Από τα τέλη του 5ου μΧ (αρχές 6ου μΧ) αιώνα, στα τέλη του 10ου μΧ (αρχές 11ου μΧ) αιώνα : Μια ματιά, σε σπαράγματα του εκχριστιανισμένου ύστερου αρχαίου ελληνικού/ελληνιστικού κόσμου, στην Μέση Ανατολή και στο ταξείδι έργου του μεσαιωνικού ελληνισμού, στην Νορβηγία.
Σαν κοινωνία, η αλήθεια είναι ότι έχουμε μια βαριά κληρονομιά, η οποία είναι πολύ σπουδαία και έρχεται, από το πολύ μακρινό παρελθόν.
Στο παρόν δημοσίευμα, δεν αναφέρομαι, στον κλασικό αρχαίο ελληνικό κόσμο, μακρινή - και απόκοσμη μπορούμε να πούμε - εκδοχή και προέκταση του οποίου, μέχρι ένα σημείο, είμαστε και εμείς, σήμερα, όχι ως βιολογικοί απόγονοι, αλλά, ως, έστω και κακοήθης, πολιτισμική συνέχεια, μέσα από τις τεράστιες και χαώδεις διαφορές και αντιθέσεις, που έχουν προκύψει, με την μακρά αλληλοδιαδοχή πλήθους γενεών, που έφθασαν, έως τον σύγχρονο νέο ελληνισμό της εποχής μας και του όποιου μέλλοντος έχει αυτός ο μίζερος νεοελληνικός κόσμος, ως αποτέλεσμα και εξαιτίας των ηλιθιοτήτων, που διαπράχθηκαν και στο, σχετικά, πρόσφατο παρελθόν, με κομβικό, καίριο και κυρίαρχο προσδιοριστικό στοιχείο, την καταστροφή του προαιώνιου μικρασιατικού ελληνισμού, το 1922, αλλά και πολύ παλαιότερα, κάτι που συνεχίζεται, με δεδομένη την σημερινή κοινωνική κατάπτωση του νεοελληνισμού, της οποίας αποτελούμε αναπόσπαστο μέρος και για την οποία η παρακμάζουσα ιθύνουσα εντόπια ελίτ, έχει την πρωτεύουσα και καθοριστική ευθύνη.
Παρά ταύτα, η αλήθεια είναι ότι ένα αμέτρητο τεράστιο πλήθος σπαραγμάτων της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού κόσμου από την αρχαία εποχή, που τελειώνει, στο 650 μΧ, μέχρι τις ημέρες μας, παραμένει να είναι, αφ’ ενός, μεν, παρών και ζωντανός δείκτης του ιστορικού του παρελθόντος και αφ’ ετέρου, ανεξερεύνητο και τέλει, διαρκώς, υπό ανακάλυψη.
Το ευχάριστο είναι ότι, ακόμη και σήμερα και υπολογίζω και στο πολύ απώτερο (σχεδόν απέραντο) μέλλον, από σήμερα, θα ανακαλύπτονται όλο και περισσότερα ιστορικά τεκμήρια και στοιχεία, από διάφορα σπαράγματα του ελληνικού κόσμου, που είναι απλωμένα, σε μια ευρύτατη έκταση, η οποία περιλαμβάνει τον ευρασιατικό χώρο και την βόρεια Αφρική και ποιός ξέρει, μέχρι πού μπορεί να έχουν βρεθεί και να ανακαλύπτονται στοιχεία και αποδείξεις της έλευσης και της παρουσίας των δημιουργημάτων και των τεχνουργημάτων του ελληνικού κόσμου και πολιτισμού, σε όλες τις ιστορικές του διαχρονικές μετεξελίξεις, σε μία, ακόμη, πολύ ευρύτερη έκταση.
Εδώ, θα παραθέσω, δυο πρόσφατες ανακαλύψεις, που αφορούν το μακραίωνο ελληνικό ιστορικό παρελθόν. Η μια αφορά τον ύστερο αρχαίο βυζαντινό ελληνικό (ελληνιστικό) κόσμο και η δεύτερη σχετίζεται με τον μεσαιωνικό ελληνισμό της βυζαντινής εποχής.
Έτσι, στην πρώτη περίπτωση, στο χωριό Ετ Ταϊγίμπα, στο Ισραήλ, βρέθηκε, η ελληνική επιγραφή, που απεικονίζεται, στο ξεκίνημα του παρόντος δημοσιεύματος, στην είσοδο ενός κτίσματος, το οποίο ήταν ένας χριστιανικός ναός του τέλους του 5ου και των αρχών του 6ου αιώνα και η οποία γράφει, σε σύγχρονη απόδοση : «Ο Χριστός γεννήθηκε, από την Μαρία. Το έργο αυτό, από τον θεοσεβούμενο και ευσεβέστατο επίσκοπο [Θεοδό]σιο και τον άθλιο Θ[ωμά], κτίστηκε, από τα θεμέλια. Όποιος εισέρχεται να προσευχηθεί, γι’ αυτούς».
Η επιγραφή αυτή είχε τεθεί, στον χριστιανικό ναό, ως “προστασία”, από το λεγόμενο, ως πρόληψη, «κακό μάτι» και απαντάται και σε άλλους τόπους του βυζαντινού κόσμου.
Αυτός ο χριστιανικός ναός, βέβαια, αποτελεί ένα πρώτο τεκμήριο της δραστηριότητας της ύπαρξης και της δραστηριότητας των χριστιανών, στην περιοχή αυτή, αλλά η αλήθεια είναι ότι πιστοποιεί, όπως και πολλά άλλα ευρήματα, στο Ισραήλ και ευρύτερα, στην ιστορική Παλαιστίνη, την ύπαρξη και την δραστηριότητα, πριν από την χριστιανική εποχή, του ελληνισμού, δηλαδή του ελληνιστικού κόσμου, που δημιουργήθηκε, από τον βασιλιά των αρχαίων Ελλήνων Αλέξανδρο τον Μακεδόνα και τους στρατιωτικοπολιτικούς απογόνους του, ύστερα από την διάλυση της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας του Δαρείου.
Έχω την γνώμη ότι ο εκχριστιανισμός του ελληνιστικού και του ρωμαϊκού κόσμου υπήρξε μια δυστυχής εξέλιξη, αλλά αυτό αποτελεί μια προσωπική γνώμη, που αφορά τα ιστορικά γεγονότα και την εξέλιξη τους, η οποία, φυσικά, δεν μπορεί να αναιρέσει την ιστορική πραγματικότητα. Και ο ελληνισμός, μέσα από τον ελληνιστικό κόσμο, ήταν παρών, πολύ πριν το ελληνορωμαϊκό Βυζάντιο και απλώς, ο εκχριστιανισμός του ελληνισμού και του ελληνιστικού κόσμου υπήρξε μια ιστορική τους συνέχεια.
Αυτή την συνέχεια “αφηγείται” και αποδεικνύει η ύπαρξη του χριστιανικού ναού, στην Ετ Ταϊγίμπα, που βρίσκεται στην κοιλάδα Μεγκίντο, η οποία συνδέεται, με τον “Αρμαγεδδώνα” του ιουδαιοχριστιανικού κόσμου και την εσχατολογία του, με την τελική σύγκρουση των δυνάμεων του Καλού, με το Κακό.
Αφήνοντας, τώρα, την εποχή της ύστερης αρχαιότητας, αξίζει να δούμε και ένα τεχνούργημα· το, παραπάνω, χρυσό νόμισμα του μεσαιωνικού ελληνισμού του 10ου και 11ου αιώνα, ήτοι της εποχής του αυτοκράτορα Βασιλείου, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας, στο Βυζάντιο, του λεγόμενου και ως “Βουλγαροκτόνου”.
Αυτό το, εξαιρετικά, σπάνιο χρυσό νόμισμα ανακαλύφθηκε, από έναν ανιχνευτή μετάλλων στα βουνά της Νορβηγίας, στο Vestre Slidre και είναι πρότυπο (“ιστάμενο“ νόμισμα το χαρακτηρίζουν οι ιστορικοί ερευνητές), που υπολογίζεται να κατασκευάστηκε, γύρω, στο 960 και θα μπορούσε να ανήκε σε έναν από τους πρώτους μονάρχες της σκανδιναβικής αυτής χώρας, σύμφωνα με Νορβηγούς αξιωματούχους.
Το χρυσό νόμισμα ανακαλύφθηκε, από έναν ανιχνευτή μετάλλων, μια αγροτική πόλη γνωστή για το σκι, στην νοτιοκεντρική κομητεία Innlandet της Νορβηγίας. Το νόμισμα «έχει διατηρηθεί εξαιρετικά, καλά. Το νόμισμα εμφανίζεται, σε μεγάλο βαθμό, αμετάβλητο, από τότε, που χάθηκε, ίσως, πριν από χίλια χρόνια», όπως ανέφερε το δελτίο τύπου του Δήμου της κομητείας Innlandet.
Το νόμισμα αυτό ταξίδεψε 2.574 χιλιόμετρα και βρέθηκε, εκεί, που βρέθηκε, προς μεγάλη έκπληξη όλων των ερευνητών. Οπως φαίνεται και στις δυο, παραπάνω, φωτογραφίες, είναι, πλήρως, διακοσμημένο και στην μία πλευρά, έχει μια ανάγλυφη απεικόνιση του Ιησού, ο οποίος κρατάει μια βίβλο, ενώ, στην άλλη πλευρά, απεικονίζει τους δυο αδελφούς, τότε, βυζαντινούς αυτοκράτορες Βασίλειο Β’ και Κωνσταντίνο Η’, γεγονός, που παραπέμπει, στο ότι το νόμισμα αυτό κόπηκε, και δόθηκε, στην κυκλοφορία, μεταξύ του 977 και 1025.
Οι επιγραφές του νομίσματος είναι δυο. Η μία, στα λατινικά και γράφει: «Ιησούς Χριστός, Βασιλιάς εκείνων που βασιλεύουν». Η άλλη είναι γραμμένη στα ελληνικά, αναφέροντας τα ονόματα των δυο αυτοκρατόρων : «Βασίλειος και Κωνσταντίνος, αυτοκράτορες των Ρωμαίων».
Το ερώτημα που αναδύεται είναι το πώς βρέθηκε, στην Νορβηγία, αυτό το πρότυπο νόμισμα του μεσαιωνικού Βυζαντίου.
Πιθανότατα, να το έφερε, εκεί ο Harald III’ Hardråde, Νορβηγός βασιλιάς της χρονικής περιόδου 1046 - 1066, ο οποίος είχε υπάρξει και μέλος της βυζαντινής αυτοκρατορικής φρουράς, στην Κωνσταντινούπολη και πιθανώς, πληρώθηκε, για τις υπηρεσίες του, με αυτό το νόμισμα. Στην προαναφερόμενη ανακοίνωση του νορβηγικού Δήμου αναφέρεται ότι «εκείνη την εποχή, ήταν συνηθισμένο να δίνεται, στους φρουρούς, το δικαίωμα να λεηλατήσουν το παλάτι και να πάρουν όλα τα τιμαλφή, που μπορούσαν να βρουν, όταν πέθαινε ο αυτοκράτορας. Την εποχή του Harald, στο Βυζάντιο, τρεις αυτοκράτορες είχαν πεθάνει».
Μία άλλη - λιγότερο πιθανή, κατά την γνώμη μου - εκδοχή, που αναφέρεται, από τους ερευνητές, είναι ότι το νόμισμα αυτό μπορεί να ήταν ένα τμήμα της προίκας για για να νυμφευθεί ο Νορβηγός βασιλιάς την κόρη του Ρώσου πρίγκιπα/βασιλιά Γιαροσλάβ Α΄ Βλαντιμιρόβιτς του Κιέβου και του Νοβγκορόντ, που ονομάστηκε, ως «Σοφός», ή μπορεί να χρησιμοποιήθηκε, στο εμπόριο αλατιού, στην περιοχή αυτή.
Και ως προς τα δύο αυτά ιστορικά περιστατικά, που αναφέρονται, στο παρόν δημοσίευμα, οι έρευνες συνεχίζονται.
Όμως, αυτό, που έχει σημασία, είναι το να δούμε και να αντιμετωπίσουμε το, πραγματικά, παγκόσμιων διαστάσεων, ιστορικό παρελθόν μας, ως κοινωνία, το οποίο η σύγχρονη παιδεία αγνοεί συστηματικά, με απόλυτη ευθύνη των εγχώριων ελίτ.
Διότι, όπως και να το κάνουμε, η κοινωνία μας προέκυψε, μέσα από μια αλληλοδιαδοχή τεράστιου αριθμού γενεών και φυσικά, το έργο αυτών των περασμένων γενεών έχει την όποια αξία του, η οποία, στην περίπτωση του ελληνικού κόσμου, είναι μεγάλη - μπορώ να πω τεράστια -, ασχέτως, του γεγονότος ότι ο σημερινός ελληνισμός έχει εισέλθει, σε μια μακρόχρονη διαδικασία παρακμής, η οποία μπορεί και να μην σταματήσει, ποτέ και όπως τόσα άλλα έθνη και φυλές, ο ελληνισμός, ως ιστορική και ζωντανή πολιτισμική παρουσία, να εξαφανισθεί, ιστορικά.
Μπορεί, όμως, να συμβεί και κάποια άλλη εξέλιξη, η οποία να είναι και καλύτερη.
Αλλά αυτό είναι έργο, των επόμενων γενεών και πηγαίνει, πέραν από την δική μας γενιά, που απέρχεται.
Το τί θα πράξουν και το τί θα αφήσουν και δεν θα πράξουν αυτές οι γενεές, είναι κάτι, που δεν μπορούμε, εκ των προτέρων να πούμε.
Διότι, απλούστατα, δεν μπορούμε να είμαστε προφήτες.
Σχόλια