφυλοφίλων και το έχει αποδεχθεί, ως υποτίθεται διαχειρίσιμο διαχειρίσιμο.
Παρά την γοργή και μεγάλη δημοσκοπική πτώση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας (που, από το 38,2% τον Νοέμβριο του 2023 και το 38%, τον Δεκέμβριο του 2023, τώρα, τον Ιανουάριο του 2024, φαίνεται να έχει χάσει 3 ποσοστιαίες μονάδες και να βρίσκεται, ως προς την εκτίμηση της τελικής ψήφου, στο 35,2% και η πτώση των ποσοστών της δημοσκοπικής επιρροής του κυβερνητικού κόμματος, γίνεται, πολύ μεγαλύτερη, εάν συγκρίνουμε αυτό το 35,2%, με το 40,56%, που η Νέα Δημοκρατία έλαβε, στις βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023 και το 40,78%, που έλαβε, στις βουλευτικές εκλογές της 21/5/2023· μιλάμε, δηλαδή για μια σοβαρή συρρίκνωση της εκλογικής επιρροής του κόμματος αυτού, άνω των 5 ποσοστιαίων μονάδων), ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι απίθανο να υπολογίζει, ορθά, με δεδομένο τον χαώδη κατακερματισμό του συνόλου της αντιπολίτευσης και κυρίως, στα δεξιά της, όπου, στην παρούσα φάση, αιμορραγεί το κυβερνητικό κόμμα.
Αυτή η διαρροή, όμως, ενώ είναι κατανοητή, είναι μετρήσιμη και προφανώς, στρέφεται, προς τα δεξιά, δεν καταγράφεται στην, παραπάνω, δημοσκόπηση και συγκεκριμένα, στην εκτίμηση ψήφου, στην οποία προβαίνει - και δεν νομίζω ότι σφάλλει - ο Στράτος Φαναράς.
Έτσι, ενώ, συνολικά, ο κοινοβουλευτικός χώρος των, πέραν της Νέας Δημοκρατίας, κομμάτων της δεξιάς, πριν 7 μήνες, στις βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023, είχε αθροίσει ένα αξιοσημείωτο ποσοστό της τάξεως του 12,8%, τώρα, τον Ιανουάριο του 2024, αθροίζει, συνολικά, ένα ποσοστό, ίσο, με 14,2%, το οποίο, σε σχέση, με τις βουλευτικές εκλογές, εμφανίζει μια κάποια μικρή άνοδο 1,4 ποσοστιαία μονάδα, η οποία, ως μέγεθος, είναι ισχνή και προφανώς, αυτό οφείλεται, στο γεγονός ότι ο κομματικός χώρος της σκληρής δεξιάς είναι κατακερματισμένος, σε 3 κόμματα, εκ των οποίων, εμφανέστατη άνοδο παρουσιάζει η «Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου, με 8,2%, σχεδόν, διπλασιάζοντας την δημοσκοπική της δύναμη, σε σχέση, με το εκλογικό ποσοστό του 4,44%, που έλαβε, τον περασμένο Ιούνιο και βάζει σοβαρη υποψηφιότητα να μετεξελιχθεί, από μικρό κόμμα, που ήταν, στις προηγούμενες εκλογές, σε μικρομεσαίο κόμμα, το οποίο, θεωρητικά, είναι δυνατό, αν και δύσκολο, να διεκδικήσει, μέχρι και την δεύτερη θέση, στην σειρά κατάταξης των κομμάτων, ενώ οι «Σπαρτιάτες», μετά την μεγάλη εσωκομματική κρίση, που συνεχίζουν να έχουν, υπό τον αμφισβητούμενο αρχηγό τους Βασίλη Στίγκα και τις δικαστικές περιπέτειες, που έχουν τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, φυτοζωούν, στο 3,2%, από το 4,63% του παρελθόντος Ιουνίου και δεν φαίνεται να έχουν μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, το κόμμα των παραθρησκευτικών οργανώσεων, η «Νίκη», υπό τον Δημήτρη Νατσιό εμφανίζει και αυτή προβλήματα, αφού, τώρα, μετράται, στο 2,8%, από το 3,69% του Ιουνίου του 2023, αν και είναι πιθανό η, προς το παρόν, διακηρυκτική τοποθέτηση της επίσημης/κρατικής ορθόδοξης εκκλησίας, κατά του θεσμού του γάμου των ομοφυλοφίλων, που θέλει να θεσπίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνδυασμό, με τις άλλες ενεργειες, που, ίσως, προβεί η σύνοδος των επισκόπων και οι επίσκοποι, στις περιφέρειές τους, να δώσουν μια ώθηση, προς τα άνω, σε αυτό το παραθρησκευτικό κόμμα.
Όμως, ευρύτερα, ο χώρος της κοινοβουλευτικής ακροδεξιάς δεν βλέπω να έχει πολύ μεγαλύτερη δυναμική. Το συνολικό ποσοστό του 14,2%, που, τώρα, αθροίζει, έχει κάποια περιθώρια να αυξηθεί, αλλά ο κομματικός κατακερματισμός του, δεν του δίνει την μεγάλη δυναμική, που, εκ των πραγμάτων, μπορεί να αποκτήσει, εάν ενωθεί, υπό έναν αρχηγό.
Ως εκ τούτου, όσο η κατάσταση, σε αυτόν τον χώρο, συνεχίσει να παραμένει, ως έχει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να αισθάνεται ήσυχος και ασφαλής, αφού η όποια αύξηση του συνολικού ποσοστού των κομμάτων της ακροδεξιάς, δεν αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, για τον ίδιο και το κυβερνητικό κόμμα.
Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία δεν έχουν κανένα σοβαρό πρόβλημα, ούτε και από τα αριστερά τους, όπου, εκεί, γίνεται μια σκληρή μάχη, για την δεύτερη θέση, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά, τώρα και το ΚΚΕ, το οποίο και αυτό εξελίσσεται, στο να μετασχηματιστεί, σε ένα μικρομεσαίο κόμμα, όπως είναι τα άλλα δύο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη συνεχίζει να περνάει μια μεγάλη και παρατεινόμενη κρίση, με αποτέλεσμα, εδώ και τέσσερεις μήνες, να έχει απωλέσει την δεύτερη θέση, στην οποία, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, και όπως φαίνεται και στην δημοσκόπηση της MRB, έχει περάσει το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, αν και τα ποσοστά του, παρότι, σχετικά, ανεβασμένα, παραμένουν αναιμικά, γεγονός, που καθιστούν τις ισορροπίες των δυνάμεων, ανάμεσα, στα τρία μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, εξαιρετικά, αμφίβολες.
Έτσι, στην εκτίμηση ψήφου της MRB, το ΠΑΣΟΚ έχει, με σκαμπανεβάσματα, βρεθεί, τον Ιανουάριο του 2024, στο 13,7%, από το εκλογικό ποσοστό του 11,84%, που έλαβε, στις βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023 και το δημοσκοπικό ποσοστό του 15,3%, που καταμετρήθηκε, στην εκτίμηση ψήφου, τον Νοέμβριο του 2023, από την MRB και δείχνει ότι δεν έχει ευοίωνες προοπτικές, να ξεφυγει, από αυτά τα χαμηλά ποσοστά. Αυτό οφείλεται, προφανώς, στην προσωπική πολιτική ανεπάρκεια του προέδρου του, αλλά και στο βαρύτατα, κακό παρελθόν του κόμματος, στο οποίο η ελληνική κοινωνία έχει χρεώσει (και σωστά) την χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας, τον Απρίλιο του 2010 και τα τεράστια δεινά, που υπέστη και υφίσταται ο πληθυσμός της χώρας μας, χωρίς η νομενκλατούρα του μικρομεσαίου κόμματος της Χαριλάου Τρικούπη, διαχρονικά, δεν έχει κάνει καμμία, έστω και ελάχιστη, απόπειρα αυτοκριτικής. Το αντίθετο, μάλιστα, εξακολουθεί να υπερασπίζεται το καταστροφικό έργο, που διεκπεραίωσε.
Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις των ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να είναι μεγάλες και θα εξακολουθήσουν να παραμένουν, εξαιρετικά, περιορισμένες, στην αναμονή της συρρίκνωσης ή και της - όχι απίθανης - διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, καθώς το κόμμα αυτό παραπαίει.
Κάπως έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται να έχει ένα δημοσκοπικό ποσοστό, σε επίπεδο εκτίμησης ψήφου, της τάξεως του 12,1%, ήτοι πολύ μακριά από το δημοσκοπικό ποσοστό του 16,8%, που είχε, τον Σεπτέμβριο του 2023 και ακόμη, μακρύτερα, από το εκλογικό ποσοστό του 17,83%, που έλαβε, στις βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023, με αρχηγό τον Αλέξη Τσίπρα.
Προφανώς, η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και η δημιουργία της Νέας Αριστεράς, που, σε επίπεδο εκτίμησης ψήφου, έφθασε, οριακά, στο 3%, έχουν παίξει, σημαντικό ρόλο, στον μαρασμό του κόμματος, αλλά και χωρίς την διάσπαση, που έφερε η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, στην θέση του προέδρου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετώπιζε και πάλι, σοβαρό πρόβλημα, ακόμη και αν η Έφη Αχτσιόγλου είχε καταφέρει να κερδίσει, στις εσωκομματικές εκλογές.
Όμως, οι εξελίξεις είναι αυτές, που είναι. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει, όπως έχω γράψει, πριν από την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, συγκροτητικό πρόβλημα (το αναγνωστικό κοινό μπορεί να διαβάσει το δημοσίευμά μου της 22/7/2023, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει πρόβλημα δομικής στατικότητας, αφού το πρόβλημά του είναι, ταυτοτικό και συγκροτητικό πρόβλημα. Δεν είναι πρόβλημα ηγεσίας.), αλλά, πλέον και πρόβλημα ηγεσίας, αφού ο Στέφανος Κασσελάκης όξυνε, ακόμη περισσότερο, τα άσχημα πράγματα, όσον αφορά τις προοπτικές του κόμματος, το οποίο, δεδομένης της δυσμενέστατης κατάστασης, που έχει διαμορφωθεί, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι είναι τυχερός, εάν καταφέρει να μείνει, ως ένα μικρομεσαίο κόμμα, ενώ και ο κίνδυνος της μετεκλογικής - των ευρωεκλογών - εξαφάνισής του είναι υπαρκτός, εάν η εκλογική του επίδοση είναι κακή.
Όπως δείχνει η δημοσκόπηση, στην εξίσωση, για την κατάκτηση της δεύτερης θέσης, μετά την Νέα Δημοκρατία, έχει εισέλθει και το ΚΚΕ, το οποίο καταγράφεται, στην εκτίμηση ψήφου, με ένα σημαντικό ποσοστό, της τάξεως του 10,2% από το 7,69%, που είχε λάβει, στις βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023, κάτι που έχει να συμβεί από την δεκαετία του 1980. Προφανώς, η συνεχιζόμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτεί το κόμμα των Ελλήνων σταλινικών και έχει αξία να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη και την καταστάλαξη των ποσοστών του ΚΚΕ.
Η ακατάσχετη, προς το παρόν, συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτεί, πέραν του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ και την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που φθάνει, στην δημοσκοπική επίδοση του 4%, ως προς την εκτίμηση ψήφου, έναντι του 3,17%, που είχε λάβει, στις προηγούμενες εκλογές του περασμένου Ιουνίου, αλλά δεν εμφανίζει την αξιόλογη δυναμική, που θα μπορούσε να έχει, ενώ το ΜΕΡΑ25 του Γιάννη Βαρουφάκη, εξακολουθεί να διατηρεί το 2,50%, που έλαβε, στις προηγούμενες εκλογές.
Από εκεί και πέρα, το 3% του εκλογικού σώματος, εμφανίζεται, στην εκτίμηση ψήφου της MRB, τον Ιανουάριο του 2024, να εκφράζει την προτίμησή του, σε αλλά εξωκοινοβουλευτικά κόμματα.
Μπορεί, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μην έχει - και δεν έχει - κανέναν σοβαρό αντίπαλο να αντιμετωπίσει, βρίσκεται, όμως, αντίπαλος, με τον πολύ κακό εαυτό του, όπως δείχνει η εκλογική συρρίκνωση, άνω των 5 ποσοστιαίων μονάδων, τον Ιανουάριο του 2024, σε σχέση, με το εκλογικό ποσοστό του κυβερνητικού κόμματος, τον περασμένο Ιούνιο, αλλά και όπως αποδεικνύουν και τα δυο παραπάνω καταγραφικά σχήματα των πεποιθήσεων της ελληνικής κοινωνίας, για το, εντελώς, άθλιο και χείριστο έργο της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και του ίδιου του πρωθυπουργού, στο βασικό, κατά τον πληθυσμό της χώρας, πρόβλημα του πληθωρισμού (της ακρίβειας), για το οποίο το 75% (!) των ερωτώμενων εκφράζει αρνητικές γνώμες, για την κυβέρνηση, ενώ, ακόμη χειρότερα, το ελληνικό “εκλογικό παράδοξο” παραμένει, ως έχει, αφού το 60% του εκλογικού σώματος θεωρεί - και σωστά - ότι η χώρα βαδίζει, σε εσφαλμένη κατεύθυνση.
Αξιοσημείωτη, εδώ, είναι η καταγραφή του γεγονότος ότι το 34% των ερωτώμενων, που θεωρεί ότι η χώρα κινείται, προς την σωστή κατεύθυνση, ήτοι το 34%, είναι σχεδόν το ίδιο, με το ποσοστό του 35,2%, που εμφανίζεται, στην εκτίμηση ψήφου υπέρ της Νέας Δημοκρατίας.
Προφανώς, αυτή η “πίτα” της δημοσκόπησης, που αφορά την γνώμη της κοινωνίας, για την εσφαλμένη, ή την σωστή κίνηση και την πορεία της χώρας, έχει μεγάλη διαχρονική αξία, αφού εκφράζει δυο σημαντικά φαινόμενα, ήτοι :
1) Την έκταση της δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος, για την κυβέρνηση και
2) Τον έλεγχο - το “τσεκάρισμα” της εκλογικής επιρροής του κυβερνητικού κόμματος.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η κοινωνία δεν θέλει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του.
Όμως, παρά την εμφανέστατη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας, η οποία δυσαρέσκεια είναι εκτεταμένη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν άλλο σοβαρό λόγο, για να ανησυχεί, αφού εξακολουθεί και τώρα, όπως, άλλωστε, συμβαίνει, εδώ και πολλά χρόνια, να μην έχει να αντιμετωπίσει κάποιον, έστω και ελάχιστα, σοβαρό πολιτικό και εκλογικό αντίπαλο.
Ουσιαστικά, ο πρωθυπουργός “κάνει παιχνίδι”, άνευ αντιπάλου και ως εκ τούτου, όπως έχω ξαναγράψει, ως “μονόφθαλμος”, επικρατεί, άνετα, επί “αομμάτων”, όπως συμβαίνει, χρόνια, τώρα.
Το πότε θα παύσει να επικρατεί αυτή η πολύ άσχημη πολιτική κατάσταση, στην χώρα μας, ουδείς μπορεί να το προβλέψει.
Η αλήθεια είναι ότι θα κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο είναι αόριστο ναι μη προσδιορίσιμο.
Δυστυχώς…
Σχόλια