29/5/1453 : Ο επίλογος της "Βασιλίδος των Πόλεων". Η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων.

«Το την Πόλιν σοι δούναι, ουτ' εμόν εστί, ουδ' άλλου των ενοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη, πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

 












Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος (ο Δραγάσης).






«Ή την Πόλιν λαμβάνω, ή η Πόλις λαμβάνει με ζώντα ή τεθνεώτα». «Η Πόλις αρκεί κενή».



















 Σουλτάνος Μωάμεθ Β' ο Πορθητής (Μεχμέτ Χαν μπέη ''Φατίχ'').



''Τα οθωμανικά στρατεύματα προετοιμάζονταν για μάχη τα χαράματα. Στο σκοτάδι της σκηνής του, ο Μωάμεθ τέλεσε θρησκευτικούς καθαρμούς και έκανε προσευχές, ικετεύοντας τον Θεό για την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το πιο πιθανό είναι ότι οι προσωπικές προετοιμασίες του περιελάμβαναν και το ντύσιμο με το μισό που είχε για φυλαχτό, πλούσια διακοσμημένο με στίχους από το Κοράνιο και ονόματα του Θεού, ως μαγική προστασία από την κακοτυχία. Φορώντας το τουρμπάνι και το καφτάνι του, ζωσμένος με ένα σπαθί στη μέση και συνοδευόμενος από τους πιο σημαντικούς διοικητές του, ξεκίνησε έφιππος να διευθύνει την επίθεση.






















Οι προετοιμασίες για ταυτόχρονη επίθεση από ξηρά και θάλασσα είχαν γίνει προσεκτικά και ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Τα πλοία πήραν τις θέσεις τους στον Κεράτιο και τον Μαρμαρά και τα στρατεύματα μαζεύτηκαν σε ζωτικά σημεία της περιοχής, έχοντας επικεντρωθεί στην κοιλάδα του Λύκου. Ο Μωάμεθ αποφάσισε να παρατάξει μεγάλο αριθμό ανδρών στο ανάχωμα και να αναπτύξει τα τάγματα του με αύξουσα σειρά χρησιμότητας και ικανότητας. Έτσι, διέταξε οι πρώτες επιθέσεις να γίνουν από τους άτακτους - τους αζάπηδες και τους ξένους βοηθητικούς, ανειδίκευτους στρατιώτες που κατατάχθηκαν για το πλιάτσικο ή ενσωματώθηκαν στην εκστρατεία βάσει του νόμου υποτέλειας. Πολλοί από αυτούς φαίνεται ότι ήταν «χριστιανοί που έμεναν στο στρατόπεδο δια της βίας», σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο, «Έλληνες, Λατίνοι, Γερμανοί, Ούγγροι - άνθρωποι από όλα τα χριστιανικά βασίλεια», σύμφωνα με τον Λεονάρδο, ένα ανομοιογενές σύνολο από φυλές και θρησκείες οπλισμένο με ποικιλία όπλων. Κάποιοι είχαν τόξα, σφεντόνες ή αρκεβούζια, αλλά η πλειονότητα απλώς διέθετε γιαταγάνια και ασπίδες. Δεν θα μπορούσε κάποιος να τους χαρακτηρίσει πειθαρχημένη πολεμική δύναμη, αλλά ο Μωάμεθ είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει τους αναλώσιμους άπιστους για να φθείρει τον εχθρό πριν εμφανιστούν στο πεδίο του θανάτου τα πιο αξιόμαχα στρατεύματα. Αυτοί είχαν μεταφερθεί από το βόρειο άκρο του τείχους, εφοδιασμένοι με μεγάλες κλίμακες και ετοιμάζονταν να επιτεθούν κατά μήκος όλου του μετώπου του Μεσοτειχίου, και ιδιαίτερα στο ανάχωμα. Χιλιάδες από αυτούς περίμεναν στο σκοτάδι τη στιγμή της επίθεσης.

















Τμήμα του τριπλού τείχους της Κωνσταντινούπολης, όπως σώζεται σήμερα.


Στη μία και μισή, αυλοί, τύμπανα και κύμβαλα έδωσαν το σήμα της επίθεσης. Τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν, και από κάθε κατεύθυνση, από ξηρά και θάλασσα, οι οθωμανικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται προς τα εμπρός. Οι άτακτοι είχαν αυστηρότατες οδηγίες να προχωρούν με σταθερό βήμα και αθόρυβα. Όταν έφτασαν στα ελάχιστα όρια του βεληνεκούς, εξαπέλυσαν καταιγιστικά πυρά «με βέλη από τους τοξότες, πέτρες από τους σφεντονιστές, σιδερένια και μολυβένια βλήματα από κανόνια και αρκεβούζια». Με τη δεύτερη διαταγή, άρχισαν να τρέχουν πάνω από την καλυμμένη τάφρο αλαλάζοντας, και ρίχτηκαν στο τείχος «με τσεκούρια, ακόντια και δόρατα». Οι αμυνόμενοι είχαν προετοιμαστεί καλά. Καθώς οι άτακτοι επιχειρούσαν να στήσουν κλίμακες για να ανέβουν στο τείχος, οι χριστιανοί τις έσπρωχναν και έριχναν φωτιά και καυτό λάδι σε αυτούς που μάχονταν στη βάση του αναχώματος. Το σκοτάδι και η σύγχυση φωτίζονταν μόνο από τις χλομές φλόγες των δαυλών και τον ήχο από «δυνατές φωνές, βλαστήμιες και κατάρες». Ο Ιουστινιάνης καθοδηγούσε τους άνδρες του και η παρουσία του αυτοκράτορα έδινε κουράγιο στην άμυνα. Το πλεονέκτημα το είχαν οι αμυνόμενοι, που «πετούσαν από τις επάλξεις μεγάλες πέτρες στους επιτιθέμενους» και εκτόξευαν βέλη και βλήματα στις πυκνές γραμμές τους, «έτσι ώστε λίγοι διέφευγαν ζωντανοί». Αυτοί που ακολουθούσαν άρχισαν να διστάζουν και να οπισθοχωρούν. Ωστόσο, ο Μωάμεθ ήταν αποφασισμένος να πιέσει τους άτακτους στα όρια. Ακριβώς πίσω τους είχε εγκαταστήσει μια γραμμή από τσαούσηδες —τη στρατιωτική αστυνομία του, οπλισμένους με ρόπαλα και μαστίγια για να τους αναγκάζουν να γυρίζουν στη θέση τους. Πιο πίσω από αυτούς είχε μια σειρά γενίτσαρους με γιαταγάνια για να σφάζουν οποιονδήποτε περνούσε αυτή τη γραμμή κι έτρεχε να ξεφύγει. Τρομερές κραυγές ακούγονταν από τους δύσμοιρους άνδρες που βρέθηκαν ανάμεσα στο χαλάζι των βλημάτων από μπροστά και στην ασφυκτική πίεση από πίσω, «και η μόνη τους επιλογή ήταν να πεθάνουν στη μία ή την άλλη πλευρά». Ξαναστράφηκαν κατά του αναχώματος, αγωνιζόμενοι να υψώσουν τις κλίμακες τους παρά τον συνεχή βομβαρδισμό που δέχονταν από πάνω - και αποδεκατίστηκαν. Μολονότι βαριές οι απώλειες τους, αυτοί οι αναλώσιμοι άνδρες πέτυχαν τον στόχο τους. Επί δύο ώρες εξάντλησαν τον εχθρό στο ανάχωμα, ώσπου ο Μωάμεθ έδωσε την άδεια στους επιζώντες να αποσυρθούν από τη σφαγή και να επιστρέψουν κουτσαίνοντας πίσω από το μέτωπο.















Κωνσταντινούπολη.


Yπήρξε μια στιγμή παύσης. Ήταν τρεις και μισή, σκοτάδι ακόμα, και η πεδιάδα φωτιζόταν από δαυλούς. Στο ανάχωμα οι άνδρες πήραν μια ανάσα και ήταν ευκαιρία να επανοργανωθούν και να κάνουν τις απαραίτητες επιδιορθώσεις. Σε άλλα σημεία η επίθεση των άτακτων έγινε με μικρότερο ζήλο, ενώ η ύπαρξη άθικτων μερών του τείχους καθιστούσε την πρόοδο δύσκολη. Επρόκειτο μάλλον για μια τακτική αντιπερισπασμού ώστε να καθηλωθούν οι άνδρες σε όλο το τμήμα και να μην υπάρχει δυνατότητα προώθησης ενισχύσεων σε αυτούς που πιέζονταν στο Μεσοτείχιον. Οι δυνάμεις είχαν απλωθεί τόσο πολύ, ώστε τα στρατεύματα που είχαν κρατηθεί ως εφεδρείες κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, ένα χιλιόμετρο μακριά, είχαν πια περιοριστεί σε μια δύναμη 300 ατόμων. Κοιτάζοντας την πεδιάδα, οι άνδρες στο τείχος ήλπιζαν, μάταια, ότι ο εχθρός θα αποσυρόταν για τη νύχτα - κάτι που δεν επρόκειτο να συμβεί.


Η στιγμή για την κλιμάκωση της σύγκρουσης είχε φτάσει. Ο Μωάμεθ πήγε έφιππος προς τα στρατεύματα που είχε φέρει από την Ανατολία και παρέμεναν στη δεξιά πλευρά του, λίγο πέρα από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αυτοί αποτελούσαν το βαρύ πεζικό, καλά εφοδιασμένοι με αλυσιδωτή θωράκιση, έμπειροι, πειθαρχημένοι και γεμάτοι με ένθερμο μουσουλμανικό ζήλο για τον στόχο. Απευθύνθηκε σε αυτούς στην καθομιλουμένη, πατρική γλώσσα που ένας σουλτάνος 21 ετών θα μπορούσε να υιοθετήσει δικαιωματικά απέναντι στη φυλή του: «Εμπρός λοιπόν, φίλοι μου και παιδιά μου! Είναι ώρα να αποδείξετε πόσο καλοί πολεμιστές είστε!» Κατηφόρισαν την κοιλάδα, στράφηκαν προς το ανάχωμα και, επικαλούμενοι το όνομα του Αλλάχ «με φωνές και κραυγές», πίεσαν προς τα εμπρός σαν συμπαγής μάζα. Όρμησαν, λέει ο Νικολό Μπάρμπαρα, «στα τείχη σαν λιοντάρια που μόλις τα ελευθέρωσαν». Αυτή η αποφασιστική προώθηση σήμανε συναγερμό για τους αμυνόμενους. Οι καμπάνες των εκκλησιών αντήχησαν σε όλη την πόλη, καλώντας κάθε άνδρα να γυρίσει, στη θέση του. Πολλοί από τους κατοίκους έτρεξαν στα τείχη για να βοηθήσουν. Άλλοι επαναλάμβαναν τις προσευχές τους στις εκκλησίες. Πέντε χιλιόμετρα μακρύτερα, έξω από την Αγία Σοφία, ο κλήρος προσέφερε τη δική του υποστήριξη. «Όταν άκουσαν τις καμπάνες, οι κληρικοί πήραν τις ιερές εικόνες, βγήκαν από την εκκλησία, στάθηκαν, προσευχήθηκαν και ευλόγησαν με τους σταυρούς όλη την πόλη. Με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσαν: "Ελέησόν μας, Κύριε και Θεέ, και σώσον ημάς από τον χαμό"».


Οι στρατιώτες της Ανατολίας διέσχισαν την τάφρο τρέχοντας και συνέχισαν να κινούνται προς τα εμπρός σαν μάζα από ατσάλι. Ο καταιγισμός πυρός που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι βαλλίστρες και τα κανόνια «σκότωσε απίστευτο πλήθος Τούρκων». Παρ' όλα αυτά, συνέχισαν να προχωρούν, καλυπτόμενοι με τις ασπίδες ενάντια στη βροχή από πέτρες και βλήματα, προσπαθώντας να ανεβούν στο ανάχωμα. «Ρίχναμε θανατηφόρα βλήματα εναντίον τους», μας λέει ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, «και εξακοντίζαμε βέλη με τις βαλλίστρες στις πυκνές γραμμές τους». Χάρη στην αριθμητική υπεροχή τους, οι στρατιώτες από την Ανατολία κατάφεραν να στήσουν κλίμακες στο ανάχωμα. Οι αμυνόμενοι τις έριξαν και πάλι κάτω, χτυπώντας παράλληλα τους επιτιθέμενους με πέτρες και καίγοντας τους με καυτή πίσσα. Για λίγο οι Οθωμανοί αποσύρθηκαν, αλλά γρήγορα επανήλθαν. Πίσω από το ανάχωμα οι αμυνόμενοι μάχονταν κατάπληκτοι και τρομοκρατημένοι από το θάρρος του εχθρού, που έμοιαζε να καθοδηγείται από μια υπεράνθρωπη δύναμη. Προφανώς δεν είχαν ανάγκη από άλλο κίνητρο, αφού αυτός ο στρατός «αποτελούνταν από θαρραλέους άνδρες», όπως μας λέει ο Μπάρμπαρο, «που συνέχιζαν να υψώνουν τους αλαλαγμούς τους στα ουράνια και ξεδίπλωναν τα λάβαρα τους με όλο και μεγαλύτερη μανία. Θαύμαζε κανείς αυτά που έκαναν αυτά τα θηρία! Ο στρατός τους καταστρεφόταν, κι αυτοί με περισσή ανδρεία συνέχιζαν να προσπαθούν να περάσουν το χαντάκι». Ο μεγάλος αριθμός τους και οι δικοί τους νεκροί εμπόδιζαν τους στρατιώτες της Ανατολίας που ξεχύνονταν συνεχώς μπροστά σε διαδοχικά κύματα. Σε μια προσπάθεια να σκαρφαλώσουν σε μια πυραμίδα από ανθρώπινα σώματα για να φτάσουν στην κορυφή του αναχώματος ποδοπατούσε ο ένας τον άλλο. Κάποιοι τα κατάφεραν να φτάσουν εκεί, πετσοκόβοντας και λιανίζοντας άγρια τους αντιπάλους τους. Πολεμούσαν σώμα με σώμα πάνω σε μια χωμάτινη επιφάνεια που ήταν γεμάτη από ανθρώπινα κορμιά. Έχοντας ελάχιστο χώρο για να κινηθούν, η φυσική πίεση και η ικανότητα για μάχη ήταν εξίσου καθοριστικές για το αν οι στρατιώτες από την Ανατολία θα απωθούσαν τους εχθρούς τους ή θα έπεφταν οι ίδιοι κάτω, στον σωρό των νεκρών και ετοιμοθάνατων ανδρών που ακόμα βογκούσαν, φώναζαν και καταριόνταν, ανάμεσα σε παρατημένα όπλα, κράνη, τουρμπάνια και ασπίδες.


Η κατάσταση άλλαζε από λεπτό σε λεπτό. «Κάποιες στιγμές το πεζικό περνούσε το τείχος και το ανάχωμα, πιέζοντας με τόλμη και αποφασιστικότητα. Κάποιες άλλες συναντούσαν τεράστια αντίσταση που τους έσπρωχνε πίσω». Ο ίδιος ο Μωάμεθ κάλπασε μπροστά, παρακινώντας τους με φωνές και κραυγές, ρίχνοντας κύματα ξεκούραστων πολεμιστών στο στενό πέρασμα όταν αυτοί που ήταν στην πρώτη γραμμή δείλιαζαν ή σκοτώνονταν. Διέταξε να μπει στον αγώνα και το μεγάλο κανόνι. Καταιγισμός από πέτρινες οβίδες έλουσε τα τείχη, ταλαιπωρώντας τους αμυνόμενους και σακατεύοντας τους στρατιώτες της Ανατολίας. Σκοτάδι και σύγχυση κάλυπτε τα πάντα λίγο πριν από την αυγή του καλοκαιριάτικου πρωινού, ο καταιγιστικός θόρυβος της μάχης ήταν τόσο εκκωφαντικός, «που ο αέρας φαινόταν να σχίζεται στα δύο» από την υπόκωφη βροντή των τύμπανων, τον οξύ ήχο αυλών, την κλαγγή των κυμβάλων, τις κωδωνοκρουσίες από τις καμπάνες των εκκλησιών, το σφύριγμα των βελών καθώς σαΐτευαν τον νυχτερινό αέρα, τον ενισχυμένο υπόγειο βρυχηθμό του οθωμανικού κανονιού που δονούσε το έδαφος, τον ξερό κρότο των τουφεκιών. Τα σπαθιά ηχούσαν άγρια πάνω στις ασπίδες, απαλά πάνω στους λαιμούς που έκοβαν, βέλη καρφώνονταν σε στήθη, μολυβένιες σφαίρες έσπαγαν πλευρά, πέτρες συνέθλιβαν κρανία - και πίσω από αυτούς τους ήχους η ακόμα πιο τρομακτική οχλαγωγία των ανθρώπινων φωνών: προσευχές και κραυγές μάχης, φωνές ενθάρρυνσης, βρισιές, ουρλιαχτά, κλάματα και ο υπόκωφος ρόγχος των ετοιμοθάνατων. Το μέτωπο ήταν γεμάτο καπνό και σκόνη. Ισλαμικά μπαϊράκια υψώνονταν με ελπίδα στο σκοτάδι. Γενειοφόρα πρόσωπα, κράνη και αρματωσιές φωτίζονταν από δαυλούς που κάπνιζαν, ενώ τα πληρώματα των κανονιών γινόταν στιγμιαία πίνακες που φωτίζονταν από το φως της έκρηξης του κανονιού. Μικρές γλώσσες φωτιάς έβγαιναν από τα τουφέκια που άστραφταν στο σκοτάδι, ρυάκια υγρού πυρός κυλούσαν στα τείχη σαν βροχή από χρυσάφι.














Ένα από τα σωζόμενα πετροβόλα κανόνια, που κτύπησαν τότε την Κωνσταντινούπολη.


Μία ώρα πριν από την αυγή, ένα από τα μεγάλα κανόνια κατάφερε μια βολή ακριβώς πάνω στο ανάχωμα και άνοιξε μια τρύπα. Σύννεφα σκόνης και καπνός από το κανόνι κάλυψαν την πρώτη γραμμή, αλλά οι στρατιώτες από την Ανατολία αντέδρασαν πιο γρήγορα και πίεσαν προς το άνοιγμα. Πριν προλάβουν οι αμυνόμενοι να αντιδράσουν, 300 άτομα είχαν μπει μέσα. Για πρώτη φορά οι Οθωμανοί εισχώρησαν στον θύλακα. Εκεί μέσα κυριάρχησε το χάος. Οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν απεγνωσμένα και αντιμετώπισαν τους στρατιώτες της Ανατολίας στον στενό χώρο ανάμεσα στα δυο τείχη. Το ρήγμα δεν ήταν προφανώς τόσο μεγάλο ώστε να επιτρέψει την είσοδο πολλών ανδρών, και οι επιτιθέμενοι σύντομα βρέθηκαν περικυκλωμένοι, με την πλάτη στον τοίχο. Μεθοδικά, οι Έλληνες και. οι Ιταλοί τους κατέσφαξαν. Δεν έζησε κανένας. Ενθουσιασμένοι από αυτή την επιτυχία τους, οι αμυνόμενοι απώθησαν τους αντιπάλους πίσω από το ανάχωμα. Απογοητευμένοι οι Οθωμανοί υποχώρησαν παραπαίοντας για πρώτη φορά. Ήταν πέντε και μισή. Οι αμυνόμενοι πολεμούσαν ασταμάτητα επί τέσσερις ώρες.












Τμήμα της αρχαίας αλυσίδας, με την οποία οι Βυζαντινοί έκλειναν τον Κεράτιο Κόλπο (photo του 19ου αιώνα).


Μέχρι εκείνη την ώρα του πρωινού ελάχιστη ουσιαστική πρόοδος είχε επιτευχθεί από τις υπόλοιπες οθωμανικές δυνάμεις. Μέσα στον Κεράτιο, ο Ζαγανός Πασάς είχε καταφέρει να τοποθετήσει την πλωτή γέφυρα στη διάρκεια της νύχτας και να προωθήσει μεγάλο αριθμό στρατιωτών στην παραλία κοντά στα Χερσαία Τείχη. Παράλληλα, έφερε τις μικρές γαλέρες αρκετά κοντά ώστε οι τοξότες και οι τυφεκιοφόροι του να βρίσκονται σε απόσταση βολής από τα τείχη. Μετέφερε κλίμακες και ξύλινους πύργους στο ίδιο σημείο και προσπάθησε να κάνει έφοδο στους προμαχώνες. Η απόπειρα απέτυχε. Η απόβαση του Χαλίλ στον Μαρμαρά ήταν εξίσου ανεπιτυχής. Τα ρεύματα καθιστούσαν δύσκολη τη σταθεροποίηση των πλοίων και η κυρίαρχη θέση των Θαλάσσιων Τειχών που υψώνονταν ακριβώς πάνω από το νερό δεν παρείχε το αναγκαίο έδαφος στο οποίο θα εγκαθίστατο προγεφύρωμα. Αν και οι προμαχώνες ήταν ελάχιστα επανδρωμένοι και πολλά σημεία τους τα είχαν εμπιστευτεί αποκλειστικά σε μοναχούς, οι εισβολείς απωθήθηκαν εύκολα ή πιάστηκαν και αποκεφαλίστηκαν. Νότια του Μεσοτειχίου, ο Ισάκ Πασάς ασκούσε κάποια πίεση στους αμυνόμενους, αλλά τα καλύτερα στρατεύματα του από την Ανατολία είχαν πάει να επιτεθούν στο ανάχωμα. Μια πιο σοβαρή προσπάθεια έγινε από τους άνδρες του Καρατζά Πασά στην περιοχή του παλατιού των Βλαχερνών — ένα από τα μέρη που ο Μωάμεθ θεωρούσε ότι παρείχαν εύκολη πρόσβαση στην πόλη. Ήταν ένα σημείο «όπου η άμυνα της πόλης παρέπαιε» εξαιτίας της κατάστασης του τείχους, αλλά η αμυντική γραμμή βελτιώθηκε από τους τρεις Γενοβέζους αδελφούς Μποκιάρντο, οι οποίοι ήταν ικανότατοι επαγγελματίες στρατιώτες. Σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο, «αυτοί δεν φοβόνταν τίποτα - ούτε τα τείχη που κατέρρεαν από τις επιθέσεις ούτε τους κανονιοβολισμούς», εξασκούνταν «μέρα και νύχτα και επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη ετοιμότητα με τις βαλλίστρες και τα τρομερά τους όπλα». Κατά διαστήματα έκαναν εξόδους από την Κερκόπορτα και παρεμπόδιζαν την εχθρική δραστηριότητα. Οι άνδρες του Καρατζά δεν έκαναν καμιά πρόοδο. Το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου ακόμα κυμάτιζε πάνω από το σκοτεινό παλάτι.


Η αποτυχία των άτακτων και των μεραρχιών από την Ανατολία μετά από τέσσερις ώρες μάχης φαίνεται ότι εξαγρίωσε τον Μωάμεθ. Ακόμα χειρότερα, τον έκανε ανυπόμονο. Του είχε απομείνει μόνο ένα σώμα ξεκούραστων στρατευμάτων: το τάγμα του παλατιού του, 5.000 επίλεκτοι επαγγελματίες στρατιώτες που αποτελούσαν την προσωπική του φρουρά, «άνδρες οπλισμένοι πάρα πολύ καλά, τολμηροί και. θαρραλέοι, και πολύ μπροστά από όλους τους άλλους σε εμπειρία και αξία. Αποτελούσαν την αφρόκρεμα του στρατού του: βαρύ πεζικό, τοξότη και ακοντιστές, και μαζί με αυτούς το τάγμα των γενίτσαρων». Αποφάσισε να τους ρίξει αμέσως στη μάχη, προτού οι αμυνόμενοι προλάβουν να ανασυνταχθούν. Όλα εξαρτιόνταν από αυτό τον ελιγμό. Αν δεν κατάφερναν να σπάσουν τις γραμμές του αντιπάλου σε λίγες ώρες, η ορμή θα χανόταν, θα έπρεπε να αποσύρει τα εξαντλημένα στρατεύματα και, στην ουσία, να λύσει την πολιορκία.


Στον θύλακα δεν υπήρχε χρόνος για ανάπαυλα. Οι απώλειες ήταν πιο βαριές στο δεύτερο κύμα της επίθεσης και οι άνδρες είχαν κουραστεί. Η δίψα για αντίσταση, όμως, παρέμενε μεγάλη και, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, δεν τους κατανικούσε τίποτα: «Ούτε η πείνα που τους κυρίευσε, ούτε η αϋπνία, ούτε η συνεχής και ακατάπαυστη μάχη, ούτε οι πληγές και η σφαγή, ούτε ο θάνατος των συγγενών τους μπροστά στα μάτια τους, ούτε κανένα από τα τρομερά πράγματα που συνέβαιναν μπορούσαν να τους κάνουν να παραδοθούν ή να. κάμψουν τον ζήλο και την αποφασιστικότητα τους». Βέβαια, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να μείνουν εκεί όπου ήταν και να πολεμήσουν. Δεν είχαν αντικαταστάτες -δεν υπήρχαν εφεδρείες-, αλλά οι Ιταλοί μάχονταν υπό τις διαταγές του Ιουστινιάνη και οι Έλληνες με την παρουσία του αυτοκράτορα, ηγετών των οποίων το «παρών» που αυτοί έδιναν στη μάχη παρείχε ίδια κίνητρα με την παρουσία του σουλτάνου για τον οθωμανικό στρατό.


Ο Μωάμεθ ήξερε ότι έπρεπε να χτυπήσει πάλι πριν βαλτώσει η επίθεση. Τώρα, ή ποτέ, οι στρατιώτες του έπρεπε να αποδείξουν ότι ήταν ικανοί. Ιππεύοντας μπροστά με το άλογο του παρακινούσε τους στρατιώτες του να πολεμήσουν σαν ήρωες. Οι διαταγές που είχε εκδώσει ήταν σαφείς, και ο Μωάμεθ οδήγησε ο ίδιος τους άνδρες του με σταθερό βήμα στις παρυφές της τάφρου. Ήθελε ακόμα μία ώρα για να ξημερώσει, αλλά τα αστέρια έσβηναν «και το σκοτάδι της νύχτας έδινε τη θέση του στην αυγή». Σταμάτησαν στην τάφρο. Εκεί διέταξε «τους τοξότες, τους σφεντονιστές και τους τυφεκιοφόρους να σταθούν σε κάποια απόσταση και να χτυπήσουν στα δεξιά, εναντίον των αμυνομένων στον φράχτη και στο χιλιοχτυπημένο τείχος». Καταιγιστικά πυρά κατευθύνθηκαν στα τείχη: «Εκτοξεύθηκαν τόσα ακόντια και βέλη, που δεν μπορούσες να δεις τον ουρανό». Οι αμυνόμενοι αναγκάστηκαν να σκύψουν πίσω από το ανάχωμα, καθώς «το σύννεφο βελών και οβίδων έπεφτε σαν νιφάδες χιονιού». Με ένα άλλο σήμα το πεζικό προχώρησε «με μια δυνατή και τρομακτική πολεμική ιαχή» «όχι σαν Τούρκων αλλά σαν λιονταριών». Προχώρησαν προς το ανάχωμα ωθούμενοι από ένα τείχος θορύβου, το υπέρτατο ψυχολογικό όπλο του οθωμανικού στρατού, τόσο δυνατού, που ακουγόταν στην απέναντι ασιατική ακτή, οκτώ χιλιόμετρα μακριά από το στρατόπεδο τους. Ο ήχος από τα τύμπανα και τους αυλούς, οι κραυγές και οι βρισιές των αξιωματικών, ο βροντερός βρυχηθμός του κανονιού και οι διαπεραστικές κραυγές των ίδιων των ανδρών στόχευαν στο να απελευθερώσουν τη δική τους αδρεναλίνη και να σπάσουν τα νεύρα του αντιπάλου - πράγμα που κατάφεραν. «Με τον θόρυβο και τις φωνές τους έσπειραν τον τρόμο μέσα στην πόλη και μας πήραν την παλικαριά» κατέγραψε ο Μπάρμπαρο. Η επίθεση ήταν συντονισμένη και, ταυτόχρονη σε όλο το μήκος του χερσαίου τείχους, όπως σπάει το κύμα στην ακτή. Και πάλι οι καμπάνες των εκκλησιών χτύπησαν και πάλι οι άμαχοι κατέφυγαν στις προσευχές τους.


Το βαρύ πεζικό και οι γενίτσαροι «ρίχτηκαν ξεκούραστοι και με όρεξη στη μάχη». Πολεμούσαν μπροστά στον σουλτάνο τους και για την τιμή τους αλλά και για την ανταμοιβή που τους περίμενε αν έφταναν πρώτοι στις επάλξεις. Προχώρησαν προς το ανάχωμα χωρίς δειλία ή δισταγμό, «σαν άνδρες αποφασισμένοι να μπουν στην πόλη», και ήξεραν πώς να το καταφέρουν. Έριξαν κάτω τα βαρέλια και τους ξύλινους πυργίσκους με αγκιστρωτά κοντάρια, διέλυσαν τον σκελετό του αναχώματος, έστησαν κλίμακες στις επάλξεις και, καλύπτοντας τα κεφαλιά τους με τις ασπίδες, επιχείρησαν να ανεβούν, ενώ βροχή έπεφταν πάνω τους βράχοι και βλήματα. Οι αξιωματικοί από πίσω φώναζαν διαταγές και ο ίδιος ο σουλτάνος έτρεχε πάνω κάτω με το άλογο του φωνάζοντας και δίνοντας κουράγιο.

Από την άλλη πλευρά, οι κουρασμένοι Έλληνες και Ιταλοί μπήκαν στη μάχη. Ο Ιουστινιάνης με τους άνδρες του και ο Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από «όλους τους ευγενείς, τους σπουδαιότερους ιππότες και τους πιο γενναίους άνδρες του» πίεζε μπροστά από τους προμαχώνες με «λόγχες, τσεκούρια, δόρατα, κοντάρια και άλλα επιθετικά όπλα». Το πρώτο κύμα των στρατευμάτων του παλατιού «έπεσε, χτυπημένο από τις πέτρες, και σκοτώθηκαν πολλοί», αλλά έτρεξαν αμέσως άλλοι που τους αναπλήρωσαν. Δεν σημειώθηκε οπισθοχώρηση. Σύντομα μετατράπηκε σε μια σώμα με σώμα, πρόσωπο με πρόσωπο μάχη για τον έλεγχο του προμαχώνα, με κάθε πλευρά να πολεμά με απόλυτη πίστη στην τιμή, στον Θεό και στις μεγάλες ανταμοιβές οι μεν, στον Θεό και στην επιβίωση οι δε. Στην κλειστή μάχη ο τρομακτικός ήχος των φωνών γέμιζε τον αέρα - «οι ανάμεικτοι ήχοι από βλαστήμιες, απειλές, επιτιθέμενους, αμυνόμενους, από αυτούς που πυροβολούσαν, από αυτούς που πυροβολούνταν, από φονιάδες κι ετοιμοθάνατους, από αυτούς που από θυμό και, οργή έκαναν κάθε είδους αποτρόπαια πράγματα». Πίσω, τα κανόνια εκσφενδόνιζαν τα τεράστια βλήματα τους και, γεμίζοντας καπνό το πεδίο της μάχης, πότε έκρυβαν και πότε φανέρωναν τους μαχητές στον αντίπαλο. «Όλα έμοιαζαν απόκοσμα», σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο.



Η μάχη συνεχίστηκε για μία ώρα, με τα τάγματα του σουλτάνου να σημειώνουν ελάχιστη πρόοδο. Οι αμυνόμενοι δεν έκαναν βήμα πίσω. «Τους απωθήσαμε σθεναρά», λέει ο Λεονάρδος, «αλλά πολλοί άνδρες μας τραυματίστηκαν και αποσύρθηκαν από το πεδίο. Ωστόσο, ο Ιουστινιάνης, ο διοικητής μας, ήταν ακόμα όρθιος και οι άλλοι λοχαγοί παρέμεναν στις θέσεις μάχης». Έφτασε μια στιγμή, δυσδιάκριτη στην αρχή, που αυτοί που ήταν μέσα στο ανάχωμα ένιωσαν την πίεση των Οθωμανών να χαλαρώνει λίγο. Ήταν το σημείο καμπής, η στιγμή που η μάχη έπαιρνε άλλη τροπή. Ο Κωνσταντίνος το διαπίστωσε και παρότρυνε τους μαχητές του. Σύμφωνα με τον Λεονάρδο, φώναξε στους άνδρες του: «Γενναίοι μου στρατιώτες, ο στρατός του αντιπάλου εξασθενεί, το στέμμα της νίκης είναι δικό μας. Ο Θεός είναι με το μέρος μας, συνεχίστε να πολεμάτε». Οι Οθωμανοί παρέπαιαν. Οι ταλαιπωρημένοι αμυνόμενοι βρήκαν νέο κουράγιο.












Το Παλάτι των Βλαχερνών - Το στρατηγείο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (photo του 19ου αιώνα).


Και τότε δύο παράξενα συμβάντα άλλαξαν την τροπή της μάχης. Πεντακόσια μέτρα μακρύτερα, προς το παλάτι των Βλαχερνών, οι αδελφοί Μποκιάρντο είχαν απωθήσει με επιτυχία τα στρατεύματα του Καρατζά Πασά, εκτελώντας εφόδους από την Κερκόπορτα, την κρυμμένη δίοδο σε μια γωνία των τειχών. Η πύλη αυτή ήταν γραφτό να επιβεβαιώσει την παλιά προφητεία. Επιστρέφοντας από μια εξόρμηση, ένας από τους Ιταλούς στρατιώτες δεν έκλεισε την πόρτα πίσω του. Καθώς είχε αρχίσει να ξημερώνει, κάποιοι άνδρες του Καρατζά Πασά εντόπισαν την ανοιχτή πόρτα και όρμησαν μέσα. Πενήντα κατάφεραν να ανεβούν τα εσωτερικά σκαλοπάτια και αιφνιδίασαν τους στρατιώτες στην κορυφή του τείχους. Μερικοί σφαγιάστηκαν, άλλοι προτίμησαν να πηδήξουν προς τον θάνατο. Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς συνέβη μετά. Φαίνεται ότι οι εισβολείς απομονώθηκαν με επιτυχία πριν' κάνουν μεγαλύτερη ζημιά, κατάφεραν όμως να κατεβάσουν το λάβαρο του Αγίου Μάρκου και τα αυτοκρατορικά λάβαρα από κάποιους πυργίσκους και να τα αντικαταστήσουν με οθωμανικά.


Στο ανάχωμα, ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιάνης δεν γνώριζαν τις εξελίξεις. Κρατούσαν τις θέσεις τους με αυτοπεποίθηση, όταν η ατυχία τους κατάφερε ένα πιο σοβαρό πλήγμα. Ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε. Για πολλούς ήταν ο Θεός των χριστιανών ή των μουσουλμάνων που απάντησε ή απέρριψε τις προσευχές και προκάλεσε αυτό το γεγονός. Για τους διαβασμένους Έλληνες ήταν μια στιγμή βγαλμένη κατευθείαν από τον Όμηρο: μια ξαφνική αλλαγή στην τροπή της μάχης που προκλήθηκε, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, από «την κακή και αδυσώπητη μοίρα», τη στιγμή που μια γαλήνια και ανελέητη θεά που παρακολουθεί τη μάχη με ολύμπια αποστασιοποίηση αποφασίζει να ανατρέψει το αποτέλεσμα, κάνοντας σκόνη τον ήρωα και λυγίζοντας τα γόνατα του.


Δεν υπάρχει ομοφωνία για το τι ακριβώς συνέβη, όλοι όμως αναγνωρίζουν τη σημασία του: επέφερε αναστάτωση στα γενοβέζικα στρατεύματα. Γνωρίζοντας τα γεγονότα που ακολούθησαν, οι περιγραφές είναι αποσπασματικές και αλληλοσυγκρουόμενες: ο Ιουστινιάνης «φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα», πέφτει στο έδαφος με μια δεκάδα τρόπους. Χτυπήθηκε από βέλος στο δεξί πόδι, χτυπήθηκε στο στήθος από βλήμα βαλλίστρας, μαχαιρώθηκε από κάτω στην κοιλιά ενώ πολεμούσε στον προμαχώνα. Ένα μολυβένιο βλήμα τον χτύπησε στο πίσω μέρος του χεριού και διαπέρασε την πανοπλία του, χτυπήθηκε στον ώμο από τουφέκι, χτυπήθηκε από πίσω από κάποιον συμπολεμιστή του κατά λάθος - ή σκόπιμα. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι χτυπήθηκε στο πάνω μέρος της πανοπλίας από μολυβένιο βλήμα και άνοιξε μικρή τρύπα, προκαλώντας σοβαρή εσωτερική βλάβη.


Ο Ιουστινιάνης πολεμούσε συνεχώς από την έναρξη της πολιορκίας και ήταν σίγουρα εξαντλημένος· πέρα από τις ανθρώπινες αντοχές. Είχε τραυματιστεί την προηγούμενη μέρα και αυτή η δεύτερη πληγή φαίνεται ότι επηρέασε το ηθικό του. Καθώς δεν μπορούσε να σταθεί και ήταν πληγωμένος πιο σοβαρά από ό,τι πίστευαν οι γύρω του, διέταξε τους άνδρες του να τον πάνε στο πλοίο για να του παρασχεθεί ιατρική φροντίδα. Πήγαν στον αυτοκράτορα να ζητήσουν το κλειδί για μια από τις πύλες. Ο Κωνσταντίνος τρομοκρατήθηκε από τον κίνδυνο που θα επέφερε η αποχώρηση του σημαντικότερου διοικητή και παρακάλεσε τον Ιουστινιάνη και τους αξιωματικούς του να μείνουν ώσπου να περάσει ο κίνδυνος, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Ο Ιουστινιάνης ανέθεσε τη διοίκηση σε δύο αξιωματικούς του και υποσχέθηκε να επιστρέψει μόλις φροντιζόταν η πληγή του. Παρά τη θέληση του, ο Κωνσταντίνος έδωσε το κλειδί. Η πύλη άνοιξε και η σωματοφυλακή του τον μετέφερε στη γαλέρα του στον Κεράτιο. Η απόφαση ήταν καταστροφική. Ο πειρασμός της ανοιχτής πύλης ήταν πολύ μεγάλος για τους άλλους Γενοβέζους, που, βλέποντας τον διοικητή τους να αποχωρεί, ξεχύθηκαν στην πύλη πίσω του.


Απελπισμένα ο Κωνσταντίνος και ο περίγυρος του επιχείρησαν να αναχαιτίσουν το κύμα φυγής. Απαγόρευσαν στους Έλληνες να ακολουθήσουν τους Ιταλούς στην έξοδο από τον θύλακα και τους διέταξαν να πυκνώσουν τις γραμμές και να γεμίσουν τα κενά στην πρώτη γραμμή. Ο Μωάμεθ φαίνεται ότι αντιλήφθηκε ότι η άμυνα παρουσίασε κενά και παρακίνησε τα στρατεύματα του για άλλη μία απόπειρα. «Φίλοι μου, πήραμε την πόλη!» φώναξε. «Λίγη ακόμα προσπάθεια και η πόλη είναι δική μας!»


Μια ομάδα γενίτσαρων υπό τις οδηγίες ενός από τους αγαπημένους αξιωματικούς του Μωάμεθ, του Καφερ Μπέη, έτρεξε μπροστά φωνάζοντας «Αλλάχου άκμπαρ -Ο Θεός είναι μεγάλος». Με το σύνθημα του σουλτάνου να αντηχεί στα αυτιά τους - «Εμπρός γεράκια μου, πολεμήστε λιοντάρια μου!» - και θυμούμενοι τις αμοιβές που υποσχέθηκε γι' αυτόν που θα υψώσει τη σημαία στα τείχη, όρμησαν προς το ανάχωμα. Στην πρώτη γραμμή, κραδαίνοντας μια οθωμανική σημαία, ήταν ένας γίγαντας, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ, συνοδευόμενος από 30 συντρόφους του. Καλύπτοντας το κεφάλι του με την ασπίδα μπόρεσε να φτάσει στις επάλξεις, απωθώντας τους παραπαίοντες αμυνόμενους και βρέθηκε στην κορυφή. Κατάφερε να κρατηθεί στη θέση αυτή για λίγο με τη σημαία στο χέρι, εμπνέοντας τους γενίτσαρους να τον ακολουθήσουν. Ήταν μια χαρακτηριστική και συναρπαστική εικόνα του οθωμανικού θάρρους -ο γιγάντιος γενίτσαρος να καρφώνει τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη μιας χριστιανικής πόλης-, προορισμένη να απαθανατιστεί στη μυθολογία του έθνους. Σύντομα όμως οι αμυνόμενοι ανασυντάχθηκαν και αντεπιτέθηκαν με μια ομοβροντία από πέτρες, ακόντια και βέλη. Έριξαν κάτω αρκετούς από τους 30 και στρίμωξαν τον Χασάν, τον γονάτισαν και τον κομμάτιασαν όμως τριγύρω όλο και περισσότεροι γενίτσαροι ανέβαιναν στον προμαχώνα και περνούσαν από τα κενά που δημιουργήθηκαν στο ανάχωμα. Σαν πλημμυρίδα που κατακλύζει παράκτιες οχυρώσεις, χιλιάδες άνδρες άρχισαν να μπαίνουν στον θύλακα απωθώντας αμείλικτα τους αμυνόμενους με το βάρος του αριθμού τους. Σύντομα στριμώχτηκαν στο εσωτερικό τείχος, μπροστά από το οποίο είχαν σκάψει ένα χαντάκι. Στον συνωστισμό, μερικοί έπεσαν μέσα και παγιδεύτηκαν. Καθώς δεν μπορούσαν να βγουν πάλι επάνω, σφαγιάστηκαν.


Ενόσω το άνοιγμα μεγάλωνε, όλο και περισσότεροι Οθωμανοί εισορμούσαν στον θύλακα. Πολλοί σκοτώθηκαν από τους αμυνόμενους που τους βομβάρδιζαν από το ανάχωμα, αλλά το κύμα ήταν πλέον ασταμάτητο. Σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο, μέσα σε ένα τέταρτο μπήκαν 30.000 στον θύλακα, βγάζοντας «τέτοιες κραυγές, που νόμιζες ότι είσαι στην Κόλαση». Την ίδια στιγμή, εντοπίστηκαν οι σημαίες που υψώθηκαν από μερικούς εχθρούς που εισέβαλαν σε πύργους κοντά στην Κερκόπορτα και όλοι φώναζαν «η Πόλις εάλω». Πανικός κατέλαβε τους αμυνόμενους. Γύρισαν και άρχισαν να τρέχουν αναζητώντας τρόπο να διαφύγουν από τις αμπαρωμένες πύλες του θύλακα προς την πόλη. Την ίδια στιγμή οι άνδρες του Μωάμεθ άρχισαν να ανεβαίνουν στο εσωτερικό τείχος και πυροβολούσαν τους παγιδευμένους από ψηλά.


Υπήρχε μόνο μία δυνατή οδός διαφυγής - η μικρή έξοδος από την οποία είχε βγει λίγο πριν ο Ιουστινιάνης. Όλες οι άλλες ήταν κλειστές. Μια καταδιωκόμενη ανθρώπινη μάζα έπεσε πάνω στην πόρτα, πατώντας ο ένας τον άλλο στην προσπάθεια τους να διαφύγουν, «κι έτσι όλοι έγιναν ένα κουβάρι ζωντανών που τελικά εμπόδιζε την έξοδο σε όλους». Κάποιοι έπεσαν και ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου, ενώ άλλοι σφαγιάστηκαν από το βαρύ πεζικό των Οθωμανών που τώρα σάρωνε τον θύλακα σε σχηματισμό. Ο σωρός των πτωμάτων υψώθηκε τόσο πολύ, που απέκλειε κάθε ελπίδα διαφυγής. Όσοι επέζησαν στο ανάχωμα χάθηκαν στη σφαγή που ακολούθησε. Μπροστά στις άλλες πύλες -τη Χαρσία και τη στρατιωτική του Πέμπτου- κείτονταν παρόμοιες στοίβες πτωμάτων, αφού αυτοί που έτρεξαν μέχρι εκεί δεν μπορούσαν να βγουν από τις κλειδωμένες εξόδους. Κάπου μέσα σε αυτό το αποπνικτικό συνονθύλευμα του πανικού και του χαμού είδαν τον Κωνσταντίνο για τελευταία φορά, περιστοιχισμένο από τους πιο πιστούς ακόλουθους του -τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, τον Ιωάννη τον Δαλματό, τον Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο- να αγωνίζεται, να μάχεται απελπισμένα, να πέφτει, να ποδοπατιέται και να χάνεται από την Ιστορία ταξιδεύοντας στον μεταθανάτιο θρύλο. Ήταν οι τελευταίες του στιγμές, όπως τις περιέγραψαν μη αξιόπιστοι μάρτυρες, που, το πιο πιθανό, δεν ήταν παρόντες.


Ένα απόσπασμα γενίτσαρων σκαρφάλωσε πάνω στα νεκρά σώματα και διέλυσε τη στρατιωτική Πύλη του Πέμπτου. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, κάποιοι στράφηκαν αριστερά προς τη Χαρσία Πύλη και την άνοιξαν από μέσα, ενώ άλλοι, κατευθυνόμενοι προς τα δεξιά, άνοιξαν την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οθωμανικές σημαίες άρχιζαν να κυματίζουν στον πρωινό άνεμο από τον ένα πύργο στον άλλο. «Τότε όλος ο υπόλοιπος στρατός όρμησε [...] και ο σουλτάνος στεκόταν μπροστά στο μεγάλο τείχος, όπου βρισκόταν το μεγάλο λάβαρο και τα λάβαρα με τις αλογοουρές και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα». Ξημέρωνε, ο ήλιος ανέτελλε. Οι Οθωμανοί στρατιώτες προχωρούσαν ανάμεσα στους πεσμένους αντιπάλους, αποκεφαλίζοντας νεκρούς και ετοιμοθάνατους. Μεγάλα αρπακτικά πουλιά έκαναν κύκλους από ψηλά. Η άμυνα είχε καταρρεύσει σε λιγότερες από πέντε ώρες.''


ΡΟΤΖΕΡ ΚΡΟΟΥΛΥ : «Κωνσταντινούπολη 1453. Η τελευταία μεγάλη πολιορκία». Εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ» ΑΘΗΝΑ 2005. Σελίδες 368 – 387.


Η πολυετής πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στην Τουρκία, ως απότοκο των παθογενειών της κοινωνίας της, που προέρχονται από την αρχέγονη συγκρότησή της, συμπίπτει, για μία ακόμη φορά, με την επέτειο της εδραίωσης της κοινωνίας αυτής, δηλαδή, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης τα ξημερώματα της Τρίτης 29ης Μαΐου 1453, στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων και του ανηλεούς, αλλά εκσυγχρονιστή για τα δεδομένα της εποχής, Σουλτάνου Μωάμεθ Β' του Πορθητή, του ονομαζόμενου Μεχμέτ Χαν μπέη Φατίχ.


Φυσικά, στην Κωνσταντινούπολη ήλθε το τέλος μιάς μακράς πορείας κατακτήσεων και θριάμβων, που άρχισε τρεισήμισυ αιώνες νωρίτερα, όταν το εξισλαμισμένο τουρκικό πολεμικό νομαδικό φύλο των μογγολικής καταγωγής Χιουνγκ νου κατέφθασε στον μικρασιατικό χώρο και σιγά – σιγά άρχισε να τον κατακτά και να εξισλαμίζει τους κατακτηθέντες λαούς της παρακμάζουσας ελληνόφωνης βυζαντινής αυτοκρατορίας, αναμειγνυόμενο με αυτούς και ενσωματώνοντας τους στην ευρύτερη κοινότητα των πιστών του Ισλάμ και λιγότερο στην τουρκική εθνική ιδέα. Το τελευταίο το έκαναν αιώνες αργότερα οι νεότουρκοι και ο Μουσταφά Κεμάλ.


Τους Τούρκους δεν τους έλαβαν στα σοβαρά οι παρακμάζοντες Βυζαντινοί – οι ελληνόφωνοι διοικούντες την Ρωμανία, όπως ονόμαζαν το κράτος τους οι σύγχρονοι κάτοικοί του. Διασκέδαζαν, μάλιστα, με την αμορφωσιά, την αγριότητα και τις παγανιστικές επιβιώσεις θεσμών και ιδεών, που ήσαν εγγενείς στις νομαδικές κοινότητες – φυλαρχίες των Μογγόλων Τούρκων. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ηγέτες των Τούρκων κράτησαν, από την αρχή μέχρι το τέλος - δηλαδή μέχρι το 1922 όταν ο Μουσταφά Κεμάλ κατάργησε το σουλτανάτο στην Τουρκία -, ανάμεσα στα άλλα, τον προϊσλαμικό τίτλο των Χαν, που προερχόταν από την μογγολική τους καταγωγή και ήταν δηλωτικός της επιδίωξής τους για κυριαρχία επί των Κινέζων (οι οποίοι ανήκουν στην φυλή των Χαν), τους οποίους τρομοκρατούσαν με τις επιδρομές τους στην κινεζική ύπαιθρο και στους οποίους οφείλουν και την ονομασία τους – η λέξη «Τούρκος» προέρχεται από την κινεζική λέξη – φράση «του κίου» και σημαίνει «ο άνθρωπος – καβαλλάρης με την περικεφαλαία».


Αντίθετα μάλιστα, οι Ρωμιοί τους χρησιμοποίησαν στους διχαστικούς πολέμους που ενδημικά ξέσπαγαν στην αυτοκρατορία, ως απότοκο της ανόδου του φεουδαρχισμού στην Ανατολή και στην εξασθένιση του κεντρικού κράτους που διευθύνονταν από την Κωνσταντινούπολη, προς όφελος των κάθε λογής τοπαρχών, οι οποίοι μέσα σε ένα βάθος χρόνου γονάτισαν την αυτοκρατορία και δυσαρέστησαν τους μικροϊδιοκτήτες, οι οποίοι αναζήτησαν αλλού προστασία, απέναντι στους δυνατούς της εποχής. Μια προστασία, που, στην πορεία της ένταξής τους στις πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες της εποχής και στην σύστοιχη εγκατάλειψη των νομαδικών αξιών των προπατόρων τους, την προσέφεραν οι Τούρκοι.


Έτσι οι Ρωμιοί έσκαψαν τον λάκκο τους και έπεσαν οι ίδιοι μέσα, ύστερα από μια σειρά ηττών που κατέστησαν ανεπίστρεπτες, μετά την μάχη του Ματζικέρτ και είχαν τελική κατάληξη της πτώση της Κωνσταντινούπολης – ένα όνειρο των μουσουλμάνων, Αράβων και μη, που κράτησε πάνω από 700 χρόνια και που διαρκώς διεψεύδετο, δημιουργώντας μύθους και θρύλους μέσα στην ισλαμική παράδοση και την πεποίθηση ότι η Πόλις δεν πέφτει, πεποίθηση που έχει τις ρίζες της στον ιδρυτή της ισλαμικής πίστης, δηλαδή στον Μωάμεθ τον αποκαλούμενο Προφήτη.


Η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να πέσει νωρίτερα στα χέρια των Τούρκων, όταν ο πατέρας του Μωάμεθ Β' την πολιόρκησε ανεπιτυχώς, μία εικοσαετία περίπου νωρίτερα.


Το αστείο και συνάμα πικρό και τραγικό, για τους υπερασπιστές της, είναι ότι μπορούσε να μην πέσει, τότε που έπεσε, αφού τυχαία γεγονότα πάνω στην μάχη και μια εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης μετά τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη έφεραν τον πανικό στους αμυνόμενους και οδήγησαν στην κατάρρευση της άμυνας, ενώ ο Μωάμεθ θα τα μάζευε και θα έφευγε, αν οι 2.000 υπερασπιστές της Πόλης κρατούσαν.


Η Πόλη, όμως, κάποια στιγμή στο μέλλον θα έπεφτε, πιθανότατα στα χέρια του ίδιου του Μωάμεθ και μάλιστα είναι πιθανόν να έπεφτε αναίμακτα, χωρίς την μεγάλη σφαγή που ακολούθησε εκείνο το καταστροφικό πρωϊνό της 29ης Μαΐου 1453, η οποία σφαγή – συνοδευόμενη από δήωση και λεηλασία – κράτησε τρεις ημέρες και είχε σαν αποτέλεσμα να εξαφανιστεί όλος ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης. Όσοι επέζησαν πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και στην πόλη δεν έμεινε ούτε ένας.

Ο Μεχμέτ Χαν ο Πορθητής το είχε πει : «Η Πόλις αρκεί κενή».

Άξιζε αυτή η τύχη στους υπερασπιστές της; Έπρεπε αυτοί να αντισταθούν;

Βέβαιο είναι ότι, αν δεν αντιστέκονταν, θα επιβίωναν.


Ο Μωάμεθ επεδίωξε την ειρηνική παράδοση της πάλαι ποτε Βασιλίδος των πόλεων, για να αποφύγει την λεηλασία και την σφαγή, που σύμφωνα με το ισλαμικό δίκαιο και τα κρατούντα πολεμικά έθιμα των Τούρκων, ήταν υποχρεωμένος να επιτρέψει στους πολεμιστές του, μέσα σε μία κατακτημένη και όχι παραδομένη πόλη.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο ηγέτης του πρώτου νεοελληνικού κράτους στον Μεσαίωνα (γιατί, μετά την Λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και του ελλαδικού χώρου την περίοδο 1204 – 1261, η Ρωμανία, μέσα από την συρρίκνωσή της είχε χάσει τον πολυφυλετικό της χαρακτήρα και βοηθούσης της παλαιάς ελληνοφωνίας του κράτους είχε αποκτήσει νεοελληνικά – ρωμαίϊκα χαρακτηριστικά) το αρνήθηκε κατηγορηματικά, μαζί με όλη την φιλοενωτική ελίτ της Πόλης.

Είχε άδικο από απόψεως τρέχουσας συγκυρίας, αν το δούμε στενά μέσα στα πλαίσια της εποχής του, διότι έδωσε έναν άνισο αγώνα, χωρίς ελπίδα και δεν έσωσε τους συμπολίτες του – απέναντι στους οποίους ήταν υπόλογος, ως ηγέτης.


Είχε δίκιο, αν δούμε την απόφαση που πήρε, μέσα σε βάθος χρόνου και εν όψει της ιστορικής προοπτικής και της εξέλιξης των γεγονότων στην ευρύτερη Ανατολή.


Κάποιος έπρεπε να αντισταθεί στην βαρβαρική πλημμυρίδα, που κατέπνιξε ολόκληρη την Ανατολή και απειλούσε άμεσα την Δύση, έστω και χωρίς ελπίδα νίκης. Κάτι ανάλογο έπραξε ο σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας 1.900 χρόνια πριν από το 1453. Το ίδιο έπραξε και ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, κάτι λιγότερο από 400 χρόνια μετά το 1453.

Τελικά, οι ''Πέρσες'' εκείνης της εποχής πέρασαν και κατακυρίευσαν όλη την Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο. Τις καταστροφικές επιπτώσεις αυτής της νίκης των Τούρκων μουσουλμάνων τις ζούμε και σήμερα και τις ζει και ο ίδιος ο τουρκικός - εκτουρκισμένος πληθυσμός της σημερινής Τουρκίας.


Κυριότερη και υπεράνω όλων επίπτωση είναι ότι η τουρκική και μουσουλμανική επικράτηση στην ευρύτερη Ανατολή δεν επέτρεψε μια Αναγέννηση και έναν Διαφωτισμό στην Ανατολική Μεσόγειο, ακριβώς την ώρα που η Δύση, άρχιζε δειλά – δειλά να βαδίζει προς αυτές τις δύο ιστορικές περιόδους και άρχισε να καλπάζει προς την ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνολογίας, των ανθρωπιστικών ιδεών και την δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών θεσμών που έθεταν τον άνθρωπο στο επίκεντρό τους.


Είπα παραπάνω ότι ο Μωάμεθ Β' ήταν εκσυγχρονιστής. Δυστυχώς, μετά από αυτόν, ο οπισθοδρομικός και θρησκόληπτος γιος του Βαγιαζήτ άρχισε να ανατρέπει την, σύγχρονη, με την εποχή του, πολιτική του πατέρα του και παρά τις όποιες επί μέρους αναλαμπές, η Οθωμανία κατέστη η βασική αιτία της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, τεχνολογικής, επιστημονικής και φιλοσοφικής  καθυστέρησης της Ανατολής.


Δύο αιώνες μετά, η διχασμένη και ανίσχυρη το 1453 Δύση μπόρεσε να ανακόψει την Οθωμανική επέκταση στην Βιέννη και σταδιακά να διαλύσει την Οθωμανία, κομμάτι της οποίας περιέσωσε, εκσυγχρονίζοντάς το, μέσα στα πλαίσια του εφικτού, ο Μουσταφά Κεμάλ.

(Δείτε και το παλαιότερο δημοσίευμά μου στο "PETROUPOLIS FORUMS", με τίτλο : "29/5/1453 : Η πτώση της Κωνσταντινούπολης" http://www.phpbbserver.com/pfor/viewtopic.php?t=1008&mforum=pfor  ).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Άρθρο 16 Συντάγματος : Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται, χωρίς περιστροφές και “δια ροπάλου”, ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι άσχετο, με το θέμα. Μνήμες δικτατορίας του 1973, αστυνομοκρατία και συνταγματική εκτροπή και ανωμαλία φέρνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κάνει τεράστια μαλακία, καταργώντας, κάθε, έστω και τυπική, έννοια της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και τα δικαστήρια - παρά τις μπουρδολογίες του Βαγγέλη Βενιζέλου - οφείλουν να κρίνουν τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, όταν ψηφιστεί, ως αντισυνταγματικές.

2/2024 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο : Κατεξευτελιστικό ψήφισμα καταδίκης του αυταρχικού καθεστώτος φυλαρχίας κράτους της υποσαχάριας Αφρικής του - κατά τους αφελείς χριστιανούς, εκφραστή των “Γωγ και Μαγώγ” - και κατά τον ορθό λόγο, δυνάμενου να αποκληθεί και ως «disordered» Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει αποθρασυνθεί και “έγινε ρόμπα”, για την ανυπαρξία κράτους δικαίου, την αστυνομοκρατία, την ανελευθερία των ΜΜΕ, την κατασκοπεία με το σύστημα “Predator”, τον έλεγχο της ΕΥΠ, από τον ίδιο και την ανισορροπία της κατανομής των εξουσιών, με τον κυβερνητικό έλεγχο, στο δικαστικό σύστημα. (Καιρός ήταν. Άργησε. Πολύ άργησε)…