Το αντικείμενο του παρόντος δημοσιεύματος φαίνεται να είναι ανεπίκαιρο, αφού δεν άπτεται των θεμάτων, που απασχολούν, άμεσα, την ελληνική κοινωνία. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ακανθώδες και αφορά την καθημερινότητα των ανθρώπων, μέσα στις καθημερινές τους συναλλαγές, οι οποιες, λιγότερο ή περισσότερο καθορίζονται από τις αποφάσεις, τις διάφορες πράξεις και παραλήψεις των μελών της όποιας κυβέρνησης.
Έτσι, σήμερα θεώρησα αναγκαίο να ασχοληθώ, με την προφανή και πρωτοφανή φαυλότητα του άρθρου 86 του ισχύοντος Συντάγματος του ελληνικού κράτους, που καθιερώνει μια ειδική δικονομική διαδικασία, η οποία δυσχεραίνει κατά πολύ και ουσιαστικά, καθιστά αδύνατη την εξωπολιτική δικαστική αντιμετώπιση και πάταξη των διαφόρων εγκλημάτων, που διαπράττονται, συνήθως, σε καθημερινή βάση, από τα μέλη των διαφόρων και ποικίλων κυβερνήσεων, ανεξαρτήτως πολιτικής και κομματικής κατευθύνσεως.
Αλλά για να διαπιστώσουμε την φαυλότητα των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 86 του Συντάγματος, όσον αφορά την άσκηση, αλλά και την ίδια την διαδικασία της δίωξης, κατά των μελών της οποιασδήποτε κυβέρνησης, είναι χρήσιμο και απαραίτητο να δούμε το κείμενο της συνταγματικής ρύθμισης, που επιτρέπει την συγκάλυψη των διαπραττόμενων εγκλημάτων των μελών των υπουργικών συμβουλίων, σε όλες τις φάσεις της σχετικής διαδικασίας, από την άσκηση, μέχρι την παύση της ποινικής δίωξης των υπουργών, με την θέσπιση ειδικής δωσιδικιας της βουλής και συγκεκριμένου ειδικού δικαστηρίου, περί ευθύνης υπουργών, καταργώντας, απροκάλυπτα, την δικαιοδοσία των κανονικών τακτικών δικαστηρίων.
Ας δούμε, λοιπόν, αμέσως τώρα, την φαύλη ρύθμιση, που εισάγει το αναθεωρημένο, τον Νοέμβριο του 2019, άρθρο 86 του ισχύοντος Συντάγματος, με τις ευθύνες της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, αρχικά και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην συνέχεια :
Αρθρο 86: (Δίωξη κατά μελών της Κυβέρνησης, Ειδικό Δικαστήριο)
1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
****3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος. Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος. Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα. Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.
_______________________
****Με τέσσερις αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.
Ότι είναι εκτρωματική και εγκληματική, ως συνολικό κατασκεύασμα, αυτή η σειρά των διατάξεων, γύρω από την διαδικασία και την δίωξη των μελών του εκάστοτε υπουργικού συμβουλίου, είναι ένα δεδομένο και ένα γεγονός προφανές, πασιφανές και πασίδηλο.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος έχει θεσπισθεί για να δυσχεράνει, στο έπακρο την δικαστική δίωξη και την ποινική τιμωρία των παρανόμησαν των υπουργών και να περιορίσει την όλη διαδικασία, στα πλαίσια των κομματικών παιγνίων και των ιντρίγκων των εκάστοτε κομματικών ηγεσιών.
Κατ’ αρχήν, η βουλή, ως πολιτικό όργανο, που είναι δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει καμμία δικαστική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα, στα ζητήματα της δικαστικής προδικασίας και της άσκησης της ποινικής δίωξης των υπουργών, αφού, όπως προανέφερα, αποτελεί ένα, κατ’ εξοχήν και αποκλειστικά, πολιτικό πολιτειακό όργανο, το οποίο εκλέγεται, ως νομοθετικό σώμα και όχι, ως ένα δικαστικό όργανο και ως εκ τούτου δεν πρέπει, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται, με βάση την αστικοδημοκρατική θεμελιακή διάκριση των εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) να ασκεί δικαστικά και εισαγγελικά καθήκοντα.
Το αποκλειστικό δικαίωμα και η αντίστοιχη υποχρέωση, για την δικαστική έρευνα και την ποινική δίωξη των μελών της κυβέρνησης ανήκουν, στο δικαστικό σύστημα της χώρας, το οποίο χρήσιμο είναι να μην ταυτίζεται με την κρατική εξουσία. Προφανώς, στις κοινωνίες, που διοικούνται, από τα κράτη, τα δικαστικά συστήματα των χωρών αποτελούν τμήματα της κρατικής εξουσίας, αλλά καλόν είναι να μην προχωρούμε, στην εξ ορισμού ταύτιση του δικαστικού συστήματος, με το κράτος. Εννοείται ότι κάτι τέτοιο είναι δυσδιάκριτο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι δυο λειτουργίες δεν είναι δυνατό να διαχωριστούν. Στην πράξη είναι δύσκολο κάτι τέτοιο, αλλά αυτό, που ισχύει σήμερα, δεν χρειάζεται να υποτεθεί, ως αιώνιο. Μπορεί να μην είναι αιώνιο.
Αλλά το παρόν δημοσίευμα δεν γράφεται, για να περιγράψει ένα μελλοντικό αντικρατικό (ή μη κρατικό) δικαστικό σύστημα, το οποίο, άλλωστε, είναι πιθανό να μην υπάρξει ποτέ. Γράφεται για να καταδείξει την αμετροεπή φαυλότητα της επικρατούσας κατάστασης, η οποία αυτοαποκαλείται - και οι πλείστοι θεωρούν ότι είναι η - νομιμότητα.
Και η φαυλότητα της όλης διαδικασίας αναδεικνύεται και προκύπτει από την ίδια την διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 86, σε συνδυασμό με το τέταρτο εδάφιο της τρίτης παραγράφου του, εν λόγω, άρθρου, με τις διατάξεις των οποίων, μόνο η Βουλή έχει το δικαίωμα να ασκεί την ποινική δίωξη, κατά των υπουργών και των υφυπουργών, για τα ποινικά αδικήματα, που τέλεσαν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ η Βουλή έχει, επίσης το δικαίωμα να ανακαλεί την απόφαση, που τυχόν έχει λάβει, για την άσκηση των σχετικών διώξεων, κατά υπουργών και υφυπουργών, οποτεδήποτε η όποια ευκαιριακή πλειοψηφία της αποφασίσει να ανακαλέσει, ή να αναστείλει την οποιαδήποτε αρχική απόφαση της ίδιας, ή μιας άλλης σύνθεσης της βουλής, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, όπως μπορεί να αναστείλει και να διακόπτει την προδικασία και την κυρία διαδικασία της δίκης των υπουργών και των υφυπουργών, απεριόριστα και χωρίς παράθεση των λόγων, που οδήγησαν την οποιαδήποτε πλειοψηφία της βουλής, στο παρόν, ή στο μέλλον, στην ανάκληση, ή στην αναστολή της ποινικής δίωξης και στην παύση και την διακοπή της δικαστικής προδικασίας και της κύριας διαδικασίας της δίκης.
Με λίγα λόγια, η οποιαδήποτε πλειοψηφία της βουλής μπορεί να πράξει ό,τι της αρέσει και ιδίως, ό,τι αρέσει, στην εκάστοτε κυβέρνηση και στις όποιες κομματικές πλειοψηφίες, ανεξάρτητα, από τους κανόνες του κοινού αστικού δημοκρατικού δικαίου και ανεξάρτητα, από την όποια τύχη επιφυλάσσει το ισχύον δικαιικό σύστημα, στον καθημερινό πολίτη, για την τέλεση των ίδιων, ή και των παρόμοιων ποινικών αδικημάτων, με αυτά των υπουργών και των υφυπουργών.
Ακριβώς έτσι καθιερώνεται ένα συστηματικό και ανθεκτικό συστημικό δίκτυ προστασίας, για τον κάθε υπουργό και υφυπουργό, οι οποίοι μπορούν να δρουν νόμιμα και ανεξέλεγκτα, από την κοινή γνώμη, από τον κάθε πολίτη και από το κοινό δικαστικό σύστημα, πλην της εξαιρετικά σπάνιας περιπτώσεως της ύπαρξης κομματικών ανταγωνισμών, οι οποίοι δεν αποτελούν τον κανόνα σε αυτές τις περιπτώσεις, παρά τα όποια περί του αντιθέτου παραδείγματα, που, σπανίως, συμβαίνουν και τα οποία, στην μέγιστη πλειοψηφία τους, συγκαλύπτονται, όπως συνέβη με το σκάνδαλο της SIEMENS και της NOVARTIS, για να θυμηθούμε τα τελευταία, αλλά όχι μόνο και σίγουρα όχι έσχατα κατορθώματα του ελληνικού κοινοβουλευτικού βίου και του σύστοιχου πολιτικού συστήματος.
Αυτό το δίκτυ της ενισχυμένης προστασίας των μελών των κυβερνήσεων πρέπει να σκιστεί. Όλοι αυτοί πρέπει να Σκέπτονται και να φοβούνται τις επιπτώσεις των υπογραφών, που βάζουν, σε καθημερινή βάση, καθώς και τις πράξεις, στις οποιες προβαίνουν. Αυτή η καθιερωμένη ιδιότυπη νομική προστασία των υπουργών και των υφυπουργών πρέπει να σταματήσει.
Μέσα σε αυτή την ζοφερή κατάσταση της νομιμοποιημένης ανομίας το άμεσο ερώτημα, που τίθεται, εκ των πραγμάτων, αφορά το τι μπορεί, το τι είναι δυνατόν, μέσα στις δεδομένες και υπάρχουσες συνθήκες, να γίνει, ούτως ώστε να διευκολυνθεί και να καταστεί, άμεσα, εφικτός ο ποινικός έλεγχος και η ποινική τιμωρία των μελών των κυβερνήσεων, για τις όποιες παράνομες πράξεις κάνουν και που έχουν κάνει, κατά την διάρκεια της επιτέλεσης των κυβερνητικών καθηκόντων τους.
Οι δυσχέρειες, για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης είναι πολλές, είναι δεδομένες και χρονοβόρες, αλλά αυτή η πραγματικότητα μπορεί να ανατραπεί. Μπορεί να αλλάξει.
Προφανώς, αυτό, που χρειάζεται, είναι η τροποποίηση του ισχύοντος Συντάγματος, με την πλήρη και οριστική κατάργηση του άρθρου 86, το οποίο, όπως κατέδειξα, εγκαθιδρύει αυτή την ιδιότυπη ισχυρή και κατ’ ουσίαν, φαύλη προστασία των μελών των κυβερνήσεων, από την άσκηση ποινικών διώξεων, για τα παράνομα έργα τους.
Την θέση της βουλής και του ειδικού δικαστηρίου, που θεσπίζει το, προς κατάργηση, άρθρο 86 του Συντάγματος πρέπει να αναλάβουν τα τακτικά και όπου χρειάζεται, τα έκτακτα δικαστήρια, τα οποία πρέπει να καταστούν ο φυσικός δικαστής των μελών των κυβερνήσεων, χωρίς την ειδική δωσιδικια του ειδικού δικαστηρίου περί ευθύνης υπουργών και υφυπουργών, που υφίσταται τώρα, ενώ τα ποινικά και τα αστικής φύσεως αδικήματα των μελών των κυβερνήσεων δεν πρέπει να υπόκεινται, σε παραγραφή. Πρέπει, λόγω της προνομιακής θέσης των υπουργών και των υφυπουργών να καταστούν απαράγραπτα.
Αλλά και αυτό δεν είναι αρκετό, όσο η ηγεσία του ελληνικού δικαστικού συστήματος διορίζεται και ελέγχεται, από την εκάστοτε κυβέρνηση, όπως προβλέπει το άρθρο 90, παράγραφος 5, του ισχύοντος Συντάγματος, ένα άρθρο, το οποίο πρέπει και αυτό, εξ ολοκλήρου, να καταργηθεί, προκειμένου να παύσει ο έλεγχος και η καθοδήγηση του ελληνικού δικαστικού συστήματος, από την κυβέρνηση και τον πολιτικό κόσμο.Είναι δυνατόν να θεσπιστούν άλλα εκλεκτορικές σώματα, αποτελούμενα από τον ευρύτερο νομικό κόσμο και τον λαϊκό παράγοντα και με την δυνατότητα ανάκλησης της σχετικής εντολής, να αντικαταστήσουν όλη την τωρινή φαύλη διαδικασία της επιλογής της ηγεσίας του ελληνικού δικαστικού συστήματος, παράλληλα, με την γενικότερη αναδιάρθρωση και αναμόρφωση του, εν λόγω, συστήματος.
Δυσκολίες και προβλήματα, στον δικαστικό χώρο θα υπάρχουν πάντοτε. Αυτό είναι αναμενόμενο, αλλά τα όποια προβλήματα, μέσα από ανοικτές διαδικασίες, στις οποίες πρέπει να συμμετέχει ενεργά και η ελληνικη κοινωνία, με την καθημερινή παρουσία και την καθοριστική ψήφο της μπορούν κάθε φορά να επιλύονται.
Αυτή η αντίληψη είναι που πρέπει να εμπεδωθεί και να επικοινωνηθεί, στην ελληνικη κοινωνία, προκειμένου να αλλάξουν ριζικά τα πράγματα, με την αντιγραφή και θεσμών από το ισχύον, στις ΗΠΑ, αγγλοσαξωνικό δίκαιο, περί της συμμετοχής του λαϊκού παράγοντα, ως εκλεγμένου θεσμικού στοιχείου, στο ελληνικό δικαστικό σύστημα.
Όλα αυτά μπορούν να ακούγονται, ως ρεφορμισμός. Και όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο του ελληνικού δικαστικού συστήματος, είναι ρεφορμισμός. Είναι, όμως, ένας αναγκαίος ρεφορμισμός, ο οποίος πρέπει να τεθεί, στην καθημερινή κοινωνική και πολιτική ατζέντα, ως σημαντικό και κεντρικό σημείο του δημοσίου διαλόγου.
Αυτό είναι πιθανό να μην γίνει ποτέ. Αλλά δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει να επιχειρηθεί. Κάθε άλλο. Αξίζει.
Σχόλια