10/1/2023 Πέθανε ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος Β’. Ένας άνθρωπος, που δεν είχε ικανότητες, και γι’ αυτό υπήρξε ένας αποτυχημένος πολιτικός.
Πέθανε, χθες, 10/1/2023, το απόγευμα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’, πρώην βασιλιάς των Ελλήνων, που θήτευσε σε αυτή τη θέση, τυπικά, από τον Μάρτιο του 1964, όταν πέθανε ο πατέρας του βασιλιάς Παύλος Α’, μέχρι τον Ιούνιο του 1973, όταν καθαιρέθηκε, από το αξίωμα, που του είχε αφήσει να έχει, η δικτατορία των συνταγματαρχών, επειδή ήταν ηγήτορας του κινήματος του πολεμικού ναυτικού, εναντίον της δικτατορίας αυτής, αν και η αλήθεια είναι ότι, ουσιαστικά και πραγματικά, βασίλευσε, από τον Μάρτιο του 1964, έως το κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, το οποίο είχε αρχηγό τον ίδιο και σκοπό να αντικαταστήσει την δικτατορική κυβέρνηση, που ο Κωνσταντίνος Β’, αναγκαστικά και κυριολεκτικά, κάτω από την κάνη των όπλων, υποχρεώθηκε να ορκίσει, στις 21 Απριλίου 1967, αφού δυο και κάτι περισσότερο, χρόνια, προηγουμένως, είχε οδηγήσει, σε παραίτηση τον Γεώργιο Παπανδρέου, από την πρωθυπουργία, στις 15/7/1965, με αποτέλεσμα τα γνωστά Ιουλιανά και τις αλληλοδιαδοχές κυβερνήσεις των αποστατών βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, που ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’, όρκισε και ενώ η εντόπια ολιγαρχία, με άμεσους χρηματισμούς, κατάφερε, τελικά, μετά από δυο απανωτές αποτυχίες, με τις θνησιγενείς κυβερνήσεις του Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα και του Ηλία Τσιριμώκου, να σχηματισθεί μια νέα κυβέρνηση αποστατών της Ένωσης Κέντρου, που στηρίχθηκε και από την ΕΡΕ, να αποσπάσει την πλειοψηφία, στην βουλή, υπό τον Στέφανο Σταφανόπουλο.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι εκείνη την ταραγμένη εποχή (1967) ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Β’, με την έγκριση του αμερικανικού παράγοντα, ετοίμαζε μια δική του δικτατορική κυβέρνηση, με σκοπό να αποτρέψει την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, που είχαν προκηρυχθεί, για τον Μάιο του 1967, στις οποίες προβλεπόταν ότι η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου και του Ανδρέα Παπανδρέου θα κέρδιζαν τις εκλογές αυτές, κάτι που, για το ελληνικό ολιγαρχικό κατεστημένο, την αμερικανική κυβέρνηση του προέδρου Lyndon Baines Johnson, εκείνης της εποχής και της CIA και των ανθρώπων της, στην Ελλάδα, δηλαδή η μυστική στρατιωτική οργάνωση του Γεώργιου Παπαδόπουλου, του Στυλιανού Παττακού, του Νικολάου Μακαρέζου, του Δημητρίου Ιωαννίδη και άλλων, ήταν κόκκινο πανί και ένα γεγονός το οποίο έπρεπε να αποφευχθεί, προκειμένου να μην βρεθεί, στην εξουσία, ουσιαστικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου και η κεντροαριστερά, που εκείνος εξέφραζε, διότι το, τότε, ελληνικό και αμερικανονατοϊκό κατεστημένο, πίστευαν και είχαν την άποψη ότι η επάνοδος της Ένωσης Κέντρου, στην κυβέρνηση, θα οδηγούσε την Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση, στους αδέσμευτους του τρίτου κόσμου και στην χειρότερη περίπτωση, στην αγκαλιά της, τότε, “Σοβιετικής Ένωσης” και του λεγόμενου στρατοπέδου του “υπαρκτού σοσιαλισμού”.
Αυτοί ήσαν οι λόγοι, για τους οποίους και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ και ένα μεγάλο μέρος του συντηρητικού ελληνικού πολιτικού κόσμου, όπως και η μυστική στρατιωτική οργάνωση του Γεωργίου Παπαδόπουλου, που, άμεσα, ελεγχόταν, από την τοπική CIA των Αθηνών, σκόπευαν, ο καθένας για λογαριασμό του, να κηρύξουν δικτατορία, στην χώρα, με τελικό νικητή την ηγεσία της μυστικής στρατιωτικής οργάνωσης, τα στελέχη της οποίας ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’, αλλά και ο συντηρητικός πολιτικός κόσμος και η κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου έφεραν και τοποθέτησαν, σε στρατιωτικές θέσεις-κλειδιά, στο λεκανοπέδιο της Αττικής, προκειμένου να διεξαγάγουν, όπως έγραψα, παραπάνω, ο καθένας για λογαριασμό του, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο, υπό τις συνθήκες εκείνης της εποχής, ήταν αδύνατο να αποτραπεί. Το θέμα απλώς ήταν ποιός θα το έκανε.
Και αυτός που το έκανε, δεν ήταν, ούτε ο Κωνσταντίνος Β’, ούτε ο Κωσταντίνος Καραμανλής, που έκανε τους δικούς του σχεδιασμούς, για την δημιουργία μιας δικτατορίας, υπό τον ίδιο και έκανε τις δικές του κινήσεις, προς την αμερικανική ηγεσία, ώστε να ηγηθεί ο ίδιος του πραξικοπήματος, στην Ελλάδα, ούτε κανείς άλλος. Αυτοί, που πρόλαβαν και επέβαλαν να το κάνουν, με τους δικούς τους όρους, ήσαν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί συνωμότες, οι οποίοι προορίζονταν, για να κάνουν την βρώμικη δουλειά, για λογαριασμό άλλων, αλλά οι ίδιοι αποφάσισαν, προφανώς, ύστερα από συνεννόηση, με την CIA, στην Αθήνα και την κεντρική υπηρεσία, στο Langley, να πραγματοποιήσουν το πραξικόπημα, για δικό τους λογαριασμό και να αναλάβουν τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας, άμεσα, οι ίδιοι, όχι, προσωρινά, αλλά, για αόριστο χρονικό διάστημα.
Και πραγματικά, υπό την κάνη των όπλων και με αποκλεισμό, από τα τανκς των πραξικοπηματιών ο νεαρός, άπειρος, άτολμος, αλλά και ανεπαρκής/ανίκανος Κωνσταντίνος Β’ υποχρεώθηκε να ορκίσει, ως βασικά μέλη της νέας στρατιωτικής κυβέρνησης, τα στελέχη των ανθρώπων της αμερικανικής CIA, κρατώντας, για τον εαυτό του, δευτερεύοντες ρόλους, ήτοι ορίζοντας, ως πρωθυπουργό, τον, τότε, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια και διάφορους άλλους, οι οποίοι δεν είχαν καμία πραγματική και ουσιαστική δύναμη, αφού η ηγετική ομάδα της δικτατορίας είχε ευρεία απήχηση, στον χώρο των κατώτερων αξιωματικών του στρατού, δηλαδή των λοχαγών και των άλλων, με αποτέλεσμα η δύναμη των ανώτερων και των ανώτατων αξιωματικών και του βασιλιά, στον χώρο του στρατεύματος, να είναι μικρή και η επιρροή τους αποδυναμωμένη, στα όρια της πλήρους ανυπαρξίας.
Αυτό αποδείχτηκε, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, όταν ο Κωνσταντίνος Β’ προσπάθησε να ανατρέψει την δικτατορία των συνταγματαρχών, με αποτέλεσμα να αποτύχει, παταγωδώς, επειδή δεν είχε καμία πραγματική επιρροή, στον κρίσιμο χώρο του στρατού ξηράς και έτσι, το δικό του αντιπραξικόπημα να αποτύχει και ο ίδιος να υποχρεωθεί και ουσιαστικά, να αφεθεί, από την δικτατορία των συνταγματαρχών, να φύγει, στην Ρώμη όπου παρέμεινε, με τον τίτλο του βασιλιά, αν και στην θέση του, η δικτατορία είχε ορίσει, ως αντιβασιλέα, στην αρχή, τον Γεώργιο Ζωιτάκη και στην συνέχεια τον ίδιο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος ήταν και πρωθυπουργός, αλλά και υπουργός εθνικής άμυνας της χώρας, για να γίνει, μετά το αποτυχημένο κίνημα του ναυτικού, τον Μάιο του 1973 και την κατάργηση της βασιλείας, πρόεδρος του κράτους, με πρωθυπουργό τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, διά της κυβέρνησης του οποίου, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος σκόπευε να δώσει έναν μανδύα φιλελευθεροποίησης, σε ένα πολιτικό σύστημα, υπό τον ίδιο, ως πρόεδρο της “δημοκρατίας”, με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αποβλέποντας, σε ένα ελεγχόμενο, από τις ένοπλες δυνάμεις, πολιτικό καθεστώς.
Βέβαια, το πείραμα απέτυχε, με αφορμή την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την οποία αξιοποίησε ο αρχηγός της ΕΣΑ Δημήτριος Ιωαννίδης, για να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, φέρνοντας, στην θέση τους, μια νέα στρατιωτική κυβέρνηση, με τα γνωστά αποτελέσματα, ήτοι την παραπλάνηση του Ιωαννίδη, από την CIA και την ολέθρια πραξικοπηματική ανατροπή του προέδρου της Κύπρου αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 15 Ιουλίου 1974, από την ΕΛΔΥΚ, που οδήγησε, πέντε μέρες αργότερα, στην τουρκική απόβαση, στην Μεγαλόνησο, η οποία, μέσω μιας άμεσης προδοσίας της, τότε, ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, αφέθηκε, στην κάκιστη τύχη της, με αποτέλεσμα, μετά την μεταπολίτευση, στις 24 Ιουλίου 1974 και την δημιουργία πολιτικής κυβέρνησης, υπό τον Κωσταντίνο Καραμανλή, τον Αύγουστο του 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να καταλάβουν, πάνω από το ένα τρίτο του εδάφους της Κύπρου, το οποίο κρατούν, ακόμη και σήμερα, χωρίς κανείς να τολμά έστω και σε μακροπρόθεσμη βάση, να σχεδιάσει και να θέσει τις βάσεις, ώστε, κάποια ημέρα, να εκδιωχθεί ο τουρκικός στρατός, από την βόρεια Κύπρο, την οποία η Άγκυρα έχει ανακηρύξει, σε ανεξάρτητο κράτος.
Η όλη διαδικασία, με την οποία έγινε η μεταπολίτευση της 24/7/1974 αποδεικνύει την ατολμία, την ανικανότητα και μπορώ να πω, την αδιαφορία του Κωνσταντίνου να επιβάλει τους δικούς του όρους, στην όλη υπόθεση, με την επιστροφή του, αμέσως, στην Ελλάδα και την παρουσία του, στα δρώμενα των Αθηνών, διεκδικώντας τον θεσμικό του ρόλο, με την άμεση αποκατάσταση της βασιλείας, στην χώρα, κάτι, στο οποίο, ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ούτε η φυλλορροούσα δικτατορία και η στρατιωτική ηγεσία μπορούσαν να αρνηθούν και να αντιταχθούν.
Ο Κωνσταντίνος είχε (και έχει) μια ευρεία αποδοχή, στις λαϊκές τάξεις της συντηρητικής δεξιάς, που φθάνει, όσες φορές έχει μετρηθεί, σε ποσοστά της τάξεως του 30% και άνω, αλλά, όταν οι συνθήκες του το επέβαλαν και το επέτρεπαν, ο Κωνσταντίνος δεν τόλμησε να διεκδικήσει και να επιβάλει τον ρόλο του, ως βασιλιά, στο νέο πολιτικό, νομικό και συνταγματικό σκηνικό, που διαμόρφωσε, άνετα και άνευ πρόθυμου αντιπάλου, να επιβάλει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος τον μόνο πραγματικό αντίπαλο, που είχε, ήταν ο Κωνσταντίνος, στο οποίο υποσχέθηκε ότι θα τον καλούσε, στην Αθήνα, δήθεν, όταν …. το επέτρεπαν οι συνθήκες!
Τελικά, αυτή η πρόσκληση δεν εστάλη, στον Κωνσταντίνο, ποτέ, διότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η μέγιστη πλειοψηφία της εντόπιας πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, δεν ήθελαν, ούτε τον Κωνσταντίνο, ούτε τον θεσμό της βασιλείας.
Ο Κωνσταντίνος Β’, παρά την σημαντική λαϊκή βάση, που είχε, ουδέποτε, στην πραγματικότητα, ήθελε τον ρόλο του βασιλιά. Γι’ αυτό και ουσιαστικά, δεν τον διεκδίκησε, αφήνοντας τον, τότε, πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να διεξαγάγει, στις 8/12/1974, το γνωστό δημοψήφισμα, για το πολιτειακό καθεστώς της χώρας, χωρίς την παρουσία του ίδιου του Κωνσταντίνου, παραμένοντας μακριά, στο Λονδίνο.
Έτσι, ήθελε, με δεδομένη την ανικανότητά του, ως πολιτειακού και πολιτικού παράγοντα, αδιαφορώντας, για την αυτοδίκαιη θεσμική του θέση, μέσα, στην ιεραρχία του ελληνικού κράτους. Και αφού, έτσι ήθελε, γι’ αυτό και έπραξε όσα έπραξε, λόγω της προσωπικής του ανεπάρκειας και αυτής της ανικανότητας και της αδιαφορίας του.
Και πάντως, εδώ που τα λέμε, οι διάδοχοι του, στην θέση του αρχηγού του ελληνικού κράτους, δεν υπήρξαν κάτι το εξαιρετικό…
Σχόλια