Συνεκμετάλλευση, στο Αιγαίο. Μπορεί αυτό το “μη κράτος”, η συγχρονη ελληνική επαρχιώτικη νομαρχία της ευρωζώνης να υποστηρίξει, απέναντι στην Τουρκία, την ύπαρξή της, ως πραγματικού κράτους; Η απάντηση είναι εύκολη και είναι πως όχι. (Πώς μπορεί να υπάρξει μια επωφελής συμφωνία; Φαίνεται ότι δεν μπορεί και ως εκ τούτου, δεν πρέπει να επιχειρηθεί. Άλλωστε, ο ενεργειακός πλούτος του ελληνοτουρκικού χώρου καλόν είναι να μην εξορυχθεί, λόγω της τεράστιας και επικίνδυνης σεισμικότητας της περιοχής και της ύπαρξης ενός πλήθους σεισμικών ρηγμάτων, τα οποία, πιθανότατα, θα ενεργοποιηθούν).


Στον χάρτη του Αιγαίου, αριστερά, παρουσιάζεται η παρατούσα κατάσταση, με τα ελληνικά χωρικά ύδατα, που εκτείνονται, στα 12 ναυτικά μίλια. Ο ίδιος χάρτης, δεξιά, δείχνει το πώς πρόκειται να διαμορφωθεί η κατάσταση, όταν η Ελλάδα προχωρήσει, στην επέκταση των χωρικών της υδάτων, στα 12 ναυτικά μίλια.


Η βέβαιη παντοκρατορία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας, μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, ανάμεσα στα πολλά άλλα σοβαρά ζητήματα, που θέτει, βρίσκεται και ένα ζήτημα, το οποίο δεν τίθεται, στην παρούσα φάση, σε δημόσιο διάλογο. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, εξαιρουμένης της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ενεργούν και συμπεριφέρονται, σαν να μην υπάρχει, το φλέγον αυτό ζήτημα και φυσικά η εντόπια ολιγαρχία, η επερχόμενη νέα κυβέρνηση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας και ο αστικός πολιτικός κόσμος, σκοπεύουν, όπως φαίνεται, να το αντιμετωπίσουν, χωρίς την απαραίτητη δημόσια συζήτηση, επί του θέματος αυτού την οποία προτιμούν να αποφύγουν. 

Το ζήτημα, για το οποίο κάνω λόγο, αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ιδιαίτερα, τις, πάντα, επίκαιρες αντιπαραθετικές διαφορές των δύο γειτονικών χωρών, στο Αιγαίο, δηλαδή, στα θέματα του εύρους των ελληνικών ναυτικών μιλίων, στην θάλασσα και την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου (φυσικό αέριο και πετρέλαιο), στο Αιγαίο πέλαγος και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Όμως, όσο και αν δεν συζητείται, δημοσίως, το θέμα αυτό πρόκειται να απασχολήσει, στο προσεχές μετεκλογικό μέλλον, την χώρα μας, αφού και η Ουάσινγκτων και οι νατοϊκοί εταίροι, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωζωνιτών, πρόκειται να πιέσουν, προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας οριστικής λύσης του θέματος, η οποία θα επιλύει και το ζήτημα της εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου, ακόμη και μέσα, από μια διαδικασία συνεκμετάλλευσης Ελλάδας και Τουρκίας, που θα λάβει την μορφή μιας γραπτής συμφωνίας, η οποία θα παραπέμπει, με την υπογραφή ενός συνυποσχετικού, μεταξύ των δυο χωρών, ένα σημαντικό τμήμα των διαφόρων τους, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μεταξύ των οποίων και οι αποκλειστικές οικονομικές ζώνες Ελλάδας και Τουρκίας, στο Αιγαίο, στο Κρητικό και στο Λυβικό πέλαγος και φυσικά, αυτό των υπαρχόντων ενεργειακών αποθεμάτων στην περιοχή, όπου ένα μεγάλο μερίδιο, από τον πλούτο, που υποτίθεται και προβλέπεται να εξαχθεί, θα το λάβουν οι διάφορες αμερικανικές και άλλες πολυεθνικές εταιρίες.

Αλλά, είτε με συνεκμετάλλευση, είτε, χωριστά, το όποιο συνυποσχετικό προκύψει, πρέπει να υποβληθεί, με σχέδιο νόμου και να εγκριθεί, από την νέα βουλή. Προφανώς, εφόσον οι δυο κυβερνήσεις, στην Ελλάδα και στην Τουρκία, συμφωνήσουν, στην σύνταξη του συνυποσχετικού, αυτό φαίνεται εύκολο να συμβεί, με δεδομένη την πρόσφατη εκλογική νίκη του Recep Tayyip Erdoğan και την επερχόμενη εκλογική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη. 

Όμως, παρά ταύτα, υπάρχουν, πέραν των ουσιαστικών προβλημάτων, που αφορούν την κατάληξη, σε μια τέτοια συμφωνία και σοβαρά διαδικαστικά προβλήματα, αφού, για να ψηφιστεί, στην ελληνική βουλή, η όποια συμφωνία, απαιτείται, αν αυτή δεν θίγει ζητήματα εθνικής κυριαρχίας του ελληνικού ψευδεπίγραφου κράτους, το σχετικό νομοσχέδιο να εγκριθεί, από την πλειοψηφία των 151 βουλευτών. 

Εάν, όμως, η συμφωνία συμπεριλαμβάνει και ζητήματα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας (πχ, για το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου, που, από το 1931, φθάνει, στα 12 ναυτικά μίλια, ενώ, στο Αιγαίο, η αιγιαλίτιδα ζώνη φθάνει, στα 6 ναυτικά μίλια), τότε, απαιτούνται 180 ψήφοι, στην βουλή, για είναι έγκυρη μια τέτοια συμφωνία. Και εδώ, είναι που αρχίζουν τα προβλήματα. 

Εννοείται φυσικά ότι, στις βουλευτικές εκλογές της 25 Ιουνίου 2023, η Νέα Δημοκρατία δεν είναι εύκολο να συγκεντρώσει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία να φθάνει στους 180 βουλευτές. Αλλά, με δεδομένη την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, η επίτευξη απόκτησης ενός τέτοιου αριθμού βουλευτών, από την Νέα Δημοκρατία, δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην λάβει μια τέτοια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ούτε, καν, να την πλησιάσει. 

Ένας περισσότερος λόγος, για κάτι τέτοιο, είναι και η απλή και ωμή πραγματικότητα, που αφορά το status των δυο χωρών, ως υπαρκτών οντοτήτων και της ανισορροπίας ισχύος, μεταξύ τους, Διότι από τη μία πλευρά, έχουμε την ελληνική επαρχιώτικη νομαρχία της ευρωζώνης η οποία στην ουσία του καθεστώτος της, αποτελεί ένα ομοίωμα κράτους, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, είναι, δηλαδή, ένα μη κράτος και από την άλλη μεριά, έχουμε το τουρκικό κράτος, το οποίο είναι υπαρκτό, ανεξάρτητο και πραγματικό λειτουργικό και ενεργό, ως κρατική οντότητα και αποτελεί, πλέον, μία ισχυρή περιφερειακή δύναμη, την οποία ουδείς μπορεί να αγνοήσει, κάτι που μπορεί να πράξει και πράττει η ίδια.

Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα, η οποία καθίσταται ζοφερή, επειδή η Τουρκία, πλέον, αποτελεί μια ισχυρή βιομηχανική δύναμη, η οποία παράγει τα πάντα και έχει μια παραγωγική στρατιωτική βιομηχανία, ενώ η Ελλάδα, στην ουσία έχει αποβιομηχανοποιηθεί και πλέον, δεν είναι καθόλου ισάξιος, ή, έστω, σοβαρός παραγωγός, όσον αφορά το δικό της στρατιωτικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένη να στραφεί, στην διεθνή αγορά όπλων, κυρίως στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να υφίσταται μεγάλη οικονομική αφαιμαξη την οποία η Τουρκία δεν έχει. 

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η προσπάθεια επίτευξης μιας συμφωνίας, γύρω από τα θέματα, που υπάρχουν, ως ελληνοτουρκικές διαφορές, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί μια δυσχερή προσπάθεια, σε συνθήκες δυσμενείς, για την ελληνική πλευρά και ως εκ τούτου, πρέπει να αποφευχθεί, διότι αυτός, που είναι ισχυρότερος, στο διαπραγματευτικό τραπέζι, πρόκειται να είναι εκείνος, ο οποίος πρόκειται να έχει κέρδη, σε αυτήν την διαπραγμάτευση. Δεν προτείνω ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμιά διαπραγμάτευση, με την τουρκική πλευρά. Ο διάλογος είναι, πάντα, καλός, αρκεί να έχει όρια και να υπάρχει επίγνωση της θέσης της χώρας μας και των δυνατοτήτων του αντιπάλου.

Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε  την κατάσταση των τετονικών πλακών, στον ελληνοτουρκικό χώρο, η οποία είναι πάρα πολύ άσχημη και για τις δύο χώρες, διότι ουσιαστικά θυμίζουν ένα θρυμματισμένο, σε πολλά κομμάτια, γυαλί. Αυτό καθιστά τον ελληνοτουρκικό χώρο, ως μία από τις περισσότερο σεισμογενείς περιοχές του πλανήτη και οποιαδήποτε πραγματοποίηση υποθαλάσσιων γεωτρήσεων, που θα αφαιρέσουν τεράστιες μάζες, από το υπάρχον φυσικό αέριο και το όποιο πετρέλαιο, από το υπέδαφος αυτής της περιοχής, κατά πάσα βεβαιότητα, ή έστω πιθανότητα, αυτές οι γεωτρήσεις, προφανώς, θα είναι εκτεταμένες, εάν και εφόσον τα υποθαλάσσια ευρήματα είναι αξιοποιήσιμα, Αν και προς το παρόν, υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες, περί αυτού, αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι οι γεωτρήσεις, εάν γίνουν, στον ελληνοτουρκικό χώρο, θα γίνουν, σε μία, ήδη, επικίνδυνη περιοχή, η οποία είναι σεισμογενής και δίνει μεγάλους και πολλούς και συχνούς σεισμούς 

Με τις γεωτρήσεις και τις εξορύξεις του φυσικού αερίου και πετρελαίου, ο άμεσος κίνδυνος είναι να ενταθούν και να ενεργοποιηθούν τα σεισμικά ρήματα στο υπέδαφος και στις θρυμματισμένες τεκτονικές πλάκες της περιοχής και να δώσουν πολλούς και ισχυρούς καταστροφικούς σεισμούς, όπως έχουν γράψει ο Άκης Τσελέντης και διάφοροι άλλοι σεισμολόγοι, οι οποίοι μιλούν μετά λόγου γνώσεως. 

Έτσι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να αποφευχθούν οι γεωτρήσεις η εξόρυξη του υπάρχοντος υποθαλάσσιου πλούτου, σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο, στο Αιγαίο, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και στον ελληνοτουρκικό χώρο και ο πλούτος αυτός να αφεθεί ανεκμετάλλευτος αφήνοντας την κατάσταση των υπαρχόντων πετρωμάτων και των υποθαλάσσιων γεωφυσικών ισορροπιών, έτσι όπως έχει.

Αυτά, όσον αφορά το κύριο περιεχόμενο των λεγομένων αποκλειστικών οικονομικών ζωνών των δύο χωρών. Όσον αφορά, όμως, το ζήτημα της επέκτασης του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων, στα 12 μίλια, από τα 6, που είναι σήμερα, στον χώρο του Αιγαίου στο Κρητικό και στο Λιβυκό πέλαγος, τα πράγματα είναι διαφορετικά. 

Η ελληνική πλευρά αποφεύγει, συστηματικά, την επέκταση των χωρικών υδάτων της πατρίδας μας, σε αυτές τις θαλάσσιες περιοχές, αν και πριν τρία χρόνια, στο Ιόνιο πέλαγος, προχώρησε και επέκτεινε τα χωρικά ύδατα της χώρας, από 6, στα 12 μίλια ναυτικά μίλια. Έτσι, δεν έχει τολμήσει να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια και αυτό δεν είναι σωστό, τουλάχιστον, όσον αφορά την πρέπουσα επιλεκτική επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, από τα 6 στα 12 μίλια, στα παράλια της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας και τούτο διότι, προφανώς, η ελληνική πλευρά προτιμά να εισέλθει, σε μία διαδικασία ευρύτερης διαπραγμάτευσης, με την τουρκική πλευρά, χωρίς μάλιστα, αυτή η διαπραγμάτευση να είναι, αποκλειστικά, διμερής, προκειμένου μέσα, από αυτήν την διαδικασία των διαπραγματεύσεων, να μπορέσει να αποσπάσει, ως μέρος της όποιας συμφωνίας, με την Τουρκία και να παρουσιάσει, ως επιτυχία την επέκταση των χωρικών υδάτων της ηπειρωτικής Ελλάδας, στα 12 ναυτικά μίλια και ως αντίβαρο, για τις υποχωρήσεις, που, εκ των πραγμάτων, θα υποχρεωθεί να κάνει κάνει. 

Αλλά η Τουρκία δεν επιθυμεί πολυμερείς διαπραγματεύσεις για το ζήτημα αυτό και επιθυμεί οι διαπραγματεύσεις αυτές να είναι, αποκλειστικά, διμερείς, χωρίς την συμμετοχή τρίτων (ήτοι της “Ευρωπαϊκής Ένωσης”, ή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, ή οπουδήποτε διεθνούς οργάνου), ούτως ώστε να είναι δυνατόν να θέτει την υπεροχή της και να απειλεί με την χρήση της υπερτερήσουν ισχύος της, προκειμένου να επιτύχει, την ελληνική συνθηκολόγηση, χωρίς πόλεμο και τα ανταλλάγματα, που μπορεί να αποσπάσει, από την δεδομένη ελληνική υποχωρητικότητα, η οποία, ακριβώς, είναι προϊόν της ανισορροπίας ισχύος των δύο χωρών, η οποία λειτουργεί εις βάρος της χώρας μας και της, υπό κενό κέλυφος και περιεχόμενο του ελληνικού ομοιώματος κράτους.

Για να μιλήσω ευρύτερα, είναι πολύ πιθανόν και αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το γεγονός ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί, όπως δείχνουν τα πράγματα, όλες αυτές τις δεκαετίες, που πέρασαν, από το 1970 και μετά, την σύνταξη οποιουδήποτε συνυποσχετικού και φυσικά, δεν επιθυμεί οποιαδήποτε ανάμειξη του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, για τον απλούστατο λόγο ότι, εάν συμφωνήσει, σε μια προσφυγή, στο δικαστήριο αυτό, έχει να χάσει, πολύ περισσότερα, από όσα μπορεί να κερδίσει, μέσα από την, από θέση ισχύος, διαπραγμάτευση, με την Ελλάδα, εξ αιτίας της ανυπαρξίας ισοσκελούς ισχύος των δύο χωρών, που δίνει, στην Άγκυρα, την πρωτοκαθεδρία.

Εννοείται, βέβαια, ότι αυτός ο μακρόσυρτος διάλογος, μεταξύ των διπλωματικών υπηρεσιών των δύο χωρών και των κυβερνήσεων τους, πρέπει να υπάρχει. Όμως, η χώρα, πριν αποφασίσει να εισέλθει, σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση, και αν κρίνει ότι πρέπει να μπει, σε μια τέτοια διαδικασία, με την τουρκική πλευρά, θα πρέπει να έχει χρησιμοποιήσει όλες εκείνες τις πρακτικές δυνατότητες, που θα την φέρουν, στο τραπέζι των όποιων διαπραγματεύσεων, σε πολύ καλύτερη θέση, από αυτήν που είναι σήμερα. 

Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να προχωρήσει και πρέπει να προχωρήσει, στην επιλεκτική σταδιακή επέκταση των χωρικών υδάτων της, εκεί όπου η Τουρκία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι βλάπτεται. Και φυσικά τα σημεία αυτά είναι πολλά, μεγάλα και αρκετά. Έτσι, αντί να περιμένει η ελληνική πλευρά να διαπραγματευθεί, για να πραγματοποιήσει την επέκταση των χωρικών της υδάτων, σε 12 μίλια, στον θαλάσσιο χώρο, που περιβάλλει την ηπειρωτική χώρα, όπως, επίσης και στον θαλάσσιο χώρο της Κρήτης, μπορεί μπορεί και πρέπει να το πράξει και να πραγματοποιήσει αυτή την μερική, αλλά σημαντική και μεγάλη επέκταση των χωρικών της υδάτων, από 6, σε 12 ναυτικά μίλια, μονομερώς, σε αυτές τις εκτεταμένες περιοχές, χωρίς να δημιουργεί κάποια βλαπτική επίπτωση, στα τουρκικά συμφέροντα. 

Και φυσικά, από κει και πέρα, εφόσον το αποφασίσει, με όπλο αυτή την προκαταρτική πράξη, θα μπορέσει να συζητήσει, με την τουρκική πλευρά, για τα υπόλοιπα θέματα της ζώνης των ναυτικών μιλίων, στα ελληνικά χωρικά ύδατα, για τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο, όπως και τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες, όπου είναι λογικό, λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι ένα πολυνησιακό κράτος, η επέκταση των χωρικών υδάτων, σε διάφορες νησιωτικές περιοχές της χώρας, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, να μην έχει το εύρος των 12 ναυτικών μιλίων, αλλά να συμφωνηθεί να είναι μικρότερο, από αυτό το μέγεθος και φυσικά αυτό μπορεί να συμβεί, ακόμη περισσότερο, όσον αφορά τα αρκετά και ουκ ολίγα ελληνικά νησιά, τα οποία βρίσκονται, απέναντι από τις τουρκικές μικρασιατικές ακτές. Αρκεί και η Άγκυρα να προσφέρει κατάλληλα ανταλλάγματα.

Έτσι έχουν τα πράγματα και αυτή είναι η γνώμη, την οποία έχω σχηματίσει, όσον αφορά το ζήτημα του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου, για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου χώρου αυτής της περιοχής· μια εκμετάλλευση, που επαναλαμβάνω ότι δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί. 

Δεν είμαι δογματικός και δεν αποκλείω, ούτε, καν, την περίπτωση της σύνταξης μιας  ελληνοτουρκικής συμφωνίας, για την συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Όμως, εάν η χώρα πρέπει να πράξει κάτι τέτοιο, το οποίο, επαναλαμβάνω, για μια, ακόμη φορά, δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να γίνει, τότε, αυτό, που παίζει ρόλο, είναι το μέγεθος των ποσοστών, για κάθε χώρα, σε αυτή την συνεκμετάλλευση, στην οποία η ίδια η γεωγραφική κατάσταση δίνει, στην ελληνική πλευρά, το δικαίωμα να απαιτήσει να έχει τα αντίστοιχα πολύ μεγαλύτερα ποσοστά κερδών, έναντι της τουρκικής πλευράς (και τα όποια κέρδη, φυσικά, δεν πρέπει να εισπραχθούν, από τους δανειστές του ελληνικού δημοσίου, προκειμένου να εξαλειφθεί ένα μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους). Αν και όπως φαίνεται, η Άγκυρα δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση, μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης, στην οποία η συμμετοχή της θα είναι μειοψηφική.

Έτσι λοιπόν, ενώ ο διάλογος, σε χαμηλό επίπεδο, ή ακόμη, υψηλότερο επίπεδο, μεταξύ των δύο χωρών, είναι απαραίτητος, αυτό που δεν χρειάζεται, αυτή την στιγμή, είναι η κατάληξη σε μια συμφωνία γύρω, από αυτά τα θέματα, για τον απλούστατο λόγο ότι η ανισορροπία δυνάμεων, που επικρατεί, ανάμεσα στις δύο χώρες δεν ευνοεί την ελληνική πλευρά, εφόσον ο διάλογος δεν είναι πολυμερής και δεν εμπλέκονται σε αυτόν, η “Ευρωπαΐκή Ενωση” και άλλοι διεθνείς παράγοντες, κάτι που επιδιώκουν να αποφύγουν οι διπλωμάτες και οι κυβερνήτες στην Άγκυρα.

Με δεδομένα όλα αυτά, η ελληνική επαρχιώτικη νομαρχία της ευρωζώνης, η οποία παρουσιάζεται, ως κυρίαρχο κράτος, ενώ, στην πραγματικότητα, αποτελεί ένα μη κράτος, πρέπει, πριν προχωρήσει, σε οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση, με την γείτονα χώρα, για τα θέματα αυτά, να συμμαζευτεί και να φροντίσει να ανακτήσει την χαμένη εθνική της κυριαρχία και να καταστεί, φυσικά, δι’ αυτού του τρόπου, ένα πραγματικό κράτος, όπως ήταν, πριν την ένταξη της στην ευρωζώνη

Αυτή είναι η ωμή αλήθεια. Και η ανατροπή αυτής της σκληρής και πικρής πραγματικότητας, που έχει διαμορφωθεί και την οποία, ως κοινωνία, πρέπει να αντιμετωπίσουμε, απαιτεί τεράστια προσπάθεια και αποτελεί ένα ηράκλειο έργο, το οποίο, όμως, πρέπει να επιτευχθεί.

Και για να επιτευχθεί, πρέπει, πρώτα από όλα, να συνειδητοποιηθεί, από την ελληνική κοινωνία και να καταστεί γνωστικό της απόκτημα. 

Και αυτό είναι, εξαιρετικά, δυσχερές, αφού η μεγίστη πλειοψηφία της ψοφοδεούς ελληνικής πολιτικοοικονομικής ελίτ είναι διατεθειμένη, έτσι όπως υπέταξε την χώρα μας, στην κακή μοίρα μιας ετεροδιοικούμενης νομαρχίας, που βρίσκεται, σε ένα νεοαποικιακό καθεστώς χρεωδουλείας, δεν έχει καμμία σοβαρή αντίρρηση να την μετατρέψει και σε έναν τουρκικό περιφερειακό δορυφόρο, το καθεστώς του οποίου, απλώς, θέλει να προσδιορισθεί, από την “Ευρωπαϊκή Ένωση”, δηλαδή από τις κυβερνήσεις του Βερολίνου και του Παρισιού, όπως και από την ΕΚΤ και την γραφειοκρατία των Βρυξελλών και κυρίως, από την Ουάσινγκτων και το ΝΑΤΟ.

Και φυσικά, η εξέλιξη αυτής της κατάστασης υποτέλειας, στην οποία έχει περιπέσει η ελληνική κοινωνία, πρέπει να σταματήσει και ραγδαία, να αντιστραφεί.

Όμως, το πώς και πότε πρόκειται να διεκπεραιωθούν αυτές οι ριζοσπαστικές λύσεις του ελληνικού δράματος, αποτελούν πελώρια ερωτηματικά, με δυσοίωνο μέλλον.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

21/5/2023 : Ολέθρια συντριβή - στα όρια της διάλυσης - του ΣΥΡΙΖΑ, (με 20,07%), όπου πέφτει η αυλαία, με την πληρωμή του λογαριασμού της σύγχρονης “Συμφωνίας της Βάρκιζας” του καλοκαιριού του 2015. Τεράστια η προσωπική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας, με 40,78%, (ΠΑΣΟΚ 11,53%, ΚΚΕ 7,20%, Ελληνική Λύση 4,46%, ΝΙΚΗ 2,93%, Πλεύση Ελευθερίας 2,87%, ΜΕΡΑ25 2,59%), ακριβώς, επειδή στερούντο αντιπάλου. (Και φυσικά, οι δημοσκοπήσεις, πήγαν όλες, στα σκουπίδια).

Βουλευτικές εκλογές 25/6/2023 : Ο Αλέξης Τσίπρας, που, στις 8/6/2016, πούλησε, στον Λάτση, την έκταση στο Ελληνικό, με 92 € το τμ, ενώ το 2014 έλεγε ότι “αν υπογράψω ιδιωτικοποιήσεις στο Ελληνικό, τότε καλύτερα να ψηφίσετε Σαμάρα”, δεν δικαιούνται αυτός και η ηγετική ομάδα του ψευδεπώνυμου ΣΥΡΙΖΑ να ομιλούν, για την τωρινή εκλογική καταστροφή του κόμματος, που, φυσικά, πρόκειται να έχει και συνέχεια…

Μιλώντας, για “το στάδιο, στο οποίο δεν θα χρειάζεται να υπάρχουν αφεντικά και δούλοι, επειδή οι σαΐτες θα υφαίνουν μόνες τους”. Από αυτόν τον ορισμό του Αριστοτέλη, για το καθεστώς της ελεύθερης κοινωνίας (που νοείται ως αναρχική/αντιεξουσιαστική), στον μουτουαλισμό του Pierre-Joseph Proudhon και από την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας, που περίμενε ο John Maynard Keynes, στο σήμερα και στους μελλοντικούς καιρούς).