Από την Αθήνα και τον Παρθενώνα, του 5ου αιώνα πΧ, στα μπινελίκια, που συνήθιζαν καθημερινά, οι αρχαίοι Έλληνες, εν συνεχεία, στην Αθήνα του 1902, στην Ύδρα του 1930, στην Ulrike Meinhof της RAF και τα εγκλήματα του γερμανικού κράτους, που δεν έλαβαν τέλος, στις 9-5-1945 και από εκεί, στην Μάνη, στην Κορσική και τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και μετέπειτα : Η μεταμόρφωση της Αθήνας και του Λεκανοπεδίου της Αττικής, μέσα από το φωτογραφικό υλικό του 19ου και του 20ου αιώνα. (26).
1945. Μάιος. Βερολίνο : Το τέλος…
Και οι Αμερικανοί, στην Ιβοτζίμα.
5ος αιώνας πΧ : Η Αθήνα (πιστή αναπαράσταση, από γενική άποψη).
Σήμερα, πλέον, έχουμε τα τεχνικά μέσα και την δυνατότητα να “δούμε”, την πόλη εκείνης της εποχής. Και αυτό το βίντεο δείχνει μια γενική άποψη της αρχαίας Αθήνας.
5ος αιώνας πΧ. Ο Παρθενώνας, σε ανακατασκευαστική αναπαράσταση.
Αλλά, εκτός, από την γενική αναπαράσταση των αρχαίων Αθηνών, έχουν διασωθεί και γνωρίζουμε τα μπινελίκια, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Ιδού μερικά, από αυτά :
ΒΔΕΩ : πέρδομαι [βδέω = βρωμάω].
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ : μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]. Εξέφραζε και αυτό, που περιγράφουμε, σήμερα, με την λέξη, “γυναικάς”, ή “μουνάκιας”.
ΔΡΟΜΑΣ : πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]. Η “γυναίκα του δρόμου”, ή “η γυναίκα του πεζοδρομίου”, η “καλντεριμιτζού”.
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ : θηλυπρεπής άνδρας, με γυναικείο βάδισμα [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι).
ΚΑΣΣΩΡΙΣ : πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]. Η πουτάνα.
ΜΙΣΟΥΡΙΣ : γυναίκα, που βυζαίνει πέος [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]. Η “τσιμπουκλού”, στα σημερινά ελληνικά.
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ : άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος + αλώπηξ].
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας, που εκστομίζει, ακατάπαυστα, χαζομάρες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]. Ο άνθρωπος, που λέει, συνεχώς, ανοησίες. Ο άνθρωπος, που στην εποχή μας, αποκαλείται και “μαλάκας”.
ΚΥΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων].
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά, επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα [κίνουρης = κινέω + ουρά]. Στην εξευγενισμένη νεοελληνική, αποκαλείται “επιδειξίας”, ή και “επιδειξιομανής”.
ΛΕΧΡΙΟΣ [ > λέχριος (λεχρίτης)].
ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή, που εκδίδεται, για ένα χάλκινο νόμισμα.
Από το βιβλίο του Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων» - και όχι μόνον, αυτό -, στο οποίο γίνεται αναφορά, στον τρόπο, που οι αρχαίοι Έλληνες έβριζαν και χυδαιολογούσαν.
1928. Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, στον Λυκαβηττό.
1930 και 2024 : Ύδρα. Η καμαρωτή πέτρινη Γέφυρα, στον Βλυχό.
Ulrike Meinhoff (Oldenburg 7/10/1934 - Stemmheim, Stuttgart 9/5/1976).
Η Ulrike Meinhof, δημοσιογράφος, υπήρξε μέλος του ιστορικού Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, το οποίο τέθηκε, στην παρανομία, από το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο της Δυτικής Γερμανίας, το 1956. Αργότερα, έγινε μέλος της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός» (RAF), που ιδρύθηκε, το 1970 και έδρασε, ως τρομοκρατική οργάνωση της κομμουνιστικής αριστεράς, με σύνδεση, με τις ανατολικογερμανικές κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Είναι περιττό να πω ότι έσφαλε. Έσφαλε. Αλλά δεν είναι αυτό, που θα αναλύσω, εδώ.
Σημασία έχει ότι το δυτικογερμανικό κράτος την συνέλαβε, την φυλάκισε, στα «λευκά κελιά» υψίστης ασφαλείας, του Stemmheim και στις 9/5/1976, βρέθηκε κρεμασμένη, στο κελί της. Με δεδομένη την σχολαστικότητα, ως προς τις διαδικασίες και τα αυστηρά πρωτόκολλα, που τηρεί και ακολουθεί το γερμανικό κράτος και ειδικότερα, σε αυτές τις φυλακές, η εκδοχή της αυτοκτονίας, δι’ απαγχονισμού, που υποστήριξε το δυτικογερμανικό κράτος και τώρα, το υποστηρίζει και το ενοποιημένο γερμανικό κράτος, φαίνεται, ως απίθανη. Κάποτε θα μαθευτεί το τί και το πώς έγινε, αλλά δεν νομίζω ότι η γενιά μου θα ζει, για το μάθει αυτό.
Το τραγικό είναι ότι, στα ίδια «λευκά κελιά» του Stemmheim, σχεδόν ενάμισυ χρόνο, αργότερα, στις 18/10/1977, βρέθηκαν πυροβολημένοι, στα κελιά τους, οι Andreas Baader, Jan-Carl Raspe και Gudrun Ensslin, ηγετικά μέλη της RAF.
«Φυσικά», το δυτικογερμανικό κράτος βεβαίωσε ότι και αυτοί … αυτοκτόνησαν. Και βέβαια, ουδέποτε εξηγήθηκε, πειστικά, το πώς οι “αυτοπυροβολημένοι” βρήκαν τα πιστόλια, σε αυτές τις φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Η Irmgard Möller, η μόνη, που δεν χρησιμοποίησε αγχόνη και κάποιο πυροβόλο όπλο, τραυματίστηκε, βαριά, με μαχαιριές, τις οποίες υποτίθεται - σύμφωνα, με το δυτικογερμανικό κράτος - ότι τις επέφερε η ίδια, στον εαυτό της και είναι το μόνο μέλος της RAF, που επέζησε, εκείνη την «νύκτα θανάτου» (Todesnacht von Stammheim), αφού μεταφέρθηκε, σε νοσοκομείο, όπου χειρουργήθηκε. Έμεινε 25 χρόνια, στην φυλακή και αποφυλακίστηκε, το 1995 και όπως είναι λογικό, υποστηρίζει, μέχρι σήμερα, ότι κρατικές δυνάμεις δολοφόνησαν τους συντρόφους της και ότι αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν και την ίδια.
Δεν πρέπει να έχει άδικο. Αλλά το ερώτημα, που γεννάται, είναι το γιατί της επέτρεψαν να επιβιώσει.
Όμως, αφήνοντας, στην άκρη, τον εσφαλμένο πολιτικό ακτιβισμό των μελών της RAF, ας δούμε έναν, από τους πιο σκληρούς θεατρικούς μονολόγους, που έγραψε ο Dario Fo, μαζί με τηv Franca Rame, για την Ulrike Meinhof της οργάνωσης “Φράξια Κόκκινος Στρατός” :
(Φυσικά, η Ulrike Meinhof δεν ήταν αναρχική).
«Εγώ η Ουλρίκε Μάινχοφ καταγγέλλω».
«ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάινχοφ
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών… Ναι! Είμαι παντρεμένη. Έκανα δύο παιδιά με καισαρική. Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα
Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματά μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.
Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια.
Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρεται τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης. Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεών μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να ‘λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ έναν τάφο.
Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον; λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πώς θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.
ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή.
Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω.
Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου. Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου. Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.
Έντονη επιθυμία για εμετό.
Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου. Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορρυπαντικό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω. Προσπαθώ να το συναρμολογήσω.
ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ. Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ! Να λοιπόν που σκέφτομαι! Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι! Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι σύντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε. Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα. Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο! Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί. Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο. Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια. Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες. Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι. Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε. Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα.
Και με κλείσατε σε αυτό το ενυδρείο γιατί:
Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά από τις γυναίκες σας; θλιβερό καρναβάλι. Όχι! Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι! Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε.
Α! Να λοιπόν!
Ένας ελαφρός θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή. Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονό μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μη χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους. Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.
Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων. Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύεται την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι την Ουρλίκε Μάινχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι! Ναι! Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μάινχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα.
Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται! Ναι απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο. Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους.
Με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο».
1907. Η Rosa Luxembourg ομιλεί, σε διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο. Το γερμανικό κράτος - ο γερμανικός στρατός -, που την συνέλαβε, στις 15/1/1919, κατά την διάρκεια της εξέγερσης των Σπαρτακιστών, την εκτέλεσε, χωρίς πολλές διατυπώσεις, με εντολή της κυβέρνησης του SPD, το οποίο κυβερνούσε και το 1976 - 1977, με την ανάλογη περιποίηση”, στα συλληφθέντα μέλη της RAF.
Η ουσία είναι ότι το σύγχρονο γερμανικό κράτος δεν έχει ξεχάσει την τέχνη των δολοφονιών των πολιτικών του αντιπάλων. Μια τέχνη, που ανάγεται, στην προναζιστική περίοδο και υπήρξε και παραμένει εγγενής και ριζωμένη, στην γέννηση της κρατικής υπόστασης της Γερμανίας, από την εποχή της, ανωτέρω εικονιζόμενης Rosa Luxemburg και πριν, από αυτήν.
Έχει ελληνική καταγωγή ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης; H Δούκισσα του Αβραντές (Abrantès), διαβεβαιώνει πως ναι.
Στα απομνημονεύνατά της (“Memoires”), η Δούκισσα Λάουρα Στεφανοπούλου - Ντ’ Αμπραντές (Duchesse Laure Stefanopoli- d’Abrantes), δεν διστάζει να μιλήσει, για την ελληνική ρίζα του Ναπολέοντα και συγκεκριμένα, για την μανιάτικη καταγωγή του και παραλληλίζει το όνομα Καλόμερος, με το Buonaparte, ήτοι : Buona (καλός), parte (μέρος).
Η Λωρ Μαρί Στεφανοπολί ντε Κομνέν, Κυρία, επί των Τιμών, του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’, ήταν κόρη του Κονσταντέν Στεφανοπολί, ενός εκ των ηγετών της ελληνικής αποικίας της Παομία (σημερινή Cargese, στην Κορσική), στα βόρεια του Αιάκειου, η οποία ιδρύθηκε, στα τέλη του 17ου αιώνα, από ομάδα Μανιατών, με επικεφαλής τον Πρωτόγερο Στεφανόπουλο. Οι έποικοι Μανιάτες τελούσαν, υπό την προστασία της Γένοβας, καθώς και η Κορσική ανήκε, στην γενοβέζικη επικράτεια.
Οι Κομνηνοί ήταν οικογένεια, γόνοι της οποίας είχαν ανεβεί στον θρόνο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ελληνικού Έθνους, δηλαδή, κυρίως, της Μέσης και Ύστερης μεσαιωνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά το 1204, όμως, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, από τους Φράγκους, με δεδομένες τις βαρύτατες και άμεσες ευθύνες των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β’ και Αλέξιου Δ’ της καταστροφικής δυναστείας των Αγγέλων, η οικογένεια των Κομνηνών (οι “Μεγάλοι Κομνηνοί”, η δυναστεία των οποίων, άμεσα, προβασίλευσε των Αγγέλων) κατέφυγε, στην Τραπεζούντα του Πόντου, όπου ίδρυσε την αυτοκρατορία της ποντιακής πόλης.
Αυτή καταλύθηκε, το 1461, από τον Οθωμανό Σουλτάνο Μεχμέτ Β΄, τον πορθητή της Κωνσταντινούπολης. Ο Δαυίδ, ο τελευταίος μονάρχης της δυναστείας των Μεγάλων Κομνηνών και η οικογένειά του, παραδόθηκαν, στους Τούρκους και τελικώς, εξoντώθηκαν. Ένας, από τους υιούς του Δαυίδ, όμως, ο Νικηφόρος, μπόρεσε να ξεφύγει και να βρεθεί, το 1470, στην Μάνη, για την οποία, μέσα, στην οθωμανική επικράτεια, υπήρχε καθεστώς ευρύτατης αυτονομίας.
Στον Νικηφόρο Κομνηνό, οι Μανιάτες επιφύλαξαν υποδοχή θερμή και σχεδόν αμέσως, τον κατέταξαν στους προύχοντές τους. Απόγονος (εγγονός) του Νικηφόρου μάλιστα, ο Στέφανος, μπόρεσε να νικήσει τους Τούρκους, που είχαν επιχειρήσει να εισβάλουν, στην Μάνη. Έτσι, σύμφωνα με την νεοελληνική συνήθεια, όλοι οι συγγενείς, φίλοι και οπαδοί του νικητή ονομάστηκαν Στεφανόπουλοι – με αποτέλεσμα το επώνυμο “Κομνηνός” να περιέλθει, σε αχρησία (χωρίς, όμως, να λησμονηθεί).
Η καθ’ εαυτή οικογένεια των, πρώην Κομνηνών και πλέον, Στεφανόπουλων, λόγω της δόξας, που περιέβαλε τον Στέφανο, νικητή των Τούρκων, καθιερώθηκε “πανηγυρικώς”, ως η πρώτη των Καλόμερων της Μάνης. Αυτοί αποτελούσαν την τοπική αριστοκρατία, που, εμφανώς, διακρινόταν, από τους “Αχαμνόμερους”, δηλαδή τους “άσημους Μανιάτες”. Η φήμη, όμως και η εξέλιξη των “ξενόφερτων, πρώην Κομνηνών” προκάλεσε μεγάλο φθόνο, στους υπόλοιπους Καλόμερους και έτσι οι Στεφανόπουλοι βρέθηκαν, στην ανάγκη, να αφήσουν, τον Οκτώβριο του 1675, την Μάνη και να μεταναστεύσουν, στην Κορσική. Αν και ένα τμήμα τους έμεινε, στην Μάνη.
Η Κορσική βρισκόταν, τότε, υπό την κυριαρχία της ιταλικής Γένοβας, οι αρχές της οποίας, αμέσως, αναγνώρισαν την αυτοκρατορική καταγωγή των Στεφανόπουλων και τους έδωσαν το δικαίωμα να έχουν, ως διακριτικό τους χρώμα, το βαθύ πορφυρό κόκκινο. Αυτοί πάλι, μαζί με όλους τους άλλους “Στεφανόπουλους” δηλαδή τους οπαδούς, φίλους, μακρινούς συγγενείς κ.τ.λ.) αποδείχτηκαν ένθερμοι υπερασπιστές της κυριαρχίας των Γενοβέζων, στην Κορσική, κάτι που προκάλεσε την εχθρότητα των ντόπιων Κορσικανών.
Τελικώς, μέσα από πολλές περιπέτειες, οι οπαδοί των πρώην Κομνηνών εγκαταστάθηκαν στο χωριό Καργκέζε (Carghjese, στην κορσικανική διάλεκτο της ιταλικής γλώσσας, Cargèse, στα γαλλικά), όπου, μέχρι σήμερα, υπάρχει ισχυρή ελληνική κοινότητα, ενώ οι Στεφανόπουλοι μετανάστευσαν, στο Αιάκειο (Aghjacciu, στο κορσικανικό γλωσσικό ιδίωμα, Ajaccio στα γαλλικά), την σημαντικότερη πόλη του νησιού.
Εκεί πολλοί, πρώην Κομνηνοί και ήδη, Στεφανόπουλοι, πήραν μια μεγάλη απόφαση : Είχαν, πια, κουρασθεί να τους καταδιώκουν, πότε οι Τούρκοι, πότε οι Μανιάτες, πότε οι αυτόχθονες της Κορσικής. Έτσι, άφησαν, στην άκρη, το αυτοκρατορικό τους παρελθόν και το όνομα των Κομνηνών, άφησαν, ακόμη και το επώνυμό τους των Στεφανόπουλων, το οποίο διατηρήσαν οι παλαιοί οπαδοί τους, στο Καργκέζε και αλλού, υιοθετώντας και υιοθέτησαν ένα άλλο: Buonaparte (Bonaparte στα γαλλικά), δηλαδή “Καλόμερος”, το οποίο θύμιζε την αρχοντική τους καταγωγή.
Έτσι εξηγείται η εμμονή του Ναπολέοντα Α’ Βοναπάρτη, με τους ήρωες, που περιέγραψε ο Πλούταρχος, στους “Παράλληλους Βίους” του, η επιμονή του να γίνει αυτοκράτορας και να κρατήσει, ακόμη και στην μικροσκοπική επικράτειά του, την Έλβα, τον τίτλο αυτόν, η προσπάθειά του να δομήσει μία μεγάλη αυτοκρατορία στην Ανατολή (εκστρατεία της Αιγύπτου, κατάληψη της Επτανήσου κ.α.) καθώς και η απόπειρά του να “συγγενέψει”, με τους Ρομανώφ, την αυτοκρατορική δυναστεία Πασών των Ρωσιών και την Μόσχα, ως “Τρίτης Ρώμης”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την απόφασή του να εκστρατεύσει, κατά της Ρωσίας, ο Ναπολέων την πήρε, μόνο, αφού ζήτησε να παντρευτεί μια Ρωσίδα πριγκίπισσα και το αίτημά του απορρίφθηκε. Πάντως, την μεγαλύτερη απόδειξη της (και) από την αυτοκρατορική οικογένεια του μεσαιωνικού Ελληνισμού, καταγωγής του Ναπολέοντα προσφέρει το ίδιο του το όνομα : Ναπολέων, Napoleone, Napoléon.
Το όνομα αυτό πρώτη η οικογένεια Βοναπάρτη το έφερε, στην επιφάνεια, αλλά η ρίζα του δεν μπορεί να εντοπιστεί, μέσω, ούτε της ιταλικής, ούτε της γαλλικής γλώσσας. Βέβαια, έχει προταθεί η ερμηνεία του : Λέων της ιταλικής Νεάπολης. Οι Καλόμεροι-Βοναπάρτες, όμως (πρώην Στεφανόπουλοι, πρώην Κομνηνοί), δεν είχαν σχέση, με την πόλη του ιταλικού νότου.
Η ελληνική γλώσσα ερμηνεύει το όνομα Ναπολέων, ως εξής : Νάπος (ή νάπη), που σημαίνει δασωμένη κοιλάδα + λέων, ήτοι ο “Λέων της Δασωμένης Κοιλάδας”.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, το ερώτημα, που τίθεται, είναι το εάν έχει σημασία αυτή ιστορία.
Η απάντηση είναι ότι όποια αξία και να έχει, αυτή είναι μικρή και επουσιώδης.
Αλλά, έστω και έτσι, καλό είναι να καταγράφεται.
Σχόλια