Δεκέμβρης 1944 : Η μάχη των Αθηνών, ως μια προλεταριακή εξέγερση καθοδηγημένη, από την γραφειοκρατική κρατικοκαπιταλιστική ηγεσία του KKE και της “Ε.Σ.Σ.Δ.” του Ιωσήφ Στάλιν. (Η άτυχη και δυστυχής γενιά των “παιδιών της γαλαρίας”, όπως, εξαιρετικά εύστοχα, τα χαρακτήρισε, τον Ιούλιο του 1985, ο αείμνηστος Μάνος Χατζηδάκις).
Δεκέμβριος 1944 : Κάποια, από “τα παιδιά της γαλαρίας”…
«Τα παιδιά της γαλαρίας» είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι κάπως διαφορετικά. Εκείνα της ταινίας υπήρξαν θεατές από ψηλά, από την ποιο φτηνή θέση, «εγκλημάτων» που διαδραματιζόταν στη σκηνή του θεάτρου. Τα δικά μας υπήρξαν και αυτά θεατές από ψηλά κι από την πιο ασήμαντη και φτηνή θέση, εγκλημάτων που διαδραματίζονταν στην ελληνική γη, ανίκανα να ορίζουν και ν’ αλλάζουν τη μοίρα των όσων έγιναν και γίνονται στον τόπο.
Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα. Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ότι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο. Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.
Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου.
Είναι τρισάθλια αντίληψη πως όλα τα παιδιά της γαλαρίας υπήρξαν οπαδοί του Ζαχαριάδη και του Μάρκου. Ακόμα κι αυτοί που ήσαν οπαδοί, απείχαν χιλιάδες μίλια μακριά απ’ τους γελοίους νεολαίους της σημερινής ΚΝΕ. Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήσαν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλοι με τον φασισμό στο ‘να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν «πατριώτες» με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου.
Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα.
Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών – όπως το πλαστογράφησαν οι ίδιοι κι όπως το απέδωσε η επίσημη ιστορία των φαντασμάτων. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δοσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας. Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πιστέψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στο ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγα κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν κραυγάζοντας για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν – σαράντα χρόνια τώρα (σαράντα χρόνια τα περιέχω μέσα μου και τα δουλεύω για να τα πω κάποια φορά).
Όχι, η εθνική αντίσταση δεν ήταν έργο των κομουνιστών ούτε των εξ Αιγύπτου εθνικοφρόνων. Ανάμεσα στους δυο αυτούς μοιραίους πόλους βρίσκεται μια Ελλάδα που ονειρεύεται και άπειρες φορές προδομένη τραυματίζεται θανάσιμα. Και τότες ξεσπά – δεν έχει σημασία κάτω από ποια σημαία. Και είτε νικά είτε νικιέται εκφράζει απελπισία κι αγανάκτηση».
Μάνος Χατζιδάκις, στο περιοδικό «Το Τέταρτο» (τεύχος 3, Ιούλιος 1985).
Ο Μάνος Χατζηδάκις, με τον Μίκη Θεοδωράκη, που πολέμησαν τον Δεκέμβρη του 1944, σε συντροφιά, μαζί με τον Μάνο Λοΐζο και άλλους, νωρίς, μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Πάντοτε, όταν έρχεται ο Δεκέμβρης, εκ των πραγμάτων, τίθεται και ξανατίθεται το ερώτημα, που αφορά τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο όπως και τους στόχους της σχεδιασμένης και οργανωμένης, από την ηγεσία του ΚΚΕ, εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 1944, Όσο και αν αυτός ο συνδυαστικός σχεδιασμός και αυτή η οργάνωση της εξαργύρωσης στηρίχθηκε, σε εσφαλμένες στρατηγικές εκτιμήσεις του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, αλλά και των “Σοβιετικών” και παρά τους όποιους ερασιτεχνισμούς, στην εκτίμηση και την εκτύλιξη του σχεδιασμού, υπήρξαν και κυρίως, παρά το γεγονός ότι η προλεταριακή και νεολαιίστικη, στην κοινωνική της βάση, εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944, που κράτησε έναν μήνα, διακόπηκε, πρόωρα και χωρίς να υπάρξει μια ολοκληρωμένη ήττα των δυνάμεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, στην Αθήνα.
Η απόφαση, για την διακοπή και την λήξη της εξέγερσης του Δεκέμβρη, ελήφθη, με πολιτικά κριτήρια και με πολιτική εντολή της ηγεσίας του ΚΚΕ, που καθοδηγήθηκε, από τον Γκιόργκι Δημητρώφ, ο οποίος ήταν ο ηγετικός σύνδεσμος του ΚΚΕ με την ηγεσία του ΚΚΣΕ και μετέφερε, αυτούσια, με τις όποιες οβιδιακές μεταμορφώσεις τους, σε καθημερινή βάση, τις κεντρικές αποφάσεις και εντολές, που λαμβάνονταν, από τον Ιωσήφ Στάλιν και την ηγεσία του ΚΚΣΕ, όσον αφορά το ελληνικό ζήτημα, που είχε να κάνει, με την εξέγερση των Αθηνών και τις διεθνείς ισορροπίες, στην σχέση της “Σοβιετικής Ένωσης”, με τους δυτικούς συμμάχους της και κυρίως, τις συμφωνίες και τις δεσμεύσεις, που αναλάμβανε ο Ιωσήφ Στάλιν, απέναντι, στον Βρετανό πρωθυπουργό Winston Churchill, καθώς ο πόλεμος, με την Γερμανία, βρισκόταν, εκείνη την εποχή, σε πλήρη εξέλιξη.
Αυτό το θέμα με έχει, διεξοδικά, απασχολήσει, στο μακρινό παρελθόν, αλλά και στο σχετικά πρόσφατα, αφού, όπως και να το κάνουμε, αυτή η εξέγερση, η οποία σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και εκτελέστηκε, από την ηγεσία του ΚΚΕ, προσδιόρισε, χάραξε και σφράγισε την μακρόχρονη πορεία - την μοίρα μπορούμε να πούμε - της ελληνικής κοινωνίας, όλες αυτές τις δεκαετίες που πέρασαν από την μάχη των Αθηνών, που κράτησε, από τις 3 Δεκεμβρίου 1944, έως την άδοξη και πρόωρη αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την Αθήνα, στις 5 Ιανουαρίου 1945, αφού ο Γιώργης Σιάντος και το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ υπάκουσαν, στις οδηγίες του Ιωσήφ Στάλιν, μέσω του επονομαζόμενου, συνθηματικά, ως “παππού”, Γκιόργκι Δημητρώφ, που, ενώ ενθάρρυναν αυτή την εξέγερση, κατά του ανασυγκροτούμενου ελληνικού αστικού κράτους και κυρίως, κατά των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, που είχαν σταλεί, από τον Winston Churchill, στην Αθήνα, στην συνέχεια, αναίρεσαν τα, αρχικώς, υπεσχημένα και άφησαν την ηγεσία του ΚΚΕ ξεκρέμαστη, λέγοντας στον Γιώργη Σιάντο, ότι δεν πρέπει να περιμένει οποιαδήποτε βοήθεια, εκ μέρους τους, αν και στην αρχή, του είχαν πει τα, ακριβώς, αντίθετα, όπως προκύπτει, απερίφραστα, από τα παρακάτω υπάρχοντα βουλγαρικά ραδιοτηλεγραφικά αρχεία.
Έτσι, στις 14 Δεκεμβρίου 1944, ο “παππούς” Γκιόργκι Δημητρώφ λέει, στον Κοστώφ, ότι το ελληνικό Πολιτικό Γραφείο (ο Σιάντος) έχει άμεση επαφή μαζί του και πως εννοείται ότι πρέπει να περιμένουν εξωτερική βοήθεια.
Στην συνέχεια, όμως, καθώς οι ημέρες περνούν και η μάχη των Αθηνών συνεχίζεται, ενώ, στις 15 Δεκεμβρίου 1944, ο “παππούς” Δημητρώφ συμβουλεύει ότι ο αγώνας πρέπει να συνεχισθεί και στις 19 Δεκεμβρίου 1944, ο Σιάντος, μέσω του Κοστώφ, ευχαριστεί τον “παππού” Δημητρώφ, λέγοντας ότι θα συνεχίσουν τον παλλαϊκό αγώνα, ο “παππούς” Δημητρώφ, μέσω του Κοστώφ, λέει, στον Σιάντο, αυτό, που προφανώς, θα του το είχε πει και στην άμεση επαφή, που διατηρούσαν οι δυο άνδρες, ότι, δηλαδή, δίνοντας του αυτήν την συμβουλή, του τονίζει ότι, πρέπει να λάβει υπόψη του, ότι, στην παρούσα στιγμή, είναι αδύνατη η εξωτερική βοήθεια.
Κάπου εδώ, αρχίζει η οβιδιακή μεταστροφή του «Πανενωσιακού Κόμματος (μπολσεβίκοι)» της “Ε.Σ.Σ.Δ.” [έτσι ονομαζόταν, τότε, το ΚΚΣΕ], δηλαδή του Ιωσήφ Στάλιν και της λοιπής ηγεσίας του “σοβιετικού” κόμματος, - μέλη του οποίου ήσαν οι “κούτβηδες” ο Δημητρώφ, ο Σιάντος και ο Νίκος Ζαχαριάδης, που, τότε, ήταν κρατούμενος των Γερμανών, στο Νταχάου και στην ηγεσία του ΚΚΕ, τον αντικαθιστούσε ο Σιάντος -, που, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της “Σοβιετικής Ένωσης”, χρησιμοποίησαν το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και τον λαό της πόλης και της χώρας και κυρίως, την αθηναϊκή και την ελληνική νεολαία, δηλαδή αυτά «τα παιδιά της γαλαρίας», όπως, πολύ εύστοχα, τα περιέγραψε, τον Ιούλιο του 1985, ο Μάνος Χατζηδάκις, τα οποία σήκωσαν, με ενθουσιασμό και απαράμιλλη μαχητικότητα, την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944 και πρωταγωνίστησαν, στα πεδία της μάχης των Αθηνών, μέχρις ότου, η γραφειοκρατική ηγεσία του κρατικοκαπιταλιστικού ΚΚΕ, υπακούοντας και πάλι, στις αποφάσεις και στις εντολές της Μόσχας, διέκοψε την σύγκρουση, με τους Βρετανούς και απέσυρε, στις 5 Ιανουαρίου 1945, τις ένοπλες δυνάμεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την Αθήνα.
Έτσι λοιπόν η τύχη της χώρας αποφασίστηκε αλλού. Και ο αιματηρός αγώνας «των παιδιών της γαλαρίας», που ήσαν έτσι, όπως, τα περιγράφει - έστω και καθ’ υπερβολήν - ο Μάνος Χατζηδάκις, που τα έζησε, αφού, τον Δεκέμβρη του 1944, ήταν ένα από αυτά, πήγε, κυριολεκτικά, χαμένος.
Χρησιμοποιήθηκε, για να εξυπηρετηθούν, τα τρέχοντα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα μιας ξένης γραφειοκρατικής κρατικοκαπιταλιστικής ολιγαρχίας, που εμφάνιζε τον εαυτό της, ως κομμουνισμό, δηλαδή της “Σοβιετικής Ένωσης” και του λεγόμενου “σοσιαλιστικού” στρατοπέδου, στην ανατολική Ευρώπη και στην Κίνα, ενώ εκείνη η γενιά της ελληνικής νεολαίας σήκωσε το βάρος και υπέστη το τεράστιο πλήγμα, μέσα στα χρόνια, που ακολούθησαν και από την δεύτερη φάση, στην μεταδεκεμβριανή περίοδο των διώξεων, από το ανασυγκροτημένο αστικό κράτος και στην τρίτη και τελική φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, την διεξαγωγή του οποίου, πάλι, αποφάσισε η ηγεσία του ΚΚΕ· αυτή την φορά ο Νίκος Ζαχαριάδης, που, εν τω μεταξύ, μετά τα Δεκεμβριανά, επέστρεψε, από το Νταχάου, στην χώρα μας, για να την οδηγήσει, στο αιματοκύλισμα της τραγικής περιόδου 1946 - 1949 πάλι, υπό τις οδηγίες, τις εντολές και την καθοδήγηση του Ιωσήφ Στάλιν, προκειμένου και πάλι, να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Μόσχας στις σχέσεις της, με το δυτικό στρατόπεδο.
Δεκέμβρης 1944 : Ο στρατηγός Ronald MacKenzie Scobie (8/6/1893 - 23/2/1969), στην Αθήνα, με τον στρατηγό Henry Maitland Wilson.
Κάπως έτσι, ολοκληρώθηκε και η τραγωδία «των παιδιών τους γαλαρίας» εκείνης της κάκιστης εποχής, που, είτε έχασαν την ζωή τους, σε όλες τις φάσεις και τους γύρους του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1943 - 1949, είτε αντιμετώπισαν τις φυλακίσεις, τις εξορίες, τις καθημερινές διώξεις, τα εκτελεστικά αποσπάσματα και πολλά, από αυτά τα παιδιά, κατέφυγαν, στις χώρες που λεγόμενου “σοσιαλιστικού” στρατοπέδου και στην “Σοβιετική Ένωση”.
Αυτό, που έχει αξία, είναι να αποτιμήσουμε αυτήν την δυστυχισμένη γενιά των «παιδιών της γαλαρίας», που υπέστη τα πάνδεινα.
Ότι έσφαλλαν είναι κάτι, που προκύπτει, εκ των πραγμάτων, από τα γεγονότα και από όσα ακολούθησαν, τον Δεκέμβρη του 1944. Αλλά η ιστορία αυτών των «παιδιών της γαλαρίας» δεν εξαντλείται, απλώς, στα αντικειμενικά γεγονότα. Πρέπει να κριθεί και στο επίπεδο των προθέσεων και των επιδιώξεών της.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι κρινόμενη, σε επίπεδο ενσυναίσθησης, η γενιά «των παιδιών της γαλαρίας» είχε δίκιο, σε όλα.
Έζησε μια σκληρή ξενική κατοχή και πρόλαβε να ζήσει και την, επίσης, κακή μεσοπολεμική περίοδο, έστω και στο τέλος της, με την ΕΟΝ της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, μέσα σε ένα παρακμιακό κλίμα, που είχε προκύψει, ως αποτέλεσμα του εθνικού διχασμού του 1915 -1917 και της Μικρασιατικής Καταστροφής, που διαίρεσε και δίχασε την ελληνική κοινωνία, μαζί με μια κατάφωρη κοινωνική ανισότητα και αδικία, υπό την εξουσία μιας εντόπιας ολιγαρχίας, η οποία δεν έδινε δεκάρα, για την τύχη και το μέλλον αυτής της νέας γενιάς, η οποία, στην περίοδο της Κατοχής, σήκωσε το βάρος της αντίστασης, κατά των κατακτητών και των δοσίλογων οργάνων του κατοχικού ελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα το να είναι πολύ λογικό, αμέσως, μετά τον πόλεμο, να διεκδικήσει, δυναμικά, την θέση της, στην μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, μέσα από την άρση της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, την οποία έζησε, στο πετσί της.
Και τελικά, ο Αριστοτέλης είχε δίκιο, σε όσα, παραπάνω, παρατηρεί, για τους γέροντες και γι’ αυτό, λοιπόν, η γενιά των «παιδιών της γαλαρίας», σε επίπεδο ενσυναίσθησης, είχε απόλυτο δίκιο.
Το πρόβλημα είναι ότι το κοινωνικοπολιτικό εργαλείο, το οποίο της παρουσιάστηκε, ως το μέσο εκείνο, που θα την οδηγούσε, στην κοινωνική απελευθέρωση, δηλαδή το ΚΚΕ και οι οργανώσεις του (η ΕΠΟΝ το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και λίγα χρόνια, αργότερα, ο Δημοκρατικός Στρατός), αποδείχτηκαν σκάρτα, αφού εκπροσωπούσαν μια σταλινική σέκτα, η οποία, με την σειρά της, ανάμεσα, στα πολλά εγγενή κακά της, αποδείχτηκε, από τις εξελίξεις, ότι ήταν πολύ μικρή, ως υπαρκτό μέγεθος, σε ηγετικό επίπεδο και καταφανώς, ανίκανη να διαχειρισθεί την μεγάλη μάζα των «παιδιών της γαλαρίας» και της ελληνικής κοινωνίας, ευρύτερα, που στράφηκαν, προς το μέρος της και ενστερνίστηκαν την ψευδή και απατηλή κοινωνικοαπελευθερωτική ιδεολογία της, αφού ο κομμουνισμός, τον οποίον επαγγελόταν, τελικά, δεν ήταν τίποτε άλλο, από μια νέα μορφή κοινωνικής και πολιτικής υποδούλωσης, η οποία, μάλιστα, λόγω της εξάρτησης και της υποτέλειάς της, στο “σοβιετικό”/σταλινικό άρμα, αυτό, που μπορούσε να πράξει και το οποίο, τελικά, έπραξε, ήταν να οδηγήσει αυτή την γενιά, στον όλεθρο, για να εξυπηρετήσει αλλότρια συμφέροντα, από αυτά της ελληνικής κοινωνίας.
Μέσα από το πρίσμα αυτό, το συμπέρασμα, που βγαίνει, είναι ότι μπορεί, ενσυναισθησιακά, η γενιά «των παιδιών της γαλαρίας» να είχε δίκιο, δυστυχώς, όμως, επειδή τα εργαλεία, που βρήκε μπροστά της και χρησιμοποίησε, δηλαδή το σταλινικό ΚΚΕ και η εξουσιαστική ελιτιστική γραφειοκρατική κομμουνιστική ιδεολογία, την οδήγησαν, στην ήττα και το χειρότερο από όλα, στην κρίση ότι, ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά και σε, καθαρά, πρακτικό κοινωνικό επίπεδο, η γενιά αυτή διέπραξε ένα βαρύτατο και τραγικό σφάλμα, γεγονός το οποίο, δυστυχώς, έδωσε το δικαίωμα, στην σάπια μεταπολεμική ελληνική ολιγαρχία, να μπορεί να ισχυρίζεται, όχι αβάσιμα, ότι, τελικά, υπήρξε και είναι αυτή η ολιγαρχία, που δικαιώθηκε, ιστορικά και σε πρακτικό επίπεδο, γεγονός το οποίο, πλέον, έχει καθιερωθεί, ως δεδομένη αλήθεια, στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, ολοένα και περισσότερο, όσο περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες, μέχρι την εποχή μας.
Αυτό αποτελεί μια ιστορική ετεροδοξία και ένα ιστορικό ατύχημα, που δεν μπορούν να αγνοηθούν και να μην επισημανθούν.
Αλλά, δυστυχώς, αυτή είναι η συμπερασματική αλήθεια, από όλα όσα έγιναν και ακολούθησαν, μέσα στην ελληνική κοινωνία, έως την σύγχρονη εποχή, αν και η οικονομική χρεωκοπία της χώρας, εδώ και πάνω, από μία δεκαετία - ήτοι, το 2010 - και οι καταστροφικές στρατηγικές επιλογές της εντόπιας ολιγαρχίας και του αστικού πολιτικού προσωπικού της χώρας, κυρίως, με την ένταξη της Ελλάδας, στην ΕΟΚ, το 1981 και στην ευρωζώνη, το 2002, επανατοποθετούν, έστω και σε δευτερεύον επίπεδο, τα ερωτήματα, που τέθηκαν εκείνη την εποχή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1940.
Τα έχει αυτά η Ιστορία. Διότι δεν είναι και δεν μπορεί να είναι, μια στατική κατάσταση. Αποτελεί μια δυναμική εξέλιξη και πορεία, που, κάθε φορά εξετάζει, συμπεραίνει και επανεξετάζει το παρελθόν.
Οπότε, αυτό, που πρέπει να πούμε, είναι ότι, έστω και τώρα, 79 χρόνια μετά, είναι, πολύ νωρίς, για να κρίνουμε τον Δεκέμβρη του 1944 και όσα ακολούθησαν…
Σχόλια