Από τον Adam Smith στον Karl Marx : Τα φαντάσματα ενός παρωχημένου παρελθόντος πλανώνται πάνω από την Ευρώπη. (Η "δημιουργική καταστροφή" και η "πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους" στην σύγχρονη πραγματικότητα).
Adam Smith - Karl Marx.
Μια σειρά από φαντάσματα φαίνεται να πλανώνται πάνω από την Ευρώπη, τα τελευταία τρία χρόνια. Τα φαντάσματα των κλασικών φιλελεύθερων πατέρων της οικονομικής επιστήμης (Adam Smith, David Ricardo, Robert-Thomas Malthus, John Stuart Mill), μαζί με εκείνο του ριζοσπάστη κοινωνιολόγου, αλλά και άτεγκτου μονεταριστή οικονομολόγου, του Karl Marx.
Στα μυαλά όλων όσων έχουν μια, έστω και μακρινή, σχέση με την οικονομική επιστήμη και τα ζητήματα οικονομικής διαχείρισης, οι άνθρωποι αυτοί, μαζί με τους νεοκλασικούς επιγόνους τους (Friedrich August von Hayek, Milton Friedman, Ludwig von Mises, Joseph Schumpeter), έχουν έλθει, ξανά, στην επικαιρότητα, μαζί με τις επιστημονικές δοξασίες τους, οι οποίες, στην ρίζα τους, είναι κοινές, παρά το διαφορετικό και πολλές φορές, αντιθετικό, περιεχόμενο των βαθύτερων φιλοσοφικών τους πεποιθήσεων και των πολιτικών τους προταγμάτων.
Η παρούσα παρατεταμένη κρίση της ευρωζώνης και η μονεταριστική αδιαλλαξία της γερμανικής πολιτικοοικονομικής ελίτ, σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις της διεθνούς μπατιροτραπεζοκρατίας, της οποίας οι εμμονές, προσιδιάζουν, με τις μονεταριστικές απόψεις των Γερμανών, επαναφέρουν στο προσκήνιο τις πεποιθήσεις των πατέρων της οικονομικής επιστήμης, με τις οποίες είχε ανδρωθεί το κλασικό καπιταλιστικό σύστημα του ελεύθερου ανταγωνισμού, μέχρι την μετεξέλιξη του στον ολιγοπωλιακό καπιταλισμό των τελευταίων τριών δεκαετιών του 1800 και μέχρι την έλευση της GREAT DEPRESSION της δεκαετίας του 1930, η οποία πιστοποίησε, οριστικά, τον μετασχηματισμό του ολιγοπωλιακού καπιταλισμού στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, υπό το καθεστώς του οποίου εξακολουθούμε να ζούμε, έως τις ημέρες μας.
Πράγματι, αν δούμε την συμπεριφορά της γερμανικής πολιτικοοικονομικής ελίτ και της ευρωμπατιροτραπεζοκρατίας, βλέπουμε ότι οι ομοιότητες, με την συμπεριφορά των πατέρων της οικονομικής επιστήμης και των πολιτικοοικονομικών ελίτ εκείνης της εποχής είναι ορατή και σαφέστατη.
Η γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ στερείται της λογικής, που είχε και εξακολουθεί να έχει, η αμερικανική, η οποία διατηρεί, πάντοτε την διανεμητική και αναδιανεμητική λογική της κεϋνσιανής σχολής, ακόμη και στην πιο συντηρητική εκδοχή της, προκειμένου να μπορεί να λύνει τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα, χωρίς χρονοτριβή, όπως απέδειξε η άμεση διαχείριση της κρίσης του 2008 από την διοίκηση George Bush jr, αρχικά και από την παρούσα διοίκηση Barack Obama στην συνέχεια.
Στην Γερμανία φαίνεται να επικρατεί η προκεϋνσιανή λογική. (Βέβαια, οι διαδρομές της στρατηγικής σκέψης της γερμανικής νεοσυντηρητικής και εθνικιστικής ελίτ, που διακατέχεται από μια επαρχιωτική νοοτροπία, είναι περισσότερο πολύπλοκες και το μείγμα της πολιτικής της είναι περίεργο, αφού είναι ένα κράμα νεοφιλελευθερισμού και κεϋνσιανισμού, με οδηγό μια αναβίωση των κλασικών φιλελεύθερων ιδεών, που επικαθορίζει την συμπεριφορά της στις εξωτερικές της σχέσεις). Αλλά, μέσα στα πλαίσια της μίζερης λογικής της, η γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να παραιτηθεί από τα κέρδη και τα ευρύτερα περιουσιακά στοιχεία, που έχει συσσωρεύσει, από την λειτουργία της ευρωζώνης και να παραχωρήσει, έστω και τμήμα τους, σε άλλα κράτη και κοινωνίες της ζώνης του ευρώ και κυρίως, σε κράτη και κοινωνίες του Νότου. Έτσι, κάθε ποσότητα χρήματος, που η ίδια δανείζεται, με επιτόκια, κάτω από το 1%, ή και με αρνητικά επιτόκια, θέλει να την δανείζει στις χώρες του Νότου, μέσω των μηχανισμών της ευρωζώνης, με μεγαλύτερο επιτόκιο.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της λογικής, που αναβιώνει την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη, η γερμανική ελίτ :
Η γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ στερείται της λογικής, που είχε και εξακολουθεί να έχει, η αμερικανική, η οποία διατηρεί, πάντοτε την διανεμητική και αναδιανεμητική λογική της κεϋνσιανής σχολής, ακόμη και στην πιο συντηρητική εκδοχή της, προκειμένου να μπορεί να λύνει τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα, χωρίς χρονοτριβή, όπως απέδειξε η άμεση διαχείριση της κρίσης του 2008 από την διοίκηση George Bush jr, αρχικά και από την παρούσα διοίκηση Barack Obama στην συνέχεια.
Στην Γερμανία φαίνεται να επικρατεί η προκεϋνσιανή λογική. (Βέβαια, οι διαδρομές της στρατηγικής σκέψης της γερμανικής νεοσυντηρητικής και εθνικιστικής ελίτ, που διακατέχεται από μια επαρχιωτική νοοτροπία, είναι περισσότερο πολύπλοκες και το μείγμα της πολιτικής της είναι περίεργο, αφού είναι ένα κράμα νεοφιλελευθερισμού και κεϋνσιανισμού, με οδηγό μια αναβίωση των κλασικών φιλελεύθερων ιδεών, που επικαθορίζει την συμπεριφορά της στις εξωτερικές της σχέσεις). Αλλά, μέσα στα πλαίσια της μίζερης λογικής της, η γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να παραιτηθεί από τα κέρδη και τα ευρύτερα περιουσιακά στοιχεία, που έχει συσσωρεύσει, από την λειτουργία της ευρωζώνης και να παραχωρήσει, έστω και τμήμα τους, σε άλλα κράτη και κοινωνίες της ζώνης του ευρώ και κυρίως, σε κράτη και κοινωνίες του Νότου. Έτσι, κάθε ποσότητα χρήματος, που η ίδια δανείζεται, με επιτόκια, κάτω από το 1%, ή και με αρνητικά επιτόκια, θέλει να την δανείζει στις χώρες του Νότου, μέσω των μηχανισμών της ευρωζώνης, με μεγαλύτερο επιτόκιο.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της λογικής, που αναβιώνει την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη, η γερμανική ελίτ :
1) Αρνείται την έκδοση νέου χρήματος από την Ε.Κ.Τ., διότι πιστεύει ότι αυτή θα μειώσει την αξία του συσσωρευμένου πλούτου της γερμανικής οικονομίας.
2) Αρνείται τον απευθείας δανεισμό των κρατών από την Ε.Κ.Τ., κάτι που θα μειώσει τα κέρδη των τραπεζών, αλλά και τα κέρδη που η ίδια προσπορίζεται.
3) Αρνείται να ακούσει κουβέντα, για την έκδοση ευρωομολόγων, διότι μια τέτοια κίνηση θα αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού της, ενώ θα είναι και η ίδια εγγυήτρια για την πληρωμή τους.
4) Αρνείται να αποδεχθεί την άσκηση του δικαιώματος εκτύπωσης νομίσματος από τα κράτη της ευρωζώνης (ακόμα και σε έκτακτη βάση), για να αποφύγει την μείωση της περιουσίας της, την απώλεια των κερδών που έχει και για να μην μειωθούν τα κέρδη των τραπεζών.
Αυτό, που επιδιώκει η Γερμανία, προκειμένου να κρατήσει την ευρωζώνη, ως έχει και προκειμένου να παραμείνει σε αυτήν, με τους δικούς της όρους, είναι η δημοσιονομική ένωση, μέσω της αυστηρής λιτότητας και φυσικά, χωρίς την δημιουργία ομοσπονδιακών δομών και χωρίς καμμιά δημοκρατική νομιμοποίηση. Έτσι, κρατάει τα σωρευμένα κέρδη της και τα πλεονάσματά της και αφήνει τους άλλους να διαχειρισθούν τα ελλείμματά τους και τις απώλειές τους, αναβιώνοντας, εντός ευρωζώνης, το πνεύμα του κλασικού φιλελευθερισμού, μέσα σε ένα κράμα, που τον συνδυάζει, με έναν ιδιότυπο εσωτερικό κεϋνσιανισμό.
Όπως φαίνεται, η γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ δεν επιθυμεί, ούτε σκοπεύει να θυσιάσει τα κέρδη και τα πλεονάσματά της, για καμία άλλη χώρα. Με φθηνό, σχεδόν, δωρεάν χρήμα, και με τεράστια παραγωγή και ανταγωνιστικότητα, μέσα σε μια, ερμητικά, κλειστή νομισματική ένωση, σαν την ευρωζώνη, η Γερμανία σκοπεύει να δορυφοροποιήσει όλες τις υπόλοιπες οικονομίες, που συμμετέχουν, σε αυτήν την νομισματική ζώνη – της Γαλλίας μη εξαιρουμένης.
Με την αναβίωση των οικονομικών της σπάνης, δηλαδή με την αναβίωση των ιδεών του κλασικού φιλελευθερισμού, αναβίωσαν και οι, συνοδεύουσες τα οικονομικά αυτά, ιδέες για τις αιτίες των καπιταλιστικών κρίσεων και υφέσεων, καθώς επίσης και οι προκεϋνσιανές μέθοδοι, για την αντιμετώπισή τους. Έτσι, επανέρχεται στην επιφάνεια ολόκληρο το οπλοστάσιο των φιλελεύθερων ιδεών, που επικεντρώνουν την επιχειρηματολογία, γύρω από τα αίτια της κρίσης, στο παραγωγικό μοντέλο της σύγχρονης οικονομίας, στην χαμηλή παραγωγικότητα και στην ασθενή ανταγωνιστικότητα των οικονομιών, στο υψηλό εργατικό και κοινωνικό κόστος, στην υψηλή κατανάλωση, στην συρρίκνωση της επένδυσης, μέσα από την μείωση της αποταμίευσης και συνακόλουθα στην πτώση των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
John Stuart Mill.
Έτσι, όλη αυτή η συζήτηση φέρνει στην επιφάνεια, μαζί με τους κλασικούς πατέρες της οικονομικής επιστήμης (τον Άνταμ Σμιθ, τον Νταίηβιντ Ρικάρντο, τον Τόμας – Ρόμπερτ Μάλθους, τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ) και τους επιγόνους τους (τον Τζόζεφ Σουμπέτερ, τον Φρήντριχ φον Χάγεκ, τον Λούντβιχ φον Μίζες, τον Μίλτον Φρήντμαν), μαζί με τις ιδέες τους, καθώς και τον Καρλ Μαρξ, με τις δικές του ιδέες, οι οποίες, λίγο – πολύ, στο οικονομικό πεδίο ταιριάζουν με τις ιδέες των κλασικών.
Όλοι τους είχαν σαν κοινή συνισταμένη, τον εντοπισμό της αιτίας των οικονομικών κρίσεων στο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας, είτε αυτό συγκεκριμενοποιείτο στο συγκεκριμένο παραγωγικό μοντέλο της κοινωνίας , η οποία βίωνε την κρίση, είτε προσχωρούσαν - σαν τον Καρλ Μαρξ - στην συνολική ριζοσπαστική κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Friedrich von Hayek
Και για τις δύο σχολές (και για τους συντηρητικούς φιλελεύθερους οικονομολόγους και για τους ριζοσπάστες οικονομολόγους, σαν τον Μαρξ και τους μαρξιστές) η θεραπεία της καπιταλιστικής κρίσης, σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο ήταν και εξακολουθεί να είναι η διαδικασία της αποκαλούμενης "δημιουργικής καταστροφής", μέσα από την ανεμπόδιστη λειτουργία του οικονομικού και του κοινωνικού αυτοματισμού, που θα σαρώσει τις ανεπάρκειες, τις δυσλειτουργίες και τις στρεβλώσεις του παραγωγικού μοντέλου και σε ένα βάθος χρόνου, θα οδηγήσει στην επαναφορά της αναπτυξιακής διαδικασίας, με όλους τους συντελεστές της παραγωγής σε πλήρη λειτουργία και την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας. Το γεγονός ότι, για τους ριζοσπάστες, σε ένα απώτερο στάδιο, αυτή η διαδικασία της "δημιουργικής καταστροφής", θα οδηγήσει και στην αντικατάσταση του ίδιου του παραγωγικού μόντέλου, ως τέτοιου, δηλαδή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, από τον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν αλλάζει την ουσία της αφήγησης, για τις αιτίες και τις διαδικασίες ξεπεράσματος των οικονομικών κρίσεων.
Στα πλαίσια της κριτικής του παραγωγικού μοντέλου στο καπιταλιστικό σύστημα, είναι γεγονός ότι ο Καρλ Μαρξ συνόψισε τις αιτίες των ενδογενών καπιταλιστικών κρίσεων, μεσα σε ένα μαθηματικοποιημένο σχήμα, που εκφράστηκε από τις μαρξικές εξισώσεις, οι οποίες κατέληγαν στην αιτιολόγηση της, κεφαλαιώδους σημασίας, εξίσωσης, που προσδιορίζεται ως "πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους", η οποία, στα πλαίσια της μαρξικής και πολύ περισσότερτο της μαρξιστικής θεωρίας, έλαβε τα χαρακτηριστικά ενός νόμου, με την επιστημονική έννοια του όρου, που - κατά τον Μαρξ - συνοψίζει την κεντρική αιτία της κρίσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, η οποία, με την πάροδο του χρόνου οδηγεί αναπόδραστη στην κατάρρευσή του.
Τι είναι, όμως, και πως προσδιορίζεται το ποσοστό του κέρδους μιας οικονομίας;
Δεν είναι το πηλίκο της συνολικής υπεραξίας (υ) προς το κεφάλαιο (κ), όπως θεωρεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Το κέρδος, ως έννοια και ως μέγεθος διαφοροποιείται από την υπεραξία, διότι όταν μιλάμε για το κέρδος, μιλάμε περί ενός τμήματος της συνολικής υπεραξίας, το οποίο στην εποχή του Καρλ Μαρξ ήταν και το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της υπεραξίας, το οποίο, για λόγους απλούστευσης, ουκ ολίγες φορές, ο Μαρξ και οι μαρξιστές ταύτισαν με την υπεραξία, επειδή το μέγεθος των υπολοίπων τμημάτων της ήταν, ως προς το κέρδος, συγκριτικά, αναξιόλογο.
Έτσι, το ποσοστό του κέρδους, κυριολεκτώντας, διαφοροποιείται, σε σχέση με το ποσοστό της υπεραξίας και ορίζεται, ως το πηλίκο του συνολικού κερδους (κερ) προς το κεφάλαιο (κ). Εκτός, εάν θέλουμε να υποκαταστήσουμε το κλασικό ορισμό του Καρλ Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, με τον ορισμό της πτωτικής τάσης του ποσοστού της υπεραξίας.
Για να μην μπλέξουμε σε μια βυζαντινολογία, η οποία θα συσκοτίσει τους όρους της τρέχουσας ανάλυσης, θα μείνω στην εκδοχή του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που ταυτίζει το κέρδος με την υπεραξία, αν και η διαφοροποίηση των εννοιών αυτών είναι καθοριστική, προκειμένου να μπορέσουμε να καταλάβουμε το τι πραγματικά συνέβη στο καπιταλιστικό σύστημα, κατά το διάβα του χρόνου, από την εποχή των κλασικών οικονομολόγων (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Καρλ Μαρξ), μέχρι τις ημέρες μας.
Μένοντας, λοιπόν, στην μαρξική ανάλυση, πρέπει να πούμε ότι το κεφάλαιο (κ) συναποτελείται από το σταθερό κεφάλαιο (σ), που είναι το τμήμα εκείνο του κεφαλαίου το οποίο κατευθύνεται στα μέσα παραγωγής, τα οποία χρησιμοποιούν οι εργάτες, για την παραγωγή των προϊόντων και στο μεταβλητό κεφάλαιο (μ), το οποίο κατευθύνεται προς την πληρωμή των εργατών.
Έτσι το ποσοστό του κέρδους/υπεραξίας (πκ) ορίζεται ως : υ/σ+μ και διαιρώντας τον αριθμητή και τον παρονομαστή, στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης, με το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) έχουμε :
Ποσοστό κέρδους (πκ)=υ/μ/σ/μ+1, όπου το υ/μ εκφράζει τον βαθμό εκμετάλλευσης των εργατών και το σ/μ, εκφράζει την αποκαλούμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, δηλαδή την αναλογία σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, που παραπέμπει στην σχέση ανάμεσα στην νεκρή και την ζωντανή εργασία. Αυτές είναι οι εξισώσεις του γερο - Μαρξ, που τίθενται προς εξέταση. Οι εξισώσεις αυτές, υποτίθεται ότι λειτουργούν, σε ένα διπλό επίπεδο : Στο επίπεδο της οικονομίας, ως νόμοι, που διέπουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στο επίπεδο της κοινωνίας, ως μηχανισμοί που οδηγούν στην λεγόμενη κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή.
Οι μαρξικές, λοιπόν, εξισώσεις (υ/μ και σ/μ και η περίφημη πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, ήτοι η σχέση του κέρδους - υπεραξίας - μεταβλητού κεφάλαιου) και οι σε αυτές αποδιδόμενες κυκλικές κρίσεις υπερπαραγωγής, δεν έχουν ουσία και δεν είναι καθοριστικές, ούτε για την καπιταλιστική οικονομία, ως παραγωγικό μοντέλο (αν και ως διανεμητική και καταναλωτική λειτουργία, μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού μπορούν να παίξουν έναν ρόλο, υπό προϋποθέσεις κάποιες από αυτές, εφ' όσον διαπιστωθεί η λειτουργία τους και συσχετισθούν με φαινόμενα υποκατανάλωσης, τα οποία περιοδικά κάνουν την εμφάνισή τους στην οικονομική λειτουργία), ούτε για την για την πορεία της αποκαλούμενης κοινωνικοαπελευθερωτικής αλλαγής. Αν είχαν και αν ήσαν, αυτό θα είχε φανεί στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας, από την εποχή του Μαρξ, μέχρι τώρα, έτσι όπως εκείνος προσδιόριζε αυτές τις σχέσεις των εξισώσεων και των κρίσεων με την κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή, δηλαδή με την πτώση του καπιταλισμού, ως οικονομικού συστήματος και την νομοτελειακή αντικατάστασή του από τον σοσιαλισμό, κάτι που, φυσικά, δεν έγινε. Αυτή είναι η αλήθεια.
Δεν είναι το πηλίκο της συνολικής υπεραξίας (υ) προς το κεφάλαιο (κ), όπως θεωρεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Το κέρδος, ως έννοια και ως μέγεθος διαφοροποιείται από την υπεραξία, διότι όταν μιλάμε για το κέρδος, μιλάμε περί ενός τμήματος της συνολικής υπεραξίας, το οποίο στην εποχή του Καρλ Μαρξ ήταν και το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της υπεραξίας, το οποίο, για λόγους απλούστευσης, ουκ ολίγες φορές, ο Μαρξ και οι μαρξιστές ταύτισαν με την υπεραξία, επειδή το μέγεθος των υπολοίπων τμημάτων της ήταν, ως προς το κέρδος, συγκριτικά, αναξιόλογο.
Έτσι, το ποσοστό του κέρδους, κυριολεκτώντας, διαφοροποιείται, σε σχέση με το ποσοστό της υπεραξίας και ορίζεται, ως το πηλίκο του συνολικού κερδους (κερ) προς το κεφάλαιο (κ). Εκτός, εάν θέλουμε να υποκαταστήσουμε το κλασικό ορισμό του Καρλ Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, με τον ορισμό της πτωτικής τάσης του ποσοστού της υπεραξίας.
Για να μην μπλέξουμε σε μια βυζαντινολογία, η οποία θα συσκοτίσει τους όρους της τρέχουσας ανάλυσης, θα μείνω στην εκδοχή του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που ταυτίζει το κέρδος με την υπεραξία, αν και η διαφοροποίηση των εννοιών αυτών είναι καθοριστική, προκειμένου να μπορέσουμε να καταλάβουμε το τι πραγματικά συνέβη στο καπιταλιστικό σύστημα, κατά το διάβα του χρόνου, από την εποχή των κλασικών οικονομολόγων (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Καρλ Μαρξ), μέχρι τις ημέρες μας.
Μένοντας, λοιπόν, στην μαρξική ανάλυση, πρέπει να πούμε ότι το κεφάλαιο (κ) συναποτελείται από το σταθερό κεφάλαιο (σ), που είναι το τμήμα εκείνο του κεφαλαίου το οποίο κατευθύνεται στα μέσα παραγωγής, τα οποία χρησιμοποιούν οι εργάτες, για την παραγωγή των προϊόντων και στο μεταβλητό κεφάλαιο (μ), το οποίο κατευθύνεται προς την πληρωμή των εργατών.
Έτσι το ποσοστό του κέρδους/υπεραξίας (πκ) ορίζεται ως : υ/σ+μ και διαιρώντας τον αριθμητή και τον παρονομαστή, στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης, με το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) έχουμε :
Ποσοστό κέρδους (πκ)=υ/μ/σ/μ+1, όπου το υ/μ εκφράζει τον βαθμό εκμετάλλευσης των εργατών και το σ/μ, εκφράζει την αποκαλούμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, δηλαδή την αναλογία σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, που παραπέμπει στην σχέση ανάμεσα στην νεκρή και την ζωντανή εργασία. Αυτές είναι οι εξισώσεις του γερο - Μαρξ, που τίθενται προς εξέταση. Οι εξισώσεις αυτές, υποτίθεται ότι λειτουργούν, σε ένα διπλό επίπεδο : Στο επίπεδο της οικονομίας, ως νόμοι, που διέπουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στο επίπεδο της κοινωνίας, ως μηχανισμοί που οδηγούν στην λεγόμενη κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή.
Οι μαρξικές, λοιπόν, εξισώσεις (υ/μ και σ/μ και η περίφημη πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, ήτοι η σχέση του κέρδους - υπεραξίας - μεταβλητού κεφάλαιου) και οι σε αυτές αποδιδόμενες κυκλικές κρίσεις υπερπαραγωγής, δεν έχουν ουσία και δεν είναι καθοριστικές, ούτε για την καπιταλιστική οικονομία, ως παραγωγικό μοντέλο (αν και ως διανεμητική και καταναλωτική λειτουργία, μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού μπορούν να παίξουν έναν ρόλο, υπό προϋποθέσεις κάποιες από αυτές, εφ' όσον διαπιστωθεί η λειτουργία τους και συσχετισθούν με φαινόμενα υποκατανάλωσης, τα οποία περιοδικά κάνουν την εμφάνισή τους στην οικονομική λειτουργία), ούτε για την για την πορεία της αποκαλούμενης κοινωνικοαπελευθερωτικής αλλαγής. Αν είχαν και αν ήσαν, αυτό θα είχε φανεί στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας, από την εποχή του Μαρξ, μέχρι τώρα, έτσι όπως εκείνος προσδιόριζε αυτές τις σχέσεις των εξισώσεων και των κρίσεων με την κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή, δηλαδή με την πτώση του καπιταλισμού, ως οικονομικού συστήματος και την νομοτελειακή αντικατάστασή του από τον σοσιαλισμό, κάτι που, φυσικά, δεν έγινε. Αυτή είναι η αλήθεια.
Για τον εγελιανό Καρλ Μαρξ η οικονομική του ανάλυση ήταν καθοριστική, για την εξέλιξη του καπιταλισμού και οι παραπάνω εξισώσεις - υποτίθεται - ότι αποδείκνυαν και καθόριζαν το αναπόδραστο γεγονός ότι ο καπιταλισμός είχε ημερομηνία λήξης, αφού αυτές οι εξισώσεις προσδιόριζαν ότι ο ώριμος καπιταλισμός της (αγγλικής κατά βάσιν, αλλά όχι μόνον) κοινωνίας της εποχής του - υποτιθέται ότι - βάδιζε στην σύγκρουση, ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή στην αδυναμία του καπιταλισμού να αναπτυχθεί. Εξ ου και η - υποτιθέμενη - αντικατάσταση του ανίκανου, προς ανάπτυξη, καπιταλισμού, με τον σοσιαλισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι θα ανέπτυσσε τις παραγωγικές δυνάμεις.
Μέσα στο κλειστό μαρξιστικό σχήμα του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, αυτή η πρωτοκαθεδρική οικονομική ανάλυση και οι συναφείς εξισώσεις έχουν τον χαρακτήρα των σκληρών νόμων, με ντετερμινιστική διάσταση. Θα συμβούν, δηλαδή, ανεξάρτητα από τις ανθρώπινες βουλήσεις, επιδιώξεις και τους σκοπούς των υποκειμένων και θα οδηγήσουν στον σοσιαλισμό, με την άνοδο του κοινωνικά πλειοψηφικού (κατά βάση βιομηχανικού) προλεταριάτου.
Ουδέν, εξ αυτών, συνέβη. Ο κλασσικός καπιταλισμός του Μαρξ άλλαξε (με κρίσεις, με πολέμους, με επαναστάσεις, αλλά και με την βελτίωση των γνώσεων των αρχουσών τάξεων και των διανοουμένων τους) και μετατράπηκε στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό της εποχής μας - υπό όλες του τις εκδοχές -, στον οποίο ο κεϋνσιανισμός έδωσε εκείνη την οικονομοτεχνική τεχνολογία και το κοινωνικό οπλοστάσιο, για να μπορεί να αναπτύσσεται αδιάκοπα στο βάθος του μη προβλέψιμου μελλοντικού χρόνου, ξεπερνώντας την βαθιά και καθοριστική κρίση του μεγάλου κραχ του 1929, αρχικά και τις υφέσεις, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός της εποχής μας γραφειοκρατικοποίησε το προλεταριάτο και την .... υπεραξία την ίδια (!). Είναι, εμπειρικά και άμεσα, ορατό, για παράδειγμα, το γεγονός ότι στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο της εποχής μας το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι μια μειοψηφία στο σύνολο ενός πλήθους ''χαρτογιακάδων'' εργαζομένων στον χώρο των υπηρεσιών - και όχι μόνον. Δηλαδή, ακολουθώντας την γραφειοκρατικοποίηση της οικονομίας, με το τεράστιο παρεμβατικό κράτος (ακόμα στην πιο ''φιλελεύθερη'' οικονομία των Η.Π.Α., το 30% του ΑΕΠ παράγεται μέσα στα παίσια του αμερικανικού κράτους), γραφειοκρατικοποιήθηκε και το ίδιο, ακόμα και μέσα στα εργοστάσια.
Η γραφειοκρατικοποίηση της υπεραξίας είναι και αυτή ολοφανερή, αφού, ενώ στην εποχή του Μαρξ η υπεραξία είχε ένα περιορισμένο περιεχόμενο [ταυτιζόταν με το κέρδος (δηλαδή τις επενδύσεις + την κατανάλωση του καπιταλιστή) + τις πληρωμές των μη παραγωγικά εργαζόμενων (δηλαδή μπράβων, υπηρετών κ.α.) + τους λιγοστούς φόρους στο κράτος, που ήταν η αστυνομία, ο στρατός και μια μικρή δημόσια διοίκηση], τα πράγματα άλλαξαν στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, αφού στην έννοια της υπεραξίας υπεισέρχονται οι τεράστιες δαπάνες του κράτους, που πήραν αυτή την έκταση, λόγω των πολιτικών τόνωσης της ζήτησης, που εισηγήθηκαν και εφάρμοσαν ο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς και οι μετακεϋνσιανοί οικονομολόγοι.
Οι δαπάνες αυτές δεν ήσαν μόνον οι στρατιωτικές, αλλά και οι τεράστιες κοινωνικές μεταβιβαστικές πληρωμές, οι επιδοτήσεις, η κάλυψη των ελλειμμάτων των μεγάλων επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, κλπ., οι οποίες στηρίζουν την ολική ζήτηση του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλιστικού οικοδομήματος, τις οποίες εμβρυϊκά και περιορισμένα είχαν γνωρίσει μερικοί - όχι όλοι - κλασσικοί πολιτικοί της σοσιαλδημοκρατίας - με την παλιά επαναστατική έννοια της λέξης - (Μαρξ, Ένγκελς, Μπακούνιν, Λένιν, Τρότσκυ), ενώ οι κλασσικοί οικονομολόγοι (Άνταμ Σμιθ, Ρόμπερτ Τόμας Μάλθους και Νταίηβιντ Ρικάρντο) δεν τις είχαν γνωρίσει καθόλου.
Ομοίως σημαντική είναι και η γραφειοκρατικοποίηση της ιδιωτικής υπεραξίας, ως αποτέλεσμα της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών και της συνακόλουθης εισαγωγής των μεθόδων, των τεχνικών των πωλήσεων και του marketing στις επιχειρήσεις, που μπαίνουν στο συνολικό κόστος (και φυσικά στην υπεραξία, αφού οι εργάτες τους πληρώνουν όλους αυτούς, μέσα από την παραγωγική εργασία τους).
Όλα αυτά, που, συνοπτικά, εδώ, περιγράφω, ήσαν αδιανόητα για την εποχή του Μαρξ και για την οικονομική ανάλυση του πρωτεύοντος βιβλίου του, δηλαδή ''ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ'' και τις εξισώσεις του. Αυτά, όμως, έσωσαν τον κλασσικό καπιταλσμό και τον μετασχημάτισαν στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό.
Γι' αυτό και οι μαρξικές εξισώσεις και οι κρίσεις υπερπαραγωγής, που περιγράφονται στο βιβλίο του Μαρξ ''ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ'' δεν αποδόμησαν τον καπιταλισμό, όπως ο Μαρξ πίστευε και ήθελε να αποδείξει ότι θα συμβεί νομοτελειακά και πέραν από τις όποιες ανθρώπινες θελήσεις, μέσα από την σύγκρουση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων με τις παραγωγικές δυνάμεις και την αντικατάσταση του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό.
Η αδυναμία των μαρξικών εξισώσεων και των κρίσεων υπερπαραγωγής να καταδείξουν την αποδόμηση του καπιταλιστικού συστήματος σημαίνει ότι αυτές δεν έχουν την ουσία, που ήθελε ο Μαρξ να τους αποδώσει και ότι δεν είναι νομοτελειακή η κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή, η οποία δεν πηγάζει από αυτές τις εξισώσεις και τις κρίσεις υπερπαραγωγής, που, λίγο - πολύ, έχουν αντιμετωπισθεί, μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου κεϋνσιανού γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι όλα για πέταμα από τον Μαρξ. Όμως, σίγουρα είναι για πέταμα, όλη η εγελιανή κατασκευή του ιστορικού υλισμού, πάνω στην οποία οικοδομήθηκαν και της οποίας την ορθότητα θέλησαν να καταδείξουν οι μαρξικές εξισώσεις, αφού η ιστορία απέδειξε ότι απέτυχαν παταγωδώς, σε αυτή τους την αποστολή. Κατά τα άλλα, διατηρούν κάποια σχετική αξία, για την παρακολούθηση των σκαμπανεβασμάτων των δεικτών και αυτών που θέλουν να περιγράψουν και τίποτε περισσότερο.
Και επειδή η σύγχρονη οικονομική επιστήμη έχει προχωρήσει ιλιγγιωδώς από την εποχή του Μαρξ, πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει να παρακολουθούμε την βασική σχέση ανάμεσα στα οικονομικά μεγέθη ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ - ΕΠΕΝΔΥΣΗ - ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ και τον ρόλο των κρατικών πολιτικών για την εξισορρόπισή τους, μέσα στις σύγχρονες γραφειοκρατικές καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως επίσης, ανάλογη μεγάλη σημασία έχει το να παρακολουθούμε την πορεία των μεγεθών της εξίσωσης του Ίρβινγκ Φίσερ, για την αξία του χρήματος [P = M1 x VI + M2 x V2 / T (όπου P = η αξία του χρήματος, Μ1 και Μ2 οι τραπεζικές καταθέσεις και το κυκλοφορούν χρήμα, V1 και V2, οι ταχύτητες κυκλοφορίας τους και Τ ο συνολικός όγκος του εμπορίου)] και τις πολιτικές που ακολουθούνται και αφορούν τους χειρισμούς των μεγεθών αυτών.
Αλλά όλα αυτά δεν έχουν σχέση, με το περιεχόμενο της κοινωνικοαπελευθερωτικής αλλαγής, ή, αν έχουν, η σχέση τους είναι μικρή, με αυτήν και σίγουρα δεν την επικαθορίζουν, αφού, κάλλιστα, μια ανατροπή του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νεοφαραωνικό κοινωνικό σύστημα. Και στην πράξη, μάλιστα, κόντεψε αυτό το νεοφαραωνικό καθεστώς να έλθει, με κυρίαρχη ιδεολογία τον μαρξισμό.
Σκληρόν, αλλά αληθές.
Οι μαρξικές εξισώσεις, μέσα στο πλαίσιο του μαρξικού ιστορικισμού, όπως αυτός εκφράστηκε με την θεωρία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, δεν χρησιμοποιήθηκαν, ως απλά μακροοικονομικά μεγέθη, για να περιγράψουν μια, ακόμα, - επιτυχή, ή όχι - οικονομική ανάλυση και θεωρία. Ο Καρλ Μαρξ θεωρούσε τον εαυτό του κοινωνικό επαναστάτη και ''ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ'' και οι εξισώσεις του γράφτηκαν από αυτόν, για να αποδείξει το προφανές, σε όλους τους μαρξιστές (της εποχής του και τους μετά από αυτόν) : Την αναγκαιότητα της κοινωνικοαπελευθερωτικής αλλαγής, ως σκληρής και αναπόφευκτης νομοτέλειας, πέρα και πάνω από τις θελήσεις και τις επιδιώξεις των ανθρώπων και των κοινωνικών τους τάξεων, αφού, με την σύγκρουση ανάμεσα στις καπιταλιστικές παραγωγικές δυνάμεις και στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, φανερώνεται η ανικανότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις.
Έτσι, ''οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται'', κατά τον Μαρξ, αφού το επαναστατικό (βιομηχανικό κατά βάση) προλεταριάτο θα αναλάβει, με την οικοδόμηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, να αναπτύξει τις κοινωνικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις. Αυτό είναι το κλειστό ντετερμινιστικό οικονομικό και κοινωνικό σχήμα του μαρξικού ''ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ'' και των μεταγενέστερων μαρξιστών.
Όλα αυτά θεμελιώνονται στις μαρξικές εξισώσεις (βαθμός εκμετάλλευσης, οργανική σύνθεση του κεφάλαιου, πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους) και στις κρίσεις υπερπαραγωγής και αυτό επειδή αυτές οι εξισώσεις και οι κρίσεις υπερπαραγωγής αποδεικνύουν και οδηγούν (ως μαθηματική έκφραση και επιστημονική οικονομική συμπύκνωση των αλληλοσυγκρουόμενων κοινωνικών δυνάμεων, μέσα στον καπιταλισμό - αυτόν, που αποκαλείται ''καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής'' -) στην αναπόδραστη καταστροφή του καπιταλισμού, με επαναστατικό υποκείμενο το προλεταριάτο. Χωρίς αυτές - τις εξισώσεις και τις συνακόλουθες κρίσεις - δεν υπάρχει μαρξική οικονομική ανάλυση και χωρίς αυτές, δεν υπάρχει και κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή, αν και το τελευταίο παραμένει κοινωνιολογικά σκοτεινό.
Ουδέν εξ αυτών συνέβη. Να λέμε τώρα ότι η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους είναι κάτι το συγκυριακό, ή ότι οι κρίσεις υπερπαραγωγής ''δεν πρέπει να αποδίδονται στην επενέργεια κάποιας διαρκώς δρώσας αιτίας όπως η υποκατανάλωση των λαϊκών μαζών ή μια –μονίμως– πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους'', όπως ισχυρίζονται διάφοροι μαρξιστές, πέρα από σχολαστικισμό - όταν επιθυμούμε να μείνουμε στα πλαίσια των μαρξιστικών αναλύσεων και να τις ''σώσουμε'' -, αποτελεί και μια αναθεώρηση, η οποία δεν σώζει, αλλά, αντίθετα, γκρεμίζει το μαρξικό έργο, έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε στο βιβλίο του ''ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ'' και έτσι, όπως εκφράστηκε στην μαρξική ντετερμινιστική θεωρία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Ούτε ''η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους'', ούτε η ''οργανική σύνεση του κεφάλαιου'', ούτε ο ''βαθμός εκμετάλλευσης'', ούτε οι ''κρίσεις υπερπαραγωγής'' παίζουν ρόλο στο ζητούμενο.
Επίσης, ότι οι θέσεις πλείστων μαρξιστών, για την υπεραξία, μένουν αρχαϊκές (π.χ. πολλοί μένουν στο κλασικό σχήμα του Μαρξ, που λέει ότι ''η υπεραξία πάει στους καπιταλιστές για ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και για την επέκταση της παραγωγής'' - προφανώς εννοούν τις επενδύσεις, γιατί και ο Μαρξ και οι κλασσικοί οικονομολόγοι, αυτές εννοούν όταν αναφέρονται στην επέκταση της παραγωγής. Δεν είναι έτσι, πιά, λόγω της γραφειοκρατικοποίησης της υπεραξίας και της εργατικής τάξης, ως συνακόλουθων αποτελεσμάτων της γενικώτερης γραφειοκρατικοποίησης της οικονομίας στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό).
John Maynard Keynes
Είναι ο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς και οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι (ήτοι Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ κλπ), που, ξεπερνώντας τον Καρλ Μαρξ και τους κλασικούς και νεοκλασικούς οικονομολόγους, έδειξαν την διέξοδο στις αρχαϊκές ανεπάρκειες του συστήματος και ώθησαν στην γραφειοκρατικοποίηση τον καπιταλισμό. Και για να το καταφέρουν αυτό, σίγουρα, κάτι αξίζουν, αφού έδωσαν στις άρχουσες τάξεις - καπιταλιστές και τεχνοδομή των μεγάλων επιχειρήσεων - την οικονομοτεχνική τεχνολογία και την συνακόλουθη κοινωνική μηχανική, για το ξεπέρασμα των αρχαϊκών αδυναμιών του παλαιού κλασικού καπιταλισμού, τις οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν ο Μαρξ και οι εξισώσεις του και ο οποίος κλασσικός καπιταλισμός εξέπνευσε με την κρίση του 1929 και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Μαρξ, ως κοινωνικός επιστήμονας, ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε, περισσότερο, ως κοινωνιολόγος και λιγότερο, ως οικονομολόγος. Ο μαρξισμός, επίσης, ως θεωρία, με υλική δύναμη, που μετετράπη σε ιδεολογία, έτσι όπως την εννοούσε ο εγελιανός ντετερμινιστής Μαρξ, έγινε η άρχουσα ιδεολογία της εξουσιαστικής (κυβερνώσας ή μη) γραφειοκρατίας των οργανώσεων της εργατικής τάξης και των χωρών, που επικράτησε ο ''υπαρκτός σοσιαλισμός'' - παρών και ανατραπείς - και παραλίγο να μας οδηγήσει σε ένα παγκόσμιο νεοφαραωνικό καθεστώς (τα γιατί και το πως και ποιές οι ευθύνες του Μαρξ έχουν, ήδη, περιγραφεί στα προηγούμενα σημειώματά μου), κάτι, που προς το παρόν αποφεύχθηκε.
Γι' αυτό και όλες οι προσπάθειες να αντιδιασταλεί η μαρξιστική ιδεολογία, από την μαρξική θεωρία, στερούνται νοήματος και εισάγουν, κατ' ευθείαν, τον μυστικισμό. Πολύ περισσότερο, που ο μαρξισμός, από ''λαϊκή'' ιδεολογία , εν τέλει, κατέστη - όπως προείπα και επαναλαμβάνω, για να γίνει περισσότερο κατανοητό - ιδεολογία της γραφειοκρατίας των ειδικών του ''επιστημονικού σοσιαλισμού'' (δηλαδή του μαρξισμού) των επαγγελματιών επαναστατών, που γνωρίζουν και εισάγουν την ταξική πολιτική συνείδηση στους αμαθείς και ταλαίπωρους προλετάριους, οι οποίοι δεν την έχουν και την περιμένουν από τους αστούς διανοούμενους, ως μάνα εξ ουρανού.
Αυτή είναι η ουσία της ιστορίας, με τον Μαρξ και την θεωρία του, η οποία ιστορία, για τον Μαρξ - σωστά - αποτελεί το πεδίον της κρίσεως όλων των θεωριών και των δημιουργών τους. Και φυσικά και της δικής του και του ιδίου του εαυτού του.
Αν αυτό δεν κατανοηθεί, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα και γι' αυτό, θα καταλήξουμε, σαν τους σχολιαστές των πατερικών κειμένων του Μεσαίωνα και σαν τους απίθανους σχολιαστές των μαρξικών θεωριών, γύρω από το ''τι πραγματικά είπε'' ο Μαρξ, ή ο Λένιν, ή οι λοιπές προσωπικότητες, που βρίσκονται στο μαρξιστικό πάνθεον. Αυτά, φυσικά, αποτελούν σχολαστικισμό, που έρχεται να μυστικοποιήσει, προκειμένου να αποκρύψει αυτό που πραγματικά συνέβη.
Τέλος, επαναλαμβάνω, για μία ακόμη φορά, ότι, με όσα λέμε, γυρνάμε, δυστυχώς, πάντα, στο παρελθόν και δεν βλέπουμε το μέλλον. Δεν κάνουμε προτάσεις, δεν εισηγούμεθα νέες ιδέες. Και αυτό αποτελεί, ακόμα, μια ήττα, ανάμεσα στις άλλες...
Σχόλια
απανταει και στο αρθρο αυτο.
Ο Μαρξ παραμενει παντα επικαιρος και ο νομος της πτωτικης τασης εν ισχυ.
Αντιθετα ο Κευνς παροτι προσεφερε φιλι ζωης πολλων δεκαετιων στον καπιταλισμο, θα μας απασχολησει λιγοτερο στον αιωνα που προκειται να ερθει.. Εχει ημερομηνια ληξης η χρησιμοτητα των θεωριων του.
Ο παράγοντας αυτός είναι το επίπεδο των κοινωνικών αγώνων των εργαζομένων και η θεσμική κατοχύρωση των κατακτήσεών τους. Δηλαδή, μιλώντας ειδικότερα και συγκεκριμένα, το επίπεδο της διαχρονικής αλλά και της καθημερινής ταξικής πάλης στους χώρους δουλειάς, αλλά και στην ευρύτερη πολιτικοοικονομική και κοινωνική ζωή (για την οποία ταξική πάλη ο πολιτικός, ο κοινωνιολόγος και ο φιλόσοφος Καρλ Μαρξ μίλησε, για να την αγνοήσει ως μέγεθος, όταν, ως οικονομολόγος, επεξεργαζόταν τον "νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους").
Έτσι, η εξέλιξη των ποσοστών των κερδών στην καπιταλιστική οικονομία, διαχρονικά και τα σκαμπανεβάσματά τους, ήσαν προϊόν και των κοινωνικών αγώνων. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κάποιος άτεγκτος κανόνας, που να προσδιορίζει την τελική τάση των ποσοστών των κερδών. Στην περίοδο της παλιρροιακής ροής των κοινωνικών αγώνων, το ποσοστό των κερδών παρουσιάζει μια πτώση, ενώ στην φάση της άμπωτης των κοινωνικών αγώνων (σαν αυτή που ζούμε τώρα) το ποσοστό των κερδών αυξάνει – και αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι και οι λοιποί προσδιοριστικοί παράγοντες της εξέλιξης των ποσοστών των κερδών τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όλα αυτά τα περί νόμου της "πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους" είναι αδιάφορα (ακόμα και αν δεχθούμε ότι αυτό το ποσοστό βαίνει μειούμενο, σε διαχρονική βάση), για την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας (η οποία βαίνει ολοένα και περισσότερο γραφειοκρατικοποιούμενη, γραφειοκρατικοποιώντας το εργατικό δυναμικό και την ίδια την αστική τάξη, δηλαδή, τελικά και την ίδια την υπεραξία, ως μέγεθος) και πολύ περισσότερο για την περίφημη μαρξική κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή (δηλαδή το πέρασμα στον "σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής"). Ο καπιταλισμός, ως σύστημα, μπορεί να λειτουργήσει και με μειωμένα ποσοστά κερδών, ενώ η κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή δεν σχετίζεται καν με αυτό το οικονομικό μέγεθος.
Αυτά είναι κάποια πρώτα σχόλια, όσον αφορά το, πράγματι, ενδιαφέρον θέμα της (πραγματικής ή υποθετικής) πτωτικής τάσης του ποσοστού των κερδών, που όπως έχω και γράψει αλλού, όλοι σχεδόν οι οικονομολόγοι πριν από τον Μαρξ πίστευαν, ότι το ποσοστό κέρδους μακροπρόθεσμα μειώνεται (ο Adam Smith πίστευε, ότι πέφτει, λόγω του ανταγωνισμού, ενώ ο David Ricardo απέδιδε την πτώση του στην φθίνουσα αποδοτικότητα των νέων γαιών, με τον Μαρξ να είναι αυτός που συνέδεσε την πτώση του ποσοστού του κέρδους με τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές παραγωγής και τον βαθμό αξιοποίησης του κεφαλαίου). Με το θέμα αυτό θα ασχοληθώ, εκτενέστερα, σε επόμενο άρθρο μου, αλλά και όσα παρουσίασα και εξέθεσα εδώ, είναι αρκετά.
Τα υπόλοιπα περί Κέϋνς και κεϋνσιανισμού, αποτελούν προβλέψεις, που αγγίζουν τα όρια της προφητείας. Και όπως συμβαίνει με τις προβλέψεις και τις προφητείες, αυτές έχουν ένα καλό (ή κακό, ανάλογα με το πώς το βλέπει κάποιος) : Επιβεβαιώνονται, ή – συνήθως - διαψεύδονται…
Σε αυτο το αρτια δομημενο επιχειρημα του Σταυρου Μαυρουδεα (οτι στην ουσια η θεωρια που καλυτερα περιγραφει την σημερινη πραγματικοτητα ειναι ο νομος πτωτικης τασης και η κριση υπερσυσσωρευσης) μπορεις να αντιπαραβαλλεις κατι;
Το παραθετω ξεχωριστα σαν απαντηση στην ερωτηση της συνεντευξης
//: Ωστόσο ακόμα και μεταξύ των ακαδημαϊκών που εντάσσονται στο ριζοσπαστικό κομμάτι της Οικονομικής Επιστήμης υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά με τα αίτια της οικονομικής κρίσης. Χονδρικά μπορούμε να θέσουμε τρεις προσεγγίσεις: α) Πως πρόκειται για κρίση χρηματιστικοποίησης β) Πως πρόκειται για κρίση υποκατανάλωσης και γ) Πως πρόκειται για κρίση υπερσυσσώρευσης, a-la-Marx. Θα θέλαμε να μας πείτε σε ποια φάση βρίσκεται αυτή η διαμάχη και κατά πόσο ενέχουν πολιτικές και κινηματικές προεκτάσεις.
ΣΜ: Είναι γεγονός ότι, όπως προανέφερα, η σημερινή κρίση δεν βρίσκει την Μαρξιστική και την ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Οι αντιδραστικές αλλαγές και ανατροπές και οι ήττες του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, ιδιαίτερα στις πιο αναπτυγμένες χώρες έπαιξε ένα κρίσιμο ρόλο σ’ αυτό. Μάλιστα, οδήγησε πολλούς θεωρητικούς να συγχωνεύσουν την Μαρξιστική ανάλυση με θεωρίες ετερόδοξων ρευμάτων (όπως του μετα-κεϋνσιανισμού και του θεσμισμού) προσπαθώντας έτσι να αποφύγουν τον στιγματισμό ως «κόκκινοι» και να διατηρήσουν μία επαφή με το επίσημο επιστημονικό και πολιτικό σκηνικό. Για όποιον έχει ζήσει ιδιαίτερα σε αγγλοσαξωνικές (αλλά όχι μόνο) χώρες το φαινόμενο αυτό είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Αυτή η σύμμειξη Μαρξισμού και ετεροδοξίας δεν έγινε κυρίως για λόγους βελτίωσης της αναλυτικής ικανότητας της θεωρίας (πράγμα θεμιτό) αλλά για λόγους ακαδημαϊκής και πολιτικής επιβίωσης αλλά εις βάρος – κατά την ταπεινή μου γνώμη – της αναλυτικής αποτελεσματικότητας της θεωρίας. Με λίγα λόγια, αυτές οι συμμείξεις του Μαρξισμού με την αστική ετεροδοξία ουσιαστικά υπήγαγαν τον πρώτο στην δεύτερη και αντί να βελτιώσουν επιδείνωσαν την ερμηνευτική του ικανότητα. Το κόστος αυτών των εξελίξεων φαίνεται ιδιαίτερα στις ερμηνείες της σημερινής κρίσης και έχει εξόχως πολιτικά συνεπακόλουθα.
Ως γνωστόν τόσο οι νεοσυντηρητικές όσο και οι κεϋνσιανές αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι η σημερινή κρίση είναι μία απλά χρηματοπιστωτική κρίση που προέκυψε είτε από την απληστία των golden boys του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τις χαλαρές νομισματικές πολιτικές (για το νεοσυντηρητισμό) είτε/και από την υπερβολική απόσυρση του κράτους και την ελλειπή ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (για τους κεϋνσιανούς). Και στις δύο εκδοχές η κρίση θεωρείται ότι δεν ξεκίνησε από την λεγόμενη πραγματική οικονομία αλλά από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και αυτό γιατί υπήρξαν είτε ατομικές αβλεψίες (τα golden boys), είτε εσφαλμένες πολιτικές. Άρα η κρίση δεν είναι αντικειμενικό οργανικό πρόβλημα του συστήματος αλλά αποτέλεσμα υποκειμενικών σφαλμάτων. Αυτό διευκολύνει για δύο λόγους. Πρώτον, εάν το πρόβλημα πηγάζει από τον σκληρό πυρήνα της καπιταλιστικής συσσώρευσης (δηλαδή την πραγματική οικονομία) τότε συνάγεται εύκολα ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι εγγενώς επιρρεπές σε κρίσεις και συνεπώς ξαναμπαίνει στην ατζέντα το αποδιοπομπαίο ζήτημα του σοσιαλισμού. Δεύτερον, εάν υπαίτιοι για την κρίση είναι επιμέρους παράγοντες και πολιτικές του συστήματος τότε δεν επιρρίπτεται η ευθύνη στο σύνολο του και μπορούν να εξευρεθούν βολικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι που θα δικαιολογήσουν και την απαίτηση νέων, ακόμη πιο οδυνηρών θυσιών από την εργατική τάξη για την υπέρβαση της κρίσης.
Σήμερα, μέσα στην Μαρξιστική και ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία εκφράζονται τρεις ερμηνείες της κρίσης: (α) κρίση χρηματιστικοποίησης, (β) κρίση υποκατανάλωσης, (γ) κρίση a-la-Marx δηλαδή κρίση υπερσυσσώρευσης λόγω πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.
Συνοπτικά, η ερμηνεία της χρηματιστικοποίησης υποστηρίζει ότι σήμερα ο καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί καθώς το χρηματικό κεφάλαιο έχει υποσκελίσει το παραγωγικό κεφάλαιο ως η ηγεμονική μερίδα του συστήματος. Υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές που κοινή συνισταμένη τους είναι ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μία κρίση a-la-Marx (δηλαδή που ξεκινά από την σφαίρα της παραγωγής) αλλά μία κρίση που ξεκινά από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η παλιότερη εκδοχή είναι αυτή του καπιταλισμού-καζίνο, που υποστηρίζει ότι το χρηματικό κεφάλαιο ηγεμονεύει πάνω στο παραγωγικό κεφάλαιο απομυζώντας υπέρμετρα κέρδη από το τελευταίο (που υπό τον έλεγχο του δημιουργούνται τα κέρδη όλου του συστήματος) και έτσι το οδηγεί στην επενδυτική ασφυξία. Πρόκειται για μία νεο-σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση με σαφή δάνεια από μετα-κεϋνσιανές θεωρίες που ανακαλύπτει νέους ραντιέρηδες (στην θέση είτε της γαιοκτησίας που πολέμησαν οι Σμιθ και Ρικάρντο είτε των ραντιέρηδων που πολέμησε ο Κέυνς). Καλεί δε το εργατικό κίνημα να συμμαχήσει με το παραγωγικό κεφάλαιο ενάντια στους τελευταίους. Η ερμηνεία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει πως μπορεί να υπάρξει μακροχρόνια ένας τέτοιος καπιταλισμός εφόσον ο τόκος (χονδρικά το μερίδιο του χρηματικού κεφαλαίου) προέρχεται από την υπεραξία που εξάγεται από το παραγωγικό κεφάλαιο. Δηλαδή πως μπορεί να επιβιώσει για δεκαετίες ένα σύστημα υπεξαίρεσης πλούτου που πνίγει την μηχανή που τον παράγει. Επιπλέον, η θεωρία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει τις πολλαπλές συμφύσεις του «παράσιτου» με το παραγωγικό κεφάλαιο και τις σοβαρές διευκολύνσεις που το πρώτο παρέχει στο δεύτερο.
Μία νεώτερη πιο εμβριθής εκδοχή υποστηρίζει ότι ο «νέος καπιταλισμός» χαρακτηρίζεται από την πλήρη αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου. Το τελευταίο δεν αντλεί πλέον τα εισοδήματα του από την αναδιανομή της υπεραξίας που εξάγει το παραγωγικό κεφάλαιο αλλά εκμεταλλεύεται το ίδιο κατευθείαν τους εργαζόμενους. Επιδίδεται δηλαδή σε μία «χρηματική εκμετάλλευση» ή «χρηματική ιδιοποίηση» που δεν διαφέρει από την τοκογλυφία. Μάλιστα υποστηρίζεται ότι ο νέος αυτός τύπος χρηματικού κεφαλαίου έχει συστηματικά μεγαλύτερα ποσοστά κερδοφορίας από το παραγωγικό και εμπορικό κεφάλαιο. Κατά τα άλλα, όσον αφορά την εξήγηση του μηχανισμού της σημερινής κρίσης η θεωρία αυτή ακολουθεί την πεπατημένη των μετα-κεϋνσιανών νομισματικών θεωριών (ιδιαίτερα της παράδοσης του Μίνσκυ) και φυσικά αποφαίνεται ότι δεν πρόκειται για μία κρίση a-la-Marx. Αυτή η εκδοχή ενός νεο-τοκογλυφικού χρηματικού καπιταλισμού έχει επίσης σοβαρά αναλυτικά και εμπειρικά προβλήματα. Όσον αφορά την ανάλυση αρνείται την μαρξιστική θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας του χρηματεμπορικού και του τοκοφόρου κεφαλαίου και ουσιαστικά δημιουργεί ένα νέο τύπο τοκογλυφικού χρηματικού κεφαλαίου που όμως μάλλον απέχει δραματικά από την πραγματικότητα. Επίσης η θέση ότι αυτό το νέο χρηματικό κεφάλαιο δεν υπόκειται μακροχρόνια στην διαδικασία εξίσωσης του ποσοστού κέρδους είναι επίσης μη-ρεαλιστική. Αλλά πάνω απ’ όλα η ερμηνεία αυτή δίνει την εικόνα ενός καπιταλισμού που στο κέντρο του δεν είναι η σχέση πληρωμένου – απλήρωτου χρόνου στην σφαίρα της παραγωγής (δηλαδή η υπεραξία) αλλά μία τοκογλυφική υπεξαίρεση στην σφαίρα της κυκλοφορίας. Είναι γεγονός ότι βραχυχρόνια τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορούν να λειτουργήσουν τοκογλυφικά. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει μακροχρόνια και δομικά γιατί πλέον δεν μιλά κανείς για καπιταλισμό αλλά για κάτι άλλο το οποίο μάλλον περί επιστημονικής φαντασίας πρόκειται. Πολιτικά αυτή η ερμηνεία πάσχει επίσης από τα προαναφερθέντα προβλήματα.
Η ερμηνεία της υποκατανάλωσης υποστηρίζει ότι κάθε οικονομική κρίση προκύπτει από την αδυναμία της ζήτησης να καλύψει την προσφορά εμπορευμάτων λόγω ανεπάρκειας της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Συνεπώς θεωρεί ότι προκύπτει πρόβλημα πραγματοποίησης της αξίας (καθώς εμπορεύματα μένουν απούλητα) και κατά συνέπεια το σύστημα μπαίνει σε κρίση. Η προσέγγιση αυτή επικρίθηκε πολύ νωρίς και βάσιμα για μια σειρά σφάλματα. Ένα κρίσιμο πόρισμα της είναι ότι εάν υπάρξει μία σχεδιασμένη καπιταλιστική διαχείριση της ζήτησης (π.χ. από το κράτος, όπως στις παλιότερες θεωρίες περί οργανωμένου καπιταλισμού) τότε το πρόβλημα των κρίσεων στον καπιταλισμό μπορεί να αντιμετωπισθεί. Κατά συνέπεια το εργατικό κίνημα οδηγείται να συμπλεύσει με έστω φιλολαϊκίζουσες αστικές πολιτικές μεταθέτοντας τους επαναστατικούς του στόχους σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Όσον αφορά την σημερινή κρίση η υποκαταναλωτική ερμηνεία αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα. Πρώτον, παραγνωρίζει ότι πριν από το ξέσπασμα της κρίσης στην αμερικάνικη οικονομία υπήρχε ενίσχυση της κατανάλωσης έστω μέσω της πιστωτικής επέκτασης. Δεύτερον, καταλήγει να στοιχίζεται πίσω από νεο-κεϋνσιανίζουσες πολιτικές διαχείρισης της ενεργούς ζήτησης (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ) ακόμη και όταν καταγγέλλει την ξεδιάντροπη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ουσιαστικά, η ερμηνεία της υποκατανάλωσης έχει συγχωνευθεί σήμερα με αυτή της χρηματιστικοποίησης.
Τέλος, η ερμηνεία της κρίσης υπερσυσσώρευσης λόγω πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους (δηλαδή η κρίση a-la-Marx) αποτελεί, κατά την γνώμη μου, την πιο βάσιμη εξήγηση της κρίσης. Συνοπτικά, η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός είναι εγγενώς επιρρεπής σε οικονομικές κρίσεις. Ο αιτιακός μηχανισμός των κρίσεων είναι κατά βάση ο ίδιος αν και σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους διαφοροποιείται ως προς επιμέρους στοιχεία και μορφές εμφάνισης. Βάση του είναι το ότι στον καπιταλισμό υπάρχει μία εγγενής τάση αύξησης της αξίας των μέσων παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) και συγκράτησης ή και μείωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης (μεταβλητό κεφάλαιο). Συνεπώς ο λόγος της πρώτης προς την δεύτερη (δηλαδή η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου – ΟΣΚ) τείνει να αυξάνεται. Η τάση αυτή προκύπτει από την κατά Marx κυρίαρχη καπιταλιστική μορφή τεχνολογικής αλλαγής που είναι έντασης κεφαλαίου και εξοικονόμησης εργασίας. Η μορφή αυτή τεχνολογικής αλλαγής προκύπτει από τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό και την αποκόμιση προσθέτων κερδών από τα καινοτομούντα ατομικά κεφάλαια. Στο βαθμό που η ΟΣΚ αυξάνει τότε μειώνεται το ποσοστό κέρδους, καθώς αυτά τα δύο μεγέθη κινούνται αντίθετα. Εάν το ποσοστό κέρδους αρχίσει να μειώνεται τότε – συνήθως με μία χρονική υστέρηση – ακολουθεί και η μάζα των κερδών με αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου (καθώς οι νέες επενδύσεις έχουν φθίνουσα κερδοφορία). Η ενίσχυση και επιτάχυνση της διαδικασίας αυτής οδηγεί, από ένα σημείο και μετά, σε οικονομική κρίση και αποεπένδυση, δηλαδή μπλοκάρισμα της ομαλής αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό εκφράζει την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, καθώς το τελευταίο έχει υπεραναπτυχθεί και έχει ξεπεράσει τα κανονικά όρια μεγέθυνσης του. Η κρίση το ανακαλεί απότομα στην πραγματικότητα. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους συνυπάρχει και βρίσκεται σε διαρκή διαπάλη με μία σειρά αντίρροπες τάσεις, όπως οικονομίες στην χρήση σταθερού κεφαλαίου, ανάδυση νέων σφαιρών παραγωγής όπου η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι χαμηλότερη (π.χ. λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ή νέοι κλάδοι), εντατικοποίηση της παραγωγής, επιτάχυνση της περιστροφής του κεφαλαίου, εισαγωγές φθηνών εισροών και συμπίεση των μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης. Η έξοδος από την κρίση εξαρτάται καθοριστικά από την κινητοποίηση αυτών των αντίρροπων τάσεων. Ταυτόχρονα όμως, απαιτεί και την δραστική απαξίωση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου (δηλαδή την καταστροφή του). Συνεπώς, η έξοδος από την κρίση είναι πάντα μία διαδικασία καταστροφής και ανοικοδόμησης.
Η θεωρία της κρίσης υπερσυσσώρευσης, έχει δύο σαφή πλεονεκτήματα σε σχέση με τις άλλες δύο ερμηνείες. Πρώτον, επιβεβαιώνεται καλύτερα από τα εμπειρικά στοιχεία όπως έχουν δείξει αρκετές μελέτες. Δεύτερον, δεν πάσχει από τις πολιτικές αδυναμίες των άλλων δύο ερμηνειών. Δηλαδή αποδεικνύει ότι η οικονομική κρίση είναι οργανικό πρόβλημα του συστήματος και όχι ένα συγκυριακό αποτέλεσμα εσφαλμένων πολιτικών. Ιδιαίτερα δείχνει ότι τα βασικά συμφέροντα της εργασίας είναι αντίθετα με αυτά του κεφαλαίου και συνεπώς άλλη είναι η διέξοδος από την κρίση για την πρώτη και άλλη για το δεύτερο (είτε στις φιλολαϊκές είτε στις αντιδραστικές εκδοχές του). Τονίζει δηλαδή την ανάγκη μίας αυτόνομης στρατηγικής και τακτικής του κόσμου της εργασίας που να οδηγεί εν τέλει στην υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος. Η αντιπαράθεση μεταξύ των τριών (ουσιαστικά δύο) αυτών απόψεων συνεχίζεται σήμερα μέσα στην Μαρξιστική και ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία. Η έκβαση της θα κριθεί, εκτός από το επιστημονικό επίπεδο, και στο κατά πόσο η Αριστερά και το εργατικό κίνημα θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την σημερινή επίθεση του κεφαλαίου.
Όλη η προσπάθεια του Μαρξ και των μαρξιστών να οικοδομήσουν μια μαθηματική απόδειξη της κατάρρευσης του καπιταλιστικού συστήματος υπήρξε και ιστορικά αποδείχτηκε, ως μια φούσκα. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι προφανές. Ας το επαναλάβω :
Η διαχρονική εξέλιξη των ποσοστών των κερδών στο καπιταλιστικό σύστημα είναι αποτέλεσμα του επιπέδου της ταξικής πάλης και του επιπέδου των κοινωνικών αγώνων. Δεν υπάρχει κάποιο μαθηματικό μοντέλο, ούτε κάποια μαθηματική εξίσωση το οποίο και η οποία να μπορεί να αποδείξει ότι το καπιταλιστικό σύστημα οδεύει προς κατάρρευση. Όσο και αν αυτό δεν αρέσει, η αλήθεια είναι ότι είναι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους είναι εκείνες που θα αντικαταστήσουν το παρόν κοινωνικοοικονομικό σύστημα, με κάποιο άλλο, το οποίο αυτοί και αυτές θα δημιουργήσουν, όπως, επίσης, οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους είναι αυτοί και αυτές που θα διατηρήσουν το καπιταλιστικό σύστημα, ως έχει, ή θα το τροποποιήσουν – όπως, άλλωστε, έχουν κάνει, μέχρι τώρα.
Η μαρξική και η μαρξιστική ανάλυση, που θέλησε να στηρίξει την απόδειξη της καπιταλιστικής κατάρρευσης στις εξισώσεις του γερο – Μαρξ, πάσχει από το γεγονός ότι αγνοεί την επίδραση των κοινωνικών αγώνων στην οικονομική ζωή του καπιταλιστικού συστήματος και στην εξέλιξη του μεγέθους, το οποίο θέλει να περιγράψει η εξίσωση της τάσης του ποσοστού του κέρδους. Επίσης, πάσχει από το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί που οικοδομήθηκαν, πάνω σε αυτήν την εξίσωση αποδείχθηκαν εξωπραγματικοί, εσφαλμένοι και άσχετοι με την ιστορική εξέλιξη.
Ό,τι και να λέμε εμείς, αυτό που έχει σημασία, για την ορθότητα των όποιων θεωριών, είναι η εξέλιξη της πραγματικής Ιστορίας. Στο πεδίο της Ιστορίας είναι που κρίνονται όλες οι θεωρίες. Αυτό είναι ένα από τα διδάγματα, που άφησε πίσω του ο Καρλ Μαρξ και αποτελεί την λυδία λίθο, για την ορθότητα, ή μη, όλων των κοινωνικών θεωριών.
Και η Ιστορία υπήρξε καταδικαστική, στην κρίση για την ορθότητα της εξίσωσης που υποτίθεται ότι αποδεικνύει την όποια πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, μέσα στην καπιταλιστική οικονομία, ως μηχανισμού, που οδηγεί στην κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και ο μηχανισμός επαλήθευσης αυτής της διαπίστωσης, στην οποία προβαίνω, καθώς επίσης και διάψευσης της θεωρίας ότι η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους οδηγεί στην κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος είναι απλούστατος :
Είναι η ίδια η Ιστορία. Το καπιταλιστικό σύστημα πέρασε, μέσα στο διάβα των αιώνων κρίσεις, υφέσεις, μετατροπές, μεταρρυθμίσεις (και πιθανότατα, θα περάσει πολλές ακόμη), αλλά δεν κατέρρευσε. Είναι εδώ. Και το γεγονός ότι είναι εδώ, λέει πολλά. Και αυτό που λέει έχει να κάνει με την ίδια την δομή και το περιεχόμενο της μαρξιστικής θεωρίας και στο ειδικότερο τμήμα της που έχει να κάνει με την θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, και την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, μια κατάρρευση, η οποία – υποτίθεται ότι – θα ερχόταν ως αποτέλεσμα της ισχύος αυτής της νομοτέλειας. Αυτό που λέει, λοιπόν, η συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη, από την εποχή του Μαρξ, έως σήμερα, είναι απλό (μη αρεστό, ίσως, αλλά και μη δυνάμενο να αγνοηθεί) :
Δεν υπάρχει κάποια νομοτέλεια που να συνδέει την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, με την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους. Αν υπήρχε, δεν θα υπήρχε ο καπιταλισμός ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα.
Απλά πράγματα…