Ν. 5019/2023 και Ν. 5043/2023 : Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μιας, προς γενίκευση, εκσυγχρονισμένης έκδοσης του ΑΝ. 509/1947, που έθεσε, εκτός νόμου, το ΚΚΕ, το οποίο κατάφερε την νομιμοποίησή του, με πολύ αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, αλλά και με την δήλωση νομιμοφροσύνης του, της 2/10/1974. (Συνταγματική, αλλά και άκρως, επικίνδυνη η απαγόρευση του φιλονεοναζιστικού κόμματος “Εθνικό Κόμμα Έλληνες”).
Η εικονιζόμενη, εδώ, δήλωση της 2/10/1974, προς τον, τότε, Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευστάθιο Μπλέτσα, την οποία υπέγραψε ο, τότε, Α’ Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Χαρίλαος Φλωράκης, με την οποία εξέφραζε την νομιμοφροσύνη του ΚΚΕ, το οποίο εκπροσωπούσε, δείχνει τον αντιφατικό χαρακτήρα, όχι, μόνον, αυτής της νομιμοποίησης, αλλά και τον αντιφατικό χαρακτήρα του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος, που συγκροτήθηκε, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος της δικτατορίας της 21/4/1967 και της, εν τοις πράγμασι, “αλλαγής φρουράς”, που επισυνέβη, με την αντιδεοντολογική και ενδοπραξικοπηματική παράδοση της κυβερνητικής εξουσίας, από την στρατιωτική ακροδεξιά, στον, τότε, αναγνωρισθέντα, ως αρχηγό της λεγόμενης “εθνικοφρόνου πολιτικής παρατάξεως”, δηλαδή τον ιδρυτή του μειοψηφούντος, στην προδικτατορική βουλή, δεξιού κόμματος “Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως” Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον οποίο έφεραν, άρον -άρον, από το Παρίσι, ενώ, προηγουμένως, η στρατιωτική ηγεσία είχε συμφωνήσει, με τον Γεώργιο Μαύρο της προδικτατορικώς, πλειοψηφούσας Ενώσεως Κέντρου και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, διάδοχο του Καραμανλή αρχηγό της ΕΡΕ, να σχηματίσουν αυτοί κυβέρνηση, η οποία θα διαδεχόταν την δικτατορική κυβέρνηση του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου.
Με δεδομένη την δειλία της ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου, ενώπιον των, εξαιρετικά, κρίσιμων, για την χώρα, περιστάσεων και την αποδοχή της να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, που σχηματίστηκε, τελικά, στις 24/7/1974, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η οποία, ψευδεπίγραφα, ονομάστηκε, ως “κυβέρνηση εθνικής ενότητας”, ενώ δεν κλήθηκε να συμμετάσχει, σε αυτήν, η σοσιαλιστική και η κομμουνιστική αριστερά, συμπεριλαμβανομένου και του ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, τελικά, δόθηκε η ευκαιρία, στην παραδοσιακή δεξιά συντηρητική παράταξη να κυβερνήσει, επί μια επταετία, έως το 1981, ενώ το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε, σχετικώς, αργά, τον Σεπτέμβριο του 1974 και αυτό το γεγονός οδήγησε, στην νομιμοποίηση όλης της κομμουνιστικής αριστεράς.
Έχει σχηματισθεί η πεποίθηση ότι η νομιμοποίηση του ΚΚΕ ήταν μια, περίπου, προσωπική επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ότι οι Έλληνες κομμουνιστές χρωστούν χάρη, σε αυτόν και την ελληνική δεξιά, εξ αιτίας αυτής της πολιτικής πράξης, η οποία νοείται, ως κάποια μορφή δώρου, προς την κομμουνιστική αριστερά. Και για αυτήν την πεποίθηση, δυστυχώς, έχει τις δικές του ευθύνες και το μεταδικτατορικό ΚΚΕ και στις δυο εκδοχές του [πολύ περισσότερο, φυσικά, το ΚΚΕ (Εσωτερικού) των Λεωνίδα Κύρκου και Μπάμπη Δρακόπουλου, το οποίο, με την πολιτική στρατηγική της αποκληθεισας, ως “Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ), ουσιαστικά αγκάλιασε και ενστερνίστηκε την πεποίθηση ότι η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν μια παραχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ελληνικής δεξιάς και λιγότερο - αλλά καθόλου λίγο - το ΚΚΕ του Χαριλάου Φλωράκη], όπως και η μεταδικτατορική ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού και του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος διατύπωσε, στην προεκλογική περίοδο των πρώτων μεταδικτατορικών βουλευτικών εκλογών της 17/11/1974, το φραστικό δίλημμα “Καραμανλής ή τανκς”, το οποίο έκανε προεκλογικό σύνθημά της η μεταδικτατορική Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τροφοδότησε, ουκ ολίγον, το ποσοστό του 54,37% και τους 2.669.133 ψήφους, που έλαβε αυτό το ανακαινισθέν κόμμα της συντηρητικής δεξιάς.
Δεν έχει βάση αυτή η πεποίθηση. Δεν έκανε κανένα δώρο, στο ΚΚΕ και στην ελληνική κομμουνιστική αριστερά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η κοινοβουλευτική δεξιά. Η πολιτική πράξη της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και της κομμουνιστικής αριστεράς υπήρξε, μεν, μια πολιτική επιλογή του Καραμανλή, αλλά ήταν μια αναγκαστική, εκ των πραγμάτων, επιλογή. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μπορούσε, θα κρατούσε, εκτός νόμου, το ΚΚΕ και την κομμουνιστική αριστερά. Απλώς, δεν μπορούσε να πράξει αλλιώς, αφού αντιμετώπιζε, πλέον, μια άλλη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, η οποία τον οδηγούσε, στην νομιμοποίηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και των κομμουνιστικών κομμάτων, στην οποία, ακόμη και αν δεν προχωρούσε, το 1974, θα του επιβαλλόταν από τα κάτω, από την κοινωνία, να το πράξει, αργότερα.
Έτσι, φθάνουμε, στην αναγνώριση της δεδομένης πραγματικότητας, που προέκυψε, από την πτώση της δικτατορίας και η οποία είναι ότι η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων και της κομμουνιστικής ιδεολογίας, με την κατάργηση του εμφυλιοπολεμικού ΑΝ 509/1947, που απαγόρευσε την ύπαρξη του ΚΚΕ και του κομμουνισμού, ως αναγκαστική επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της εντόπιας ολιγαρχίας, υπήρξε αποτέλεσμα των αγώνων του κόσμου της εαμικής αριστεράς και ευρύτερα, της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν υπήρξε κανένα δώρο και καμμία παραχώρηση, στην κομμουνιστική αριστερά. Απλώς, το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος έπρεπε και υποχρεώθηκε να μετασχηματισθεί και να καταστεί αστικοδημοκρατικό, συντονιζόμενο, με την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό δεν έγινε, καθόλου, εύκολα και η όλη διαδικασία, που υπήρξε επίπονη, αποτέλεσε καρπό των αγώνων του, πρόσφατα, τότε, διασπασμένου, το 1968, ΚΚΕ και της ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς, στο σύνολό της.
Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν κομμάτι της, χρονικά, μακρινής πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας, αλλά δεν πρέπει να λησμονούνται και πολύ περισσότερο, πρέπει να επισημαίνονται και να αποκρούονται οι ψευδείς κρατούσες πεποιθήσεις, που την συγκροτούν, όπως συμβαίνει και στην πολύ σοβαρή και κρίσιμη ιστορική “υπόθεση εργασιας”, που αφορά την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, των κομμουνιστικών κομμάτων και της κομμουνιστικής ιδεολογίας, στην πρώιμη και στην, μετέπειτα, μέχρι τις ημέρες μας, μεταπολιτευτική πολιτική και κοινωνική ζωή, με την επίγνωση της ιστορικής διδαχής ότι, στην πολιτική και στην κοινωνία, τίποτε δεν χαρίζεται και τίποτε δεν είναι και δεν παραμένει, εσαεί, δεδομένο. Και αυτά, που συμβαίνουν, σήμερα, με το φιλοναζιστικό κόμμα “Εθνικό Κόμμα Έλληνες”, δεν αποτελούν μια “ειδική περίπτωση”, όπως θέλει να λέει η καθεστωτική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και μέσω αυτής, η εντόπια ολιγαρχία και οι βαθείς κρατικοί αρμοί της, έτσι όπως, τώρα, εκφράζονται, από την δικαστική εξουσία, στο ανώτατο επίπεδο του Αρείου Πάγου.
Μετά την απαγόρευση της καθόδου του “Εθνικού Κόμματος Έλληνες”, από την μεγίστη πλειοψηφία του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, τα προκύπτοντα δεδομένα, ανατρέπουν όλα όσα, νομολογιακώς, ίσχυαν, σε γενικές γραμμές - αν και ομολογουμένως, όχι πάντοτε - από τις πρώτες μεταδικτατορικές βουλευτικές εκλογές της 17/11/1974, μέχρι τις τελευταίες της 7/7/2019, με την ρητή επιλογή της εφαρμογής της δικαστικής πολιτικής συλλογιστικής, για την νομική υποστήριξη και εκ βάθρων, θεμελίωση της λεγόμενης “μαχόμενης δημοκρατίας” των πολιτικών ακτιβιστών, που είναι οπαδοί του ανάλογου θεωρητικού φιλοσοφικού και πρακτικού πολιτικού λόγου του Karl Popper (κάτι που, περιθωριακά και μερικώς, εφαρμοζόταν, μέχρι την 2/5/2023 και αφορούσε τα πολιτικά κόμματα, που χρησιμοποιούσαν, ως τίτλο τους λέξεις, που παρέπεμπαν, στον θεσμό της βασιλείας, χωρίς οι δικαστές να υπεισέρχονται, σε ζητήματα ιδεολογίας), ως κρίσιμου νομικού επιχειρήματος, ισχυρισμού και στοιχείου της διάπλασης της, από τούδε και στο εξής, εις το μέλλον, δικαστηριακής νομολογίας πρακτικής, όσον αφορά τις δικαστηριακές, διοικητικού χαρακτήρα και περιεχομένου, αποφάσεις, που αφορούν την νομιμότητα της δράσης και κυρίως, της συμβατής, με το αστικοδημοκρατικό πολίτευμα, ιδεολογίας των πολιτικών κομμάτων και της συναφούς δικαστικής αποδοχής, ή απαγόρευσης της συμμετοχής τους, στην οποιαδήποτε, υπό δικαστηριακή εξέταση, υπόθεση της, εκάστοτε, εκλογικής διαδικασίας.
Την ακραία και εκτεταμένη πολιτικολογία και την, επίσης, ακραία, στα όρια της εμπάθειας, ιδεολογική και θεωρητική μαχητική αντιπαράθεση, στην ναζιστική/εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, όπως και δια ρητής γενικευμένης αναφοράς και παραπομπής, στις αποκαλούμενες, στην κρινόμενη δικαστηριακή, διοικητικού χαρακτήρα, απόφαση, “ολοκληρωτικές ιδεολογίες” (ασχέτως του γεγονότος ότι αυτές δεν προσδιορίζονται, αλλά, ουσιαστικά, η αναφορά αυτή, στο σκεπτικό της δικαστηριακής απόφασης της 2/5/2023, παραπέμπει, στον κομμουνισμό, ως ιδεολογία, αν και επί αυτού του ζητήματος, μπορεί να μην κάνει, άμεσα, λόγο η, εν λόγω, δικαστηριακή απόφαση, αλλά, στον χώρο της “Ευρωπαϊκής Ένωσης”, έχει διαμορφωθεί ένα ιστορικό εκτεταμένων αναφορών, που προσδιορίζουν την κομμουνιστική ιδεολογία, ως ολοκληρωτική ιδεολογία, από τα αυτοαποκαλούμενα “ευρωενωσιακά” όργανα διοίκησης και δικαστηριακής πρακτικής (αν και η αλήθεια είναι ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας καταψήφισε τις σχετικές αποφάσεις, στα όργανα αυτά, όταν το θέμα της ταύτισης του κομμουνισμού, με τον φασισμό και του προσδιορισμού του κομμουνισμού, ως ολοκληρωτικής ιδεολογίας, ετέθη σε ψηφοφορία).
Ως εκ τούτου, η, ακατάσχετα, πολιτικολογούσα δικαστηριακή απόφαση της 2/5/2023 και η ενεργός θεωρητική αντιπαράθεση, που γίνεται, δι’ αυτής, στην εθνικοσοσιαλιστική/ναζιστική ιδεολογία (και στις αναφερόμενες, ως μη προσδιοριζόμενες, “ολοκληρωτικές ιδεολογίες”), ως νομική επιχειρηματολογία και - ακόμη χειρότερα -, ως αντικείμενο του αποδεικτικού υλικού και λόγου που εμπεριέχεται, στην δικαστηριακή απόφαση, αποτελεί έναν, άκρως, επικίνδυνο νεοφανή “ριζοσπαστικό” νομικό και δικαστικό/δικαστηριακό και νομολογιακό νεωτερισμό, που οδηγείται, στο να έχει απωλέσει και ακόμη χειρότερα, να έχει απεμπολήσει την νηφαλιότητα, την ψυχραιμία και τον αντικειμενισμό, από τον πολιτικό και ιδεολογικό επηρεασμό και καταλήγει να γίνει μέρος του πολιτικού και ιδεολογικού αντιπαραθετισμού, με την υιοθέτηση της πολιτικής στάσης της υπεράσπισης της αποκαλούμενης θεωρητικής και πρακτικής “μαχόμενης δημοκρατίας”, με ένα επιφαινόμενο και προσχηματικό νομικοφανές περιεχόμενο.
Αν και η δικαστηριακή απόφαση της 2/5/2023 αποτελεί έναν νομικό (ψευδο)ριζοσπαστισμό, για να είμαι αντικειμενικός, πρέπει να επαναλάβω, εδώ και αυτό, που έχω γράψει παλαιότερα [οι αναγνώστες μπορούν και κρίνω χρήσιμο να δουν το περιεχόμενο του δημοσιεύματός μου, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : Μπορούν ένα ναζιστικό κόμμα, ή μια αναρχική/αντιεξουσιαστική οργάνωση, υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος, να συμμετάσχουν, στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές, με βάση το Σύνταγμα και την νέα νομοθετική ρύθμιση, που προωθεί, στην βουλή, η απελπισμένη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στα στερνά του βίου της; Η απάντηση είναι κατηγορηματική : OXI. (Μόνο, εάν επιβάλλουν, όπως το KKE και η λοιπή κομμουνιστική αριστερά, την παρουσία τους, ή, εάν καμουφλαρισθούν, κάτι που μπορούν να το πράξουν) ]· ότι, δηλαδή, το πρόβλημα προέρχεται, απευθείας, από το άρθρο 29, παράγραφος 1 του “ισχύοντος” Συντάγματος, το οποίο προσδιορίζει τις προϋποθέσεις της οργάνωσης και της δράσης των, συνταγματικώς, αποδεκτών πολιτικών κομμάτων.
Ας δούμε το περιεχόμενο αυτής της συνταγματικής διάταξης :
Άρθρο 29: (Πολιτικά κόμματα)
“1. Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”.
Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφής η πηγή του προβλήματος της αποκαλούμενης ως “δημοκρατικής νομιμοποίησης”, που, στην πράξη, νοείται, ως και είναι η αποδοχή του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος της “προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας”, αφού η γραμματική και νοηματική διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος, που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο συντακτικός νομοθέτης, της 11ης Ιουνίου 1975 (ήτοι ο, μετέπειτα, πρόεδρος του κράτους Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο, τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής), παρά την νομιμοποίηση του ΚΚΕ και των κομμουνιστικών κομμάτων, τον Σεπτέμβριο του 1974, δεν είναι, καθόλου, τυχαία.
Αντιθέτως, το νοηματικό φορτίο αυτής της διατύπωσης δεν είναι προτρεπτικό, δεν αποτελεί μια ευχή, ή μια προτροπή, αλλά είναι βαρύτατο και επικίνδυνο, αφού υποχρεώνει τα πολιτικά κόμματα να δρουν και να οργανώνονται, με έναν συγκεκριμένο και σαφή οφειλόμενο τρόπο οργάνωσης και δράσης, που εξυπηρετούν την αποκαλούμενη ως “ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”, το οποίο όχι, πλέον, ως θεωρία, αλλά, στην πράξη, είναι, όπως προανέφερα, η λεγόμενη “προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία”.
Έτσι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η κοινοβουλευτική δεξιά και εντόπια ολιγαρχία νομιμοποίησαν το ΚΚΕ, αλλά και επέβαλαν, στην ηγεσία του, να υπογράφει δηλώσεις νομιμοφροσύνης, στο αστικοδημοκρατικό πολίτευμα της “προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας”, προκειμένου να κατοχυρώσουν την εμφανή αναντιστοιχία του πρακτικού πολιτικού και κοινωνικού προγράμματος του κόμματος και της κομμουνιστικής του ιδεολογίας, υποχρεώνοντας το ΚΚΕ, δι’ αυτού του τρόπου, να ενταχθεί, στο κλασικό παραδοσιακό κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα.
Όπως προκύπτει, από την 49χρονη μεταπολιτευτική πολιτική περίοδο, που κύλισε όλες αυτές τις δεκαετίες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εντόπια ολιγαρχία πέτυχαν τον στόχο τους, αφού το ΚΚΕ εντάχθηκε, με τις δικές του ιδιομορφίες, φυσικά, στο αστικό κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα, συμμετείχε (κατά την ύστερη γκορμπατσοφική περίοδο της “Σοβιετικής Ένωσης”, στην ηγεσία της οποίας υπήρξε, πάντοτε, υπάκουο), σε, έστω, βραχύβιες αστικές κυβερνήσεις και έλαβε μέρος, στην κοινοβουλευτική διαδικασία, ομαλά και χωρίς αναταράξεις.
Η αλήθεια είναι ότι, με αυτά, που γράφω, στενοχωρώ τους φίλους κομμουνιστές αναγνώστες, αλλά αυτή είναι η ωμή αλήθεια, διότι το μεταπολιτευτικό ΚΚΕ ουδέποτε υπήρξε ένας ουσιαστικός εξωσυστημικός και πραγματικός κίνδυνος, για τον παραδοσιακό αστικό πολιτικό κόσμο και το πολιτειακό και το καπιταλιστικό κοινωνικό καθεστώς, αφού ενσωματώθηκε, στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα.
Το ΚΚΕ της μεταπολίτευσης και των δεκαετιών, που, έκτοτε, παρήλθαν, δεν ήταν και εξακολουθεί, ακόμη περισσότερο, να μην είναι το προδικτατορικό ΚΚΕ, αφού η ηγεσία του, συλλογικά, διακατεχόταν και διακατέχεται, από ένα φοβικό σύνδρομο, απέναντι, στην αστική ολιγαρχία, την οποία αντιμετωπίζει, με φοβικό τρόπο, προφανώς, ως αποτέλεσμα, της ήττας του κόμματος, στον εμφύλιο πόλεμο, που, ακόμη και όταν δεν ομολογείται και δεν λέγεται, αντιμετωπίζεται, ως ένα σφάλμα, αλλά αυτή η φοβική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, διαχρονικά, στην μεταπολιτευτική περίοδο, απέναντι, στην εντόπια καπιταλιστική ολιγαρχία, πέραν του εμφυλίου πολέμου, οφείλεται, στην μακρά περίοδο της παρανομίας του ΚΚΕ και στις σκληρές διώξεις, που υπέστη όλα αυτά τα χρόνια, από το 1947 (και ουσιαστικά, από το 1945), μέχρι το 1974.
Ως εκ τούτων, οι μεταπολιτευτικές ηγεσίες του ΚΚΕ φρόντισαν να διατηρήσουν και να διαφυλάξουν, ως κόρη οφθαλμού, το νομικό και πολιτικό καθεστώς της αστικής πολιτικής νομιμότητας του κόμματος, με κάθε κόστος και με κάθε ουσιώδη παραχώρηση, στην εντόπια ολιγαρχία, παρά την συνεκτική, πλην όμως, επιφατικώς, σκληρή ιδεολογική προσκόλληση, στα λενινιστικά και κατά την τελευταία δεκαετία, μετά την πτώση της “Σοβιετικής Ένωσης”, στα επενεφευρεθέντα σταλινικά δόγματα.
Κατ’ αυτόν τον πρακτικό φοβικό τρόπο, όμως, διαχρονικά, οι ηγεσίες του ΚΚΕ ανήγαγαν την παραμονή του κόμματος, στο καθεστώς της αστικής νομιμότητας, σε έναν αυτοσκοπό και με αυτόν τον τρόπο, προσάρμοσαν και υπέταξαν το κόμμα, στον κοινοβουλευτισμό και στο αστικό σύστημα διακυβέρνησης.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της παγιωμένης φοβικής στάσης και συμπεριφοράς των ηγεσιών του ΚΚΕ, μεταπολιτευτικά, απέναντι στο αστικό καθεστώς, είναι η παρουσιαζόμενη, στην αρχή του παρόντος δημοσιεύματος, από 2/10/1974, δήλωση νομιμοφροσύνης, στο αστικοδημοκρατικό πολίτευμα της χώρας του Χαριλάου Φλωράκη και οι αντίστοιχες δηλώσεις νομιμοφροσύνης όλων των ηγεσιών του ΚΚΕ, προκειμένου να λάβει το κόμμα την έγκριση της, εκάστοτε, συμμετοχής του, στις διεξαχθείσες και διεξαγόμενες βουλευτικές εκλογές.
Η προσωπική μου γνώμη, για το ποιά έπρεπε να ήταν και πρέπει να είναι η ενδεικνυόμενη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, απέναντι στην θεσπισμένη υποχρέωση της υπογραφής αυτής της ζητούμενης, από το αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, δήλωσης νομιμοφροσύνης, είναι η απερίφραστη άρνηση του Χαριλάου Φλωράκη και της, εκάστοτε, ηγεσίας του κόμματος να υπογράψουν αυτή την δήλωση, υποχρεώνοντας το αστικό πολιτικό σύστημα να υποχωρήσει και να παύσει να ζητεί αυτού του είδους τις δηλώσεις νομιμοφροσύνης.
Έχω την γνώμη ότι, σε αυτή την περίπτωση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εντόπια αστική ολιγαρχία θα υπέκυπταν, όπως έπραξαν, όπως νομίζω και όπως θυμάμαι, στην περίπτωση των βουλευτικών εκλογών, όταν ένα κόμμα της μαοϊκής κομμουνιστικής αριστεράς (νομίζω το ΕΚΚΕ, αλλά δεν θυμάμαι αν αυτή η πολιτική πράξη έγινε, στις βουλευτικές εκλογές της 17/11/1974, ή, σε εκείνες της 20/11/1977) αρνήθηκε να υπογράψει μια τέτοια δήλωση νομιμοφροσύνης, προς το αστικό πολιτικό καθεστώς και πέτυχε να συμμετάσχει, σε εκείνες τις εκλογές, χωρίς να υπογράψει την σχετική δήλωση.
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν επέδειξε, διαχρονικά, την απαραίτητη τόλμη, αφού, όπως προανέφερα, ανήγαγε την νομιμοποίηση του κόμματος, σε αυτοσκοπό και απέφυγε να έλθει, σε σύγκρουση, με το αστικό πολιτικό κατεστημένο και την εντόπια ολιγαρχία, αν και ήταν και παραμένει να είναι βέβαιο ότι θα επέβαλε και θα επιβάλει την θέλησή του αυτή να μην υπογράψει την ζητούμενη, από το αστικό καθεστώς.
Έτσι, όμως, οι ηγεσίες του ΚΚΕ, αναγάγοντας την αστική νομιμοποίηση του κόμματος, σε αυτοσκοπό και δι’ αυτού του τρόπου την συγκρότηση του χώρου και του πολιτικού και κοινωνικού κινήματος, σε αυτοσκοπό, προσεγγίζουν την ρεφορμιστική στάση του σοσιαλδημοκράτη και ιδεολογικού και πολιτικού πατέρα του μεταρρυθμιτισμού/ρεφορμισμού Eduard Bernstein, ο οποίος διακήρυσσε ότι “η ιδεολογία δεν είναι το παν, αλλά το παν είναι το κίνημα”. Και φυσικά, έτσι το ΚΚΕ έπαυσε να έχει, έστω και την στρεβλή σχέση, που διατηρούσε, με την επαναστατική διαδικασία και την ειλικρινή επαναστατική ρητορική, καθιστάμενο, ως ένας σημαντικός πυλώνας του αστικού πολιτικού συστήματος, παρά την, σχετικά, περιορισμένη εκλογική του επιρροή, η οποία, όμως, σε επίπεδο κοινωνίας, είναι πολύ μεγαλύτερη.
Όμως, τώρα, μετά την, ακατασχέτως, πολιτικολογούσα δικαστηριακή απόφαση της 2/5/2023 (που, στην πραγματικότητα, είναι μια σημαντικότατη, μεν, αλλά, στην ουσία της, απλή διοικητική πράξη), υπέρ της ακτιβιστικής άποψης της, δι’ αυτού του νομικού σολοικισμού, ενεργού υποστήριξης της ποππεριανής θεωρίας της ενδεδειγμένης πολιτικής και νομικής “μαχόμενης δημοκρατίας”, που, εκ των πραγμάτων συγκροτεί και καθίσταται δικαστηριακή εφαρμογή, η οποία συγκροτεί και καθίσταται νομολογία, ως δικαστικό καθεστώς, απαγορεύοντας την συμμετοχή, στο κατεστημένο εκλογικό πολιτικό σύστημα των οποιωνδήποτε αποκαλούμενων, ως “εχθρών του δημοκρατικού πολιτεύματος”, τα πραγματικά δεδομένα, στο, από εδώ και πέρα, αναδιαμορφούμενο πολιτικό τοπίο, αλλάζουν, άρδην και ριζικά.
Για τους λόγους αυτούς, η δικαστηριακή απόφαση της μεγίστης πλειοψηφίας του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου της 2/5/2023, αποτελεί ένα, άκρως, επικίνδυνο φαινόμενο, το οποίο, παντί τρόπω, πρέπει να αποκρουστεί και να καταστεί περιθωριακό και ακίνδυνο, διότι αυτή η απόφαση του δικαστηρίου, έστω και ως εκτελεστή διοικητική πράξη, ξεπερνά, κατά πολύ, την εμφανιζόμενη, ως μεμονωμένη, περίπτωση του “Εθνικού Κόμματος Έλληνες” του Ηλία Κασιδιάρη και εκτείνεται, σε κάθε “παράφωνη” και “παράταιρη” μη συστημική, ή αντισυστημική στάση και τοποθέτηση των πολιτικών κομμάτων, στην ελληνική πολιτική σκηνή, είτε αυτά είναι περιθωριακά, είτε όχι. [Περισσότερα, ως προς την εμφανιζόμενη, ως νομική επιχειρηματολογία και αιτιολόγηση της απαγόρευσης της συμμετοχής, στις βουλευτικές εκλογές, αυτού του φιλονεοναζιστικού κόμματος, μπορούν οι αναγνώστες να διαβάσουν, στο πρόσφατο εκτεταμένο δημοσίευμά μου, σε αυτό, εδώ, το μπλογκ, με τίτλο : 2/5/2023 Α1 Τμήμα Αρείου Πάγου : Με 9 - 1 έξω από τις βουλευτικές εκλογές το κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη. Αλλά η φιλονεοναζιστική ακροδεξιά το έχει δίπορτο, αφού διαθέτει εναλλακτική λύση, απέναντι στο καθεστώς του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπου αναλύεται το σκεπτικό αυτής της απόφασης του δικαστηρίου, δρώντος, υπό την ιδιότητα διοικητικού οργάνου].
Φυσικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το καθεστώς του (ένα εργαλείο του οποίου είναι και η μεγίστη πλειοψηφία του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που απαγόρευσε την συμμετοχή, στις βουλευτικές εκλογές, στο φιλονεοναζιστικό κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη, όπως και σε πολλά άλλα κόμματα, που κινούνται, στον χώρο της δεξιάς, αλλά και του κέντρου - συνολικά 16 -, τα οποία επεδίωξαν και επρόκειτο να διεκδικήσουν την ψήφο του εκλογικού κοινού, στο οποίο απευθύνεται και η Νέα Δημοκρατία), δεν έχουν καμμία πρόθεση να απαγορεύσουν την συμμετοχή, στην τωρινή εκλογική αναμέτρηση, του ΚΚΕ και των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων. Το αντίθετο, μάλιστα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το καθεστώς του, άμεσα, αποσκοπούν, στο να συμμαζέψουν τις διαρροές των θεωρούμενων ως ψήφων τους, κυρίως, προς την ακροδεξιά και στο ακραίο κέντρο και τον περιορισμό των κομμάτων της επόμενης (ως και της μεθεπόμενης) βουλής, σε 6 και εάν είναι δυνατόν, σε 5, με στόχο την επίτευξη, με κάθε τρόπο, της ποθούμενης αυτοδύναμης, κοινοβουλευτικά, κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, στις επιδιωκόμενες μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές, τον ερχόμενο Ιούλιο. Αυτοί είναι οι πρακτικοί πολιτικοί στόχοι του επιτελείου του Κυριάκου Μητσοτάκη και τίποτε περισσότερο, από αυτούς τους συγκεκριμένους στόχους.
Όμως, δυστυχώς, δεν αφορά, απλώς και δεν περιορίζεται, μόνο, στο συγκυριακό παρόν, η γεννηθείσα νεωτεριστική ψευδοριζοσπαστική δικαστηριακή νομολογία, που έρχεται να υπερασπίσει και να εφαρμόσει, στην πράξη, τον συλλογιστικό προβληματισμό και την συναφή επιχειρηματολογία της ενεργού υπεράσπισης της, κατά τον αστό φιλόσοφο Karl Popper, θεωρητικής και πρακτικής λογικής της “μαχόμενης δημοκρατίας”, που απαγορεύει και αδρανοποιεί τους προσδιοριζομένους, κατά περίπτωση, ως “εχθρούς της δημοκρατίας”, απορρίπτοντας, μάλιστα, ακόμη και το δικαστικό τεκμήριο της αθωότητας των μη, αμετάκλητα, καταδικασθέντων κατηγορουμένων.
Αυτή η εγκαινιασθείσα νεωτεριστική ερμηνεία του αμαρτωλού άρθρου 29 του Συντάγματος, υπό την ισχύ του άρθρου 102 του Ν. 5019/14-2-2023 και του Ν. 5043/13-4-2023, συνιστά ένα επικείμενο ενεργό μελλοντικό κίνδυνο, μια σοβαρότατη και κρίσιμη μέλλουσα διακινδύνευση επέκτασης των, κατά περίπτωση προσδιορισθησόμενων κομμάτων, ως “εχθρών της δημοκρατίας”, επειδή οργανώνονται και λειτουργούν, ή και εμφορούνται από χαρακτηριζόμενες (πραγματικές, ή κριθείσες, ως πραγματικές, ακόμη και κατά φαντασίαν) “ολοκληρωτικές ιδεολογίες”.
Αυτός είναι ο επικείμενος, υπό την μορφή της δαμόκλειας σπάθης, πραγματικός κίνδυνος, ο οποίος είναι απαραίτητο να αποτραπεί και να κατασταλεί, με την κατ’ αρχήν, κατάργηση του άρθρου 102 του Ν. 5019/2023 και εν συνέχεια, του άρθρου 29 του Συντάγματος, ή, έστω, την τροποποίηση αυτής της συνταγματικής διάταξης.
Θα κλείσω το παρόν άρθρο, με μια υποτιθέμενη, ως γριφώδη, δήλωση του Ηλία Κασιδιάρη, η οποία, στην πραγματικότητα, αποτελεί και περιγράφει τα τραγικά πολιτικά αδιέξοδα, στα οποία έχει περιέλθει. Και αυτό το πράττω, προς παραδειγματισμό και ως παράδειγμα, προς αποφυγήν .
Υπό τις διαμορφωθείσες συνθήκες, ο Ηλίας Κασιδιάρης προέβη, σε μια περίεργη δήλωση, στις 3/5/2023, η οποία περιέχει κάποιους υποτιθέμενους και υποκρυπτόμενους γρίφους, οι οποίοι, βέβαια, πρέπει να τίθενται, από τον ίδιο, ως πρόσχημα, εν όψει των πολιτικών αδιεξόδων, στα οποία έχει περιέλθει, μετά από την απόφαση αυτή του δικαστηρίου και απλώς, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, προκειμένου να αντιμετωπίσει την, εξαιρετικά, δύσκολη πολιτική, αλλά και προσωπική θέση, στην οποία βρίσκεται, εκ των πραγμάτων.
Ας δούμε την συγκεκριμένη δήλωση του έγκλειστου, στην φυλακή, πρώην βουλευτή της “Χρυσής Αυγής”, για να προσπαθήσω να την αποκρυπτογραφήσω :
«Το καθεστώς Μητσοτάκη κατέλυσε οριστικά την δημοκρατία και επιτέθηκε με μίσος σε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πολίτες. Παραβίασε τα πολιτικά τους δικαιώματα και τους απαγόρευσε να ψηφίσουν το κόμμα της επιλογής τους. Το έγκλημα αυτό δεν έχει στόχο μόνο εμένα, αλλά πλήττει πρωτίστως το Σύνταγμα, τον ελληνικό λαό και το δημοκρατικό πολίτευμα. Πρέπει να αγωνιστούμε με κάθε νόμιμο μέσο για να απαλλαγούμε από αυτό το φαύλο καθεστώς που μετέτρεψε την χώρα μας σε Βόρειο Κορέα.Η αντισυνταγματική απόφαση του Αρείου Πάγου δεν παράγει απολύτως κανένα πολιτικό αποτέλεσμα, διότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου δεν βγάζουν κυβέρνηση, βγάζουν μόνο Βουλή της μιας ημέρας ή μάλλον της μιας ώρας, η οποία διαλύεται υποχρεωτικά αμέσως μετά την ορκωμοσία της και οι βουλευτές πάνε σπίτια τους. Έτσι η χώρα οδηγείται αυτομάτως στις εκλογές της 2ας Ιουλίου. Τότε θα σημάνει η δική μας ώρα, θα καταγράψουμε πολύ υψηλά ποσοστά και θα τιμωρήσουμε το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Ακόμα και ο τρίτος κατά σειρά εκτρωματικός νόμος που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, για να μας αποκλείσουν, αφήνει και αυτός ανοιχτά παράθυρα για να τον ξεπεράσουμε, όπως και οι δύο προηγούμενοι.
Επέλεξα να μην ενεργοποιήσω αυτή την δυνατότητα στις πρώτες εκλογές για να μπορέσουμε να είμαστε παρόντες στην δεύτερη και απείρως κρισιμότερη εκλογική αναμέτρηση. Δεν θα αποκαλύψω ακόμα την στρατηγική μου, γιατί το καθεστώς μπορεί να δημιουργήσει και άλλα νομικά τερατουργήματα, ακόμα και ως πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τώρα που η Βουλή είναι κλειστή. Ως εκ τούτου θα περιμένω το πέρας των πρώτων εκλογών και τον ορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης για να προβώ στις σχετικές ανακοινώσεις.
Τα μέσα του συστήματος υπονοούν ότι στις πρώτες εκλογές θα στηρίξω το κόμμα ΕΑΝ. Ούτε κατά διάνοια δεν πρόκειται να στηρίξω ένα κόμμα, που κατεβάζει υποψηφίους τους πρώην υπουργούς και βουλευτές της κυβέρνησης Σαμαρά, Παπανδρέου, Παπαδήμου. Όσοι έγιναν δεκανίκια της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ μαζί με Άδωνι, Βορίδη και Βελόπουλο για να περάσουν το πρώτο μνημόνιο είναι σίγουρο ότι θα ξαναγίνουν δεκανίκια και σήμερα.
Περαιτέρω, ετοιμάζουμε ήδη την προσφυγή μας στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο η οποία βασίζεται στο σκεπτικό του γενναίου και έντιμου δικαστή του Α1 τμήματος κυρίου Μουζάκη, ο οποίος έκρινε τον νόμο αποκλεισμού μας αντισυνταγματικό. Εν συνεχεία θα προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο όπου θα δικαιωθούμε με απόλυτη βεβαιότητα. Δεν θα διεκδικήσουν αποζημιώσεις μόνο οι υποψήφιοι αλλά και οι απλοί ψηφοφόροι μας που στερούνται παράνομα το δικαίωμα να ψηφίσουν το κόμμα της επιλογής τους.
Για τον λόγο αυτό καλώ όλους τους σκεπτόμενους Έλληνες πολίτες να επικοινωνήσουν άμεσα με τα γραφεία μας για την κατάθεση ομαδικών αγωγών και προσφυγών στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τίποτα δεν τελείωσε με την αντισυνταγματική απόφαση του Αρείου Πάγου.
Ο πραγματικός αγώνας για το Έθνος και για το Δημοκρατικό πολίτευμα τώρα αρχίζει».
Τί εννοεί ο “ποιητής”: Πού το πάει και σε τί αποσκοπεί ο Ηλίας Κασιδιάρης;
Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο φυλακισμένος πρώην βουλευτής της Χρυσής Αυγής δεν έχει κάποιο συνταρακτικό, ή σημαντικό όπλο, στην φαρέτρα του και ότι, απλώς, προσπαθεί να καλύψει τα πραγματικά δεδομένα, με βάση τα οποία το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου δεν επέτρεψε (από συνταγματική άποψη, ορθώς), στο κόμμα του και στον ίδιο, να συμμετάσχουν, στις βουλευτικές εκλογές της 21/5/2023 και φυσικά, τα όσα, τώρα, λέει, στερούνται κάποιου πραγματικού πολιτικού αντικρίσματος. Η θέση του Ηλία Κασιδιάρη έχει φθάσει και έχει ξεπεράσει κάθε όριο δυσκολίας και ως εκ τούτου, τα πολιτικά δεδομένα, για τον ίδιο, είναι σκληρά και αμείλικτα και ουσιαστικά, του αποκλείουν κάθε δυνατότητα προσωπικής και κομματικής δράσης.
Για τους λόγους αυτούς, είναι πολλαπλώς, χρήσιμο και πολύτιμο όλοι οι άλλοι, δηλαδή τα κομμουνιστικά και τα διάφορα μη συστημικά πολιτικά κόμματα και οι οργανώσεις του αντιεξουσιαστικού χώρου, να λάβουν, εγκαίρως, τα μέτρα τους, ούτως ώστε να μην επιτρέψουν, στους εαυτούς τους να περιέλθουν, σε αυτή την, τραγικά, αδιέξοδη πολιτική θέση και αντιθέτως, να επιβάλουν την παρουσία τους, έχοντας επίγνωση του δεδομένου ότι δεν είναι αποδεκτά, από την αστική ολιγαρχία, η οποία, απλώς, υποχρεώνεται να τα κάνει ανεκτά και αποδεκτά, διότι δεν δύναται να πράξει αλλιώς.
Αυτή είναι η ωμή αλήθεια. Αυτή και μόνον, αυτή και τίποτε άλλο.
Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο προχώρησα, στην, από 12/4/2023, πειθαρχική αναφορά μου, προς την πρόεδρο του κράτους Αικατερίνη Σακελλαρόπουλου, εις βάρος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη [δείτε το δημοσίευμα, σε αυτό, εδώ, το μπλογκ, με τίτλο : 12/4/2023 : Αναφορά, στην πρόεδρο του κράτους, για την παραίτηση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χρήστου Τζανερίκου και την παράνομη και αντισυνταγματική/παρασυνταγματική εισπήδηση του παραβατικού πρωθυπουργού και του υπουργού Γιώργου Γεραπετρίτη, στην λειτουργία των δικαστικών δικαιοδοτικών οργάνων. Ζητείται η αυτεπάγγελτη εφαρμογή των άρθρων 38 ΚΠοινΔ και 42 του Συντάγματος], καθώς και στην καταγγελία/έγκλησή μου, της 14/4/2023, προς τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών Αθηνών και Αρείου Πάγου, εις βάρος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη [δείτε το δημοσίευμα, σε αυτό, εδώ, το μπλογκ, με τίτλο : 14/4/2023 : Κατέθεσα ηλεκτρονική καταγγελία, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (e-mail : ads.aitisi@areiospagos.gr), κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Γιώργου Γεραπετρίτη και κάθε άλλου συμμέτοχου δημόσιου λειτουργού και υπαλλήλου, για τις κακουργηματικές πράξεις της έσχατης προδοσίας (άρθρο 134 ΠΚ) και της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ)].
Το τί πρόκειται να συμβεί, με αυτές τις ενέργειες, στις οποίες προέβην, μένει να το δούμε.
Μπορεί και τίποτε· αλλά, αν και αντιεξουσιαστής, θεώρησα χρήσιμο και αναγκαίο να προβώ, σε αυτές, με την συλλογιστική ότι τα όποια περιθώρια έκφρασης και αντίθεσης παρέχονται (που, στην πραγματικότητα, έχουν κατακτηθεί), από το αστικοδημοκρατικό ολιγαρχικό καθεστώς, πρέπει να χρησιμοποιούνται.
Θα δούμε…
Σχόλια