1832 και μετέπειτα : Η μεταμόρφωση της Αθήνας και του Λεκανοπεδίου της Αττικής, μέσα από το φωτογραφικό υλικό του 19ου και του 20ου αιώνα. (10).

 
   
1832. Βασίλειον της Ελλάδος.



1/12/1834. Η είσοδος του βασιλιά Όθωνα Α’, στην Αθήνα. Πίνακας του 1839, από τον Peter Heinrich Lambert von Hess (29/7/1792 - 4/4/1871).

Φερτός των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ήταν ο θεσμός της βασιλείας, όπως φερτός ήταν και ο νεαρός Βαυαρός πρίγκηπας Otto Wittelsbach, αλλά, αρεστόν, ή μη (μη αρεστόν), καλώς, ή κακώς (κακώς), υπήρξαν αυτός και οι μεταγενέστεροι αυτού βασιλείς, αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, αλλά - και αυτό είναι το, ιστορικά, σημαντικότερο όλων - και της ελληνικής κοινωνίας, που διχάστηκε, με ολέθρια αποτελέσματα, στις τρεις δεκαετίες του 1910, του 1920 (με αποτρόπαιο “έπαθλο” την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού), του 1930 και δευτερευόντως, της πολεμικής δεκαετίας του 1940.






1840 (δεκαετία). Παράγκα, στην Ακρόπολη. Έτσι, ξεκίνησαν τα Αναφιώτικα, στην σημερινή Πλάκα. 

Δυο φτωχοί κτίστες, απο την Ανάφη, ο Δαμίγος και ο Σιγάλας, μέλη του συνεργείου, που έχτιζε τα ανάκτορα του Όθωνα, αψήφησαν τις απαγορεύσεις και έκτισαν κρυφά μια παράγκα, πάνω στον βράχο της Ακρόπολης.  Πρόλαβαν και έβαλαν και σκεπή και έτσι, δεν τους την γκρέμισαν. Ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί, ως, τότε, εξαθλιωμένοι και άστεγοι πολίτες της Αθήνας, κτίζοντας παράγκες και παραπήγματα, εκεί κάτω. Δημιουργήθηκε, έτσι η πιο απίθανη γειτονιά της Αθήνας. Ήταν τα Αναφιώτικα, στην Πλάκα.




1840 (δεκαετία). Θησείο.






1870. Η Πύλη Αδριανού, με φόντο τον λόφο του Φιλοπάππου και την ευρύτερη περιοχή.













1900 (δεκαετία). Πλατεία Λαυρίου. Ο τερματικός σταθμός του «Θηρίου», στην αρχή της 3ης Σεπτεμβρίου.

Η Αττική είχε προαστιακό σιδηρόδρομο, πριν από 130 χρόνια, αλλά τον σταμάτησαν!
Ήταν το περίφημο «Θηρίο», που ένωνε Κηφισιά, με Αθήνα και Λαύριο. Ο σιδηρόδρομος της Κηφισιάς λειτούργησε, για πρώτη φορά, το 1885. Η γραμμή, που έφτανε, από την Αθήνα, στην Κηφισιά και από εκεί, στο Λαύριο, ήταν η δεύτερη σιδηροδρομική γραμμή των Αθηνών. Λίγα χρόνια, νωρίτερα, είχε λειτουργήσει η πρώτη, που ένωνε την Αθήνα, με τον Πειραιά. 




Ένα απόσπασμα, από το βιβίο του Μίλτου Λιδωρίκη : 
«Εζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ.
Το Θηρίον, σιδηρόδρομος Αττικής, "ΣΑ", αν καλά θυμάμαι, γεννήθηκε στα 1885. Τότε άρχισε η γραμμή Αθηνών-Ηρακλείου-Λαυρίου
και Ηρακλείου-Κηφισίας να εξυπηρετεί το ελληνικό κοινόν, που κατόπιν, σε σειρά δεκάδων ετών, εμαρτύρησε ταξιδεύοντας
με το Θηρίον. Ο σιδηρόδρομος Κηφισίας εγνώρισεν ημέρες δόξης και μεγαλείου. Και όπως εδοξάσθη έτσι και ξέπεσε.
Στην αρχή της λειτουργίας του, και για μερικά ακόμη χρόνια, ήταν το "χαϊδεμένο τρένο" των Αθηναίων. Ο σταθμός του
ο γνωστός σταθμός Λαυρίου, που σήμερα ακόμη έτσι λέμε όλοι τη μεγάλη πλατεία της αρχής της οδού Γ' Σεπτεμβρίου
δεν χωρούσε τον κόσμο, που με ατέλειωτο σπρωξίδι γύρευε να καταλάβει μια θέση στα βαγόνια.   Η Κηφισιά, την εποχή εκείνη,
διαφορετική παρότι είναι σήμερα, τραβούσε τον κόσμο, γιατί προσέφερε αληθινή φυσική και κοινωνική απόλαυση εξοχής.
Το Θηρίον, ασθμαίνον, ανεβοκατέβαινε, και οι επιβάται του, στριμωγμένοι, ταξίδευαν με μονές αμαξοστοιχίες τις καθημερινές,
διπλές τα Σάββατα το απόγευμα και τις Κυριακές.   'Ενα από τα χαρακτηριστικά του Θηρίου ήταν και η καθιερωμένη καθυστέρησίς του. Εδημοσίευε ότι από τον σταθμόν του αι αμαξοστοιχίαι θα αναχωρούσαν ορισμένες ώρες. Δεν ξεκινούσαν όμως παρά μετά καθυστέρησην μισής ώρας, πολλές φορές και τριών τετάρτων. Είναι περίεργον. Ποτέ κανείς δεν κατόρθωνε να πληροφορηθεί γιατί το τρένο, ενώ σφύριζε και ξανασφύριζε, δεν ξεκινούσε προς τη μόνην, δια την τότε εποχήν, ωραίαν εξοχήν των Αθηνών. Πότε, όπως ο εισπράκτωρ πληροφορούσε τους αδημονούντας επιβάτας, περίμεναν τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως. Πότε τον Πρόεδρον του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας των Μεταλλουργείων Λαυρίου, εις την οποίαν ανήκεν ο ΣΑ. 'Αλλοτε έπρεπε να προσθέσουν και άλλα βαγόνια, γιατί ο κόσμος ήταν πάρα πολύς.   Τις περισσότερες φορές εμπρός στις μικροσκοπικές θυρίδες του ταμείου της πωλήσεως εισιτηρίων, που μέσα απ' αυτές δεν εφαίνετο παρά ένα κομματάκι κεφάλι του ταμίου, ήταν τέτοιος συνωστισμός που εχρειάζετο ώρα ολόκληρη για να πάρει εισιτήριο ο κοσμάκης και να προφθάσει να μπει στο τρένο. Σωστό μαρτύριο η πώλησις των εισιτηρίων στον παλιό εκείνο σταθμό!
Εκεί που σήμερα γλυκαίνεται ο Αθηναίος και τα όμορφα κορίτσια της Αθήνας τρώγωντας τα εκλεκτά γλυκά και τα δροσίζοντα
παγωτά του ζαχαροπλαστείου το "Λαύριον", πίκρες και φαρμάκια ποτιζόμαστε, μάλλιαζε η γλώσσα μας, ξεραινόταν ο λάρυγγάς μας,
μουδιάζαμε στην ορθοστασία, ώσπου να μπορέσουμε να αγοράσουμε το αλέ ρετούρ μας για την Κηφισιά.
'Ηταν σωστό πανηγύρι το ξεκίνημα του τρένου. 'Οπως θα ενθυμούνται, όχι πλέον οι γεροντότεροι, αλλά οι νεότεροι,
η αμαξοστοιχία στεκόταν πάνω στο πεζοδρόμιο. Δεν την εχώριζε δηλαδή από τους κινούμενους ούτε ένα σκαλάκι, ούτε ένα διάστημα,
ούτε η συνήθης πλατφόρμ των σιδηροδρόμων. 'Ετσι, πάνω στα βαγόνια, βρισκόντουσαν πάντα κολλημένοι κουλουρτζήδες,
πασατεμπάδες, εφημεριδοπώλαι, λουστραρία, χαμαλάκια και πλήθος περιέργων παντός φύλου. 'Οταν, λοιπόν, επρόκειτο
να ξεκινήσει ο συρμός, εχρειάζετο να προηγηθεί ολόκληρη φασαρία για να ξεκολλήσει όλο αυτό το πλήθος. "Πίσω, κύριοι.
Πίσω γιατί θα σας κόψει το τρένο". "Αούα!" ήταν η απάντησις της μορταρίας. Και η αμαξοστοιχία, προπάντων τις απογευματινές ώρες,
ξεκινούσε συνοδευμένη από τις φωνές και τα επιφωνήματα των αλητοπαίδων, που μερικά από αυτά είχαν σκαρφαλώσει και
στα σκαλιά των βαγονιών.   Το Θηρίον είχε το εξαιρετικό προνόμιον να διασχίζει την πόλην για να φθάσει στον παλιό σταθμό,
όπως έλεγαν το σταθμό Αττικής. Από το σταθμόν Λαυρίου (πλατεία Ομονοίας) εώς τον σταθμό Αττικής, η ατμομηχανή δεν έπαυε να
σφυρίζει δαιμονιωδώς, γιατί φυσικόν ήτο πάνω στη γραμμή, που ήταν στρωμένη στη μέση των δρόμων, να βρίσκονται άνθρωποι
όλων των ηλικιών, και προπάντων παιδάκια της γειτονιάς που έπαιζαν τον σιδηρόδρομο καταμεσής της γραμμής, ζώα μικρά
μετά μεγάλων, κατσίκες, που για χρόνια προμήθευαν το γάλα σε πολλά σπίτια. Το Θηρίον, όταν οι βρυχηθμοί του δεν
έφερναν αποτέλεσμα, συμπεριεφέρετο ως θηρίον. 'Εκοβε ό,τι δεν ήθελε να υπακούσει, διεμέλιζε τους κουφούς και τα ζώα,
σκορπούσε τον φόβο και τον τρόμον. "'Ερχεται το θηρίον! Μπάτε μέσα παιδιά. Θα σας κάνει κοκορέτσι" φώναζαν οι μανάδες
στα μικρά θηρία, που δεν εννοούσαν να τραβηχτούν από τις γραμμές και κορόιδευαν τον επερχόμενο ασθμαίνοντα και
βογγώντα κίνδυνον.   Στις κάτω γειτονιές και μετά τον 'Αγιο Παντελεήμονα, ο σιδηρόδρομος Αττικής περνούσε τόσο
στενούς δρομάκους που σχεδόν εμπόδιζε κάθε άλλη κυκλοφορία. Θυμάμαι πως πολλές φορές από τα βαγόνια βλέπαμε
μέσα από τα πραράθυρα των σπιτιών τι γινόταν στα δωμάτια. Και όταν γέμιζε τον δρόμο με τον όγκο του και με τον θόρυβό του,
όλοι έσπευδαν να κλείσουν τα παράθυρά τους για να μην μπει μέσα στα σπίτια ο μαύρος καπνός του, που κατέστρεφε τα έπιπλα
και άφηνε ανεξάλειπτα ίχνη που με τον καιρό χαλούσαν και το δέρμα των γυναικών. 'Ετσι φρονούσαν και αλληλοσυζητούσαν
οι γειτόνισσες».









1880. Σύνταγμα. Αμαλίας και Όθωνος. «Μέγαρο Νεγρεπόντη».

Το μέγαρο ανεγέρθηκε, το 1870, ως Οικία Λ. Λουριώτη (αγωνιστής του 1821 και πολιτικός).
Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε, ως προσωρινό ανάκτορο του διαδόχου Κωνσταντίνου, μετά τον γάμο του, με τη Σοφία της Πρωσίας, το 1889, αναμένοντας να κτιστεί το ανάκτορο του διαδόχου, στην Ηρώδου Αττικού (σημερινό προεδρικό μέγαρο).
Ανέγερση, το 1880, από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Eugène Troump, αργότερα προστέθηκε ένας, επιπλέον, όροφος, κατεδάφιση, το 1957.
Στο βάθος, διακρίνεται η Ακρόπολη.









1894. Η Σχολή Ευελπίδων, κατά την ανέγερσή της.

Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) είναι Ανώτατο Στρατιωτικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΣΕΙ) του Ελληνικού Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε, στο Ναύπλιο, την 1η Ιουλίου 1828, με διάταγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, ως σχολή αξιωματικών.
Για αρκετό καιρό (1894-1982), έδρευε, σε εγκαταστάσεις βόρεια του Πεδίου του Άρεως στην Αθήνα, όπου, σήμερα, στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών, εκτός του παλαιού Διοικητηρίου, στο οποίο, σήμερα, στεγάζεται η Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το 1982, μετακινήθηκε, στο σημερινό της στρατόπεδο, στην Βάρη.









1925. Έργα, στην Οδό 3ης Σεπτεμβρίου.

Στο ύψος της οδού Δεριγνύ, αριστερά, είναι η οδός Ρίζου.







1930 (δεκαετία). Άποψη της οδού Πανεπιστημίου με αυτοκίνητα, τραμ και το Μέγαρο θεαμάτων “Rex”.

Στην μικρή Αθήνα, του 1937, φάνταζε αληθινός ουρανοξύστης και έπαιξε τον σπουδαιότερο ρόλο, στην καλλιτεχνική κίνηση της χώρας : ένα εκπληκτικό θέατρο, στο ρετιρέ, το μεγαλύτερο της Ελλάδας, το «Σινεάκ», στο υπόγειο και ο κινηματογράφος, ανάμεσα, από τους μεγαλύτερους και ωραιότερους της Ευρώπης.
Τον Φεβρουάριο του 1937, σηκώθηκε, για πρώτη φορά, η βαριά βελούδινη αυλαία του θεάτρου «Κοτοπούλη», με τον τεράστιο πολυέλαιο και τα επιβλητικά θεωρεία. Στην σκηνή  η «Βασίλισσα Ελισάβετ» του Αντρέ Ζοσέ, με την Μαρίκα Κοτοπούλη, στον ρόλο, σκηνοθεσία Γιαννούλη Σαραντίδη, κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη και σκηνικά του Κίμωνα Λάσκαρη. Στην διανομή, Γιώργος Παπάς, Δημήτρης Μυράτ, Αντώνης Γιαννίδης, Θεόδωρος Αρώνης.
Από τότε, τα μεγαλύτερα ονόματα πέρασαν, από τη σκηνή του, πλάι στην Κοτοπούλη, κυρίαρχη, μέχρι το 1954, που πέθανε. Εδώ, ξανάζησαν τα «Παναθήναια του '40», με την έναρξη του πολέμου, ο Βασίλης Λογοθετίδης γνώρισε μεγάλες επιτυχίες, ο Κάρολος Κουν έκανε τις πρώτες του σκηνοθεσίες, η Βάσω Μανωλίδου στάθηκε μια μοναδική «Ιωάννα της Λωρραίνης».



Από το εσωτερικό του “Rex”.


Στα χρόνια της Κατοχής, θριάμβευσαν τα μιούζικαλ «Καφέ Μετροπόλ», «Αλάτι και πιπέρι», με αστέρια πρόζας και μουσικών, ανάμεσα και ο Δημήτρης Χορν, ενώ, τέλος του 1940, οι αδελφές Καλουτά αποθεώνονται, στο «Μ' αγαπά δεν μ' αγαπά».
Αργότερα, ήλθαν η Μελίνα Μερκούρη, η Άννα Συνοδινού, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Κατίνα Παξινού, «Μπερνάρντα Αλμπα», με την Τζένη Καρέζη (Αντέλα) και την Βούλα Ζουμπουλάκη (Μαρτίριο), η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ως «Κλεοπάτρα», στο πολυσυζητημένο μιούζικαλ.
Εδώ, η Κοτοπούλη βράβευσε η ίδια, με το έπαθλό της, την Έλλη Λαμπέτη και την Μελίνα Μερκούρη.
Στον χώρο του κινηματογράφου, το «Σινεάκ» έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο, επί δεκαετίες, μέχρι που το κατάργησε, η τηλεόραση και για μερικά χρόνια, συνδέθηκε, με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή (Βρυκόλακες, Ματωμένος γάμος, Η Ηρα και το παγώνι).
Το θρυλικό “Rex”, ήταν το Νο 1 σινεμά της Αθήνας, γνωρίζοντας τις μεγαλύτερες δόξες του, με την «Σκούρας Φιλμ». Το «Αίμα και άμμος», με τον Τάιρον Πάουερ, κατέρριψε το ρεκόρ εισιτηρίων (50 χιλ. η πρώτη εβδομάδα, γύρω στις 7 χιλ. εισιτήρια την ημέρα).



1948. “Rex”,





Έλλη Λούκου Λαμπέτη (13/4/1926 - 3/9/1983).


Πέρασαν, πάνω, από 40 χρόνια, που πέθανε, αλλά μένει αξέχαστη, κυρίως, από τους λίγους κινηματογραφικούς της ρόλους - έπαιξε, μόλις, σε 10 ταινίες, από το 1946, έως το 1968 -, που, αν και δεν ξετυλίγουν, πλήρως, το, πραγματικά, τεράστιο ταλέντο της, δείχνουν τις άφθαστες δυνατότητές της, στην ηθοποιία. 





Τρεις, κυρίως, είναι οι κινηματογραφικοί της ρόλοι, όπου, κατά την γνώμη μου, έδωσε όλα όσα μπορούσε να δώσει :

1) “Κυριακάτικο ξύπνημα”, 1954.
2) “Κάλπικη λίρα”, 1955.
3) “Το κορίτσι με τα μαύρα”, 1956.

Σε όλες τις ταινίες υπήρξε τέλεια. Σε αυτές τις τρεις, όμως, ξεπέρασε την τελειότητα. Και κυρίως, κατά την γνώμη μου, στην τρίτη. Στην δεύτερη, όμως, υπήρξε - πάντα κατά την ταπεινή μου γνώμη - καλύτερός της ο Δημήτρης Χορν.






1938. Κηφισίας (νυν Λεωφ. Βασιλίσσης Σοφίας) και Ηροδότου. Μέγαρο Σταθάτου. Τραμ διέρχονται, επί της οδού Κηφισίας.


Δεξιά, το πανέμορφο κτίριο, με την περίτεχνη και επιβλητική είσοδο, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ (1837 - 1923), κτίστηκε, το 1895, ως κατοικία και έδρα των επιχειρήσεων του εφοπλιστή και εμπόρου άνθρακα Όθωνα Σταθάτου ομογενή, από την Ιθάκη.

Οι απόγονοι του Οθωνα Σταθάτου το παραχώρησαν, στο ελληνικό Δημόσιο, και το μέγαρο στέγασε, διαδοχικά, την βουλγαρική πρεσβεία, την λέσχη αξιωματικών της Βρετανίας (η οποία το επίταξε, το 1945), την καναδική πρεσβεία, ως το 1970 και την πρεσβεία της Λιβύης.

Το 1982, αγοράστηκε, από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, από την οποία, το 1991, παραχωρήθηκε, στο Ίδρυμα Γουλανδρή, για να στεγάσει την νέα πτέρυγα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.









1940. Σεπόλια. Εκκλησία Άγιος Μελέτιος.

Διακρίνονται οι γραμμές του τραμ.










1961. Το ξενοδοχειακό συγκρότημα, στην Πάρνηθα, «Mont Parnes».

Στα γαλλικά, σημαίνει Βουνό Πάρνηθα, με μεγάλη ιστορία, που, σήμερα λειτουργεί, αποκλειστικά, ως καζίνο.
Τα εγκαίνια έγιναν, στις 17/6/1961, με ιδιαίτερη λαμπρότητα και χλιδή.
Ήταν το κοσμικό γεγονός της χρονιάς και ο αριθμός των προσκεκλημένων ξεπέρασαν τους 700. 
Την πενταετία 1956-1960 οι κυβερνήσεις Καραμανλή εκπόνησαν ένα πλάνο, για την ανάπτυξη των τουριστικών υποδομών της χώρας και το Μον Παρνές θα λειτουργούσε, ως ατμομηχανή της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας. Για την επιλογή της τοποθεσίας του νέου ξενοδοχείου, κρίθηκε ότι η γειτονίασή του, με την πρωτεύουσα θα εξασφάλιζε πελατεία τέτοια, που θα μπορούσε να το καταστήσει πυρήνα ενός ευρύτερου κέντρου ορεινών δραστηριοτήτων, στο βουνό της Αττικής.
Το νέο ξενοδοχείο θα καταλάμβανε επιφάνεια οκτώ στρεμμάτων, στην θέση Μαυροβούνι της Πάρνηθας και σε υψόμετρο 1.078 μέτρων. Περιβαλλόταν, από δάσος 850 στρεμμάτων και προβλεπόταν, εκτός της ξενοδοχειακής μονάδας, η κατασκευή μπανγκαλόους, εστιατορίων, ενός μικρού θεάτρου και αθλητικών εγκαταστάσεων. Είχε εκτιμηθεί ότι, σε πλήρη ανάπτυξη, το Μον Παρνές θα φιλοξενούσε 3.000 άτομα, το καλοκαίρι και 1.500, το χειμώνα. Μια εκτίμηση, που διαψεύστηκε, πανηγυρικά.
Η ανάθεση της μελέτης της, κυρίως, ξενοδοχειακής μονάδας ανατέθηκε, στον διακεκριμένο Έλληνα αρχιτέκτονα Παύλο Μυλωνά (1915-2005), την άνοιξη του 1958 και στα τέλη του 1959, είχε αρχίσει, ήδη, να προβάλλει ο όγκος της οικοδομής.
Η λειτουργία του καζίνο ξεκίνησε, το 1971 και στα εγκαίνιά του, 500 αυτοκίνητα ανέβηκαν, στον δρόμο της Πάρνηθας, μεταφέροντας, πάνω από 2.000 Αθηναίους. Για τους τζογαδόρους της πρωτεύουσας, η φράση «πάμε στο βουνό» απέκτησε νέο νόημα και σήμαινε «Πάμε στο Καζίνο». Για να εισέλθει κάποιος, στον «ναό του τζόγου», χρειαζόταν η επίδειξη της φορολογικής του δήλωσης, ενώ η είσοδος ήταν απαγορευμένη, για τους δημοσίους υπαλλήλους. Το 1972, η πρόσβαση, στο Καζίνο, έγινε, ακόμη, ευκολότερη, με την κατασκευή και λειτουργία του τελεφερίκ, ενώ, το 1974, το Μον Παρνές έπαψε να παρέχει ξενοδοχειακές υπηρεσίες και επικεντρώθηκε, μόνο, στην λειτουργία του καζίνο.
Με τον άνεμο της «Αλλαγής» να φυσά στην Ελλάδα, το Μον Παρνές πέρασε και πάλι, στην διαχείριση του ΕΟΤ, το 1984, καθώς ο όμιλος Δημητρίου κηρύχθηκε έκπτωτος. Δέκα χρόνια αργότερα, με κυβέρνηση, πάλι, του Ανδρέα Παπανδρέου, ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση, για την ιδιωτικοποίησή του, με τον Ν. 2206/1994. Το 1995, το κέντρο βάρους του τζόγου μετακινήθηκε, από το βουνό, στην παραλία, με την ίδρυση Καζίνο, στο Λουτράκι και το Μον Παρνές έχασε την αίγλη του.
Από το 2003, το Καζίνο της Πάρνηθας περιήλθε, στην αμερικανική Hyatt Regency, ενώ μεγάλο μέρος του κτιριακού συγκροτήματος κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Το 2010, το Υπουργείο Πολιτισμού ανέτρεψε την απόφαση αυτή και αποφάσισε την κατεδάφιση του ξενοδοχείου, για να κτιστεί ένα νέο, στην θέση του.







1962. Πλάκα.

Η οδός Ερεχθέως, από την οδό Διογένους, έως την οδό Κυρρήστου.
Στο βάθος, τα τείχη της Ακρόπολης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Βουλευτικές εκλογές 25/6/2023 : Ο Αλέξης Τσίπρας, που, στις 8/6/2016, πούλησε, στον Λάτση, την έκταση στο Ελληνικό, με 92 € το τμ, ενώ το 2014 έλεγε ότι “αν υπογράψω ιδιωτικοποιήσεις στο Ελληνικό, τότε καλύτερα να ψηφίσετε Σαμάρα”, δεν δικαιούνται αυτός και η ηγετική ομάδα του ψευδεπώνυμου ΣΥΡΙΖΑ να ομιλούν, για την τωρινή εκλογική καταστροφή του κόμματος, που, φυσικά, πρόκειται να έχει και συνέχεια…

Μιλώντας, για “το στάδιο, στο οποίο δεν θα χρειάζεται να υπάρχουν αφεντικά και δούλοι, επειδή οι σαΐτες θα υφαίνουν μόνες τους”. Από αυτόν τον ορισμό του Αριστοτέλη, για το καθεστώς της ελεύθερης κοινωνίας (που νοείται ως αναρχική/αντιεξουσιαστική), στον μουτουαλισμό του Pierre-Joseph Proudhon και από την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας, που περίμενε ο John Maynard Keynes, στο σήμερα και στους μελλοντικούς καιρούς).

Αλέξης Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ : “Τους ζυγούς λύσατε”! Πήραν, χεράκι-χεράκι, την ελληνική κοινωνία και την παρέδωσαν, στην δεξιά. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι την έβγαλαν, από την προεπαναστατική κατάσταση, στον οποία βρισκόταν, κατά την περίοδο 2011-2015 και την οδήγησαν, στην υποταγή, στην ολιγαρχία. (Η δεξιά και η ολιγαρχία, τελικά, τους χρωστούν μεγάλη χάρη. Πολύ μεγάλη χάρη)…