1856 - 1917 - 1992 - 2023 : Ο Ψυχρός Πόλεμος, ανάμεσα σε Ρωσία και Δύση, ουδέποτε τελείωσε, όπως, σωστά, λέει η Angela Merkel και όπως, στην πράξη, φαίνεται, από τον πόλεμο, στην Ουκρανία. (Τον κατακερματισμό της Ρωσίας - και όχι, μόνον, της “ΕΣΣΔ” - ήθελαν οι Δυτικοί, αλλά, απλώς, δεν μπόρεσαν, ή δεν πρόλαβαν, να τα καταφέρουν)…
Δική μου βαθιά και σταθερή επίθεση, από την εποχή που, τα Χριστούγεννα του 1991, ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ κατέβαζε τα ρολά της “Σοβιετικής Ένωσης” και η κόκκινη σημαία, με το σφυροδρέπανο κατέβαινε, οριστικά, από τον ιστό της, στην Κόκκινη Πλατεία, της Μόσχας, μέχρι και την έναρξη του μακρόσυρτου ρωσοουκρανικού πολέμου, πέρυσι, στις 24 Φεβρουαρίου, ήταν ότι όλα αυτά τα 31 και πλέον, χρόνια, παρά τα όσα, προπαγανδιστικώ τω τρόπω, διαδιδόντουσαν, σε όλον τον πλανήτη, με πρώτο βιολί την Ουάσινγκτων, ο λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος, ουδέποτε, έλαβε, έστω και ένα προσωρινό, τέλος. Αυτό, που συνέβη, τον Δεκέμβριο του 1991, προφανώς, σηματοδότησε την ήττα της “ΕΣΣΔ”, αλλά όχι της Ρωσίας, η οποία παρέμεινε ανέπαφη και φυσικά, κληρονομώντας το “σοβιετικό” πυρηνικό οπλοστάσιο, παρέμεινε, ως ένας παραγκωνισμένος παίκτης, επί, περίπου, δυο δεκαετίες, στην διεθνή σκηνή, αλλά δεν διασπάστηκε, στα εξ ων συνετέθη, όπως ήθελαν και επιδίωκαν το αμερικανικό βαθύ κράτος, για το οποίο, σταθερά και ακατάπαυστα, η πυρηνική Ρωσία παρέμεινε, ακόμη και μετά το διακηρυσσόμενο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο, υπ’ αριθμόν ένα, αντίπαλος της αμερικανικής υπερδύναμης, αν και η μετασοβιετική Ρωσία, επί πολλά χρόνια, παρέμεινε αδρανής, ζώντας μέσα στις απλουστευτικές αυταπάτες της δημιουργούμενης και ανασυντασσόμενης νεότευκτης, δυτικού τύπου, ρωσικής καπιταλιστικής ολιγαρχίας και προσπαθώντας, κυρίως, μετά την καταστροφική και καταθλιπτική περίοδο της προεδρίας του Μπορίς Γέλτσιν, κατά την δεκαετία του 1990, ύστερα από την πρωτοφανή, ιστορικά, γεωπολιτική καταστροφή, που προξενήθηκε, από την, περίπου, χαοτική, αν και ουσιαστικά, αναίμακτη αυτοδιάλυση της “Σοβιετικής Ένωσης” και να συμμαζέψει τα ερείπια, που άφησαν πίσω τους, η ύστερη “σοβιετική” γραφειοκρατία και οι πρώτοι μετασοβιετικοί ολιγάρχες, που γεννήθηκαν, μέσα, από τις τάξεις των “σοβιετικών” γραφειοκρατών, οι οποίοι, απλώς, ήθελαν να αποκτήσουν το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό status των αντίστοιχων ολιγαρχιών της δυτικής εκδοχής του σύγχρονου
Από εδώ και πέρα, η ρωσική ηγεσία δεν πρόκειται να κάνει πίσω, στους στόχους της, οι οποίοι είναι σαφείς και συγκεκριμένοι. Οπως είπε ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ : «Το έχουμε πει εδώ και πολύ καιρό· δεν θα υπάρξουν άλλες καταστάσεις, όπου θα μας λέτε ψέματα, θα υπογράφετε έγγραφα και θα αρνείστε να συμμορφωθείτε, με αυτά, όπως συνέβη με τη δήλωση του ΟΑΣΕ, στην Αστάνα, με το Συμβούλιο Ρωσίας - ΝΑΤΟ, τις συμφωνίες για την ρύθμιση της κατάστασης στην Ουκρανία. Όλο αυτό το διάστημα μας έλεγαν ψέματα κατάμουτρα … Η σύγκρουση, στην Ουκρανία, μπορεί να τερματιστεί, μόνο, όταν το Κίεβο σταματήσει να αποτελεί απειλή, για την Μόσχα και να κάνει διακρίσεις, σε βάρος των ρωσόφωνων».
γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Έτσι, λοιπόν, μπορεί ο Ψυχρός Πόλεμος να είχε, ως θύμα του, την “Σοβιετική Ένωση”, αλλά η Ρωσία, έστω και τραυματισμένη, βαρύτατα, παρέμεινε όρθια και ανίκητη, διότι, το 1992 και μετά, δεν υπέστη ένα καθεστώς κατοχής, ανάλογο με εκείνο, το οποίο επιβλήθηκε, στην ηττημένη μεταναζιστική Γερμανία, το 1945. Προφανώς, ο παγκόσμιος ρόλος και η επιρροή της μετασοβιετικής Ρωσίας υποβαθμίστηκαν, επί μακρόν, σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας της τεράστιας γεωπολιτικής καταστροφής, που έφερε η πτώση της “Σοβιετικής Ένωσης” και το πέρασμα, σχεδόν, όλων των χωρών του πρώην “υπαρκτού σοσιαλισμού”, στο στρατόπεδο της Δύσης και στο ΝΑΤΟ, από την δεκαετία του 1990, έως το 2018, αλλά η Ρωσία, αν και προσπάθησε να ενσωματωθεί, στο δυτικό σύστημα και να γίνει ένας ισότιμος εταίρος, στην σχέση της με την Δύση, δηλαδή με τις αμερικανικές και τις ευρωπαϊκές ελίτ, στην εξέλιξη των πραγμάτων και παρατηρώντας το γεγονός ότι επίμονα, σταδιακά και ακατάπαυστα, η Ουάσινγκτων και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αγνόησαν τις επιθυμίες και τα άμεσα συμφέροντα του βαθέος ρωσικού κράτους αλλά και τα μακροπρόθεσμα (και όχι τα άμεσα και ειδικά, όχι όσα, λειτουργούσαν, στην βάση της παγκοσμιοποίησης) συμφέροντα της μετασοβιετικής γραφειοκρατικής καπιταλιστικής ολιγαρχίας, η ηγεσία του βαθέος ρωσικού κράτος, στο Κρεμλίνο, με επικεφαλής τον ίδιο τον Μπορίς Γέλτσιν, τον Αύγουστο του 1999 και οριστικά, στην αρχή του 2000, αποφάσισε να αφήσει, στην άκρη, τους προχειρολόγους και τραγικά, αποτυχημένους πειραματισμούς της γελτσινικής περιόδου, με σημείο καμπής την περιφρονητική αγνόηση παράκαμψη των όσων ζήτησε η ρωσική ολιγαρχία, κατά την περίοδο του πολέμου, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και ιδιαίτερα, στο δραματικό τέλος αυτού του πολέμου, που οδήγησε, στην τωρινή κατάσταση της πολυδιάσπασης αυτής της, σχετικά, μικρής πολυεθνικής χώρας.
Βέβαια, μπορεί ο γιουγκοσλαβικός πόλεμος να οδήγησε το βαθύ ρωσικού κράτος, στην επιλογή του τέως καγκεμπίτη Βλαντίμιρ Πούτιν, ως μακροχρόνιου ηγέτη της αχανούς χώρας, για αποτρέψει τον κατακερματισμό της Ρωσίας, με τον δεύτερο αιματηρό πόλεμο, στην Τσετσενία, που τσάκισε τον ισλαμοκεντρικό εθνικισμό των Τσετσένων αυτονομιστών, αλλά είναι δεδομένο ότι οι αυταπάτες της ρωσικής ηγεσίας, γύρω από τις πραγματικές προθέσεις της Ουάσινγκτων και των υπολοίπων δυτικών παρέμεναν να υπάρχουν, έως και πέρυσι και γι’ αυτό τον λόγο, μέχρι το 2008, παρά την διαρκή και μπορώ να πω, εντατική περικύκλωση της Ρωσίας, από το ΝΑΤΟ, με την ένταξη, σε αυτό, των πρώην χωρών του διάλυθέντος Συμφώνου της Βαρσοβίας αλλά και των βαλτικών πρώην “σοβιετικών” κρατών (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), οι κρούσεις όλης της ρωσικής ηγεσίας και του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν συμπεριλαμβανομένου, υπήρξαν διαρκείς, σταθερές και επίμονες, για ένταξη της Ρωσίας, στο δυτικό σύστημα και στο ΝΑΤΟ, πλην όμως, απέβησαν άκαρπες, αφού οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές ηγεσίες υπήρξαν αρνητικές, επειδή η μη αφοπλισμένη, πυρηνικά, Ρωσία παρέμενε να είναι μια τεράστια χώρα, η ένταξη της οποίας, στους δυτικούς θεσμούς (και κυρίως, στο ΝΑΤΟ και στην αυτοαποκαλούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση), θα αποδυνάμωνε, καίρια, την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, στο παγκόσμιο σύστημα, ενώ οι ευρωπαϊκές ελίτ θα ήσαν υποχρεωμένες να υποταχθούν, ή, έστω, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους και να μην μπορούν να αγνοήσουν τις επιθυμίες και τις θελήσεις της, εκάστοτε, ηγεσίας της Ρωσίας, επί όλων των θεμάτων, σε κάθε τους λεπτομέρεια - είτε αυτή είναι η ηγεσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, είτε του Αλεκσάντρ Ναβάλνυ, είτε οποιουδήποτε άλλου - και φυσικά να χρηματοδοτήσουν, επί πολλές δεκαετίες και εντατικά, την οικονομία της Ρωσίας, αντιμετωπίζοντας ένα τεράστιο, κυριολεκτικά, μυθώδες και αβάστακτο οικονομικό κόστος, το οποίο δεν μπορούν και δεν θέλουν υποστούν.
[Εδώ, σε ένα άλλο διαφορετικό, πολύ μικρότερο, αλλά όμοιο, με αυτό της αχανούς Ρωσίας, επίπεδο, στην περίπτωση της Τουρκίας, οι ευρωενωσίτες αρνούνται, επίμονα, να εντάξουν τον ανατολικό μας γείτονα, στην (ψευδ)Ευρωπαϊκή (ψευδ)Ένωση, εδώ και δεκαετίες και πρόκειται να συνεχίσουν, σταθερά και απαρασάλευτα, αυτήν την πολιτική, λόγω των τεράστιων, κυρίως, πολιτικών, αλλά και οικονομικών προβλημάτων, που τους δημιουργεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να υποδεχθούν την Ρωσία, στην “Ευρωπαϊκή Ένωση” και - πολύ περισσότερο -, στο ΝΑΤΟ; Όχι, βέβαια. Σε καμμία περίπτωση].
Ουσιαστικά, λοιπόν, ο Ψυχρός Πόλεμος, οι απαρχές του οποίου εντοπίζονται, στο 1856, ήτοι, στο τέλος του πρώτου κριμαϊκού πολέμου, με τους Αγγλογάλλους, στα μέσα του 19ου αιώνα και ο οποίος διεκόπη, επί πολλές δεκαετίες, λόγω της ορμητικής και καταιγιστικής εμφάνισης του γερμανικού εθνικισμού, ο οποίος αμφισβήτησε, δια των όπλων και επί πολλές δεκαετίες, τις ισορροπίες, στον ευρωπαϊκό χώρο, ουδέποτε τελείωσε. Όπως είπε, πρόσφατα, η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Angela Merkel, αυτό συνέβη (μιλώντας, εκ μέρους, των Δυτικών), ”επειδή, τελικά, η Ρωσία ουδέποτε ειρηνεύτηκε”, αναφερόμενη, στο πραγματικό γεγονός ότι η Ρωσία ουδέποτε - ακόμη και στις χειρότερες, γι’ αυτήν, εποχές - αποδέχθηκε τον δευτερεύοντα ρόλο της, στην ονομαζόμενη, από την Δύση, ως “Τάξη, που βασίζεται, σε κανόνες” (οι οποίοι νοούνται, από τις δυτικές ηγεσίες, με επικεφαλής την Ουάσινγκτων, ως αποδοχή και υποταγή, στην κατάσταση, στις διαδικασίες και στις ισορροπίες, που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και η υπόλοιπη Δύση, σε παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο), αφού, η οικονομική κατάρρευση της Ρωσίας δεν δημιούργησε το αποκαλούμενο και απαιτούμενο, από τους Δυτικούς, συμμορφούμενο, στις, έξωθεν, εντολές ρωσικό κράτος, αντίθετα, από ό,τι συνέβη, με το ηττημένο μεταπολεμικό γερμανικό κράτος και αντίθετα, από ό,τι ήλπιζαν οι Δυτικοί, πως θα μπορούσε να συμβεί, με την μετασοβιετική Ρωσία, η οποία, αν και είχε περιορισθεί και αποδυναμωθεί, επειδή παρέμεινε, κατά τις διαρρεύσασες δεκαετίες, από το 1991, έως σήμερα, να αποτελεί μια πυρηνική υπερδύναμη, ουδέποτε ηττήθηκε, στο πεδίο των μαχών και φυσικά, ουδέποτε κατακτήθηκε, από τους Αγγλοσάξωνες.
Ως εκ τούτου, ο Ψυχρός Πόλεμος ουδέποτε ήταν, απλώς και μόνον, ένας πόλεμος, μεταξύ της αστικής δημοκρατίας και του κομμουνισμού, ήταν και μια προσπάθεια, για την δημιουργία ενός υποτακτικού, στην Δύση και, ει δυνατόν, κατακερματισμένου, εδαφικά, υποτακτικού χώρου, στην σημερινή εδαφική περιοχή, που καταλαμβάνει το ρωσικό κράτος, με τους ηγέτες των διάσπαρτων μετασοβιετικών και υποτιθέμενων μεταρωσικών χωρών να υπακούουν, στα κελεύσματα της Ουάσινγκτων και της Δύσης, τελώντας υπό το καθεστώς μιας μοντέρνας νεοαποικιοκρατίας.
Για τον λόγο αυτόν, ο Ψυχρός Πόλεμος, ξεπερνώντας τον παλαιό φαινόμενο, ως αντισοβιετικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα του, συνέχισε να υφίσταται όλα αυτά τα χρόνια, που ακολούθησαν, μετά την αυτοδιάλυση της “ΕΣΣΔ”, επειδή οι ηγεσίες της Δύσης βρέθηκαν αντιμέτωπες, με τον σκληρό πυρήνα του προβλήματος, που τους έθεσε η, σχετικά, ομαλή αυτοδιάλυση του “σοβιετικού” ομοσπονδιακού κράτους, ο οποίος σκληρός πυρήνας του Ψυχρού Πολέμου αφορά την ίδια την ύπαρξη της Ρωσίας, ως ενός ενιαίου κράτους, το οποίο κάνει κουμάντο και είναι κάτοχος, νομέας και ιδιοκτήτης ενός τεράστιου και ουσιαστικά, αχανούς εδαφικού χώρου, στην περιοχή της Ευρασίας.
Αυτό ήταν, πάντοτε, το πρόβλημα της Δύσης, με την ίδια την ύπαρξη της Ρωσίας, πολύ πριν την κατάκτηση της εξουσίας, στα εδάφη της προεπαναστατικής ρωσικής αυτοκρατορίας, από τον Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν και τους Μπολσεβίκους, τον Οκτώβριο του 1917 και τον, υπερτριετή εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε, ο οποίος έδωσε την ευκαιρία, στις ηγεσίες των χωρών, κυρίως, της ευρωπαϊκής Δύσης, να προσπαθήσουν να επιτύχουν την πολυδιάσπαση των εδαφών της παλαιάς αυτοκρατορίας των Ρομανώφ και την δημιουργία ποικίλων εδαφικών και ασθενών κρατικών βαρωνειών, που θα εστρέφοντο, ως εξ ανάγκης και ως υπάκουοι υποτελείς της Δύσης, πλην όμως, οι Μπολσεβίκοι, υπό την ηγεσία των Λένιν, Τρότσκι και Στάλιν, με την επικράτησή τους, το 1921, στον εμφύλιο πόλεμο (και παρά τις εθνικοαπελευθερωτικές διεθνιστικές αυταπάτες, που επέβαλε ο Β. Ι. Λένιν, στην δόμηση του νεότευκτου ομοσπονδιακού μετεπαναστατικού “σοβιετικού σοσιαλιστικού” κράτους, στα αχανή εδάφη της παλαιάς αυτοκρατορίας) έθεσαν ένα τέλος, στις ελπίδες των δυτικών ελίτ, τις οποίες ελπίδες αναπτέρωσε, το 1991, η, λιγότερο, ή περισσότερο, συντεταγμένη - αν και στο βάθος της, χαοτική - αυτοδιάλυση της “Σοβιετικής Ένωσης”, με την ανόητη, γεωπολιτικά, απόφαση της ύστερης “σοβιετικής” ηγεσίας, το 1989, υπό τον Μιχάηλ Γκορμπατσώφ, να παραδώσει την, τότε, “Λαοκρατική Δημοκρατία” της Γερμανίας, στην Δυτική Γερμανία και ουσιαστικά, όλες τις χώρες του, τότε, “σοσιαλιστικού στρατοπέδου”, στην ηγεσία της Δύσης, με την βλακώδη επίδειξη εμπιστοσύνης, στις φρούδες και έωλες διαβεβαιώσεις της αμερικανικής κυβέρνησης του George Herbert Bush sr και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, εκείνης της εποχής, ότι το ΝΑΤΟ δεν επρόκειτο να κάνει, ούτε ένα βήμα, προς Ανατολάς.
Φυσικά, οι Δυτικοί έγραψαν, στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, όλες αυτές τις προφορικές υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις εκμεταλλευόμενοι την αβουλία, την βλακώδη αφέλεια και τις ανόητες αυταπάτες των μετασοβιετικών ρωσικών ηγεσιών (ακόμη και του Βλαντιμίρ Πούτιν, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021), που εδράζονταν, στις παραπλανητικές και ωμότατα, ψευδείς υποσχέσεις των Δυτικών ηγεσιών, για μια νέα συνεργατική στρατηγική σχέση, ανάμεσα, στην Δύση και την Ρωσία.
Αλλά όλα αυτά, μετά την ένταξη, σταδιακά, αλλά και αρκετά γρήγορα, όλων, σχεδόν, των πρώην ανατολικών χωρών, στο ΝΑΤΟ και την επελθούσα περικύκλωση της Ρωσίας, από τις νατοϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, οδήγησαν τον Βλαντιμίρ Πούτιν, στην απαρχή ενός τέλους και στην τοποθέτηση ενός σαφούς ορίου, όσον αφορά την, ετσιθελικά, διαμόρφωση της παρούσας δυσμενούς κατάστασης, για την Ρωσία, στον παλαιό ανατολικοευρωπαϊκό χώρο και μερικώς, σε ένα μικρό τμήμα αποσχισθεισών, από την “ΕΣΣΔ” χωρών, με σημείο καμπής τον πόλεμο, του 2008, με την Γεωργία, που απέτρεψε την ένταξη της χώρας αυτής, στο ΝΑΤΟ, ενώ, πραγματοποιήθηκε το τραγικό σφάλμα του Ρώσου ηγέτη να μην θέσει ένα αποφασιστικό και εύκολο τέρμα, στην ουκρανική υπόθεση, με την ευχερή κατάληψη ολόκληρης της Ουκρανίας, τον Φεβρουάριο του 2014, αρκούμενος, μόνο, στην κατάληψη της Κριμαίας και τις αυταπάτες του ότι, με το αποσχιστικό κίνημα, στο ουκρανικό Ντονπάς, θα μπορούσε να βρει ένα modus vivendi, με την Δύση. με βάση τις διαβόητες συμφωνίες του Μινσκ, που αποδέχτηκε η Ουκρανία του προέδρου Πέτρο Ποροσένκο, με τις εγγυήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, για την δημιουργία ενός καθεστώτος αυτονομίας των ρωσόφωνων περιοχών του Ντονπάς.
Φυσικά, οι Δυτικοί και η πραξικοπηματική ηγεσία του Κιέβου ουδέποτε θέλησαν να εφαρμόσουν τις συμφωνίες αυτές. Απλώς, όπως ομολόγησαν η Angela Merkel, ο Francois Hollande, ο Πέτρο Ποροσένκο και η, μετέπειτα, ουκρανική ηγεσία, ήθελαν και βοηθήθηκαν, από την Δύση, να κερδίσουν χρόνο, ούτως ώστε η Ουάσινγκτων και το ΝΑΤΟ να οργανώσουν τον ουκρανικό στρατό, προκειμένου να τσακίσουν την αντίσταση των Ρώσων αυτονομιστών, να εντάξουν την Ουκρανία, στο ΝΑΤΟ, αγνοώντας το τεθέν ρωσικό veto, σε αυτή την διαδικασία και να αντιμετωπίσουν την Ρωσία, στο πεδίο των μαχών, εάν και όταν χρειαζόταν.
Όλα αυτά έλαβαν τέλος, τον Δεκέμβριο του 2021, μετά το τελεσίγραφο της Μόσχας, προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, με το οποίο ο Βλαντιμίρ Πούτιν ζητούσε σαφείς, συγκεκριμένες, λεπτομερείς, γραπτές και επιβεβαιούμενες, βήμα, προς βήμα, συμφωνίες, με την Ουάσινγκτων, ότι το ΝΑΤΟ δεν επρόκειτο να επεκταθεί, στην Ουκρανία και ότι θα απέσυρε τα οπλικά του συστήματα, από τις πρώην χώρες του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, οι οποίες, κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, παρά τις προφορικές υποσχέσεις των κυβερνήσεων της Δύσης, κατά το χρονικό διάστημα 1989 - 1990, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα προωθηθεί, ούτε ένα βήμα, ανατολικά και οι οποίες υποσχέσεις, με τις μεταγενέστερες ηγεσίες της Δύσης, απλούστατα και ωμότατα, αποδείχτηκε ότι ήσαν κενές περιεχομένου και ως εκ τούτου, ψευδείς.
Η κυβέρνηση του Jo Biden, οι λοιπές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το ΝΑΤΟ, όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψαν το πιεστικό ρωσικό τελεσίγραφο, με αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του υποκρυπτόμενου Ψυχρού Πολέμου, ανάμεσα, στην Δύση και την Ρωσία, με πρώτο θύμα, φυσικά, την Ουκρανία και τον λαό της, με την ρωσική εισβολή της 24/2/2022, η οποία συνεχίζεται, ακάθεκτα, με την εμπλοκή της Δύσης και του ΝΑΤΟ, με τον
παντοειδή εξοπλισμό της Ουκρανίας του προέδρου Βολοντιμίρ Ζελένσκι, προκειμένου ο εκπαιδευμένος, όλα τα προηγούμενα, μετά το 2014, χρόνια, από τις αμερικανονατοϊκές δυνάμεις, ουκρανικός στρατός να μπορέσει να αντισταθεί. στο ανεπαρκές, είναι η αλήθεια, ρωσικό εκστρατευτικό σώμα.
Έτσι, το προπατορικό “αμάρτημα” της Ρωσίας είναι ότι υπάρχει και καταλαμβάνει μια στρατηγική περιοχή του πλανήτη, με τεράστιους φυσικούς πόρους, η οποία είναι κρίσιμη, για τον τωρινό σχεδιασμό του βαθύτατου αμερικανικού κράτους, αφού η ίδια η ύπαρξη της σημερινής μετασοβιετικής Ρωσίας θεωρείται, από τους Δυτικούς στρατηγιστές, στην Ουάσινγκτων και στις κύριες και βασικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ότι αποτελεί απειλή, για τον μεταπαγκοσμιοποιητικό σχεδιασμό της Ουάσινγκτων, ο οποίος αποσκοπεί να εξαπλώσει τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις, σε όλη την κεντρική Ασία, για να περικυκλώσει και να απομονώσει τον νέο κίνδυνο, που εκπροσωπεί, για τα αγγλοσαξωνικά, κυρίως, συμφέροντα, η ανερχόμενη Κίνα, ως μια νέα και άκρως, ανταγωνιστική παγκόσμια υπερδύναμη και δι’ αυτού του τρόπου, να γίνουν οι Δυτικοί, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ο περιφερειακός ηγεμόνας στην, ταχέως, ανερχόμενη, ως προς τα επίπεδα ευημερίας και φυσικά, πολυπληθέστερη περιοχή της Ευρασίας.
Αυτός ο αμερικανονατοϊκός σχεδιασμός, στον οποίο εντάχθηκαν και οι λεγόμενες συμφωνίες του Μινσκ, οι οποίες “ήταν μια προσπάθεια να δοθεί χρόνος στην Ουκρανία. Η Ουκρανία χρησιμοποίησε αυτή την περίοδο, για να γίνει ισχυρότερη, όπως φαίνεται σήμερα. Η χώρα του 2014- 2015 δεν είναι η χώρα του σήμερα…. Όλοι ξέραμε ότι ήταν μια παγωμένη σύγκρουση, ότι το πρόβλημα δεν λύθηκε, αλλά αυτό ακριβώς έδωσε, στην Ουκρανία, πολύτιμο χρόνο”, όπως είπε, πρόσφατα, η Angela Merkel, φαίνεται και γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές, όσο περνάει ο καιρός, στα μέτωπα της Ουκρανίας, εδώ και 11, περίπου, μήνες, δεν πρόκειται να περάσει.
Οι Συμφωνίες του Μινσκ, απλώς, αποτελούσαν μία, ακόμη, παγίδα, για τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την ηγεσία του Κρεμλίνου και φυσικά, οι ηγέτες της Δύσης εψεύδοντο, για πολλοστή φορά, σχετικά με την εφαρμογή αυτών των υπογεγραμμένων και εγγυημένων συμφωνιών. Οι συνομιλίες και όλες οι δοθείσες, από την Γερμανία, την Γαλλία (αλλά και εξ αποστάσεως, των ΗΠΑ, οι ηγεσίες των οποίων έλεγαν, υποκριτικά, ότι υποστηρίζουν την εφαρμογή του πλαισίου των συμφωνιών του Μινσκ) γραπτές υποσχέσεις αποσκοπούσαν, στο να κερδίσουν οι ηγέτες του Κιέβου χρόνο, ενώ η Ουκρανία δημιουργούσε οχυρώσεις, στις ανατολικές περιοχές και εκπαίδευε και εξόπλιζε έναν στρατό, που, όπως φαίνεται, προς το παρόν, με την παροχή άφθονου αμερικανονατοϊκού εξοπλισμού, είναι ανθεκτικός, για να διεξάγαγει έναν πόλεμο, εναντίον των αυτονομιστών, στις περιοχές του Ντονπάς, όπως και να προβάλει μια σημαντική αντίσταση, στο, σταθερά ανεπαρκές, αν και ενισχυόμενο, από την μερική επιστράτευση, που κήρυξε ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ρωσικό εκστρατευτικό σώμα και φυσικά, ουδέποτε υπήρξε οποιοδήποτε πραγματικό ενδιαφέρον, για την ομοσπονδιακή δομή του ουκρανικού κράτους, για την οποία έκαναν λόγο οι συμφωνίες του Μινσκ και επίσης, ουδέποτε υπήρξε πρόθεση να παραχωρηθεί, στις περιοχές αυτές, οποιαδήποτε μορφή αυτονομίας.
Έτσι, όπως προκύπτει, από όσα οι ίδιοι οι ηγέτες της Δύσης αναφέρουν, η ρωσική εισβολή, στην Ουκρανία, υπήρξε η μόνη αναγκαστική ορθολογιστική επιλογή, που είχε μπροστά της η ηγεσία του Κρεμλίνου και την οποία έκανε πράξη ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, μια πράξη, που, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα, από το 2014, μετά το φιλοδυτικό πραξικόπημα, στο Κίεβο, με το οποίο ανατράπηκε ο, τότε, εκλεγμένος πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιαννούκοβιτς.
Κάπως έτσι, προς τα τέλη του 2021, ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξεπέρασε και τις τελευταίες αυταπάτες, που είχε, για την Δύση, για να φθάσουμε, στην συνέχεια, στην ρωσική εισβολή, στην Ουκρανία, στις 24/2/2022, δηλαδή, σε αυτόν τον μακρόσυρτο βασανιστικό πόλεμο, ο οποίος γέρνει, προς την τελική επιτυχία των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες, με έναν, εκνευριστικά, αργό και συνάμα, πολυαίμακτο τρόπο, προχωρούν, προς την πλήρη παράδοση ολοκλήρου του ουκρανικού χώρου, στην Ρωσία.
Υπό αυτές τις συνθήκες ουδείς πλέον, μπορεί να έχει αμφιβολίες, για αυτό, που πρόκειται να πράξει η Μόσχα. Το Κρεμλίνο πρόκειται να διαμελίσει την Ουκρανία, να την καταλάβει και να καταστήσει ό,τι απομείνει, τελικά, από αυτή την χώρα, ένα απλό ρωσικό ανδρείκελο, μια χώρα, η οποία θα βρίσκεται, στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας και φυσικά, μακριά από την Δύση. Αυτή είναι η έννοια των απαιτήσεων της ρωσικής ηγεσίας, οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται, στην λεγόμενη αποναζιστικοποίηση και την αποστρατιωτικοποίηση του όποιου κομματιού της Ουκρανίας, τελικά, δεν κατακτηθεί και δεν ενσωματωθεί, στην ρωσική επικράτεια.
Έτσι, η προθυμία της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη να αποσταλεί, προθύμως, πολεμικό υλικό στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν τήρησε τον λόγο της ότι θα αντικαταστήσει ό,τι η Ελλάδα στείλει, στην Ουκρανία, αποδεικνύεται, ως ακόμη, ένα ατόπημα, ως μια, ακόμη, ανοησία. Έτσι, φθάσαμε, στο σημείο, η Ελλάδα να συμπεριλαμβάνεται, στους δέκα κορυφαίους προμηθευτές της Ουκρανίας, αφού έχει δεσμεύσει κατά την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουνίου 2023, 260 εκατομμύρια δολάρια, για τη στήριξη του της ηγεσίας του Κιέβου και βρίσκεται, πολύ ψηλότερα, σε απόλυτους αριθμούς, από πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη, π.χ. την Γαλλία, που δέσμευσε 16 εκατομμύρια δολάρια και την Ιταλία, που δέσμευσε 11 εκατομμύρια δολάρια. Και δυστυχώς, όλα αυτά το ελληνικό κράτος θα τα βρει μπροστά του.
Η Ρωσία δεν πρόκειται να κάνει πίσω, όσον αφορά τους σκοπούς, που έχει θέσει να επιτύχει, στην Ουκρανία και ευρύτερα, στον ανατολικοευρωπαϊκό χώρο. Δεν της επιτρέπεται και δεν μπορεί να χάσει τον πόλεμο, στην Ουκρανία, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα υποβαθμιστεί, σε μια κατάσταση, πιθανότατα, πολύ μικρότερη από αυτήν της απλής περιφερειακής δύναμης και προφανώς, θα αντιμετωπίσει και εσωτερικά αποσχιστικά και αυτονομιστικά κινήματα.
Αλλά όλα αυτά, κατά την γνώμη μου, στερούνται νοήματος, ενόψει, όσων πρόκειται να ακολουθήσουν, στον ουκρανικό και ευρύτερα, στον ανατολικοευρωπαϊκό χώρο. Άλλωστε, αργά ή γρήγορα και πάρα πολύ πιθανόν, μέσα στο τρέχον έτος, ο ουκρανικός στρατός να καταρρεύσει, με αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάκτηση της χώρας, από την Ρωσία, χωρίς οι Δυτικοί να μπορούν να αλλάξουν την ροή των πραγμάτων.
Ως εκ τούτου, έχουν, ακόμη, πολλά να συμβούν και να δουν τα μάτια μας, σε αυτή την πολύ κακή, βρωμερή και θλιβερή υπόθεση…
Σχόλια