22-9-480 πΧ : Η ναυμαχία της Σαλαμίνας : Έτσι, θα μπορούσε να περιγράψει την ζωή του ο Θεμιστοκλής, ο Νεοκλέους, ο Φρεάριος (524 - 459 πΧ), ο στρατηγικός και τακτικός ιθύνων νους της ελληνικής νίκης, κατά του στόλου των Περσών, όταν 300 ελληνικές τριήρεις βούλιαξαν, τουλάχιστον, 700 περσικά πλοία.


 


Εμείς οι Έλληνες/νεοέλληνες έχουμε το κακό, στην παρούσα φθαρτή καθημερινή ζωή μας, με την κυριότατη ευθύνη της παρακμιακής άρχουσας οικονομικής ολιγαρχίας, των κατάπτυστων “πνευματικών ηγητόρων” και της πανάθλιας πολιτικής τάξης του ελληνικού κρατικού μορφήματος, ξεχνάμε την Ιστορία μας,  οποία άρχισε, περίπου 4.000 χρόνια, πριν από σήμερα.

Για τον λόγο αυτόν, τώρα, στο παρόν δημοσίευμα, θα προσπαθήσω να κάνω μια αυτοπαρουσίαση της ζωής του Αθηναίου ηγέτη της δημοκρατικής παρατάξεως, του Θεμιστοκλή του Νεοκλέους ο οποίος μισός, εκ μητρός, ήταν Θράκας και στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 πΧ, υπήρξε ο ιθύνων νους της στρατηγικής νίκης των ενωμένων αρχαίων Ελλήνων, στην ναυμαχία της Σαλαμίνας, αφού, είχε λάβει μέρος, προηγουμένως, στην νικηφόρα μάχη των Αθηναίων και των Πλαταιών, κατά των Περσών, στον Μαραθώνα (Αύγουστος/Σεπτέμβριος 490 πΧ) και στην ναυμαχία του Αρτεμισίου (Αύγουστος/Σεπτεμβριος 480 πΧ), που έγινε, παράλληλα, με την μάχη των Θερμοπυλών, πάλι, κατά των Περσών, λίγο πριν, από την κρίσιμη και αποφασιστική, για την ήττα της Περσικής Αυτοκρατορίας του Ξέρξη, ναυμαχία, στην Σαλαμίνα, με την οποία εξαλείφθηκε η περσική απειλή, κατά του, τότε, προγονικού, της τωρινής Δύσης, ελληνικού κόσμου.

Η ζωή του Θεμιστοκλή υπήρξε ταραχώδης και περιπετειώδης και αξίζει να προσπαθήσω να την εμφανίσω, ως αυτοπαρουσίαση του αρχαίου Έλληνα στρατηγού. Δεν μοιάζει, για αυθεντική, αλλα δεν διαστρέφει τα ιστορικά δεδομένα (με την επιφύλαξη των όσων γράφει, για τον θάνατο του Θεμιστοκλή ο αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης).

Ας το επιχειρήσω, λοιπόν :


«Η απόφασή µου να φύγω, από την ζωή, αυτήν την νύχτα, είναι τελειωμένη. Θυσίασα, στους θεούς, αποχαιρέτησα, διακριτικά, τα παιδιά µου και κάποιους ολίγους φίλους και είµαι έτοιµος. Στον λίγο χρόνο, που µου µένει, ενώ φθανουμε, στο σούρουπο, έρχονται, στην µνήµη µου, πρόσωπα, τόποι και γεγονότα, που σημάδεψαν την ζωή µου. Έρχονται, τώρα, πια, δίχως ένταση και πάθος.

Σκέφτοµαι, µε πολύ σεβασµό και τρυφερότητα, την µητέρα µου, την γλυκειά Θρακιώτισσα Αβρότονον/Ευτέρπη. Παρά το ότι υπήρξα ένας δύσκολος γιος, ανυπάκουος, απαιτητικός και πεισµατάρης, μου φερόταν, µε κατανόηση και αγάπη. Η Αβρότονον/Ευτέρπη ήταν ανήσυχη, για την µόρφωσή µου, επειδή δεν ήταν Ατθίδα και ο νόµος δεν µου έδινε το δικαίωµα να φοιτώ στο Λύκειο και στην Ακαδηµία, όπως οι από δύο Αθηναίους γονείς συνοµήλικοί µου. 


Ο Νεοκλής, όµως, ο πατέρας µου, γόνος των Λυκοµιδών και µε κύρος, στην µεγάλη Λεοντίδα φυλή, µου εξασφάλισε φοίτηση, στο ονοµαστό γυµνάσιο Ηρακλέους, στους Κυνόσαργες. Και εκεί, ήμουν δύσκολος και εριστικός. Ήθελα, πάντοτε, να επιβάλλω την γνώµη µου, στους συνοµηλίκους µου και δηµιουργούσα, συχνά, φασαρίες, στο γυµνάσιο. Κάποτε, ένας εκνευρισµένος δάσκαλος, µου είπε: «ουδέν έσει, παί, συ µικρόν, αλλά µέγα, πάντως αγαθόν ή κακόν».


Θυµάµαι την οικία µας, κοντά στην θάλασσα, στον δήµο Φρεαρρίων. Ευγνωµονώ τους θεούς, που καθόρισαν να µεγαλώσω, εκεί.

 Οι ευτυχέστερες ώρες της παιδικής µου ηλικίας ήταν, όταν έκανα κολύμπι, όταν παρακολουθούσα, πώς ναυπηγούνται τα πλοία. Όσο µεγάλωνα, µεγάλωνε και η έλξη της θάλασσας.


Είχα την επιθυμία ο τόπος µου να είναι κυρίαρχος, στην θάλασσα. Αγανακτούσα, όταν άκουγα ότι η Αίγινα είχε περισσότερα πλοία, από εµάς και ότι τα εµπορικά µας πλοία αντιµετώπιζαν κινδύνους, από τους πειρατές. 

Αναρωτιόµουν τί µας τύφλωνε και στοιβάζαµε τα πλοία µας, στην άµµο του ανοικτού Φαληρικού Όρµου, έκθετα σε µια αιφνιδιαστική εχθρική επίθεση, ή, σε έναν θυελλώδη άνεμο,, την στιγµή που οι Θεοί µας είχαν χαρίσει τρεις ασφαλείς όρµους, τον Κάνθαρο, την Ζέα και την Μουνιχία.

 

 Κατηγορούσα τους συµπατριώτες µου, για πολλά. Ότι, πχ, είχαν αφήσει την Αθήνα και τον Πειραιά, χωρίς τείχη κι ακόµη, επειδή είχαν δεχθεί, με μοιρολατρεία, την υποδούλωση των αδερφών µας Ιώνων, από τους Πέρσες. Με φούντωνε, θυµάµαι, η προσµονή να ενηλικιωθώ, για να µπορώ να µιλώ, στην Εκκλησία του Δήµου. Έβλεπα ότι οι νόµοι του Σόλωνος και του Κλεισθένους είχαν περιορίσει, αισθητά, την πολιτική επιρροή των µεγάλων οικογενειών και ότι ένας επιδέξιος οµιλητής θα µπορούσε να περάσει, στον δήµο, τις απόψεις του. Γρήγορα, έγινα µέλος µιας οµάδας, γύρω από τους ποιητές Αρισταγόρα και Φρύνιχο, µε αντιπερσικές αντιλήψεις. Θυµάµαι τί θόρυβο ξεσήκωσε ο Φρύνιχος, διδάσκοντας την «Μιλήτου άλωσιν».


Όλες αυτές οι µνήµες φέρνουν, εν τέλει, στον νου µου, τί άλλο (;!) την µεγάλη ναυµαχία, στην Σαλαµίνα. Η ναυµαχία αυτή δεν ξεχνιέται. Και εγώ είχα αγωνιστεί πολύ, για να αποβεί νικηφόρα. Όταν νικήσαµε, στον Μαραθώνα, οι περισσότεροι Αθηναίοι, ακόµη και ο Μιλτιάδης, από ό,τι θυµάµαι, πίστεψαν ότι οι λογαριασµοί µας, µε τους Πέρσες, είχαν τελειώσει. Αφέλεια και σφάλµα! Έβλεπα ότι οι Πέρσες θα έλθουν και πάλι, µε στρατό, τόσο πολυάνθρωπο, που, πολύ δύσκολα, θα τον αντιµετωπίζαµε. Θα έπρεπε, βασικώς, να επικρατήσουµε, στην θάλασσα, γιατί, χωρίς θαλάσσιο ανεφοδιασµό, ένας µεγάλος στρατός θα είχε και µεγάλες δυσκολίες. Όµως άξιο λόγου στόλο δεν είχαµε. 

 

Υπήρχαν, δεν υπήρχαν, στην Αθήνα, 50 πεντηκόντοροι. Και οι Πέρσες θα έρχονταν, µε εκατοντάδες φοινικικές τριήρεις. Ήταν θέµα της ύπαρξής µας η ναυπήγηση αρκετών τριήρεων. Χρειαζόταν, προφανώς, χρήµα. Και χρήµα, για να βρεθεί, πρέπει να λειτουργεί το µυαλό. Περίσσευαν έσοδα, από τα λατοµεία του Λαυρίου και ο Αριστείδης, δίκαιος, αλλά καθόλου πονηρός, πρότεινε, στην Εκκλησία του Δήµου, να τα µοιράσουµε, στους φτωχότερους Αθηναίους. 


Μίλησα, τότε, µε πάθος, στον δήµο και τους έπεισα ότι οι φτωχοί, αντί να λαµβάνουν ελεηµοσύνη και να τεμπελιάζουν, θα µπορούσαν να εισπράττουν το ίδιο ποσό, σαν µισθό, εργαζόµενοι, στην ναυπήγηση τριήρεων.

 

Έτσι, ξεκίνησε η ναυπήγηση και υποχρεώθηκαν και οι εύποροι Αθηναίοι να συµβάλουν, για τον ίδιο πατριωτικό σκοπό. Και ένιωσαν όλοι, πολύ καλύτερα, όταν 200 αξιόµαχες τριήρεις είχαν ετοιµασθεί.

 

Έπρεπε, όµως, να παλέψω, σκληρά, για να πείσω πολλούς άλλους ανόητους των άλλων ελληνικών πόλεων ότι οι Πέρσες δεν θα έρχονταν, µόνον, εναντίον των Αθηναίων, αλλά και εναντίον όλων των Ελλήνων. Ευτυχώς, είχα την σθεναρή στήριξη πολλών αξιόλογων Ελλήνων, όπως ήσαν, ο Τεγεάτης Χείλεος, ο Κείος Σιµωνίδης και άλλοι. Και έγινε δυνατό, στην συνάντησή µας, στον Ισθµό, να συµφωνηθεί η «επί Μήδω ξυµµαχία» των Ελλήνων.


Έτσι, όταν οι Πέρσες έφθασαν, ο Σπαρτιάτης φίλος µου βασιλιάς Λεωνίδας κράτησε, µε τους γενναίους του στρατιώτες, βράχος στις Θερµοπύλες και ο στόλος των Ελλήνων, µε ναύαρχο τον Ευρυβιάδη, προσπάθησε να σταματήσει την περσική ναυτική πληµµυρίδα, στο Αρτεµίσιο άκρο. Όµως, η προδοσία έστειλε, στον Άδη, τον Λεωνίδα και τους υπερήφανους τριακόσιους του. Και όταν µια γρήγορη τριακόντορος έφερε, στο Αρτεµίσιο, τα τραγικά νέα - τί πικρή µνήµη -, ο στόλος κίνησε, νότια, στο στενό της Σαλαµίνας.

 

Φέρνω, στον νου µου, τον αγώνα µου, για να πείσω τους Αθηναίους ότι, µε τα αµέτρητα βάρβαρα πλήθη, που έρχονταν, από τον βορρά, η πόλη µας, µε τα µισοχτισµένα τείχη της, θα γινόταν πεδίο καταστροφής και θανάτου και ότι τα ξύλινα τείχη του χρησµού των Δελφών, ήσαν τα πλοία, που έπλεαν, στην θάλασσα. Τα κατάφερα, τελικά, µε την πολύτιµη βοήθεια των ιερέων και μεταφέραμε τον πληθυσµό, στην Σαλαµίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα. 

 

Πίστευα ότι η ναυµαχία έπρεπε να γίνει, στο στενό της Σαλαµίνας, όπου ο µεγάλος περσικός στόλος δεν µπορούσε να αναπτυχθεί. Οι στόλαρχοι, όµως, των Πελοποννησίων πρότειναν να πάμε, πιο κοντά, στις δικές τους πόλεις, προς τον Ισθµό, όπου, βέβαια, ο εχθρικός στόλος θα αναπτυσσόταν, θα µας κύκλωνε και θα µας νικούσε. Και τον Ευρυβιάδη, κινδυνεύοντας να δεχθώ την ράβδο του, στο κεφάλι µου, τον έπεισα. Άλλοι όµως, και ιδίως, ο Κορίνθιος Αδείµαντος, δεν ήθελαν να καταλάβουν, περί τίνος επρόκειτο. Στην απόγνωσή µου, ο νους µου πήγε, στον Όµηρο και τον πονηρό βασιλιά της Ιθάκης, που, πάντα, θαύµαζα. Η Τροία δεν έπεσε από την γενναιότητα του Αχιλλέα, αλλά από την κατεργαριά του Οδυσσέα. Πονηριά χρειαζόταν, λοιπόν. 

 

Ο Σίκκινος, δάσκαλος των παιδιών µου, έµπιστός µου, έξυπνος και κάτοχος της περσικής γλώσσας, προσποιήθηκε τον προδότη, στον Ξέρξη, που, µετά τον Εφιάλτη, είχε πιστέψει ότι οι προδότες αφθονούσαν, στην Ελλάδα. Ο Σίκκινος τον έπεισε, έτσι, ότι οι Έλληνες είχαν σκοπό να φύγουν και ο Ξέρξης βιάστηκε να κλείσει, µε τα άφθονα πλοία του, το στενό της Σαλαµίνας, από παντού. Με αυτόν τον τρόπο, την κατεργαριά, υποχρεωτικά, θα δίναµε την µάχη, εκεί, που επιθυµούσα.

 

Και ήλθε µια ηµέρα του Βοηδροµιώνος, όπου την εποµένη ημέρα θα έπρεπε να δώσουµε αυτήν την κρίσιµη µάχη. Θυµάµαι πως, µέσα στην κατάθλιψή µου, από την ευθύνη και την αγωνία, η ψυχή µου αισθάνθηκε την ανάγκη να προσφύγει, στις θεϊκές δυνάµεις και να ζητήσει συµπαράσταση. Αποµακρύνθηκα και προσευχήθηκα, θερμά. Δεν ξέρω αν ήταν η Αθηνά, ή ο Ποσειδώνας, ο Αιακός ή ο Τελαµώνας, ή κάποια άλλη υπερκόσµια δύναµη, πάνω από όλα, που στάλαξε, στην ψυχή µου, την γαλήνη και την πίστη ότι όλα θα πήγαιναν καλά.


Και ξηµέρωσε µια κατακόκκινη αυγή, στο στενό της Σαλαµίνας. Μίλησα, στους άνδρες, βάζοντας όλη µου την τέχνη. Συµφώνησα, µε τον Ευρυβιάδη, ότι οι τριήρεις µας, αφού κινητοποιηθούν και προχωρήσουν, αργά, σε θέση µάχης, θα αρχίσουν, κάποια στιγµή, να κωπηλατούν, ανάποδα. 


Η τακτική αυτή είχε πολλούς στόχους.  Στα πληρώµατα του Ξέρξη, δηµιουργήθηκε η εντύπωση ότι είχαµε φοβηθεί και υποχωρούσαµε. Και νόμισαν ότι έχουν το πάνω χέρι και προχώρησαν, χαλαροί και χωρίς αυστηρή τήρηση των θέσεων µάχης. Και όπως προχωρούσαν, τους οδηγούσαμε, προς την Σαλαµίνα, πιο μακριά, από τους τοξότες τους, που είχαν γεμίσει την ακτή της Αττικής, και σε όλο πιο κλειστή θάλασσα. Όσο ο ήλιος ανέβαινε, τόσο μεγάλωνε ο αέρας. Οι τοξότες τους, που επέβαιναν, στα κλονιζόμενα πλοία τους, ήταν αδύνατο να σημαδέψουν.

 

Και ξάφνικα, είδαν τον στόλο µας να σταµατά. Σάλπιγγες ήχησαν δυνατές και µια ιαχή, από χιλιάδες αγανακτισμένους ξεχύθηκε και τους τρύπησε τα αυτιά και την ψυχή. Και είδαν τις τριήρεις µας να ορµούν, µπροστά, µε ταχύτητα και τάξη και είδαν τα έµβολά µας να τους τσακίζουν πλευρά και πρύµνες και κουπιά. Και είδαν τους εµπειροπόλεµους οπλίτες των τριήρεών µας να περνούν, στα εµβολισµένα πλοία τους και σε αστραπιαίο χρόνο, να εξολοθρεύουν τους ανήµπορους να αµυνθούν τοξότες τους. Μου έρχεται, τώρα, στον νου, το πώς καµάρωσα τον πρώτο εµβολισµό µιας φοινικικής τριήρους, από το πλοίο του Αµεινία, αδελφού του Κυναίγειρου και του Αισχύλου.

 

Και έτσι, έπεσε η συµφορά, στον στόλο του Ξέρξη. Τριήρεις στριµωγµένες, που εµβολίζονταν, που προχωρούσαν, άτακτα και έπεφταν η µια, πάνω στην άλλη, άνδρες, που πανικοβάλλονταν και παραδίδονταν, σε εµάς, µε τα πλοία τους, στόλαρχοι, που παρατούσαν, χωρίς ντροπή, την µάχη και κοίταζαν, το πώς να φύγουν. Δεν έβλεπαν, µπροστά τους, παρά, µόνον, την ήττα και τον θάνατο.


Για µας ήταν ο θρίαµβος. Ο Αισχύλος και ο Φρύνιχος, διδάσκοντας τους «Πέρσες» και τις «Φοίνισσες», προσπάθησαν, µε πολλή τέχνη, να περιγράψουν την µάχη. Όµως, δεν είναι εύκολο να περιγράψεις µια µάχη, που κάθε µικρή της λεπτοµέρεια θα µπορούσε να γεµίσει ένα µακρό ιαµβικό δεκαπεντασύλλαβο. Μου φέρνει η µνήµη χιλιάδες εικόνες. Τις περνάω, ταχέως και φθάνω, στην νύχτα εκείνη, όταν όλα είχαν τελειώσει. Μέσα, στο σκοτάδι και τα νικητήρια άσµατα και τους παιάνες, έσπευσα να στείλω και πάλι, τα πιο εσώτερα της ύπαρξής µου, στις θεϊκές δυνάµεις, για ένα ατέλειωτο ευχαριστώ. Και την ίδια ώρα, συλλογίστηκα αυτό, που πίστεψα, ότι ήταν η ουσιαστική µας δύναµη. 


Εκείνη την ηµέρα πολέµησαν οι νέοι των Ελλήνων, µε ένα πολλαπλάσιο πλήθος βαρβάρων, οι Αθηναίοι βλέποντας, απέναντι, τις φωτιές της πυρποληµένης Αθήνας και οι άλλοι Έλληνες σκεπτόμενοι την ίδια µοίρα, για τις δικές τους πόλεις. Όλοι µέσα σε 300 πλοία, απέναντι, σε, το λιγότερο, 700 περσικά. Όµως, πριν απο την ναυμαχία, έβλεπα, στα καθαρά µάτια των νέων µας και στην ήρεµη σιγουριά των κινήσεών τους, το απόλυτο αίσθηµα της υπεροχής, απέναντι στους πολλαπλάσιους βαρβάρους. Από πού αυτή η δύναµη; Σκεπτόµουν τον όρκο, που έδιναν οι νέοι µας, όταν παρελάµβαναν τα «όπλα τα ιερά». «Αµεινώ και υπέρ ιερών και υπέρ οσίων…την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω…και τοις θεσµοίς τοις ιδρυµένοις πείσοµαι». 


Αυτά τα νειάτα είχαν την ευγενική τους ψυχή πλασμένη, µε αξίες, µε ιερά και όσια, χωρίς τα οποία η ζωή παύει να είναι ανθρώπινη, γίνεται αγελαία και ζωώδης. 


Γιατί πολεµούσαν οι ακατέργαστοι και οι, κατά τον Όµηρο, αφρήτορες και αθέµιστοι βάρβαροι; Για την λεία, τον χρυσό, την αφθονία αγαθών λάφυρων. Δεν µπορούσαν να κατανοήσουν «αγώνα ου, περί χρηµάτων, αλλά, περί αρετής». Πώς να µην αισθάνονται υπεροχή οι νέοι µας;

 

Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο φθόνος και η κακή τύχη, με ανάγκασαν να ζήσω, µε τους Πέρσες και να µάθω την γλώσσα τους και το µυαλό τους, οι σκέψεις μου, εκείνης της νύχτας, ενισχύθηκαν. Έβλεπα την ευκολία, την αφθονία, τη µαλθακότητα και την χλιδή να δίνουν, χωρίς άλλες αναζητήσεις, πληρότητα, στον βίο των βαρβάρων. Και θυµόµουν τους καλογυµνασµένους νέους της Αθήνας να διδάσκονται, από τους σοφούς µας, µε προσοχή και υποµονή, όλα τα δύσκολα, αλλά ωραία. Σκεπτόµουν τους Αθηναίους, ακόµη και τους πιο φτωχούς, να συρρέουν, στα θέατρα, όπου οι τραγωδοί µας διδάσκουν τις γεµάτες ποίηση, συναίσθηµα και γνώση ζωής τραγωδίες τους, και τους γεροντότερους να πίνουν τον οίνο τους, µε µουσική και φιλοσοφικές συζητήσεις.

 

 Σκεφτόµουν, ακόµη, µε βαθύ σεβασµό, την αξιοπρέπεια της αυστηρής ζωής των Λακεδαιµονίων, µε τον µέλανα ζωµό τους. Και έβλεπα ότι, στην Περσία επιβιώνεις, αλλά, µόνο, στην Ελλάδα ζεις. Πιστεύω οτι, κάποια µέρα, το πνεύµα και η ψυχή των Ελλήνων θα καταλύσουν τούτο το πελώριο, απάνθρωπο συνονθύλευµα των βαρβάρων.

 

Πόσο θα ήθελα να επιστρέψω, στην Αττική γη, αφήνοντας, πίσω μου, την αρρωστημένη περσική χλιδή. Όµως, η επιστροφή µου θα σήµαινε ατιµωτικό θάνατο. Αναλογίζοµαι την σκληρότητα του εξοστρακισµού µου, δέκα χρόνια, µετά την ναυµαχία της Σαλαµίνας. Σε αυτά τα δέκα χρόνια, όσο πιο πολύ μπορούσα, βοηθούσα την πόλη να βρω χρήµατα, για την ανοικοδόµησή της, να την τειχίσω, ξεγελώντας τους Λακεδαιµονίους, που δεν ήθελαν τείχη, στην Αθήνα, να ενισχύσω περισσότερο τον στόλο, αλλά τόσο ο φθόνος, εναντίον µου, γινόταν πιο φαρµακερός. 

Με την ηρεµία που έχει η ψυχή µου αυτό το βράδυ, αναγνωρίζω ότι ο φθόνος, εύκολα, δηλητηριάζει τις ανθρώπινες ψυχές και ότι, δύσκολα, η άµιλλα μένει, στα ευγενή της όρια. Και εγώ ο ίδιος είχα φθονήσει τον νικητή Μιλτιάδη και το έλεγα φανερά: «ουκ εά µε καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον».

 

Η µεγάλη έχθρα μου, µε τον Αριστείδη, είχε µάλλον ξεπεραστεί. Πριν, από τη ναυµαχία, στην Σαλαµίνα, ήλθε από την εξορία του, στην Αίγινα και µου ζήτησε, ξεχνώντας τον εξοστρακισµό του, να αγωνισθεί, για την πατρίδα. Και επικεφαλής ικανών τοξοτών κατέλαβε την Κυνοσούρα. Οι τοξότες αυτοί σημαδεύοντας τους πηδιαλιούχους των εχθρικών τριήρεων, που έφευγαν, µέσα στον πανικό, οδηγούσαν τα πλοία αυτά να συντριβούν, στους βράχους. 

 

Και ύστερα, ο Αριστείδης, µε απόβαση στην Ψυττάλεια, εξολόθρευσε όλους τους Πέρσες, που την είχαν καταλάβει. Φέρθηκε, σαν γενναίος πατριώτης και κέρδισε τον σεβασµό µου. Εκείνοι, που µε µισούσαν και βυσσοδοµούσαν, εναντίον µου, ήσαν ο Κίµων και η αριστοκρατική παρέα του. Και επειδή ο λαός ξεχνά, κατάφεραν να µε εξοστρακίσουν. Ακόµη και τώρα, µε πονάει η ανάµνηση αυτού του πολύ σκληρού καιρού. 


Οι Αργείοι, που τόσο τους είχα υποστηρίξει, στην Σπάρτη, µου διαμήνυσαν, µέσω του Παυσανία, να φύγω, από την πόλη τους. Πήγα, τότε, στην Κέρκυρα, που την είχα προστατεύσει, απέναντι, στους Κορινθίους. Μου έδειξαν και εκεί, ότι ήµουν ανεπιθύµητος.

 

Πηγα, στην Ήπειρο, στον φίλο µου βασιλέα των Μολοσσών Άδµητο. Με δέχθηκε, καλά και ήλθαν, εκεί, τα παιδιά µου. Ήλθαν, όµως και απεσταλµένοι της Αθήνας και της Σπάρτης, για να βρουν τρόπο να µε σκοτώσουν. Περάσαµε τότε δύσβατα δάση και επικίνδυνα βουνα, για να πάμε, στην Μακεδονία. Και εκεί, ένοιωθα κυνηγηµένος και ανασφαλής. Στην Πύδνα, βρήκα πλοίο, για την Έφεσο. Ο Αρταξέρξης, µε είχε επικηρύξει, αντί 200 ταλάντων. Ποιός, αν µε αναγνώριζε, δεν θα επιθυμούσε να µε σκοτώσει, για να γίνει πλούσιος; 


Με πολλούς κινδύνους και δυσκολίες κατάφερα να φθάσω, στην Μυσία, στον φίλο µου Νικογένη. Από αυτόν, έµαθα ότι ο Αρταξέρξης µπορούσε να ακυρώσει την επικήρυξη, αν πήγαινα μαζί του. Δεν είχα άλλη λύση. Μετά από δύσκολο ταξείδι, πέρασα τις Σάρδεις και έφθασα, στα Σούσα. Ο Αρταξέρξης µε δέχθηκε  µε χαµόγελα. Βέβαια, είχε τα σχέδιά του, που θα µπορούσα να τα εξυπηρετήσω εγώ, ο Αθηναίος ναύαρχος. Με όρισε σατράπη της Μαγνησίας και µου πρόσφερε εισοδήµατα, που και ο πιο πλούσιος Αθηναίος δεν θα µπορούσε να τα ονειρευθεί. Για ένα διάστηµα, τον Αρταξέρξη τον απασχολούσε η καταστολή της αποστασίας της Βακτριανής. Εκεί, δεν µε χρειαζόταν. Όµως τώρα, ήρθε η σειρά της αποστασίας των Αιγυπτίων. Μου ζητά να πάω, εναντίον τους, ως αρχηγός ενός πολύ µεγάλου στόλου. Και ποιός δεν θα ονειρευόταν να είναι ναύαρχος ενός τέτοιου στόλου. 

Όµως, γνωρίζω ότι, µε τους Αιγυπτίους, θα παραταχθεί και ο στόλος των Αθηναίων, µε επικεφαλής τον Κίµωνα. Και ο Θεµιστοκλής δεν χτυπά άνδρες Αθηναίους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Υπέστην την ατίµωση να είμαι σατράπης της Περσίας. Όχι άλλη ατίµωση.


Πήρα, λοιπόν, ήρεµα και σταθερά, την απόφασή µου. Απόψε, θα ταξιδέψω, απο το βασίλειο του Αρταξέρξη, στο βασίλειο του Πλούτωνα. Το ποτήρι είναι γεμάτο, από ένα αποτελεσµατικό, ανατολίτικο δηλητήριο και η νύχτα έχει πέσει. Θα πιώ όλο αυτό το δηλητήριο και θα πάω να κοιμηθώ. Το πρωί θα βρουν τον νεκρό µου και θα πιστέψουν ότι η καρδιά µου, κουρασµένη, ύστερα από 65 χρόνων περιπέτειες, έπαψε να χτυπάει. Θα έχω µια ταφή, µε τιµές, όµως σε ξένη γη.


Ελπίζω τα παιδιά µου, που γνωρίζουν τις επιθυµίες µου, κάποια ηµέρα, να µεταφέρουν τα οστά µου και να τα ενταφιάσουν, στον Πειραιά, δίπλα, στην θάλασσα, που τόσο αγάπησα».


Κάπως έτσι, θα επιχειρούσε ο Θεμιστοκλής να περιγράψει την ζωή του. Έτσι, περίπου, τα παρουσιάζει ο Πλάτων Κεχαγιάς (δεν ξέρω, πού τα βρήκε) και εγώ τα έχω αναδιατυπώσει, ελευθέρως.


Η ιστορική αλήθεια είναι, σχεδόν, αυτή. Με την μόνη διαφορά ότι το τέλος του Θεμιστοκλή μπορεί να ήταν διαφορετικό, αφού ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο Θεμιστοκλής πέθανε, από ασθένεια. 


Δεν έχει σημασία. Διότι, λιγότερο ή περισσότερο, έτσι, όπως την παρουσιάζω, θα εξιστορούσε και ο ίδιος, την ζωή του. 


Τελικά, η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα. Η σορός του μεταφέρθηκε, κρυφά και ενταφιάστηκε, στον Πειραιά, όπως αυτός ήθελε να συμβεί, μετά τον θάνατό του.


Η μνήμη του, βέβαια, θα είναι αιώνια και ξεπερνάει, κατά πολύ, τον μίζερο ελληνικό κόσμο της εποχής μας, αφού αφορά, πλέον, ολόκληρη την Δύση, αλλά και την Ανατολή, όπως και την ανθρωπότητα, στο σύνολό της. 


Χωρίς την ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο κόσμος μας θα ήταν, εντελώς, διαφορετικός και αυτό είναι, που έχει την ύψιστη σημασία του. 


Και φυσικά, εμείς οι Έλληνες - οι νεοέλληνες - οφείλουμε να μην είμαστε αμνήμονες. 


Ως εκ τούτου, αξίζει να θυμόμαστε, πάντοτε, το, από πού ξεκινήσαμε, όχι ως φυλή, εξ αίματος, αλλά, ως πολιτισμική εθνική παρουσία, μιας κοινωνίας, που έχει ένα μακρύ παρελθόν, ένα καθόλου ευχάριστο παρόν και με ένα απροσδιόριστο μέλλον, καθώς οι γενεές ακολούθησαν, ακολουθούν και θα συνεχίσουν να διαδέχονται η μια, την άλλη. 


Και φυσικά, να αναλογιστούμε και να διαλογιστούμε, γύρω από αυτήν την ιστορική μας πορεία, όπως και γύρω από το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας μας. 


Που δεν σταματά, σε εμάς…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Άρθρο 16 Συντάγματος : Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται, χωρίς περιστροφές και “δια ροπάλου”, ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι άσχετο, με το θέμα. Μνήμες δικτατορίας του 1973, αστυνομοκρατία και συνταγματική εκτροπή και ανωμαλία φέρνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κάνει τεράστια μαλακία, καταργώντας, κάθε, έστω και τυπική, έννοια της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και τα δικαστήρια - παρά τις μπουρδολογίες του Βαγγέλη Βενιζέλου - οφείλουν να κρίνουν τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, όταν ψηφιστεί, ως αντισυνταγματικές.

2/2024 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο : Κατεξευτελιστικό ψήφισμα καταδίκης του αυταρχικού καθεστώτος φυλαρχίας κράτους της υποσαχάριας Αφρικής του - κατά τους αφελείς χριστιανούς, εκφραστή των “Γωγ και Μαγώγ” - και κατά τον ορθό λόγο, δυνάμενου να αποκληθεί και ως «disordered» Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει αποθρασυνθεί και “έγινε ρόμπα”, για την ανυπαρξία κράτους δικαίου, την αστυνομοκρατία, την ανελευθερία των ΜΜΕ, την κατασκοπεία με το σύστημα “Predator”, τον έλεγχο της ΕΥΠ, από τον ίδιο και την ανισορροπία της κατανομής των εξουσιών, με τον κυβερνητικό έλεγχο, στο δικαστικό σύστημα. (Καιρός ήταν. Άργησε. Πολύ άργησε)…