Από τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, στον Λέοντα Τρότσκυ, από τον Τρότσκυ, στον Λέοντα Τολστόϋ και από τον Τολστόϋ, σε μας. (Η εκδίκηση του "αναχρονισμού", όταν η οπισθοδρόμηση εμφανίζεται ως "πρόοδος" και ο "εκσυγχρονισμός" αρμενίζει στραβά).
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (Алекса́ндр Иса́евич Солжени́цын11/12/1918 - 3/8/2008) φωτογραφημένος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας Γκούλαγκ στον Αρκτικό Κύκλο, την περίοδο 1945 - 1953. (Η photo έχει τραβηχτεί από τους δημίους του, πιθανώτατα το 1945, αμέσως μετά τον εγκλεισμό του, στον οποίο τον οδήγησε η 8ετής καταδίκη του, για τις επικρίσεις, στις οποίες προέβη, κατά του Ι. Β. Στάλιν, με επιστολές σε παιδικό του φίλο, οι οποίες έπεσαν στα χέρια της G.P.U.).
Έφυγε, από την ζωή, το βράδυ της 3/8/2008, δηλαδή πριν από 5 χρόνια, πλήρης ημερών, στα 90 του, ο μεγαλύτερος συγγραφέας των ρωσικών γραμμάτων, κατά τον 20ο αιώνα, ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο πνευματικό κενό, αφού ούτε η σημερινή Ρωσία, αλλά ούτε και η "Σοβιετική Ένωση", παλαιότερα, μπόρεσαν να δημιουργήσουν άλλον ισάξιο, ή έστω, και λίγο μικρότερης εμβέλειας σύγχρονο συγγραφέα, ή εκπρόσωπο της πνευματικής ζωής της χώρας.
Φυσική αιτία αυτής της μεγίστης πνευματικής έλλειψης υπήρξε το γεγονός ότι στην ρωσική κοινωνία, πάντοτε, επικρατούσε η λογική της πλήρους καθοδήγησης της πνευματικής ζωής της χώρας από το πολιτικό κέντρο της Ρωσίας, είτε αυτός ήταν ο Αυτοκράτορας, και η Αυλή είτε ο Γενικός Γραμματέας και το Πολιτμπυρώ. Η διαφορά των δύο καθεστώτων (του τσαρικού και του σοβιετικού) βρισκόταν στον βαθμό οργάνωσης της πολιτικοϊδεολογικής κυριαρχίας τους, στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Το κομμουνιστικό καθεστώς, που κυριάρχησε, μετά την νίκη των μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο οργάνωσε στον ύψιστο βαθμό την πολιτικοϊδεολογική του κυριαρχία στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, μέσω των θεσμών του μαζικού κόμματος και των πολιτικών και κοινωνικών οργάνων, που δημιούργησε σε όλη την νεοπαγή "Σοβιετική Ένωση", με την οικοδόμηση ενός ολόκληρου συστήματος παρακολούθησης της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και με ένα αντίστοιχο τιμωρητικό σύστημα, όταν αυτοί υπέπιπταν σε παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα σοβιετική νομιμότητα.
Το τσαρικό καθεστώς, αντίθετα, δεν μπόρεσε να επεκτείνει, σε τέτοιο ολοκληρωτικό βαθμό, τους μηχανισμούς ελέγχου και καταπίεσης των ανθρώπων, όχι επειδή δεν είχε την βούληση, αλλά επειδή δεν είχε τους μηχανισμούς για ένα τέτοιας έκτασης κοινωνικοπολιτικό εγχείρημα, αφού στην εποχή του δεν είχε αναπτυχθεί η κοινωνική μηχανική και η αντίστοιχη κοινωνική τεχνολογία, οι οποίες αναπτύχθηκαν, μετά από αυτό, στις σύγχρονες καπιταλιστικές συνθήκες των μαζικών ολοκληρωτικών κινημάτων, που ξεπήδησαν, μέσα από τον εμφύλιο πόλεμο της Ε.Σ.Σ.Δ. και κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Η παραπάνω φωτογραφία του κρατούμενου Αλεξάντρ Σολζενίτσιν είναι μνημειακή και έχει ένα βαθιά διαπαιδαγωγητικό περιεχόμενο, για ολόκληρη την ανθρωπότητα και ειδικώτερα, για όλους τους εραστές της ελευθερίας. Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας αυτής της φωτογραφίας έγκειται στο τι δεν πρέπει να πραχθεί, σε καμμία περίπτωση και υπό οιεσδήποτε περιστάσεις.
Ακόμα αυτή η φωτογραφία - με χαρακτηριστικό το ύφος του φυλακισμένου, ο οποίος είναι αδιάφορο αν είναι ο (μετέπειτα) επώνυμος Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ή ο οποιοσδήποτε άγνωστος, αφανής και ανώνυμος έγκλειστος στα λενινοσταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας - είναι η ίδια η απεικόνιση, στην ζώσα πράξη, της πιο αποκρουστικής μορφής ανελευθερίας. Αποτελεί αυτή η φωτογραφία την έντυπη απεικόνιση της ωμής, της ανεξέλεγκτης, της κτηνώδους και χωρίς έλεος και κανόνες βίας, σε όλο το απάνθρωπο ''μεγαλείο'' της. Είναι το έμπρακτο ορόσημο, ανάμεσα στην καθημερινή - με όλες τις δεσμεύσεις και περιορισμούς, τους οποίους υφιστάμεθα στην ζωή μας - ελευθερία και την υποδούλωση σε κτηνανθρώπους, τυφλά όργανα ανελεύθερων ολοκληρωτικών καθεστώτων, εδώ, κόκκινων, σε άλλες περιπτώσεις μαύρων - κάτι, που, από ευρύτερη άποψη, είναι αδιάφορο, αφού αυτή η ακραία μορφή ωμής ανελευθερίας, είτε ο δεσμοφύλακας είναι ναζιστής, είτε κομμουνιστής, έχει, ως παράγωγο αποτέλεσμα, το ίδιο και το αυτό:
Ο έγκλειστος περιπίπτει σε μια κατάσταση υποδούλωσης, στερημένος και από τα πιο απλά, τα στοιχειώδη δικαιώματα, που του παρέχουν, ως αποτέλεσμα των αγώνων των κοινωνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του παρελθόντος και του παρόντος (ανάμεσά τους και το εργατικό κίνημα), οι μαζικές φιλελεύθερες ολιγαρχίες του κλασσικού καπιταλισμού, αλλά και της σύγχρονης δυτικής γραφειοκρατικής εκδοχής - μετεξέλιξής του.
Όλα αυτά συμβολίζει ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.
Οι απόψεις του ακούγονται (και είναι, ουκ ολίγες φορές) αναχρονιστικές, αφού ο ίδιος, όπως, ήδη, είπα, ανήκει στον 18ο και στον 19ο αιώνα, αλλά αυτός ο άνθρωπος - επαναλαμβάνω, κατά ειρωνεία της τύχης και της ιστορίας, ο μεγαλύτερος συγγραφέας της (με εισαγωγικά, ή χωρίς εισαγωγικά) σοβιετικής περιόδου -, παραμένει ένα σύμβολο αντίστασης, έναντι του ολοκληρωτισμού και ένα σταθερό και διαρκές καμπανάκι κινδύνου, για όσα μπορεί να φέρει το μέλλον, μέσα από την ακατάπαυστη ανθρώπινη κοινωνικοϊστορική δημιουργία, η οποία πλάθει την ιστορία των ανθρωπίνων κοινωνιών, με ατομική ευθύνη των προσώπων και συλλογική ευθύνη των κοινωνιών (δεν ομιλώ, εδώ, φυσικά για ποινική ευθύνη, αλλά για ιστορική και ηθική ευθύνη, η οποία είναι βαριά - πιο βαριά και από τα δεσμά των αλυσοδεμένων εγκλείστων, σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας, σε όλα τα κρεματόρια, σφαγεία και αποθήκες ανθρώπων, σε όλον τον κόσμο, σε κάθε ιστορική εποχή).
Το αστείο είναι ότι, στις ημέρες μας, αλλά και κατά περιόδους, πριν από αυτές, ο αναχρονισμός, τον οποίον εξέφρασαν και εκφράζουν, διαχρονικά, άνθρωποι, σαν τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ή τον Λέοντα Τολστόϋ, καθίσταται επίκαιρος και παίρνει την εκδίκησή του, από τον όποιο εποχιακό εκσυγχρονισμό, ο οποίος, ταυτιζόμενος, με τα διάφορα ρεύματα της μόδας, οδηγεί τις κοινωνίες σε αδιέξοδα, αποδεικνύοντας ότι, ουκ ολίγες φορές, οι οποίες, από ιστορική άποψη είναι και οι περισσότερες, οι σύγχρονες ιδέες και αντιλήψεις, το νεωτεριστικό κύμα, το οποίο τροφοδοτούν και οι άνθρωποι, οι οποίοι εμφορούνται από όλα αυτά, που επικρατούν και φαίνονται, ως νέα, δεν κάνουν τίποτε περισσότερο, από το να αρμενίζουν στραβά.
Δεν είναι τυχαία, αυτή η εξέλιξη, η οποία φέρνει στα μυαλά μας και επικαιροποιεί τα μηνύματα των ανθρώπων, που ταυτίστηκαν με τον αναχρονισμό. Είναι, απόλυτα, φυσιολογικό, όταν ο όποιος εκσυγχρονισμός εξωκείλει και καταστεί τροχοπέδη, για την κοινωνία, οι μνήμες των ανθρώπων να στρέφονται στο παρελθόν, το οποίο, στα μάτια τους, όχι μόνον φαίνεται, αλλά και είναι καλύτερο, αποδεικνύοντας ότι ο όποιος εκσυγχρονισμός, μπορεί να φαίνεται, να επικαλείται και να ισχυρίζεται ότι είναι πρόοδος, ως φορέας της αλλαγής, αλλά η πικρή γνώση των ανθρώπων λέει ότι ναι μεν, η πρόοδος προϋποθέτει την αλλαγή, αλλά η κάθε και η όποια αλλαγή δεν συνιστά πρόοδο.
Κάθε άλλο. Ο όποιος εμφανιζόμενος εκσυγχρονισμός και το σύνολο των προπαγανδιστικών μηχανισμών, που τον ενισχύουν, προσπαθώντας να τον επιβάλουν στα μυαλά και τις ζωές των ανθρώπων, μπορούν, κάλλιστα, να οδηγούν στην οπισθοδρόμηση και να συνιστούν επιστροφή σε παλαιότερες, πρωτόγονες και βάρβαρες συνθήκες ζωής των ανθρώπων.
Δεν είναι πρώτη φορά, που κάτι τέτοιο έχει συμβεί, μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, ακόμα και όταν δούμε την πορεία της ανθρώπινης κοινωνικοϊστορικής δημιουργίας, στα νεώτερά της χρόνια, διότι ουδείς μπορεί να προσπερνάει, έτσι εύκολα, τις εποχές των δύο παγκοσμίων πολέμων του 20ου αιώνα, τις σφαγές και τους ολοκληρωτισμούς, που ο αιώνας αυτός εξέθρεψε, προκειμένου να μιλήσει και να υπερασπιστεί το υποτιθέμενο, ως τελικό, success story των νεώτερων χρόνων.
Αυτές τις καταστροφές είναι που έζησε στο πετσί του ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και αυτές οι καταστροφές είναι που τον έκαναν να γίνει φορέας ιδεών, οι οποίες φαίνονται ότι ήσαν - και ήσαν - αναχρονιστικές και ήλθαν σε σφοδρή σύγκρουση, με τις σύγχρονες ιδέες της εποχής του, έτσι όπως αυτές εκφράζονταν, μέσα στον ντετερμινιστικό οπτιμισμό του καθεστωτικού μαρξισμού, ο οποίος ήταν η κρατούσα ιδεολογία (η ψευδής συνείδηση) της σοβιετικής κοινωνίας, αλλά και στον, επίσης, ντετερμινιστικό οπτιμισμό, που επικρατούσε (και εξακολουθεί να επικρατεί) στην παρηκμασμένη Δύση, στην οποία έζησε, από το 1974, μετά την εξορία του.
Αλλά, πέρα από αυτά, ο Σολζενίτσιν, σε όλη του την ζωή, υπήρξε ένας άνθρωπος, που εκφραζόταν, κατά συνείδηση. Πίστευε, ό,τι έλεγε και ουδόλως το έκρυβε, ή έστω, το μετρίαζε, χάριν προσαρμογής στα κρατούντα ήθη, ή στις κυρίαρχες αντιλήψεις που επικρατούσαν στην εποχή του, είτε ζούσε στην "Σοβιετική Ένωση", είτε ζούσε στην παρηκμασμένη (γι' αυτόν και τις αντιλήψεις του) Δύση, δηλαδή στην μητρόπολη του σύγχρονου καπιταλισμού, τις Η.Π.Α.
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, προς το τέλος του πολυτάραχου βίου του, υπέργηρος, πια, πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι.
[Ως προς την ευθύτητα και την άμεση ειλικρίνεια αυτού του ανθρώπου, υπάρχει ένα μικρό, αλλά και ξεκαρδιστικό κομμάτι στην ζωή του, όταν, το 1994, επέστρεψε στην χαώδη μετασοβιετική Ρωσία του Μπορίς Γιέλτσιν : Ένα κρατικό κανάλι της ρωσικής tv του έδωσε μία εκπομπή, πιστεύοντας ότι, λόγω της μεγαλοσύνης και της φήμης του βραβευμένου πεζογράφου, θα κέρδιζε τα πρωτεία στο αδυσώπητο κυνήγι της τηλεθέασης. Το αποτέλεσμα υπήρξε αποκαρδιωτικό : Η τηλεθέαση υπήρξε σχεδόν μηδενική, αφού ουδείς τηλεθεατής ήθελε να ακούσει τις παλιομοδίτικες απόψεις του σεβαστού - κατά τα άλλα - γέροντα, περί της μεγάλης και αθάνατης Ρωσίας κλπ. Ο Σολζενίτσιν, φυσικά, δεν υπήρχε πρίπτωση να συμβιβαστεί με το κλίμα της μετασοβιετικής Ρωσίας και ως εκ τούτου η εκπομπή έλαβε ένα γρήγορο και άδοξο τέλος].
Αυτός ήταν ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.
Ουδέποτε προσπάθησε να προσαρμοστεί στην εικόνα, που οι άλλοι είχαν δημιουργήσει, γι' αυτόν. Και μπορεί στην μετασοβιετική Ρωσία το κόστος, που κατέβαλε, να ήταν η απώλεια μιας τηλεοπτικής εκπομπής και η κοινωνικοπολιτική περιθωριοποίησή του, αλλά στην εποχή της "Ε.Σ.Σ.Δ.", το κόστος υπήρξε άμεσα προσωπικό, πολλαπλό, βαρύτατο και μακροχρόνιο, σχετιζόμενο με την στέρηση της ελευθερίας του και τους βασανισμούς, που υπέστη από τα θεσμικά όργανα του καθεστώτος - τους κόκκινους δεσμοφύλακές του και τους άμεσους και απώτερους εντολείς τους - δηλαδή την άρχουσα ελίτ της γραφειοκρατίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Για όλα αυτά, επαναλαμβάνω, του ανήκει κάθε τιμή.
Και όχι μόνον σε αυτόν, αλλά, μαζί με αυτόν και στα δεκάδες εκατομμύρια όσων εγκλείστηκαν στα κολαστήρια των σοβιετικών στρατοπέδων συγκέντρωσης από την λενινιστική, μέχρι την μπρεζνιεφική και την μεταμπρεζνιεφική εποχή, οποιασδήποτε, πολιτικής και κοινωνικής προέλευσης (αναρχικοί, κομμουνιστές, σοσιαλεπαναστάτες, μενσεβίκοι, συντηρητικοί οποιασδήποτε τάσης, θεοσεβούμενοι, ή μη, αγρότες, εργάτες, πρώην γραφειοκράτες, απλοί άνθρωποι του λαού και του μόχθου, ''αλήτες'', ''αντικοινωνικά'' ή ''αντισοβιετικά'' στοιχεία κλπ), που υπέστησαν τον άνομο νόμο των σαδιστικών οργάνων του απάνθρωπου ιεροεξεταστικού και ψευδοκοινωνικοαπελευθερωτικού καθεστώτος, που επαγγελόταν την απελευθέρωση και κατασκεύαζε την πλήρη και κτηνώδη δουλοκτησία, ως ένα σύγχρονο νεοφαραωνικό κοινωνικό σύστημα.
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν – ο, κατά ειρωνεία της τύχης, μεγαλύτερος σοβιετικός συγγραφέας – γεννήθηκε το 1918, μέσα στον εμφύλιο πόλεμο των Μπολσεβίκων και των Λευκών και ανδρώθηκε μέσα στο κομμουνιστικό - εντός, ή εκτός εισαγωγικών - καθεστώς, που σταθεροποίησε ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι (Στάλιν), ο οποίος με κυρίαρχη ιδεολογία τον ‘‘σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα’’, παγίωσε την εξουσία της κομμουνιστικής γραφειοκρατίας, που ξεπήδησε, μέσα από το μπολσεβίκικο κόμμα, από την λενινιστική πολιτικοϊδεολογική πλατφόρμα του ‘‘ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ’’, περί επαγγελματιών επαναστατών, από τον συνακόλουθο παραγκωνισμό των προλεταριακών και αγροτικών μαζών της Ρωσίας και από την ανάγκη της αχανούς χώρας να διοικηθεί, μέσα σε ένα περιβάλλον – εσωτερικό και διεθνές – μη φιλικό.
Το γεγονός ότι, μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν μεγάλωσε, ως κομμουνιστής, δεν είναι παράδοξο, όσο και αν αυτό, τώρα, φαίνεται σαν μια ιστορική παραδοξολογία. Πράγματι, ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, υπήρξε κομμουνιστής και πολέμησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πρώτη γραμμή, υπηρετώντας στον Κόκκινο Στρατό, όταν η ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ εισέβαλε στην "Σοβιετική Ένωση" τον Ιούνιο του 1941, με την ακράδαντη πεποίθηση του Ανώτατου Επιτελείου των ναζί ότι το καθεστώς του Στάλιν και των μπολσεβίκων κληρονόμων του Λένιν - για την ακρίβεια, όσων από αυτούς επέζησαν από τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του '30, που απορφάνισε την παλαιά μπολσεβίκικη φρουρά του οργανωμένου (και κοινωνικά πλαισιωμένου από το ρωσικό προλεταριάτο) πραξικοπήματος της 7ης Νοεμβρίου του 1917, ένα πραξικόπημα που εξελίχθηκε σε κοινωνικό κίνημα, με τελικό νικητή μια βοναπαρτιστική και πολιτικοκοινωνικά, κεντριστική γραφειοκρατία - θα κατέρρεε στρατιωτικά, μέσα σε ένα τρίμηνο από την εισβολή.
[Αυτή η εκτίμηση φαίνεται, τώρα, εκ των υστέρων, εξωπραγματική και χωρίς κανένα έρεισμα στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης, αλλά η αλήθεια είναι ότι η εκτίμηση αυτή - σε κάποιες παραλλαγές - μπορούσε να υλοποιηθεί, αφού πρέπει να γνωρίζουμε ότι και η εκτίμηση των ειδικών του στρατιωτικού επιτελείου των Η.Π.Α. ήταν παρεμφερής. Αυτοί, μάλιστα, θεωρούσαν ότι η στρατιωτική κατάρρευση της "Ε.Σ.Σ.Δ." θα επερχόταν νωρίτερα από το τρίμηνο. Στην πραγματικότητα, το σενάριο της γρήγορης κατάρρευσης της "Ε.Σ.Σ.Δ.", βρέθηκε κοντά στην υλοποίηση, με το blitzkrieg των ναζί και την ταχεία και σχεδόν ανεμπόδιστη επέλαση των Γερμανών, οι οποίοι έφθασαν κοντά στην Μόσχα. Αυτά που εμπόδισαν τους ναζί να νικήσουν τους Ρώσους και το κομμουνιστικό καθεστώς ήσαν, αφ' ενός μεν, η τυφλή αντισλαβική και ιδίως αντιρωσική ρατσιστική πολιτική του Χίτλερ, ο οποίος εφάρμοσε έναντι των κατακτημένων ρωσικών πληθυσμών, μια ανελέητη πολιτική, ανάλογη με αυτήν, που εφάρμοσε έναντι των Εβραίων, με αποτέλεσμα οι Ρώσοι να σταθούν στο πλευρό του κομμουνιστικού καθεστώτος, ταυτίζοντάς το, με την υπεράσπιση της πατρίδας και αφ' ετέρου, δε, η είσοδος των Η.Π.Α. του Franklin Delano Roosevelt στον πόλεμο, με αποτέλεσμα την μεγάλη ενίσχυση της "Ε.Σ.Σ.Δ." σε πολεμικό υλικό από τις Η.Π.Α. (κάτι που, συνήθως και η σοβιετική και η μετέπειτα ρωσική ιστοριογραφία κρύβουν, ή δεν πολυαναφέρουν), αλλά και με την δημιουργία νέων πολεμικών μετώπων - πραγματικών, ή εν δυνάμει -, που δεν επέτρεψαν στους ναζί να αφιερωθούν στο ρωσικό μέτωπο, με τα γνωστά αποτελέσματα, μετά την μάχη του Στάλινγκραντ].
Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι Στάλιν (Иосиф Виссарионович Сталин 18/12/1878 - 5/3/1953). Στην photo είναι σε νεαρή ηλικία, όταν, με το ψευδώνυμο "Κομπά", οργάνωνε ληστείες τραπεζών στην Τυφλίδα, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το Σ.Δ.Ε.Κ.Ρ., δηλαδή το ενιαίο, τότε, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ρωσίας. Σαν ηγέτης της "Ε.Σ.Σ.Δ.", η αλήθεια είναι ότι οδήγησε την "Ε.Σ.Σ.Δ." στην νίκη, ενάντια στους Γερμανούς εισβολείς. Επίσης, αλήθεια είναι ότι, παρά την νίκη αυτή, η προετοιμασία για τον πόλεμο, αλλά και η επιχειρησιακή διεξαγωγή του πολέμου, όταν αυτός επιβλήθηκε στην σοβιετική ηγεσία, υπήρξε άθλια. Όταν ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν επισήμανε αυτή την πραγματικότητα, στην ιδιωτική του αλληλογραφία, η οποία έπεσε στα χέρια της G.P.U., η πορεία της ζωής του υπήρξε προκαθορισμένη και μπορούμε να πούμε ότι ήταν πολύ τυχερός, που επέζησε και δεν εκτελέστηκε, επί τόπου...
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, μαχόμενος, με τον Κόκκινο Στρατό, κατά των ναζιστών εισβολέων, μπόρεσε να δει όλα τα σφάλματα, που ο Στάλιν διέπραξε, κατά την διεξαγωγή του πολέμου και πριν από αυτόν, τα οποία οδήγησαν τον Κόκκινο Στρατό, εντελώς, απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει την ναζιστική επίθεση και τα οποία καλύφθηκαν από την τελική νίκη. Το 1945 αποτυπώνει, στο χαρτί, τις επικρίσεις του κατά του Στάλιν, σε επιστολές, προς έναν παιδικό του φίλο, από τα σχολικά χρόνια. Φυσικά, τα γράμματα αυτά έπεσαν στα χέρια της Γκε Πε Ου, με αποτέλεσμα ο Σολζενίτσιν να συλληφθεί και να κατηγορηθεί, με βάση το άρθρο 58 του σοβιετικού Ποινικού Κώδικα, για "αντισοβιετική προπαγάνδα". Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να καταδικαστεί, στις 7/7/1945, σε οκταετή εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στον Αρκτικό Κύκλο και σε ισόβια εξορία. Το 1953, με την λήξη της ποινής του εγκλεισμού, εκτοπίζεται στο Κοκ Τερέκ στα νότια του Αζερμπαϊτζάν, όπου, μάλιστα, χειρουργείται, επιτυχώς (άλλη ειρωνεία της τύχης!), για αφαίρεση κακοήθους όγκου στο στομάχι.
Μάϊος 1961 : Ο Νικήτα Χρουστσώφ (Никита Сергеевич Хрущёв 15/4/1894 - 11/9/1971) στην Κόκκινη Πλατεία, με τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ (Леонид Ильич Брежнев 1/1/1907 - 10/11/1982) - ανάμεσά τους ο Γιούρι Γκαγκάριν. Εκείνη την εποχή ο διάδοχος του Ιωσήφ Στάλιν, ευρισκόμενος στο απόγειο της παντοδυναμίας του, επέβαλε την δημοσιοποίηση του μνημειώδους έργου του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, με τίτλο : "Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς", το οποίο έκανε πάταγο και προκάλεσε σοκ, στο αναγνωστικό κοινό της "Σοβιετικής Ένωσης", όπως, άλλωστε και στο εξωτερικό, όχι μόνο, για όσα περιγράφονταν, αλλά και για το γεγονός ότι ήλθαν στο φως της δημοσιότητας. Αυτή η μικρή άνοιξη δεν θα κρατούσε πολύ. Τρία χρόνια αργότερα, ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ θα αναλάμβανε να αποκαταστήσει την διασαλευθείσα τάξη πραγμάτων, ανατρέποντας τον Χρουστσώφ και επαναφέροντας τον απόλυτο ολοκληρωτισμό στην πολιτική και την πνευματική ζωή της μεγάλης αυτής χώρας, η οποία, όμως, 27 χρόνια μετά, δεν απόφυγε την κατάρρευση...
Στην περίοδο της ''αποσταλινοποίησης'' του Νικήτα Χρουστσώφ, φαίνεται να αλλάζει η τύχη του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Ο Σολζενίτσιν αποδεσμεύεται από τον τόπο της εξορίας του, ενώ το 1961, αφού ήλθε σε επαφή με τον καθεστωτικό ποιητή Αλεξάντρ Τβαρντόβσκυ, που ήταν αρχισυντάκτης του, ομοίως, καθεστωτικού περιοδικού "Νόβι Μιρ" και στον οποίο, έδωσε τα χειρόγραφά του, τα οποία έφθασαν στον ίδιο τον Νικήτα Χρουστσώφ, με προσωπική διαταγή του τότε σοβιετικού ηγέτη, εκδίδεται το ρεαλιστικό μυθιστόρημά του - και το καλύτερο όλων των έργων του - το ''ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΝΤΕΝΙΣΟΒΙΤΣ'', στο οποίο γίνεται μία πλήρης και λεπτομερειακή καταγραφή της φρικτής ζωής ενός κρατούμενου, στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το βιβλίο έγινε ανάρπαστο, αποτέλεσε το ''χιτ'' της εποχής, στην "Σοβιετική Ένωση", διαβάστηκε από εκατομμύρια Ρώσους, με την γνώση - που αποκτήθηκε από την πολυετή τους πείρα - ότι το βιβλίο αυτό δεν πρόκειται να μακροημερεύσει στην σοβιετική νομιμότητα. Πράγματι, το συναρπαστικό αυτό βιβλίο δεν ξανακυκλοφόρησε, αφού απαγορεύτηκε η ανατύπωσή του, ενώ η Νι Κα Βε Ντε, εισέβαλε στο σπίτι του συγγραφέα και κατέσχεσε τα χειρόγραφά του.
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν δεν πτοήθηκε και στην πορεία δημοσίευσε τον ''ΠΡΩΤΟ ΚΥΚΛΟ'', την ''ΠΤΕΡΥΓΑ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΩΝ'' και το ''ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ'', για το οποίο το πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνείας το 1970 (με την πιθανότατη βοήθεια και της .... CIA, γεγονός το οποίο δεν μειώνει καθόλου την αξία του ίδιου του συγγράματος, αλλά ούτε και το ευρύτερο έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα), αφού προηγουμένως το 1969 είχε εκδιωχθεί από την πανίσχυρη Ένωση Σοβιετικών Λογοτεχνών, γεγονός που σήμαινε ότι ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν έμενε ουσιαστικά άνεργος και πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά περιθωριοποιημένος.
Όμως, η ώριμη (αλλά στην πραγματικότητα, ολοένα και περισσότερο σαπίζουσα) "Σοβιετική Ένωση" του Λεονίντ Μπρέζνιεφ της δεκαετίας του 1970 δεν μπορούσε να δεχτεί την ύπαρξη του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, αλλά ούτε και μπορούσε, πια, να τον εξοντώσει, όπως έπραττε στο παρελθόν, έναντι των διασήμων προσώπων, η "Ε.Σ.Σ.Δ." των σταλινικών εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 1930. Γι' αυτό και αποφάσισε να τον εξορίσει στο εξωτερικό, όπως έπραξε (άλλη ειρωνεία της τύχης!) η νεοπαγής σταλινική Ε.Σ.Σ.Δ., κατά την δεκαετία του 1920, με τον Λέοντα Τρότσκυ, τον οποίον, επίσης, είχε, τότε, εξορίσει στο εξωτερικό, αφού ακόμη δεν είχε αναπτύξει σε όλο της το ''μεγαλείο'' και στο τελικό της έπακρο την κοινωνική τεχνολογία της φυσικής εξόντωσης των διασήμων αντιπάλων του καθεστώτος.
1974 : Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν στην Δύση, μετά την εξορία του, από την "Ε.Σ.Σ.Δ.".
Η Ρωσία αυτή, ούτε του άρεσε, αλλά ούτε και της άρεσε, αφού ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, όντας εθνικιστής και θρησκευτικά ορθόδοξος χριστιανός, κατέκρινε την διαρπαγή του πλούτου της χώρας από τους άρπαγες μεγαλοκαπιταλιστές, πρώην απαράτσικ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και την υποτελή στην (παρηκμασμένη, κατά Σολζενίτσιν) Δύση εξωτερική πολιτική της γελτσίνειας εξουσίας, που ήλθαν, ως αναγκαίο αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, μετά το αποτυχόν πραξικόπημα των αποδυναμωμένων σκληροπυρηνικών του Πολιτμπυρώ των υπολειμμάτων του πάλαι ποτε πανίσχυρου Κ.Κ.Σ.Ε., κατά του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ (ο οποίος υποτιμητικά και πλήρως απαξιωτικά, αποκαλούσε το άθλιο απομεινάρι του παλαιού μπολσεβίκικου κόμματος ''ψωραλέο σκυλί'') τον Αύγουστο του 1991.
Στο τέλος της ζωής του ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν στήριξε την - διάδοχο του Γέλτσιν - ηγεσία του Πούτιν, γεγονός, το οποίο δεν βρισκόταν έξω από την λογική του, αφού στην ηγεσία Πούτιν ο Σολζενίτσιν είδε την προσπάθεια αναστύλωσης της παλαιάς ρωσικής ισχύος, μέσα στις σύγχρονές συνθήκες της εποχής μας. Γι' αυτό και το νέο καθεστώς των Πούτιν - Μεντβέντεφ τον τίμησε δεόντως, εν ζωή και με την ευκαιρία του θανάτου του.
Ο συγγραφέας Αλεξάντρ Σολζενίτσιν είναι, όπως, ήδη, έχουμε πει ο μεγαλύτερος Ρώσος και σοβιετικός συγγραφέας του 20ου αιώνα. Ακολουθεί την παράδοση του ρωσικού ρεαλισμού των Γκόγκολ, Τολστόϋ και Ντοστογιέφσκυ - ιδιαίτερα με τον τελευταίο οι πνευματικοί δεσμοί είναι πασιφανείς. Μπορείς να διαφωνείς μαζί του σε χίλια δυό ζητήματα, αλλά δεν μπορείς να αγνοήσεις την μεγάλη, την απαράμιλλη προσφορά του στην ρωσική και στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ιδιαίτερα, στα ρωσικά γράμματα η επιρροή του και η πρωτοκαθεδρία του θα είναι για πολύ χρονικό διάστημα άθικτη, αφού, όλον τον περασμένο αιώνα, ουδείς μπόρεσε, έστω, να τον πλησιάσει, ενώ, από σήμερα και έως το προβλεπτό μέλλον, ουδείς φαίνεται να έχει τα δικά του προσόντα και τις δικές του περγαμηνές.
Η μεγάλη, η ανυπέρβλητη προσφορά του, στον κόσμο, είναι η πλήρης και λεπτομερειακή καταγραφή, στο χαρτί, των ωμοτήτων, που διεπράχθησαν στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης (η αλήθεια είναι ότι αυτά δημιουργήθηκαν, ως θεσμός καταναγκασμού και τιμωρίας δεκάδων εκατομμυρίων πολιτών από τις αρχές της δεκαετίας του '20, με προσωπική διαταγή του ίδιου του Λένιν και διατηρήθηκαν μέχρι και την μπρεζνιεφική και την μεταμπρεζνιεφική εποχή). Ιδιαίτερα, το ''ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ'' - το οποίο δεν είναι και το καλύτερο βιβλίο του - αποτελεί την συγκλονιστικότερη περιγραφή των όσων υπέστησαν δεκάδες εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι έζησαν μέσα στα σταλινικά Νταχάου και Άουσβιτς και οι πλείστοι των οποίων πέθαναν, από τις ακραία απάνθρωπες συνθήκες ζωής των στρατοπέδων συγκέντωσης και καταναγκαστικής εργασίας, αλλά και από τις σαδιστικές συμπεριφορές των κόκκινων δεσμοφυλάκων τους, για μια, περίπου, πεντηκονταετία, αλλά και μετά από αυτήν.
Πέρα και πάνω από όλα, όμως, ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας θα μείνει στην συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, για το απαράμιλλο θάρος του, την τόλμη και την παρρησία, που επέδειξε, καταγγέλοντας την φρικώδη πραγματικότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας στην Ε.Σ.Σ.Δ., αψηφώντας το (μεγάλο) προσωπικό του κόστος και τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες, που συνεπαγόταν αυτή η διαρκής και τεκμηριωμένη καταγγελία.
Όταν έχουμε να κάνουμε με το έργο ενός πνευματικού δημιουργού (εδώ του συγγραφέα πεζογράφου Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, αλλά και οποιουδήποτε άλλου στον χώρο της τέχνης, ή της δημιουργίας του προφορικού και γραπτού λόγου), απαραίτητο είναι να γνωρίζουμε :
1) Το τι κρίνουμε από αυτόν και το έργο του, αλλά και
2) Με ποιά κριτήρια κρίνουμε το έργο και τον κρινόμενο πνευματικό δημιουργό.
Πέραν αυτών, απαραίτητο και αναγκαίο - για να προχωρήσουμε στην κρίση μας για τον πνευματικό δημιουργό, με έναν τρόπο, που δεν θα τον αδικεί, αλλά ούτε και θα του επιδαψιλεύει τιμές, που δεν του ανήκουν - είναι να προβούμε στην βασική διάκριση, ανάμεσα :
1) Στον ίδιο τον πνευματικό δημιουργό και
2) Στο πνευματικό του έργο, είτε ομιλούμε για ένα συγκεκριμένο σύγγραμα (ή έργο τέχνης), είτε για το σύνολο του έργου του.
Η αναγκαιότητα της διάκρισης αυτής είναι κάτι περισσότερο από προφανής, αν και στην πράξη δεν είναι εύκολα κατανοητή και είναι δύσκολα πραγματοποιήσιμη. Και είναι αναγκαία και απαραίτητη η διάκριση, ανάμεσα στο πνευματικό έργο του δημιουργού και στον ίδιο τον δημιουργό του, επειδή το έργο αυτό αποκτά μια αυθυπαρξία και ανεξαρτητοποιείται από αυτόν, με μια διφυή έννοια - η οποία γίνεται όλο και περισσότερο ορατή, με την πάροδο του χρόνου και όσο ο χρόνος αυτός κυλάει, αποστασιοποιείται και απομακρύνεται από τον ίδιο τον δημιουργό και τις συγκεκριμένες συνθήκες και τα βιώματα δημιουργίας του έργου - :
Από την μια πλευρά το ίδιο το έργο αποκτά μια εσωτερική (φιλολογική ή άλλη, ανάλογα με το έργο λόγου, ή ευρύτερης τέχνης) αξία και από την άλλη, αποκτά μια αξία, ανάλογα με την σχέση του, με το όποιο αναγνωστικό ή άλλο κοινό, κατάφερε να κατακτήσει από την δημιουργία του και ανάλογα με την αντοχή του στον χρόνο.
Έχοντας περιγράψει την αναγκαιότητα της διάκρισης, ανάμεσα στο έργο του πνευματικού δημιουργού και τον ίδιο και αφού θέλουμε να προχωρήσουμε στην κρίση του ίδιου του έργου αυτού καθ' εαυτού, με την αυθυπαρξία του, έναντι του δημιουργού, πρέπει να διακρίνουμε τα διαφορετικά επίπεδα κρίσης του έργου, τα οποία είναι και κριτήρια κρίσης του από εμάς. Τα επίπεδα και τα κριτήρια κρίσης του πνευματικού έργου του οποιουδήποτε δημιουργού έχουν να κάνουν με τις παρακάτω κατηγοριοποιήσεις, που καθιστούν το έργο άξιο λόγου και άξιο για κρίση (και επίκριση) :
1) Η ''εσωτερική'' του αξία, ως έργου - ανεξάρτητα από το όποιο αναγνωστικό (ή άλλης φύσεως, ή κατηγορίας) κοινό του.
2) Η ''εξωτερική'' του αξία, δηλαδή η αξία του και η προσφορά του στο όποιο κοινό του, σε όποια εποχή, είτε αυτή ταυτίζεται με την χρονική περίοδο της δημιουργίας του, είτε όχι, είτε και τα δύο μαζί.
3) Η ευρύτερη αξία του, νοουμένη ως προσφορά του έργου στην ανθρωπότητα, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα τέτοιας τάξης πνευματικό έργο - υπό την στενή, ή υπό την ευρεία του έννοια. Ως εν στενή εννοία πνευματικό έργο, εννοείται ένα ατομικό έργο, ενώ, ως εν ευρεία εννοία πνευματικό έργο, εννοείται ένα σύνολο έργων ενός πνευματικού δημιουργού. -, το οποίο έχει φθάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο, δηλαδή να έχει γίνει κτήμα και κληρονομιά της ανθρωπότητας. Και φυσικά ουδείς αμφισβητεί ότι το έργο του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν έφθασε σε αυτό το επίπεδο, είτε διαφωνεί με αυτό, είτε όχι.
Περνώντας, τώρα, στα επιμέρους κριτήρια αξιολόγησης του έργου του πνευματικού δημιουργού, ας τα δούμε ένα προς ένα.
Όσον αφορά την εσωτερική αξία του πνευματικού έργου, ήδη, είπα ότι το έργο, αποκτώντας μια αυθυπαρξία από τον πνευματικό δημιουργό, πρέπει να κριθεί και ανεξάρτητα από το όποιο κοινό έχει. Τα κριτήρια αξιολόγησης του έργου έχουν να κάνουν, με αυτά καθεαυτά τα κριτήρια της τέχνης, με τα οποία αυτό έγινε. (Όταν ομιλώ για τέχνη, φυσικά, εννοώ και τα έργα του γραπτού και του προφορικού λόγου, αλλά, για να μην γενικολογώ, θα μείνω στο αντικείμενο, το οποίο εδώ εξετάζουμε, δηλαδή το συγγραφικό έργο).
Θα κριθεί, δηλαδή, με βάση την φιλολογική του αξία (η οποία φαίνεται ότι είναι μια δουλειά ειδικών και σε ένα βαθμό είναι, αλλά σε έναν σημαντικό βαθμό δεν είναι, μόνον, δουλειά των ειδικών, διότι ένα κοινό εξοικειωμένο μπορεί να κρίνει και αυτό, αν ένα πνευματικό έργο στέκει, σύμφωνα με τους φιλολογικούς κανόνες, οι οποίοι, άλλωστε, δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτουν με αυτούς του .... Γεωργουσόπουλου, του Κριαρά, ή του Μπαμπινιώτη, αφού όλοι μας - λίγο ή πολύ - έχουμε τους δικούς μας φιλολογικούς κανόνες και την δική μας φιλολογική καλαισθησία).
Επίσης, το πνευματικό έργο, είτε αυτό είναι ένα μεμονωμένο σύγγραμμα, είτε ένα ευρύτερο σύνολο συγγραμμάτων - όπως εδώ του Σολζενίτσιν - θα κριθεί και με βάση αυτό που θέλει να δώσει στον κόσμο, άσχετα από το αν αυτό εκτιμήθηκε από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, είτε όχι, είτε κατέκτησε ένα ειδικό κοινό, σε κάποια εποχή, είτε όχι και φυσικά, είτε αυτό άντεξε στον χρόνο, είτε δεν άντεξε.
Η αναγκαιότητα αυτής της κρίσης της εσώτερης αξίας του έργου είναι προφανής - αν και όχι, τις περισσότερες φορές, κατανοητή και αποδεκτή. Δεν είναι κατανοητή και αποδεκτή, για λόγους, που δεν έχουν σχέση με το ίδιο το έργο, αλλά έχουν σχέση με τον λαϊκισμό, που έχουν επιβάλλει στην σύγχρονη πνευματική και καλλιτεχνική ζωή ο σύγχρονος γραφειοκρατικός καπιταλισμός και ο κλασσικός μαρξισμός, οι οποίοι έχουν μαζικοποιήσει τις διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης των πνευματικών δημιουργιών. Ο, μεν, γραφειοκρατικός καπιταλισμός της εποχής μας, επειδή στοχεύει στην αέναη μαζική κατανάλωση, που, εκ των πραγμάτων, οδηγεί σε μια περιορισμένη αξία χρήσης του όποιου έργου, η οποία πρέπει να λήξει, για να αντικατασταθεί, όσον το δυνατόν γρηγορότερα, από το επόμενο και ούτω καθεξής. Ο, δε, κλασσικός μαρξισμός στην λενινιστική εκδοχή του, επειδή το έργο πρέπει να είναι στρατευμένο και να στρέφεται στον ''λαό'' και στην ''εργατική τάξη'' - ή καλύτερα στις νεομεταφυσικές έννοιες των εν λόγω λέξεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην μαρξιστική ορολογία, μέσα στην εξέλιξη της ιστορικής πραγμάτωσης του μαρξισμού, ως ιδεολογίας και μάλιστα, ως κυρίαρχης ιδεολογίας των κατεχουσών την εξουσία γραφειοκρατικών ελίτ της Ε.Σ.Σ.Δ. και των λοιπών κομμουνιστικών (βάλετε όσα εισαγωγικά θέλετε, ή μην βάλετε καθόλου) χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Λ.Δ. της Κίνας -, πάντα, φυσικά, υπό την καθοδήγηση του απαράτ του κόμματος, που είναι και ο τελικός κριτής της πνευματικής ορθότητας του έργου.
Καθόλου περίεργα, ο κλασσικός καπιταλισμός - αυτός που γνώρισαν οι Μπακούνιν, Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Τρότσκυ και ο οποίος κατέρρευσε με την μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 και τον Δεύτερο (αντιφασιστικό και όχι μόνον) Παγκόσμιο Πόλεμο - αναγνώριζε και την ύπαρξη της εσωτερικής αξίας των πνευματικών έργων, επειδή δεν είχε την λογική της μαζικής παραγωγής και της αντίστοιχης μαζικής κατανάλωσης των πνευματικών δημιουργιών, αφού αυτά παράγονταν, μέσα σε συνθήκες χρονικής άνεσης, χάριν ενός συγκεκριμένου ειδικού κοινού, το οποίο ήταν εκείνο το κοινό, που είχε το χρήμα, την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθήσει αυτού του είδους τα έργα.
Με τον γραφειοκρατικό καπιταλισμό - και στις δύο του εκδοχές - (δηλαδή και αυτόν που πήρε το σχήμα του γραφειοκρατικού κομμουνισμού στην Ε.Σ.Σ.Δ. και εκείνον που ξεπήδησε στην Δύση, μετά το 1945, με την εφαρμογή των ιδεών του Κέϋνς και την πρακτική εφαρμογή του κεϋνσιανισμού, ως μεταλλαγή του κλασσικού καπιταλισμού, σε ένα σύστημα διευθυνόμενης με κρατική παρέμβαση οικονομίας, σε ένα πλήθος παραλλαγών, ξεκινώντας από το πιο φιλελεύθερο, αυτό των Η.Π.Α., όπου η ελεγχόμενη από το κράτος οικονομική δραστηριότητα ανέρχεται, όσο και αν φαίνεται απίστευτο σε ποσοστό πάνω από το 30% του Α.Ε.Π. και φθάνοντας στην Δυτική Ευρώπη, όπου το ίδιο ποσοστό φθάνει πάνω από 40%, με την Σουηδία και την Νορβηγία να έχουν τα πρωτεία, με μεγαλύτερα ποσοστά), αυτή η κατάσταση άλλαξε δραστικά.
Αυτό συνέβη χάριν στις μαζικές διαδικασίες του εφαρμοσμένου κομμουνισμού στην Ανατολή και του κεϋνσιανισμού στην Δύση και στον χώρο της πνευματικής ζωής, όπου η παραγωγή της μαζικής κουλτούρας, με το marketing και τις τεχνικές πώλησης των πνευματικών προϊόντων, ήλθαν να τονώσουν την μαζική κατανάλωση των πνευματικών δημιουργιών, προκειμένου να παραμένει υψηλή η συνολική ζήτηση και να αποφευχθούν, κατά το δυνατόν, οι κυκλικές κρίσεις της οικονομίας - αυτά στην Δύση, γιατί στην Ανατολή το κόμμα και το σχετικό απαράτ ήταν, που καθοδηγούσε τα πάντα, όπως συμβαίνει στην Κίνα σήμερα.
Με τα δεδομένα αυτά, γίνεται αντιληπτό το γιατί η σύγχρονη μαζική κουλτούρα αρνείται, λίγο ή πολύ, να σταθεί στην εσωτερική αξία του όποιου πνευματικού έργου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η αξία αυτή δεν υπάρχει. Η αλήθεια είναι ότι στις σύγχρονες συνθήκες μαζικής παραγωγής πνευματικών και καλλιτεχνικών δημιουργιών, η εσώτερη αξία της μεγίστης πλειοψηφίας των εν λόγω δημιουργιών έχει πέσει δραματικά και αυτό είναι, επίσης, σαφές και ολοφάνερο σε όλο τον κόσμο. Πολλά πνευματικά δημιουργήματα και πολλοί δημιουργοί έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια, ή δεν έχουν καν υπάρξει, επειδή δεν είναι trendy, επειδή δεν είναι της μόδας και δεν αρέσουν, μέσα από το σύστημα, μέσα από το καθεστώς, που έχει δημιουργηθεί και το οποίο ελέγχει την πνευματική παραγωγή. Ή και όταν έχουν αναδειχτεί, γκετοποιήθηκαν σε ειδικά κοινά - είναι και αυτό ένα μέτρο απομόνωσης αυτού, που δεν είναι αρεστό στο σύστημα. Όμως, δεν χρειάζεται η απαισιοδοξία, αφού και μέσα από αυτές τις δυσκολίες τα πνευματικά δημιουργήματα μπορούν να αναδειχτούν και να κριθούν για την εσωτερική τους αξία, αν και όταν αυτά έχουν μια τέτοια αξία.
Όσον αφορά την ''εξωτερική'' αξία του - αυθύπαρκτου σε σχέση, με τον δημιουργό του - πνευματικού έργου, αυτή συναρτάται, με την προσφορά του έργου στο αναγνωστικό του κοινό και έχει να κάνει φυσικά με τα κάτωθι δύο κριτήρια :
1) Τον εντοπισμό εκείνων των στοιχείων - στο ίδιο το έργο καθεαυτό -, που το κάνουν αρεστό στο κοινό, όταν υπάρχει κοινό, ή εκείνων των στοιχείων, που δεν το κάνουν αρεστό, όταν το κοινό είναι ολιγάριθμο, ή ανύπαρκτο.
2) Στις τεχνικές πωλήσεων και τους μηχανισμούς που χρησιμοποιήθηκαν, για να επιβληθεί αυτό το έργο στην ''πνευματική αγορά'', άσχετα αν αυτές πέτυχαν, ή όχι τον σκοπό τους.
Η διάκριση, ανάμεσα στην εσωτερική και εξωτερική αξία των πνευματικών δημιουργιών είναι σημαντικότατη και καθοριστική και είναι απαραίτητη να γίνεται, χωρίς να πέφτουμε σε ελιτισμό, γνωρίζοντας ότι ακόμα και μέτρια πνευματικά δημιουργήματα μπορούν να ''μιλήσουν'' στους ανθρώπους και να εκφράσουν τους πόνους, τις χαρές και τις λύπες τους και ως εκ τούτου να αναγνωστούν με πάθος από αυτούς - πάντα, βέβαια, με την βοήθεια των μηχανισμών της μαζικής κατανάλωσης, που επικρατούν στην ''πνευματική'' και καλλιτεχνική αγορά. Αυτή την διαδικασία ταύτισης των ανθρώπων, δηλαδή του κοινού, έρχεται να εξετάσει η έρευνα για την εξωτερική αξία ενός πνευματικού δημιουργήματος, που, όπως, ήδη, έγραψα συνίσταται στην προσφορά του έργου στο αναγνωστικό του κοινό, που είναι εύκολα αντιληπτό ότι αυτή η εξωτερική του αξία και προσφορά, διαφέρει εννοιολογικά και εν τοις πράγμασι από την εσωτερική αξία του ίδιου πνευματικού δημιουργήματος, αφού η ύπαρξη, ή μη ενός κοινού, δεν μπορεί από μόνη της να καταδικάσει ή να αναδείξει ένα έργο.
Όσον αφορά την ευρύτερη προσφορά ενός πνευματικού έργου στην ανθρωπότητα, εδώ, τα πράγματα φαίνονται περισσότερο εύκολα, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Και τούτο, διότι, αφ' ενός μεν, ένα έργο, για να φθάσει σε αυτό το επίπεδο, φαίνεται ότι πρέπει να έχει μια κάποια αξία (εσωτερική ή εξωτερική, ή και τις δύο μαζί), αλλά, αφ' ετέρου, δε, με τις παγκοσμιοποιημένες τεχνικές πώλησης και marketing της σύγχρονης εποχής, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το έργο αυτό έχει κάποια εσωτερική αξία, ή ότι έχει κάτι πραγματικά να προσφέρει στην ανθρωπότητα, ότι αποτελεί, δηλαδή, μια ευρύτερη πνευματική αξία, που έχει κάτι να δώσει στην ανθρωπότητα.
Αφού εξετάσουμε, λοιπόν, το όποιο πνευματικό έργο, ως μία οντότητα, που έχει μια αυθυπαρξία, σε σχέση με τον πνευματικό του δημιουργό, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στον ίδιο τον δημιουργό. Τότε θα εξετάσουμε, δηλαδή, τις ιδέες του, την προσωπικότητά του, την στάση ζωής του, την φιλοσοφία του, την ψυχοσύνθεσή του και αυτό, που κατά Hegel αποκαλείται ''κοσμοαντίληψη'' του πνευματικού δημιουργού (αφού προηγουμένως αφαιρέσουμε από την εν λόγω έννοια το ιστορικιστικό - μυστικιστικό περιεχόμενο, που της προσέδωσε ο εν λόγω Γερμανός φιλόσοφος, αυτός ο κομφουζιονιστής της ανθρώπινης σκέψης).
Θα εξετάσουμε, δηλαδή, τις πραγματικές συνθήκες δημιουργίας του πνευματικού έργου και τις προθέσεις, τις επιθυμίες του δημιουργού και ειδικά αυτό που εκείνος ήθελε να δώσει στο κοινό, στο οποίο εκείνος απευθύνθηκε, ή που εκείνο, μέσα στην πορεία του χρόνου, τον βρήκε, άσχετα από τις επιθυμίες και την βούληση του συγγραφέα. Αυτό θα γίνει, πάντοτε, με την γνώση ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος αλλάζει το κοινό, επαναδιατυπώνει το περιεχόμενο των διδαγμάτων του έργου και όπως, ήδη, είπα, καθιστά το έργο ολοένα και περισσότερο αυθύπαρκτο, σε σχέση με τον δημιουργό του, δίχως, φυσικά, να τον αποκόψει από αυτό.
Με αυτές, λοιπόν, τις προϋποθέσεις μπορεί να κριθεί ένα πνευματικό έργο και ένας πνευματικός δημιουργός, αν θέλουμε να είμαστε και αντικειμενικοί, απέναντι σε αυτόν και το έργο του, αλλά και εντάξει με τον ίδιο μας τον εαυτό, ως κριτές. Πολλά πράγματα, μπορεί να μην μας αρέσουν σε έναν πνευματικό δημιουργό, ή στο έργο του ή και σε αυτόν και σε εκείνο. Ή, μπορεί να είμαστε αμφίθυμοι στον έναν, ή στο άλλο, ή και σε αυτόν και σε εκείνο. Αντίθετα, μπορεί να είμαστε funs, του έργου και του πνευματικού δημιουργού.
Δεν θα μπορέσουμε, όμως, να ξεφύγουμε από τον έμφυτο στον άνθρωπο οπαδισμό (ένα από τα κυριώτερα και χειρότερα ένστικτά του), εάν δεν έχουμε και δεν χρησιμοποιούμε εκείνη την κοινωνική μηχανική και τεχνολογία, η οποία θα μας επιτρέψει να αξιολογήσουμε ένα καλλιτέχνημα (γραπτού, η προφορικού λόγου, ή οποιασδήποτε άλλης μορφής της ευρύτερης ανθρώπινης τέχνης), χωρίς να μένουμε στα προσωπικά μας ορμέμφυτα και τις προσωπικές μας προτιμήσεις, πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, οικονομικές, ψυχολογικές ή άλλες.
Η συγκεκριμένη κοινωνική μηχανική και τεχνολογία, που υπάρχει και είναι υποστηρικτική, για τέτοιου είδους, ιδιαίτερα δύσκολα, αλλά διόλου ακατόρθωτα εγχειρήματα, όπως η κρίση των πνευματικών δημιουργιών και των δημιουργών τους, στην οποία, εδώ, αναφερόμαστε, έχει να κάνει με την σύνοψη της μεθοδολογίας, που επιχείρησα στο παρόν σημείωμά μου, η οποία, ως σύνοψη, είναι φυσικό να έχει ατέλειες, αλλά έχει αξία, προκειμένου να αποφύγουμε λεπτολογίες και απεραντολογίες, οι οποίες, μπορεί να έχουν αξία για ένα κλειστό κύκλωμα, που ασχολείται με το αντικείμενο (πρόκειται για τους λεγόμενους κριτικούς των πνευματικών δημιουργιών, που δεν είναι πάντα και όλοι για πέταμα), αλλά είναι υποβοηθητική και έχει αξία, για το ευρύτερο κοινό, πού έχει την φιλομάθεια, την υπομονή και την ψύχραιμη ματιά, να δει και να μελετήσει το έργο ενός πνευματικού δημιουργού και να το κρίνει και αυτό και τον ίδιο, με όσο το δυνατό περισσότερα εχέγγυα αντικειμενικότητας, γνωρίζοντας, φυσικά, την σχετικότητα της, εν λόγω, έννοιας.
Λεβ Νικολάιεβιτς Τολστόι (Лев Николаевич Толстой) 9/9/1828 - 20/11/1910. Επίκαιρος, όσο ποτέ άλλοτε...
Αλλά, αν έμενα μόνο στον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και δεν επιχειρούσα την σύνδεσή του με τον Λέοντα Τολστόϋ, αυτός ο φόρος τιμής στον μέγιστο συγγραφέα της σοβιετικής εποχής, θα ήταν ελλιπής και ο αναγνώστης δεν θα μπορούσε να δει την συνέχεια του νήματος, που δένει όχι μόνο αυτούς τους δύο τεράστιους Ρώσους συγγραφείς, αλλά και την ίδια την ρωσική λογοτεχνία, στην διαχρονική της διάσταση, της οποίας λογοτεχνίας αυτοί οι δύο, μαζί με τον Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ, αποτελούν τους επιφανέστερους εκπροσώπους της, κατά την τσαρική και κομμουνιστική περίοδο.
Και φυσικά, οποιαδήποτε ενδελεχής μνεία στον Λέοντα Τολστόϋ, δεν μπορεί να μην αναφερθεί στην μονογραφία του Λέοντα Τρότσκυ, για τον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα, αυτόν τον μεγάλο πεζογράφο της τσαρικής εποχής και νοσταλγό της παλιάς αγροτικής Ρωσίας, που αντιστάθηκε, μέχρι τέλους, στην εισαγωγή του δυτικού φιλελευθερισμού, από θέσεις που φαίνονται - και σε μεγάλο βαθμό ήσαν – αναχρονιστικές, συγκρινόμενες με αυτό που επέκειτο να συμβεί, χωρίς αυτός ο αναχρονισμός να καθιστά τις απόψεις αυτές, σε κάθε περίπτωση, εσφαλμένες. Το αντίθετο, μάλιστα. Πολλές θέσεις του υπήρξαν βαθύτατα, ανθρώπινες - και ως εκ τούτου, στον πυρήνα τους, ορθές.
Η μονογραφία του Λέοντα Τρότσκυ γράφτηκε το 1908, για τα ογδοντάχρονα του γηραιού, τότε, Τολστόϋ, ο οποίος γεννήθηκε το 1828 και πέθανε το 1910, σχεδόν στα ογδόντα δύο του χρόνια, μόλις δύο χρόνια, μετά την μονογραφία του Τρότσκυ. Επειδή αυτή η μονογραφία, παρά το γεγονός ότι γράφτηκε πριν 100 και πλέον, χρόνια, παραμένει επίκαιρη και για την αποτίμηση της προσφοράς του συγκεκριμένου πνευματικού δημιουργού, αλλά και επειδή ουσιαστικά μας περιγράφει, με την συναρπαστική δεινότητα της προσωπικής γραφής του Λέοντα Τρότσκυ (η οποία περιέχει ένα ζωντανό συναισθηματικό περιεχόμενο, που την καθιστά άμεσα ελκυστική), το πώς πρέπει να κρίνουμε έναν πνευματικό δημιουργό και το έργο του, θεωρώ ότι δεν αρκεί η παραπομπή στην ηλεκτρονική διεύθυνση, [ http://www.politikokafeneio.com/trotski/tolstoi210.htm ] όπου μπορεί ο αναγνώστης να βρει το κείμενο της μονογραφίας, αλλά πρέπει να δημοσιευθεί, εδώ, όλο το κείμενό της, το οποίο έχει ως εξής:
''Ο Τολστόι γιορτάζει τα ογδοντάχρονα του και μας φαίνεται σήμερα ίδιος γέρικος βράχος σκεπασμένος με μούσκλα, άνθρωπος μιας εποχής ξεγραμμένης.
Πράγμα παράξενο! Όχι μόνο ο Καρλ Μαρξ, μα ακόμα κι ο Ερρίκος Χάινε – για να πάρουμε ένα παράδειγμα από μια περιοχή οικεία στον Τολστόι – μοιάζουν να ζουν ακόμα σήμερα ανάμεσα μας. Κιόλας ο ανυπέρβλητος χείμαρρος του χρόνου, μας χωρίζει τώρα από το μεγάλο σύγχρονο της Γιάσναγια Πολιάνα. Ο Τολστόι ήταν 33 χρόνων όταν καταργήθηκε η δουλοπαροικία στη Ρωσία. Είχε μεγαλώσει και είχε αναπτυχθεί σαν απόγονος από «δέκα γενιές που η εργασία δεν τις είχε ταπεινώσει», μέσα στην ατμόσφαιρα της παλιάς ρωσικής αγροτοευγένειας , με τη χωροδεσποτική της βούλα, ανάμεσα στα πατρογονικά χωράφια, μέσα στο πελώριο φεουδαρχικό σπίτι, κάτω από τις όμορφες δεντροστοιχίες των φλαμουριών με τον ειρηνικό τους ίσκιο. Τις παραδόσεις της αγροτοευγένειας, το ρομαντικό της χαρακτήρα, την ποίηση της, όλο το στυλ της ζωής της τέλος, ο Τολστόι τα είχε αφομοιώσει σε τέτοιο σημείο ώστε έγιναν μέρος αναπόσπαστο, οργανικό, της προσωπικότητας του. Αριστοκράτης ήταν την στιγμή της αφύπνισης της συνείδησης του, Αριστοκράτης ως τα νύχια έχει μείνει σήμερα, στις πιο βαθιές πήγες της δημιουργικής του εργασίας, παρ’ όλη την κατοπινή εξέλιξη του πνεύματος του.
Ο ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ ΤΟΛΣΤΟΪ
Στο χωροδεσποτικό πύργο των πριγκίπων Βολκόνσκι, που πέρασε έπειτα στην οικογένεια των Τολστόι, ο ποιητής του «Πόλεμος και Ειρήνη», μένει σ’ ένα δωμάτιο πολύ απλά επιπλωμένο. Στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα πριόνι και στη γωνία, ακουμπισμένα πάνω στον τοίχο, ένα δρεπάνι κι ένας μπαλτάς. Στο πάνω πάτωμα, ίδιοι πετρωμένοι φυλακές των παλιών παραδόσεων, είναι κρεμασμένα τα πορτραίτα ολόκληρης σειράς από γενιές προγόνων. Τι σύμβολο! Μέσα στην ψυχή του σπιτονοικοκύρη βρίσκουμε όμοια αυτά τα δυο πατώματα, σ’ αντίστροφη τάξη. Ενώ στις ανώτερες περιοχές της συνείδησης η φιλοσοφία της απλότητας και της συγχώνευσης με το λαό έχει χτίσει τη φωλιά της, από κάτω, εκεί όπου βυθίζονται οι ρίζες των αισθημάτων, των παθών και της θέλησης, μας χαιρετάει ολόκληρη πινακοθήκη φεουδαλικοί πρόγονοι.
Μέσα στην οργή του μετανιωμού ο Τολστόι γυρίζει τις πλάτες στην ψεύτρα και μάταιη τέχνη, που πέφτει στην ειδωλολατρία με τις τεχνητά αναπτυγμένες συμπάθειες των κυρίαρχων τάξεων και καλλιεργεί τις μαστικές προλήψεις τους με τη βοήθεια της ψευτοκαλοσύνης. Τι βλέπουμε έπειτα; Στο τελευταίο μεγάλο έργο του, «Ανάσταση», στο κέντρο της προσοχής του τοποθετεί ίσα ίσα το ρώσο γαιοκτήμονα, πλούσιο σε χρήμα και προγόνους, περιβάλλοντας τον φροντισμένα με το χρυσόν ιστό των αριστοκρατικών σχέσεων, συνηθειών και αναμνήσεων, σα να μην υπήρχε στη γη τίποτα ωραίο και σπουδαίο έξω από εκείνον το «μάταιο» και «ψεύτικο» κόσμο. Ένας ίσιος και μικρός δρόμος οδηγεί από το αρχοντικό κτήμα στο σπίτι του χωριού.
Αυτόν το δρόμο ο Τολστόι, ο ποιητής, τον διέτρεξε με αγάπη προτού ο ηθικολόγος Τολστόι τον κάνει δρόμο της σωτηρίας. Ακόμα και ύστερα από την κατάργηση της δουλοπαροικίας θεωρεί τον χωρικό σαν κάτι που του ανήκει, σαν αναπόσπαστο μέρος του εξωτερικού περιβάλλοντος του και του εσώτερου είναι του. Πίσω από την «αδιαφιλονίκητη αγάπη του για τον αληθινό εργαζόμενο λαό» βλέπουμε να προβάλει το ίδιο αδιαφιλονίκητα ο περιληπτικός φεουδαλικός προγονός του, όμως μεταμορφωμένος από το καλλιτεχνικό του δαιμόνιο.
Ο γαιοκτήμονας και ο χωρικός, αυτοί είναι, σε τελευταία ανάλυση, οι μόνοι τύποι που ο Τολστόι δέχτηκε μέσα στο ιερό της δημιουργικής του εργασίας. Ποτε, ούτε πριν ούτε ύστερα από την κρίση του, δεν απαλλάχτηκε μήτε δοκίμασε να απαλλαχτεί από την αληθινά φεουδαλική περιφρόνηση για όλα τα πρόσωπα που παρεμβάλλονται, ανάμεσα στο γαιοκτήμονα και τον χωρικό, ή πιάνουν οποιαδήποτε θέση έξω απ’ αυτούς τους δυο ιερούς πόλους της παλιάς τάξης πραγμάτων: ο γερμανός επιστάτης, ο έμπορος, ο γάλλος παιδαγωγός, ο γιατρός, ο «διανοούμενος» και τέλος ο εργοστασιακός εργάτης, με το ρολόι του και την αλυσίδα του. Δεν δοκιμάζει ποτέ την ανάγκη να μελετήσει αυτούς τους τύπους, να κοιτάξει στο βάθος της ψυχής τους, να τους ρωτήσει για τις πεποιθήσεις τους, και περνάνε, μπροστά από τα μάτια του καλλιτέχνη, σαν πρόσωπα χωρίς καμιά σημασία και τον περισσότερο καιρό, κωμικά. Όταν του συμβαίνει να αναπαρασταίνει επαναστάτες των χρόνων του 70, ή του 80, όπως στην «Ανάσταση», περιορίζεται να ποικίλει μέσα στο καινούργιο περιβάλλον τους παλιούς τύπους του ευγενείς και χωρικούς, ή μας δίνει σκίτσα ξώπετσα και κωμικά. Ο Ναβοντβόροβ του, μπορεί το ίδιο να αξιώνει ότι αντιπροσωπεύει τον τύπο του ρώσου επαναστάτη όσο και ο Ρικώ ντε λα Μαρλινιέρ, του Λέσσινγκ, τον τύπο του γάλλου αξιωματικού.
Η ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΛΣΤΟΪ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ.
Στις αρχές των χρόνων της δεκαετίας του 1860, όταν η Ρωσία καταποντίστηκε κάτω από το κύμα των νέων ιδεών και, που είναι ακόμα πιο σπουδαίο, των νέων κοινωνικών όρων, ο Τολστόι είχε κιόλας πίσω του, τόχουμε δει, 1/3 αιώνα. Από άποψη ψυχολογική και ηθική, ήταν, λοιπόν, ολότελα, σχηματισμένος. Δεν είναι ανάγκη να πούμε εδώ ότι ο Τολστόι δεν υπήρξε ποτε υπερασπιστής της δουλοπαροικίας όπως ήταν ο στενός φίλος του Φέτ (Σένσιν) αριστοκράτης και λεπτός λυρικός, που μέσα στην ψυχή του η αγάπη της φύσης ήξερε να γειτονεύει, με τη λατρεία του βούρδουλα. Το σίγουρο είναι ότι ο Τολστόι δοκίμαζε βαθύ μισός για τους καινούργιους όρους που πήγαιναν να αντικαταστήσουν τους παλιούς:
«Προσωπικά», έγραφε στα 1861, «δεν διαπιστώνω γύρω μου καμιά εξημέρωση των ηθών και δεν το κρίνω απαραίτητο να πιστεύω στον λόγο εκείνων που λένε το αντίθετο. Δεν μου φαίνεται, λόγου χάρη, ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους βιομήχανους και τους εργάτες είναι πιο ανθρώπινες, απ’ ότι οι σχέσεις, ανάμεσα στους ευγενείς και τους δουλοπάροικους».
Η αναταραχή και το χάος παντού και σ’ όλα, η παρακμή της παλιάς ευγένειας, η παρακμή της αγροτιάς, η γενική σύγχυση, οι στάχτες και ο κουρνιαχτός της καταστροφής, η σύγχυση και η αντάρα της πολιτικής ζωής, η ταβέρνα και το τσιγάρο στο χωριό, το χυδαίο τραγούδι του εργάτη της φάμπρικας, στη θέση του ευγενικού λαϊκού τραγουδιού, όλα αυτά, τον αποκάρδιωναν, σαν αριστοκράτη, μαζί και σαν καλλιτέχνη. Να γιατί αποστράφηκε, ηθικά, εκείνο το τρομακτικό προτσές και του αρνήθηκε, μια για πάντα, την επιδοκιμασία του, σαν καλλιτέχνης. Δεν είχε ανάγκη να ποζάρει, για υπερασπιστής της δουλοπαροικίας, για να είναι ολόψυχα οπαδός της επιστροφής, σε εκείνους τους κοινωνικούς όρους, όπου έβλεπε την σοφή απλότητα κι έβρισκε την καλλιτεχνική τελείωση.
Εκεί, η ζωή αναπαράγεται, από γενιά σε γενιά, από αιώνα σε αιώνα, μέσα σε μια διαρκή ακινησία και βασιλεύει παντοδύναμη η άγια αναγκαιότητα. Όλες οι πράξεις της ζωής καθορίζονται, εκεί, από τον ήλιο, την βροχή, τον αγέρα, την βλάστηση. Μέσα σ’ αυτή την τάξη πραγμάτων, δεν υπάρχει θέση για το λογικό, ή την προσωπική θέληση και κατά συνέπεια, ούτε και για την προσωπική ευθύνη. Τα πάντα, εκεί, είναι κανονισμένα, δικαιωμένα, εξαγιασμένα, από τα πριν. Χωρίς καμιά ξέχωρη ευθύνη, μήτε θέληση, ο άνθρωπος ζει, εκεί, απλά μέσα στην υπακοή, λέει ο αξιόλογος ποιητής της Δύναμης της Γης, Γκλιέμπ Ουσπένσκι και ίσα ίσα, αυτή η διαρκής υπακοή, μεταμορφωμένη, σε διαρκείς προσπάθειες, αποτελεί όλη την ζωή, η οποία δεν οδηγεί, φαινομενικά, σε κανένα αποτέλεσμα, μα έχει, ωστόσο, μέσα της, το αποτέλεσμα της…
Και – να το θαύμα! – αυτή η δουλική εξάρτηση, δίχως σκέψη και δίχως εκλογή, δίχως πλάνες και κατά συνέπεια, δίχως τύψεις, είναι, ίσα ίσα, εκείνο που δημιουργεί την ηθική «ευκολία» της ύπαρξης, κάτω από τη σκληρή κηδεμονία των «σταχυών της σίκαλης». Ο Μικούλα Σελυάνοβιτς, ο χωριάτης ήρωας του παλιού λαϊκού θρύλου, λέει, για τον εαυτό του: «Η μάνα Γη μ’ αγαπάει». Πρόκειται, για το θρησκευτικό μύθο του «ρωσικού ναροντνισμού», του λαϊκισμού, που εξουσίασε, για μακριές δεκαετίες, την ψυχή της ρωσικής «ιντελλιγκέντσιας».
Ολότελα αντίπαλος αυτών των ριζοσπαστικών τάσεων, ο Τολστόι έμεινε πάντα πιστός στον εαυτό του και μέσα στους κόλπους του «ναροντνισμού», αντιπροσώπευε την αριστοκρατική συντηρητική πτέρυγα. Για να μπορεί, λοιπόν, να ζωγραφίσει, καλλιτεχνικά, την ρωσική ζωή, τέτοια που την γνώριζε, την καταλάβαινε και την αγαπούσε, ο Τολστόι έπρεπε να καταφύγει στο παρελθόν, στις απαρχές του 19ου αιώνα. Το «Πόλεμος και Ειρήνη» (1867-1869) είναι, μ’ αυτή την έννοια, το καλύτερο έργο του, που έμεινε αξεπέραστο.
Αυτόν τον μαζικό, τον απρόσωπο χαρακτήρα της ζωής και την άγια ανευθυνότητα της, ο Τολστόι τα ενσάρκωσε στο πρόσωπο του Καρατάγιεφ, του λιγότερου κατανοητού τύπου, για τον ευρωπαίο αναγνώστη και, όπως και νάναι, εκείνου που του φαίνεται περισσότερο ξένος. Η ζωή του Καρατάγιεβ, όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος, δεν είχε κανένα νόημα, σαν ατομική ζωή. Είχε νόημα μόνο, σαν μέρος ενός όλου, που το ένοιωθε, πάντα, σαν τέτοιο. Κλίσεις, φιλίες, έρωτα, όπως τα καταλάβαινε ο Πιερ, ο Καρατάγιεβ τα αγνοούσε, ολότελα, όμως αγαπούσε και ζούσε, μέσα στην αγάπη, για το καθετί που συναντούσε στη ζωή και ιδιαίτερα των ανθρώπων…
Ο Πιερ (κόμητας Μπεζούχοβ) ένιωθε πως ο Καραταγιεβ, παρ’ όλη τη φιλική στοργή του γι’ αυτόν, δεν θα θλιβόταν, ούτε για ένα λεπτό, αν χρειαζότανε να τον αποχωριστεί. Είναι το στάδιο, όπου το πνεύμα, για να μεταχειριστούμε τη γλώσσα του Χέγκελ, δεν έχει, ακόμα, αποκτήσει την εσώτερη φύση του και παρουσιάζεται, κατά συνέπεια, μόνο, σαν φυσική πνευματικότητα. Παρά τον επεισοδιακό χαρακτήρα των εμφανίσεων του, ο Καρατάγιεβ αποτελεί το φιλοσοφικό, αν όχι τον καλλιτεχνικό, άξονα όλου του βιβλίου. Ο Κουτούζοφ, που ο Τολστόι τον κάνει εθνικό ήρωα, είναι ο Καρατάγιεβ, στον ρόλο αρχιστρατήγου. Αντίθετα από το Ναπολέοντα, ο Κουτούζοφ δεν έχει ούτε προσωπικά σχέδια, ούτε προσωπικές φιλοδοξίες. Στην μισοσυνειδητή ταχτική του και γι’ αυτό ψυχοσώστρα, δεν αφήνει να καθοδηγηθεί από το λογικό, μα από κάτι, που είναι πάνω από το λογικό, το βουβό ένστικτο των φυσικών όρων και των εμπνεύσεων του λαϊκού πνεύματος. Ο τσάρος Αλέξανδρος στις καλύτερες στιγμές του, όπως και ο τελευταίος από τους στρατιώτες του, υπακούνε, αδιάκριτα και με τον ίδιο τρόπο, στην βαθιά επίδραση της γης. Σ’ αυτή την ηθική ενότητα έγκειται, ίσα ίσα, όλο το πάθος του έργου.
Ο ΤΟΛΣΤΟΪ , ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ.
Πόσο άθλια είναι, στο βάθος, αυτή η παλιά Ρωσία, με την ευγένεια της την τόσο σκληρά μεταχειρισμένη, από την ιστορία, χωρίς περήφανο αστικό παρελθόν, χωρίς σταυροφορίες, χωρίς ιπποτικούς έρωτες και κονταροχτυπήματα κι ακόμα, χωρίς ρομαντικές ληστρικές επιδρομές, στους μεγάλους δρόμους. Πόσο είναι φτωχειά, σε εσωτερική ομορφιά, πόσο βαθιά ξεπεσμένη είναι η προβατίσια και μισοζωική ύπαρξη των χωρικών μαζών της!
Όμως ,τι θαύματα μεταμόρφωσης δεν δημιουργεί η μεγαλοφυΐα! Από την ανεπεξέργαστη ύλη εκείνης της άχρωμης χαμοζωής, βγάζει, στο φως της μέρας, όλη την κρυφή ομορφιά της. Με γαλήνη ολύμπια, μιαν πραγματική ομηρική αγάπη, για τα πνευματικά του τέκνα, αφιερώνει, σε όλους και σε όλα, την προσοχή του: ο αρχιστράτηγος, οι υπηρέτες του αρχοντικού κτήματος, το άλογο του απλού στρατιώτη, η κορούλα του κόμητα, ο μουζίκος, ο τσάρος, η ψείρα, μέσα στο πουκάμισο του στρατιώτη, ο παλιός φραμασόνος, κανένας τους δεν έχει προνόμιο, μπροστά του και καθένας παίρνει το μερτικό του. Βήμα, το βήμα, πινελιά, την πινελιά, φτιάχνει ένα τεράστιο πίνακα, όπου όλα τα μέρη του συνδέονται, μαζί, από έναν εσωτερικό, αδιάλυτο δεσμό.
Ο Τολστόι δημιουργεί, χωρίς να βιάζεται, όπως η ίδια η ζωή, που ξετυλίγει μπροστά μας. Επτά φορές ξαναδουλεύει, απ’ την αρχή, ολόκληρο το βιβλίο του! Εκείνο που ξαφνιάζει, πιο πολύ, σ’ αυτή την τιτάνια δημιουργική εργασία, είναι, ίσως, το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης δεν επιτρέπει, ούτε στον εαυτό του, ούτε στον αναγνώστη, να δώσει την συμπάθεια του, σ’ αυτό, ή σε εκείνο, από τα πρόσωπα του. Ποτέ δεν μας επιδείχνει τους ήρωες του, όπως το κάνει ο Τουργκένιεβ, που δεν αγαπάει, άλλωστε, μέσα σ’ ένα φωτισμό από βεγγαλικά, ή στην αστραψιά του μαγνησίου, ποτέ δεν αναζητά, γι’ αυτούς, πλεονεκτική πόζα. Δεν κρύβει τίποτα και δεν αποσιωπά τίποτα. Τον ανήσυχο ερευνητή της αλήθειας, Πιερ, μας τον δείχνει στο τέλος του έργου, με την όψη ενός οικογενειάρχη ήσυχου και ευχαριστημένου. Την μικρή Νατάσα Ροστόβ, τόσο συγκινητική, στην, σχεδόν, παιδιάστικη ευαισθησία της, την μεταμορφώνει, χωρίς τον παραμικρό οίκτο, σε περιορισμένη γυναικούλα, με τα χέρια γεμάτα βρώμικες φασκιές. Μα, ίσα ίσα, αυτή η παθιασμένη προσοχή, για όλα τα απομονωμένα μέρη, είναι που δημιουργεί το ισχυρό πάθος του συνόλου. Μπορεί να πει κανείς, γι’ αυτό το έργο, πως είναι ολότελα διαπερασμένο από αισθητικό πανθεϊσμό, που δεν γνωρίζει, ούτε ομορφιά, ούτε ασκήμια, ούτε μεγαλοσύνη, ούτε μικρότητα, γιατί, γι’ αυτόν, μόνο η ζωή, γενικά, είναι μεγάλη κι όμορφη, μέσα στην αιώνια διάδοχη των ποικίλων εκδηλώσεων της.
Αυτή είναι η αληθινή αγροτική αισθητική, ανελέητα συντηρητική από την φύση της και η οποία φέρνει κοντά το επικό έργο του Τολστόι, με την Πεντάτευχο και την Ιλιάδα.
Δύο κατοπινές απόπειρες του Τολστόι να τοποθετήσει τους αγαπητούς του ψυχολογικούς τύπους, στο πλαίσιο του παρελθόντος και ιδίως, στην εποχή του Πέτρου Ι και των δεκεμβριστών, ναυαγήσαν, εξαιτίας της εχθρότητας του ποιητή, απέναντι στις ξένες επιδράσεις, που δίνουν, στις δύο αυτές εποχές, τόσο καθαρό χαρακτήρα. Ακόμα και εκεί όπου ο Τολστόι πλησιάζει περισσότερο στην εποχή μας, όπως στην «Άννα Καρένινα» (1873), μένει, ολότελα, ξένος στην αναταραχή, που έχει εισχωρήσει στην κοινωνία και ανελέητα, πιστός στον καλλιτεχνικό συντηρητισμό του, περιορίζει το άνοιγμα του πετάγματος του και το μόνο, που ξεχωρίζει μέσα στη μάζα της ρωσικής ζωής, είναι οι φεουδαλικές οάσεις, που έμειναν άθιχτες, με τον παλιό χωροδεσποτικό πύργο τους, τα πορτραίτα των προγόνων και τις όμορφες δεντροστοιχίες των φλαμουριών, που στη σκιά τους, ξετυλίγεται, από γενιά σε γενιά, ο αιώνιος κύκλος της γέννησης, της ζωής και του θανάτου.
Ο Τολστόι περιγράφει την πνευματική ζωή των ηρώων του το ίδιο όπως και τον τρόπο της διαβίωσης τους: ήρεμα, αβίαστα, χωρίς να επισπεύδει την εσωτερική ροή των αισθημάτων τους, των σκέψεων τους και των συζητήσεων τους. Δεν βιάζεται ποτέ και δεν φτάνει ποτέ, παρά πολύ αργά. Κρατάει στα χέρια του τα νήματα, όπου είναι δεμένη η τύχη μεγάλου αριθμού προσώπων και δεν χάνει, από τα μάτια του, κανένα απ’ αυτά. Ίδιος άγρυπνος κι ακούραστος αφέντης κρατάει, μέσα στο κεφάλι του, μια τέλεια λογιστική όλων των τμημάτων της τεραστίας περιούσιας του. Θ’ έλεγες, πως περιορίζεται μόνο να παρατηρεί και πως είναι η φύση, που κάνει όλη τη δουλειά. Ρίχνει τον σπόρο, στο χωράφι και περιμένει ήσυχα, σαν φρόνιμος καλλιεργητής, να πεταχτεί το κοτσάνι και το στάχυ, έξω από το χώμα, από μια φυσική διεργασία. Θα μπορούσε, σχεδόν, να πει κανείς, πως είναι ένας δαιμόνιος Καρατάγιεβ, με τη βουβή εγκαρτέρησή του, απέναντι στους φυσικούς νόμους. Δεν θα βάλει ποτέ το χέρι, πάνω στο βλαστάρι, για να ξεδιπλώσει, βίαια, τα φύλλα του. Περιμένει, ώσπου να τα ξεδιπλώσει μόνο του, κάτω από την επενέργεια της ηλιακής θερμότητας, γιατί μισεί, βαθιά, την αισθητική των μεγαλουπόλεων, που, από απληστία, που καταβροχθίζει η ίδια τον εαυτό της, βιάζει και τυραννάει την φύση, ζητώντας, απ’ αυτήν, μόνο εκχυλίσματα και αποστάγματα και γυρεύοντας, πάνω στην παλέτα, με δάχτυλο σπασμωδικό, χρώματα, που δεν υπάρχουνε, στο ηλιακό φάσμα.
Η γλώσσα του Τολστόι είναι, όπως η ίδια η μεγαλοφυΐα του: γαλήνια, σοβαρή, λακωνική, αν και χωρίς να φτάνει στην τσιγγουνιά, νευρώδικη, καμιά φορά, μάλιστα, βαριά και τραχιά, πάντα, όμως, απλή και ασύγκριτη στο αποτέλεσμα της. Ξεχωρίζει, τόσο απ’ το λυρικό, παιχνιδιάρικο, λαμπερό και ωραιόπαθο στυλ του Τουργκένιεβ, όσο και από το ρογχαστικό, ασθματικό και απότομο ύφος του Ντοστογιέβσκι.
Σ’ ένα μυθιστόρημα του ο κάτοικος της πόλης Ντοστογιέβσκι, αυτή η μεγαλοφυΐα, με την, αθεράπευτα, τραυματισμένη καρδιά, ο τρυφηλός ποιητής της σκληρότητας και της συμπόνιας, αντιπαραθέτει ο ίδιος τον εαυτό του, με τρόπο πολύ βαθύ και πολύ χτυπητό, σαν καλλιτέχνη της «ρωσικής οικογενειακής νουβέλας», με τον κόμητα Τολστόι, τον ποιητή των ξεγραμμένων μορφών ενός αριστοκρατικού παρελθόντος:
«Αν ήμουνα ρώσος μυθιστοριογράφος και είχα ταλέντο», λέει με το στόμα ενός από τα πρόσωπα του, «θα διάλεγα, πάντα, τους ήρωές μου, ανάμεσα στους ρώσους ευγενείς, γιατί μόνο, μέσα σ’ αυτό το καλλιεργημένο περιβάλλον, βρίσκει κανείς, τουλάχιστον, την εξωτερική επίφαση μιας ωραίας πειθαρχίας και ευγενικών κίνητρων…Μιλάω ολότελα σοβαρά, αν και δεν είμαι ο ίδιος ευγενής, όπως ξέρετε… Γιατί, πιστέψτε με, μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους, συναντάει κανείς, ό,τι ωραίο υπάρχει, σε μας, τουλάχιστον, ό,τι είναι, κατά κάποιον τρόπο, ομορφιά αποτελειωμένη, πλήρης. Δεν τα λέω αυτά, επειδή είμαι, απόλυτα, πεπεισμένος για την τελειότητα και την δικαίωση αυτής της ομορφιάς, μα αυτή μας έχει κιόλας δώσει, λόγου χάρη, σταθερές μορφές τιμής και χρέους, που δεν τις βρίσκεις, πουθενά, στην Ρωσία, έξω από τους ευγενείς… Ο δρόμος, που θαπρεπε να ακολουθήσει αυτός ο μυθιστοριογράφος», συνεχίζει ο Ντοστογιέβσκι, που σκέφτεται, αναμφισβήτητα, τον Τολστόι, αν και χωρίς να τον κατονομάζει, «θάτανε ξεκάθαρος, δεν θα μπορούσε να διαλέξει, παρά το ιστορικό είδος, γιατί δεν υπάρχουν, πια, στην εποχή μας, ωραίες κι ευγενικές σιλουέτες και εκείνες, που διατηρούνται, ακόμα, στις μέρες μας, έχουν, ήδη, σύμφωνα, με την τωρινή γνώμη, χάσει την παλιά ομορφιά τους».
H ΗΘΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΛΣΤΟΪ.
Καθώς εξαφανίζονταν οι «ωραίες σιλουέτες» του παρελθόντος, όχι μόνο εξαφανίζονταν το άμεσο αντικείμενο του ηθικού φαταλισμού του Τολστόι και του αισθητικού πανθεϊσμού του, άρχισαν να ταλαντεύονται: ο άγιος «καραταγιεβισμός» της τολστοικής ψυχής γινόταν ερείπια. Ό,τι αποτελούσε, ως τότε, συστατικό μέρος ενός ολοκληρωμένου και αδιάσπαστου συνόλου, μετατράπηκε, σε χωριστά κομμάτια και κατά συνέπεια, κατάντησε προβληματικό. Το λογικό έγινε μωρία. Κι όπως πάντα, ακριβώς τη στιγμή, όπου η ζωή έχανε το παλιό της νόημα, ο Τολστόι αναρωτήθηκε, για το νόημα της ζωής, γενικά. Είναι τότε (μέσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1870), που αρχίζει η μεγάλη ηθική κρίση, όχι στην ζωή ενός έφηβου Τολστόι, μα ενός Τολστόι πενηντάρη! Ξαναγυρίζει στο Θεό, αποδέχεται τη διδασκαλία του Χριστού, απορρίπτει τον καταμερισμό της εργασίας, την απλότητα και την αρχή της «μη αντίστασης στο κακό».
Όσο βαθύτερη ήταν η εσωτερική κρίση – ξέρουμε ότι, σύμφωνα με την ίδια την ομολογία του, ο πενηντάρης ποιητής έφερνε μέσα του την ιδέα της αυτοκτονίας –, τόσο, πιο καταπληκτικό, πρέπει να φαίνεται ότι ο Τολστόι ξαναγύρισε, στο τέλος του λογαριασμού, στο σημείο, απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Η αγροτική εργασία δεν είναι, εδώ, η βάση, πάνω στην οποία ξετυλίγεται η εποποιία του «Πόλεμος και Ειρήνη»; Επιστροφή στην απλότητα, στην αρχή της εσώτερης συγχώνευσης, με τη λαϊκή ψυχή, σ’ αυτό δεν συνίσταται όλη η δύναμη του Κουτούζοφ;
Αν είναι έτσι, σε τί συνίσταται, τότε, η κρίση του Τολστόι; Σε τούτο, ότι εκείνο, που έμεινε, ως τότε, μυστικό και κρυμμένο, κάτω απ’ τη γη, βγαίνει, πια, στο μεγάλο φως και περνάει στην σφαίρα της συνείδησης. Με την εξαφάνιση της φυσικής πνευματικότητας, μαζί με την «φύση», όπου αυτή είχε ενσωματωθεί, το πνεύμα προσπαθεί, τώρα, ν’ αποκτήσει την εσώτερη φύση. Την αυτόματη αρμονία, που ξεσηκώθηκε εναντίον της, ο αυτοματισμός της ίδιας της ζωής, χρειαζότανε να την υπερασπίσει και να την διατηρήσει, με την βοήθεια της συνειδητής δύναμης, της Ιδέας. Στην πάλη του, για την ίδια την ηθική και αισθητική αυτοσυντήρησή του, ο καλλιτέχνης καλεί, σε βοήθειά του, τον ηθικολόγο.
Ποιος από τους δύο Τολστόι – ο ποιητής ή ο ηθικολόγος – απόκτησε τη μεγαλύτερη δημοτικότητα στην Ευρώπη;
Δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιαφιλονίκητο ότι το χαμόγελο της ευμενούς συγκατάβασης του αστικού κοινού, πάνω στην άγια απλότητα της Γιάσναγια Πονιάνα, κρύβει ένα αίσθημα ιδιαίτερης ηθικής ικανοποίησης. Να ένας διάσημος ποιητής, ένας εκατομμυριούχος, ένας από τους «δικούς» μας, πολύ περισσότερο ένας αριστοκράτης, που, για λόγους ηθικής τάξης, φοράει χωριάτικη πουκαμίσα και σκοινοπάπουτσα και πριονίζει ξύλα! Βλέπει κάνεις, εδώ, κατά κάποιον τρόπο, μια πράξη, όπου ο ποιητής παίρνει πάνω του τις αμαρτίες μιας ολόκληρης τάξης, μιας ολόκληρης κουλτούρας.
Φυσικά, αυτό δεν εμποδίζει, καθόλου, το φιλισταίο να κοιτάζει τον Τολστόι, από το ύψος της μεγαλειότητάς του κι ακόμα να εκφράζει κάποιες αμφιβολίες, για την διανοητική του ακεραιότητα. Έτσι, λόγου χάρη, ένας άνθρωπος, που δεν είναι άγνωστος, ο Μάξ Νορντάου , ένας από εκείνους τους κύριους, που ντύνουν την φιλοσοφία του αγαθού γέρου Σμάιλς, (ΣΣ: Σμάιλς Σάμουελ, άγγλος συγγραφέας και εκλαϊκευτής 1812-1904) καρυκευμένη, με λίγο κυνισμό, με το αρλεκίνικο ρούχο ενός κυριακάτικου επιφυλλιδογράφου, έκανε, με την βοήθεια του Λομπρόζο του, της τσέπης, αυτήν την αξιόλογη ανακάλυψη ότι ο Λέων Τολστόι φέρνειν μέσα τουν όλα τα στίγματα του εκφυλισμού. Γιατί, γι’ αυτούς τους ψωμοζήτες, η τρέλα αρχίζειν εκείν όπου σταματάει το κέρδος.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΤΟΛΣΤΟΪ
Με όποιον τρόπο κι αν τον κρίνουν, οι αστοί θεατές του, με καχυποψία, με ειρωνεία, ή με ευμένεια, δεν παύει να είναι, γι’ αυτούς, ένα ψυχολογικό αίνιγμα. Έξω από λιγοστούς μαθητές του – ένας από αυτούς, ο Μένσικοβ (ΣΣ ρώσος δημοσιογράφος του 19ου αιώνα, που άρχισε την καριέρα του, με ιδεαλιστικά άρθρα, για ηθική και κατάντησε, γύρω στη δεκαετία του 1890, φερέφωνο των ρώσων αντιδραστικών και αντισημιτών) παίζει, τώρα, τον ρόλο του Χάμμερσταϊν! (ΣΣ βαρόνος, γερμανός αντιδραστικός, βουλευτής στο Ράϊχσταγκ και έκδοτης ενός αντισημιτικού φύλλου) – πρέπει να διαπιστώσουμε ότι ο ηθικολόγος Τολστόι, μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του, έμεινε, πάντα, ολότελα, απομονωμένος. Είναι, αληθινά, η τραγική θέση ενός προφήτη, που μιλάει μόνος στην έρημο…
Ολότελα, κάτω από την επίδραση των συντηρητικών αγροτικών συμπαθειών του, ο Τολστόι υπερασπίζει, ακούραστα και νικηφόρα, τον πνευματικό του κόσμο, από τους κίνδυνους, που τον απειλούν, απ’ όλες τις μεριές. Μια, για πάντα, χαράζει, μια βαθιά οροθετική γραμμή, ανάμεσα σ’ αυτόν και όλες τις παραλλαγές του αστικού φιλελευθερισμού και αποκρούει, κατά πρώτο λόγο, την πίστη στην πρόοδο, που είναι γενική, στην εποχή μας.
Βέβαια, φωνάζει, ο ηλεκτρικός φωτισμός, το τηλέφωνο, οι εκθέσεις, οι συναυλίες, τα θέατρα, τα τσιγαροκούτια και τα σπιρτοκούτια, οι τιράντες και οι κινητήρες, όλα αυτά, είναι θαυμάσια! Μα, ας είναι καταραμένα, στους αιώνες των αιώνων, όχι μόνον αυτά, μα ακόμα και οι σιδηρόδρομοι, τα μπαμπακερά υφάσματα, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αν είναι απαραίτητο, για την κατασκευή τους, τα ενενήντα εννιά εκατοστά της ανθρωπότητας να ζούνε στη σκλαβιά και να πεθαίνουν, κατά χιλιάδες, μέσα στις φάμπρικες!
Ο καταμερισμός της εργασίας μας πλουτίζει κι ομορφαίνει τη ζωή μας. Μα ακρωτηριάζει τη ζωντανή ψυχή του ανθρώπου. Κάτω ο καταμερισμός της εργασίας! Η τέχνη! Η αληθινή τέχνη πρέπει να συσπειρώνει όλους τους ανθρώπους, μέσα στην αγάπη του Θεού και όχι να τους χωρίζει. Η τέχνη σας, αντίθετα, προορίζεται, μόνο, για λιγοστούς μυημένους. Αυτή χωρίζει τους ανθρώπους και γι’ αυτό, έχει το ψέμα, μέσα της. Κι ο Τολστόι απορρίπτει, αντρίκεια, την «ψεύτρα» τέχνη: τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον ίδιο τον εαυτό του, τον Βάγκνερ, τον Μπαίκλιν (ΣΣ Ελβετός ζωγράφος πολύ γνωστός στον καιρό του).
Πετάει, μακριά του, κάθε έγνοια, για πλουτισμό και φοράει χωριάτικα ρούχα, πράγμα, που συμβολίζει, γι’ αυτόν, την απάντηση του πολιτισμού. Τί κρύβεται πίσω, απ’ αυτό το σύμβολο; Τί αντιτάσσει στο «ψέμα», δηλαδή στο ιστορικό προτσές; Μπορούμε να συνοψίσουμε, στις ακόλουθες κύριες θέσεις, την κοινωνική φιλοσοφία του Τολστόι.
1ο. Τη σκλαβιά των ανθρώπων δεν την καθορίζουν κοινωνία-λογικοί νόμοι, με σιδερένια αναγκαιότητα, μα νομικοί κανονισμοί καθιερωμένοι αυθαίρετα, απ’ αυτούς.
2ο. Η νεότερη δουλειά είναι το επακόλουθο τριών νομικών κανονισμών, που αφορούν την γη, τους φόρους και την ιδιοκτησία.
3ο. Όχι μόνο η ρωσική κυβέρνηση, μα οποιαδήποτε κυβέρνηση, είναι θεσμός που έχει, για σκοπό, να διαπράττει, ατιμώρητα, τα πιο φριχτά εγκλήματα, με τη βοήθεια της κρατικής εξουσίας.
4ο. Η πραγματική κοινωνική βελτίωση θα επιτευχθεί, αποκλειστικά και μόνο, με την ηθική και θρησκευτική τελειοποίηση του ατόμου.
5ο. Για να απαλλαγούμε, από τις κυβερνήσεις, δεν είναι αναγκαίο να τις πολεμήσουμε με μέσα εξωτερικά, φτάνει να μην πάρουμε μέρος, σ’ αυτές και να μην τις υποστηρίξουμε.
Ιδίως, δεν πρέπει:
α) Να δεχτούμε τις υποχρεώσεις του στρατιώτη, του στρατηγού, του υπουργού, του σταρόστε (ΣΣ : πρόκριτος, προεστός), του βουλευτή.
β) Να πληρώνουμε, θεληματικά, στην κυβέρνηση φόρους άμεσους, ή έμμεσους.
γ) Να χρησιμοποιούμε τις κυβερνητικές υπηρεσίες, ή να ζητάμε οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια, από την κυβέρνηση.
δ) Να προστατεύουμε την ατομική ιδιοκτησία μας, με οποιοδήποτε μέτρο της κρατικής εξουσίας.
Αν παραμερίσουμε, απ’ αυτό το σχήμα, το σημείο, που αφορά την ηθική και θρησκευτική τελειοποίηση του ατόμου, που ολοφάνερα πιάνει θέση ξεχωριστή, έχουμε ένα πρόγραμμα αναρχικό, αρκετά, ολοκληρωμένο.
Κατά πρώτο λόγο, έχουμε μια, καθαρά, μηχανική αντίληψη της κοινωνίας, σαν να είναι το προϊόν κακής νομικής διαρρύθμισης. Έπειτα, την τυπική άρνηση του κράτους και της πολιτικής, γενικά και, τέλος, σαν μέθοδο πάλης, την γενική απεργία και το μποϋκοτάζ, την ανταρσία των σταυρωμένων χεριών.
Αν αποκλείσουμε την ηθικοθρησκευτική θέση, αποκλείουμε, πραγματικά, το μόνο νεύρο, που συνδέει όλο αυτό το ορθολογιστικό οικοδόμημα, με τον δημιουργό του, δηλαδή την ψυχή του Τολστόι. Γι’ αυτόν, σύμφωνα με όλους τους όρους της δίκης του εξέλιξης και της δίκης του κατάστασης, το χρέος δεν συνίσταται στην αντικατάσταση του καπιταλιστικού καθεστώτος, από την «κομμουνιστική» αναρχία, μα στην «υπεράσπιση» του καθεστώτος της χωρικής κοινότητας, από κάθε «εξωτερική» διαταρακτική επίδραση.
Στο «ναροντνισμό» του, όπως και στον «αναρχισμό» του, ο Τολστόι αντιπροσωπεύει τη συντηρητικο-αγροτική αρχή. Όπως ο πρωτόγονος ελευθεροτεκτονισμός, που λογάριαζε ν’ αποκαταστήσει και να ενισχύσει, με ιδεολογικά μέσα, την παλιά συντεχνιακή ηθική της αλληλοβοήθειας, που είχε γίνει ερείπια, κάτω από τα χτυπήματα της οικονομικής εξέλιξης, έτσι κι ο Τολστόι θα ήθελε ν’ αναστήσει, με την δύναμη της ηθικοθρησκευτικής ιδέας, τον πρωτόγονο τρόπο ζωής, που βασίζεται στους όρους της φυσικής οικονομίας. Έτσι, γίνεται ένας συντηρητικοαναρχικός, γιατί εκείνο που τον ενδιαφέρει, προπαντός, είναι να μην πλήξει το κράτος, με τα ραβδιά του μιλιταρισμού του και τους σκορπιούς του ταμείου του, την ψυχοσώστρα κοινότητα του Καρατάγιεβ.
Η οικουμενική πάλη, ανάμεσα στους δυο αντίθετους κόσμους: τον αστικό κόσμο και το σοσιαλιστικό κόσμο, που, από την έκβαση της, εξαρτιέται η τύχη της ίδιας της ανθρωπότητας, δεν υπάρχει, για τον Τολστόι. Ο σοσιαλισμός έμεινε, πάντα, γι’ αυτόν, απλή παραλλαγή, που λίγο τον ενδιαφέρει, του φιλελευθερισμού. Στα μάτια του, ο Μαρξ και ο Μπαστιά (ΣΣ : Φρειδερίκος, αγοραίος οικονομολόγος, απολογητής του καπιταλισμού) είναι οι εκπρόσωποι μιας και της ίδιας «ψεύτικης αρχής»: της καπιταλιστικής κουλτούρας, του εργάτη δίχως γη, του κρατικού καταναγκασμού. Η ανθρωπότητα, μια κι έχει μπει σε στραβό δρόμο, λίγο ενδιαφέρει, αν αυτή θα προχωρήσει, περισσότερο, ή λιγότερο, σ’ αυτόν τον δρόμο. Η σωτηρία μπορεί να έρθει μόνο, από ένα ολοκληρωτικό γύρισμα, προς τα πίσω.
Ο Τολστόι δεν βρίσκει λόγια, αρκετά περιφρονητικά, για να στιγματίσει την επιστήμη, που δηλώνει πως, αν εξακολουθήσουμε να ζούμε για καιρό ακόμα με τρόπο αμαρτωλό, σύμφωνα με τους νόμους της ιστορικής προόδου, κοινωνιολογικής και άλλης, η ζωή μας θα βελτιωθεί, στο τέλος σημαντικά. «Το κακό», λέει ο Τολστόι, «πρέπει να ξεριζωθεί αμέσως, και γι’ αυτό, φτάνει να το αναγνωρίσουμε, σαν κακό».
Όλα τα ηθικά συναισθήματα, που συνδέουν, ιστορικά, τους ανθρώπους, τον ένα με τον άλλο, καθώς και όλες οι ηθικοθρησκευτικές μυθοπλασίες, που έχουν βγει, απ’ αυτούς τους δεσμούς, καταντάνε, στον Τολστόι, οι πιο αφηρημένες εντολές της αγάπης, της έκστασης και της μη αντίστασης στο κακό, και καθώς αυτές οι εντολές έχουν απογυμνωθεί, απ’ αυτόν, από κάθε ιστορικό περιεχόμενο και κατά συνέπεια, από οποιοδήποτε περιεχόμενο, του φαίνονται κατάλληλες, για όλους τους καιρούς και για όλους τους λαούς.
Ο Τολστόι δεν αναγνωρίζει την ιστορία. Αυτό είναι η βάση ολόκληρης της σκέψης του. Εκεί πάνω στηρίζεται η ελευθερία της μεταφυσικής του άρνησης, όπως και η πρακτική ανικανότητα του κηρύγματος του. Το μόνο είδος ζωής. που παραδέχεται, ο πρωτόγονος τρόπος ζωής των καλλιεργητών Κοζάκων, στις απέραντες στέπες των Ουραλίων, κυλάει, ίσα ίσα, έξω από την ιστορία. Αναπαράγεται, χωρίς καμιά μεταβολή, όπως η ζωή του μελισσιού, ή της μερμηγκιάς. Ό,τι οι άνθρωποι αποκαλούν ιστορία, του φαίνεται, σαν γέννημα της τρέλας, της πλάνης, της σκληρότητας, που παραμορφώνουν την αληθινή ψυχή της ανθρωπότητας.
Με ανελέητη λογική, μαζί με την ιστορία, απορρίπτει και όλα τα επακόλουθα της. Μισεί τις εφημερίδες, σαν ντοκουμέντα της τωρινής εποχής. Όλα τα κύματα του παγκόσμιου ωκεανού σκέφτεται να τα αναχαιτίσει, αντιτάσσοντας τους το γέρικο στήθος του. Αυτή η ολική ακαταληψία, που δείχνει ο Τολστόι, απέναντι στην ιστορία, εξηγεί την παιδιάστικη αδυναμία του, στον τομέα των κοινωνικών προβλημάτων.
Οι ιδέες των πιο διαφορετικών εποχών δεν ταξινομούνται, απ’ αυτόν, ανάλογα, με την ιστορική προοπτική, μα παρουσιάζονται όλες στην ίδια απόσταση, από τον θεατή. Ορθώνεται εναντίον του πολέμου, με επιχειρήματα βγαλμένα, από την καθαρή λογική, και για να τους δώσει περισσότερη δύναμη, παραθέτει, μαζί με τον Επίκτητο και τον Μολινάρι, (ΣΣ : Γουσταύος, Βέλγος οικονομολόγος 1819-1912) τον Λαό Τσε (ΣΣ: Μεγάλος κινέζος φιλόσοφος που γεννήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 604 π.Χ. Ίδρυσε την αίρεση του ταοϊσμού, που αποτελεί είδος θετικιστικής και πρακτικής ησυχαστικής φιλοσοφίας με έντονο θρησκευτικό και λατρευτικό χαρακτήρα. Το σημαντικότερο έργο του είναι «Το βιβλίο της οδού και της αρετής») και τον Φρειδερίκο ΙΙ, τον προφήτη Ησαΐα και τον επιφυλλιδογράφο Αρντουέν, τον μάντη των μπακάληδων του Παρισιού.
Στα μάτια του οι συγγραφείς, οι φιλόσοφοι και οι προφήτες δεν αντιπροσωπεύουν ορισμένες εποχές, μα αιώνιες ηθικές κατηγόριες. Βάζει τον Κομφούκιο στην ίδια σειρά με τον Χάρνακ, (ΣΣ : Αδόλφος, γερμανός θεολόγος) ενώ ο Σοπενάουερ βρίσκεται αγκαλιασμένος, όχι μόνο με τον Ιησού Χριστό, μα και με το Μωυσή.
Σ’ αυτή την απομονωμένη και τραγική πάλη, εναντίον της διαλεκτικής της ιστορίας, που δεν ξέρει να της αντιτάξει άλλο, από το ναι-ναι, κι όχι-όχι του, ο Τολστόι πέφτει, την κάθε στιγμή, στις πιο άλυτες αντιφάσεις. Και βγάζει, από εκεί, τούτο το συμπέρασμα, ολότελα αντάξιο της δαιμονιακής ισχυρογνωμοσύνης του: «Η θεμελιακή αντίφαση, ανάμεσα στη θέση του ανθρώπου και την ηθική του δραστηριότητα, είναι το πιο σίγουρο σημάδι της αλήθειας».
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
Όμως, αυτή η ιδεαλιστική έπαρση φέρνει, μέσα της, την τιμωρία. Θα ήταν, πραγματικά, δύσκολο να αναφέρουμε έναν συγγραφέα, που να τον εκμεταλλεύτηκε, παρά τη θέληση του, τόσο σκληρά η ιστορία, όπως τον Τολστόι.
Αυτός ο μυστικιστής ηθικολόγος, ο εχθρός της πολιτικής και της επανάστασης, τρέφει χρόνια την νυσταγμένη επαναστατική συνείδηση πολλών λαϊκών αιρέσεων. Αυτός, που απαρνιέται ολόκληρη την καπιταλιστική κουλτούρα, συναντάει ευμενή υποδοχή, μέσα στην ευρωπαϊκή κι αμερικανική μπουρζουαζία, που βρίσκει, στο κήρυγμά του, την έκφραση του άδειου φιλανθρωπισμού της, μαζί και μια προστασία, ενάντια στην φιλοσοφία της Επανάστασης.
Αυτός ο συντηρητικο-αναρχικός, ο θανάσιμος εχθρός του φιλελευθερισμού, βλέπει μεταμορφωμένο τον εαυτό του, με την ευκαιρία των ογδοντάχρονων, από τη γέννηση του, σε σημαία και όργανο μιας θορυβώδικης και φραξιονιστικής εκδήλωσης του ρώσικου φιλελευθερισμού. Η ιστορία τον νίκησε, μα δεν τον τσάκισε. Σήμερα, ακόμα, φτασμένος στο τέρμα της ζωής του, έχει διατηρήσει, σε όλη τη φρεσκάδα της, την ικανότητα του, για ηθική αγανάκτηση.
Μέσα στη νύχτα της πιο άθλιας και πιο εγκληματικής αντίδρασης, που γυρεύει να σκεπάσει, για πάντα, τον ήλιο της χώρας μας, με το πυκνό δίχτυ των σκοινιών της κρεμάλας, μέσα στην αποπνιχτική ατμόσφαιρα της σιχαμερής ανανδρίας της επίσημης κοινής γνώμης, αυτός ο τελευταίος απόστολος της χριστιανικής αγάπης, που μέσα του ξαναζεί ο βιβλικός προφήτης της οργής, εξακοντίζει την πεισματική κραυγή του: «Δεν μπορώ να σωπάσω». Σαν κατάρα, πάνω στα κεφάλια εκείνων, που κρεμάνε, όπως και εκείνων, που σωπαίνουνε, μπροστά στις κρεμάλες.
Κι αν δεν συμπαθεί τους επαναστατικούς μας σκοπούς, ξέρουμε πως είναι, γιατί η ιστορία του αρνήθηκε κάθε κατανόηση των δρόμων της. Δεν θα τον καταδικάσουμε γι’ αυτό. Και θα θαυμάζουμε, πάντα, σ’ αυτόν, όχι μόνο τη μεγαλοφυΐα, που θα ζήσει, όσο κι η ίδια η τέχνη, μα και το αδάμαστο ηθικό θάρρος, που δεν του επέτρεψε να παραμείνει στους κόλπους της υποκριτικής Εκκλησίας του, της Κοινωνίας του και του Κράτους του και τον καταδίκασε να μένει απομονωμένος, ανάμεσα στους αμέτρητους θαυμαστές του.''
Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρονστάϊν Τρότσκυ ( Лев Давыдович Бронштейн Троцкий 7/11/1879 - 21/8/1940). Το καλύτερο μυαλό των μπολσεβίκων. Προφανώς και επειδή είχε προϋπάρξει, επί μακρόν και ως πολιτικοϊδεολογικός αντίπαλός τους, αφού προσχώρησε στο μπολσεβίκικο κόμμα του Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ Λένιν, λίγο πριν από το πραξικόπημα του Οκτώβρη του 1917, το οποίο εξελίχθηκε, σε ένα θνησιγενές κοινωνικοαπελευθερωτικό εργατοαγροτικό συμβουλιακό πείραμα και σε μια σαρωτική κοινωνική επανάσταση, που οδήγησε στην κυριαρχία της κομματικής γραφειοκρατίας, που απετέλεσε μια νέα κοινωνική τάξη, η οποία απέτυχε και μετεξελίχθηκε, αυτοβούλως, 74 χρόνια μετά, από την επικράτησή της, σε μια καπιταλιστική τάξη, όμοια με αυτές του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού των αναπτυγμένων κοινωνιών της Δύσης.
Όπως προείπα, το κείμενο του Τρότσκυ, για τον Λέοντα Τολστόϋ, παραμένει,
πάντα, επίκαιρο και για την ζωντάνια του και για την διεισδυτικότητά του
και για τα κριτήρια που εφάρμοζε, για την κρίση των πνευματικών
δημιουργών και των έργων τους, ακόμη και όταν αυτοί ήσαν ιδεολογικοί, ή
πολιτικοί του αντίπαλοι.
Προφανώς, ο Λέων Τρότσκυ, σε πολλά αδικεί τον Λέοντα Τολστόϋ, ο οποίος, αν αναλογιστούμε την ιστορική εξέλιξη της ίδιας της Ρωσίας και όχι μόνον αυτής, δικαιώθηκε, σε όχι λίγες από τις αντιρρήσεις, που εξέφρασε στο ακατάσχετο κύμα της αισιοδοξίας, που ξεχύλισε από την έλευση του σύγχρονου καπιταλισμού και των φιλελεύθερων ιδεών.
Δεν ήταν ο Τολστόϋ, που έπεσε έξω. Εκείνος που έπεσε έξω, ήταν ο Τρότσκυ και αυτό που ο ίδιος, με πίστη και φανατισμό, εξέφρασε. Έπεσε έξω ο μαρξικός και μαρξιστικός ιστορικισμός, στην οπτιμιστική ιστορική ντετερμινιστική εκδοχή του, έτσι όπως, πολύ παραστατικά, εκφράστηκε, ρητά και κατηγορηματικά, από τον ίδιο τον ιδρυτή του μαρξισμού, τον Karl Marx, στο περίφημο γράμμα του, της 5/3/1852, προς τον Joseph Weydemeyer.
Karl Marx (5/5/1818 - 14/3/1883). Εδώ, ο πατέρας του μαρξισμού απεικονίζεται νέος. Τότε, υπέστη την καταστροφική επίδραση του ιστορικού ντετερμινισμού του Χέγκελ και του χεγκελιανισμού, η οποία τον ακολούθησε σε όλη του την ζωή...
Καλόν είναι να παραθέσω το περιεχόμενο του μνημειώδους και πλήρως αποσαφηνιστικού αυτού γράμματος, προκειμένου να θυμηθούμε, το πόσο έξω έπεσε, σε όσα πίστευε και λογάριαζε, ως δεδομένα και αναπόφευκτα ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος και πολιτικός και το πώς και πόσο τον διέψευσε η Ιστορία, ως απρόβλεπτη και απροκαθόριστη ανθρώπινη κοινωνικοϊστορική δημιουργία :
"Τώρα, για ό,τι με αφορά, δεν ανήκει σ’ εμένα η τιμή ότι ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων, στη σύγχρονη κοινωνία, όπως και την πάλη, που διεξάγουν ανάμεσά τους.
Πολύ πριν από μένα, αστοί ιστορικοί είχαν εκθέσει την ιστορική ανέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι είχαν περιγράψει την οικονομική της ανατομία. Το νέο, που έφερα, είναι:
1) ότι απόδειξα ότι η ύπαρξη των τάξεων είναι συνδεδεμένη, με καθορισμένες ιστορικές φάσεις της ανάπτυξης της παραγωγής.
2) ότι η πάλη των τάξεων οδηγεί, αναγκαστικά, στην δικτατορία του προλεταριάτου.
3) ότι η ίδια αυτή δικτατορία δεν αντιπροσωπεύει, παρά μια μετάβαση, προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια κοινωνία χωρίς τάξεις".
Το κείμενο αυτό, πολλοί από τους μαθητές του προσπαθούν να το ξεχάσουν, επειδή αποδεικνύει τις προφανείς πεποιθήσεις του διδασκάλου τους, οι οποίες στον πυρήνα τους, πάσχουν από έναν αφελή ντετερμινιστικό επιστημονισμό, ο οποίος, άλλωστε, σε διάφορες μορφές, επικράτησε στα μυαλά των ανθρώπων, καθ' όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα και είναι κληρονομιά του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης, που έλαβαν χώρα, στον 17ο και τον 18ο αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αλλά, σε αυτό το μικρό και πλήρως περιεκτικό κείμενο του 1852, συμπυκνώνεται όλο το πολυσχιδές περιεχόμενο της μαρξικής και της μαρξιστικής σκέψης. Σε αυτήν την επιστολή, προσδιορίζονται σαφώς οι πεποιθήσεις και οι επιστημονικές και επιστημονικοφανείς προβλέψεις του ίδιου του Μαρξ και των μαρξιστών μαθητών του και εκεί γίνεται σαφής, χωρίς λοξοδρομήσεις και αναστροφές, ο προοδευτικός ντετεμινιστικός ιστορικισμός, που διακατέχει το σύνολο της μαρξιστικής θεωρίας, μαζύ με το νήμα, που την συνδέει, με τον αντίστοιχο φιλελεύθερο ντετερμινιστικό ιστορικισμό, ο οποίος αποτελεί κληρονομιά αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί αστική σκέψη και κουλτούρα.
Το πρόβλημα, με το κείμενο της επιστολής του Καρλ Μαρξ, της 5/3/1852, δεν βρίσκεται στην προφανή διαψευσιμότητα των ρητών προβλέψεών του, που περιέχονται σε αυτήν. Κάθε επιστημονική πρόβλεψη είναι δυνατόν να διαψευσθεί και να αντικατασταθεί, από κάποιαν άλλη. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα.
Αυτό, που, ουσιαστικά, διαψεύστηκε, από το σύνολο των ρητών επιστημονικών και επιστημονικοφανών προβλέψεων του Καρλ Μαρξ, μέσα στην πορεία της ανθρώπινης ιστορικής δημιουργίας, είναι η ίδια η δομή της μαρξιστικής σκέψης. Διαψεύστηκε, δηλαδή, η μεθοδολογία της, το απλό γεγονός ότι είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να προσδιοριστεί, ως προϊόν ενός νομοτελειακού ιστορικού προκαθορισμού, η ανθρώπινη δράση και έτσι να οδηγηθούν οι ανθρώπινες κοινωνίες, σε συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους, τους οποίους να εξυπηρετήσουν, ανεξάρτητα από τις - και πολλές φορές ενάντια στις - θελήσεις τους.
Αυτού του είδους ο οπτιμιστικός ντετερμινισμός, που στηρίχθηκε στο μηχανούργημα του προοδευτικού εκσυγχρονισμού, είναι που κατέρρευσε, μέσα από την πορεία της Ιστορίας, έτσι, όπως αυτή διαμορφώθηκε, κατά τον 20ο αιώνα. Και αυτή η πραγματικότητα είναι που επανέρχεται στις ημέρες που ζούμε, θυμίζοντάς μας το πόσο δίκιο είχαν, σε πολλά από όσα επισήμαναν, συγγραφείς, σαν τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και τον Λέοντα Τολστόϋ, με τον αναχρονισμό, τον οποίο εξέφρασαν. Έναν αναχρονισμό, ο οποίος καθίσταται και πάλι επίκαιρος, στις ανθρώπινες κοινωνίες, κτυπώντας το καμπανάκι του κινδύνου, ενώπιον των αδιεξόδων, που φέρνει ένας εκσυγχρονισμός, ο οποίος ταυτίζεται, με διάφορες κατασκευές της μόδας, των οποίων, όμως, οι ρίζες βρίσκονται στο απώτερο παρελθόν των ανθρώπινων κοινωνιών.
Παρ' όλα αυτά, αλλά και εξ αιτίας όλων αυτών, το κείμενο του Λέοντα Τρότσκυ, για τον Λέοντα Τολστόϋ, παραμένει επίκαιρο, μπροστά στην φτώχεια και στην κτηνωδία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που επικράτησε, μετά τους πρώτους και πρώϊμους πειραματισμούς, στην "Ε.Σ.Σ.Δ." και για τον οποίον μόνο κριτήριο κρίσης των πνευματικών έργων και των δημιουργών τους ήταν η ''προλεταριακή'' τους υφή, η ''ταξικότητά τους'', εννοώντας με αυτή την ορολογία το εάν εξυπηρετούσαν την κομματική γραμμή και εάν διευθύνονταν από το κομματικό απαράτ και υμνούσαν τον εκάστοτε ''μεγάλο ηγέτη'' του κόμματος. Εάν, δηλαδή, ήσαν πιστά όργανα της τάξης, που πραγματικά κυβερνούσε στην "Ε.Σ.Σ.Δ." και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή της ολοκληρωτικής κομματικής γραφειοκρατίας, η οποία όριζε (και εξακολουθεί να ορίζει στις σημαντικές επιβιώσεις του υπαρκτού σοσιαλισμού στον σύγχρονο κόσμο) το ορθό, ή μη, το επαναστατικό, ή αντιδραστικό περιεχόμενο των πνευματικών δημιουργιών και συγχρόνως, φυσικά, την ορθότητα, ή μη και την επαναστατικότητα, ή την αντιδραστικότητα των δημιουργών, οι οποίοι, μόνον, ως υμνωδοί του κόμματος και της εκάστοτε κομματικής ηγεσίας μπορούσαν να επιβιώσουν – άσχετα αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να καταδικάσουν την προηγούμενη, την οποία είχαν προηγουμένως εξυμνήσει!
Βέβαια, η μονογραφία αυτή γράφτηκε το 1908, όταν ο Λέων Τρότσκυ δεν είχε, ακόμη, ''επιμολυνθεί'' από την επιρροή του λενινιστικού νεομπλανκισμού, δηλαδή από τον μπολσεβικισμό, όπως αυτός εκφράστηκε από το λενινιστικό πρακτικό πολιτικό πρόγραμμα του ''ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;'', περί της κυριαρχίας των αστών διανοουμένων στην καθημερινή πολιτική πράξη των επαναστατικών οργανώσεων της εργατικής τάξης , ως ''επαγγελματιών επαναστατών'' και ως ''πολιτικών επιστημόνων της επαναστατικής κοινωνικοοικονομικής θεωρίας'', που εξειδικεύουν και μεταλαμπαδεύουν στους αμαθείς εργάτες την ταξική προλεταριακή πολιτική συνείδηση, την οποία η εργατική τάξη είναι ανίκανη να αποκτήσει από μόνη της και μέσα από την καθημερινή της εμπειρία.
Αυτό το γεγονός - το ότι, δηλαδή, ο Λέων Νταβίντοβιτς δεν ήταν μπολσεβίκος όταν έγραψε αυτή την μονογραφία - δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι ο μεγάλος Ρωσοεβραίος επαναστάτης στα ζητήματα της τέχνης κράτησε μια διακριτή γραμμή, ακόμα και όταν ασκούσε εξουσία στην νεότευκτη, τότε, "Ε.Σ.Σ.Δ.", απέναντι στην γραμμή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, παρά την ουσιαστική υιοθέτηση βασικών του αρχών, όσον αφορά την υπεράσπιση του (ψευδο) ''εργατικού κράτους''.
Αργότερα, όταν θα έχανε την εσωκομματική μάχη με τον Στάλιν και τους συνασπισμένους, δίπλα στην γεωργιανή αλεπού, λοιπούς ηγέτες του μπολσεβικικού κόμματος, θα γευόταν το που πήγαινε το πράγμα, με την κομματική αποκαθήλωση, τις διώξεις, τις εκτοπίσεις, την αναγκαστική υπερρορία και το θανάσιμο πλήγμα από τον Ραμόν Μερκαντέρ…
Με αυτές τις διαδικασίες προσπάθησα να κρίνω τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και το έργο του και θέλω να πιστεύω ότι το κατάφερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είμαι ανοικτός σε κάθε κριτική, που είναι, σε κάθε περίπτωση καλοδεχούμενη...
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν δεν ήταν δημοκράτης, όπως και ο Λέων Τολστόϋ, δεν ήταν αριστερός. Και οι δυό τους ήσαν ένας πολιτικοκοινωνικός και ιδεολογικός αναχρονισμός. Αυτό, όμως, δεν μειώνει την αξία τους και την πνευματική τους προσφορά.
Και η πνευματική προσφορά του Σολζενίτσιν περιγράφηκε, εκτενώς. Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν ήταν ένας κομμουνιστής, που, από ειρωνεία της τύχης, κατέληξε να γίνει ένας ακραίος συντηρητικός και να εκφραστεί, με κατανόηση, για έναν άλλο πολιτικοϊδεολογικό και κοινωνικό αναχρονισμό, που επιβίωσε, για πολύ μετά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο :
Το καθεστώς του φαλαγγιτικού φασισμού του Φρανσίσκο Φράνκο, που είχε, ως επικάλυψη, τα ιδεολογήματα του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα.
Φυσικά, η διαφωνία, με αυτή την τοποθέτηση, είναι δεδομένη. Πλην, όμως, δεν μειώνει την αξία του έργου του μεγάλου σοβιετικού και Ρώσου πεζογράφου, όσο και αν σκιάζει τον ίδιο, ως προσωπικότητα. Με κάποια, όμως, σημαντικά και διόλου αγνοήσιμα ελαφρυντικά:
Τις βιωμένες εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα και την γνώση όσων έγιναν στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, την περίοδο 1936 - 1939, με την οργανωμένη αντεπαναστατική πολιτική του Ισπανικού Κ. Κ., της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της G.P.U. του Ιωσήφ Τζουγκασβίλλι, πριν και μετά την κυβέρνηση Νεγκρίν και η οποία (αντεπαναστατική πολιτική) οδήγησε, τελικά, στην καταστολή του ισπανικού κοινωνικοαπελευθερωτικού πειράματος και στην εφιαλτική επιλογή, ανάμεσα στην Σκύλλα του λενινοσταλινικού κομμουνισμού - βάλετε όσα εισαγωγικά θέλετε, ή μην βάλετε καθόλου - και στην Χάρυβδη της εκδοχής του φαλαγγιτικού φασισμού, στην οποία βρέθηκε, μπροστά, ο δυστυχής ισπανικός λαός.
Απέναντι σε αυτό το δίλημμα, η απάντηση του Σολζενίτσιν είναι συνεπής, με την αντικομμουνιστική ιδεολογία του, που διαμορφώθηκε από την φρικτή του εμπειρία στην Ε.Σ.Σ.Δ., αφού, γι' αυτόν, η προσωρινή δικτατορία του Φράνκο ήταν προτιμώτερη από την διαρκή - έτσι την έβλεπε τότε - και ολοκληρωτική δικτατορία του κομμουνιστικού απαράτ. Πέρα, φυσικά, από την συγκίνηση, που του ενέπνεε ο φρανκικός αναχρονισμός, με την προγραμματισμένη επαναφορά των Βουρβώνων στον βασιλικό θρόνο, που του θύμιζαν την εικόνα, που είχε στην φαντασία του, για την προσοβιετική τσαρική Ρωσία, η οποία (μέσα από τις τραγικές εμπειρίες του Σολζενίτσιν, κατά την σταλινική και μετασταλινική περίοδο), είχε, πλήρως, εξιδανικευθεί, μέσα στο μυαλό του μεγάλου πεζογράφου, ο οποίος, άλλωστε, δεν την είχε ζήσει και δεν μπορούσε βιωματικά να κρίνει την όποια απαξία της.
Τα πολλά λόγια είναι, σίγουρα, φτώχεια, όταν αυτά θέλουν να κρύψουν αυτό, που (δεν) έχουν να σου πουν, ή όταν καθίστανται ακατανόητα, για να σου κρύψουν αυτό, που σου λένε.
Επίσης, σημασία έχει το να ακούμε αυτό που μας λένε και όχι ο τρόπος που το ακούμε. Όταν ακούμε, πάντοτε, υπάρχει η δυνατότητα και να δώσουμε στον άλλον από τις γνώσεις μας και να του συνεισφέρουμε πράγματα που του έχουν διαφύγει, αλλά και να πάρουμε, από αυτόν, όσα, πιθανόν, να μην έχουν πέσει στην δική μας αντίληψη. Αυτή είναι, άλλωστε και η ουσία του διαλόγου – όταν αυτός δεν είναι ένας διάλογος κωφών και υπερδιογκωμένων εγωϊσμών.
Για τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν υπήρξα σαφής και πλήρως επεξηγηματικός και δεν έχω να προσθέσω τι, επί όσων ανέφερα, για την ζωή του, για το έργο του, αλλά και για τα κριτήρια εξέτασης των πνευματικών δημιουργών και των έργων τους, που στην πορεία του χρόνου καθίστανται – ή δεν καθίστανται - έργα τέχνης (και ο λόγος – γραπτός και προφορικός – είναι το κατεξοχήν ανθρώπινο τέχνημα).
Σχόλια
Η συμβολή των Ρώσων λογοτεχνών, του μεγέθους ενός Ντοστογέφσκυ, ενός Τολστόϋ και ενός Σολζενίτσυν, έγκειται στον ρεαλιστικό πεσσιμισμό τους, ο οποίος αποτελεί, πάντοτε, μια υπόμνηση των πεπερασμένων ορίων του δυτικού ορθολογισμού, αφού οι Ρώσοι συγγραφείς δεν κάνουν, τίποτε λιγότερο, από το να υποδεικνύουν αυτό, που οι Δυτικοί συγγραφείς, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, δείχνουν, επίμονα, να ξεχνούν :
Ότι δηλαδή, ο άνθρωπος είναι και διαχρονικά, παραμένει, παρά τους όποιους πολιτιστικούς καλλωπισμούς, ένα, εξ ορισμού και κατ' εξοχήν, ανορθόλογο ον.
Και για να το εκφράσω, περισσότερο ωμά, αλλά, επίσης, εξόχως ρεαλιστικά,ο άνθρωπος αποτελεί ένα "βιολογικό τέρας", όπως έχει πει, χαρακτηριστικότατα, ο Κορνήλιος Καστοριάδης...