Η χρόνια και διαρκής κρίση αντιπροσώπευσης, στην σύγχρονη αστική δημοκρατία, μιλώντας για το ελληνικό παράδειγμα και η επικαιρότητα των αντιεξουσιαστικών ιδεών και πρακτικών.
Η κρίση αντιπροσώπευσης, στα πολιτικά και κοινωνικά καθεστώτα των αστικών δημοκρατιών, είναι μια παλαιά υπόθεση και δεν αφορά, μόνο, τις σύγχρονες κοινωνίες.
Το πρόβλημα είναι κατασκευαστικό και αποτελεί δομικό και συγκροτητικό στοιχείο των καπιταλιστικών δημοκρατιών, από την γέννησή τους, μέχρι τις ημέρες μας και πολύ μετά, από αυτές, όσο οι αστικές δημοκρατίες εξακολουθήσουν να υπάρχουν, στο εγγύς, ή στο απώτερο μέλλον.
Δεν με ενδιαφέρουν και δεν θα εξετάσω, εδώ, το ζήτημα των απολυταρχικών και των ολοκληρωτικών καθεστώτων της σημερινής και της παλαιότερης ακόμα και της προκαπιταλιστικής εποχής. Βέβαια, τα σύγχρονα απολυταρχικά καθεστώτα αυτά, που ονομάζουμε χώρες, οι οποίες κυβερνώνται, από τα κομμουνιστικά κόμματα, θέλουν και αυτά, να εμφανίζονται, ως αντιπροσωπευτικά, αλλά είναι μονοκομματικά, ή ψευδώς, πολυκομματικά και χρησιμοποιούν τις εκλογές, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους. Δεν είναι, βέβαια, αυτά τα καθεστώτα αντιπροσωπευτικά, όπως δεν είναι αντιπροσωπευτικές, ή μάλλον, είναι ψευδώς, αντιπροσωπευτικές και οι αστικές δημοκρατίες, αλλά δεν εμπίπτουν αυτά τα καθεστώτα, σε αυτό, που διαπραγματεύεται το παρόν κείμενο.
Εδώ αναφερόμαστε, στις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες, όπως και στις παλαιότερες και στην δική τους κατασκευαστική, δομική, συγκροτητική και εκ γενετής, κρίση αντιπροσώπευσης των λαών και των κοινωνικών ομάδων, τους οποίους και τις οποίες διατείνονται, ισχυρίζονται και υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Αυτά τα στοιχεία και το περιεχόμενο τους, είναι που ενδιαφέρουν το παρόν δημοσίευμα. Και με αυτά θα ασχοληθούμε.
Στην αστική δημοκρατία, δηλαδή, στο σύγχρονο καθεστώς του πολιτικού κοινοβουλευτισμού, σε επίπεδο θεωρίας, υποτίθεται ότι η εκλογική διαδικασία αναδεικνύει τους εκπροσώπους του εκλογικού σώματος, οι οποίοι και το αντιπροσωπεύουν και υποτίθεται ότι παίρνουν αποφάσεις, για την ανάδειξη των κυβερνήσεων και την γενικότερη και ειδικότερη οικονομική, κοινωνική και λοιπή διακυβέρνηση των χωρών/κρατών, για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όσο διαρκεί η θητεία των κοινοβουλίων.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στα αστικά προεδρικά κοινοβουλευτικά συστήματα, στα οποία, συνήθως, οι εξουσίες του προέδρου του κράτους είναι ενισχυμένες και αυτός, ως εκλεγμένος, απ’ ευθείας, απο το εκλογικό σώμα, μπορεί να διορίζει την κυβέρνηση, έστω και με την έγκριση των υπουργών, από το κογκρέσο και να παίρνει αποφάσεις, για την διακυβέρνηση μιας χώρας, όπως συμβαίνει, πχ, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και με άλλες ποικίλες παραλλαγές, όπου το κοινοβούλιο ασκεί (ή μπορεί να ασκεί) μεγαλύτερο έλεγχο, στην διακυβέρνηση, όπως στην Γαλλία, ή στην Ρωσία.
Στην θεωρητική τους, λοιπόν, μορφή, στις αστικές δημοκρατίες, με όποιου είδους κοινοβουλευτικά συστήματα και με εκλογή (ή μη) των προέδρων των κρατών, από το εκλογικό σώμα, αυτό, που αποφασίζουν οι πολίτες είναι, για το ποιοί θα είναι εκείνοι, που θα τους αντιπροσωπεύσουν, στα κοινοβουλευτικά σώματα, ή στην προεδρία των κρατών, προκειμένου αυτοί οι εκπρόσωποι να λαμβάνουν αποφάσεις, για την καθημερινή ζωή των πολιτών, δηλαδή των εκλεκτόρων τους και κυρίως, για την διακυβέρνηση του κράτους, της κοινωνίας και της χώρας· της τελευταίας νοούμενης, ως γεωγραφικού χώρου.
Αυτό είναι το σύστημα της καθαρής αστικής δημοκρατίας. Είναι το σύστημα της αστικοδημοκρατικής πολιτικής εκπροσώπησης. Σε αυτό το σύστημα, δεν ασκούν πολιτική εξουσία και δεν αποφασίζουν οι πολίτες, για τις συνθήκες και τα πλαίσια της ζωής τους. Αποφασίζουν και ασκούν την εξουσία τους, επί των εξουσιαζομένων - δηλαδή τις κοινωνίες - οι εκπρόσωποι, τους οποίους εκλέγει το εκλογικό σώμα, για τον σκοπό αυτόν.
Με αυτό τον τρόπο, οι πολίτες μετατρέπονται σε εξουσιαζόμενους. Υποτίθεται, βέβαια, ότι, στο καθεστώς της αστικής δημοκρατίας, έχουν και αυτοί, στα χέρια τους, μια πρωτογενή (αμεσοδημοκρατική) εξουσία, η οποία εξαντλείται, με την συμμετοχή τους, στις εκλογές, ήτοι, στην ψήφο, την οποία ρίχνουν στην κάλπη, κάθε φορά που ανανεώνεται η θητεία του κοινοβουλίου, ή του προέδρου του κράτους.
Αυτό, όμως, γίνεται άπαξ και θα πρέπει να περιμένει ο πολίτης ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, για να μπορέσει να ασκήσει, εκ νέου, αυτή την πρωτογενή εξουσία, μετά την λήξη της θητείας του κοινοβουλίου, ή του προέδρου, οπότε θα ακολουθήσουν νέες εκλογές. Στο μεσοδιάστημα, που ακολουθεί, μέχρι να γίνουν οι νέες εκλογές, είτε για το κοινοβούλιο, είτε για τον πρόεδρο, οι πολίτες δεν έχουν κανένα ουσιαστικό εξουσιαστικό πολιτικό δικαίωμα.
Αυτό, που πρέπει να κάνουν - και αυτό, που κάνουν - είναι, απλούστατα, να αποδέχονται και να εφαρμόζουν τις αποφάσεις των εκλεγμένων, αλλά και των διορισμένων πολιτικών και να επιτρέπουν να ασκείται η εξουσία, από αυτούς τους εκλεγμένους και τους διορισμένους, πάνω, στην κοινωνία και στα άτομα, που την αποτελούν, τα οποία το μόνο, που τους επιτρέπεται να κάνουν, είναι το να σχηματίζουν διάφορες ομάδες πιέσεως, οι οποίες προσπαθούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις, που αφορούν αυτές τις ομάδες, τις οποίες αποφάσεις λαμβάνουν οι εκλεγμένοι, ως αντιπρόσωποι των πολιτών και οι διορισμένοι, από τον, εκάστοτε, πρωθυπουργό, ή τον πρόεδρο του κράτους και τις κυβερνήσεις.
Αυτό το υποτιθέμενο αστικοδημοκρατικό μοντέλο εκπροσώπησης, στην καθαρή του μορφή, είναι που επιδέχεται την σαρωτική κριτική, την οποία, κατά καιρούς, έχουν ασκήσει, ο καθένας στην εποχή του, ξεκινώντας, από τον Μιχαήλ Μπακούνιν και φτάνοντας, στον Κορνήλιο Καστοριάδη, αλλά δευτερευόντως και στον Καρλ Πόππερ, όπως και σε μεταγενέστερους διανοητές, από αυτούς.
Το πρόβλημα, στον αστικοδημοκρατικό θεσμό της πολιτικής εκπροσώπησης της κοινωνίας, δεν είναι, απλώς, δομικό. Είναι πρόβλημα συγκροτητικό, διότι αφορά το σύνολο της συγκρότησής του και όχι μόνο, τα δομικά του χαρακτηριστικά. Στην παρούσα φάση, ασχολιόμαστε, με τα συγκροτητικά στοιχεία του αστικού δημοκρατικού καθεστώτος, στην καθαρή του μορφή. Τα δομικά του στοιχεία θα τα δούμε, στην συνέχεια. Και περνάμε, αμέσως, σε αυτά.
1) Στα πλαίσια, λοιπόν, της παραγωγής και αναπαραγωγής αυτής της εξουσιαστικής διαδικασίας, αυτό, που δημιουργείται, είναι μια πολιτική ελίτ, που συγκροτείται, σε πολιτικές ομάδες, με σκοπό την κατάληψη, την κατοχή και την διανομή και κατανομή της πολιτικής εξουσίας, ήτοι τα πολιτικά κόμματα, η οποία ελίτ, μέσω των κομμάτων αυτών, ασκεί την πολιτική εξουσία, επί της κοινωνίας. Και φυσικά, αυτό που είναι δεδομένο, εκ των πραγμάτων, ότι θα κάνει και το οποίο, στην πράξη, κάνει, ως κοινωνική ομάδα, που επιδιώκει να έχει την εξουσία, στα χέρια της και να την κρατήσει, είναι το να εξυπηρετήσει τα δικά της ατομικά και ομαδικά κοινωνικά συμφέροντα και τίποτε λιγότερο, από αυτό. Και φυσικά, τα προσωπικά και τα ομαδικά συμφέροντα αυτής της πολιτικής ελίτ συγκεκριμενοποιούνται, στην άσκηση και στην διατήρηση της εξουσίας της, επί των εξουσιαζόμενων πολιτών και της κοινωνίας. Αυτό, άλλωστε, συμβαίνει, με κάθε κοινωνική ομάδα, με κάθε ελίτ, σε κάθε περίπτωση. Και όλες αυτές οι ομάδες και οι ελίτ έχουν, σαν σκοπό, την εξυπηρέτηση των ιδιοτελών συμφερόντων τους, ως τέτοιων, δηλαδή, ως ατόμων, που είναι μέλη συγκροτημένων κοινωνικών ομάδων, είτε τα συμφέροντα αυτά είναι πολιτικά, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, που μιλάμε, για την άσκηση της κρατικής εξουσίας (όποια μορφή και αν έχει αυτή, ως κεντρική, ή περιφερειακή, ή δημοτική διοίκηση), είτε είναι οικονομικά, είτε κοινωνικά, είτε ειδικότερης φύσεως, είτε οποιασδήποτε άλλης μορφής και κατεύθυνσης.
2) Αλλά όλη αυτή η διαδικασία δεν γίνεται μέσα σε ένα κοινωνικό κενό. Γίνεται, μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης γραφειοκρατικής καπιταλιστικής κοινωνίας, ή της παλαιότερης μορφής του καπιταλισμού, ήτοι, εκείνης της κλασικής καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως είναι γνωστή, από το παρελθόν, δηλαδή από την εποχή της γέννησης του καπιταλισμού, στα πρώιμα στάδια της, είτε αυτά αφορούν, σε έναν βαθμό, την ελληνική και την ρωμαϊκή αρχαιότητα, είτε την μεταγενέστερη ύστερη μεταμεσαιωνική εποχή του πρώιμου καπιταλισμού, στην Κίνα και πρωτίστως, στην Ευρώπη, μέχρι την επίσημη εμφάνιση του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού των μεγάλων εταιριών και επιχειρήσεων, με σημείο τομής τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο του 20ου αιώνα, στην Δύση και στην μετεπαναστατική Ρωσία.
3) Αυτή η διαπίστωση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, που διέπει τις καπιταλιστικές κοινωνίες, οδηγεί, απλούστατα, στο συμπέρασμα ότι οι διαδικασίες της πολιτικής εκπροσώπησης της κοινωνίας των πολιτών, μέσω των εκλογών, επηρεάζονται και διαμορφώνονται, από την κατανομή της οικονομικής δύναμης, μέσα στην κοινωνία, στην οποία διεξάγεται αυτή η πάλη, για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
Με λίγα λόγια, αυτοί που έχουν την οικονομική δύναμη, στα χέρια τους, είναι εκείνοι, που επηρεάζουν, καθοριστικά και στην πράξη, μέσω της κλασικής, της εξελιγμένης και της αναπροσαρμοζόμενης προπαγάνδας των κρατικών και των ιδιωτικών ονομαζόμενων, ως μέσων μαζικής ενημέρωσης, διαμορφώνουν την πολιτική πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή, σχεδόν, απεικονίζεται, μέσα από την καθημερινότητα, τις δημοσκοπήσεις και κυρίως, από τις όποιες εκλογικές διαδικασίες.
Δεν πρέπει, ποτέ, να ξεχνάμε ότι τα πολιτικά κόμματα και οι πολιτικοί, ως άτομα, έχουν την ανάγκη να ξοδέψουν πολύ, έως άφθονο χρήμα, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, ελκύοντας τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος, δηλαδή των ψηφοφόρων, σε μαζική κλίμακα και από την άλλη πλευρά, οι καπιταλιστές και η εταιρική γραφειοκρατία των μεγάλων επιχειρήσεων - εντοπίων και πολυεθνικών -, όπως και πολιτική/κομματική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία του εργατικού κινήματος και του ευρύτερου κοινωνικού χώρου, πρέπει να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς καμμία, θεμελιωδώς, ουσιαστική διαταραχή και ανατροπή των οικονομικών και κοινωνικών ισορροπιών, που υφίστανται μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.
Πρέπει, δηλαδή, να κρατήσουν το καπιταλιστικό σύστημα, σε επίπεδο ισορροπίας και συνεχούς ροής, διότι, απλούστατα, αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντα αυτών των συγκεκριμένων κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Αυτό συμφέρει την καπιταλιστική ελίτ, είτε, στην κλασική μορφή της, είτε, στην σύγχρονη γραφειοκρατική μορφή αυτής της ελίτ.
Και εδώ φτάνουμε στο σημείο τομής, ανάμεσα στην πολιτική και στην οικονομική ελίτ.
Αυτό το σημείο τομής είναι το χρήμα.
Αφού οι βασικές προεκλογικές εκστρατείες και η συντήρηση των εξουσιαστικών πολιτικών κομμάτων, στην ζωή και στην ενεργό δράση, απαιτούν χρήμα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν και να επιτύχουν, τα πολιτικά κόμματα, που στοχεύουν, στην κατάκτηση της εξουσίας και οι ενδιαφερόμενοι πολιτικοί, τους στόχους τους και τους σκοπούς τους, δηλαδή την διατήρηση της πολιτικής εξουσίας και η καπιταλιστική ελίτ ενδιαφέρεται, για την συνέχιση της δικής της οικονομικής εξουσίας και συνακόλουθα, της κοινωνικής εξουσίας, οι δύο αυτές πλευρές, δηλαδή αυτές οι ελίτ, τα βρίσκουν, μεταξύ τους, με την υπαγωγή της πολιτικής εξουσίας, στην εξυπηρέτηση των ειδικότερων και των γενικότερων συμφερόντων των καπιταλιστικών ελίτ, σε εντόπια, ή σε διεθνή βάση.
Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα, στην οποία ζουν οι καπιταλιστικές κοινωνίες και οι εξουσιαζόμενοι πολίτες. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, σε αυτόν τον γενικό κανόνα. Πάντα υπάρχουν και φευγαλέες και - λιγότερο, ή περισσότερο - εφήμερες εξαιρέσεις, όπως και πολλές παραλλαγές· κυρίως, παραλλαγές, οι οποίες μπορεί και να αποδειχθούν ανθεκτικές, στο πέρασμα του χρόνου, καθιστώντας τους θεσμούς του καπιταλιστικού συστήματος διοίκησης και παραγωγής, περισσότερο λειτουργικούς, μέσω του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ρεφορμισμού, χωρίς να επηρεάζεται, στην συγκολλητική του ουσία, αυτήν του διαχωρισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας (και όχι, μόνον, αυτής), ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους εκτελεστές των αποφάσεων των όποιων εξουσιαστών. Τοιουτοτρόπως, όλες αυτές οι παραλλαγές, τελικά, καταλήγουν, στην εξυπηρέτηση του καπιταλιστικού συστήματος, ως συνόλου και των επιμέρους, κοινωνικοοικονομικών ομάδων, που ασκούν την πολιτική και την ιδιωτικοποιημένη εξουσία τους, σε, εκ των πραγμάτων, κοινωνικούς οργανισμούς, σε κάθε πεδίο, που αυτοί λειτουργούν και δραστηριοποιούνται.
Έτσι λοιπόν κατανοούμε την ύπαρξη των δομικών προβλημάτων της αστικής δημοκρατίας, ως αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος και περιγράφουμε αυτά τα δομικά προβλήματα της αστικής αντιπροσωπευτικής διαδικασίας. Και αυτά τα προβλήματα προσδιορίζονται, στους κομματικούς μηχανισμούς εξουσίας και κυρίως, στην οικονομική ισχύ των καπιταλιστικών ελίτ.
Και από αυτήν την πραγματικότητα, δυστυχώς, δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς, εάν δεν ριζοσπαστικοποιηθεί και δεν ανατρέψει την κατάσταση, με την δημιουργία αποκεντρωμένων συστημάτων αυτοκυβέρνησης και αυτοδιοίκησης των πολιτών και των κοινωνιών, που απαρτίζουν αυτοί οι πολίτες, στα οποία συστήματα η εκλογή αντιπροσώπων, που ασκούν εξουσία, θα καταστεί ένας δευτερεύων και άμεσα, ελεγχόμενος, από τους πολίτες, θεσμός, ο οποίος θα αντικαθίσταται, από την κυκλική εναλλαγή της άσκησης των δημοσίων καθηκόντων, από κάθε μέλος των κοινωνικών ομάδων, που συμμετέχουν, στην πολιτική, την οικονομική, την εργασιακή και την ευρύτερη κοινωνική διαδικασία. Κάτι, που, φυσικά, δεν καθόλου - μα, καθόλου - εύκολο. Αντίθετα, μάλιστα, είναι εξαιρετικότατα, δυσχερές.
Μάλιστα, στην σύγχρονη παγκοσμιοποιητική και μεταπαγκοσμιοποιητική εποχή του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, αυτή η ενδογενής κρίση αντιπροσώπευσης της κοινωνίας, από την πολιτική εξουσία, όπως και αν αυτή εκφράζεται και σε όποιο επίπεδο και αν αυτή εκδηλώνεται, έχει καταστεί οξύτερη και ακόμη περισσότερο οξεία, από οποιαδήποτε άλλη φορά, στο πρόσφατο παρελθόν του καπιταλισμού. Από τον Σεπτέμβριο του 2008, οπότε και ξέσπασε η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση, στη Νέα Υόρκη, που μετατράπηκε, σε βαθιά ύφεση στην αμερικανική και επεκτάθηκε στην παγκόσμια οικονομία, αυτή η κατάσταση της κρίσης της αστικοδημοκρατικής αντιπροσώπευσης είναι, πλέον, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στην μεταπολεμική εποχή, ορατή, στον κάθε πολίτη.
Μιλώντας, τώρα, για το σύγχρονο καθεστώς της νομιζόμενης αστικής δημοκρατίας, στην νεοαποικιοκρατούμενη Ελλάδα της θεσμικοποιηθείσας χρεωδουλείας, είναι χαρακτηριστικό, το μέγεθος και η μακρόχρονια διάρκεια αυτής της πασιφανούς και άμεσα, ορατής, οξείας κρίσης αντιπροσώπευσης, η οποία κρίση έχει μετατραπεί σε, εμφανώς, χρονία, χωρίς το τέλος της να μπορεί να προσδιοριστεί και σε κάθε περίπτωση, θα ξεπεράσει, ακόμη και το απώτερο μέλλον και φυσικά, θα αφορά τις μέλλουσες γενιές των Ελλήνων, που θα ακολουθήσουν τις σημερινές.
Το εμφανές στοιχείο της μακροχρόνιας κρίσης αντιπροσώπευσης, που έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα, με την μετατροπή της, σε αποικία χρέους, από το 2010, μέχρι σήμερα - και άγνωστο, έως πότε -, είναι το πασίδηλο γεγονός ότι η πολιτική ελίτ, η εντόπια καπιταλιστική τάξη και η εταιρική γραφειοκρατία, όχι μόνο αγνοούν τις θελήσεις της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας, αλλά και έχουν οδηγήσει την ελληνική κοινωνία, σε ατραπούς, που στρέφονται, ενάντια στις επιθυμίες της.
Και μάλιστα, αυτό το πράττουν, ευθέως και χωρίς περιστροφές, υποτασσόμενες, στις εντολές του Βερολίνου, της Φρανκφούρτης και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, στο όνομα ενός έωλου "ευρωπαϊσμού", ο οποίος έρχεται να επανανακαλύψει και να επανατοποθετήσει το παλαιό, από την εποχή του μεσαιωνικού ελληνισμού, δίλημμα της επιλογής της χώρας, ανάμεσα, στην υποταγή στην Δυτική Ευρώπη, ή στην υποταγή, στην μεταοθωμανική Τουρκία.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό που συμβαίνει, στην πράξη, είναι ότι αυτή η επιλογή έχει μια ουσιώδη πλαστότητα. Αντιπαραθέτει δύο υποτιθέμενες, ως αντιτιθέμενες, επιλογές, την ίδια στιγμή που, τελικά, αυτό που συμβαίνει, εν τοις πράγμασι, είναι ότι η χώρα μας έχει, ουσιαστικά, υποταχθεί, πλήρως και στην σημερινή Δυτική Ευρώπη, έτσι όπως εκφράζεται, από την "Ευρωπαΐκή Ένωση" και μερικώς και στην σημερινή μεταοθωμανική Τουρκία, όπως, χαρακτηριστικά, έχει γράψει, εδώ και πάνω από 20 χρόνια, ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης.
Αλλά ας αφήσουμε, στην άκρη, την πλαστότητα του τεθειμένου διλήμματος και ας το δεχτούμε, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, στην πράξη, αφού, τελικά, η Ελλάδα έχει καταστεί μια ευρωπαϊκή αποικία χρέους, με κάθε κόστος και κάθε τίμημα. Πάντα, βέβαια, εις βάρος των συμφερόντων, των βουλήσεων και της, συνεχώς, υποβαθμιζόμενης καθημερινής ζωής της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού, με την αιφνίδια, ραγδαία, μακρόχρονη και συνεχή πτωχοποίησή του, στα όρια του να μετατραπεί η ελληνική κοινωνία, από μια χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού, σε μια τριτοκοσμική χώρα.
Αυτή η συνεχής, επίμονη και μακροχρόνια άρνηση της ελληνικής πολιτικής ελίτ να αφουγκραστεί τις βουλήσεις και τις επιθυμίες του πληθυσμού της χώρας και μάλιστα, αυτή η παρατεταμένη εναντίωση αυτής της ελίτ, σε αυτές τις βουλήσεις και τις επιθυμίες, είναι που έχουν οδηγήσει ελληνική κοινωνία, σε αυτήν συνεχή και μακρά κρίση αντιπροσώπευσης, αφού τα κοινοβουλευτικά σώματα, που έχουν σχηματιστεί, από την εποχή της ελληνικής χρεωκοπίας, τον Απρίλιο του 2010, μέχρι σήμερα και όπως φαίνεται και στο απροσδιόριστο μέλλον, ακολουθούν αυτήν την τακτική, σταθερά και απαρασάλευτα, κοροϊδεύοντας, κατάμουτρα, τους ψηφοφόρους και δίνοντάς τους, κατά καιρούς και συνεχώς, υποσχέσεις, τις οποίες ουδέποτε διενοούντο τα κυβερνητικά κόμματα, οι συνθέσεις της Βουλής και οι κυβερνήσεις, που σχηματίστηκαν, να εφαρμόσουν αυτά, για τα οποία ψηφίστηκαν.
Δεν πρόκειται, για την κλασική πολιτική απάτη, που διαπράττεται, γενικώς, σε όλον τον γνωστό γραφειοκρατικό καπιταλιστικό κόσμο. Δεν έχουμε, απλώς, να κάνουμε με κάτι τέτοιο. Έχουμε, στην περίπτωση της Ελλάδας, κάτι το πολύ περισσότερο.
Τα κοινοβουλευτικά σώματα και οι κυβερνήσεις, που διαμορφώθηκαν, κατά την περίοδο της ελληνικής κρατικής χρεωκοπίας, (και που θα συνεχίσουν να διαμορφώνονται), εναντιώνονται, ανοικτά και απροσχημάτιστα, στην εκφρασμένη βούληση της ελληνικής κοινωνίας, ξεκινώντας από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο οδηγήθηκε, κυριολεκτικά, στην διάλυση, μέχρι τις κυβερνήσεις του Λουκά Παπαδήμου και του Αντώνη Σαμαρά της Νέας Δημοκρατίας, που σχηματίστηκαν, με συνεργασία του ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ και στην συνέχεια, του Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά και άλλων κομμάτων της δεξιάς και της αριστεράς (ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη και ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη) και φτάνοντας στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εκτοξεύτηκε, ραγδαία, από το 4% του εκλογικού σώματος, στα επίπεδα του 36%, σε συνεργασία, με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου και ως την παρούσα αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας.
Και αυτή η πολιτική συμπεριφορά δεν πρόκειται να αλλάξει, στο μέλλον, όσο το ελληνικό κρατικό μόρφωμα έχει απωλέσει την κεντρική ουσία της υπόστασης του, ως κράτους και οι σημαίνουσες αποφάσεις, που αφορούν την αποικία χρέους της Ελλάδας, λαμβάνονται, στην καρδιά της αποικιακής ευρωπαϊκής μητρόπολης.
Καθαριστικό πραγματικό στοιχείο, από το οποίο τεκμαίρεται η εναντίωση της ελληνικής πολιτικής ελίτ, όπως αυτή ηταν, στερεότυπα, διαμορφωμένη, το 2010 και όπως αναδιαμορφώθηκε, με συγκλονιστικό τρόπο, από το 2012, με την ραγδαία και σαρωτική εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την κατάκτηση της εξουσίας, τον Ιανουάριο του 2015, από το αριστερό ριζοσπαστικοφανές κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, δεν είναι, απλώς, η παραμυθολογία, στην οποία επιδόθηκαν και ο Αντώνης Σαμαράς αλλά και - μακράν, πολύ περισσότερο - ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα της υποτιθέμενης, ως ριζοσπαστικής αριστεράς. Τεκμήριο είναι η πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, στο οποίο ετέθη, ουσιαστικά, στο εκλογικό σώμα, το ερώτημα, εάν αποδέχεται το 3ο Μνημόνιο, ή όχι.
Η συντριπτική απάντηση του εκλογικού σώματος, σε επίπεδο 61,3%, ήταν αρνητική, στο Μνημόνιο και ουσιαστικά, εδώ που τα λέμε, ήταν αρνητική και όσον αφορά την κατάργηση της δραχμής και την αντικατάστασή της, από το ευρώ, αν και αυτό το ερώτημα ουδέποτε ετέθη, είτε πριν την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, είτε μετά από αυτήν την ένταξη.
Δυστυχώς, αλλά καθόλου αφύσικα, αυτή η έκφραση της βούλησης της μέγιστης πλειοψηφίας του ελληνικού εκλογικού σώματος, όχι μόνο αγνοήθηκε, παντελώς, από το ελληνικό πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά και παραβιάστηκε, απροκάλυπτα, με την ψήφιση του 3ου Μνημονίου, από εκείνη την Βουλή, η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του, τότε, πρωθυπουργού και σύμφωνα με τις υποσχέσεις του, δεν επρόκειτο να ψηφίσει και να υπογράψει, ποτέ, ένα 3ο Μνημόνιο, αφού υποτίθεται ότι είχε ψηφιστεί, για να άρει το καθεστώς της χρεωδουλείας, στο οποίο είχε εμπλακεί η ελληνική κοινωνία, με την υπογραφή και την εφαρμογή των δύο προηγούμενων Μνημονίων, από την εποχή της ελληνικής κρατικής χρεωκοπίας.
Παρά ταύτα, όμως, το 3ο Μνημόνιο ψηφίστηκε και ακολουθήθηκε, από το παρόν και ισχύον ντροπαλό 4ο Μνημόνιο, το οποίο έχει ισχύ, τουλάχιστον, μέχρι το 2070 και δεν αποκλείεται, καθόλου, να συμπληρωθεί, στην πορεία, από ένα νέο γραπτό Μνημόνιο, το οποίο θα είναι συμπληρωματικό του παρόντος ισχύοντος ντροπαλού 4ου Μνημονίου.
Με αυτόν τον τρόπο και με αυτές τις διαδικασίες, αλλοιώθηκε, στην ουσία του, το αστικοδημοκρατικό πολίτευμα της χώρας και καταλύθηκε, "νομιμοφανώς", το Σύνταγμα, το οποίο υποτίθεται ότι ίσχυε όλη αυτή την εποχή και το οποίο εξακολουθεί να υποτίθεται ότι ισχύει.
Αυτά τα νεοσυσταθέντα στοιχεία, που υπονομεύουν και κονιορτοποιούν την αυτοτελή κρατική κυριαρχία της νεοαποικιοκρατούμενης ελληνικής κοινωνίας, το κράτος της οποίας θα έπρεπε, σύμφωνα, με την κρατούσα συνταγματολογική θεωρία, να αποτελεί την νομική προσωπικότητα του ελληνικού λαού, ο οποίος, σύμφωνα, με την θεωρία, ασκεί την πρωτογενή εξουσία του, σε έναν προσδιορισμένο εδαφικό χώρο, έρχονται να προστεθούν, στα κλασσικά δομικά στοιχεία που στοιχειοθετούν την χρονία κρίση πολιτικής εκπροσώπησης την οποία, άλλωστε, αντιμετωπίζει, όχι μόνο, η χώρα μας, αλλά και όλες οι χώρες της δυτικής εκδοχής του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Ας τα δούμε, αυτά τα στοιχεία της υπαρκτής κρίσης αντιπροσώπευσης, ένα προς ένα :
Α) Το πρώτο αφορά την δυνατότητα ανάκλησης του καθενός, από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους, μέσα στα όρια της θητείας τους και πριν γίνουν οι εκλογές, από ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, που τους έχει εκλέξει, ή που έχουν διοριστεί, από την κάθε κυβέρνηση, με την κατάθεση μιας πρότασης αποπομπής τους, από τους κοινοβουλευτικούς και τους άλλους πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς (αυτοδιοικητικούς, ήτοι περιφερειακούς και δημοτικούς και κοινοτικούς και λοιπούς κρατικούς οργανισμούς). Αυτή η δυνατότητα, δυστυχώς, στις αστικές κοινοβουλευτικές και προεδρικές δημοκρατίες δεν παρέχεται. Και δεν παρέχεται, καθόλου, τυχαία και φυσικά, καθόλου, άδολα. Προφανώς, γίνεται, με το επιχείρημα και ουσιαστικά, το πρόσχημα της περίφημης κυβερνησιμότητας, δηλαδή της κατοχύρωσης της δυνατότητας να ασκεί η Βουλή και η κυβέρνηση την εξουσία τους, κατά το χρονικό διάστημα της θητείας της Βουλής, απρόσκοπτα και χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο και χωρίς τυχούσες ανατροπές, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν, όσον αφορά την ειδικότερη και την γενικότερη πολιτική, που ασκούν.
Β) Ομοίως και συνακόλουθα, δεν παρέχεται μια τέτοια δυνατότητα υποβολής προτάσεων, για αποπομπή των κυβερνήσεων, ύστερα από την συλλογή ενός ορισμένου ικανού αριθμού υπογραφών των πολιτών, για τους ίδιους ακριβώς, λόγους, που έχουν να κάνουν, με την σταθερότητα των κυβερνήσεων και την απρόσκοπτη κυβερνησιμότητα της κοινωνίας, από αυτές τις κυβερνήσεις. Έτσι και εδώ, η όποια κυβέρνηση ασκεί την εξουσία της, χωρίς κανέναν κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο και αποφεύγει, έτσι τις τυχούσες ανατροπές, οι οποίες κρίνονται ανεπιθύμητες.
Γ) Πρόβλημα υπάρχει και με την διεξαγωγή, κατά καιρούς, δημοψηφισμάτων, με τα οποία καλούνται οι πολίτες να εκφράσουν την γνώμη τους και να δεχθούν, ή να απορρίψουν, κάποιες προτάσεις της κυβέρνησης, ή να αποφασίσουν για προτάσεις, που θα έπρεπε, κανονικά, να υποβάλλονται, υποχρεωτικά, προς ψήφιση, μετά από την συλλογή ενός ικανού αριθμού υπογραφών των πολιτών και οι οποίες προτάσεις να αφορούν διάφορα δευτερεύοντα, ή και ουσιαστικά θέματα. Μια τέτοια δυνατότητα, βέβαια, δεν αφορά, καν, τα δημοσιονομικά μέτρα των κυβερνήσεων. Και εδώ είναι το πρόβλημα. Στην Ελλάδα, μάλιστα, η πρωτοβουλία, για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ανήκει, στην κυβέρνηση και εγκρίνεται, από την πλειοψηφία της Βουλής. Και φυσικά και στην ελληνική περίπτωση, απαγορεύεται, συνταγματικά, η θέση ερωτημάτων, στο εκλογικό σώμα, όταν διεξάγονται δημοψηφίσματα, τα οποία ερωτήματα να αφορούν θέματα δημοσιονομικής πολιτικής οποιαδήποτε μορφή και περιεχόμενο, αν έχουν, αυτά τα δημοσιονομικά θέματα. Καταρχήν, στην Ελλάδα, τα δημοψηφίσματα, που έχουν γίνει τον τελευταίο περίπου μισό αιώνα, δηλαδή, πριν από τότε, που ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1975 και με όλες τις τροποποιήσεις, που έκτοτε, αυτό υπέστη, δεν έχουν διεξαχθεί, παρά μόνον δύο δημοψηφίσματα. Ένα, στις 8 Δεκεμβρίου 1974, που αφορούσε το πολίτευμα του κράτους και την επιλογή, ανάμεσα στον θεσμό της βασιλευομένης, ή της αβασίλευτης δημοκρατίας και ένα δεύτερο, όπως είπαμε, πολύ αργότερα, στις 5 Ιουλίου 2015, το οποίο αφορούσε την αποδοχή, ή την απόρριψη της εφαρμογής του 3ου Μνημονίου, στην χώρα. Το ότι, στην δεύτερη περίπτωση, η βούληση του εκλογικού σώματος, που εκφράστηκε, με συντριπτική πλειοψηφία, αγνοήθηκε και πετάχτηκε, στα σκουπίδια, το έχουμε αναφέρει ήδη. Εδώ, είναι άξιο λόγου να αναφέρουμε ότι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 αφορούσε, καθαρά, δημοσιονομικά θέματα, αφού το Μνημόνιο δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, από ένα δημοσιονομικό μνημόνιο, έναν δημοσιονομικό ασφυκτικό ζουρλομανδύα, που έθετε, υπό επιτροπεία και υπό άμεση καθοδήγηση και υπαγόρευση, την ελληνική δημοσιονομική πολιτική, από την τρόικα δηλαδή από το Βερολίνο, την Φρανκφούρτη, τις Βρυξέλλες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Για την αποδοχή της θέσης αυτού του ερωτήματος, η ελληνική πολιτική ελίτ - αυτή του κλασικού αστικού κόσμου - ουδέποτε συγχώρεσε τον, τότε, πρόεδρο του κράτους Προκόπη Παυλόπουλο και γι’ αυτό, δεν τον επανεξέλεξε, τον Μάρτιο του 2020, στην θέση της προεδρίας του κράτους.
Δ) Ειδικότερα, στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές μεγάλες χώρες του δυτικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού, υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα και με τον εκλογικό νόμο, με τον οποίο εκλέγονται οι βουλευτές, οι οποίοι υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες, που τους εκλέγουν και αναδεικνύουν, σε κάθε θητεία της Βουλής και οι οποίοι βουλευτές ψηφίζουν τις κυβερνήσεις, που παίρνουν τις γενικές και ειδικές αποφάσεις, που αφορούν την πορεία των μελών της κοινωνίας, ακόμη και για γενιές, οι οποίες, είτε βρίσκονται σε μικρό ηλικιακό στάδιο, είτε, ακόμη, δεν έχουν γεννηθεί, καν, όπως συνέβη, με τραγικό τρόπο, κατά την περίοδο της ελληνικής κρατικής χρεωκοπίας, από τον Απρίλιο του 2010, μέχρι τις ημέρες μας. Το ότι ο εκλογικός εκλογικός νόμος είναι νοθευτικός και δεν εκφράζει τις τάσεις και τις βουλήσεις της κοινωνίας, τις οποίες, κοινοβουλευτικά, τις διαστρεβλώνει, μέσω των εκλογικών συστημάτων της ενισχυμένης αναλογικής, που έχουν εφαρμοστεί, μέχρι τώρα, αλλά και του συστήματος της απλής αναλογικής, που ψήφισε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, με το απαράδεκτο όριο, για την είσοδο, στην Βουλή, εκείνων των κομμάτων, τα οποία πρέπει να έχουν ξεπεράσει το όριο του 3% των ψήφων, είναι, απολύτως, σαφές, καθόλη την διάρκεια της σχεδόν πενηντάχρονης αστικής δημοκρατίας της μεταπολίτευσης. Βέβαια, αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Και πριν την δικτατορία του 1967, τα εκλογικά συστήματα από το 1953, πάντα νόθευαν την αντιπροσώπευση των τάσεων, και των επιθυμιών της ελληνικής κοινωνίας και φυσικά, στην πράξη, καταστρατηγούσαν και διακωμωδούσαν, κραυγαλέα, τον ίδιο τον θεσμό της αστικής κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και διακυβέρνησης. Όπως είπαμε, αυτό δεν είναι, μόνο, ελληνικό φαινόμενο, αλλά αυτή η κατάσταση δεν αλλάζει τα πράγματα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα λειτουργεί με νόθο τρόπο. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα.
Κορνήλιος Καστοριάδης
Και όπως είπαμε, αυτή η σκληρή πραγματικότητα αφορά όλον τον δυτικό γραφειοκρατικό καπιταλιστικό κόσμο. Κάπως έτσι, παραμένουν, πάντα, επίκαιρες, όπως έγραψα και παραπάνω, οι σαρωτικές αντιεξουσιαστικές κριτικές του Μιχαήλ Μπακούνιν, οι κριτικές, περί κοινωνικής αυτονομίας, του Κορνήλιου Καστοριάδη, αλλά ακόμη και δευτερευόντως και σε έναν βαθμό, οι αστικοδημοκρατικές κριτικές του Καρλ Πόππερ, που αφορούν το ζήτημα της άσκησης της εξουσίας, μέσα, στον κλασικό και στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό.
Φυσικά, αυτές οι σαρωτικές και κριτικές δεν επαρκούν, αφού πρέπει να αντιστοιχηθούν, ως βιώσιμες προτάσεις, στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, κάτι το οποίο δεν είναι, απλώς, δύσκολο. Μπορεί να είναι και ακατόρθωτο, λόγω της ίδιας της βιολογικής φύσης των ανθρώπων, οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουν, μέσα στο DNA τους, την ροπή προς την υποταγή, ακόμα και την υποδούλωση, όπως και την ροπή, για τις αναθέσεις των εργασιών, που θα μπορούσε κάθε μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας να κάνει, αυτοπροσώπως, σε άλλους. Αυτό, άλλωστε, είναι που δημιουργεί την κρίση αντιπροσώπευσης, στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά και στις παλαιότερες, για τις οποίες κάνουμε λόγο, σε αυτό εδώ το κείμενο.
Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτές οι ροπές, που διακατέχουν την ανθρώπινη φύση, αλλά η ψυχρή μελέτη της ανθρώπινης ιστορίας, μας διδάσκει ότι αυτές οι ροπές έχουν γερές βάσεις, μέσα στην ανθρώπινη φύση, οι οποίες βάσεις έχουν οδηγήσει τις ανθρώπινες κοινωνίες, στο να υποτάσσονται, στις, κατά καιρούς, εξουσίες, τις οποίες οι ίδιες δημιουργούν.
Και αυτή η πραγματικότητα είναι, που δυσκολεύει τις εξελίξεις και την πορεία προς την κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή, η οποια μπορεί να αργήσει, ή και να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.
Μιχάηλ Μπακούνιν.
Δεν μπορεί να γίνει τίποτε λοιπόν;
Αυτό είναι το ερώτημα. Και η απάντηση είναι ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να μην μπορεί να γίνει τίποτα.
Αλλά, παράλληλα, μπορεί να γίνουν και πολλά.
Για να καταστεί δυνατόν τα προβλήματα της αστικοδημοκρατικής αντιπροσώπευσης, τα οποία ανέφερα, να αντιμετωπισθούν, έστω και εν μέρει, η ίδια η τοποθέτηση και η ανάλυσή τους, στο παρόν δημοσίευμα, δίνουν και τις λύσεις, όσον αφορά τις αναγκαίες τροποποιήσεις, στους μηχανισμούς παραγωγής και άσκησης της εξουσίας, όπως και τους απαραίτητους κοινωνικούς ελέγχους, οι οποίοι πρέπει να γίνονται. Και πρέπει να γίνονται, όχι επειδή κάποιο θεωρητικό μοντέλο το απαιτεί αυτό, αλλά επειδή ίδιες οι κοινωνικές ανάγκες είναι τέτοιες, που καθιστούν αναγκαίες αυτές τις αλλαγές, προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα, που δημιουργεί η κρίση αντιπροσώπευσης, στις σύγχρονες αστικοδημοκρατικές γραφειοκρατικές καπιταλιστικές κοινωνίες της Δύσης.
Άλλως, θα επικρατήσουν συστήματα παραπλήσια, με αυτά του ανατολικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού, κάτι το οποίο δεν πρόκειται να είναι καθόλου ευχάριστο.
Σχόλια