496 πΧ - 323 πΧ. Από τους μακεδονικούς στατήρες, στην ανακατασκευή του προσώπου του Ιβάν Δ’ του Τρομερού (1530-1584), στον πλανόδιο πωλητή σταφυλιών, στην Αθήνα του 1917 και στην οδό Σταδίου, το 1926, στον Κώστα Καρυωτάκη, στις 21-7-1928, στους Κρητικούς μαχητές, τον Μάιο του 1941, στο λιμάνι της Ραφήνας την δεκαετία του 1950, στο Μέγαρο των Ιλισίων, το 1960, στον Κεραμεικό (1937-1967) και μετέπειτα : Η μεταμόρφωση της Αθήνας και του Λεκανοπεδίου της Αττικής, μέσα από το φωτογραφικό υλικό του 19ου και του 20ου αιώνα (61).
Μακεδονικοί στατήρες των εποχών των βασιλέων Αλεξάνδρου Γ’ (του επονομαζόμενου Μεγάλου, που ανακηρύχθηκε, το 336 πΧ, βασιλιάς των Ελλήνων, ως Αλέξανδρος Α’) και του Αλεξάνδρου Α’ (496 πΧ - 354 πΧ).
Οι στατήρες ήσαν, κατ’ αρχήν, νομίσματα. Ο πρώτος στατήρας κατασκευάστηκε και κυκλοφόρησε το 323 πΧ, δηλαδή, στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Απεικονίζει, στην μια όψη, την κεφαλή της θεάς Αθηνάς, που φέρει, επί της κεφαλής της Κορινθιακό κράνος και στην άλλη ο η απεικονίζει την φτερωτή Νίκη, που κρατά στεφάνι και στυλίδα, κηρύκειο με επιγραφή το όνομα του “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ”. Ο δεύτερος στατήρας είναι πολύ πιο φτωχικός και ανήκει, στην εποχή του Αλέξανδρου Α’ της Μακεδονίας, όταν αυτή ήταν υποτελής, στους Πέρσες. Στατήρες υπήρχαν και στην υπολοιπη αρχαία Ελλάδα, από τον 8ο αιώνα πΧ (κορινθιακός, αιγινήτικος, ευβοϊκός) και αργότερα, στην Δυτική Ευρώπης, από τους μισθοφόρους Κέλτες, που χρησιμοποίησε, ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος Β’. Η λέξη διατηρήθηκε, μέχρι τα νεώτερα χρόνια και είναι ένα είδος ζυγαριάς, το στατέρι, στην Κέρκυρα, ή στατσέρι, ή καντάρι. Επίσης, ο στατήρας ήταν και μονάδα βάρους, ή μάζας. Τον περασμένο αιώνα, στην Ελλάδα, ένας στατήρας, ή καντάρι, αναλογούσε, σε 44 οκάδες.
Ιβάν Δ’ (Іѡаннъ IV Васильевич) ο Τρομερός 3/9/1530 - 28/3/1584 (νέο ημερολόγιο). Η ανακατασκευή του προσώπου του, από τον Βραζιλιάνο Cicero Moraes.
Είναι ο ιδρυτής του βασιλείου των Ρώσων και ο πρώτος τσάρος της Ρωσίας. Είναι εγγονός της Σοφίας Παλαιολόγου κόρης του Θωμά Παλαιολόγου, που υπήρξε Δεσπότης του Μωρέως και ήταν αδελφός του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου και του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, που ήσαν οι δυο τελευταίοι, κατά σειράν, αυτοκράτορες, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιβαν Δ’ μετέτρεψε τη χώρα του, σε αυτοκρατορία, επεκτείνοντας τα ανατολικά της σύνορα, στην Σιβηρία και νότια, στην Κασπία. Είναι γνωστός, για την βαρβαρότητά του, αφού περνούσε τους υπηκόους του, από διάφορα απίστευτα βασανιστήρια. Τους έβραζαν ζωντανούς, τους κάρφωναν, τους έψηναν, τους έπνιγαν, στον πάγο και τους άνοιγαν, στα δύο, με άλογα. Λέγεται ότι ξυλοκόπησε, μέχρι θανάτου, τον ίδιο του τον γιο, εξαγριωμένος, αφού ήλθε σε σύγκρουση, μαζί του επειδή ο Ιβάν κτύπησε την έγκυο γυναίκα του πρίγκιπα, προκαλώντας την αποβολή του εμβρύου.
1917 Αθήνα. Πλανόδιος πωλητής σταφυλιών και ο γαϊδαράκος φορτωμένος, με το εμπόρευμα, στην οδό Καραϊσκάκη, στου Ψυρρή.
1926. Αθήνα, Μηχανοκίνητα και ιππήλατα αμάξια, στην οδό Σταδίου.
21/7/1928. Στην επιστολή, που έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης, πριν αυτοκτονήσει, με αυτοπυροβολισμό, αναφέρει :
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα είναι η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη, που μου αποδίδεται την μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την εσχάτη πικρία. Ούτε ειμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήλθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμεναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν ἄρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στον θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[ΥΓ] Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν από κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν, με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πως, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις αναμνήσεις ενός πνιγμένου».
Μάιος 1941. Κρητικοί, τους οποίους οι Γερμανοί χαρακτήρισαν, ως παρτιζάνους.
Δεν αποκλείω, καθόλου, το να ήσαν. Οι κατακτητές δεν πρέπει να έχουν άδικο. Άλλωστε, οι Κρήτες τους πετσόκοψαν, κυριολεκτικά, τους αλεξιπτωτιστές της Luftwaffe, τόσο πολύ, που στα υπόλοιπα 4, περίπου, χρόνια του Β’ παγκόσμιου πολέμου, η γερμανική ηγεσία δεν τόλμησε να διεξαγάγει καμμία πολεμική επιχείρηση, με αλεξιπτωτιστές.
Μάλιστα, έχω και μια προσωπική μαρτυρία να καταγράψω, γύρω από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, στην Κρήτη, τον Μάιο του 1941. Την δεκαετία του 1960, πολλοί συγγενείς μου και από την πλευρά του πατέρα μου και από την πλευρά της μητέρας μου, πήγαν, στην Γερμανία, ως μετανάστες, ύστερα, από διακρατική συμφωνία, ανάμεσα το γερμανικό και το ελληνικό κράτος. Οι συγγενείς μου, από την πλευρά της μητέρας μου, πήγαν όλοι, στην Βαυαρία, στο Μόναχο.
Κάποια ημέρα, εκεί, στα χρόνια της δεκαετίας του 1960, εμφανίστηκε, στο εργοστάσιο, που εργάζονταν θείοι, θείες και ξαδέλφια μου, ένας κουτσός Γερμανός εργάτης, ο οποίος μπήκε, κανονικά, στην γραμμή παραγωγής, πάνω στο καροτσάκι του. Το πρόβλημα, με αυτόν τον άνθρωπο, ήταν ότι, όταν έβλεπε Έλληνες, έβριζε, ακατάπαυστα, τους Κρητικούς. Δούλευε και συνεχώς, έβριζε, με δυνατή φωνή.
Τί είχε συμβεί. Ο άνθρωπος αυτός, στα νειάτα του, ήταν, ένας από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, που είχαν προσεδαφιστεί, στην μεγαλόνησο, τον Μάιο του 1941, στην διάρκεια της Μάχης της Κρήτης και είχε την ατυχία να πέσει πάνω, σε ένα μπουλούκι Κρητικών, που τον πετσόκοψαν, αλλά αυτός κατάφερε να επιβιώσει, αλλά με κομμένο το πόδι, κάτι, που τον καθήλωσε, σε καροτσάκι, σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Γι’ αυτό έβριζε τους Κρητικούς, συνεχώς και όταν έβλεπε Έλληνες, το πάθος του τον οδηγούσε, σε αυτήν την διαρκή συμπεριφορά. Οι Έλληνες, στο εργοστάσιο, ανέχθηκαν αυτή την συμπεριφορά και από φόβο μην χάσουν την δουλειά τους, αν δημιουργούσαν επεισόδια, με αυτόν τον άνθρωπο, που ήταν και σακάτης, αλλά και τον λυπόντουσαν.
Κάποια ημέρα, ο ξάδελφος της μητέρας μου ο μακαρίτης, πλέον, εδώ και πολλά χρόνια, ο Θεόφιλος Χαιρόπουλος, ο αποκαλούμενος, ως “Μπέμπης”, δεν άντεξε και πήγε και έκανε, σκηνή, στον ανάπηρο Γερμανό, λεγοντάς του ότι δεν μπορούν να τον ακούν, συνέχεια, να βρίζει τους Κρητικούς. Ο Γερμανός του είπε ότι βρίζει τους Κρητικούς, επειδή του έκοψαν το πόδι, στον πόλεμο και ο θείος ο “Μπέμπης” του απάντησε, ρωτώντας τον, τί δουλειά είχε, στην Κρήτη και ποιός τον κάλεσε να πάει, στο νησί.
Κάπου, εκεί, τελείωσε το επεισόδιο και ο ανάπηρος Γερμανός, κάπως, συμμαζεύτηκε.
Το λιμάνι της Ραφήνας.
1960 (δεκαετία). Το «Μέγαρο Ιλισίων», Βασιλίσσης Σοφίας 22.
1937. Κεραμεικός. Η λαχαναγορά, Πειραιώς και Ιερά Οδός.
1980. Ο Σταύρος Παράβας, η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Θανάσης Βέγγος, στο «Δελφινάριο».
Σχόλια