Η 24η Ιουλίου 1974 μισό αιώνα, μετά : Μια αλλαγή φρουράς, που εξελίχθηκε, σε μεταπολίτευση, εδραζόμενη, στην ολοκλήρωση της ελλαδικής στρατιωτικοπολιτικής προδοσίας της Κύπρου. (Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον έφεραν, για να ολοκληρώσει την προδοσία και αυτός το έπραξε, εν ψυχρώ).
Καθώς, σήμερα, Τετάρτη 24/7/2024, συμπληρώνονται 50 χρόνια, από την μεταμεσονύκτια επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το Παρίσι, όπου, εθελούσια, είχε καταφύγει, φοβούμενος ότι επρόκειτο να ακολουθήσουν ποινικές διώξεις, εις βάρος του, μετά την ήττα της ΕΡΕ, στις βουλευτικές εκλογές του 1963 και του 1964, από την Ένωση Κέντρου και την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, το ερώτημα είναι ποιοί και γιατί τον έφεραν, ενώ η στρατιωτική ηγεσία, προηγουμένως, είχε αναθέσει, στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (αρχηγό της προδικτατορικής ΕΡΕ) και στον Γεώργιο Μαύρο της Ένωσης Κέντρου (ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πεθανει, την 1/11/1968 και ο Ανδρέας Παπανδρέου ακολούθησε διαφορετικό δρόμο, με την ίδρυση του σοσιαλιστικού ΠΑΚ) να σχηματίσουν κυβέρνηση και με αυτή την εντολή οι δυο πολιτικοί έφυγαν, την 23/7/1974, από το Πεντάγωνο.
Η επίσημη εκδοχή είναι γνωστή.
Όταν έφυγαν, από το Πεντάγωνο, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Γεώργιος Μαύρος, παρέμεινε, στην αίθουσα των συσκέψεων, ο Ευάγγελος Αβέρωφ ο οποίος, χωρίς να κουραστεί πολύ, έπεισε την στρατιωτική ηγεσία ότι πρέπει να φέρουν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και ότι, όταν εκείνοι διερωτήθηκαν, για το πώς να γίνει αυτό, αφού ο Καραμανλής είναι, στο εξωτερικό και ότι, εδώ οι καταστάσεις είναι επείγουσες, ο Ευάγγελος Αβέρωφ τους είπε ότι θα φέρει, γρήγορα, τον Καραμανλή, στην Ελλάδα, για να αναλάβει την πρωθυπουργία. Η στρατιωτική ηγεσία συμφώνησε, χωρίς, όμως, να ειπωθεί η συμφωνία, που έγινε, για να δεχθεί η στρατιωτική ηγεσία την λύση Καραμανλή, ο οποίος ήταν, από ημέρες έτοιμος, για την επιστροφή του, στην Αθήνα και φυσικά, ήταν πρόθυμος να σχηματίσει κυβέρνηση, ενώ ο αμερικανικός παράγοντας είχε δώσει το ΟΚ, για την επιστροφή του, στην ενεργό πολιτική ζωή.
Οι άλλοι δύο - ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Γεώργιος Μαύρος -, που είχαν λάβει την εντολή να σχηματίσουν κυβέρνηση, ξαφνικά, εξαφανίστηκαν, έκαναν πίσω και έτσι, ήλθε, άρον-άρον, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, από το Παρίσι, με αεροπλάνο, που του παραχώρησε ο, τότε, Γάλλος πρόεδρος Valery Guiscard d’ Estaing, φθάνοντας, σχεδόν τα ξημερώματα, για να ορκιστεί, κατευθείαν, ως πρωθυπουργός και στην συνέχεια, σε δύο φάσεις, να ολοκληρώσει τον σχηματισμό της πολιτικής κυβέρνησης, που αντικατέστησε την τελευταία δικτατορική κυβέρνηση του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, με την συμμετοχή του Γεωργίου Μαύρου (δηλαδή της Ένωσης Κέντρου και των λεγομένων Νέων Δυνάμεων, που αποτελούνταν, από διάφορους Σοσιαλδημοκράτες, σαν τον Δημήτρη Τσάτσο, τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου και άλλους.
Το τί έκανε αυτή η κυβέρνηση, η οποία αποκλήθηκε - χωρίς να είναι - «κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» και στην ουσία, ήταν κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δηλαδή της παραδοσιακής Δεξιάς την οποία εμπιστεύονταν η στρατιωτική ηγεσία της δικτατορίας, που παρέμεινε, στην θέση της, μαζί με τον πρόεδρο του δικτατορικού κράτους στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, είναι γνωστό, ενώ οι λοιποί συμμετέχοντες έπαιξαν τον ρόλο του πτωχού συγγενούς, και του κομπάρσου, αν και μπορούσαν να απαιτήσουν και να επιβάλλουν, στην πράξη, την επικράτηση, μιας άλλης, εντελώς, διαφορετικής μορφής, στις εξελίξεις, που ακολούθησαν. Όμως, οι Κεντρώοι, ούτε καν, το αποπειράθηκαν και φυσικά, φέρουν ακέραιη την ευθύνη, για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνέχισε την πολιτική της στρατιωτικής ηγεσίας, όσον αναφορά τον, εν τοις πράγμασι, εξελισσόμενο πόλεμο, στην Κύπρο, με την απόβαση των τουρκικών δυνάμεων, στο νησί, να βρίσκεται, σε ένα, άκρως, ευάλωτο και κρίσιμο σημείο, γεγονός, το οποίο σημαίνει ότι, εάν ο Καραμανλής ήθελε, μπορούσε να ακυρώσει τις εντολές της στρατιωτικής ηγεσίας και να διατάξει την βύθιση τουρκικού αποβατικού στόλου, στην Κυρήνεια, από την μοίρα των Φάντομς, που περίμενε την σχετική εντολή, στην Κρήτη, για να προσβάλει και να εξουδετερώσει το ευάλωτο μικρό τουρκικό προγεφύρωμα και τον αποβατικό στόλο του τουρκικού πολεμικού ναυτικού και φυσικά να στείλει και τα δύο γερμανικής κατασκευής υποβρύχια, στην Κύπρο για να συνδράμουν και να ολοκληρώσουν την καταστροφή του τουρκικού στόλου.
Δεν το έπραξε αυτό ο Κωσταντίνος Καραμανλής, διότι δεν θέλησε να το πράξει.
Λέγεται ότι παραπληροφορήθηκε, από την στρατιωτική ηγεσία, ως προς την δυνατότητα να πραγματοποιηθεί αυτή η πολεμική επιχείρηση, ενώ του παρουσιαζόταν, επίσης, το επιχείρημα, που αφορουσε τον φόβο της εισβολής του βουλγαρικού στρατού, στην Δυτική Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία.
Δεν έχω κανέναν λόγο να μην πιστεύω το ότι ο Καραμανλής είχε ψευδή πληροφόρηση, όσον αφορά την πραγματική κατάσταση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και των ισορροπιών, στην ευρύτερη περιοχή των ανατολικών Βαλκανίων και ειδικά, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Είναι προφανές ότι η στρατιωτική ηγεσία, που έμεινε ίδια, σχεδόν, μέχρι τον Ιανουάριο του 1975, όταν αποστρατεύθηκε ο Α/ΓΕΑ Αλέξανδρος Παπανικολάου, τον παραπληροφορούσε.
Η στρατιωτική ηγεσία της δικτατορίας, την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν απέλυσε, είχε κάθε λόγο να τον παραπληροφορεί και να του λέει ψέματα, στην κρίσιμη περίοδο, από τις 24 Ιουλίου 1974, που ανέλαβε την πρωθυπουργία, μέχρι τον κρίσιμο Αύγουστο του 1974, που έγινε η τουρκική επίθεση που ολοκλήρωσε την τουρκική εισβολή, με την δεύτερη και καταλυτική φάση της, που απέδωσε το 36,2% του κυπριακού εδάφους, στην κατοχή του τουρκικού στρατού.
Όλα αυτά, προφανώς, έγιναν.
Όμως, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήταν αμαθής. Γνώριζε το τί μπορούσε να γίνει, στην Κύπρο, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία, στις 23 Ιουλίου 1974, αλλά προτίμησε να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν, σε αυτό το ουσιώδες και κρισιμότατο χρονικό σημείο, χωρίς να αντιδράσει, με αποτέλεσμα την εδραίωση του τουρκικού προγεφυρώματος την Κύπρο και την δεύτερη στρατιωτική επιχείρηση του τουρκικού στρατού, στις 14 Αυγούστου 1974, που, σε τρεις ημέρες, κατάφερε να πραγματοποιήσει τους στόχους, που είχε θέσει η τουρκική ηγεσία και οι οποίοι ήσαν η κατάληψη όλων των εδαφών, που πραγματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε, μέσα σε αυτό το τριήμερο.
Αποτελεί αυτή η προμελετημένη πράξη (απραξία) του Κωνσταντίνου Καραμανλή προδοσία;
Προφανώς και αποτελεί προδοσία.
Και αποτελεί προδοσία, διότι ο συγκεκριμένος πολιτικός πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, απεδέχθη τα πεπραγμένα, δηλαδή την απραξία, της στρατιωτικής ηγεσίας, που, ουσιαστικά, τον διόρισε ως πρωθυπουργό, αρχής γενομένης από την προδοτική συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, στην Κύπρο και ευρύτερα.
Αυτήν την συμφωνία, την οποία, αν και όταν βρέθηκε, σε δυσχερή θέση, τον Αύγουστο του 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δημοσίως, φραστικά, κατήγγειλε, λέγοντας ότι δεν συμφώνησε αυτός την κατάπαυση του πυρός, αλλά η δικτατορία, δεν την κήρυξε, ως άκυρη, ενώ ο, ανωτέρω, εικονιζόμενος αρχηγός ΓΕΝ Πέτρος Αραπάκης, που συμφώνησε, με τον Henry Kissinger, αυτήν την ολέθρια “κατάπαυση του πυρός”, την οποία οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν, για να εδραιώσουν το αρχικό ευάλωτο και ασθενέστατο προγεφύρωμά τους, στην Κερύνεια, παρέμεινε, στην θέση του, ανενόχλητος, μέχρι την 8/1/1975.
Μάλιστα, η στρατιωτική ηγεσία εξασφάλισε, ως αντάλλαγμα, προφανώς, για την παράδοση της εξουσίας, στον “ηγέτη της εθνικοφρόνου παρατάξεως”, το ακαταδίωκτο, για την προδοσία της Κύπρου, που συνδυάστηκε, με την αδιατάρακτη και την ήρεμη διαβίωση των μελών της, που, ουδόλως, ενοχλήθηκαν, για τις εγκληματικές πράξεις τους, αρχής γενομένης, με το πραξικόπημα, κατά του προέδρου του κυπριακού κράτους αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που αυτοί σχεδίασαν και υλοποίησαν , στις 15/7/1974.
Ο Κωσταντίνος Καραμανλής και για να μην είμαι άδικος, το αστικού ελληνικό πολιτικό σύστημα τους έδωσαν άφεση αμαρτιών, αφού όλοι αυτοί δηλαδή ο Γρηγόριος Μπονάνος ο Πέτρος Αραπάκης ο Αλέξανδρος Παπανικολάου, ο Ανδρέας Γαλατά ος και ο Φαίδων Γκιζίκης πέθαναν ήσυχοι, στα κρεβάτια τους, χωρίς ποτέ να γίνει οποιαδήποτε δίκη, για τον κυπριακό πόλεμο και το προηγηθέν πραξικόπημα κατά του προέδρου της κήπου αρχιεπισκόπου Μακαρίου.·
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βέβαια, αυτό, που συνέβη, με αντικειμενική ψυχρότητα, μπορεί να περιγραφεί, ως μια αλλαγή φρουράς, ανάμεσα, στην εθνικόφρονα - υποτίθεται - στρατιωτική ακροδεξιά, που είχε τις ρίζες της, στην οργάνωση του ΙΔΕΑ, που ήταν μια οργάνωση, μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, η οποία σχηματίστηκε, μέσα στην τριπλή ξενική Κατοχή και στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940 και μεταπολεμικά, μαζί με τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κυβερνούσε, από το παρασκήνιο, την χώρα, στο όνομα της καταστολής του κομμουνισμού.
Στην ουσία, λοιπόν, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δίκιο, όταν μιλούσε, “για αλλαγή φρουράς”, από την στρατιωτική δικτατορία της παρακρατικής Ακροδεξιάς, στην κυβέρνηση του Κωσταντίνου Καραμανλή. Φυσικά, αυτή η αλλαγή φρουράς, που έγινε, βιαστικά, κάτω από κρίσιμες συνθήκες μπορεί να ήταν μια προχειροδουλειά και πολιτική τσαπατσουλιά - δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά, που συμβαίνει αυτό, στην ελληνική ιστορία -, αλλά η αλήθεια είναι ότι ρίζωσε, εκείνη την εποχή και έγινε δεκτή, από την ελληνική κοινωνία, λόγω του φόβου του πολέμου και της ήττας, που επικοινωνήθηκε (προπαγανδίστηκε), ως δεδομένη, από το πολιτικοστρατιωτικό καθεστώς και σύσσωμα, από την ολιγαρχική ελίτ της χώρας.
Έτσι η επίσημη επιχειρηματολογία του δικτατορικού καθεστώτος, όταν, πλέον, έπεσαν οι μάσκες, καθώς και της πολιτικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή που κλήθηκε να διαχειριστεί και να ολοκληρώσει - και αυτό είναι το κυριότερο όλων - την αχρείαστη ελληνική ήττα, στον διεξαγόμενο πόλεμο, στην Κύπρο, έγινε αποδεκτή, από την ελληνική κοινωνία, παρά το γεγονός ότι το σύνολο αυτής της επιχειρηματολογίας ήταν ψευδές.
Προβάλλεται και έχει επικρατήσει ο ισχυρισμός ότι η μεταπολίτευση στην Ελλάδα και η λειτουργία του κοινοβουλευτικού καθεστώτος στηρίχθηκαν, αναγκαστικά πάνω σε αυτή την συντριπτική ελληνική στρατιωτική ήττα, στην Κύπρο, υπήρξε η αναγκαία προϋπόθεση, για την επικράτηση του κοινοβουλευτισμού, στην χώρα μας.
Η επιχειρηματολογία αυτή φαίνεται ευλογοφανής αλλά είναι απολύτως είναι απολύτως ψευδής.
Αυτό, που, τελικά, δεν συνέβη, επειδή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν το επέλεξε να συμβεί, είναι το ότι, αντίθετα, η αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1974 θα στηριζόταν, πολύ περισσότερο εάν είχε επιλεγεί, από την πολιτική ηγεσία, δηλαδή, από τον Κωσταντίνο Καραμανλή και τον Γεώργιο Μαύρο η ορθή και επιβεβλημένη λύση της επίσημης και ενεργού συμμετοχής της Ελλάδας, στον κυπριακό πόλεμο, με την άμεση βύθιση του τουρκικού αποβατικού στόλου, μέσα στις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου του 1974 και φυσικά, αυτό προϋπέθετε την ακύρωση της συμφωνίας της κατάπαυσης του πυρός, που είχαν συνομολογήσει ο Πέτρος Αραπάκης και ο Henry Kissinger, στις 23/7/1974.
Η βύθιση του τουρκικού στόλου στην Κύπρο ήταν βέβαιη, πλην όμως, λόγω του γεγονότος ότι οι κληθέντες να πάρουν τις σχετικές αποφάσεις, αρχικά, δηλαδή η στρατιωτική ηγεσία της δικτατορίας και στην συνέχεια, ο Κωσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Μαύρος και η κυβέρνηση που σχημάτισαν, σαν σήμερα, 50 χρόνια πριν, στις 22, έως τις 24 Ιουλίου 1974 και στις επόμενες κρίσιμες ημέρες, όλοι αυτοί αρνήθηκαν να προχωρήσουν, σε αυτήν την καθοριστική ενέργεια, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα αμερικανικά και τα νατοϊκά συμφέροντα.
Εν ολίγοις, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον έφεραν, για να ολοκληρώσει την προδοσία της Κύπρου και αυτός το έπραξε, εν ψυχρώ.
Αυτή είναι η ωμή αλήθεια, χωρίς αστερίσκους και υπεκφυγές.
Από τότε, οι εξελίξεις, στις δεκαετίες, που ακολούθησαν, μέχρι τις ημέρες μας, υπήρξαν και είναι, ακόμη, χειρότερες, από την προδοσία της Κύπρου, αφού, στην συνέχεια ήρθε η 31η Ιανουαρίου του 1996 η δεύτερη προδοσία των Ιμίων, όπου αυτό που συνέβη, υπήρξε, ακόμη, χειρότερο, από την προδοσία της Κύπρου, διότι, στην περίπτωση αυτή, είναι η ίδια η Ελλάδα, ως χώρα, που απώλεσε, για πρώτη φορά, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έδαφος της ελληνικής επικράτειας, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της και η απώλεια αυτή προέκυψε εξαιτίας της προδοτικής πολιτικής της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, που συμφώνησε, πάλι με την μεσολάβηση των Αμερικανών, στο ότι το έδαφος αυτό, αποτελεί μια γκρίζα ζώνη, στο Αιγαίο.
Το 1996, άλλωστε, ήταν και η τελευταία ευκαιρία, που η Ελλάδα, ως στρατιωτική δύναμη, είχε την ικανότητα να κατανικήσει τον τουρκικό στόλο και την τουρκική αεροπορία, αφού, στα επίπεδα αυτών των δύο όπλων πλεονεκτούσε έναντι των αντίστοιχο τουρκικών. Τώρα δυστυχώς το πουλάκι έχει πετάξει.
Πραγματικά, η εικόνα της χώρας μας είναι οικτρή και καθίσταται, ως μη αναστρέψιμη.
Φυσικά, πρέπει να ειπωθεί ότι η μεταπολίτευση οδήγησε σε πραγματικές αλλαγές, αφού η το μεταδικτατορικό καθεστώς, που σχημάτισε ο Κωσταντίνος Καραμανλής, διέφερε ριζικά από τον προδικτατορικό κολοβό και κηδεμονευόμενο κοινοβουλευτισμό της μετεμφυλιακής προδικτατορικής Ελλάδας. Το νέο κοινοβουλευτικό σύστημα έπαυσε, πολύ γρήγορα, κάπου, γύρω στο 1977, να έχει εξάρτησεις, από τον στρατό, τα σώματα ασφαλείας και το Παλάτι, αφού καταργήθηκε η βασιλεία, με το δημοψηφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 και διαμορφώθηκε, ως ένα τυπικό κοινοβουλευτικό σύστημα, σαν αυτά, που επικρατούν, στην δυτική Ευρώπη, με ορόσημο την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, τον Σεπτέμβριο του 1974 και την ένταξή του, στην ελληνική πολιτική ζωή.
Τυπικά και ουσιαστικά, η διαδικασία της δημιουργίας του ομαλού κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, ολοκληρώθηκε με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 1981, αλλά δυστυχώς, η ένταξη της Ελλάδας, στην ΕΟΚ, το 1981 και πολύ περισσότερο, με την ολέθρια ένταξη της ελληνικής οικονομίας, στην ζώνη του ευρώ, την 1/1/2002, με την αφανή, τότε, χρεωκοπία της χώρας, που κατέστη φανερή τον Απρίλιο του 2010, αφού το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει, το χρέος του, επειδή, με την κατάργηση του εθνικού νομίσματος - της δραχμής - και την αντικατάστασή της, από το ευρω, του οποίου την έκδοση δεν ελέγχει η κυβέρνηση, αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ελληνικό δημόσιο χρέος, που ήταν εκφρασμένο, σε ξένα νομίσματα, κατά 15% και κατά 85% ήταν ένα δραχμικό χρέος, το οποίο εξυπηρετείτο, άνετα, κατέστη καθ’ ολοκληρίαν ένα χρέος, σε ξένο συνάλλαγμα, αφού αυτή είναι η βασική λειτουργία του ευρώ.
Έτσι, μέσα στην πορεία των δεκαετιών, η μεταπολίτευση έχασε την όποια θετική δυναμική της, αφού η χώρα μετατράπηκε, με την υπαγωγή της, στο αέναο καθεστώς των Μνημονίων, απο τον Μάιο του 2010, που εισήχθη και επιβλήθηκε, από τους ξένους δανειστές και εντέλει, από τους ευρωθεσμικούς δανειστές, σε μια αποικία χρέους, η οποία δεν έχει τέλος και υποβιβάζει το ελληνικό κράτος, σε μια αποικιοκρατούμενη συμπληρωματική διοίκηση μιας αποικιακής επαρχίας, η οποία λειτουργεί, ως επίφαση και ως νομιζόμενη δημοκρατία, που καταστρέφει την χώρα και δίνει το δικαίωμα, στον, εκ των εκθεμελιωτών της ελληνικής οικονομίας, Γιάννη Στουρνάρα, που έχει το ρόλο του Διοικητή της, ψευδώς, ονομαζόμενης Τράπεζας της Ελλάδος η οποία ουσιαστικά και τυπικά, από το 2002, είναι υποκατάστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να ομολογεί, ωμότατα, ότι η χώρα θα επανέλθει, στους παλαιούς αναπτυξιακούς της ρυθμούς, σε 40 χρόνια, από τώρα, αρκεί να υιοθετηθούν οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στην ελληνική οικονομία και στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες μεταρρυθμίσεις, ακούγονται, ήδη, από την εποχή της ελληνικής χρεοκοπίας του Απριλίου του 2010, εφαρμόζονται, πλην όμως αποδίδουν, ως αποτέλεσμα, την ανείπωτη λεηλασία και καταστροφή, που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία και κοινωνία, όπως καταγράφεται, στον, παραπάνω, πίνακα.
Η όλη κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί, φυσικά, έχει αποθρασύνει την τουρκική ελίτ, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις, αυτό που κάνουν, είναι το να κάνουν το κορόιδο, όπως συμβαίνει αυτές τις ημέρες, στην Κάσο, όπου η Αγκυρα έχει κυκλώσει το νησί, με 5 πλοία και η Αθήνα παρατηρεί τις εξελίξεις..
Τί έχει συμβεί;
Απλούστατα, η παρουσία του ιταλικού ερευνητικού πλοίου «Ievoli Relume» ανοιχτά τις Κάσου, με σκοπό έρευνες, για την μελλοντική εγκατάσταση υποβρυχίων καλωδίων του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου, οδήγησε την τουρκική κυβέρνηση να κινητοποίησει μονάδες του τουρκικού στόλου και πέντε πολεμικά πλοία αναπτύχθηκαν, στην περιοχή, οι δύο φρεγάτες «Gokova», «Gokcu» και η κορβέτα «Beykoz» και εκεί, έφθασαν, το απόγευμα της Δευτέρας, δύο ακόμη πυραυλάκατοι του τουρκικού ναυτικού, ενώ καταγράφηκαν και τέσσερις παραβάσεις FIR Αθηνών, από δύο ελικόπτερα και ένα UAV.
Τις κινήσεις του τουρκικού στόλου παρακολουθούσε, μόνο η κανονιοφόρος «Αήττητος», γεγονός, που εγείρει σοβαρά ερωτήματα, για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ προστίθεται και η παρουσία τουρκικού ερευνητικού πλοίου.
Η αλήθεια είναι απλή. Η κυβέρνηση δεν θέλει και φοβούμαι πως εκτιμά ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την διαρκή τουρκική απειλή.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει, εξασθενισμένη και ηττοπαθής, άλλα σοβαρά προβλήματα, που μπορεί να είναι ήσσονος σημασίας, αλλά παραμένουν να είναι και αυτά σοβαρά.
Δυστυχώς…
Σχόλια