Το πραξικόπημα της 21/4/1967 ενώπιον της μνήμης και της Ιστορίας. (Μια ψύχραιμη αποτίμηση, 45 χρόνια μετά).
Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος παραληρεί, ενδυόμενος τον ρόλο του "χειρουργού ιατρού". (Έναν ρόλο που τον έχουν ζηλέψει πολλοί...)
Πέρασαν 45 χρόνια από την απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών και προβληματίστηκα πολύ, για το αν άξιζε να ασχοληθώ με αυτήν. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει ένας κορεσμός σε όσα έχουν ειπωθεί, γύρω από αυτήν, πολύ περισσότερο που η πολιτική ελίτ, που διοικεί την χώρα, έχει τις αναφορές της στην πτώση της χούντας και σε αυτήν την πτώση οφείλει την (έως πρόσφατα και πριν προκύψει η παρούσα κρίση στην ελληνική κοινωνία) αδιατάρακτη εξουσιαστική της κυριαρχία, γεγονός που καθιστά την επέτειο του πραξικοπήματος, οιονεί, "εθνική επέτειο" – στην περίπτωση του Πολυτεχνείου, μάλιστα, καθιερώθηκε ανοικτά μια τέτοια επέτειος [χωρίς να την αξίζει - λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψιν και της μετέπειτα συμπεριφοράς και της επιδειχθείσας διαχειριστικής ανικανότητας (η οποία υπήρξε απίστευτα μεγάλη και τα αποτελέσματα της οποίας "γεύεται", σήμερα, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού) της συντριπτικής πλειοψηφίας των προσώπων εκείνης της γενιάς, που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα εκείνο τον άγριο Νοέμβρη του 1973, παρά την πρόσφατη βλακώδη προσπάθεια και αξιολύπητη προσπάθεια του, πάντοτε, διασκεδαστικού - μέσα στην ακατάσχετη ανοησιολογία του - (εξ αιτίας των κοτσάνων, που, συχνά-πυκνά, εκστομίζει ή γράφει) και γνωστού "ανανήψαντος" σταλινόμουτρου κ. Ριχάρδου Σωμερίτη να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα πεπραγμένα των κύριων εκπροσώπων αυτής της γενιάς].
Πολύ φυσικά, η πολιτική τάξη της χώρας εορτάζει την επέτειο των γεγονότων, που οδήγησαν στην πλήρη κυριαρχία της, υπό τον μανδύα της δήθεν ‘‘λαϊκής κυριαρχίας’’ και της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Πέρασαν 45 χρόνια από την απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών και προβληματίστηκα πολύ, για το αν άξιζε να ασχοληθώ με αυτήν. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει ένας κορεσμός σε όσα έχουν ειπωθεί, γύρω από αυτήν, πολύ περισσότερο που η πολιτική ελίτ, που διοικεί την χώρα, έχει τις αναφορές της στην πτώση της χούντας και σε αυτήν την πτώση οφείλει την (έως πρόσφατα και πριν προκύψει η παρούσα κρίση στην ελληνική κοινωνία) αδιατάρακτη εξουσιαστική της κυριαρχία, γεγονός που καθιστά την επέτειο του πραξικοπήματος, οιονεί, "εθνική επέτειο" – στην περίπτωση του Πολυτεχνείου, μάλιστα, καθιερώθηκε ανοικτά μια τέτοια επέτειος [χωρίς να την αξίζει - λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψιν και της μετέπειτα συμπεριφοράς και της επιδειχθείσας διαχειριστικής ανικανότητας (η οποία υπήρξε απίστευτα μεγάλη και τα αποτελέσματα της οποίας "γεύεται", σήμερα, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού) της συντριπτικής πλειοψηφίας των προσώπων εκείνης της γενιάς, που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα εκείνο τον άγριο Νοέμβρη του 1973, παρά την πρόσφατη βλακώδη προσπάθεια και αξιολύπητη προσπάθεια του, πάντοτε, διασκεδαστικού - μέσα στην ακατάσχετη ανοησιολογία του - (εξ αιτίας των κοτσάνων, που, συχνά-πυκνά, εκστομίζει ή γράφει) και γνωστού "ανανήψαντος" σταλινόμουτρου κ. Ριχάρδου Σωμερίτη να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα πεπραγμένα των κύριων εκπροσώπων αυτής της γενιάς].
Πολύ φυσικά, η πολιτική τάξη της χώρας εορτάζει την επέτειο των γεγονότων, που οδήγησαν στην πλήρη κυριαρχία της, υπό τον μανδύα της δήθεν ‘‘λαϊκής κυριαρχίας’’ και της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Karl Popper (1902 - 1994). Ο διανοητής, ο φιλόσοφος και ο δάσκαλος της Ανοικτής Κοινωνίας.
Εμείς οι πολίτες, όμως έχουμε συμφέρον να στεκόμαστε θετικά σε μία επέτειο, που οδήγησε στην κυριαρχία της ελληνικής φιλελεύθερης ολιγαρχικής ελίτ στην χώρα μας, κατά τα πρότυπα των γραφειοκρατικών καπιταλιστικών κοινωνιών της Δύσης;
Αναμφίβολα, ναι.
Και τούτο επειδή το νομιζόμενο, ως δημοκρατία, φιλελεύθερο ολιγαρχικό καθεστώς των δυτικών και των δυτικογενών γραφειοκρατικών καπιταλιστικών κοινωνιών, είναι καρπός των αγώνων για μια Ανοικτή Κοινωνία, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον αείμνηστο φιλόσοφο και δάσκαλο Karl Popper και επιτρέπει στις κοινωνίες να αναπνέουν και να εκφράζονται ελεύθερα, μαζί με την πλήρη ανάδειξη των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, που, εκ των πραγμάτων οδηγούν στο μοίρασμα του κοινωνικού πλούτου σε μία δικαιότερη βάση, καθώς και σε ρυθμούς ανάπτυξης που επιτρέπουν την διευρυμένη καπιταλιστική παραγωγή – αν και το τελευταίο δεν αποκλείεται και σε ολοκληρωτικές κοινωνίες.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, σε photo της δεκαετίας του 1940, ιππεύει, ως νέος αξιωματικός του Πυροβολικού. Στην διάρκεια της Κατοχής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Οργάνωση "Μίδας 614" των πληροφοριών του ελληνικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, υπό τον Τσιγάντε, όπως επίσης και στα Δεκεμβριανά του 1944, από την θέση του επιτελούς του Στρατιωτικού Διοικητή Αθηνών, όπου διορίστηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και πριν ακόμη η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου (του παππού του σύγχρονου Έλληνα Forrest Gump) επιστρέψει από το Κάϊρο, και προφανώς προσεγγίστηκε από την Βρετανική κατασκοπεία, την οποία αργότερα, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1940, διαδέχθηκε η αμερικανική κατασκοπεία, με την οποία ο Παπαδόπουλος (που έλαβε, φυσικά, ενεργό μέρος και στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο), ανέπτυξε στενές σχέσεις, αφού στρατολογήθηκε από αυτήν και διετέλεσε σύνδεσμος ανάμεσα στην ΚΥΠ και την CIA, ενώ υπήρξε και ταμίας της CIA, αφού ήταν υπεύθυνος για την πληρωμή των Ελλήνων πρακτόρων που είχαν στρατολογηθεί από αυτήν. Η στενή αυτή σχέση δεν ήταν καθόλου περίεργη. Ήταν απόλυτα φυσιολογική, δεδομένου όντος ότι η CIA ήταν εκείνη που διοργάνωσε την ελληνική ΚΥΠ και προφανώς, την στελέχωσε. Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21/4/1967 δεν ήταν το μόνο, στο οποίο είχε συμμετάσχει. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως μέλος του ΙΔΕΑ, είχε συμμετοχή, μαζύ με τον Δημήτριο Ιωαννίδη και στο πραξικόπημα, που επιχείρησε ο ΙΔΕΑ το 1952 και το οποίο σταμάτησε ο Αλέξανδρος Παπάγος, προφανώς με αμερικανική υπόδειξη. Μια υπόδειξη που δεν επανελήφθη, όταν η τριανδρία της χούντας, το πρωινό της 21/4/1967, ανέτρεψε την κολοβή προδικτατορική δημοκρατία. Το αστείο είναι ότι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανετράπη, όταν επεχείρησε να αψηφήσει τα πρώην αφεντικά του και ως "Πρόεδρος της Δημοκρατίας", μαζύ με τον (διορισμένο από τον ίδιο) πρωθυπουργό Σπύρο Μαρκεζίνη αρνήθηκαν να επιτρέψουν την χρησιμοποίηση από τους Αμερικανούς του ελληνικού εναέριου χώρου τον Οκτώβριο του 1973, κατά την διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου. Οι Αμερικανοί δεν του το συγχώρησαν ποτέ αυτό. Για να ανοίξει, έτσι ο δρόμος στον Ιωαννίδη να τον ανατρέψει στις 25/11/1973, με την βοήθεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, τα οποία αφέθηκαν να εξελιχθούν, για την δικαιολόγηση και νομιμοποίηση της ανατροπής του δικτάτορα, την εποχή που αυτός επιχειρούσε μια ελεγχόμενη πολιτικοποίηση του δικτατορικού καθεστώτος. Και για να ανοίξει, έτσι, 8 μήνες αργότερα, ο δρόμος για το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, κατά του Μακαρίου στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή...
Ποιο ήταν, όμως, τότε το διακύβευμα; Γιατί οι λαϊκής καταγωγής και λαϊκιστές συνταγματάρχες άρπαξαν την εξουσία από την πολιτική τάξη της χώρας και από τους καραδοκούντες high class στρατηγούς, με επικεφαλής τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Β';
Το διακύβευμα ήταν η εξουσία και το εάν αυτή θα μοιραζόταν με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες ήσαν αποκλεισμένες από αυτήν. Σε αυτό το επίπεδο παιζόταν τότε το πολιτικοκοινωνικό παιχνίδι στην Ελλάδα – όπως συμβαίνει τώρα τηρουμένων των αναλογιών, στην γειτονική μας Τουρκία.
Ο εμφύλιος πόλεμος του 1944 – 1949 και η νίκη της κεντροδεξιάς, μαζί με την αμερικανική κυριαρχία στην χώρα, οδήγησαν στο κολοβό πολίτευμα της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου (1950 – 1967), σε ένα καθεστώς μπανανίας και πλήρους κυριαρχίας της δεξιάς, του παλατιού και του στρατού, αφού ο ζαχαριαδικός σεκταρισμός, που συνεχίστηκε και μετά την ήττα, αλλά και ο ψυχρός πόλεμος στις διεθνείς σχέσεις και η άνοδος των αμερικανών συντηρητικών στην εξουσία, ώθησε την ελληνική κοινωνία σε μία συντηρητική στροφή και στην εύκολη επιβολή έκτακτων και ημιδικτατορικών μέτρων, που απέκλειαν μεγάλα στρώματα του πληθυσμού από την νομή της εξουσίας, αλλά (στην πορεία) και μετριοπαθείς δυνάμεις του Κέντρου, το οποίο παρέμεινε κατακερματισμένο από την εποχή του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου, αναζητώντας ηγέτη, τον οποίο δεν εύρισκε, αφού ο Γεώργιος Καρτάλης πέθανε νέος και μία σειρά ικανών ηγετών της κεντροαριστεράς (επιφανέστερος ο Ηλίας Τσιριμώκος) είχε υπονομευθεί από την συνεργασία τους (εντός του Ε.Α.Μ.), με το Κ.Κ.Ε. – η περίφημη θεωρία των συνοδοιπόρων, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε σημαδευτεί ανεπανόρθωτα από τα Δεκεμβριανά, τα οποία χρεώθηκε, αφού ήταν τότε πρωθυπουργός.
Έτσι, ήταν πανεύκολο για την παλαιοσυντηρητική παράταξη του τόπου, την παπαγική δεξιά και μετέπειτα την Ε.Ρ.Ε. του Κωνσταντίνου Καραμανλή να κυριαρχεί απρόσκοπτα, μέχρι το ξαφνικό ξεπέταγμα της Ε.Δ.Α. στις εκλογές του 1958 στο 24% και στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γεγονός που καταθορύβησε την κοινωνική, πολιτική και στρατιωτική ελίτ της χώρας, με αποτέλεσμα η μυστική στρατιωτική οργάνωση Ι.Δ.Ε.Α. να απεργάζεται στρατιωτικό πραξικόπημα και οι Αμερικανοί, με την συναίνεση του Βασιλιά Παύλου Α΄, να αρνούνται στρατιωτική λύση του ‘‘ελληνικού προβλήματος’’ και να ενθαρρύνουν και να καθοδηγούν την ενοποίηση του Κέντρου, υπό τον γέρο πια Γεώργιο Παπανδρέου, για να ανακόψουν την άνοδο της Ε.Δ.Α. και μέσω αυτής του μεταζαχαριαδικού Κ.Κ.Ε.
Το αστείο είναι ότι, ενώ ο σχεδιασμός πήγαινε καλά, παρά τις αντιστάσεις των κατεστημένων συμφερόντων, που πριμοδότησαν την Ε.Ρ.Ε. με το σχέδιο βίας και νοθείας στις εκλογές του 1961, η όλη υπόθεση στράβωσε και εξ αιτίας της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης ευρέων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της αμερικανοτραφούς πολιτικής έκφρασης, που αυτά βρήκαν και η οποία τα ριζοσπαστικοποίησε ακόμα περισσότερο, με την πολιτική λογική των αμερικανών liberors του Δημοκρατικού Κόμματος, συνδιασμένη με συνθήματα της Αριστεράς, που πολλές φορές πήγαιναν πολύ πιο μπροστά από την ελληνική κομμουνιστική Αριστερά και έναν ακραίο εθνικισμό, πυροδοτούμενο από το Κυπριακό και τις εξελίξεις γύρω από αυτό.
Ανδρέας Παπανδρέου. (Εδώ με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο σε photo, πριν την δικτατορία).
Φυσικά μιλάω για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος έφερε τα πάνω – κάτω στην ελληνική πολιτική σκηνή σπάζοντας την μονοτονία της και απευθυνόμενος στα ολοένα και περισσότερο ριζοσπαστικοποιούμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και οδηγώντας στην συστηματική συγκρότηση της κεντροαριστερής πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου, την οποία εξέφρασε, ανατρέποντας σταδιακά την κυριαρχία της κομμουνιστικής και κομμουνιστικογενούς Αριστεράς στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς – κάτι που η δικτατορία της 21/4/1967 ανέκοψε, αλλά μεταδικτατορικά ολοκληρώθηκε, με την δημιουργία του ΠΑΣΟΚ.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε το θέμα του ποιος κυβερνάει την χώρα, τοποθετώντας επιτακτικά το ζήτημα του περιορισμού της κυριαρχίας του παλατιού, της ευρύτερης συντηρητικής παράταξης (που συμπεριλάμβανε και την δεξιά της Ένωσης Κέντρου), του στρατού και των Η.Π.Α., χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, ακόμα και τα βρώμικα, που οι κυρίαρχοι του πολιτικού παιχνιδιού χρησιμοποιούσαν (π.χ. ΑΣΠΙΔΑ).
Η πολιτικοκοινωνική και οικονομική ελίτ της χώρας δεν δέχτηκε να μοιραστεί την εξουσία με την νέα Αριστερά και τις κοινωνικές δυνάμεις, που αυτή εξέφραζε – δηλαδή δεν δέχτηκε να μοιραστεί την εξουσία με τον νέο ελληνικό πολιτικοκοινωνικό ρεφορμισμό, ο οποίος μέσα από την σχέση πατέρα και υιού, ριζοσπαστικοποιούσε και τον αντικομμουνιστή γέροντα πρωθυπουργό (μετά τις νικηφόρες για την Ένωση Κέντρου εκλογές του 1963 – 1964) Γεώργιο Παπανδρέου. Όλα αυτά οδήγησαν στην αποστασία του 1965 και στην αλήστου μνήμης διαφθορά βουλευτών που αυτή εξέθρεψε, με τις βαλίτσες με τα χρήματα και τις υποσχέσεις για υπουργοποιήσεις που οδήγησαν στην σαλαμοποίηση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ε. Κ. και στις κυβερνήσεις των αποστατών (Νόβας, Τσιριμώκος, Στεφανόπουλος) και στο τέλος στην κυβέρνηση της δεξιάς του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που ενώ είχε εντολή να κάνει εκλογές τον Μάϊο του 1967, απεργαζόταν λύσεις πολιτικής ανωμαλίας, μαζί με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ και τους στρατηγούς (Σπαντιδάκης, Ζωϊτάκης κλπ).
Τανκς στην οδό Πειραιώς, στην διασταύρωση με την οδό Σωκράτους, έξω από την Πολυκλινική.
Και ενώ ο Ανδρέας ετοίμαζε την προεκλογική συγκέντρωση της Ε. Κ. στην Θεσσαλονίκη (23/4/1967), απειλώντας ότι, αν ο βασιλιάς δεν όρκιζε την νικήτρια στις επερχόμενες εκλογές Ένωση Κέντρου, αυτή θα ορκιζόταν στην Πλατεία Συντάγματος και θα αναλάμβανε την εξουσία, το ελληνικό βαθύ κράτος (μέσα σε περιβάλλον πανικού) και οι αμερικανικές υπηρεσίες (CIA), υπό τους φανατικούς εχθρούς του Ανδρέα Παπανδρέου (τους περιβόητους Νορμπ Άνσουτς και Γκάστ Αβρακότος), ενεργοποίησαν, στις 21/4/1967, ένα εκτελεστικό τμήμα του Ι.Δ.Ε.Α. και πραγματοποίησαν το στρατιωτικό πραξικόπημα, που στο παρελθόν είχαν αποτρέψει.
Οι δισταγμοί του βασιλιά και των στρατηγών, για την ώρα, την μορφή και την διάρκεια της αντικοινοβουλευτικής λύσης (στην οποία όλοι συμφωνούσαν, αφού οι τότε πρωτοεμφανισθείσες στην Ελλάδα δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι επέκειτο μεγάλη νίκη της Ένωσης Κέντρου και του Ανδρέα Παπανδρέου), έδωσαν την ευκαιρία στους συνταγματάρχες, οι οποίοι εξέφραζαν τους δυναμικούς λοχαγούς και ταγματάρχες του στρατεύματος (οι οποίοι ήσαν δυσαρεστημένοι από την φρακαρισμένη επετηρίδα, που δεν τους έδινε πολλές ελπίδες εξέλιξης) – δηλαδή την ραχοκοκαλιά του στρατού - , να αρπάξουν για λογαριασμό τους την εξουσία και όχι για λογαριασμό της συντηρητικής ελίτ των στρατηγών και του βασιλιά, όπως οι τελευταίοι προκαθόριζαν.
Γ. Παπαδόπουλος - Δ. Ιωαννίδης - Φ. Γκιζίκης κλπ.
Έτσι η χώρα βρέθηκε κάτω από την μπότα και την μπουρδολογία της απίθανης τριάδας του Γεώργιου Παπαδόπουλου, Στυλιανού Παττακού και του Νικόλαου Μακαρέζου, αλλά και των άλλων, δηλαδή του Γκιζίκη, του Λαδά, του Σκαρμαλιωράκη, του Μπαλόπουλου, του Ρουφογάλη και του σκοτεινότερου όλων του Δημήτριου Ιωαννίδη, με όσα (όχι μόνον) τραγικά και ευτράπελα ακολούθησαν.
ΕΡΤ - ΥΕΝΕΔ Τηλεοπτικές ειδήσεις με στολή.
Το αστείο είναι ότι, ενώ η δικτατορία σχεδιαζόταν, για να διατηρήσει τους πυλώνες της εξουσίας του μετεμφυλιακού κράτους (βασιλιάς, συντήρηση, στρατός) ανέπαφους, στην πράξη, έτσι όπως τελικά έγινε, με το εγχείρημα των στηριζόμενων στους λοχαγούς συνταγματαρχών, άρχισε να ξηλώνει την εξουσιαστική και κοινωνική βάση της κυριαρχίας της τότε εξουσιαστικής συντηρητικής ελίτ, αφού έγινε ενάντια στις διαταγές της, την οποία έθεσε στην άκρη, πρώτα τον Βασιλιά και τους στρατηγούς τον Δεκέμβριο του 1967, με το οπερεττικό αντιπραξικόπημα και στην συνέχεια με την δημιουργία νέων τζακιών, την καθιέρωση μη μοναρχικού ''δημοκρατικού'' πολιτεύματος το 1973, με πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, και ενός ελεγχόμενου από τον στρατό κοινοβουλευτικού συστήματος, κατά τα πρότυπα της Τουρκίας – εξ ου και η ''φιλελευθεροποίηση'' του καθεστώτος, με την κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη, που ναυάγησε στο Πολυτεχνείο, για να ακολουθήσει το νέο πραξικόπημα και η ζοφερή περίοδος του ''αόρατου'' δικτάτορα και διοικητή της Ε.Σ.Α. Δημήτριου Ιωαννίδη, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Έτσι είναι η Ιστορία! Αλλιώς ξεκινάς και αλλιώς καταλήγεις….
Σχόλια
Τι εχετε σπουδασει αν επιτρεπεται;
Η ιστορική έρευνα μου αρέσει και είναι μέσα στα ενδιαφέροντά μου. Όμως δεν είμαι ιστορικός. Το έχω γράψει πολλές φορές.
Έχω γράψει ότι είμαι ιστοριοδίφης, αλλά και αυτό μου φαίνεται ότι είναι υπερβολή. Απλώς, μου αρέσει η Ιστορία, αν και αυτή, από μόνη της δεν έχει κανένα νόημα.
Όμως, το γεγονός ότι η Ιστορία δεν έχει κανένα νόημα, δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν μπορούμε να της δώσουμε εμείς ένα νόημα. Μπορούμε να της δώσουμε ένα νόημα και αυτό κάνουμε. Αρκεί να το ξέρουμε ότι το κάνουμε και να το αναγνωρίζουμε, ξεφεύγοντας από τις ιστορικιστικές ερμηνείες της Ιστορίας, που προσπαθούν να βρουν ένα κρυφό και ξένο νόημα μέσα στην ίδια την Ιστορία, ένα νόημα που να είναι δικό της και να περιέχεται εντός αυτής και το οποίο - υποτίθεται ότι - δεν εξαρτάται από εμάς και την βούλησή μας και μας επιβάλεται με την δική του νομοτέλεια, ως "φυσική", "ιστορική", ή/και "εξ αποκαλύψεως", νομοτέλεια.
Οι οπαδοί του διατείνονται πως συντελέστηκε ή αν θέλετε συνεχίστηκε ένα οικονομικό θαύμα και κατηγορούν την μεταπολίτευση για την υπερχρέωσ,ενώ υποστηρίζεται πως το καθεστώς πήρε και φιλολαϊκά μέτρα όπως διαγραφή αγροτικών χρεών,βασικές υποδομές στην ύπαιθρο(οδικό δίκτυο,ηλεκτροδότηση αλλα ακόμα και τουαλέτες)κτλ.
Φρονώ λοιπόν πως πέρα απο το πολιτικό σκέλος θα είχε ενδιαφέρον μια κριτική και αποτίμηση στην οικονομική πολιτική.
Η Ιστορια εχει νοημα και ειναι ισως το πιο συγκλονιστικο στοιχειο της ανθρωπινης υπαρξης.
Δεν ζουμε μεσα σε μια σπασμωδικη χαοτικη δινη, μεσα σε μια πανισχυρη τυχαιοτητα, αλλα διαγραφουμε μια πορεια μεσα απο νομοτελεις μεταβασεις σταδιων. Το νοημα αυτο καθε αλλο παρα κρυφο και ξενο ειναι που επιβαλλεται απο μια εξωτερικη ουσια. Δεν υπαρχει εξωτερικη δυναμη και η βουληση μας επιβαλλει την πορεια, την οποια ομως αδυνατουμε να συνειδητοποιησουμε - προς το παρον - διοτι απαιτει τεραστια διαννοητικη συγκεντρωση ο αναστοχασμος πανω στο αχανες πεδιο της ιστοριας ως συνολου και οχι ως μεμονομενων περιοδιολογημενων στιγμων η εποχων.
Ειναι μεσα μας, ειναι συνυφασμενο με την ιδια μας την υπαρξη και ειναι ο σκοπος της ζωης του ανθρωπου
Εμείς, ως άτομα και κυρίως ως κοινωνικές συσσωματώσεις γράφουμε την Ιστορία και εμείς της δίνουμε ένα νόημα.
Και αυτή η γραφή/συγγραφή της Ιστορίας, όπως και αυτό το νόημα της Ιστορίας είναι η δική μας γραφή και το δικό μας νόημα.
Αυτό δεν σημαίνει πως η Ιστορία είναι, εξ αντικειμένου, ένα παραλήρημα κάποιου τρελού, ή η αφήγηση ενός μονομανούς. Σίγουρα, όχι. Δεν είναι ένα παραλήρημα, ούτε μονομανής αφήγηση. Μπορεί, όμως, κάποια εκδοχή της, να γίνει κάτι ανάλογο και να επιβληθεί, ως επίσημη καθεστωτική ερμηνεία. Γι' αυτό και η Ιστορία είναι, απολύτως, συνυφασμένη με τον όποιο αφηγητή της, τα δρώντα πρόσωπα και τις συμμετέχουσες στην διαμόρφωσή της κοινωνικές ομάδες.
Ως εκ τούτου, το κείμενο της όποιας εξιστόρησης είναι η δική τους αφήγηση και η δική τους εκδοχή της Ιστορίας, που μπορεί να είναι η Ιστορία των νικητών, ή και η Ιστορία των ηττημένων. Συνήθως, η Ιστορία είναι η Ιστορία των νικητών, αλλά όχι πάντοτε. Αρκετές φορές, είναι και η Ιστορία των ηττημένων. Και ουδέποτε είναι εύκολο να κρίνουμε το ποιά, εκ των δύο αφηγήσεων είναι η "σωστή" ερμηνεία της Ιστορίας. (Συνήθως δεν είναι καμμιά).
Αγαπημένο μου ιστορικό παράδειγμα, όπου η Ιστορία των νικητών και η Ιστορία των ηττημένων διαπλέκονται, είναι η Ιστορία της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Τούρκων. Η επίσημη Ιστορία ήταν η Ιστορία των νικητών για αιώνες, έως ότου έγινε επίσημη και η Ιστορία των ηττημένων, μετά την ήττα των Τούρκων στον πόλεμο της (νεο)ελληνικής ανεξαρτησίας. Και οι δύο ιστορικές εκδοχές είναι "ισόκυρες", ως επίσημες, αλλά και οι δύο πάσχουν, ως μερικώς, αληθείς και πολλαπλώς αναληθείς, ως προϊόν αφηγήσεων, οι οποίες αποτελούν και νοηματοδοτήσεις των γεγονότων σύμφωνα με τις ιδεολογικές (ο όρος δεν χρησιμοποιείται με την τρέχουσα πολιτική του έννοια, αλλά με την ευρύτερη φιλοσοφική του έννοια) αναφορές των αφηγητών των δύο πλευρών, οι οποίες ανάγονται στις ιδέες και στις πεποιθήσεις που συνείχαν και συνέχουν τις κοινωνικές, θρησκευτικές και εν γένει τις εθνικές ομάδες, που συγκροτούσαν τους αντιμαχόμενους εκείνης της εποχής και συγκροτούν τους μετέπειτα κληρονόμους τους, οι οποίοι λειτουργούν, ως φορείς των ιδεών και των πεποιθήσεων των κληρονομούμενων και μέσα από τις οποίες, άλλωστε, προκύπτουν και οι όποιες κανονικότητες, οι οποίες διέπουν το συγκεκριμένο ιστορικό υλικό. Ιδέες και πεποιθήσεις, χωρίς τις οποίες η Ιστορία της πτώσης της Πόλης στις 29/5/1453 (όπως και αυτή της δικτατορίας των συνταγματαρχών της 21/4/1967, που αφορά το παρόν θέμα) δεν έχει κανένα νόημα.
Γεγονός που σημαίνει ότι εμείς γράφουμε, νοηματοδοτούμε και έτσι επιλέγουμε την Ιστορία, που θα αφηγηθούμε.
Αυτό δεν είναι κακό, από μόνο του. Αρκεί να το γνωρίζουμε και να γινόμαστε επιφυλακτικοί, απέναντι στον όποιον αφηγητή.
Ιδίως, όταν αυτός επιχειρεί να καλύψει την δική του αφήγηση, μέσα από την επίκληση οποιασδήποτε "αντικειμενικής", "ορθολογικής", ή "θεόπνευστης" ερμηνείας, που προκύπτει, είτε από την ίδια την Ιστορία, είτε από δυνάμεις που την υπερβαίνουν και την καθοδηγούν προς έναν σκοπό, ο οποίος, πάντοτε, σε αυτές τις περιπτώσεις, υποτίθεται ότι δεν εξαρτάται από τα ιστορικά υποκείμενα - δηλαδή, εν κατακλείδι, από εμάς...
Και φυσικά, όποιος το κάνει αυτό, είτε απατάται ο ίδιος, είτε απατά τους άλλους, είτε αυταπατάται και απατά...
Για την ακρίβεια, η δικτατορία της 21/4/1967 συνέχισε το έργο των προηγουμένων. Το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται, με ταχύτατους ρυθμούς - από τους πιο ταχείς στον κόσμο, εκείνη την εποχή, με μέσο όρο, κατ' έτος, το 7% και με μικρό πληθωρισμό, έως την πετρελαϊκή κρίση, που έφερε ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του Οκτωβρίου του 1973.
Οι εισοδηματικές ανισότητες διευρύνθηκαν πολύ, αν και προφανώς, έγιναν παροχές, οι οποίες ήσαν επιλεγμένες (π.χ. σεισάχθεια στους αγρότες), ενώ στηρίχθηκε η εντόπια βιομηχανία και η συνολική παραγωγή, μέσω του προστατευτισμού. Όμως, η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκαν τα εισοδήματά της, δεν συμμετείχε, αναλογικά, στην ποσοστιαία διεύρυνση των εισοδημάτων. Αυτή, ήταν, άλλωστε και η κοινωνικοοικονομική δικαιολογητική βάση της δικτατορίας, αφού η κεντροαριστερά του Ανδρέα Παπανδρέου είχε σκοπό να εισαγάγει στην μοιρασιά του αλματωδώς αυξανόμενου εθνικού εισοδήματος κοινωνικές ομάδες, με μεγάλη αριθμητική βάση, οι οποίες ήσαν αποκλεισμένες. (Κάτι που, εν τέλει, έκανε, μετά το 1981, όταν, μέσα από το ΠΑΣΟΚ, πήρε την εξουσία). Γι' αυτό και η οικονομική ελίτ του τόπου στήριξε την δικτατορία, προκειμένου δηλαδή, να μην πειραχθεί και αλλάξει το θεσμοποιημένο κοινωνικό, οικονομικό και το εισοδηματικό μοντέλο, που είχε διαμορφωθεί, αμέσως, μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1946 - 1949.
Έτσι, το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας συνέχισε και κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, να είναι ένα μοντέλο κλειστής οικονομίας, με τείχη προστασίας, έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού και των διεθνών αγορών και με ένα αρκετά ισχυρό και παρεμβατικό κράτος -, κυρίως, στους τομείς της χρηματοδότησής της.
Το δημόσιο χρέος δεν ήταν τόσο μικρό, όσο παρουσιάζεται, αλλά ήταν, όντως, σχετικά μικρό, αν το δούμε ως συνολικό μέγεθος. (Άλλωστε και να το είχε διευρύνει η δικτατορία, η διεύρυνση αυτή δεν θα έπαιζε κανέναν ρόλο, ως προς τον κίνδυνο κρατικής χρεωκοπίας της χώρας, αφού το χρέος αυτό ήταν, κατά βάση, δραχμικό χρέος και ως εκ τούτου, ελεγχόμενο και αδιάφορο, ως προς το ύψος του).
Ο πλήρης έλεγχος του δημοσίου χρέους, ανεξάρτητα από το ύψος του, άλλωστε, συνέχισε να υπάρχει και για πάρα πολύ χρόνο, μετά την πτώση των συνταγματαρχών, αφού αυτό, που ενδιέφερε ήταν το να μην διογκωθεί το χρέος σε συνάλλαγμα και να υπάρχουν τα απαραίτητα συναλλαγματικά αποθέματα. Όλα αυτά ήσαν διασφαλισμένα, γι' αυτό και ουδέποτε οι όποιες διεθνείς υφέσεις (μικρότερες ή μεγαλύτερες) ουδέποτε επηρέασαν την ελληνική οικονομία, σε αξιόλογο βαθμό. (Οι μεγαλύτερες υφέσεις, που γνώρισε η ελληνικη οικονομία, μετά την μεταπολίτευση, ήσαν αυτή του 1981 και του 1992-1993, με πτώση του ΑΕΠ της τάξης περί το 1%).
Και μια στραβοτιμονιά που έγινε το 1985, λόγω του γεγονότος ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αυξήσει τα εισοδήματα σε μεγάλο βαθμό, κατά την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του, χωρίς να υποτιμήσει, αναλόγως, την δραχμή, αντιμετωπίστηκε γρήγορα και αποτελεσματικά, μέσα σε μια διετία, με μέτρα, που εισήγαγαν μια ήπια λιτότητα, η οποία εγκαταλείφθηκε, αμέσως, μόλις αποκαταστάθηκε το ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών.
Οι καταστροφικοί χειρισμοί, όσον την ελληνική οικονομία έγιναν πολύ αργότερα, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, στην εποχή των "ευρωπαϊστών" και "εκσυγχονιστών", με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, που κατέστησε το δημόσιο χρέος της χώρας μη διαχειρίσιμο και την ελληνική οικονομία μια, αφανώς, χρεωκοπημένη οικονομία.
Αυτή είναι η ψυχρή αλήθεια...
Συγχαρητήρια για το blog σας. Η ερώτησή μου δεν είναι 100% συναφής με το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά αφορά την ίδια περίοδο πάνω κάτω. Ισχύουν όσα λέει ο Δημήτρης Καζάκης, ότι δλδ. το σημερινό μας χρέος οφείλεται σε συμφωνία του 1964, με την οποία η τότε κυβέρνηση (Γ. Παπανδρέου με Υπ.Οικ. Κ. Μητσοτάκη) αναγνώρισε στο ακέραιο παλιά χρέη, ακόμη και εξοφληθέντα; Ενδεικτικά, παραθέτω:
α. ένα άρθρο του ίδιου του Καζάκη
http://topontiki.gr/article/9789
β. άρθρο της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ με την είδηση (σελ. 1 και 7)
http://www.nlg.gr/digitalnewspapers/ns/pdfwin.asp?c=64&dc=16&db=7&da=1964
γ. άρθρο του Τ. Κατσίμαρδου στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ, που συμπλέει με την άποψη Καζάκη
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=106787159
Ωστόσο, κανείς, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει επισημάνει ποτέ την συμφωνία και ούτε έχει εξάρει την σημασία της για την πορεία του ελληνικού χρέους 50 χρόνια τώρα. Δεν θα είχε πει κάτι η τότε αντιπολιτευόμενη ΕΡΕ; Δεν θα είχαν πει κάτι οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Μητσοτάκη, είτε στο Κέντρο είτε στην ΝΔ αργότερα; Αλλά ακόμη κι αν επικαλεστούμε συνωμοσία της σιωπής εκ μέρους του δικομματισμού, η Αριστερά δεν θα είχε ... βγει στα κάγκελα για το θέμα;
Τελικά, πρόκειται για κάτι ΤΟΣΟ καίριο για την εξέλιξη του χρέους ή ο Καζάκης δημιούργησε άλλον έναν "αστικό μύθο";
Προφανώς, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ως υπουργό Οικονομικών, αναγνώρισε τα προπολεμικά χρέη του ελληνικού δημοσίου. Και πρωτ' απ' όλα, τα διεθνή χρέη της χώρας - αυτά δηλαδή που ήσαν εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα.
Απ' ό,τι γνωρίζω μάλιστα, ένα μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους κρύφτηκε μέσα στα χρέη των επιχειρήσεων του δημοσίου, γι' αυτό και το προμεταπολιτευτικό δημόσιο χρέος εμφανίζεται να είναι τόσο μικρό, ως απόλυτο και σχετικό μέγεθος.
Επίσης, προφανές είναι ότι η αναγνώριση αυτού του προπολεμικού δημόσιου χρέους από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου (του παππού του σύγχρονου Forrest Gump) επιβάρυνε, σε έναν βαθμό, το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας.
Όμως, η χρεωκοπία της χώρας δεν οφείλεται σε αυτό το γεγονός, ούτε και συνεκδοχικώς. Η αφήγηση των πραγματικών και ουσιαστικών αιτιών της ελληνικής χρεωκοπίας δεν αλλάζει στο παραμικρό. Και οι αιτίες αυτές δεν συνευρίσκονται, ούτε στην προδικτατορική περίοδο, ούτε στην εποχή της δικτατορίας των Γ. Παπαδόπουλου (1967 - 1973) και Δ. Ιωαννίδη (1973 - 1974). Και τούτο, διότι, έως την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη το 2002, το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν, πλήρως, ελεγχόμενο από την χώρα, αφού, περί το 85% αυτού του χρέους ήταν εκφρασμένο σε δραχμές και το υπόλοιπο 15%, που ήταν εκφρασμένο σε ξένα νομίσματα (κυρίως στο δολλάριο), μπορούσε να εξυπηρετηθεί, άνετα, από τα ελληνικά συναλλαγματικά αποθέματα και τις οικονομικές δοσοληψίες της χώρας, με το εξωτερικό, δηλαδή από τα έσοδα από την διακίνηση εμπορευμάτων (εισαγωγές και εξαγωγές) και κεφαλαίων και την δραστική βοήθεια της διαρκούς διολίσθησης τής δραχμής, καθώς και της υποτίμησής της, όταν ήταν απαραίτητο.
Οι αιτίες της ελληνικής χρεωκοπίας δεν έχουν, λοιπόν, σχέση με αυτό το ζήτημα που αναφέρεις, αγαπητέ φίλε, παρά το γεγονός ότι αυτό το ζήτημα είναι υπαρκτό και οι πληροφορίες του Δημήτρη Καζάκη είναι ακριβείς.
Οι αιτίες της χρεωκοπίας της χώρας μας ευρίσκονται στην ανόητη ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη, στην κατάργηση της δραχμής και στην υιοθέτηση του σκληρού ευρώ, ως νομίσματος της χώρας, σε συνδυασμό με την απώλεια του εκδοτικού δικαιώματος που είχε το ελληνικό κράτος να τυπώνει νόμισμα, κατά το δοκούν (είναι το δικαίωμα του seigniorage, που έχει κάθε κράτος και το οποίο συνυπάρχει, ως ένας μηχανισμός εσόδων των κρατών, μαζύ με τους άλλους δύο μηχανισμούς συλλογής των κρατικών εσόδων, οι οποίοι είναι η φορολογία και ο κρατικός δανεισμός) και την αλλαγή πολιτικής δανεισμού, που, λόγω της ένταξης στην ευρωζώνη, ακολούθησε το ελληνικό δημόσιο, απευθυνόμενο προς δανεισμό, πλέον, όχι προς το ελληνικό αποταμιευτικό κοινό, με έντοκα γραμμάτια και ομόλογα, αλλά προς το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, δια της πώλησεως κρατικών ομολόγων, ενώ, παράλληλα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ξεφορτώθηκε τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, πουλώντας τα στις διεθνείς αγορές, διασπείρωντας παντού τον αφανή, αλλά ουσιαστικό κίνδυνο που προέκυπτε από την αγορά των, αφανώς, αναξιόχρεων αυτών τίτλων χρέους.
Αυτό είναι το πλέγμα των λόγων, που οδήγησε στην ελληνική χρεωκοπία, η οποία, από το 2002, έως τον Απρίλιο του 2010, ήταν αφανής, για να καταστεί εμφανής τον Μάϊο του 2010, χάρη στην ανερμάτιστη πολιτική των ΓΑΠ - Γιώργου Παπακωνσταντίνου - Λούκας Κατσέλη, που παρέλαβαν τα διαφορικά επιτόκια του ελληνικού δανεισμού τον Σεπτέμβριο του 2009 στις 118 μονάδες βάσης, για να τα φθάσουν, περίπου, στις 500 μονάδες βάσης τον Μάϊο του 2010 (με την ισοδύναμη συνευθύνη του Jean-Claude Trichet, της μπατιροτραπεζιτικής γραφειοκρατικής ελίτ της Ε.Κ.Τ. και του δογματικού γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού, βεβαίως-βεβαίως).