Η κρίση της δεκαετίας του 1930 και η ύφεση του 2008 : ο Κέϋνς και η πτώση της συναθροιστικής ζήτησης. (Ή πως οι άνθρωποι μαθαίνουν - ή δεν μαθαίνουν - από την Ιστορία).
"Αγαπητέ Ex European.
Το παράδειγμα (μοντέλο) των Σουίνι ( «Η κρίση του συνεταιρισμού φύλαξης νηπίων του Λόφου του Καπιτωλίου (1978) και η δήλωση Τρισέ (11/2009), για την μη αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την Ε.Κ.Τ., ως μέσων πληρωμών» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2010/03/1978-112009.html ) δείχνει, απλά, το πως μια οικονομία, με έναν βαθμό πολυπλοκότητας, μπορεί να μπλοκάρει και να εισέλθει σε ύφεση, για λόγους που αφορούν, αποκλειστικά, την νομισματική κυκλοφορία, χωρίς καμμία εμπλοκή οποιωνδήποτε άλλων παραγόντων.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό φαίνεται σκανδαλιστικό στα μάτια πολλών, που θέλουν να ανακαλύπτουν μια σειρά «διαρθρωτικών ανισοορροπιών», στην σφαίρα της πραγματικής οικονομίας και της παραγωγής, ως αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων και υφέσεων και δεν τους αρέσει να χάνονται στα βάθη της ανθρώπινης χαρακτηροδομής (που θυμίζουν τον εκκεντρικό ψυχαναλυτή Βίλχελμ Ράϊχ και κάποιες εξεζητημένες θεωρίες του, περί οργόνης, που έμειναν επιστημονικά αστήρικτες), για να εξηγήσουν τα πραγματικά και πρακτικά οικονομικά προβλήματα των σύγχρονων, αλλά και των παλαιότερων κοινωνιών.
Και φαίνεται ακόμη περισσότερο σκανδαλιστικό, εξ αιτίας του γεγονότος ότι αυτό το πρόβλημα (δηλαδή η έλευση των οικονομικών κρίσεων και υφέσεων, ως αποτέλεσμα της πτώσης της ολικής κατανάλωσης / συναθροιστικής ζήτησης, λόγω της ανισορροπίας ανάμεσα στην επένδυση και την αποταμίευση), δεν αφορά το επίπεδο της παραγωγής, ούτε τον βαθμό της διαφθοράς, ή την τεμπελιά των κοινωνικών ομάδων, ή τις τεχνολογικές αλλαγές στην παραγωγική βάση, ή την ανταγωνιστικότητα του ενός τομέα μιας οικονομίας, ή και της συνολικής οικονομίας μιας χώρας, σε σχέση με τις άλλες.
Τόσος πολύς κόπος, τόσες πολλές οικονομικές αναλύσεις, τόσες θεωρίες και βιβλία επί βιβλίων, για να καταλήξουμε στην απλή και καθόλου συναρπαστική διαπίστωση ότι για όλα φταίει η ανεπαρκής ενεργός ζήτηση και ότι αρκεί να κόψουμε μονέδα, να εκδώσουμε φρεσκοτυπωμένο χρήμα, για να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση ή την ύφεση!
Δεν έχεις άδικο που δυσπιστείς. Δεν είσαι ο μόνος, ούτε ο πρώτος και αυτή η αντίδραση είναι δικαιολογημένη. Άλλωστε και ο Franklin Delano Roosevelt όταν διάβασε τις θεωρίες του Κέϋνς σημείωσε πάνω στο βιβλίο την περιώνυμη φράση : «Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό». (Παρά αυτήν την διαπίστωση, αργότερα, η ίδια η πραγματικότητα τον οδήγησε στο να εφαρμόσει τις κεϋνσιανές θεωρίες).
Φυσικά και οι χρηματοπιστωτικές ελίτ δεν θέλησαν να αποδεχτούν αυτήν την διαπίστωση. Η πρώτη τους αντίδραση ήταν και είναι πάντοτε ενστικτώδης και τυπική και αφορά την «προστασία» του εργαλείου τους – δηλαδή του νομίσματος το οποίο δεν θέλουν να «πληθωρίσουν».
Η πραγματικότητα είναι όμως ξεροκέφαλη.
Πάντοτε, σε όλες τις κοινωνίες, που στηρίζονται στο χρήμα η ενεργός ζήτηση πρέπει να είναι επαρκής. Αν δεν είναι επαρκής, τότε υπάρχει πρόβλημα. Και δεν υπάρχει καμμία εγγύηση ότι θα είναι διηνεκώς επαρκής.
Και η θεωρία του Jean-Baptiste Say (η ίδια η παραγωγή φέρνει και την κατανάλωσή της επειδή η κατανάλωση ταυτίζεται με την ζήτηση, τις εξελίξεις της οποίας υποτίθεται ότι παρακολουθεί η παραγωγή), που – υποτίθεται ότι – εξασφάλιζε την επάρκεια της ενεργού ζητήσεως και την ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, μέσα από τον μηχανισμό της μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, με ρυθμιστή τις επιτοκιακές διακυμάνσεις, αποδείχτηκε εσφαλμένη, παρά το ότι ήταν η πεμπτουσία της οικονομικής σοφίας, μέχρι την έλευση του Κέϋνς και της GREAT DEPRESSION.
Αυτό που έκανε ο Κέϋνς ήταν ακριβώς αυτή η διαπίστωση. Έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα. Αποκάλυψε ότι, σε συνθήκες πολυπλοκοποιημένου οικονομικού συστήματος (πολύ περισσότερο του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος) ο κίνδυνος της έλλειψης ενεργού ζήτησης είναι πάντοτε παρών.
Δεν ασχολήθηκε, ούτε με την διαφθορά, ούτε με την ανταγωνιστικότητα, ούτε με την εργατικότητα, ούτε με τα διαρθρωτικά προβλήματα, ούτε με τις τεχνολογικές καινοτομίες, διότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε τότε και που είχαν οι κοινωνίες της εποχής του δεν βρισκόταν εκεί.
Οι δικές μας κοινωνίες νόμισαν ότι έλυσαν αυτό το πρόβλημα και απορρύθμισαν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που έστησαν οι παλαιότερες γενιές, ως καταστάλαγμα των εμπειριών τους από την κρίση του 1929 – 1932 και άφησαν περίπου ανεξέλεγκτο τον τραπεζικό και τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα του συστήματος, σε συνθήκες άκρατης παγκοσμιοποίησης, πιστεύοντας ότι το κεντρικό πρόβλημα της οικονομίας είχε λυθεί και ότι ο οικονομικός κύκλος και οι μηχανισμοί των υφέσεων είχαν τεθεί υπό έλεγχο.
Το 2003 ο Ρόμπερτ Λούκας (βραβείο Νόμπελ Οικονομίας το 1995) ισχυρίστηκε ότι «το κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης έχει πρακτικά λυθεί» και ότι ο οικονομικός κύκλος είχε δαμαστεί σε τέτοι σημείο ώστε τα ωφέλη της παραπέρα τιθάσευσής του να είναι ασήμαντα για την δημόσια ευημερία, γι’ αυτό θα έπρεπε να εστιάσουμε την προσπάθεια στην μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση (από τον Λούκας έκλεψε ο Κώστας Σημίτης – ο κ. καθηγητής – την αμπελοφιλοσοφία του περί «αειφόρας ανάπτυξης»). Αυτές τις «σοφίες» τις είπε ο Λούκας, ως πρόεδρος των Αμερικάνων οικονομολόγων, μιλώντας στο ετήσιο συνέδριό τους.
Αλλά και ο Μπεν Μπερνάνκι, το 2004, δεν μας είπε κάτι διαφορετικό. Ο πρώην καθηγητής του Πρίνστον, σε μια ομιλία του με τον τίτλο : «Η Μεγάλη Αυτοσυγκράτηση» μας είπε πιο προχωρημένα πράγματα. Ότι δηλαδή η σύγχρονη μακροοικονομική πολιτική είχε τιθασεύσει τον οικονομικό κύκλο και ότι είχε μειώσει το όλο πρόβλημα, σε τέτοιο σημείο, ώστε ήταν περισσότερο μια ενόχληση, παρά ένα πρόβλημα πρώτης γραμμής και ότι το πρώτο ζήτημα ήταν η αειφόρα ανάπτυξη.
Αυτήν την ανάπτυξη την ανέλαβαν, βέβαια, τα hedge funds, οι τράπεζες, ο Γκρήνσπαν και ο διάδοχός του. Τα αποτελέσματα τα είδαμε...
(Περιττό να πω ότι από τον Λούκας ουδείς ζήτησε το βραβείο Νόμπελ πίσω, ενώ ο Μπερνάνκι διεδέχθη τον Γκρήνσπαν και έφαγε στην μούρη την έλευση της απροσδόκητης ύφεσης – αυτής της «ενόχλησης» -, την οποίαν διαχειρίστηκε, ως παλαιοκεϋνσιανός. Η Ιστορία πολλές φορές παίζει πολύ άσχημα παιχνίδια σε πολλούς «σοφούς» άνδρες και γυναίκες. Και ο Μπερνάνκι δεν ξέφυγε από τον κανόνα).
Δεν είναι, λοιπόν, ότι ο κεϋνσιανισμός ήταν καλός το 1930 και τώρα δεν είναι. Και τώρα αποδεικνύεται χρήσιμος (σίγουρα ο κλασσικός κεϋνσιανισμός δεν είναι αρκετός, χρειάζεται συμπλήρωση, κυρίως με μπόλικο μυαλό που, ιδίως, εδώ στην Ευρώπη λείπει), διότι και τώρα το βασικό πρόβλημα εστιάζεται στην έλλειψη ενεργού ζήτησης και στην αδυναμία των επιτοκίων να παίξουν τον ρόλο που τους αποδίδει η οικονομική ορθοδοξία και στον χαμό που έχει επέλθει από το μπλοκάρισμα της νομισματικής κυκλοφορίας.
Λες ότι είσαι με τους Γερμανούς μονεταριστές και όχι με την FED.
Θα σου διηγηθώ, παρακάτω, μια ιστορία. που είναι αρκετά διδακτική, όσον αφορά την ανοησία των γερμανικών ελίτ και το πως – αν γίνουν τα όσα θέλουν – θα οδηγήσουν την γερμανική και την εν γένει ευρωζωνική οικονομία στην καταστροφή, με πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, η οποία αρχίζει να ανακάμπτει….
Και έρχομαι στην αφήγηση της διδακτικής ιστορίας, αγαπητέ Ex- European.
«Απ’ την στιγμή που η καταστροφή που ακολούθησε το γκρέμισμα στο χρηματιστήριο μπήκε στην πλήρη της εξέλιξη, η νομισματική ιστορία της προηγούμενης δεκαετίας επαναλήφτηκε με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, σαν ένα είδωλο στον καθρέφτη. Είναι πιθανόν πως εκείνη την εποχή το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα δεν θα μπορούσε πια να είχε σταματήσει τον αντιπληθωρισμό και τον μαρασμό, όπως, πριν απ’ την καταστροφή, δεν θα μπορούσε με ασφάλεια να είχε σταματήσει την κερδοσκοπία. Αλλά, όπως και στο διάστημα του φουντώματος της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας ό,τι έκανε χειροτέρεψε τα πράγματα. Όπως από το 1919 μέχρι το 1921, η νομισματική διευθέτηση μεγάλωσε την υπερτίμηση κι’ έκανε πιο έντονη την πτώση. Στους μήνες μετά απ’ την καταστροφή, οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες χαμήλωσαν τα επιτόκιά τους. Το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης (όπως σημειώσαμε είναι το επιτόκιο που χρέωνε στις τράπεζες – μέλη για δάνεια), που πριν από την καταστροφή ήταν 6 στα εκατό, μειώθηκε με σταδιακές ελαττώσεις κατά 0,5 στα εκατό, ως το 1,5 στα εκατό το 1931. Αυτός, δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς, ήταν ένας αριθμός καθόλου τοκογλυφικός. Οι σταδιακές φάσεις προς τα κάτω όμως απείχαν πολύ η μια απ’ την άλλη και μπορούν να χαρακτηριστούν σαν μια πολύ αργή αντίδραση στις τρομακτικές κάμψεις της παραγωγής, της εργατικής απασχόλησης και των τιμών που σημειώνονταν τώρα. Και οι άλλες Ομοσπονδιακές Τράπεζες, εκμεταλλευόμενες τη θαυμαστή τους αυτονομία, είχαν μείνει πολύ πιο πίσω. Το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν ενθαρρύνονταν οι αγορές χρεωγράφων σύμφωνα με την πολιτική της ανοιχτής αγοράς, αλλά αντίθετα αποφεύγονταν. Όλο και περισσότερο, εκείνα τα χρόνια, οι καταθέτες μόνοι τους, ή σε μεγάλες ομάδες παρουσιάζονταν στις τράπεζες, ζητώντας μετρητά.
Η φυσική πορεία για το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν να αγοράσει κρατικά χρεώγραφα, και να πλημμυρίσει τις τράπεζες με κεφάλαια που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μ’ αυτά. Αυτά μπορούσαν οι τράπεζες να τα δανείσουν, αν υπήρχε ζήτηση αλλά οπωσδήποτε θα βρίσκονταν εκεί όταν, όπως συνέβηκε αργά, ή γρήγορα, στις περισσότερες σχηματίζονταν οι φοβερές ουρές και άρχιζε η μεγάλη ανάληψη. Μόνον όμως από το 1932 άρχισαν οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες να χρησιμοποιούν την πολιτική της ανοιχτής αγοράς σε κάποιο σημαντικό βαθμό.
Ο λόγος που καθυστέρησαν να το αντιληφθούν – όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως ήταν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον λάθος – είναι κάτι για το οποίο ο αναγνώστης πρέπει να έχει απολύτως προετοιμαστεί.
Στην δημιουργία της νομισματικής πολιτικής, έχουμε δει τους υπεύθυνους, να αντιδρούν με μια υπερβολική πίστη όχι στην τρέχουσα αλλά στην πιο πρόσφατη, προηγούμενη έντονη εμπειρία. Στη δεκαετία του 1930-40, η ζωντανή πρόσφατη εμπειρία των οικονομολόγων, των οικονομικών εμπειρογνωμόνων, των τραπεζιτών και των πολιτικών είχε δημιουργηθεί από τον πληθωρισμό. Δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν, στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, οι τιμές είχαν διπλασιαστεί. Η αντίδραση ήταν πολύ εχθρική. Και μόνο μια δεκαετία νωρίτερα, στη Γερμανία και την ανατολική Ευρώπη, οι τιμές είχαν αφηνιάσει, το χρήμα είχε χάσει την αξία του. Στις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30, επίσης, σημειώθηκε η μεγάλη μετανάστευση των οικονομολόγων από την Αυστρία, την Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη, στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλοι τους είχαν εμπειρία, από πρώτο χέρι δημιουργημένες, από τον υπερ-πληθωρισμό. Ήταν λοιπόν φυσική συνέπεια οι βαρυσήμαντες προειδοποιήσεις εκείνα τα χρόνια για τον ακραίο αντιπληθωρισμό, να στρέφονται εναντίον του σοβαρού κινδύνου του πληθωρισμού. Η αντίληψη αυτού του ανύπαρκτου κινδύνου ήταν ιδιαίτερα έντονη στις Ομοσπονδιακές Τράπεζες, αυτές, πάνω από κάθε τι άλλο, ήταν τα παραδεδεγμένα κέντρα της καθιερωμένης οικονομικής σοφίας Η αντίληψη αυτή εμπόδισε το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα από το να διευκολύνει πιο ουσιαστικά τη θέση των όλο και περισσότερο πολιορκημένων εμπορικών τραπεζών.
Αν και ο φόβος του πληθωρισμού ήταν η πιο σημαντική δύναμη που ακινητοποιούσε την οικονομική σκέψη, δύο άλλοι παράγοντες είχαν μεγάλη επίδραση εκείνα τα χρόνια.
Ο ένας ήταν η αντίληψη για τον καθαρτήριο ρόλο της οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η υπερτίμηση προκαλούσε καταστροφικές αν και συνήθως ακαθόριστες, αναστατώσεις στο οικονομικό σύστημα. Η ανάκαμψη θα μπορούσε να. έρθει μόνον όταν οι αναστατώσεις αυτές είχαν εξαφανιστεί. Ο αντιπληθωρισμός και η πτώχευση ήταν τα φυσικά διορθωτικά μέσα. Ο Τζόζεφ Σούμπετερ, που ήταν υπουργός Οικονομικών της χώρας του, στο διάστημα του μεγαλύτερου μέρους του αυστριακού πληθωρισμού, άρχισε να παρουσιάζεται τώρα σαν σημαντικό πρόσωπο στο αμερικανικό οικονομικό προσκήνιο: Υποστήριξε την άποψη πώς το οικονομικό σύστημα, έπρεπε, χρησιμοποιώντας τον μαρασμό, να αποβάλει μόνο του τα δηλητήρια. Μελετώντας την ιστορία των οικονομικών κύκλων, κατέληξε στο συμπέρασμα πώς καμία ανάρρωση δεν θα διαρκούσε ποτέ μέχρι να συμβεί η αποδηλητηρίαση αυτή, και πως κάθε κρατική επέμβαση που αποσκοπούσε να κάνει πιο γρήγορη την ανάρρωση, καθυστερούσε μονάχα την θεραπεία και φυσικά την ίδια την ανάρρωση. Ο Λάϊονελ Ρόμπιvς, που όπως σημειώσαμε ήταν ο πιο γνωστός εκπρόσωπoς της Βρετανικής ορθοδοξίας, προσφέρει ουσιαστικά την ίδια συμβουλή στο πιο φημισμένο βιβλίο σχετικά με το μαρασμό: «κανείς δεν επιδιώκει τις πτωχεύσεις. Σε κανένα δεν αρέσουν τέτοιες ρευστοποιήσεις … Αλλά όταν το μέγεθος των κακών επενδύσεων και των μεγάλων χρεών έχει περάσει κάποιο όριο, τα μέτρα που αναβάλλουν την ρευστoπoίηση έχουν την τάση να χειροτερεύουν μονάχα τα πράγματα» . Μία σχετικά ωμή διατύπωση ήλθε απο τον υπουργό Οικονομικών Άντριου Μέλλον: Για να προχωρήσει η ανάρρωση, ήταν η συμβουλή του, η χώρα έπρεπε να ρευστοποιήσει το εργατικό δυναμικό, να ρευστοποιήσει τις μετοχές, να ρευστοποιήσει τους αγρότες, να ρευστοποιήσει τις ακίνητες περιουσίας.
Τελικά, υπήρχε και το σύνδρομο της εμπορικής εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με αυτό, που ήταν μια μεγάλη δύναμη εκείνη την εποχή και που τα χνάρια της παραμένουν ακόμα, οι απόψεις των τραπεζιτών και των επιχειρηματιών έπρεπε να είναι σεβαστές ακόμα και όταν είναι λαθεμένες και θετικά εχθρικές στην ανάρρωση. Γιατί αν γίνονταν ενέργειες αντίθετες απ’ αυτές τις απόψεις, η εμπορική εμπιστοσύνη θα ζημιόνoνταν. Και ζημιωμένη εμπιστοσύνη θα σήμαινε μειωμένες επενδύσεις, μειωμένη παραγωγή, μειωμένη εργατική απασχόληση και χειροτέρεψη του μαρασμού. Τα σωστά βήματα, συνεπώς, αν γίνονταν σε αντίθεση με τις απόψεις των επιχειρηματιών και της οικονομικής κοινότητας, θα ήταν τα λαθεμένα βήματα, Αφού οι πιο σεβαστοί από τους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες φοβόντουσαν την επέμβαση του κράτους για την παροχή ανακούφισης στους απόρους, για την εξασφάλιση δουλειάς στους άνεργους, και γενικά για την αύξηση της ζήτησης, το σύνδρομο της εμπιστοσύνης ήταν δυναμικά τοποθετημένο με το μέρος της αδράνειας. Ο Χέρμπερτ Χούβερ πίστευε έντονα στο σύνδρομο της εμπιστοσύνης, και μέχρι το τέλος προσπαθούσε να προσηλυτίσει τον διάδοχό του. Σε μια επιστολή του στον Ρούζβελτ, στις αρχές του 1933, διατύπωσε την πεποίθησή του πως «μία πoλύ σύντομη δήλωσή σας σχετικά με δύο ή τρεις πολιτικές της κυβέρνησή σας, θα χρησίμευε σε μεγάλο βαθμό για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να προκαλέσει την επανάληψη της πορείας προς την ανάρρωση». Μέσα στις υποσχέσεις που πίστευε πως θα κάναν το περισσότερο καλό στην εμπιστοσύνη ήταν εκείνη για το πρόγραμμα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, μαζί με όλα όσα συνεπάγονταν για τις δαπάνες για ανακούφιση και εργατική απασχόληση και για «την μη μεταβολή ή τον πληθωρισμό του νομίσματος».
Απ’ τη στιγμή που άρχισε η αντιπληθωριστική κίνηση των τιμών και η μείωση της παραγωγής, καινούργιες δυνάμεις προστέθηκαν για να τις διατηρήσουν και να τις κάνουν να έχουν πολλαπλό αποτέλεσμα. Όπως σημειώσαμε, οι καμένοι και τρομαγμένοι άνθρωποι μείωσαν τις αγορές τους. Αυτό επηρέασε τις τιμές, την παραγωγή, και τον αριθμό εργατών και των προμηθευτών τους, Όλα αυτά είχαν πρόσθετη επίδραση στη ζήτηση. Και οι καμένοι και τρομαγμένοι επενδυτές σταμάτησαν να επενδύουν, και φύλαγαν τα μετρητά τους. Το εισόδημα που αποταμιεύονταν λοιπόν, δεν επενδύονταν πια, ούτε ξοδεύονταν, και αυτό είχε μια ακόμα πρόσθετη επίδραση. Οι εργάτες παράλληλα, έχασαν την δουλειά τους και μείωσαν τα έξοδά τους. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσουν οι τιμές και η παραγωγή, με επιπρόσθετες επιδράσεις στις τιμές, στην παραγωγή και την εργατική απασχόληση.
Κανείς, δεν είχε, τότε ή αργότερα, αποδώσει συγκεκριμένη ή έστω και ακαθόριστη βαρύτητα σ’ αυτές τις διάφορες αντιπληθωριστικές δυνάμεις. Δύο, όμως, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του χρήματος, ή τις προσδοκίες του, απαιτούν ξέχωρη προσοχή.
Η πρώτη ήταν η τάση, καθώς χειροτέρευε ο μαρασμός το 1930, το 1931 και το 1932, να ζητούν οι επιχειρήσεις που είχαν κάποιο έλεγχο πάνω στις τιμές τους – το είδος του ελέγχου που, ας πούμε, δεν έχουν οι αγρότες -ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με το να μειώνουν τους μισθούς για να καλύψουν το μειωμένο κέρδος. Όταν εγινε αυτό, το μιμήθηκαν και άλλες επιχειρήσεις. Σε λίγο δημιουργήθηκε η καθοδική, σπειροειδής κίνηση. Το αντίθετο της σύγχρονης πληθωριστικής ανοδικής κίνησης. Αντί οι τιμές να έλκουν προς τα πάνω τους μισθούς, και οι μισθοί να τραβούν προς τα πάνω τις τιμές, οι τιμές εξανάγκασαν σε πτώση τους μισθούς, έτσι που κάθε αφαίρεση από τις τιμές οδηγούσε σε μια νέα περίοδο μείωσης των μισθών. Ο πρόεδρος Χούβερ εξακολούθησε να αντιτίθεται σ’ αυτές τις μειώσεις των μισθών, χωρίς όμως να έχει κανένα φανερό αποτέλεσμα. Πίστευε πως αυτές μείωναν την αγοραστική δύναμη και χειροτέρευαν τον αντιπληθωρισμό.
Με τον ερχομό της νέας οικονομικής πολιτικής, του NEW DEAL του Ρουζβελτ, το ουσιαστικό καθήκον της N.R.A. (National Recovery Admίnίstraιίοn =Εθνική Διοίκηση για την Ανάρρωση) ήταν να σταματήσει αυτή την ελικοειδή πτώση. Η μέθοδός της ήταν άμεση επέμβαση, το αντίστοιχο του κατοπινού ελέγχου στις τιμές και τους μισθούς, που είχε σκοπό να σταματήσει την πτώση. Οι οικονομολόγοι της εποχής βαθμολογούσαν άσχημα και τον Χούβερ, και την NRA. Τέτοια επέμβαση έρχονταν σε αντίθεση με την ελεύθερη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών. Η παρεμπόδιση της μείωσης των μεροκάματων και των μισθών έκανε αδύνατες τις κανονικές και επιθυμητές μειώσεις των εργατικών εξόδων. Τέτοιες μειώσεις οδηγούσαν σε πιο επικερδείς επιχειρήσεις και περισσότερη απασχόληση. Το ότι η μείωση των μισθών είχε άσχημη επίδραση στη συνολική αγοραστική δύναμη δεν το θεωρούσαν σημαντικό.
Στο τέλος επιβλήθηκε η ορθόδοξη άποψη της NRA. Η δραστηριότητά της ήταν ευπρόσδεκτη σε μεγάλο βαθμό. Κάτω απ’ το πιο απομακρυσμένο πια φως της ιστορίας, η άποψη του προέδρου Χούβερ και της NRA φαίνεται τώρα πολύ πιο σωστή απ’ ότι εκείνη την εποχή. Υπάρχουν σήμερα πoλύ λίγες αμφιβολίες για το ότι στη σύγχρονη βιομηχανική οικονομία, οι τιμές και οι μισθοί μπορούν να αλληλοεπηρεάζονται, για να δημιουργήσουν δυνατές, αυτόνομες κινήσεις στα χρηματικά εισοδήματα και στις τιμές. Και η άμεση επέμβαση για το σταμάτημα αυτών των κινήσεων, είναι ένα πρόβλημα που εμφανίστηκε συχνά στην οικονομική πολιτική, στα σαράντα χρόνια, μετά από την NRA. Ο Χούβερ και οι θεμελιωτές της NRA αντιδρούσαν μ’ ένα ξεκάθαρο τρόπο στις περιστάσεις, που ήσαν, όπως συνήθως, καλύτερος καθοδηγητής των ενεργειών απ’ ότι η κυρίαρχη θεωρία.
Η άλλη αντιπληθωριστική δύναμη, που πρέπει να υπογραμμίσουμε εκείνα τα χρόνια, ήταν οι τραπεζικές αποτυχίες. Κι’ αυτή λειτουργούσε με την συσσώρευση αποτελεσμάτων. Μόλις έβγαινε η φήμη πως μια τράπεζα βρίσκονταν σε δυσκολία, ο κόσμος έτρεχε, όπως πάντα, για τα χρήματα, που είχε σε καταθέσεις εκεί. Και τότε, ακόμα και η καλύτερη τράπεζα αντιμετώπιζε προβλήματα. Καθώς σχηματίζονταν ουρές έξω από μια τράπεζα, η ανησυχία κυρίευε τις γειτονικές.
Σε μία περιγραφή, που είναι η καλύτερη, από πρώτο χέρι, τέτοιας εμπειρίας, ο Μάρινερ Hκλς, που έγινε αργότερα πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, αλλά τότε διοικούσε μια ομάδα τραπεζών με μεγάλη φήμη στη Γιούτα, διηγείται τι συνέβηκε σε μια απ’ τις τράπεζές του, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως το διπλανό ίδρυμα, η Πολιτειακή Τράπεζα του Όγκντεν δεν θα άνοιγε τις πόρτες της εκείνη τη μέρα: Είπα … (στο προσωπικό) τι πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουνε σε λίγες ώρες. «Αν θέλετε να κρατήσετε ανοιχτή αυτή την τράπεζα», δήλωσα, «πρέπει να παίξετε το ρόλο σας. Κάνετε τη δουλειά σας σαν να µη συμβαίνει τίποτα το ασυνήθιστο. Να χαμογελάτε, να είσαστε ευχάριστοι, να μιλάτε για τον καιρό, να μη δείχνετε κανένα σημάδι πανικού. Το μεγαλύτερο βάρος θα πέσει σε σας παιδιά, στο τμήμα αποταμιεύσεων. Αντί για τις τρεις θυρίδες που χρησιμοποιούμε συνήθως, θα χρησιμοποιήσουμε και τις τέσσερις σήμερα. Πρέπει να είναι επανδρωμένες συνεχώς, γιατί αν κάποια θυρίδα σ’ αυτή την τράπεζα κλείσει έστω και για λίγο, αυτό θα προκαλέσει ακόμα περισσότερο πανικό. Θα στείλουμε να μας φέρουν σάντουϊτς. Κανείς δεν θα μπορέσει να βγει έξω για φαγητό. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε σήμερα στη μεγάλη ζήτηση για αναλήψεις. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την επιβραδύνουμε. Θα έλθουν εδώ σήμερα άνθρωποι για να κλείσουν τους αποταμιευτικούς τους λογαριασμούς. Θα τους δώσετε χρήματα. Αλλά θα τους τα δίνετε πολύ αργά. Είναι η μόνη μέθοδος που έχουμε για να καταπολεμήσουμε τον πανικό. Ξέρετε πολλούς από τους καταθέτες εξ όψεως και στο παρελθόν δεν ήταν ανάγκη να εξετάζετε τις υπογραφές τους. Σήμερα όμως, όταν έρθουν εδώ με τα βιβλιάρια καταθέσεων για να κλείσουν τους λογαριασμούς τους, εσείς. ελέγχετε κάθε υπογραφή. Και μην βιαστείτε. Και κάτι άλλο ακόμα, όταν δίνετε χρήματα, μη χρησιμοποιείτε μεγάλα χαρτονομίσματα. Πληρώστε με τα χαρτονομίσματα των πέντε και των δέκα δολλαρίων, και μετράτε τα σιγά-σιγά. Ο αντικειμενικός μας σκοπός είναι να πληρώσουμε όσο το δυνατόν λιγότερα σήμερα». Οι υπάλληλοι έπαιξαν τον ρόλο τους με ικανότητα, παρ’ όλο το πλήθος που όρμησε μέσα απ’ τις πόρτες τη στιγμή που άνοιξαν … Όσο πυκνό ήταν το πλήθος στην τράπεζα, άλλο τόσο ηταν και νευρικό. Μερικοί άνθρωποι περίμεναν ώρες ολόκληρες για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Αν προσπαθούσαμε να κλείσουμε στις τρεις, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε. Αλλά όπως και σ’ άλλα πράγματα, η έλλειψη άλλων λύσεων μας έκανε να διαλέξουμε την πιο τολμηρή. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια εξαίρεση για εκείνη μόνο τη μέρα και να μείνουμε ανοιχτοί για όσο καιρό υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να τραβήξουν τα χρήματά τους. Στο μεταξύ, είχαμε ειδοποιήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σόλτ Λαίηκ Σίτυ να στείλει χρήματα στις τράπεζες μας στο Όγκντεν, όπως και σ’ όλες τις άλλες που ανήκαν στην Φέρστ Σεκιούριτυ Κορπορέησιον. Το θωρακισμένο αυτοκίνητο που μας έφερε τα χρήματα στο Όγκντεν, έφτασε όπως συμβαίνει στις ταινίες, όταν το ομοσπονδιακό ιππικό κάνει έφοδο για να σώσει όλο τον κόσμο απ’ τους Ινδιάνους. Οι φρουροί πέρασαν με μεγάλα βήματα ανάμεσα απ’ το πληθος μέσα στην τράπεζα, και όλοι παραμέριζαν μπροστά τους … Αφού ανέβηκα πάνω στα τραπέζι σήκωσα τα χέρι μου και ζήτησα να με ακούσουν. «Ησυχία ένα λεπτό. Αμέσως όλοι σώπασαν. «Ησυχία ένα λεπτό!» ξαναείπα. «Θέλω να κάνω μία ανακοίνωση. Φαίνεται πως έχουμε κάποια δυσκολία στο να εξυπηρετούμε τους καταθέτες μας, με την ταχύτητα που έχετε συνηθίσει. Πολλοί από σας περιμένετε στη γραμμή αρκετή ώρα. Παρατήρησα πολλά σπρωξίματα, οξύτητες και ερεθισμένη ατμόσφαιρα. Ήθελα να σας πω μονάχα, πως, αντί να κλείσουμε στη συνηθισμένη μας ωρα, στις τρεις, αποφασίσαμε να μείνουμε ανοιχτοί, όσον καιρό υπάρχει κάποιος που θέλει να αποσύρει την κατάθεσή του, ή να κάνει μία κατάθεση. Εσείς που μόλις ήρθατε, επομένως, μπορείτε να ξανάρθετε το απόγευμα ή το βράδυ, αν θέλετε. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την ταραχή και η φανερά πανικοβλημένη στάση που κρατάνε μερικοί καταθέτες. Όπως όλοι σας είδατε, μόλις φέραμε από το Σολτ Λαίηκ Σίτυ μια μεγάλη ποσότητα χρημάτων που θα φτάσει για όλες σας τις απαιτήσεις. Υπάρχει ακόμα πολύ χρήμα εκεί από όπου ήλθε αυτό». (Αυτό ήταν κάπως αληθινό – αλλά δεν είπα ότι μπορούσαμε να το πάρουμε). Η τράπεζα του Ήκλς επέζησε όπως κι’ ο ίδιος ο Ήκλς και μάλιστα με πολύ καλή φήμη.
Το 1929, 659 τράπεζες πτώχευσαν, αριθμός μεγάλος για την εποχή που ακολούθησε την καταστροφή στο χρηματιστήριο. Το 1930 πτώχευσαν 1352, και το 1931 2294. Οι πτωχεύσεις ήσαν ακόμα περισσότερες ανάμεσα στις μικρές τράπεζες, που δεν ήταν μέλη του Συστήματος. Αλλά τώρα, όσο απλώνονταν οι φήμες, και σχηματίζονταν ουρές, καμμία τράπεζα δεν ήταν ασφαλής. Εκείνες που ήσαν μέλη του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος κατέρρεαν μαζί με τις άλλες. Σε λίγο έγινε φανερό πως ακόμα και οι μεγάλες τράπεζες της Νέας Υόρκης δεν ήταν πια ασφαλείς.
Το 1931, όπως θα θυμηθούμε, ο Διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, Χάρρισον, ανακάλυψε τον εαυτό του να αναθεωρεί την καθόλου συναισθηματική άποψη ότι «η πτώχευση των μικρών τραπεζών … μπορεί να απομονωθεί». Οι καινούργιες του σκέψεις πάνω σ’ αυτό το θέμα είχαν ασφαλώς προκληθεί τον Δεκέμβρη του 1930, από την πτώχευση της Τράπεζας των »Ηνωμένων Πολιτειών». Με καταθέσεις 200 εκατομμυρίων, ήταν η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα που πτώχευσε στην αμερικάνικη ιστορία. Η τράπεζα αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην χρηματοδότηση της βιομηχανίας ενδυμάτων της Νέας Υόρκης. Το όχι πολύ πετυχημένο της όνομα έσπρωξε πολλούς ξένους να πιστέψουν – έτσι υποστηρίχτηκε πάντοτε – πως η πίστη της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ανακατεμένη μαζί της. Η ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης προσπάθησε να κινήσει το ενδιαφέρον των μεγάλων τραπεζών της Νέας Υόρκης σ’ ένα κοινό πρόγραμμα για τη διάσωσή της. Αλλά εκείνες πίστευαν πως ήταν καλύτερο να αφήσουν την Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών να κλείσει. Υπήρχαν μερικές αμφιβολίες για το αν άξιζε να διασωθεί. Το σημαντικό ήταν ότι την θεωρούσαν στους ευυπόληπτους τραπεζικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, σαν εβραϊκή επιχείρηση. Έτσι λοιπόν δεν αποτελούσε, (σύμφωνα με την κοινή αντίληψη της εποχής) ουσιαστική απώλεια.
Όταν πτώχευε μια τράπεζα, οι καταθέτες έχαναν τα χρήματά τους και δεν μπορούσαν, βέβαια, πια να ξοδέψουν. Οι δαπάνες τους λοιπόν μειώνονταν και δάνεια, ή καταθέσεις δεν δημιουργόντουσαν πια για χάρη των δανειζόμενων. Έτσι όσο διαρκούσε η ρευστοποίηση τόσο περισσότερο οι πτωχευμένες τράπεζες απαιτούσαν την εξόφληση του πιστωτικού υπολοίπου που είχαν σε άλλες τράπεζες. Με τον τρόπο αυτόν λοιπόν, τα δάνεια που δίναν και οι άλλες τράπεζες, μειώνονταν και με τη σειρά τους απαιτούσαν κι’ αυτές εξόφληση των δανείων που είχαν κάνει. Mε τον τρόπο αυτόν μειώθηκαν αμέσως και οι επενδύσεις και οι δαπάνες τους. Αλλά και πέρα απ’ αυτόν τον κύκλο, ακόμα περισσότερες τράπεζες έδειχναν πια μεγαλύτερη προσοχή και απαιτούσαν την εξόφληση δανείων, ή αρνιόντουσαν δάνεια, με παρόμοια αποτελέσματα. «την πτώχευση γλύτωσαν μόνο εκείνες οι τράπεζες που πoλύ γρήγορα και με δεξιοτεχνία μετατράπηκαν σε ιδρύματα ασφαλείας των καταθέσεων».
Και οι τραπεζικές πτωχεύσεις λοιπόν, και ο φόβος των πτωχεύσεων αυτών είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Και οι δύο ήσαν παράγοντες με τρομακτική δύναμη προτροπής στον αντιπληθωρισμό – μείωσης καταναλωτικών δαπανών και επενδύσεων, και συνεπώς πωλήσεων, παραγωγής, απασχόλησης και τιμών. Εκείνα τα χρόνια το νομισματικό σύστημα έγινε μηχανισμός με παρόμοια αποτελέσματα. Όχι πως η σχέση αιτίου και αιτιατού ξεκινούσε μονάχα από το νομισματικό σύστημα προς την κατεύθυνση της οικονομίας. Όπως οι πτωχευμένες τράπεζες κλόνιζαν την οικονομία, η μείωση στις τιμές, στην παραγωγή, τα έσοδα και την απασχόληση, καταστρέφαν τα καλά δάνεια, σκορπούσαν πανικό, και γκρέμιζαν τις τράπεζες. Η οικονομική ζωή, όπως πάντα, είναι μία μήτρα όπου το αποτέλεσμα γίνεται αιτία, και η αιτία αποτέλεσμα.
Το 1932, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ξεπέρασε, τελικά, τον φόβο του πληθωρισμού και άρχισε την εφαρμογή της πολιτικής της ανοιχτής αγοράς. Αγοράστηκαν κρατικά χρεώγραφα. Μετρητά συνεπώς ξεχύθηκαν προς τις τράπεζες. Ήταν πολύ αργά. Οι τρομαγμένοι τραπεζίτες κράτησαν τα χρήματα που πήραν, σαν μια πρόσθετη ασφάλεια για τη μέρα που θα μαζεύονταν οι καταθέτες τους. Ως ένα σημείο απ’ αυτό το φόβο, θα κρατούσαν σε λίγο αποθεματικά πολύ περισσότερα από τα αναγκαία, κι’ αυτό θα εξακολουθούσε για πολλά χρόνια. Ούτε αυτή η αλλαγή αντιλήψεων σήμαινε πως το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν έτοιμο τώρα να αναλάβει τον κλασικό του ρόλο σαν δανειστής της τελευταίας Καταφυγής. Αν μία τράπεζα βρίσκονταν σε καλή κατάσταση με πολλά διαθέσιμα μετρητά, τα δάνειά της μπορεί να αναπροεξοφλούνταν στην Ομοσπονδιακή της Τράπεζα. Αν χρειάζονταν με απελπισία χρήματα, αυτο σήμαινε προβλήματα, και το ενεργητικό της εξετάζονταν με αδιαφορία …. Ο Γουώλτερ Μπαίητζχοτ, σε μια πασίγνωστη περιγραφή των λειτουργιών της κεντρικής τράπεζας, είπε πως σε στιγμές μεγάλης κρίσης έπρεπε να κάνει γενναιόδωρα δάνεια, αλλά με μεγάλο επιτόκιο. Εκείνα τα χρόνια το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα αντίστρεψε αυτή την κλασσική συμβουλή. Έκανε τσιγγούνικα δάνεια, και με χαμηλό επιτόκιο. Με το τέλος του 1933, οι μισές σχεδόν απ’ όλες τις τράπεζες της χώρας είχαν εξαφανιστεί. Και από την αρχή του 1932, ήδη, λίγες ήσαν οι τράπεζες που οι υπάλληλοί τους δεν αναρωτιόντουσαν αν θα βρεθούν κι’ αυτές μέσα στα θύματα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η ιδέα ενός δανειστή της τελευταίας καταφυγής δεν ήταν μια ακαδημαϊκή λεπτομέρεια που μπορούσε να αφεθεί στις προφυλακτικές προτιμήσεις του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος. Ήταν κάτι που κάθε τραπεζίτης αποζητούσε επειγόντως. Αφού το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα αδρανούσε πάνω σ’ αυτό το καθήκον, ένας ειδικός δανειστής τελευταίας καταφυγής έπρεπε να δημιουργηθεί. Αυτό έγινε το 1932, όταν γεννήθηκε η Χρηματοδοτική Εταιρία για την Ανασυγκρότηση. (RFC = Reconstruction Finance Corporation).
Η RFC ξεκίνησε, εντούτοις, με αργό ρυθμό, παρ’ όλο που η ανάγκη ήταν απελπιστική. Ήδη πολλές τράπεζες διαθέταν λίγα σίγουρα περιουσιακά στοιχεία, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ενέχυρο. Είχαν ανάγκη και από κεφάλαια και απο δάνεια. Και υπήρχε ο φόβος, αν όχι του πληθωρισμού, τουλάχιστον της υπερβολικά δραστήριας ενέργειας. «Η δομή της ιδιωτικής μας πίστωσης είναι άλυτα συνδεμένη με την πίστη της κυβέρνησης των Ηνωµένων Πολιτειών», είπε από το ραδιόφωνο ο Όγκντεν Μιλλς, που ήταν τότε υπουργός Οικονομικών και μία αγαπημένη φωνή οικονομικής σοφίας, προσθέτοντας ότι «το νόμισμά μας στηρίζεται κυρίως πάνω στη πίστη των Ηνωμένων Πολιτειών. Κλονίστε αυτή την πίστη (όπως θα συμβεί με υπερβολικά βιαστικές ενέργειες) και κάθε δολλάριο που θα πιάνετε στα χέρια σας θα είναι χρωματισμένο με καχυποψία. Το χαρακτηριστικό γεγονός ότι ένας συνεχώς μεγαλύτερος αριθμός Αμερικανών δεν είχε καθόλου δολλάρια για να πιάσει στα χέρια του, ξέφυγε απ’ την προσοχή του υπουργού. Ο πρώτος διοικητής της RFC, πρώην αντιπρόεδρος Τσαρλς Γκ. Ντοζ ήταν κι’ αυτός λιγότερο από ιδεώδης. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκπροσωπούσε τον ιδιαίτερα αμερικανικό εκείνο τύπο, το πρότυπο του χωρίς δεσμεύσεις πολιτικού. Είναι άνθρωποι αυτοί εντυπωσιακής αυτοπεποίθησης, που πολυ εύκολα μπορεί κανείς να προβλέψει τις σκέψεις τους – ο Τζων Νταίηβις και ο Τζων Μακ Κλόϋ ειναι διάσημα παραδείγματα και που τους φωνάζουν οι πρόεδροι όταν πρέπει να προωθηθεί, είτε η σοφία, είτε η δράση. Αν και κατόρθωσε πολύ λίγα, ο Ντοζ πέτυχε να δραματοποιήσει θαυμάσια το ρόλο του δανειστή της τελευταίας καταφυγής. Τον Ιούνιο του 1932, παραιτήθηκε ξαφνικά, ανακοινώνοντας πως ξαναγύρισε στις υποθέσεις της τράπεζας Σέντραλ Ρηπάμπλικ Μπανκ του Σικάγου, από όπου είχε πάρει άδεια. Οι υποθέσεις αυτές είχαν ανάγκη από προσοχή. Λίγες μέρες αργότερα η Σέντραλ Ρηπάμπλικ πήρε ένα δάνειο 90 εκατομμύρια δολλάρια από την RFC. Η τράπεζα βρίσκονταν σε μοναδικά αδύνατη κατάσταση. Υπήρχαν σ’ αυτήν καταθέσεις 95 εκατομμύρια δολλάρια. Τα περιουσιακά στοιχεία που είχε στην διάθεσή της για να καλύψει αυτές τις καταθέσεις, θα πρέπει να ήταν πραγματικά ασήμαντα.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες της RFC, οι μεγάλες αναλήψεις των καταθέσεων συνεχίστηκαν. Και με το τέλος του 1932, και τις αρχές του 1933, είχαν σταματήσει να γίνωνται µόνο από ιδιωτικές και μικρές τράπεζες, και ξαπλώθηκαν πια πάνω από ολόκληρες κοινότητες και Πολιτείες ακόμα. Εκτάθηκαν επίσης στα κύρια οικoνομικά κέντρα και στις μεγάλες τράπεζες. Η θεραπεία που διάλεξαν οι υπεύθυνοι, καθώς οι μαζικές αναλήψεις γίνονταν πανδημικές, ήταν να κλείσουν όλες τις τράπεζες προτού τις κλείσουν έτσι κι’ αλλιώς οι καταθέτες τους. Έτσι, στο τέλος του Οχτώβρη του 1932, όλες οι τράπεζες της Νεβάδας σταμάτησαν τις εργασίες τους. Νωρίς τον Φλεβάρη του 1933, μαθεύτηκε πως η Χιμπέρνια Μπανκ εντ τραστ Κόμπανυ της Νέας Ορλεάνης βρίσκονταν σε άσχημη θέση. Για να δώσει μία πιστευτή δικαιολογία, όσο η τράπεζα θα κέρδιζε χρόνο για να απευθυνθεί στην RFC, ο κυβερνήτης Χιούη Λόνγκ, σκέφτηκε να καθιερώσει μια γιορτή και αργία στην μνήμη του Ζαν Λαφίτ, του διάσημου πειρατή. Αλλά πείστηκε ν’ αλλάξει γνώμη και, με μια πιο λογική απόφαση, γιόρτασε την επέτειο της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων με την Γερμανία πριν από δεκάεξι χρόνια. Έπειτα από δυό βδομάδες, η καταιγίδα χτύπησε το Μίσιγκαν. Μία από τις δυό τραπεζικές εταιρίες χαρτοφυλακίου που εκτελούσαν τις περισσότερες τραπεζικές εργασίες στην πολιτεία, η Γιούνιον Γκάρντιαν Τράστ, βρίσκονταν σε πολύ άσχημη θέση και εκλιπαρούσε βοήθεια από την RFC. Ο Τζέηµς Κούζενς, ο φιλελεύθερος ρεπουμπλικάνος, που περισσότερο κι’ απ’ τον ίδιο τον Φόρντ, δημιούργησε τον Χένρυ Φόρντ, δεν βρήκε να υπάρχει κανένας λόγος να χρησιμοποιήσει τα λεφτά των φορολογούμενων για να γλυτώσει μία άσχημα διοικημένη τράπεζα, στην δικιά του πολιτεία, ή οπουδήποτε άλλου. Ούτε και ο Χένρυ Φόρντ. Τον ρώτησαν, μια και ήταν ο μεγαλύτερος ιδιώτης καταθέτης, αν θα πειθαρχούσε τις απαιτήσεις του σε μια μορφή δανείου. Του είπαν πως ήταν δημόσιο καθήκον. Ο Φόρντ δεν αναγνώριζε κανένα τέτοιο καθήκον. Ετσι, όλες οι τράπεζες του Μίσιγκαν έπρεπε να κλείσουν. Το άκουσαν αυτό οι άνθρωποι στις αλλες πολιτείες και ξεκίνησαν, πλήθη ολόκληρα, να τρέξουν να ζητήσουν τα λεφτά τους. Καθιερώθηκαν κι’ άλλες γιορτές και αργίες. Τρεις βδομάδες αργότερα, όταν ανέλαβε την προεδρία ο Ρουζβελτ, μονάχα οι τράπεζες στο βορειοανατολικό τμήμα της χωρας λειτουργούσαν ακόμα. Στις 6 του Μάρτη 1933, σύμφωνα με μια Εκτελεστική Διαταγή που αντλούσε τη δύναμή της απ’ τον νόμο για την διεξαγωγή εμπορίου με τον εχθρό του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η αργία στις τράπεζες εξαπλώθηκε σ’ όλη την χώρα. Τις προηγούμενες βδομάδες, οι πολίτες προμηθεύονταν μετρητά για προφύλαξη. Τον Φλεβάρη, το νόμισμα, που κυκλοφορούσε, αυξήθηκε από 5, 7 δισεκατομμύρια δολλάρια σε 6,7 δισεκατομμύρια 13. Το χρήμα αυτό όμως ήταν ασήμαντο μπροστά στα περισσότερο από 30 δισεκατομμύρια σε καταθέσεις 14 που τώρα δεν ήσαν διαθέσιμα στις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες είχαν αργία.
Το 1923, η Γερμανία είχε τόσο πολύ χρήμα, που είχε χάσει την αξία του. Τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου. Οπωσδήποτε, ήταν ακόµα κάτι που μπορούσε να μάθει κανείς, για τη διαχείριση του χρήματος. Στην Γερμανία, στις αρχές του 1933, ανέβηκε στην εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ. Ένα μεγάλο μέρος από την επιτυχία του πρέπει να αποδοθεί στην τρομακτική ανεργία και στην πολύ οδυνηρή μείωση των μισθών, των ημερομισθίων, των τιμών, και των περιουσιακών αξιών, που ήταν επακόλουθα της μανιακής υπεράσπισης του μάρκου από τον Μπρύνινγκ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Μάρτη, ανέβηκε στην εξουσία ο Ρούζβελτ. Ο προκάτοχός του είχε ανατραπεί από την προεδρία, πράγμα ασυνήθιστο, μετά από μία μόνο θητεία, επειδή και αυτός, και οι σύμβουλοί του και η κεντρική του τράπεζα είχαν ακινητοποιηθεί, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, απ’ τον φόβο του πληθωρισμού.
Οποιαδήποτε κι’ αν ήταν η σημασία του χρήματος, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την σημασία των φόβων που προξενούσε. Οι τράπεζες δεν έμειναν κλειστές αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να αποκαλύψουν πως μπορεί να λειτουργήσει μια μοντέρνα οικονομία – ή να αποτύχει να λειτουργεί – χωρίς χρήματα. Σ’ αυτούς που ήταν γνωστό πως είχαν δουλειά, ή περιουσιακά στοιχεία, δίναν αγαθά, με την υπόσχεση πως θα πληρωθούν αργότερα. Σ’ αυτούς που δεν είχαν, ούτε δουλειά, ούτε χρήματα, δεν έδιναν τέτοια βοήθεια. Αλλά οι τελευταίοι, δεν είχαν ούτε βοήθεια, ούτε χρήματα και πριν κλείσουν οι τράπεζες. Η οικονομία λειτουργούσε εκείνες τις μέρες σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Αλλά λειτουργούσε σε πολύ χαμηλό επίπεδο και πριν αρχίσουν οι αργίες των τραπεζών. Υπήρχε ασφαλώς περισσότερη φτώχεια, και περισσότερος πόνος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν σταμάτησε το χρήμα, απ’ ότι στην Γερμανία όταν πλημμύρισε και έχασε την αξία του. Και οι δυό εμπειρίες μείναν για πολύν καιρό χαραγμένες στις εθνικές μνήμες».
Οι Αμερικάνοι έμαθαν και ξέχασαν. Αλλά όταν ξαναβρέθηκαν μπροστά στο πρόβλημα της μαζικής πτώχευσης των τραπεζοπιστωτικών τους οργανισμών, αφού ξαναδιδάχθηκαν από το λάθος του Πώλσον και του Μπερνάνκι με την κατάρρευση της Lehman Bros, που ανοήτως την άφησαν να καταρρεύσει, πήραν όλα τα απαραίτητα μέτρα και απέφυγαν την μαζική κατάρρευση του τραπεζικού τους συστήματος.
Οι Ευρωπαίοι (με προεξάρχοντες τους Γερμανούς) εξακολουθούν να παίζουν με την φωτιά…
Πρώτο συμπέρασμα :
Οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν από την ιστορία. Και η αλήθεια είναι ότι μαθαίνουν από αυτήν, αλλά έχουν την τάση να ξεχνούν… (Όπως οι Γερμανοί με τους διαδόχους του Μπρύνινγκ, που τους κυβερνούν)…
Γι’ αυτό, λοιπόν, κάθε πράγμα στον καιρό του, αγαπητέ Ex- European…
(Δείτε στο μπλογκ μου και το «Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1929-19932 ΚΑΙ Η ΥΦΕΣΗ 2008-2009 : ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΩΝ» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/04/1929-1932-2008-2009.html , καθώς και το : «29/10/1929 : Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΠΙΚΑΙΡΗ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/10/29101929-80.html ).
Και κάτι ακόμα, αγαπητέ και εξαιρετικέ συνομιλητή Ex – European:
Η δομή του γραπτού σου λόγου είναι πολύ σωστά διαρθρωμένη και τα επιχειρήματά σου πού σωστά τοποθετημένα (οι όποιες διαφωνίες μου, με την ουσία κάποιων εκ των επιχειρημάτων αυτών είναι άλλο ζήτημα).
Γι’ αυτό και σε παρακαλώ να γράψεις και στα ελληνικά, αφού (πιστεύω ότι) τα γνωρίζεις πολύ καλά και μπορείς να τα χειριστείς, όπως και την οθνεία αγγλική, η οποία με κουράζει και της οποίας δεν είμαι καθόλου τέλειος γνώστης.
Πάντα φιλικά και καλοπροαίρετα…
(panos : Το μοντέλο των Σουίνι είναι από το βιβλίο του Πωλ Κρούγκμαν : «Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης»).
(Και είναι γεγονός ότι αν τα μέλη του συνεταιρισμού περίμεναν τον χρόνο να τους λύσει το πρόβλημα, τότε ο θεός να βάλει το χέρι του. Πολύ περισσότερο μάλιστα θα έπρεπε ο θεός να βάλει το χέρι του αν οι σύγχρονες οικονομίες των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου περίμεναν τον χρόνο να λύσει τα προβλήματά τους και να αντιμετωπίσει την «ενόχληση» των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου, όπως, καθόλου αφελώς, διακήρυσσαν οι Λούκας και Μπερνάνκι. Ο τελευταίος μάλιστα, ως κεντροτραπεζίτης στο FED, πειραματίστηκε με αυτήν του την πρόταση, αφήνοντας την Lehman Bros να καταρρεύσει, για να ανακρούσει πρύμναν, ευθύς ως είδε την παταγώδη καταστροφή να έρχεται και να σώσει την Goldman Sachs, την Morgan Stanley και όλο το τραπεζοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α. – αν και πίσω από αυτήν του την ενέργεια, πιθανώς να υπάρχει και το προσωπικό συμφέρον).
Καλά τα λέει ο Στίγκλιτζ.
Ασταθής η αμερικανική ανάκαμψη και με προβλήματα, αλλά υπαρκτή, αφού εκεί ο καταναλωτής, σιγά – σιγά, επιστρέφει.
Στην Ευρωζώνη ο καταναλωτής είναι φευγάτος, αφού οι ευρωζωνίτες γραφειοκράτες της Ε.Κ.Τ. και οι γερμανικές χρηματοπιστωτικές ελίτ τον έχουν ρίξει στα τάρταρα!
Και φυσικά αυτός ο δρόμος, που ακολουθούν, είναι ο μόνος σίγουρος για την κόλαση.
Που θα πάει; Κάποια στιγμή θα βάλουν μυαλό και θα κόψουν φρέσκο νόμισμα. Θα είναι και αυτό μια καλή αρχή, μπροστά στο μπέρδεμα και στο αδιέξοδο, που έχουν οδηγήσει την ευρωοικονομία.
Βέβαια, θα κάνουν και άλλα, αλλά η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Και, όσον αφορά την ευρωζώνη, δεν είμαστε, ακόμα, ούτε καν στην αρχή του έργου. Είμαστε στις σκηνές της διαφήμισης του έργου, στα τρέϊλερς….
Αναζητείται, λοιπόν, επειγόντως, ένας Horace Greely Jhalmar Sacht και μια ουσιαστικά ενωμένη ομοσπονδιακή Ευρώπη.
Που θα πάει; Θα τον βρουν. Και θα ενοποιήσουν την ευρωζώνη – αυτόν τον απίθανο ευρωκαραγκιόζ μπερντέ.
Αλλιώς, θα το αποχαιρετήσουμε το ευρώ και την ζώνη του..."
(Σχόλιά μου http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129786 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129787 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129788 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129789 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129793 της 20/3/2010 στο άρθρο του κ. Στέφανου Αθανασιάδη, με τίτλο : "Credit Default Swaps : Λαϊκισμός και Πραγματικότητα" http://e-rooster.gr/03/2010/2299 ).
Το παράδειγμα (μοντέλο) των Σουίνι ( «Η κρίση του συνεταιρισμού φύλαξης νηπίων του Λόφου του Καπιτωλίου (1978) και η δήλωση Τρισέ (11/2009), για την μη αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την Ε.Κ.Τ., ως μέσων πληρωμών» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2010/03/1978-112009.html ) δείχνει, απλά, το πως μια οικονομία, με έναν βαθμό πολυπλοκότητας, μπορεί να μπλοκάρει και να εισέλθει σε ύφεση, για λόγους που αφορούν, αποκλειστικά, την νομισματική κυκλοφορία, χωρίς καμμία εμπλοκή οποιωνδήποτε άλλων παραγόντων.
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του λόρδου Κέϋνς "Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος" το 1936.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό φαίνεται σκανδαλιστικό στα μάτια πολλών, που θέλουν να ανακαλύπτουν μια σειρά «διαρθρωτικών ανισοορροπιών», στην σφαίρα της πραγματικής οικονομίας και της παραγωγής, ως αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων και υφέσεων και δεν τους αρέσει να χάνονται στα βάθη της ανθρώπινης χαρακτηροδομής (που θυμίζουν τον εκκεντρικό ψυχαναλυτή Βίλχελμ Ράϊχ και κάποιες εξεζητημένες θεωρίες του, περί οργόνης, που έμειναν επιστημονικά αστήρικτες), για να εξηγήσουν τα πραγματικά και πρακτικά οικονομικά προβλήματα των σύγχρονων, αλλά και των παλαιότερων κοινωνιών.
Και φαίνεται ακόμη περισσότερο σκανδαλιστικό, εξ αιτίας του γεγονότος ότι αυτό το πρόβλημα (δηλαδή η έλευση των οικονομικών κρίσεων και υφέσεων, ως αποτέλεσμα της πτώσης της ολικής κατανάλωσης / συναθροιστικής ζήτησης, λόγω της ανισορροπίας ανάμεσα στην επένδυση και την αποταμίευση), δεν αφορά το επίπεδο της παραγωγής, ούτε τον βαθμό της διαφθοράς, ή την τεμπελιά των κοινωνικών ομάδων, ή τις τεχνολογικές αλλαγές στην παραγωγική βάση, ή την ανταγωνιστικότητα του ενός τομέα μιας οικονομίας, ή και της συνολικής οικονομίας μιας χώρας, σε σχέση με τις άλλες.
Τόσος πολύς κόπος, τόσες πολλές οικονομικές αναλύσεις, τόσες θεωρίες και βιβλία επί βιβλίων, για να καταλήξουμε στην απλή και καθόλου συναρπαστική διαπίστωση ότι για όλα φταίει η ανεπαρκής ενεργός ζήτηση και ότι αρκεί να κόψουμε μονέδα, να εκδώσουμε φρεσκοτυπωμένο χρήμα, για να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση ή την ύφεση!
Δεν έχεις άδικο που δυσπιστείς. Δεν είσαι ο μόνος, ούτε ο πρώτος και αυτή η αντίδραση είναι δικαιολογημένη. Άλλωστε και ο Franklin Delano Roosevelt όταν διάβασε τις θεωρίες του Κέϋνς σημείωσε πάνω στο βιβλίο την περιώνυμη φράση : «Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό». (Παρά αυτήν την διαπίστωση, αργότερα, η ίδια η πραγματικότητα τον οδήγησε στο να εφαρμόσει τις κεϋνσιανές θεωρίες).
Φυσικά και οι χρηματοπιστωτικές ελίτ δεν θέλησαν να αποδεχτούν αυτήν την διαπίστωση. Η πρώτη τους αντίδραση ήταν και είναι πάντοτε ενστικτώδης και τυπική και αφορά την «προστασία» του εργαλείου τους – δηλαδή του νομίσματος το οποίο δεν θέλουν να «πληθωρίσουν».
Η πραγματικότητα είναι όμως ξεροκέφαλη.
Πάντοτε, σε όλες τις κοινωνίες, που στηρίζονται στο χρήμα η ενεργός ζήτηση πρέπει να είναι επαρκής. Αν δεν είναι επαρκής, τότε υπάρχει πρόβλημα. Και δεν υπάρχει καμμία εγγύηση ότι θα είναι διηνεκώς επαρκής.
Και η θεωρία του Jean-Baptiste Say (η ίδια η παραγωγή φέρνει και την κατανάλωσή της επειδή η κατανάλωση ταυτίζεται με την ζήτηση, τις εξελίξεις της οποίας υποτίθεται ότι παρακολουθεί η παραγωγή), που – υποτίθεται ότι – εξασφάλιζε την επάρκεια της ενεργού ζητήσεως και την ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, μέσα από τον μηχανισμό της μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, με ρυθμιστή τις επιτοκιακές διακυμάνσεις, αποδείχτηκε εσφαλμένη, παρά το ότι ήταν η πεμπτουσία της οικονομικής σοφίας, μέχρι την έλευση του Κέϋνς και της GREAT DEPRESSION.
John Maynard Keynes
Αυτό που έκανε ο Κέϋνς ήταν ακριβώς αυτή η διαπίστωση. Έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα. Αποκάλυψε ότι, σε συνθήκες πολυπλοκοποιημένου οικονομικού συστήματος (πολύ περισσότερο του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος) ο κίνδυνος της έλλειψης ενεργού ζήτησης είναι πάντοτε παρών.
Δεν ασχολήθηκε, ούτε με την διαφθορά, ούτε με την ανταγωνιστικότητα, ούτε με την εργατικότητα, ούτε με τα διαρθρωτικά προβλήματα, ούτε με τις τεχνολογικές καινοτομίες, διότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε τότε και που είχαν οι κοινωνίες της εποχής του δεν βρισκόταν εκεί.
Οι δικές μας κοινωνίες νόμισαν ότι έλυσαν αυτό το πρόβλημα και απορρύθμισαν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που έστησαν οι παλαιότερες γενιές, ως καταστάλαγμα των εμπειριών τους από την κρίση του 1929 – 1932 και άφησαν περίπου ανεξέλεγκτο τον τραπεζικό και τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα του συστήματος, σε συνθήκες άκρατης παγκοσμιοποίησης, πιστεύοντας ότι το κεντρικό πρόβλημα της οικονομίας είχε λυθεί και ότι ο οικονομικός κύκλος και οι μηχανισμοί των υφέσεων είχαν τεθεί υπό έλεγχο.
Robert Lucas - Βραβείο Νόμπελ Οικονομίας (1995).
Το 2003 ο Ρόμπερτ Λούκας (βραβείο Νόμπελ Οικονομίας το 1995) ισχυρίστηκε ότι «το κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης έχει πρακτικά λυθεί» και ότι ο οικονομικός κύκλος είχε δαμαστεί σε τέτοι σημείο ώστε τα ωφέλη της παραπέρα τιθάσευσής του να είναι ασήμαντα για την δημόσια ευημερία, γι’ αυτό θα έπρεπε να εστιάσουμε την προσπάθεια στην μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση (από τον Λούκας έκλεψε ο Κώστας Σημίτης – ο κ. καθηγητής – την αμπελοφιλοσοφία του περί «αειφόρας ανάπτυξης»). Αυτές τις «σοφίες» τις είπε ο Λούκας, ως πρόεδρος των Αμερικάνων οικονομολόγων, μιλώντας στο ετήσιο συνέδριό τους.
Ben Bernanke - Διοικητής της FED (εδώ παρέα με τον μοιραίο προκάτοχό του Alan Greenspan).
Αλλά και ο Μπεν Μπερνάνκι, το 2004, δεν μας είπε κάτι διαφορετικό. Ο πρώην καθηγητής του Πρίνστον, σε μια ομιλία του με τον τίτλο : «Η Μεγάλη Αυτοσυγκράτηση» μας είπε πιο προχωρημένα πράγματα. Ότι δηλαδή η σύγχρονη μακροοικονομική πολιτική είχε τιθασεύσει τον οικονομικό κύκλο και ότι είχε μειώσει το όλο πρόβλημα, σε τέτοιο σημείο, ώστε ήταν περισσότερο μια ενόχληση, παρά ένα πρόβλημα πρώτης γραμμής και ότι το πρώτο ζήτημα ήταν η αειφόρα ανάπτυξη.
Αυτήν την ανάπτυξη την ανέλαβαν, βέβαια, τα hedge funds, οι τράπεζες, ο Γκρήνσπαν και ο διάδοχός του. Τα αποτελέσματα τα είδαμε...
(Περιττό να πω ότι από τον Λούκας ουδείς ζήτησε το βραβείο Νόμπελ πίσω, ενώ ο Μπερνάνκι διεδέχθη τον Γκρήνσπαν και έφαγε στην μούρη την έλευση της απροσδόκητης ύφεσης – αυτής της «ενόχλησης» -, την οποίαν διαχειρίστηκε, ως παλαιοκεϋνσιανός. Η Ιστορία πολλές φορές παίζει πολύ άσχημα παιχνίδια σε πολλούς «σοφούς» άνδρες και γυναίκες. Και ο Μπερνάνκι δεν ξέφυγε από τον κανόνα).
Δεν είναι, λοιπόν, ότι ο κεϋνσιανισμός ήταν καλός το 1930 και τώρα δεν είναι. Και τώρα αποδεικνύεται χρήσιμος (σίγουρα ο κλασσικός κεϋνσιανισμός δεν είναι αρκετός, χρειάζεται συμπλήρωση, κυρίως με μπόλικο μυαλό που, ιδίως, εδώ στην Ευρώπη λείπει), διότι και τώρα το βασικό πρόβλημα εστιάζεται στην έλλειψη ενεργού ζήτησης και στην αδυναμία των επιτοκίων να παίξουν τον ρόλο που τους αποδίδει η οικονομική ορθοδοξία και στον χαμό που έχει επέλθει από το μπλοκάρισμα της νομισματικής κυκλοφορίας.
Λες ότι είσαι με τους Γερμανούς μονεταριστές και όχι με την FED.
Θα σου διηγηθώ, παρακάτω, μια ιστορία. που είναι αρκετά διδακτική, όσον αφορά την ανοησία των γερμανικών ελίτ και το πως – αν γίνουν τα όσα θέλουν – θα οδηγήσουν την γερμανική και την εν γένει ευρωζωνική οικονομία στην καταστροφή, με πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, η οποία αρχίζει να ανακάμπτει….
Και έρχομαι στην αφήγηση της διδακτικής ιστορίας, αγαπητέ Ex- European.
«Απ’ την στιγμή που η καταστροφή που ακολούθησε το γκρέμισμα στο χρηματιστήριο μπήκε στην πλήρη της εξέλιξη, η νομισματική ιστορία της προηγούμενης δεκαετίας επαναλήφτηκε με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, σαν ένα είδωλο στον καθρέφτη. Είναι πιθανόν πως εκείνη την εποχή το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα δεν θα μπορούσε πια να είχε σταματήσει τον αντιπληθωρισμό και τον μαρασμό, όπως, πριν απ’ την καταστροφή, δεν θα μπορούσε με ασφάλεια να είχε σταματήσει την κερδοσκοπία. Αλλά, όπως και στο διάστημα του φουντώματος της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας ό,τι έκανε χειροτέρεψε τα πράγματα. Όπως από το 1919 μέχρι το 1921, η νομισματική διευθέτηση μεγάλωσε την υπερτίμηση κι’ έκανε πιο έντονη την πτώση. Στους μήνες μετά απ’ την καταστροφή, οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες χαμήλωσαν τα επιτόκιά τους. Το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης (όπως σημειώσαμε είναι το επιτόκιο που χρέωνε στις τράπεζες – μέλη για δάνεια), που πριν από την καταστροφή ήταν 6 στα εκατό, μειώθηκε με σταδιακές ελαττώσεις κατά 0,5 στα εκατό, ως το 1,5 στα εκατό το 1931. Αυτός, δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς, ήταν ένας αριθμός καθόλου τοκογλυφικός. Οι σταδιακές φάσεις προς τα κάτω όμως απείχαν πολύ η μια απ’ την άλλη και μπορούν να χαρακτηριστούν σαν μια πολύ αργή αντίδραση στις τρομακτικές κάμψεις της παραγωγής, της εργατικής απασχόλησης και των τιμών που σημειώνονταν τώρα. Και οι άλλες Ομοσπονδιακές Τράπεζες, εκμεταλλευόμενες τη θαυμαστή τους αυτονομία, είχαν μείνει πολύ πιο πίσω. Το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν ενθαρρύνονταν οι αγορές χρεωγράφων σύμφωνα με την πολιτική της ανοιχτής αγοράς, αλλά αντίθετα αποφεύγονταν. Όλο και περισσότερο, εκείνα τα χρόνια, οι καταθέτες μόνοι τους, ή σε μεγάλες ομάδες παρουσιάζονταν στις τράπεζες, ζητώντας μετρητά.
Η φυσική πορεία για το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν να αγοράσει κρατικά χρεώγραφα, και να πλημμυρίσει τις τράπεζες με κεφάλαια που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μ’ αυτά. Αυτά μπορούσαν οι τράπεζες να τα δανείσουν, αν υπήρχε ζήτηση αλλά οπωσδήποτε θα βρίσκονταν εκεί όταν, όπως συνέβηκε αργά, ή γρήγορα, στις περισσότερες σχηματίζονταν οι φοβερές ουρές και άρχιζε η μεγάλη ανάληψη. Μόνον όμως από το 1932 άρχισαν οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες να χρησιμοποιούν την πολιτική της ανοιχτής αγοράς σε κάποιο σημαντικό βαθμό.
Ο λόγος που καθυστέρησαν να το αντιληφθούν – όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως ήταν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον λάθος – είναι κάτι για το οποίο ο αναγνώστης πρέπει να έχει απολύτως προετοιμαστεί.
Στην δημιουργία της νομισματικής πολιτικής, έχουμε δει τους υπεύθυνους, να αντιδρούν με μια υπερβολική πίστη όχι στην τρέχουσα αλλά στην πιο πρόσφατη, προηγούμενη έντονη εμπειρία. Στη δεκαετία του 1930-40, η ζωντανή πρόσφατη εμπειρία των οικονομολόγων, των οικονομικών εμπειρογνωμόνων, των τραπεζιτών και των πολιτικών είχε δημιουργηθεί από τον πληθωρισμό. Δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν, στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, οι τιμές είχαν διπλασιαστεί. Η αντίδραση ήταν πολύ εχθρική. Και μόνο μια δεκαετία νωρίτερα, στη Γερμανία και την ανατολική Ευρώπη, οι τιμές είχαν αφηνιάσει, το χρήμα είχε χάσει την αξία του. Στις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30, επίσης, σημειώθηκε η μεγάλη μετανάστευση των οικονομολόγων από την Αυστρία, την Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη, στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλοι τους είχαν εμπειρία, από πρώτο χέρι δημιουργημένες, από τον υπερ-πληθωρισμό. Ήταν λοιπόν φυσική συνέπεια οι βαρυσήμαντες προειδοποιήσεις εκείνα τα χρόνια για τον ακραίο αντιπληθωρισμό, να στρέφονται εναντίον του σοβαρού κινδύνου του πληθωρισμού. Η αντίληψη αυτού του ανύπαρκτου κινδύνου ήταν ιδιαίτερα έντονη στις Ομοσπονδιακές Τράπεζες, αυτές, πάνω από κάθε τι άλλο, ήταν τα παραδεδεγμένα κέντρα της καθιερωμένης οικονομικής σοφίας Η αντίληψη αυτή εμπόδισε το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα από το να διευκολύνει πιο ουσιαστικά τη θέση των όλο και περισσότερο πολιορκημένων εμπορικών τραπεζών.
Αν και ο φόβος του πληθωρισμού ήταν η πιο σημαντική δύναμη που ακινητοποιούσε την οικονομική σκέψη, δύο άλλοι παράγοντες είχαν μεγάλη επίδραση εκείνα τα χρόνια.
Ο ένας ήταν η αντίληψη για τον καθαρτήριο ρόλο της οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η υπερτίμηση προκαλούσε καταστροφικές αν και συνήθως ακαθόριστες, αναστατώσεις στο οικονομικό σύστημα. Η ανάκαμψη θα μπορούσε να. έρθει μόνον όταν οι αναστατώσεις αυτές είχαν εξαφανιστεί. Ο αντιπληθωρισμός και η πτώχευση ήταν τα φυσικά διορθωτικά μέσα. Ο Τζόζεφ Σούμπετερ, που ήταν υπουργός Οικονομικών της χώρας του, στο διάστημα του μεγαλύτερου μέρους του αυστριακού πληθωρισμού, άρχισε να παρουσιάζεται τώρα σαν σημαντικό πρόσωπο στο αμερικανικό οικονομικό προσκήνιο: Υποστήριξε την άποψη πώς το οικονομικό σύστημα, έπρεπε, χρησιμοποιώντας τον μαρασμό, να αποβάλει μόνο του τα δηλητήρια. Μελετώντας την ιστορία των οικονομικών κύκλων, κατέληξε στο συμπέρασμα πώς καμία ανάρρωση δεν θα διαρκούσε ποτέ μέχρι να συμβεί η αποδηλητηρίαση αυτή, και πως κάθε κρατική επέμβαση που αποσκοπούσε να κάνει πιο γρήγορη την ανάρρωση, καθυστερούσε μονάχα την θεραπεία και φυσικά την ίδια την ανάρρωση. Ο Λάϊονελ Ρόμπιvς, που όπως σημειώσαμε ήταν ο πιο γνωστός εκπρόσωπoς της Βρετανικής ορθοδοξίας, προσφέρει ουσιαστικά την ίδια συμβουλή στο πιο φημισμένο βιβλίο σχετικά με το μαρασμό: «κανείς δεν επιδιώκει τις πτωχεύσεις. Σε κανένα δεν αρέσουν τέτοιες ρευστοποιήσεις … Αλλά όταν το μέγεθος των κακών επενδύσεων και των μεγάλων χρεών έχει περάσει κάποιο όριο, τα μέτρα που αναβάλλουν την ρευστoπoίηση έχουν την τάση να χειροτερεύουν μονάχα τα πράγματα» . Μία σχετικά ωμή διατύπωση ήλθε απο τον υπουργό Οικονομικών Άντριου Μέλλον: Για να προχωρήσει η ανάρρωση, ήταν η συμβουλή του, η χώρα έπρεπε να ρευστοποιήσει το εργατικό δυναμικό, να ρευστοποιήσει τις μετοχές, να ρευστοποιήσει τους αγρότες, να ρευστοποιήσει τις ακίνητες περιουσίας.
Τελικά, υπήρχε και το σύνδρομο της εμπορικής εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με αυτό, που ήταν μια μεγάλη δύναμη εκείνη την εποχή και που τα χνάρια της παραμένουν ακόμα, οι απόψεις των τραπεζιτών και των επιχειρηματιών έπρεπε να είναι σεβαστές ακόμα και όταν είναι λαθεμένες και θετικά εχθρικές στην ανάρρωση. Γιατί αν γίνονταν ενέργειες αντίθετες απ’ αυτές τις απόψεις, η εμπορική εμπιστοσύνη θα ζημιόνoνταν. Και ζημιωμένη εμπιστοσύνη θα σήμαινε μειωμένες επενδύσεις, μειωμένη παραγωγή, μειωμένη εργατική απασχόληση και χειροτέρεψη του μαρασμού. Τα σωστά βήματα, συνεπώς, αν γίνονταν σε αντίθεση με τις απόψεις των επιχειρηματιών και της οικονομικής κοινότητας, θα ήταν τα λαθεμένα βήματα, Αφού οι πιο σεβαστοί από τους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες φοβόντουσαν την επέμβαση του κράτους για την παροχή ανακούφισης στους απόρους, για την εξασφάλιση δουλειάς στους άνεργους, και γενικά για την αύξηση της ζήτησης, το σύνδρομο της εμπιστοσύνης ήταν δυναμικά τοποθετημένο με το μέρος της αδράνειας. Ο Χέρμπερτ Χούβερ πίστευε έντονα στο σύνδρομο της εμπιστοσύνης, και μέχρι το τέλος προσπαθούσε να προσηλυτίσει τον διάδοχό του. Σε μια επιστολή του στον Ρούζβελτ, στις αρχές του 1933, διατύπωσε την πεποίθησή του πως «μία πoλύ σύντομη δήλωσή σας σχετικά με δύο ή τρεις πολιτικές της κυβέρνησή σας, θα χρησίμευε σε μεγάλο βαθμό για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να προκαλέσει την επανάληψη της πορείας προς την ανάρρωση». Μέσα στις υποσχέσεις που πίστευε πως θα κάναν το περισσότερο καλό στην εμπιστοσύνη ήταν εκείνη για το πρόγραμμα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, μαζί με όλα όσα συνεπάγονταν για τις δαπάνες για ανακούφιση και εργατική απασχόληση και για «την μη μεταβολή ή τον πληθωρισμό του νομίσματος».
Απ’ τη στιγμή που άρχισε η αντιπληθωριστική κίνηση των τιμών και η μείωση της παραγωγής, καινούργιες δυνάμεις προστέθηκαν για να τις διατηρήσουν και να τις κάνουν να έχουν πολλαπλό αποτέλεσμα. Όπως σημειώσαμε, οι καμένοι και τρομαγμένοι άνθρωποι μείωσαν τις αγορές τους. Αυτό επηρέασε τις τιμές, την παραγωγή, και τον αριθμό εργατών και των προμηθευτών τους, Όλα αυτά είχαν πρόσθετη επίδραση στη ζήτηση. Και οι καμένοι και τρομαγμένοι επενδυτές σταμάτησαν να επενδύουν, και φύλαγαν τα μετρητά τους. Το εισόδημα που αποταμιεύονταν λοιπόν, δεν επενδύονταν πια, ούτε ξοδεύονταν, και αυτό είχε μια ακόμα πρόσθετη επίδραση. Οι εργάτες παράλληλα, έχασαν την δουλειά τους και μείωσαν τα έξοδά τους. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσουν οι τιμές και η παραγωγή, με επιπρόσθετες επιδράσεις στις τιμές, στην παραγωγή και την εργατική απασχόληση.
Κανείς, δεν είχε, τότε ή αργότερα, αποδώσει συγκεκριμένη ή έστω και ακαθόριστη βαρύτητα σ’ αυτές τις διάφορες αντιπληθωριστικές δυνάμεις. Δύο, όμως, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του χρήματος, ή τις προσδοκίες του, απαιτούν ξέχωρη προσοχή.
Η πρώτη ήταν η τάση, καθώς χειροτέρευε ο μαρασμός το 1930, το 1931 και το 1932, να ζητούν οι επιχειρήσεις που είχαν κάποιο έλεγχο πάνω στις τιμές τους – το είδος του ελέγχου που, ας πούμε, δεν έχουν οι αγρότες -ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με το να μειώνουν τους μισθούς για να καλύψουν το μειωμένο κέρδος. Όταν εγινε αυτό, το μιμήθηκαν και άλλες επιχειρήσεις. Σε λίγο δημιουργήθηκε η καθοδική, σπειροειδής κίνηση. Το αντίθετο της σύγχρονης πληθωριστικής ανοδικής κίνησης. Αντί οι τιμές να έλκουν προς τα πάνω τους μισθούς, και οι μισθοί να τραβούν προς τα πάνω τις τιμές, οι τιμές εξανάγκασαν σε πτώση τους μισθούς, έτσι που κάθε αφαίρεση από τις τιμές οδηγούσε σε μια νέα περίοδο μείωσης των μισθών. Ο πρόεδρος Χούβερ εξακολούθησε να αντιτίθεται σ’ αυτές τις μειώσεις των μισθών, χωρίς όμως να έχει κανένα φανερό αποτέλεσμα. Πίστευε πως αυτές μείωναν την αγοραστική δύναμη και χειροτέρευαν τον αντιπληθωρισμό.
Με τον ερχομό της νέας οικονομικής πολιτικής, του NEW DEAL του Ρουζβελτ, το ουσιαστικό καθήκον της N.R.A. (National Recovery Admίnίstraιίοn =Εθνική Διοίκηση για την Ανάρρωση) ήταν να σταματήσει αυτή την ελικοειδή πτώση. Η μέθοδός της ήταν άμεση επέμβαση, το αντίστοιχο του κατοπινού ελέγχου στις τιμές και τους μισθούς, που είχε σκοπό να σταματήσει την πτώση. Οι οικονομολόγοι της εποχής βαθμολογούσαν άσχημα και τον Χούβερ, και την NRA. Τέτοια επέμβαση έρχονταν σε αντίθεση με την ελεύθερη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών. Η παρεμπόδιση της μείωσης των μεροκάματων και των μισθών έκανε αδύνατες τις κανονικές και επιθυμητές μειώσεις των εργατικών εξόδων. Τέτοιες μειώσεις οδηγούσαν σε πιο επικερδείς επιχειρήσεις και περισσότερη απασχόληση. Το ότι η μείωση των μισθών είχε άσχημη επίδραση στη συνολική αγοραστική δύναμη δεν το θεωρούσαν σημαντικό.
Στο τέλος επιβλήθηκε η ορθόδοξη άποψη της NRA. Η δραστηριότητά της ήταν ευπρόσδεκτη σε μεγάλο βαθμό. Κάτω απ’ το πιο απομακρυσμένο πια φως της ιστορίας, η άποψη του προέδρου Χούβερ και της NRA φαίνεται τώρα πολύ πιο σωστή απ’ ότι εκείνη την εποχή. Υπάρχουν σήμερα πoλύ λίγες αμφιβολίες για το ότι στη σύγχρονη βιομηχανική οικονομία, οι τιμές και οι μισθοί μπορούν να αλληλοεπηρεάζονται, για να δημιουργήσουν δυνατές, αυτόνομες κινήσεις στα χρηματικά εισοδήματα και στις τιμές. Και η άμεση επέμβαση για το σταμάτημα αυτών των κινήσεων, είναι ένα πρόβλημα που εμφανίστηκε συχνά στην οικονομική πολιτική, στα σαράντα χρόνια, μετά από την NRA. Ο Χούβερ και οι θεμελιωτές της NRA αντιδρούσαν μ’ ένα ξεκάθαρο τρόπο στις περιστάσεις, που ήσαν, όπως συνήθως, καλύτερος καθοδηγητής των ενεργειών απ’ ότι η κυρίαρχη θεωρία.
Η άλλη αντιπληθωριστική δύναμη, που πρέπει να υπογραμμίσουμε εκείνα τα χρόνια, ήταν οι τραπεζικές αποτυχίες. Κι’ αυτή λειτουργούσε με την συσσώρευση αποτελεσμάτων. Μόλις έβγαινε η φήμη πως μια τράπεζα βρίσκονταν σε δυσκολία, ο κόσμος έτρεχε, όπως πάντα, για τα χρήματα, που είχε σε καταθέσεις εκεί. Και τότε, ακόμα και η καλύτερη τράπεζα αντιμετώπιζε προβλήματα. Καθώς σχηματίζονταν ουρές έξω από μια τράπεζα, η ανησυχία κυρίευε τις γειτονικές.
Σε μία περιγραφή, που είναι η καλύτερη, από πρώτο χέρι, τέτοιας εμπειρίας, ο Μάρινερ Hκλς, που έγινε αργότερα πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, αλλά τότε διοικούσε μια ομάδα τραπεζών με μεγάλη φήμη στη Γιούτα, διηγείται τι συνέβηκε σε μια απ’ τις τράπεζές του, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως το διπλανό ίδρυμα, η Πολιτειακή Τράπεζα του Όγκντεν δεν θα άνοιγε τις πόρτες της εκείνη τη μέρα: Είπα … (στο προσωπικό) τι πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουνε σε λίγες ώρες. «Αν θέλετε να κρατήσετε ανοιχτή αυτή την τράπεζα», δήλωσα, «πρέπει να παίξετε το ρόλο σας. Κάνετε τη δουλειά σας σαν να µη συμβαίνει τίποτα το ασυνήθιστο. Να χαμογελάτε, να είσαστε ευχάριστοι, να μιλάτε για τον καιρό, να μη δείχνετε κανένα σημάδι πανικού. Το μεγαλύτερο βάρος θα πέσει σε σας παιδιά, στο τμήμα αποταμιεύσεων. Αντί για τις τρεις θυρίδες που χρησιμοποιούμε συνήθως, θα χρησιμοποιήσουμε και τις τέσσερις σήμερα. Πρέπει να είναι επανδρωμένες συνεχώς, γιατί αν κάποια θυρίδα σ’ αυτή την τράπεζα κλείσει έστω και για λίγο, αυτό θα προκαλέσει ακόμα περισσότερο πανικό. Θα στείλουμε να μας φέρουν σάντουϊτς. Κανείς δεν θα μπορέσει να βγει έξω για φαγητό. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε σήμερα στη μεγάλη ζήτηση για αναλήψεις. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την επιβραδύνουμε. Θα έλθουν εδώ σήμερα άνθρωποι για να κλείσουν τους αποταμιευτικούς τους λογαριασμούς. Θα τους δώσετε χρήματα. Αλλά θα τους τα δίνετε πολύ αργά. Είναι η μόνη μέθοδος που έχουμε για να καταπολεμήσουμε τον πανικό. Ξέρετε πολλούς από τους καταθέτες εξ όψεως και στο παρελθόν δεν ήταν ανάγκη να εξετάζετε τις υπογραφές τους. Σήμερα όμως, όταν έρθουν εδώ με τα βιβλιάρια καταθέσεων για να κλείσουν τους λογαριασμούς τους, εσείς. ελέγχετε κάθε υπογραφή. Και μην βιαστείτε. Και κάτι άλλο ακόμα, όταν δίνετε χρήματα, μη χρησιμοποιείτε μεγάλα χαρτονομίσματα. Πληρώστε με τα χαρτονομίσματα των πέντε και των δέκα δολλαρίων, και μετράτε τα σιγά-σιγά. Ο αντικειμενικός μας σκοπός είναι να πληρώσουμε όσο το δυνατόν λιγότερα σήμερα». Οι υπάλληλοι έπαιξαν τον ρόλο τους με ικανότητα, παρ’ όλο το πλήθος που όρμησε μέσα απ’ τις πόρτες τη στιγμή που άνοιξαν … Όσο πυκνό ήταν το πλήθος στην τράπεζα, άλλο τόσο ηταν και νευρικό. Μερικοί άνθρωποι περίμεναν ώρες ολόκληρες για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Αν προσπαθούσαμε να κλείσουμε στις τρεις, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε. Αλλά όπως και σ’ άλλα πράγματα, η έλλειψη άλλων λύσεων μας έκανε να διαλέξουμε την πιο τολμηρή. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια εξαίρεση για εκείνη μόνο τη μέρα και να μείνουμε ανοιχτοί για όσο καιρό υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να τραβήξουν τα χρήματά τους. Στο μεταξύ, είχαμε ειδοποιήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σόλτ Λαίηκ Σίτυ να στείλει χρήματα στις τράπεζες μας στο Όγκντεν, όπως και σ’ όλες τις άλλες που ανήκαν στην Φέρστ Σεκιούριτυ Κορπορέησιον. Το θωρακισμένο αυτοκίνητο που μας έφερε τα χρήματα στο Όγκντεν, έφτασε όπως συμβαίνει στις ταινίες, όταν το ομοσπονδιακό ιππικό κάνει έφοδο για να σώσει όλο τον κόσμο απ’ τους Ινδιάνους. Οι φρουροί πέρασαν με μεγάλα βήματα ανάμεσα απ’ το πληθος μέσα στην τράπεζα, και όλοι παραμέριζαν μπροστά τους … Αφού ανέβηκα πάνω στα τραπέζι σήκωσα τα χέρι μου και ζήτησα να με ακούσουν. «Ησυχία ένα λεπτό. Αμέσως όλοι σώπασαν. «Ησυχία ένα λεπτό!» ξαναείπα. «Θέλω να κάνω μία ανακοίνωση. Φαίνεται πως έχουμε κάποια δυσκολία στο να εξυπηρετούμε τους καταθέτες μας, με την ταχύτητα που έχετε συνηθίσει. Πολλοί από σας περιμένετε στη γραμμή αρκετή ώρα. Παρατήρησα πολλά σπρωξίματα, οξύτητες και ερεθισμένη ατμόσφαιρα. Ήθελα να σας πω μονάχα, πως, αντί να κλείσουμε στη συνηθισμένη μας ωρα, στις τρεις, αποφασίσαμε να μείνουμε ανοιχτοί, όσον καιρό υπάρχει κάποιος που θέλει να αποσύρει την κατάθεσή του, ή να κάνει μία κατάθεση. Εσείς που μόλις ήρθατε, επομένως, μπορείτε να ξανάρθετε το απόγευμα ή το βράδυ, αν θέλετε. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την ταραχή και η φανερά πανικοβλημένη στάση που κρατάνε μερικοί καταθέτες. Όπως όλοι σας είδατε, μόλις φέραμε από το Σολτ Λαίηκ Σίτυ μια μεγάλη ποσότητα χρημάτων που θα φτάσει για όλες σας τις απαιτήσεις. Υπάρχει ακόμα πολύ χρήμα εκεί από όπου ήλθε αυτό». (Αυτό ήταν κάπως αληθινό – αλλά δεν είπα ότι μπορούσαμε να το πάρουμε). Η τράπεζα του Ήκλς επέζησε όπως κι’ ο ίδιος ο Ήκλς και μάλιστα με πολύ καλή φήμη.
Το 1929, 659 τράπεζες πτώχευσαν, αριθμός μεγάλος για την εποχή που ακολούθησε την καταστροφή στο χρηματιστήριο. Το 1930 πτώχευσαν 1352, και το 1931 2294. Οι πτωχεύσεις ήσαν ακόμα περισσότερες ανάμεσα στις μικρές τράπεζες, που δεν ήταν μέλη του Συστήματος. Αλλά τώρα, όσο απλώνονταν οι φήμες, και σχηματίζονταν ουρές, καμμία τράπεζα δεν ήταν ασφαλής. Εκείνες που ήσαν μέλη του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος κατέρρεαν μαζί με τις άλλες. Σε λίγο έγινε φανερό πως ακόμα και οι μεγάλες τράπεζες της Νέας Υόρκης δεν ήταν πια ασφαλείς.
Το 1931, όπως θα θυμηθούμε, ο Διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, Χάρρισον, ανακάλυψε τον εαυτό του να αναθεωρεί την καθόλου συναισθηματική άποψη ότι «η πτώχευση των μικρών τραπεζών … μπορεί να απομονωθεί». Οι καινούργιες του σκέψεις πάνω σ’ αυτό το θέμα είχαν ασφαλώς προκληθεί τον Δεκέμβρη του 1930, από την πτώχευση της Τράπεζας των »Ηνωμένων Πολιτειών». Με καταθέσεις 200 εκατομμυρίων, ήταν η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα που πτώχευσε στην αμερικάνικη ιστορία. Η τράπεζα αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην χρηματοδότηση της βιομηχανίας ενδυμάτων της Νέας Υόρκης. Το όχι πολύ πετυχημένο της όνομα έσπρωξε πολλούς ξένους να πιστέψουν – έτσι υποστηρίχτηκε πάντοτε – πως η πίστη της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ανακατεμένη μαζί της. Η ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης προσπάθησε να κινήσει το ενδιαφέρον των μεγάλων τραπεζών της Νέας Υόρκης σ’ ένα κοινό πρόγραμμα για τη διάσωσή της. Αλλά εκείνες πίστευαν πως ήταν καλύτερο να αφήσουν την Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών να κλείσει. Υπήρχαν μερικές αμφιβολίες για το αν άξιζε να διασωθεί. Το σημαντικό ήταν ότι την θεωρούσαν στους ευυπόληπτους τραπεζικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, σαν εβραϊκή επιχείρηση. Έτσι λοιπόν δεν αποτελούσε, (σύμφωνα με την κοινή αντίληψη της εποχής) ουσιαστική απώλεια.
Όταν πτώχευε μια τράπεζα, οι καταθέτες έχαναν τα χρήματά τους και δεν μπορούσαν, βέβαια, πια να ξοδέψουν. Οι δαπάνες τους λοιπόν μειώνονταν και δάνεια, ή καταθέσεις δεν δημιουργόντουσαν πια για χάρη των δανειζόμενων. Έτσι όσο διαρκούσε η ρευστοποίηση τόσο περισσότερο οι πτωχευμένες τράπεζες απαιτούσαν την εξόφληση του πιστωτικού υπολοίπου που είχαν σε άλλες τράπεζες. Με τον τρόπο αυτόν λοιπόν, τα δάνεια που δίναν και οι άλλες τράπεζες, μειώνονταν και με τη σειρά τους απαιτούσαν κι’ αυτές εξόφληση των δανείων που είχαν κάνει. Mε τον τρόπο αυτόν μειώθηκαν αμέσως και οι επενδύσεις και οι δαπάνες τους. Αλλά και πέρα απ’ αυτόν τον κύκλο, ακόμα περισσότερες τράπεζες έδειχναν πια μεγαλύτερη προσοχή και απαιτούσαν την εξόφληση δανείων, ή αρνιόντουσαν δάνεια, με παρόμοια αποτελέσματα. «την πτώχευση γλύτωσαν μόνο εκείνες οι τράπεζες που πoλύ γρήγορα και με δεξιοτεχνία μετατράπηκαν σε ιδρύματα ασφαλείας των καταθέσεων».
Και οι τραπεζικές πτωχεύσεις λοιπόν, και ο φόβος των πτωχεύσεων αυτών είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Και οι δύο ήσαν παράγοντες με τρομακτική δύναμη προτροπής στον αντιπληθωρισμό – μείωσης καταναλωτικών δαπανών και επενδύσεων, και συνεπώς πωλήσεων, παραγωγής, απασχόλησης και τιμών. Εκείνα τα χρόνια το νομισματικό σύστημα έγινε μηχανισμός με παρόμοια αποτελέσματα. Όχι πως η σχέση αιτίου και αιτιατού ξεκινούσε μονάχα από το νομισματικό σύστημα προς την κατεύθυνση της οικονομίας. Όπως οι πτωχευμένες τράπεζες κλόνιζαν την οικονομία, η μείωση στις τιμές, στην παραγωγή, τα έσοδα και την απασχόληση, καταστρέφαν τα καλά δάνεια, σκορπούσαν πανικό, και γκρέμιζαν τις τράπεζες. Η οικονομική ζωή, όπως πάντα, είναι μία μήτρα όπου το αποτέλεσμα γίνεται αιτία, και η αιτία αποτέλεσμα.
Το 1932, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ξεπέρασε, τελικά, τον φόβο του πληθωρισμού και άρχισε την εφαρμογή της πολιτικής της ανοιχτής αγοράς. Αγοράστηκαν κρατικά χρεώγραφα. Μετρητά συνεπώς ξεχύθηκαν προς τις τράπεζες. Ήταν πολύ αργά. Οι τρομαγμένοι τραπεζίτες κράτησαν τα χρήματα που πήραν, σαν μια πρόσθετη ασφάλεια για τη μέρα που θα μαζεύονταν οι καταθέτες τους. Ως ένα σημείο απ’ αυτό το φόβο, θα κρατούσαν σε λίγο αποθεματικά πολύ περισσότερα από τα αναγκαία, κι’ αυτό θα εξακολουθούσε για πολλά χρόνια. Ούτε αυτή η αλλαγή αντιλήψεων σήμαινε πως το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν έτοιμο τώρα να αναλάβει τον κλασικό του ρόλο σαν δανειστής της τελευταίας Καταφυγής. Αν μία τράπεζα βρίσκονταν σε καλή κατάσταση με πολλά διαθέσιμα μετρητά, τα δάνειά της μπορεί να αναπροεξοφλούνταν στην Ομοσπονδιακή της Τράπεζα. Αν χρειάζονταν με απελπισία χρήματα, αυτο σήμαινε προβλήματα, και το ενεργητικό της εξετάζονταν με αδιαφορία …. Ο Γουώλτερ Μπαίητζχοτ, σε μια πασίγνωστη περιγραφή των λειτουργιών της κεντρικής τράπεζας, είπε πως σε στιγμές μεγάλης κρίσης έπρεπε να κάνει γενναιόδωρα δάνεια, αλλά με μεγάλο επιτόκιο. Εκείνα τα χρόνια το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα αντίστρεψε αυτή την κλασσική συμβουλή. Έκανε τσιγγούνικα δάνεια, και με χαμηλό επιτόκιο. Με το τέλος του 1933, οι μισές σχεδόν απ’ όλες τις τράπεζες της χώρας είχαν εξαφανιστεί. Και από την αρχή του 1932, ήδη, λίγες ήσαν οι τράπεζες που οι υπάλληλοί τους δεν αναρωτιόντουσαν αν θα βρεθούν κι’ αυτές μέσα στα θύματα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η ιδέα ενός δανειστή της τελευταίας καταφυγής δεν ήταν μια ακαδημαϊκή λεπτομέρεια που μπορούσε να αφεθεί στις προφυλακτικές προτιμήσεις του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος. Ήταν κάτι που κάθε τραπεζίτης αποζητούσε επειγόντως. Αφού το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα αδρανούσε πάνω σ’ αυτό το καθήκον, ένας ειδικός δανειστής τελευταίας καταφυγής έπρεπε να δημιουργηθεί. Αυτό έγινε το 1932, όταν γεννήθηκε η Χρηματοδοτική Εταιρία για την Ανασυγκρότηση. (RFC = Reconstruction Finance Corporation).
Η RFC ξεκίνησε, εντούτοις, με αργό ρυθμό, παρ’ όλο που η ανάγκη ήταν απελπιστική. Ήδη πολλές τράπεζες διαθέταν λίγα σίγουρα περιουσιακά στοιχεία, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ενέχυρο. Είχαν ανάγκη και από κεφάλαια και απο δάνεια. Και υπήρχε ο φόβος, αν όχι του πληθωρισμού, τουλάχιστον της υπερβολικά δραστήριας ενέργειας. «Η δομή της ιδιωτικής μας πίστωσης είναι άλυτα συνδεμένη με την πίστη της κυβέρνησης των Ηνωµένων Πολιτειών», είπε από το ραδιόφωνο ο Όγκντεν Μιλλς, που ήταν τότε υπουργός Οικονομικών και μία αγαπημένη φωνή οικονομικής σοφίας, προσθέτοντας ότι «το νόμισμά μας στηρίζεται κυρίως πάνω στη πίστη των Ηνωμένων Πολιτειών. Κλονίστε αυτή την πίστη (όπως θα συμβεί με υπερβολικά βιαστικές ενέργειες) και κάθε δολλάριο που θα πιάνετε στα χέρια σας θα είναι χρωματισμένο με καχυποψία. Το χαρακτηριστικό γεγονός ότι ένας συνεχώς μεγαλύτερος αριθμός Αμερικανών δεν είχε καθόλου δολλάρια για να πιάσει στα χέρια του, ξέφυγε απ’ την προσοχή του υπουργού. Ο πρώτος διοικητής της RFC, πρώην αντιπρόεδρος Τσαρλς Γκ. Ντοζ ήταν κι’ αυτός λιγότερο από ιδεώδης. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκπροσωπούσε τον ιδιαίτερα αμερικανικό εκείνο τύπο, το πρότυπο του χωρίς δεσμεύσεις πολιτικού. Είναι άνθρωποι αυτοί εντυπωσιακής αυτοπεποίθησης, που πολυ εύκολα μπορεί κανείς να προβλέψει τις σκέψεις τους – ο Τζων Νταίηβις και ο Τζων Μακ Κλόϋ ειναι διάσημα παραδείγματα και που τους φωνάζουν οι πρόεδροι όταν πρέπει να προωθηθεί, είτε η σοφία, είτε η δράση. Αν και κατόρθωσε πολύ λίγα, ο Ντοζ πέτυχε να δραματοποιήσει θαυμάσια το ρόλο του δανειστή της τελευταίας καταφυγής. Τον Ιούνιο του 1932, παραιτήθηκε ξαφνικά, ανακοινώνοντας πως ξαναγύρισε στις υποθέσεις της τράπεζας Σέντραλ Ρηπάμπλικ Μπανκ του Σικάγου, από όπου είχε πάρει άδεια. Οι υποθέσεις αυτές είχαν ανάγκη από προσοχή. Λίγες μέρες αργότερα η Σέντραλ Ρηπάμπλικ πήρε ένα δάνειο 90 εκατομμύρια δολλάρια από την RFC. Η τράπεζα βρίσκονταν σε μοναδικά αδύνατη κατάσταση. Υπήρχαν σ’ αυτήν καταθέσεις 95 εκατομμύρια δολλάρια. Τα περιουσιακά στοιχεία που είχε στην διάθεσή της για να καλύψει αυτές τις καταθέσεις, θα πρέπει να ήταν πραγματικά ασήμαντα.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες της RFC, οι μεγάλες αναλήψεις των καταθέσεων συνεχίστηκαν. Και με το τέλος του 1932, και τις αρχές του 1933, είχαν σταματήσει να γίνωνται µόνο από ιδιωτικές και μικρές τράπεζες, και ξαπλώθηκαν πια πάνω από ολόκληρες κοινότητες και Πολιτείες ακόμα. Εκτάθηκαν επίσης στα κύρια οικoνομικά κέντρα και στις μεγάλες τράπεζες. Η θεραπεία που διάλεξαν οι υπεύθυνοι, καθώς οι μαζικές αναλήψεις γίνονταν πανδημικές, ήταν να κλείσουν όλες τις τράπεζες προτού τις κλείσουν έτσι κι’ αλλιώς οι καταθέτες τους. Έτσι, στο τέλος του Οχτώβρη του 1932, όλες οι τράπεζες της Νεβάδας σταμάτησαν τις εργασίες τους. Νωρίς τον Φλεβάρη του 1933, μαθεύτηκε πως η Χιμπέρνια Μπανκ εντ τραστ Κόμπανυ της Νέας Ορλεάνης βρίσκονταν σε άσχημη θέση. Για να δώσει μία πιστευτή δικαιολογία, όσο η τράπεζα θα κέρδιζε χρόνο για να απευθυνθεί στην RFC, ο κυβερνήτης Χιούη Λόνγκ, σκέφτηκε να καθιερώσει μια γιορτή και αργία στην μνήμη του Ζαν Λαφίτ, του διάσημου πειρατή. Αλλά πείστηκε ν’ αλλάξει γνώμη και, με μια πιο λογική απόφαση, γιόρτασε την επέτειο της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων με την Γερμανία πριν από δεκάεξι χρόνια. Έπειτα από δυό βδομάδες, η καταιγίδα χτύπησε το Μίσιγκαν. Μία από τις δυό τραπεζικές εταιρίες χαρτοφυλακίου που εκτελούσαν τις περισσότερες τραπεζικές εργασίες στην πολιτεία, η Γιούνιον Γκάρντιαν Τράστ, βρίσκονταν σε πολύ άσχημη θέση και εκλιπαρούσε βοήθεια από την RFC. Ο Τζέηµς Κούζενς, ο φιλελεύθερος ρεπουμπλικάνος, που περισσότερο κι’ απ’ τον ίδιο τον Φόρντ, δημιούργησε τον Χένρυ Φόρντ, δεν βρήκε να υπάρχει κανένας λόγος να χρησιμοποιήσει τα λεφτά των φορολογούμενων για να γλυτώσει μία άσχημα διοικημένη τράπεζα, στην δικιά του πολιτεία, ή οπουδήποτε άλλου. Ούτε και ο Χένρυ Φόρντ. Τον ρώτησαν, μια και ήταν ο μεγαλύτερος ιδιώτης καταθέτης, αν θα πειθαρχούσε τις απαιτήσεις του σε μια μορφή δανείου. Του είπαν πως ήταν δημόσιο καθήκον. Ο Φόρντ δεν αναγνώριζε κανένα τέτοιο καθήκον. Ετσι, όλες οι τράπεζες του Μίσιγκαν έπρεπε να κλείσουν. Το άκουσαν αυτό οι άνθρωποι στις αλλες πολιτείες και ξεκίνησαν, πλήθη ολόκληρα, να τρέξουν να ζητήσουν τα λεφτά τους. Καθιερώθηκαν κι’ άλλες γιορτές και αργίες. Τρεις βδομάδες αργότερα, όταν ανέλαβε την προεδρία ο Ρουζβελτ, μονάχα οι τράπεζες στο βορειοανατολικό τμήμα της χωρας λειτουργούσαν ακόμα. Στις 6 του Μάρτη 1933, σύμφωνα με μια Εκτελεστική Διαταγή που αντλούσε τη δύναμή της απ’ τον νόμο για την διεξαγωγή εμπορίου με τον εχθρό του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η αργία στις τράπεζες εξαπλώθηκε σ’ όλη την χώρα. Τις προηγούμενες βδομάδες, οι πολίτες προμηθεύονταν μετρητά για προφύλαξη. Τον Φλεβάρη, το νόμισμα, που κυκλοφορούσε, αυξήθηκε από 5, 7 δισεκατομμύρια δολλάρια σε 6,7 δισεκατομμύρια 13. Το χρήμα αυτό όμως ήταν ασήμαντο μπροστά στα περισσότερο από 30 δισεκατομμύρια σε καταθέσεις 14 που τώρα δεν ήσαν διαθέσιμα στις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες είχαν αργία.
Το 1923, η Γερμανία είχε τόσο πολύ χρήμα, που είχε χάσει την αξία του. Τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου. Οπωσδήποτε, ήταν ακόµα κάτι που μπορούσε να μάθει κανείς, για τη διαχείριση του χρήματος. Στην Γερμανία, στις αρχές του 1933, ανέβηκε στην εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ. Ένα μεγάλο μέρος από την επιτυχία του πρέπει να αποδοθεί στην τρομακτική ανεργία και στην πολύ οδυνηρή μείωση των μισθών, των ημερομισθίων, των τιμών, και των περιουσιακών αξιών, που ήταν επακόλουθα της μανιακής υπεράσπισης του μάρκου από τον Μπρύνινγκ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Μάρτη, ανέβηκε στην εξουσία ο Ρούζβελτ. Ο προκάτοχός του είχε ανατραπεί από την προεδρία, πράγμα ασυνήθιστο, μετά από μία μόνο θητεία, επειδή και αυτός, και οι σύμβουλοί του και η κεντρική του τράπεζα είχαν ακινητοποιηθεί, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, απ’ τον φόβο του πληθωρισμού.
Οποιαδήποτε κι’ αν ήταν η σημασία του χρήματος, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την σημασία των φόβων που προξενούσε. Οι τράπεζες δεν έμειναν κλειστές αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να αποκαλύψουν πως μπορεί να λειτουργήσει μια μοντέρνα οικονομία – ή να αποτύχει να λειτουργεί – χωρίς χρήματα. Σ’ αυτούς που ήταν γνωστό πως είχαν δουλειά, ή περιουσιακά στοιχεία, δίναν αγαθά, με την υπόσχεση πως θα πληρωθούν αργότερα. Σ’ αυτούς που δεν είχαν, ούτε δουλειά, ούτε χρήματα, δεν έδιναν τέτοια βοήθεια. Αλλά οι τελευταίοι, δεν είχαν ούτε βοήθεια, ούτε χρήματα και πριν κλείσουν οι τράπεζες. Η οικονομία λειτουργούσε εκείνες τις μέρες σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Αλλά λειτουργούσε σε πολύ χαμηλό επίπεδο και πριν αρχίσουν οι αργίες των τραπεζών. Υπήρχε ασφαλώς περισσότερη φτώχεια, και περισσότερος πόνος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν σταμάτησε το χρήμα, απ’ ότι στην Γερμανία όταν πλημμύρισε και έχασε την αξία του. Και οι δυό εμπειρίες μείναν για πολύν καιρό χαραγμένες στις εθνικές μνήμες».
Οι Αμερικάνοι έμαθαν και ξέχασαν. Αλλά όταν ξαναβρέθηκαν μπροστά στο πρόβλημα της μαζικής πτώχευσης των τραπεζοπιστωτικών τους οργανισμών, αφού ξαναδιδάχθηκαν από το λάθος του Πώλσον και του Μπερνάνκι με την κατάρρευση της Lehman Bros, που ανοήτως την άφησαν να καταρρεύσει, πήραν όλα τα απαραίτητα μέτρα και απέφυγαν την μαζική κατάρρευση του τραπεζικού τους συστήματος.
Οι Ευρωπαίοι (με προεξάρχοντες τους Γερμανούς) εξακολουθούν να παίζουν με την φωτιά…
Πρώτο συμπέρασμα :
Οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν από την ιστορία. Και η αλήθεια είναι ότι μαθαίνουν από αυτήν, αλλά έχουν την τάση να ξεχνούν… (Όπως οι Γερμανοί με τους διαδόχους του Μπρύνινγκ, που τους κυβερνούν)…
Γι’ αυτό, λοιπόν, κάθε πράγμα στον καιρό του, αγαπητέ Ex- European…
(Δείτε στο μπλογκ μου και το «Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1929-19932 ΚΑΙ Η ΥΦΕΣΗ 2008-2009 : ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΩΝ» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/04/1929-1932-2008-2009.html , καθώς και το : «29/10/1929 : Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΠΙΚΑΙΡΗ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/10/29101929-80.html ).
Και κάτι ακόμα, αγαπητέ και εξαιρετικέ συνομιλητή Ex – European:
Η δομή του γραπτού σου λόγου είναι πολύ σωστά διαρθρωμένη και τα επιχειρήματά σου πού σωστά τοποθετημένα (οι όποιες διαφωνίες μου, με την ουσία κάποιων εκ των επιχειρημάτων αυτών είναι άλλο ζήτημα).
Γι’ αυτό και σε παρακαλώ να γράψεις και στα ελληνικά, αφού (πιστεύω ότι) τα γνωρίζεις πολύ καλά και μπορείς να τα χειριστείς, όπως και την οθνεία αγγλική, η οποία με κουράζει και της οποίας δεν είμαι καθόλου τέλειος γνώστης.
Πάντα φιλικά και καλοπροαίρετα…
(panos : Το μοντέλο των Σουίνι είναι από το βιβλίο του Πωλ Κρούγκμαν : «Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης»).
(Και είναι γεγονός ότι αν τα μέλη του συνεταιρισμού περίμεναν τον χρόνο να τους λύσει το πρόβλημα, τότε ο θεός να βάλει το χέρι του. Πολύ περισσότερο μάλιστα θα έπρεπε ο θεός να βάλει το χέρι του αν οι σύγχρονες οικονομίες των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου περίμεναν τον χρόνο να λύσει τα προβλήματά τους και να αντιμετωπίσει την «ενόχληση» των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου, όπως, καθόλου αφελώς, διακήρυσσαν οι Λούκας και Μπερνάνκι. Ο τελευταίος μάλιστα, ως κεντροτραπεζίτης στο FED, πειραματίστηκε με αυτήν του την πρόταση, αφήνοντας την Lehman Bros να καταρρεύσει, για να ανακρούσει πρύμναν, ευθύς ως είδε την παταγώδη καταστροφή να έρχεται και να σώσει την Goldman Sachs, την Morgan Stanley και όλο το τραπεζοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α. – αν και πίσω από αυτήν του την ενέργεια, πιθανώς να υπάρχει και το προσωπικό συμφέρον).
Καλά τα λέει ο Στίγκλιτζ.
Ασταθής η αμερικανική ανάκαμψη και με προβλήματα, αλλά υπαρκτή, αφού εκεί ο καταναλωτής, σιγά – σιγά, επιστρέφει.
Στην Ευρωζώνη ο καταναλωτής είναι φευγάτος, αφού οι ευρωζωνίτες γραφειοκράτες της Ε.Κ.Τ. και οι γερμανικές χρηματοπιστωτικές ελίτ τον έχουν ρίξει στα τάρταρα!
Και φυσικά αυτός ο δρόμος, που ακολουθούν, είναι ο μόνος σίγουρος για την κόλαση.
Που θα πάει; Κάποια στιγμή θα βάλουν μυαλό και θα κόψουν φρέσκο νόμισμα. Θα είναι και αυτό μια καλή αρχή, μπροστά στο μπέρδεμα και στο αδιέξοδο, που έχουν οδηγήσει την ευρωοικονομία.
Βέβαια, θα κάνουν και άλλα, αλλά η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Και, όσον αφορά την ευρωζώνη, δεν είμαστε, ακόμα, ούτε καν στην αρχή του έργου. Είμαστε στις σκηνές της διαφήμισης του έργου, στα τρέϊλερς….
Αναζητείται, λοιπόν, επειγόντως, ένας Horace Greely Jhalmar Sacht και μια ουσιαστικά ενωμένη ομοσπονδιακή Ευρώπη.
Που θα πάει; Θα τον βρουν. Και θα ενοποιήσουν την ευρωζώνη – αυτόν τον απίθανο ευρωκαραγκιόζ μπερντέ.
Αλλιώς, θα το αποχαιρετήσουμε το ευρώ και την ζώνη του..."
(Σχόλιά μου http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129786 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129787 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129788 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129789 και http://e-rooster.gr/03/2010/2299#comment-129793 της 20/3/2010 στο άρθρο του κ. Στέφανου Αθανασιάδη, με τίτλο : "Credit Default Swaps : Λαϊκισμός και Πραγματικότητα" http://e-rooster.gr/03/2010/2299 ).
Σχόλια