6-8/7/2023 Ψήφος εμπιστοσύνης, στον μητσοτακικό καθεστωτισμό, που πρέπει να ξηλωθεί; No, thanks. (Το ερώτημα είναι πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε, μέχρι τις 21/5/2023, να μην αντιληφθεί, στο παραμικρό, τον θρίαμβο, που ερχόταν και γιατί, στις εκλογές της 25/6/2023, δεν τα πήγε καλά, χάνοντας και σε ποσοστά και σε αριθμό ψήφων).
Αυτές τις ημέρες, από τις 6, έως τις 8 Ιουλίου, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη (και πολύ λιγότερο, της Νέας Δημοκρατίας) της νέας τετραετούς κοινοβουλευτικής θητείας ζητεί, από την βουλή, που προέκυψε, από τις βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023, την καθιερωμένη ψήφο εμπιστοσύνης, σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, την οποία, όχι, μόνο, έχει δεδομένη, αλλά και στην ουσία, πρόκειται να την λάβει, χωρίς να έχει, στην αντίπερα όχθη, κανέναν αξιόλογο, αριθμητικό και (επί του παρόντος) πολιτικό αντίπαλο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παίζει μόνος του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να χάσει. Κάθε άλλο. Είναι ικανός (δηλαδή είναι τόσο ανίκανος, ώστε) να το καταφέρει και αυτό. Αλλά και αυτό, για να αναδειχθεί, θέλει τον χρόνο του. Άλλωστε, στις βουλευτικές εκλογές τη 25/6/2023, κόντεψε να χάσει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Και θα την έχανε, αν το ποσοστό της ΝΔ δεν έφθανε το 40%.
(Αυτό λέγεται και κωλοφαρδία).
Ο πρωθυπουργός, προφανώς, δεν διαθέτει, από την κοινωνία, καμμία περίοδο χάριτος, αφού, πλέον, διανύει την δεύτερη κοινοβουλευτική του θητεία, στην θέση αυτή, αλλά το τεράστιο κενό, που απολαμβάνει, από πλευράς κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, με έναν ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρίσκεται, ακέφαλος, μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, από την προεδρία του κόμματος και σε μια φάση παραλυτικής κρίσης, η οποία είναι δομική και συγκροτητική και κατά την γνώμη μου, πρόκειται, σε ένα βάθος χρόνου, μέσα σε αυτήν την τετραετία, να καταστεί διαλυτική και οφείλεται, στην στρατηγική και κατ’ ουσίαν, υπαρξιακή ήττα του, στις δυο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, εκ των οποίων την πρώτη συντριπτική ήττα, ούτε καν την ανέμενε, σε αυτό το απίστευτο μέγεθος του 20,07%, που εμφανίστηκε το βράδυ της 21/5/2023 και ένα ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι ένα κουτσό άλογο, αφού ο Νίκος Ανδρουλάκης και η παρέα του, στην Χαριλάου Τρικούπη, υπήρξαν, παντελώς, ανίκανοι να εκμεταλλευθούν το momentum της εκλογικής συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την 21/5/2023 και δεν μπόρεσαν, ούτε, καν, να ξεκολλήσουν, από το 11% και να καλύψουν την διαφορά τους, από τον καταρρέοντα ΣΥΡΙΖΑ, οποίος, στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση της 25/6/2023, παρουσίασε νέα πτώση των εκλογικών ποσοστών του, από το 20,07%, στο 17,83%. Και τέλος, ο πρωθυπουργός, πέραν, από αυτά τα δυο μεσαίας τάξεως κοινοβουλευτικά και πολιτικά κόμματα, έχει να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, το οποίο είναι γνωστό και διαχειρίσιμο και μια σειρά, από τέσσερα μικρά κόμματα, τα οποία μπορεί να μην υπολογίζει, ως κίνδυνο, επί του παρόντος.
Άλλωστε και αν ξεσπάσει κάποιος κίνδυνος, από τα μικρά κόμματα, έτσι και αλλιώς, πρόκειται να έχει ένα βάθος χρόνου, ενώ η μόνη, που έχει πιθανότητες και τις προσωπικές ικανότητες, είναι η τέως πρόεδρος της βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου. Αλλά αυτό μένει να αποδειχθεί, στην πράξη.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα λάβει την κοινοβουλευτική ψήφο εμπιστοσύνης, με τις 158 έδρες, στην βουλή, που έχει η Νέα Δημοκρατία, χάρη, στον καλπονοθευτικό νόμο, που η κυβέρνησή της ψήφισε, στην βουλή των εκλογών της 7/7/2019 και ο οποίος εφαρμόστηκε, λόγω της επιλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά την σαρωτική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, στις βουλευτικές εκλογές της 21/5/2023, που παρέλυσε και έθεσε, εκτός μάχης το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, να προχωρήσει, σε νέες βουλευτικές εκλογές, τις οποίες και κέρδισε, χωρίς, όμως, να πάει καλά, αφού, στις δεύτερες βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023, έχασε και ως προς τα ποσοστά των ψήφων, που πήρε (40,79% τον Μάιο και 40,56% τον Ιούνιο), αλλά, κυρίως και ως προς τους αριθμούς των ψήφων, που πήρε, στην εκλογική αναμέτρηση της 21/5/2023 (2.407.750 ψήφους, τον Μάιο και 2.114.780 ψήφους, τον Ιούνιο, χάνοντας, σχεδόν 300.000 ψήφους, μέσα, σε κάτι λιγότερο, από έναν μήνα.
Ουσιαστικά, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδείχτηκε μη ικανός να διαχειριστεί τις νίκες του και σπατάλησε δυνάμεις, οι οποίες δεν φάνηκαν, όχι επειδή ο ίδιος υπήρξε ικανός, αλλά επειδή ο αντίπαλος, απλούστατα, ενδογενώς, συνέχισε την δική του κατάρρευση. Και αυτό καλόν είναι να το κρατήσουμε, ως διαπίστωση, που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη, στο μέλλον.
Δεν είναι, λοιπόν, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ικανότητες και πέτυχε ό,τι πέτυχε. Είναι το μη αναμενόμενο γεγονός ότι ο αντίπαλος του Μητσοτάκη, από ενδογενείς λόγους, κατέρρευσε, αυτό, που οδήγησε τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας να επιτύχει ό,τι πέτυχε. Και αυτό έχει την ουσιαστική και καθοριστική σημασία του, ως γεγονός και ως δεδομένο.
Αυτό το γεγονός αποτελεί έναν πρώτο μικρό, αλλά καταγεγραμμένο κώδωνα κινδύνου, αφού δείχνει ότι η Νέα Δημοκρατία έχει πιάσει ταβάνι, στην εκλογική της επιρροή, κάτι, που υποδεικνύει, για το μέλλον ότι, το εκλογικό ποσοστό της, μόνον, να μειωθεί είναι δυνατό και όχι να αυξηθεί. Αλλά, ας μη βιαζόμαστε· πρέπει να γίνουν πολλά, για να φθάσουμε, σε ένα τέτοιο σημείο. Είμαστε πολύ μακριά, από αυτό.
Όμως, ένα ουσιαστικό σημείο, που αφορά την προσωπική και την πολιτική ανεπάρκεια του Κυριάκου Μητσοτάκη, εντοπίζεται, στην ανικανότητα, που επέδειξε, επειδή δεν μπορεσε να αντιληφθεί τον εκλογικό θρίαμβο, στον οποίο βάδιζε, σε όλη την περίοδο της τελευταίας, τουλάχιστον, τριετίας και ιδιαίτερα, εντός του 2023, σε όλη την χρονική περίοδο, πριν και κατά την προεκλογική περίοδο των βουλευτικών εκλογών της 21/5/2023.
Έτσι, ενώ ο αντίπαλος του ο Αλέξης Τσίπρας και πολύ περισσότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ ( διότι ο ίδιος ο Τσίπρας έκανε μια πολύ καλή προεκλογική εκστρατεία) είχαν καταρρεύσει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν στάθηκε ικανός να το διαγνώσει αυτό και είχε αρκεσθεί, γνωρίζοντας ότι, στην ουσία, δεν είχε αντίπαλο, ως ισότιμο διεκδικητή της πρωθυπουργίας, στην πεποίθηση ότι η εκλογική νίκη του θα ήταν, περισσότερο, ή λιγότερο άνετη.
Η πραγματικότητα, βέβαια, εξελίχθηκε, τελείως, διαφορετικά και του χάρισε έναν μη αναμενόμενο - ανέλπιστο θα έλεγα - εκλογικό θρίαμβο, ο οποίος, φυσικά, υπήρξε πολύ ευχάριστος, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπήρξε, για τον ίδιο, απρόβλεπτος.
Και φυσικά και αυτή η διαπίστωση έχει την ιδιαίτερη αξία της, η οποία πρόκειται να φανεί, στην συνέχεια, διότι, τώρα, the game is over και από το 2024, ο σημερινός πρωθυπουργός πρόκειται να αντιμετωπίσει τις δυσχερείς απαιτήσεις της γερμανικής κυβέρνησης και των Βρυξελλών και ως πιθανό αποτέλεσμα, προβάλλει το γεγονός ότι μπορεί η χώρα να του σκάσει, στα χέρια, όπως, ακριβώς, συνέβη, στον μοιραίο ΓΑΠ, τον Απρίλιο του 2010.
Άλλωστε, η πραγματική αντιπολίτευση, στον εγκαθιδρυόμενο, από την προηγούμενη τετραετία, μητσοτακικό καθεστωτισμό, ο οποίος συνίσταται, στην πλήρη κυριαρχία του μηχανισμού, που έστησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στο κράτος, στο δικαστικό σύστημα, στην τοπική αυτοδιοίκηση, πρόκειται να υπάρξει, στην ίδια την κοινωνία, ή, διαφορετικά, απλούστατα, δεν πρόκειται να υπάρξει.
Για τον λόγο αυτόν, η υπόθεση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεπερνάει, κατά πολύ, το συγκεκριμένο αντικείμενο και μετατρέπεται, σε κοινωνική ψήφο εμπιστοσύνης, στο προσωποπαγές καθεστώς του πρωθυπουργού.
Σε αυτήν την υπόθεση, είναι σαφές ότι η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, έτσι, όπως εκφράστηκε και στις κάλπες, είναι αρνητική, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με ένα ποσοστό, που πλησιάζει το 60%, παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός διεξήγαγε έναν παρατεταμένο εκλογικό αγώνα, σε δυο φάσεις, παίζοντας, εν ου παικτοίς, έχοντας απέναντί του, έναν αντίπαλο, ο οποίος, ευθύς εξ αρχής, δεν είχε καμμία πραγματική και υπαρκτή αναφορά και κανέναν πραγματικό δεσμό, με τους ζωντανούς κοινωνικούς χώρους δράσης (συνδικαλισμό, αυτοδιοίκηση, συλλόγους, στα, επί μέρους, κινήματα, φοιτητές, αυτοαπασχολούμενους κλπ).
Οι εξελίξεις, που θα ακολουθήσουν, στην ελληνική κοινωνία, μέσα στην προσεχή τετραετία και οι οποίες είναι πολύ πιθανό να μετατραπούν, σε δραματικές, μπορούν να ξεπεράσουν τα σημερινά πολιτικά αδιέξοδα και να γίνουν αφετηρία, για την ανατροπή του μητσοτακικού καθεστωτισμού, ο οποίος παραμένει να είναι ευάλωτος και πρέπει να ανασχεθεί και να ανατραπεί.
Δύσκολο, αλλά, καθόλου, αδύνατο.
Σχόλια