Οκτώβριος 2022 : Η Νέα Δημοκρατία παραπαίει, αλλά συγκρατεί δυνάμεις, όμως ο χειμώνας, που έρχεται είναι βαρύς και πρόκειται να αποβεί άσχημος, για το κυβερνητικό κόμμα.
Καθώς ξεπεράσαμε τα μέσα Οκτωβρίου 2022, ήλθε η πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB, για να περιγράψει το κλίμα, που επικρατεί, στις τάξεις του ελληνικού εκλογικού σώματος, ένα κλίμα το οποίο δεν διαφοροποιείται, σοβαρά, σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες του τέλους του καλοκαιριού και των αρχών του φθινοπώρου.
Στην πρόθεση ψήφου, η Νέα Δημοκρατία φθάνει στο ποσοστό του 29,5%, έναντι του ποσοστού 22,7%, που συγκεντρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ. ενώ ακολουθούν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με 11,2%, το ΚΚΕ με 4,9%, η Ελληνική Λύση με 4,3%, το ΜέΡΑ 25 με 3,1%, αλλά και οι Έλληνες για την Πατρίδα του Ηλία Κασιδιάρη, που βάζει, στα σοβαρά, υποψηφιότητα να βρίσκεται στα έδρανα της επόμενης (αλλά και της μεθεπόμενης) βουλής. Οι παλαιοί ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής φαίνεται ότι, έστω και εν μέρει, συσπειρώνονται, στο νέο κόμμα του Κασιδιάρη.
Η διαφορά ανάμεσα στην Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, στην πρόθεση ψήφου, είναι σημαντική και κυμαίνεται, στο 6,8%, έναντι του 7%, που ήταν, στην προηγούμενη μέτρηση του Σεπτεμβρίου 2022, αλλά πλέον έχει παύσει να έχει τις τεράστιες αποστάσεις των διψήφιων μονάδων, στις οποίες βρισκόταν, στις, προ του καλοκαιριού, αντίστοιχες μετρήσεις, σε όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν, από τις βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019 και μετά.
Η Νέα Δημοκρατία ξεφουσκώνει και έχω την εντύπωση ότι είναι πιθανό - παρά τις, περί του αντιθέτου, ενδείξεις - να αποσυσπειρωθεί και η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου. Μπορεί, στο τελευταίο, να σφάλλω, αλλά αυτό θα φανεί, στην πορεία των εξελίξεων και στις βουλευτικές εκλογές, που, σε μερικούς μήνες, θα διεξαχθούν. Παρά ταύτα, η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί πάντα να προηγείται, με σχετική άνεση, του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή, όπως έχω γράψει πολλές φορές, στην πραγματικότητα, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει αντίπαλο. Και για να κυριολεκτώ, δεν έχει αντιπάλους, οι οποίοι να μπορούν να σταθούν απέναντι του κυβερνητικού κόμματος, το οποίο, με όλες τις ανοησίες που έχει διαπράξει, κατά την υπερτριετή διακυβέρνηση του, εξακολουθεί να αποτελεί την μόνη υπαρκτή εναλλακτική λύση, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας.
Προφανώς η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι, εντελώς, ανίκανη, αλλά αυτό δεν αρκεί, για να γίνουν οι άλλοι ικανοί, ούτως ώστε να τους εμπιστευτεί η πλειοψηφία του ελληνικού εκλογικού σώματος την διακυβέρνηση της χώρας. Το χειρότερο όλων είναι ότι οι τριετής διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη του λαού και στο κυβερνητικό κόμμα. Και μάλιστα αυτό έχει καταστεί μια πραγματικότητα, η οποία, όχι απλώς τείνει να υπάρξει, αλλά και αποτελεί, ήδη, γεγονός, το οποίο, απλώς, οι βουλευτικές εκλογές, που θα γίνουν, προφανώς, σε δύο φάσεις, τους προσεχείς μήνες, μέσα στο 2023, θα έλθουν να το επικυρώσουν.
Κάπως έτσι, φαίνεται να οδηγούμαστε, σε ένα αδιέξοδο, όσον αφορά την διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό, όμως, είναι κάτι το επιφαινόμενο. Δεν αποτελεί την αλήθεια, αφού, τελικά, το ελληνικό πολιτικό και κομματικό σύστημα, μαζί με την εντόπια ολιγαρχία, θα βρουν τους τρόπους και την δυνατότητα του σχηματισμού μιας κυβέρνησης, η οποία θα έχει πολυκομματική στήριξη, έστω κι αν παρουσιαστεί, ως κυβέρνηση τεχνοκρατών, εκτός εάν, πέρα από τις τωρινές προβλέψεις, ο Νίκος Ανδρουλάκης καταφέρει, στην διαδικασία της λήψης, από τον ίδιο, της εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως, ως αρχηγού του τρίτου, στην σειρά, κοινοβουλευτικού κόμματος, να υποχρεώσει την Νέα Δημοκρατία, ή τον ΣΥΡΙΖΑ (ή και τα δυο αυτά κόμματα) να στηρίξουν μια κυβέρνηση, υπό την πρωθυπουργία του· μια κυβέρνηση, όμως, που θα καταστεί βραχύβια και εξ αιτίας της στενής κοινωνικής νομιμοποιητικής βάσης της, αλλά και εξ αιτίας της υπονόμευσης, που θα υποστεί, από τους κυβερνητικούς της εταίρους.
Δυστυχώς, ο ελληνικός λαός φαίνεται ότι δεν θα αποφύγει αυτό το κακό, που επέρχεται και το οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί, εξαιτίας του σημερινού αδιεξόδου, όχι μόνο εξαιτίας του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού και οι δεύτερες εκλογές, που θα γίνουν με το αφελές σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, που εμπνεύστηκε και ψήφισε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε μια εποχή κατά την οποία πίστευε ότι, σε κάθε περίπτωση, η ανυπαρξία των αντιπάλων του και η δική του πολιτική παντοδυναμία, το 2020, του επέτρεπε την πολυτέλεια να μην προβεί σε μια μεγαλύτερη ενίσχυση του πρώτου κόμματος, με ένα σημαντικότερο μπόνους, όσον αφορά την εκλογή των βουλευτών, υπέρ του κόμματος αυτού, το οποίο πρόκειται να είναι η Νέα Δημοκρατία, η οποία, όμως, σε καμία περίπτωση, ούτε στην πρώτη εκλογή, αλλά ούτε και στην δεύτερη επιλογή, δεν πρόκειται να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και θα υποχρεωθεί να βρει συνεταίρους.
Το πιθανότερο είναι ότι η Νέα Δημοκρατία, (με, ή χωρίς τον Κυριάκο Μητσοτάκη αρχηγό) θα στηρίξει αυτή την λεγόμενη κυβέρνηση τεχνοκρατών αφού κατάφερε να διαταράξει τις ομαλές σχέσεις της, με το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, εξαιτίας της ανόητης επιλογής του πρωθυπουργικού επιτελείου να προβεί, στην εξωφρενική παρακολούθηση του τηλεφώνου του, μετέπειτα, εκλεγέντος προέδρου του ΠΑΣΟΚ, γεγονός το οποίο, τυχαία, αποκαλύφθηκε και άφησε έκθετη την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, προσωπικά, με τον οποίον ο Νίκος Ανδρουλάκης, προς το παρόν τουλάχιστον, έχει αποκλείσει κάθε μελλοντική μετεκλογική συνεργασία. Και φυσικά έχει δίκιο, για αυτή του την στάση. Βέβαια, στην πολιτική, τίποτε δεν είναι αδύνατο, αλλά τώρα, έτσι εμφανίζονται τα δεδομένα, που έχουμε.
Προφανώς, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα είναι κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μπορεί να στηρίζεται από τον τωρινό πρωθυπουργό και το κόμμα του, αλλά η πρωθυπουργία είναι, πλέον, ένα μακρινό και άπιαστο όνειρο, για τον Κρητικό αρχηγό του τωρινού κυβερνητικού κόμματος, γεγονός το οποίο κάνει και την καρέκλα του, ως αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας να είναι επισφαλής.
Επισφαλής, επίσης, είναι, πάρα την εμφανιζόμενη στασιμότητα και η ισορροπία των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων, έτσι όπως εμφανίζεται, μέσα από τις παρουσιαζόμενες, μέχρι τώρα, δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών. Όμως, μπροστά μας έχουμε ένα δύσκολο χειμώνα, ο οποίος, λόγω του πολέμου, στην Ουκρανία της συναφούς ενεργειακής κρίσης, της παρατεταμένης και εντεινόμενης ακρίβειας και του πληθωρισμού των τιμών, είναι σφοδρότατα πιθανό - και πιστεύω ότι αυτό θα συμβεί - να οδηγήσει, στην σοβαρή διαφοροποίηση των τωρινών πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών, κάτι το οποίο, προφανώς, θα αποβεί εις βάρος της παρούσας κυβέρνησης και θα μικρύνει, ακόμη περισσότερο, την ψαλίδα της διαφοράς, ανάμεσα σε αυτήν και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως, έχουμε ακόμη έναν κάποιο καιρό λίγων μηνών, προκειμένου να δούμε τις εξελίξεις. Και χρήσιμο είναι να περιμένουμε.
Σχόλια