11/1918 - 1/1919 : Η "νόμιμη εκτέλεση" της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht, η εξέγερση των Σπαρτακιστών και τα αδιέξοδα του γερμανικού εργατικού κινήματος.
16/1/1919 Οι εφημερίδες δημοσιεύουν την είδηση της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ.
Ενώ αυτές τις ημέρες συμπληρώθηκαν 145 χρόνια, από την γέννησή της, το γεγονός της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ, οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες αυτή έγινε και πολύ περισσότερο, τα επαναστατικά γεγονότα, της περιόδου Νοεμβρίου 1918 - Ιανουαρίου 1919, με την επίσημη και επίσης, πραγματική και ουσιαστική κατάληψη της εξουσίας, από τα τα εργατικά συμβούλια, στην ηττημένη Γερμανία, αμέσως, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι, που θα μας απασχολήσουν, στο σημερινό δημοσίευμα.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, δεν έχουν νόημα, εάν μείνουμε, μόνο, σε αυτά. Η όποια εξιστόρηση και η συνακόλουθη αποτίμησή τους, θα είναι μια διαδικασία, η οποία θα είναι ημιτελής και τα όποια συμπεράσματα θα είναι ατελή, αλυσιτελή και παραπλανητικά, εάν δεν εξετασθεί, ολοκληρωμένα, όλη η αλύσωση των γεγονότων, που αφορούν όχι, μόνο, την εξέγερση των Γερμανών εργατών και την επαναστατική διαδικασία, που ακολούθησε, αλλά και την διακοπή και την αποτυχία αυτής της επαναστατικής διαδικασίας, η οποία εκφράστηκε και προσδιορίστηκε, με την αυτοκατάργηση αυτών των, ομολογουμένως, πρωτοπορειακών και ριζοσπαστικών θεσμικών οργάνων της συγκροτημένης εξουσίας των Γερμανών εργατών.
Και φυσικά, δεν μπορούμε, παράλληλα, να μην εξετάσουμε, ως ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, την μεταβίβαση αυτής της εξουσίας, από το πολιτικοσυνδικαλιστικό γραφειοκρατικό σώμα των διαμεσολαβητών της (υποτιθέμενης ως) εργατικής εξουσίας, οι οποίοι εμφανίζονταν ως (και εκ των πραγμάτων, ήσαν) οι εκπρόσωποι της βούλησης και των συμφερόντων των Γερμανών εργατών, στα θεσμικά όργανα της γερμανικής αστικής τάξης, με την αδιαφιλονίκητη πρωτοβουλία, τον μελετημένο σχεδιασμό και την διαμεσολάβηση της ηγεσίας και της πολιτικής και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η οποία, εν σώματι και με πλήρη συνείδηση και πεποίθηση, παρέδωσε τα κλειδιά και την άσκηση της εξουσίας, στην γερμανική αστική τάξη.
Η αλήθεια είναι ότι, στις αρχές Ιανουαρίου του 1919, την ίδια στιγμή, που η πραγματική εξουσία βρίσκονταν, στα χέρια των επαναστατικών θεσμικών οργάνων της γερμανικής εργατικής τάξης, το Βερολίνο ζούσε, μέσα, σε συνθήκες επαναστατικού αναβρασμού και αναμενόταν η απόπειρα των Σπαρτακιστών, οι οποίοι, μόλις, είχαν ιδρύσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών και να καταλάβουν την εξουσία, στο όνομα των εργατικών συμβουλίων, ακολουθώντας τον αντίστοιχο βηματισμό του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν και των Μπολσεβίκων, με το κίνημα του Οκτωβρίου του 1917 και την κατάληψη της εξουσίας, στην επαναστατική Ρωσία.
Την εξουσία την είχαν πάρει οι διασπασμένοι, από το 1917, Σοσιαλδημοκράτες - που είχαν χωριστεί, ως αποτέλεσμα της επιρροής της ρωσικής επανάστασης, ανάμεσα, στο πλειοψηφικό SPD (MSPD) και τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες του USPD -, μετά την εξέγερση, στις αρχές Νοεμβρίου του 1918, των Γερμανών ναυτών, οι οποίοι, μαζύ με τους, επίσης, εξεγερμένους εργάτες συγκρότησαν τα συμβούλια των στρατιωτών και των εργατών, τα οποία, στις 9 /11/1918, αναγνώρισαν, ως όργανό τους και έδωσαν την εξουσία, στην κυβέρνηση του προερχόμενου από το πλειοψηφικό SPD, Friedrich Ebert (την, τότε, αποκαλούμενη, ως "Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού"), η οποία ήταν εξαμελής και στην οποία συμμετείχαν 3 αντιπρόσωποι του MSPD και 3 του USPD, με τον Hugo Haase, ο οποίος ορίστηκε, ως συμπρόεδρος, με τον Ebert, ο οποίος, όμως, κράτησε, το αξίωμα του καγκελαρίου, για τον εαυτό του - γεγονός, το οποίο δεν ήταν τυχαίο και φυσικά, δεν ήταν "αθώο", ως προς τις προθέσεις και του ίδιου του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη, που το αποδέχτηκε, αλλά και εκείνων, που προώθησαν αυτό το ιδιότυπο κυβερνητικό σχήμα.
Στην κυβέρνηση αυτή, η οποία είχε και την αναγκαστική αποδοχή, από την αστική τάξη της χώρας, ύστερα από την παραίτηση του Kaiser Wilhelm Β', ο ρόλος του Friedrich Ebert ήταν καθοριστικός, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν, στις 28 Δεκεμβρίου του 1918, το USPD αποσύρθηκε, από την κυβέρνηση, με αφορμή μια ενδοκυβερνητική αντιπαράθεση, για την καταστολή εργατικών κινητοποιήσεων, από τον στρατό, αφού η Reichswehr, με επί κεφαλής, τον στρατηγό Wilhelm Groener, είχε συνάψει, με τον Ebert το αποκαλούμενο Σύμφωνο Groener - Ebert, με βάση τις διατάξεις του οποίου παραδόθηκε η καγκελαρία, στον ηγέτη του MSPD, με αντάλλαγμα την διατήρηση της αστικής εξουσίας.
Αυτό, που έχει σημασία να ειπωθεί, είναι ότι η ενδοκυβερνητική αντιπαράθεση αφορούσε το γεγονός ότι, ενώ η πλειοψηφική σοσιαλδημοκρατική ηγεσία προσπαθούσε - παρά την σοσιαλιστική της ρητορεία, η οποία απευθυνόταν, στο εργατικό της ακροατήριο, στο οποίο υποσχόταν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - να στηρίξει και να αναστηλώσει την καταρρέουσα αστική εξουσία, οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες προωθούσαν μέτρα άμεσης εγκαθίδρυσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, μέσα από την αγωνιστική προτεραιότητα, που έδιναν, στην άσκηση της εξουσίας, από τα εργατικά συμβούλια, στα οποία είχαν ισχυρή παρουσία, έχοντας, υπό τον έλεγχό τους, έναν μειοψηφικό, μεν, αλλά, παράλληλα και ικανό αριθμό, από αυτά, με δεδομένη, βέβαια, την πραγματικότητα ότι η ηγεσία του πλειοψηφικού SPD είχε, υπό τον δικό της έλεγχο, την πλειοψηφία των εργατικών συμβουλίων.
Η σταθερή και αδιατάρακτη ύπαρξη αυτής της πραγματικότητας, όμως, δεν ήταν δεδομένη. Κάθε άλλο, μάλιστα. Ήταν απολύτως, επισφαλής και μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να ανατραπεί, από γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και να υπολογισθούν.
Εκείνη την εποχή, που οι πολιτικοί προπάτορες του σημερινού SPD, είχαν την πλειοψηφία, στα εργατικά συμβούλια, τα οποία, τον Νοέμβριο του 1918, με την λήξη του πολέμου, είχαν πάρει, de facto, αλλά και de jure, την εξουσία, στην χώρα, η κοινωνική κατάσταση, στην ηττημένη Γερμανία ήταν, σε τέτοιο σημείο, εκρηκτικά, ρευστή και τόσο ευμετάβλητη, ώστε το αναμενόμενο κίνημα των Σπαρτακιστών μπορούσε και ήταν, σφοδρότατα, πιθανό να επιτύχει την εύκολη κατάληψη της εξουσίας, από το, μόλις, ιδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και την παράλληλη, μέσα από αυτή την επιτυχία, κατάκτηση της μεγίστης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης.
Αυτή η πολύ πιθανή αλύσσωση των γεγονότων, που θα ακολουθούσαν, εάν οι Σπαρτακιστές και οι σύμμαχοί τους καταλάμβαναν την εξουσία, στην Γερμανία (ή, έστω, σε ένα τμήμα της χώρας), με δεδομένη την αδυναμία των σοσιαλδημοκρατών να αποκρούσουν, δυναμικά, μια τέτοια εξέλιξη, προφανώς, θα εύρισκε άμεση ανταπόκριση και έκφραση, μέσα στα συλλογικά όργανα άσκησης της εξουσίας των νεαρών επαναστατικών θεσμών των εργατικών συμβουλίων, δια των οποίων τα μέλη της τάξης αυτής και οι διάφορες και ποικίλες συλλογικότητες, που συγκροτούσαν οι Γερμανοί εργάτες, ασκούσαν (πραγματικά, ή νομιζόμενα, ή και τα δύο μαζύ) την εξουσία, που είχαν κατακτήσει. Αυτό εθεωρείτο και ήταν δεδομένο, μετά την πραγματική και ουσιαστική κατάρρευση, πρωτίστως, των θεσμών εξουσίας του αστικού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος και δευτερευόντως, των κατασταλτικών μηχανισμών του, οι οποίοι, αν και δεν είχαν αποσαρθρωθεί, είχαν υποστεί βαρύτατα πλήγματα και είχαν αποδιοργανωθεί, λόγω της ήττας τους, στον πόλεμο, αλλά και της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας, η οποία προέκυψε, ως ένα από τα αποτελέσματα αυτής της ήττας.
Αυτή η δεδομένη, ως μια, περίπου, βέβαιη, εξέλιξη, ήταν η αιτία, για την οποία, τον Ιανουάριο του 1919, κατά την διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου, που συνεδρίαζε, στο Βερολίνο, ο υπουργός Πολέμου, ο σοσιαλδημοκράτης Gustav Noske, απαντώντας, στην αγωνιώδη διαπίστωση, που τέθηκε, στο τραπέζι, ότι κάτι πρέπει να γίνει, είπε ότι :
"Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δεν φοβάμαι τις ευθύνες".
Η ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών, ο καγκελάριος της 9ης Νοεμβρίου 1918 Friedrich Ebert και ο Gustav Noske είχαν, πάρει τις αποφάσεις τους, οι οποίες συνίσταντο, στην καταστολή του κινήματος των Σπαρτακιστών, με την βοήθεια των όπλων του γερμανικού στρατού. Μπορεί η Reichswehr να είχε ηττηθεί, στον πόλεμο, αλλά παρέμενε η μόνη υπαρκτή δύναμη, που μπορούσε να πράξει αυτό που δεν είχαν την δύναμη να πράξουν οι σοσιαλδημοκράτες.
Με αυτή την σχεδιαζόμενη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των πραγματικών δυνάμεων, στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία, τελικά ευωδόθηκε, αφού η Reichswehr ανταποκρίθηκε, στην έκκληση της ηγεσίας του πλειοψηφικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και με τα νέα δεδομένα, που προέκυπταν από αυτόν τον νέο δυσμενή, για τους Σπαρτακιστές και τους συμμάχους τους, συσχετισμό, η επικρατούσα κατάσταση ανατράπηκε, πλήρως. Έτσι, όλα όσα είχαν σχέση, με την, περαιτέρω, ριζοσπαστικοποίηση της διάχυτης επαναστατικής κατάστασης, που επικρατούσε, στην Γερμανία, την πλήρη ανατροπή της αστικής εξουσίας και την κατάργηση της δυαδικής εξουσίας, που είχε εγκαθιδρυθεί, από τον Νοέμβριο του 1918 και την αντικατάστασή της από την εξουσία των εργατικών συμβουλίων, είχαν, ήδη, κριθεί.
Το κίνημα των Σπαρτακιστών δεν θα μπορούσε να έχει τύχη, με δεδομένες τις αυταπάτες της πλειοψηφίας της γερμανικής εργατικής τάξης, ως προς τους στόχους και τους σκοπούς της παραδοσιακής ηγεσίας της, η οποία, μέσα στην απελπισία της, βρήκε, καθόλου απρόσμενα, στο πρόσωπο του γερμανικού στρατού, τον απαραίτητο και κατάλληλο υποστηρικτή των επιδιώξεών της, οι οποίες, άλλωστε, ήσαν κοινές, με τις επιδιώξεις της εθνικιστικής ηγεσίας του στρατού και εξαντλούνταν, στην υπεράσπιση της αστικής εξουσίας.
Έτσι, άνοιξε ο δρόμος, για την στρατιωτική και πολιτική ήττα των Σπαρτακιστών, για την διάλυση της εξουσίας των εργατικών συμβουλίων, στην Γερμανία και για την πλήρη επανεγκαθίδρυση της εξουσίας της αστικής τάξης, στην χώρα, με τον τερματισμό της επαναστατικής κατάστασης, που, από τον Νοέμβριο του 1918, είχε οδηγήσει, στο μεταβατικό καθεστώς της δυαδικής εξουσίας.
Οι Σπαρτακιστές ηττήθηκαν, κατά κράτος, με αποτέλεσμα την σύλληψη και την, εν ψυχρώ, δολοφονία της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht, στις 15 Ιανουαρίου 1919, μετά από μια σύντομη ανάκριση, από τον λοχαγό Waldemar Pabst, ο οποίος, ήταν εκείνος, που, όπως προκύπτει, από όσα θα δούμε, παρακάτω, έδωσε την εντολή, για την διάπραξη αυτών των δολοφονιών, ενώ, παράλληλα, είχε και πρωταγωνιστικό ρόλο, στην καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών.
Waldemar Pabst (24/12/1880 - 29/5/1970) Ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht.
Στο σημείο αυτό είναι, απολύτως, χρήσιμο να δούμε τις λεπτομέρειες, το παρασκήνιο και το προσκήνιο της δολοφονίας της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht, έτσι όπως προκύπτουν, από την περιγραφή, που έχει κάνει ο πρωταγωνιστής, ως ηθικός αυτουργός, ο, μετέπειτα, πραξικοπηματίας λοχαγός Waldemar Pabst, ο οποίος πήρε μέρος, σε δύο απόπειρες ανατροπής του αρχικού εφήμερου καθεστώτος, που, εκ των πραγμάτων, εγκαθιδρύθηκε, στην Γερμανία, τα πρώτα χρόνια, μετά την ήττα της, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό, μάλιστα, που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο Pabst μίλησε την εποχή, που (43 ολόκληρα χρόνια, μετά την δολοφονία των Luxemburg και Liebklnecht) η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με καγκελάριο τον Konrad Adenauer, νομιμοποίησε την δολοφονία της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht, ενεργώντας, ως πραγματική και ουσιαστική κληρονόμος των εγκληματικών παραδόσεων και των πρακτικών του ναζιστικού καθεστώτος (αν και εδώ, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι ναζιστές δεν έπραξαν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό, που έπραξε η κυβέρνηση Adenauer), χωρίς καμμία αιδώ και διακατεχόμενη, από την λογική, την συλλογιστική και την νοοτροπία μιας συγκροτημένης, σε επίσημο κράτος, παραθεσμικής συμμορίας, με διαχρονική υπόσταση και διάσταση.
Η περιγραφή αυτή μπορεί να φαίνεται, ως μια λεκτική υπερβολή, αλλά η αλήθεια είναι ότι ανταποκρίνεται, πλήρως, στην πραγματικότητα, αφού είναι δεδομένο το γεγονός ότι το σύγχρονο γερμανικό κράτος, δια χειρός της κυβέρνησης του Konrad Adenauer, έχει νομιμοποιήσει τις δολοφονίες της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht, εκδίδοντας, μάλιστα, επίσημο κυβερνητικό έγγραφο, με το οποίο υιοθετείται, πλήρως, η άποψη του Waldemar Pabst, για όσα έγιναν την 15/1/1919 και εγκρίνονται οι πράξεις του ιδίου και των οργάνων του γερμανικού στρατού, που ενήργησαν, κάτω από τις διαταγές του. Στο έγγραφο αυτό της κυβέρνησης του μεταπολεμικού γερμανικού κράτους, οι δολοφονίες αυτές χαρακτηρίζονται, ως πράξεις, που αποτελούν μια "νόμιμη εκτέλεση", η οποία ήταν επιβεβλημένη, ως η μόνη δυνατή, προκειμένου να γλυτώσει η Γερμανία, από την επιβολή του κομμουνισμού.
Ο Waldemar Pabst μίλησε, το 1962, στο γερμανικό περιοδικό "Der Spiegel" (τεύχος 16) και έχει δώσει την δική του εκδοχή, για την εκτέλεση των δύο ηγετικών στελεχών των Σπαρτακιστών, αλλά και για όσα έγιναν εκείνες τις ταραγμένες ημέρες των αρχών του 1919. Παρά τις υπεκφυγές του, ο ηθικός συναυτουργός της δολοφονίας των συλληφθέντων και κρατούμενων - οιονεί αιχμαλώτων, αφού ο ίδιος ο Pabst αποδέχτηκε (όπως και οι εντολείς του) ότι στο Βερολίνο εκείνη την ημέρα ήταν, σε εξέλιξη μια επανάσταση - δύο ηγετών των Σπαρτακιστών λέει πολλά και μέσα από όσα λέει, αποκαλύπτει πολύ περισσότερα, από όσα θέλει να πει.
Ας δούμε το περιεχόμενο της συνέντευξης του Waldemar Pabst, όπου αναβιώνει το κλίμα, που επικρατούσε εκείνη την εποχή :
"Der Spiegel : Κύριε Pabst, δώσατε, στις 15/1/1919, εντολή να δολοφονηθούν οι κομμουνιστές Rosa Luxemburg και Karl Liebknecht;
Waldemar Pabst : Έδωσα εντολή να κριθούν.
Der Spiegel : Να κριθούν;
Waldemar Pabst : Nαι.
Der Spiegel : Όπως και να έχει, πλέον, χαίρετε και επίσημης αναγνώρισης, για αυτό, κάτι που δεν ίσχυε, ούτε στην εποχή του Hitler. Επίσημο έγγραφο "Bulletin" της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας χαρακτήρισε την δολοφονία Liebknecht και Luxemburg, ως "νόμιμη εκτέλεση" και υιοθέτησε την δική σας ερμηνεία των γεγονότων, ότι, δηλαδή, η Γερμανία, τότε, μόνο, με αυτόν τον τρόπο, μπορούσε να σωθεί, από τον κομμουνισμό.
Waldemar Pabst : Ναι, επιτέλους, κατανοήθηκε και αναγνωρίστηκε αυτό.
Der Spiegel : To "Bulletin" της κυβέρνησης παραπέμπει, σε άρθρο σας, σε εφημερίδα, στο οποίο σχολιάζετε την υπόθεση Liebknecht - Luxemburg. Στο συγκεκριμένο άρθρο, λέτε ότι, από τον Νοέμβριο του 1918, μέχρι την έναρξη της Εθνοσυνέλευσης, την άνοιξη του 1919, δεν υφίσταντο, "ούτε κράτος δικαίου, ούτε αναγνωρισμένη κυβέρνηση".
Waldemar Pabst : Ναι, τον Ιανουάριο.
Der Spiegel : Του 1919.
Waldemar Pabst : Δεν υφίσταντο.
Der Spiegel : Τότε, αφού κατά τη γνώμη σας, δεν υπήρχε αναγνωρισμένη κυβέρνηση, εσείς ποιόν υπηρετούσατε;
Waldemar Pabst : Όταν μπήκαμε, στο Βερολίνο, μας καλωσόρισαν τα μέλη του "Συμβουλίου των Αντιπροσώπων του Λαού", στην πύλη του Βραμδεμβούργου και μας ανακοίνωσαν ότι εκείνοι ήσαν η νόμιμη κυβέρνηση.
Der Spiegel : Όταν λέτε "μπήκαμε", εννοείτε τον Garde Kavallier Schützen Division (Λόχο Τυφεκιοφόρων Φυλάκων του Ιππικού), στον οποίο υπηρετούσατε, ως αρχιλοχαγός;
Waldemar Pabst : Ναι.
Der Spiegel : Ο Λόχος υποτάχθηκε, στο "Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού", αναγνώρισε, δηλαδή, αυτή την κυβέρνηση;
Waldemar Pabst : Δεν υποταχθήκαμε, αλλά μας είχε καλέσει, μας είχε παρακαλέσει.
Der Spiegel : Και αφού σας είχαν καλέσει.
Waldemar Pabst : Όχι, όχι. Εμείς τότε, υπαγόμασταν, στο Ανώτατο Επιτελείο του Στρατού, που, τότε, βρισκόταν, στην πόλη Κάσελ.
Der Spiegel : Από πού λαμβάνατε το μισθό σας; Από το Ανώτατο Επιτελείο του Στρατού, ή από το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού;
Waldemar Pabst : Από το Ανώτατο Επιτελείο του Στρατού.
Der Spiegel : Ακόμη και τον Ιανουάριο του 1919;
Waldemar Pabst : Ακόμη και τον Ιανουάριο του 1919.
Der Spiegel : Αλλά, εκείνη την εποχή, υπεύθυνος του Συμβουλίου Αντιπροσώπων του Λαού, για την άμυνα ήταν, ήδη, ο αντιπρόσωπος.
Waldemar Pabst : Κύριος Noske.
Der Spiegel : Αρχιστράτηγος όλων των Ένοπλων Δυνάμεων.
Waldemar Pabst : Ναι.
Der Spiegel : Άρα, ο Noske ήταν και δικός σας αρχηγός;
Waldemar Pabst : Φυσικά. Από, τότε, υπαγόμασταν, στον κύριο Noske.
Der Spiegel : Και ο Noske ήταν μέλος μιας κυβέρνησης, που ήταν, απόλυτα, αναγνωρισμένη.
Waldemar Pabst : Από ποιόν;
Der Spiegel : Από το Ανώτατο Επιτελείο του Στρατού, για παράδειγμα.
Waldemar Pabst : Ε, αναγνωρισμένη, αν θέλετε, έτσι. Ας πάρουμε τα πράγματα, εντελώς, αλλιώς. Γιατί, με τον τρόπο, που εσείς μου ανοίγετε την κουβέντα, εγώ δεν συμφωνώ, καθόλου.
Der Spiegel : Παρακαλώ, ναι.
Waldemar Pabst : Το πράγματα είχαν, ως εξής : Εμείς ήμασταν η εξουσία, στο κράτος, όχι οι Αντιπρόσωποι του Λαού. Αυτοί ήρθαν, στις 24 Δεκεμβρίου του 1918 και μας παρακάλεσαν να πάρουμε, από τα νύχια των επαναστατικών δυνάμεων, το Βερολίνο. Έτσι, έγιναν τα πράγματα και όχι αλλιώς.
Der Spiegel : Ήσασταν η εξουσία, στο κράτος. Αλλά, από την στιγμή, που δεχόσασταν εντολές, από τον αρχιστράτηγο Noske, γίνατε εξουσία του κράτους;
Waldemar Pabst : Έτσι, ερχόμαστε, πιο κοντά, στην πραγματικότητα.
Der Spiegel : Και με εντολή του Noske, ο λόχος σας εισέβαλε, στο Βερολίνο, για να καταστείλει την εξέγερση των Σπαρτακιστών, των κομμουνιστών;
Waldemar Pabst : Ναι, ο μόνος, που, πραγματικά, είχε κόσμο, από πίσω του, ήταν ο κύριος Noske.
Der Spiegel : Αυτά, λοιπόν, αναφορικά, με το θέμα της κυβέρνησης. Πάμε, στο θέμα του κράτους δικαίου. Το τμήμα σας είχε κανονικό στρατοδικείο και ανώτατο στρατιωτικό δικαστήριο.
Waldemar Pabst : Εμείς, ναι.
Der Spiegel : Γιατί, όταν φέρατε τους τρεις συλληφθέντες κομμουνιστές, τον Liebknecht, την Luxemburg και τον Wilhelm Pieck, στις 15 Ιανουαρίου 1919, στο ξενοδοχείο Eden, στο Βερολίνο, όπου ήταν το αρχηγείο σας, δεν τους παραδώσατε, στον δικαστή του τμήματός σας; Γιατί οι τρεις δεν ανακρίθηκαν, δικαστικά;
Waldemar Pabst : Ο υπεύθυνος στρατιωτικός δικαστής δεν βρισκόταν, στο ξενοδοχείο Eden, τότε.
Der Spiegel : Και δεν μπορούσε να κληθεί;
Waldemar Pabst : Ξέρετε, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρει κανείς τον υπεύθυνο στρατιωτικό δικαστή, σε μια νύχτα επανάστασης, μέσα σε μια αρκετά επαναστατημένη πόλη. Εξάλλου, τί να τον είχαμε κάνει τον άνθρωπο;
Der Spiegel : Οι τρεις κομμουνιστές είχαν συλληφθεί, για εσχάτη προδοσία, θα έπρεπε να είχαν ανακριθεί, από κάποιο νομικό, συγκεκριμένα από κάποιον δικαστή του στρατού, δηλαδή του υπεύθυνου δικαστή του τμήματός σας.
Waldemar Pabst : Σταματήστε, επιτέλους, να μιλάτε, με μισόλογα. Η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη. Οι συλληφθέντες, σε μια νύχτα επανάστασης.
Der Spiegel : Τί ώρα παρουσίασαν τους τρεις;
Waldemar Pabst : Γύρω, στις 1.00, την νύχτα.
Der Spiegel : Εκείνη την ώρα ο Liebknecht και η Luxemburg ήσαν, ήδη, νεκροί.
Waldemar Pabst : Όχι, όχι, για περιμένετε λίγο.
Der Spiegel : Αφού τους πήγαν, στο ξενοδοχείο Eden, στις 8.00 το βράδυ.
Waldemar Pabst : Τον Liebknecht, ναι. Την Luxemburg, αργότερα.
Der Spiegel : Μα, τους παρέδωσαν, μαζύ.
Waldemar Pabst : Ναι, αλλά δεν τους πήραν την ίδια ώρα, για να φύγουν. Την κυρία Luxemburg την πήραν, μετά από τον Liebknecht.
Der Spiegel : Την ανάκριση εννοούμε.
Waldemar Pabst : Οι τρεις ανακρίθηκαν, ξεχωριστά.
Der Spiegel : Όλοι όμως από εσάς;
Waldemar Pabst : Ανακρίθηκαν, ξεχωριστά. Από εμένα.
Wilhelm Pieck (3/1/1876 - 7/9/1960) : Ο παλαιός Σπαρτακιστής και συνιδρυτής του Κ. Κ. Γερμανίας, που, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, διετέλεσε και πρόεδρος της "Λαϊκής Δημοκρατίας" της Γερμανίας, από τον Οκτώβριο του 1949, μέχρι τον θάνατό του, κατηγορείται, ευθέως, από τον Waldemar Pabst, ότι, όταν, στις 15/1/1919, είχε συλληφθεί, μαζύ με την Rosa Luxemburg και τον Karl Liebknecht, έδωσε όλες τις απαραίτητες, στον γερμανικό στρατό, πληροφορίες, για την εξάρθρωση των οργανώσεων των Σπαρτακιστών. Ο Wilhelm Pieck, στην αφήγηση του Waldemar Pabst, περιγράφεται, ως προδότης, αλλά είναι πιθανό, απλώς, να έσπασε, κατά την διάρκεια της ανάκρισης και να έδωσε αυτά τα στοιχεία, που του ζήτησε ο Pabst και οι υπόλοιποι ανακριτές του. Ίσως, ο Pabst να φορτώνει, στον Pieck, περισσότερα, από όσα θα έπραξε, ή δεν θα έπραξε, ο τελευταίος, αλλά το γεγονός ότι, τελικά, ο, μετέπειτα, ηγέτης του ανατολικογερμανικού κράτους, που ιδρύθηκε, από τον Ιωσήφ Στάλιν και τα όπλα του Κόκκινου Στρατού, στην "σοβιετική" ζώνη κατοχής, επέζησε, γλυτώνοντας, από τα χέρια των ανακριτών του, την ίδια στιγμή, που η Rosa Luxemburg και ο Karl Liebknecht δολοφονήθηκαν, εν ψυχρώ, δείχνει ότι οι ισχυρισμοί του Pabst, έχουν κάποια βάση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που, εν τέλει, δεν ασκήθηκε καμμία ποινική δίωξη, σε βάρος του Pieck, για την συμμετοχή του, στην εξέγερση των Σπαρτακιστών. Η επίσημη αφήγηση των κομμουνιστών, για το γεγονός της επιβίωσης του Pieck, στις 15/1/1919, λέει ότι ο κρατούμενος σπαρτακιστής, που ήταν και ηγετικό στέλεχος του Κ. Κ. Γερμανίας, γλύτωσε τον θάνατο, επειδή απέδρασε. Με δεδομένη την κατάσταση, που είχε διαμορφωθεί εκείνη την νύχτα και με, επίσης, δεδομένη την δολοφονική διάθεση των στρατιωτικών, αυτή η αφήγηση πάσχει. Ο Wilhelm Pieck δεν είχε να κάνει, με κάποιους βαριεστημένους αστυνομικούς, σε κάποιο αστυνομικό τμήμα του Βερολίνου. Είχε να κάνει, με επαγγελματίες στρατιωτικούς, που είχαν διαταγές να σκοτώσουν και οι οποίοι ήσαν αποφασισμένοι να προβούν στις δολοφονίες αυτές, ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι σχετικές διαταγές. Ως εκ τούτου, ως προς την περίπτωση Pieck, υπάρχει θέμα...
Der Spiegel : Για το αποτέλεσμα της ανάκρισης του Pieck, γράψατε : "Ο Pieck πρόδωσε τους συντρόφους του, σε βαθμό που μας έδωσε την δυνατότητα γρήγορης καταστολής, περαιτέρω, εξεγέρσεων, στο Βερολίνο. Ο κύριος Pieck είχε την καλοσύνη να μου γνωστοποιήσει όλα τα στρατιωτικά στοιχεία, τα σπίτια, τα καταφύγια των πιο γνωστών στελεχών του κόμματός του, τους αριθμούς τηλεφώνου τους και όσων τους φιλοξενούσαν. Να μου γνωστοποιήσει τα οπλοστάσια, τις οργανώσεις, που είχαν την ευθύνη, για την ενεργοποίηση συναγερμού, τους χώρους συνάθροισης, κλπ.". Ο Pieck, όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανέφερε, από το μυαλό του, ή είχε μαζί του τον σχεδιασμό εκδηλώσεων και στρατολογήσεων του κόμματός του;
Waldemar Pabst : Τις πληροφορίες αυτές, του τις έβγαλα, από την μύτη.
Der Spiegel : Τα είχε, δηλαδή, όλα, στο μυαλό του;
Waldemar Pabst : Ε, τα ήξερε όλα, στο περίπου. Κρίμα θα ήταν να μην τα ήξερε.
Der Spiegel : Όλες αυτές οι πληροφορίες, που υποστηρίζετε ότι σας έδωσε, είναι τεχνικά στοιχεία. Είναι αδύνατο να έχει κανείς όλα αυτά καταγεγραμμένα, στο μυαλό του και μόνο.
Waldemar Pabst : Εγώ θα μπορούσα να τα είχα καταγεγραμμένα, στο μυαλό μου.
Der Spiegel : Ο Pieck είχε, πάνω του, κάποια σημειωματάρια;
Waldemar Pabst : Ναι, είχε.
Der Spiegel : Και τα είχατε μπροστά σας;
Waldemar Pabst : Τα είχα μπροστά μου.
Der Spiegel : Και διευκρίνισε, περαιτέρω, τις σημειώσεις του;
Waldemar Pabst : Αυτό δεν το θυμάμαι, ακριβώς, μετά από 40 χρόνια. Είναι αδύνατο να απαντηθεί.
Der Spiegel : Θυμάστε ποιά μέτρα λάβατε, στην βάση αυτών των πληροφοριών;
Waldemar Pabst : Προχωρήσαμε στις έρευνες, προκειμένου να βρούμε τα όπλα τους και συλλάβαμε εκείνα τα πρόσωπα, που μας είχε αναφέρει. Αυτά για τα οποία ρωτούσε κανείς - εγώ για παράδειγμα, είχα εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον να μάθω, πού βρίσκεται ο φίλος μου ο Ledebour.
Der Spiegel : Δώσατε εντολή να συλληφθεί και ο Ledebour;
Waldemar Pabst : Όχι, αυτός συνελήφθη, από άλλο τμήμα των Ένοπλων Δυνάμεων.
Der Spiegel : Χωρίς να εκτελεστεί.
Waldemar Pabst : Ξέρετε, δεν ήμουν και τόσο αιμοχαρής, όσο νομίζετε.
Der Spiegel : Απλώς, αναρωτιόμαστε. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι οι σοσιαλδημοκράτες, που για δεκαετίες, συγκρούονταν, με τους κομμουνιστές, δεν χρησιμοποίησαν, ποτέ, την προδοσία του Pieck, απέναντι, στους συντρόφους του;
Waldemar Pabst : Γι' αυτό, να ρωτήσετε, τους κυρίους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Der Spiegel : Τα πρακτικά της ανάκρισης του Pieck τα μεταφέρατε, στους ανωτέρους σας; Έφθασαν, δηλαδή, στις ανώτατες βαθμίδες, μέσα από κάποια επίσημη διαδικασία;
Waldemar Pabst : Όχι.
Der Spiegel : Δηλαδή εσείς, αδιαμεσολάβητα.
Waldemar Pabst : Έλαβα τις αποφάσεις, για τον χώρο μου και μετέφερα τα υπόλοιπα, στο τμήμα του Lüttwitz, συγκεκριμένα, στον λοχαγό Moyzischewitz.
Der Spiegel : Μα, αφού αυτό θα μπορούσε να καταγραφεί, ως επιτυχία τεραστίων διαστάσεων. Η κυβέρνηση θα γνώριζε όλα όσα θα έπρεπε να γνωρίζει, για την αντίπαλη πλευρά και θα μπορούσε να βροντοφωνάξει, στους εργάτες, στους Σπαρτακιστές : "Αυτός είναι ο ηγέτης σας, έτσι, σας συμπεριφέρεται".
Waldemar Pabst : Νομίζετε ότι οι εργάτες θα το πίστευαν αυτό, ποτέ; Σε καιρούς, σαν εκείνους; Αυτό δεν θα το πίστευαν, ούτε σήμερα, που επικρατούν ήρεμες συνθήκες, δεν θα το πίστευαν, ούτε τότε.
Der Spiegel : Επιβραβεύσατε, τότε, την προδοσία του Pieck. Τον αφήσατε ελεύθερο.
Waldemar Pabst : Ναι.
Der Spiegel : Ο Pieck, γιατί δεν πέρασε, από κάποιο δικαστήριο, ή στρατοδικείο, για να δικαστεί, για εσχάτη προδοσία;
Waldemar Pabst : Επειδή του είχα υποσχεθεί ότι θα τον αφήσω ελεύθερο, αν μου έδινε τις πληροφορίες.
Der Spiegel : Δεν ήταν αρμοδιότητά σας. Δεν είχατε την εξουσιοδότηση να το κάνετε αυτό.
Waldemar Pabst : Εξουσιοδότησα τον εαυτό μου.
Ιανουάριος 1919 : Στην φωτογραφία το κακοποιημένο πτώμα του Karl Liebknecht, στο νεκροτομείο του Βερολίνου.
Der Spiegel : Ο Karl Liebknecht και η Rosa Luxemburg, τί σας είπαν στην ανάκριση;
Waldemar Pabst : Ο κύριος Liebknecht, αρχικά, ισχυριζόταν ότι δεν είναι ο Karl Liebknecht.
Der Spiegel : Και μετά;
Waldemar Pabst : Ένας από τους αξιωματικούς μου, του άνοιξε το πουκάμισο και του είπε: "Εδώ έχετε μονόγραμμα και πέρα από αυτό, σας αναγνωρίζουμε, από τις φωτογραφίες".
Der Spiegel : Το μονόγραμμα ήταν κεντημένο, στο πουκάμισο;
Waldemar Pabst : Ναι. Και έπειτα, ο Liebknecht είπε : "Ναι, εγώ είμαι".
Der Spiegel : Και η ανάκριση της Rosa Luxemburg πώς έληξε;
Waldemar Pabst : Ε, η Luxemburg, πραγματικά, δεν μπορούσε να αρνηθεί ποιά είναι. Ήταν, πραγματικά, ξεχωριστή παρουσία, έτσι δεν είναι;
Der Spiegel : Σαφώς, σαφώς.
Waldemar Pabst : Και δεν προσπάθησε, καν, να αρνηθεί ποια είναι.
Der Spiegel : Ούτε ο Pieck προσπάθησε;
Waldemar Pabst : Όχι.
Der Spiegel : Η ανάκριση είχε, ως μοναδικό σκοπό, την αναγνώριση των συλληφθέντων;
Waldemar Pabst : Ναι.
Der Spiegel : Δεν τέθηκαν άλλες ερωτήσεις;
Waldemar Pabst : Τι άλλο έμενε να ρωτηθεί; Όσα τους καταλογίζονταν, αναφέρονταν, ήδη, στην επικήρυξη.
Der Spiegel : Μετά την επιτυχία σας, στην υπόθεση Pieck, δεν θα άξιζε τον κόπο να ρωτούσατε και τους άλλους δυο, προκειμένου να σας πουν λεπτομέρειες, για την οργάνωση των Σπαρτακιστών;
Waldemar Pabst : Δεν πιστεύω ότι η γυναίκα θα μπορούσε να μου είχε δώσει πληροφορίες και επιπλέον, επρόκειτο για δύο, αποκλειστικά, πολιτικά πρόσωπα, δεν υπέθετα ότι θα μπορούσε να μου δώσει πληροφορίες στρατιωτικού ενδιαφέροντος ο Liebknecht και ειδικά, η κυρία Rosa Luxemburg.
Der Spiegel : Η εντολή εκτέλεσης των δύο, την οποία δώσατε, μετά τις ανακρίσεις, τί ακριβώς έλεγε;
Waldemar Pabst : Έδινε εντολή να μεταφερθούν, στις ανακριτικές φυλακές του Moabit και εκεί, να παραδοθούν, στον διοικητή.
Der Spiegel : Γιατί ο Karl Liebknecht και η Rosa Luxemburg δεν βρέθηκαν, ενώπιον κάποιου δικαστηρίου, είτε του τμήματός σας, είτε ενός κανονικού πολεμικού δικαστηρίου;
Waldemar Pabst : Πως να είχαν συγκληθεί αυτά, τόσο γρήγορα και μέσα, στην νύχτα;
Der Spiegel : Η εντολή σας, δηλαδή, δεν έλεγε τίποτε παραπάνω, από την μεταφορά, στο Moabit;
Waldemar Pabst : Ναι.
Der Spiegel : Στο άρθρο, που γράψατε, για το συμβάν, αναφέρετε ότι η τελική διαχείριση, από τους εντολοδόχους, διέφερε, σε αξιοσημείωτο βαθμό, από το περιεχόμενο της εντολής, που είχατε δώσει.
Waldemar Pabst : Ναι, για παράδειγμα, έξω από το ξενοδοχείο, βρισκόταν ένας ιππέας, ονόματι Runge. Ο άντρας αυτός χτύπησε την κυρία Luxemburg την στιγμή, που έβγαινε από το ξενοδοχείο, με ένα γκλομπ, στο κεφάλι. Αυτό δεν το είχα, στο πρόγραμμά μου. Αυτό το ομολόγησε ο κύριος, ο οποίος είχε δωροδοκηθεί, από έναν άλλο στρατιωτικό. Έχει πεθάνει, αλλιώς, θα μπορούσα να σας πω και το όνομα του. Αυτός, λοιπόν, είχε σκεφτεί: "Ε, αυτό, τώρα, θα λήξει, πάλι, με τον ίδιο τρόπο, όπως και με τους άλλους. Σύντομα θα τους αφήσουν ελεύθερους και όλη αυτή η βρωμιά θα ξεκινήσει, από την αρχή". Αυτός, όμως, δεν είχε εικόνα, ήταν αντισυνταγματάρχης. Και έτσι, δωροδόκησε τον ιππέα Runge, με ένα χρηματικό ποσό, για να σκοτώσει τον Liebknecht και την Luxemburg.
Der Spiegel : Κάτι δεν καταλαβαίνουμε : Εσείς δεν δώσατε την εντολή να δολοφονηθούν αυτοί οι δύο;
Waldemar Pabst : Α, αυτήν την εντολή εννοείτε!
Der Spiegel : Ναι, αυτήν την εντολή εννοούμε.
Waldemar Pabst : Αρνούμαι να καταθέσω κάτι, σχετικά, με αυτό.
Der Spiegel : Δώσατε εντολή, ας το πούμε, να σκοτωθούν, αυτοί οι δυο;
Waldemar Pabst : Σας λέω : Αρνούμαι να καταθέσω κάτι, σχετικά, με αυτό. Μην το φέρνετε, από εδώ και από εκεί. Σχεδόν, παίζουμε θέατρο, κακό θέατρο να προσθέσω. Γνωρίζετε, ακριβώς, το τί γινόταν.
Der Spiegel : Δεν γνωρίζουμε, ακριβώς, το τί γινόταν.
Waldemar Pabst (με δυνατά γέλια) : Αυτό, ούτε οι ίδιοι δεν το πιστεύετε. Όλη η Γερμανία γνώριζε! Εσείς όχι; Είναι καταπληκτικό!
Der Spiegel : Όλη η Γερμανία γνώριζε ότι αυτοί οι δύο δολοφονήθηκαν.
Waldemar Pabst : Και το ερώτημα, εδώ, είναι αν αυτό ήταν αναγκαίο, ή δεν ήταν.
Der Spiegel : Εσείς πιστεύατε ότι ήταν αναγκαίο. Άρα, δώσατε εντολή, που έλεγε παραπάνω από το να μεταφερθούν, στο Moabit.
Waldemar Pabst : Επρόκειτο, για μια εντολή, που έδωσα παρουσία του ανθυπολοχαγού μου. Όσα είπα, με τους κυρίους, που προσφέρθηκαν, για την μεταφορά – διότι δεν διατάχθηκε κανένας να το κάνει - δεν αφορούν κανέναν.
Der Spiegel : Με τον ιππέα Runge, όμως, δεν είπατε τίποτα; Τα χτυπήματα, με το γκλομπ, στα κεφάλια των Liebknecht και Luxemburg, έξω, από το ξενοδοχείο.
Waldemar Pabst : Σας παρακαλώ κύριοι, θα έπρεπε να ξέρετε πως δεν θα έδινα πότε μια τόσο ηλίθια εντολή, να χτυπηθεί, με γκλομπ, η κυρία Luxemburg, στο κεφάλι, την ώρα, που θα βγαίνει, από την πύλη, δημόσια, με τόσο κόσμο μαζεμένο, εκεί. Πραγματικά, δεν ήμουν τόσο ηλίθιος. Αλλά πρέπει, όντως, όλα αυτά να τα συζητάμε, τώρα;
Der Spiegel : Για εμάς, έχει σημασία να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα.
Waldemar Pabst : Για εσάς, έχει σημασία. Εγώ δεν πρόκειται να σας την δώσω αυτήν την εικόνα.
Der Spiegel : Κύριε Pabst, τί σας μεταφέρθηκε, το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου 1919, για την εντολή, που είχατε δώσει, σχετικά με τους Liebknecht - Luxemburg;
Waldemar Pabst : Η ομάδα μεταφοράς του Liebknecht ενημέρωσε (τώρα γυρίζουμε, στα γεγονότα), πως ο κύριος Liebknecht πυροβολήθηκε, θανάσιμα, κατά την διάρκεια απόπειρας διαφυγής του, στο πάρκο Tiergarten. Και η ομάδα μεταφοράς της Luxemburg με ενημέρωσε, ότι η Rosa Luxemburg, αφού είχε χάσει τις αισθήσεις της, μετά από χτύπημα, με γκλομπ, που είχε δεχτεί, πυροβολήθηκε, από έναν άγνωστο άντρα, που κατάφερε να ανέβει, στο αυτοκίνητο. Στην συνέχεια, ο αρχηγός της ομάδας την έριξε, στο κανάλι. Αυτό, όντως, ήταν απαράδεκτο και τιμωρήθηκε, αργότερα, από στρατοδικείο, για την πράξη αυτή. Ανέφερε, όμως, με ειλικρίνεια, όλα όσα είχαν συμβεί.
Der Spiegel : Και αυτά, που σας μετέφερε, ταυτίζονται, με όσα εσείς είχατε διατάξει, με εξαίρεση το χτύπημα του ιππέα Runge και το βύθισμα στο κανάλι;
Waldemar Pabst : Πάλι επιστρέφετε, στην ίδια ερώτηση, που μου κάνατε και πριν, με άλλο τρόπο. Και πάλι, αρνούμαι να καταθέσω κάτι πιο συγκεκριμένο, σχετικά, με αυτό.
Gustav Noske (9/7/1868 - 30/11/1946) : Συμμετείχε, ως ηθικός αυτουργός, στην δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ. Έπαιξε, με πλήρη επιτυχία, τον ρόλο του "αιμοδιψούς σκυλιού", που επιφύλαξε, για τον εαυτό του.
Der Spiegel : Ο αρχηγός σας τί είπε, για την εντολή, που δώσατε; Τί είπε ο αρχιστράτηγος Noske;
Waldemar Pabst : "Πράξατε, ορθώς, ήταν σωστό αυτό, που κάνατε", έτσι, το έγραψε και στα απομνημονεύματά του.
Der Spiegel : Και ο άμεσος προϊστάμενος σας; Ο αρχηγός του τμήματός σας, ο αντιστράτηγος von Hofmann;
Waldemar Pabst : Ο αντιστράτηγος ήταν πολύ άρρωστος, είχε μια ασθένεια της καρδιάς. Όλη η αρχηγία του τμήματος ήταν, στα δικά μου χέρια. Ήδη, από τον πόλεμο. Γι' αυτό και δεν τον ξύπνησα, αλλά του μετέφερα, στις 5 το πρωΐ, όσα είχαν συμβεί, κατά την διάρκεια της νύχτας.
Der Spiegel : Και τί σας είπε ο αντιστράτηγος von Hofmann, σχετικά με την υπόθεση;
Waldemar Pabst : Με ευχαρίστησε, που δεν τον επιβάρυνα, με την ευθύνη αυτή, την οποία, ωστόσο, δήλωσε έτοιμος να αναλάβει.
Der Spiegel : Παρόλα αυτά, έγινε στρατιωτική δίκη του τμήματός σας, σχετικά με την υπόθεση. Ποιος έδωσε την εντολή, για αυτό;
Waldemar Pabst : Ο von Hofmann, μετά από παράκληση του Noske.
Der Spiegel : Το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Runge, για απόπειρα ανθρωποκτονίας, λόγω των χτυπημάτων, στο κεφάλι, με γκλοπ και τον καταδίκασε, σε δύο χρόνια και δύο εβδομάδες φυλάκισης. Ο αντισυνταγματάρχης Vogel, ο οποίος έριξε το σώμα της Luxemburg, στο κανάλι, καταδικάστηκε, σε τέσσερις μήνες φυλάκιση, για εξαφάνιση πτώματος. Ωστόσο, η ποινή δεν του επιβλήθηκε ποτέ, καθώς του επετράπη η έξοδος, από την χώρα. Ποιος φρόντισε, για αυτό;
Waldemar Pabst : Και αυτό ήταν εντολή του Noske.
Der Spiegel : Έχετε περιγράψει τα πολιτικά σας πιστεύω, με την εξής πρόταση : "Προπαντός, δεν είναι αληθές ότι αγωνιζόμουν, εναντίον του δημοκρατικού συστήματος".
Waldemar Pabst : Ναι.
Der Spiegel : Εναντίον τίνος, διαπράξατε τα πραξικοπήματα του Ιουλίου 1919 και του Μαρτίου του 1920, στα οποία είχατε πρωταγωνιστικό ρόλο;
Waldemar Pabst : Τα κίνητρα ήσαν, εντελώς, διαφορετικά. Κανείς δεν σκόπευε να ανατρέψει την δημοκρατία, το 1920, επ' ουδενί. Το πραξικόπημα Kapp δεν είχε στόχο την δημοκρατία, αλλά την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση δεν είναι το ίδιο, με την δημοκρατία, προς θεού, μην τα βάζουμε όλα, στο ίδιο τσουβάλι. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Der Spiegel : Δηλαδή, δεν αγωνιζόσασταν, ποτέ, κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθ' εαυτού;
Waldemar Pabst : Όχι.
Friedrich Ebert (4/2/1871 - 28/2/1925) Ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης, που κατάφερε να αποφύγει την κακή τύχη του Αλεκσάντρ Κερένσκυ, είχε γνώση, για την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Κάρλ Λήμπκνεχτ, από το απόσπασμα του γερμανικού στρατού, που βρισκόταν, υπό τις διαταγές του Waldemar Pabst, το έργο του οποίου κάλυψε...
Der Spiegel : Μόνο, κατά της δημοκρατίας, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση;
Waldemar Pabst : Αγωνιζόμουν, εναντίον των εκτρωματικών εκφάνσεών της. Αναφέρομαι, στο ρητό του Friedrich Ebert και λέω : "Όταν έρθει εκείνη η ημέρα, όπου θα τεθεί το ερώτημα : Γερμανία, ή Σύνταγμα, εμείς δεν θα αφήσουμε την Γερμανία να καταστραφεί, λόγω του Συντάγματος".
Der Spiegel : Ποιές ήσαν οι εκτρωματικές εκφάνσεις της γερμανικής δημοκρατίας, τον Μάρτιο του 1920;
Waldemar Pabst : Μια εκτρωματική έκφανση ήταν, για παράδειγμα, η ομολογία ενοχής, για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως περιλαμβανόταν, στην Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Der Spiegel : Επρόκειτο, για πολιτική απόφαση, που είχε ληφθεί, από την κυβέρνηση και την Εθνοσυνέλευση.
Waldemar Pabst : Πολιτική απόφαση; Πρέπει, δηλαδή, να αποδεχόμαστε όλα όσα συμβαίνουν, εις βάρος του έθνους;
Der Spiegel : Εναλλακτικό σενάριο, από τότε, ήταν, κατά την εκτίμηση του ανώτατου στρατιωτικού επιτελείου, η επιβολή στρατιωτικής κατοχής, σε όλη την Γερμανία.
Waldemar Pabst : Παρόλα αυτά, μεγάλο κομμάτι των συνταγματαρχών είχε τεθεί, εναντίον αυτού του σεναρίου, και μάλιστα οι καλύτεροι.
Der Spiegel : Εντολές και διαταγές μπορεί να δίνονται, από έναν μόνο. Αυτό το γνωρίζετε, πολύ καλύτερα, από εμάς.
Waldemar Pabst : Α, όχι, όχι αγαπητοί μου. Όταν ο αρχηγός του τμήματός μου, με διέταζε να κάνω κάτι και εγώ έλεγα, στον εαυτό μου, ότι αυτό είναι βλακεία, δεν σημαίνει ότι εγώ το έκανα.
Der Spiegel : Κύριε Pabst, ευχαριστούμε, για την συνομιλία".
(Η απόδοση, στα ελληνικά, της συνέντευξης αυτής στηρίχθηκε, στην πολύ καλή μετάφραση της κ. Χάριτος Τριανταφυλλίδου, όπως, επίσης και σε δικές μου αναδιατυπώσεις).
Η ανάδειξη του Waldemar Pabst, ως ηθικού συναυτουργού της δολοφονίας της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht είναι σαφέστατη, παρά τις όποιες λεκτικές υπεκφυγές του, οι οποίες, άλλωστε, στην πορεία και στην εξέλιξη της συνέντευξης, χάνουν το νόημά τους και οδηγούν, στην διαπίστωση της βεβαιότητας του γεγονότος αυτού. Αλλά δεν είναι ο Waldemar Pabst το ουσιώδες πρόβλημα. Αυτό, που έχει σημασία είναι η αποσαφήνιση των περιστατικών και η πλήρης κατάδειξη του συνόλου των υπευθύνων της δολοφονίας των δύο ηγετών των Σπαρτακιστών, αφού, όπως έχει γράψει, στα απομνημονεύματά του ο Pabst : "Είναι ξεκάθαρο ότι δεν θα μπορούσα να το είχα πράξει, χωρίς την συγκατάθεση του Νόσκε - και υπό την σκέπη του Έμπερτ. Έπρεπε και να προστατεύσω τους αξιωματικούς μου. Ελάχιστοι κατάλαβαν, για ποιόν λόγο δεν ανακρίθηκα, ποτέ, γιατί δεν μου ασκήθηκε ποινική δίωξη. Ως μέλος του ιππικού και ως κύριος, τίμησα την συμπεριφορά του SPD, κλείνοντας το στόμα μου, για 50 ολόκληρα χρόνια".
Και εδώ, βρίσκεται η βαρύτατη ευθύνη της ηγεσίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, κρινόμενη, από την άποψη της αστικής νομιμότητας, την οποία η ίδια, με πάθος, υπερασπίστηκε, κατά το παρελθόν και συνεχίζει να υπερασπίζεται, το ίδιο και περισσότερο παθιασμένα και σήμερα. Η ευθύνη αυτή είναι διαχρονική και παραμένει βαρειά και ασήκωτη, μέχρι τις ημέρες μας.
Φυσικά, πολύ περισσότερο βαρειά, σαφής και συγκεκριμένη είναι η ευθύνη του γερμανικού κράτους, η οποία, επίσης, παραμένει διαχρονική, ως μια επιβεβαιωμένη πράξη δολοφονίας, την οποία το ίδιο έχει αποδεχθεί και την έχει, εκ των υστέρων, νομιμοποιήσει.
Όμως, πέρα από την όποια νομιμότητα και την όποια ηθική, αυτό, που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η κατανόηση των εξελίξεων, που ακολούθησαν την νοεμβριανή κοινωνική επανάσταση, στην Γερμανία του 1918 και τις αιτίες, που οδήγησαν, στην κατάργηση της εξουσίας των εργατικών συμβουλίων και στην γοργή παλινόρθωση των θεσμών της αστικής εξουσίας.
Αλλά και αυτό δεν είναι αρκετό. Είναι, απολύτως, ανεπαρκές και η παραμονή, στα όποια συμπεράσματα, προκύπτουν, από την διερεύνησή του, αποτελεί έναν πλήρη αποπροσανατολισμό, διότι αυτά τα συμπεράσματα έχουν έναν μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα και ένα αντίστοιχο περιεχόμενο.
Με αυτά τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα, ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η διεξαγωγή και η διεκπεραίωση μιας ευρύτερης κοινωνιολογικής ανάλυσης, η οποία να μπορεί να προσδιορίσει, με πλήρη ασφάλεια και βεβαιότητα, ως προς τί θα συνέβαινε, εάν η φορά των εξελίξεων είχε στρέψει τα γεγονότα, στην, εντελώς, αντίθετη κατεύθυνση, από αυτήν, που ακολούθησαν, οδηγώντας, στην ανατροπή της κυβέρνησης του Friedrich Ebert και στην επικράτηση των Σπαρτακιστών και των συμμάχων τους.
Μόνον, έτσι και μέσα από αυτές τις βασανιστικές και εξαντλητικές διαδικασίες κοινωνιολογικής ανάλυσης θα βγουν ολοκληρωμένα συμπεράσματα, τα οποία θα είναι δυνατόν να αποκτήσουν έναν ευρύτερο γνωσιολογικό χαρακτήρα και να καταστούν χρήσιμα και για τους καιρούς, που, τώρα, ζούμε, αλλά και γι' αυτούς που θα έλθουν.
Αυτή την όχι εύκολη, αλλά, πολλαπλώς, χρήσιμη ανάλυση είναι, που θα προσπαθήσω να παρουσιάσω και να διεκπεραιώσω, εδώ.
Η εύκολη απάντηση, που έχει να κάνει, με την ήττα της εργατικής επανάστασης, στην Γερμανία, την περίοδο Νοεμβρίου 1918 - Ιανουαρίου 1919 (αλλά και μετέπειτα, μέχρι το πραξικόπημα του Kapp, το 1920), είναι αυτή, που, διαχρονικά, αναφέρουν οι κομμουνιστές όλων των αποχρώσεων και η οποία προσδιορίζει, ως αιτία της ήττας της εργατικής εξέγερσης και της διάλυσης της (δυαδικής) εξουσίας των εργατικών συμβουλίων. Η απάντηση αυτή εξαντλεί την επιχειρηματολογία της, στην αποκαλούμενη και προσδιοριζόμενη, ως προδοσία, της ηγεσίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Σε μια πιο προσεγμένη έκδοσή της, συνδυάζει αυτή την προδοσία, με την, επίσης, προσδιοριζόμενη, ως ανωριμότητα της εργατικής τάξης, αλλά η ουσία του πράγματος δεν αλλάζει, αφού αυτή η υποτιθέμενη, ως ανωριμότητα της εργατικής τάξης, δεν θα ήταν σημαντική, εάν η ηγεσία του πλειοψηφικού SPD δεν πρόδιδε την εργατική τάξη. Και αυτό θα συνέβαινε, εάν η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών προχωρούσε, στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όχι, γιατί το στοιχείο της αποκαλούμενης, ως προδοσίας, την οποία (υποτίθεται ότι) διέπραξε η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών είναι μη υπαρκτό. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ανυπόστατος. Και τούτο διότι, όταν η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών, ως φορέας της εργατιστικής ιδεολογίας, υποσχόταν, στην συγκροτημένη εργατική τάξη την οποία επηρέαζε, την "οικοδόμηση του σοσιαλισμού", την ίδια στιγμή, που, σταδιακά και σε συμφωνία, με τον γερμανικό στρατό και τους βασικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης της χώρας, ανασυγκροτούσε και επανέφερε την κλασική καπιταλιστική εξουσία, στην γερμανική κοινωνία, είναι σαφές ότι, μαζύ με το στοιχείο της ασύστολης κοροϊδίας, υπάρχει και το στοιχείο της προδοσίας.
Προφανώς, λοιπόν, το σύνολο, περίπου, της πολιτικής, της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της αστικής ελίτ, που συγκροτούσε το σύνολο της ηγεσίας είναι σαφές ότι κορόϊδευαν, εξαπατούσαν και δια της κοροϊδίας και της σύστοιχης απάτης, προέδιδαν την εργατική τάξη, την οποία (υποτίθεται ότι) εκπροσωπούσαν.
Αλλά η προδοσία, (όπως και η κοροϊδία, η απάτη και όλα τα συναφή), δεν είναι το κυριότερο και ουδέποτε μπορεί, καν, να είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό, για τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς της ηγεσίας των σοσιαλδημοκρατών. Ούτε, φυσικά, μπορεί να προσδιορίσει το περιεχόμενο των πολιτικών και των κοινωνικών εξελίξεων.
Αυτού του είδους οι στάσεις και οι συμπεριφορές είναι, απολύτως, δευτερεύοντα στοιχεία, τα οποία, όσο σημαντικά και αν είναι, στην "μικροκοινωνιολογική" ανάλυση των δεδομένων, που έχουν να κάνουν, με τα άτομα και τις στοιχειακές κοινωνικές συσσωματώσεις, που αυτά συγκροτούν, καθίστανται, απολύτως, ασήμαντα και φθάνουν, στα όρια του χαρακτηρισμού τους, ως περιθωριακών, όταν εξετάζονται, στα πλαισία των (εκ των πραγμάτων, ευρέων) κοινωνιολογικών - των, καταχρηστικώ τω λόγω, "μακροκοινωνιολογικών" - αναλύσεων, που ασχολούνται, με τις ευρείες κοινωνικές ομάδες και τις σχέσεις εξουσίας και ιεράρχησης, που τις διαρθρώνουν.
Όποιος έχει, έστω και στοιχειώδη, γνώση των δεδομένων της σύγχρονης κοινωνιολογικής ανάλυσης, εύκολα, μπορεί να καταλάβει την αιτία αυτής της διαπίστωσης, η οποία αποτελεί, το βασικό γνωστικό εργαλείο οποιασδήποτε κοινωνιολογικής ανάλυσης, η οποία σέβεται τον εαυτό της και δεν υπηρετεί άλλου είδους σκοπιμότητες. Και η αιτία αυτή εντοπίζεται, στο απλούστατο γεγονός, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της κοινωνιολογίας και είναι η ίδια η συγκρότηση, η ύπαρξη και η λειτουργία των κοινωνικών ομάδων, που συσπειρώνονται, ως ομάδες εξουσίας, γύρω από την εξυπηρέτηση των διαφοροποιημένων και εκ των πραγμάτων, ιδιοτελών συμφερόντων, που τις συγκροτούν και τις συνέχουν.
Έχοντας, υπόψη, αυτά τα σαφή κοινωνιολογικά δεδομένα, που συνέχουν τις εξουσιαστικές κοινωνικές ομάδες και τις, επί μέρους, λειτουργικές δομές και διαρθρώσεις, τις οποίες συγκροτούν και τις συγκρατούν, από την διάλυση, στην βάση της εξυπηρέτησης των διαφοροποιημένων και πάντοτε ιδιοτελών συμφερόντων τους, γίνεται, εύκολα, κατανοητή η διαδικασία και η συλλογιστική, η οποία καθιστά, άνευ ουσίας, αλυσιτελή και αποπροσανατολιστική, οποιαδήποτε κριτική, η οποία προσδιορίζει, με ηθικοπλαστικούς όρους, την συμπεριφορά των διαφόρων πολιτικών σχηματισμών, ομάδων και μηχανισμών, στο βαθμό, που αυτές οι συσσωματώσεις έχουν συγκροτηθεί ως και είναι, εκ φύσεως και εκ συστάσεως, σχηματισμοί, ομάδες και κοινωνικοί μηχανισμοί, που, κατ' εξοχήν, απασχολούνται, με το εξουσιαστικό φαινόμενο και την ίδια της διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
Υπό το φως αυτών των κοινωνιολογικών δεδομένων, καθίσταται σαφές ότι η ηγεσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και η πολιτικοσυνδικαλιστική γραφειοκρατία των προπατόρων του SPD, ως συγκροτημένη πολιτική ομάδα διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης της εργατικής τάξης, απέναντι στην παραδοσιακή αστική τάξη, είχε, πολύ καιρό πριν, από τα επαναστατικά γεγονότα της περιόδου Νοεμβρίου 1918 - Ιανουαρίου 1919, διαφοροποιηθεί, από εκείνους, τους οποίους εκπροσωπούσε και είχε δημιουργήσει τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα, τα οποία, απλούστατα, ήσαν άλλα, από εκείνα των υποτιθέμενων, ως εντολέων της, τους οποίους, επίσης, απλούστατα, χρησιμοποιούσε, προκειμένου να βελτιώσει την θέση της, μέσα στην ιεραρχία των κοινωνικών ομάδων εξουσίας, που συγκροτούσαν και συναποτελούσαν τον γερμανικό καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.
Έτσι, λοιπόν και με δεδομένη την κοινωνική διαφοροποίηση των συμφερόντων της αστικοποιημένης πολιτικοσυνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και την αντίστιξη αυτών των συμφερόντων, από τα όποια συμφέροντα της γερμανικής εργατικής τάξης, ήταν και παραμένει, πάντοτε και σε κάθε αντίστοιχη ιστορική περίπτωση, φυσικό, αυτά τα διαφοροποιημένα συμφέροντα αυτών των αστικοποιημένων πολιτικών γραφειοκρατών να αποκτήσουν έναν, καθαρά ιδιοτελή χαρακτήρα και ένα αντίστοιχο περιεχόμενο.
Ως εκ τούτου, στερείται νοήματος να κατηγορείται, για προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης, η πολιτικοσυνδικαλιστική γραφειοκρατία της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό το ηγετικό στρώμα των πολιτικών γραφειοκρατών, αυτοσυνειδητοποιούμενο, ως ξεχωριστή συλλογική δομή, από την πολιτική και κοινωνική του βάση και συγκροτούμενο, ως ομάδα εξουσίας, η οποία συνέχεται, στην βάση των δικών της ιδιοτελών συμφερόντων, δεν μπορεί να κατηγορηθεί, για προδοσία, εάν θέλουμε να κάνουμε μια ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη, από τα όποια προσωπικά συναισθήματα και τις αντίστοιχες πεποιθήσεις, που αυτά τα συναισθήματα τροφοδοτούν, κοινωνιολογική ανάλυση και εάν επιθυμούμε να εξάγουμε τα ορθά συμπεράσματα.
Η εξαγωγή του απαραίτητου ψύχραιμου συμπεράσματος, σε επίπεδο "μακροκοινωνιολογικής" ανάλυσης είναι εύκολη και αβίαστη. Όπως σαφέστατο είναι και το περιεχόμενο του συμπεράσματος αυτού :
Το αστικοποιημένο πολιτικοσυνδικαλιστικό γραφειοκρατικό στρώμα, της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας εξυπηρέτησε, ως συγκροτημένη πολιτική ομάδα εξουσίας, τα δικά του, απολύτως, ιδιοτελή συμφέροντα, όπως αυτό το εξουσιαστικό κοινωνικό στρώμα αντιλαμβανόταν και όπως αυτό προσδιόριζε το περιεχόμενό τους και τις κοινωνικές συμμαχίες, τις οποίες έπρεπε να συγκροτήσει, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών.
Αυτό ήταν δεδομένο ότι θα έπραττε, η πολιτικοσυνδικαλιστική γραφειοκρατία του πλειοψηφικού SPD και αυτό έπραξε. Όλα τα υπόλοιπα είναι, άνευ αξίας και κατόπιν των ανωτέρω, καθίστανται αποπροσανατολιστικά.
Κάπου, εδώ, πρέπει να γυρίσουμε, στην Rosa Luxemburg και την στάση της, εκείνη την εποχή, προκειμένου να διαυγάσουμε, ακόμη περισσότερο το εξεταζόμενο ζήτημα, που, ουσιαστικά, αφορά το τί πήγε στραβά, στο κοινωνικοαπελευθερωτικό πείραμα, με τα συμβούλια των στρατιωτών και των εργατών, στην Γερμανία του 1918 - 1919.
Η Rosa Luxemburg, παρά το γεγονός ότι, τον Ιανουάριο του 1919, συμμετείχε, στο κίνημα των Σπαρτακιστών, που αποσκοπούσε, στην ανατροπή της κυβέρνησης του Friedrich Ebert και στην κατάληψη της εξουσίας, είχε διαφωνήσει, με την διεξαγωγή του. Όποιος γνωρίζει την σκέψη και την συλλογιστική της Ρόζας αντιλαμβάνεται τους λόγους της διαφωνίας της.
Η Rosa Luxemburg, με δεδομένη και σταθερή την πεποίθησή της ότι η κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή (την οποία, τότε, προσδιόριζε, ως σοσιαλισμό), για να είναι μια υλοποιήσιμη διαδικασία, θα έπρεπε να συσπειρώνει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της κοινωνίας μιας λειτουργούσας καπιταλιστικής οικονομίας, αντιλαμβανόταν ότι η γερμανική εργατική τάξη, παρά τον σχηματισμό των υποτιθέμενων, ως δικών της οργάνων εξουσίας (τα οποία, άλλωστε, σε έναν σημαντικό βαθμό, ήσαν και δικά της όργανα εξουσίας), τα οποία λειτουργούσαν, μέσα στα πλαίσια της δυαδικής εξουσίας, που είχε σχηματισθεί, ύστερα από την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, δεν ήταν έτοιμη, για την νομιζόμενη, ως πλήρη κατάληψη και την αδιαμεσολάβητη άσκηση της εξουσίας, από την ίδια, ως συγκροτημένη κυρίαρχη τάξη. Η Ρόζα είχε αντιληφθεί ότι οι Γερμανοί εργάτες, με την πειθαρχική νοοτροπία, που, πάντοτε, τους διέκρινε, ήσαν πολύ μακρυά από την επίτευξη τέτοιων στόχων. Γι' αυτό και διαφωνούσε, με την διεξαγωγή του κινήματος των Σπαρτακιστών.
Η Rosa Luxemburg κατέληξε, σε αυτά τα συμπεράσματα, επειδή είχε, ως κριτήριό της, το γεγονός ότι, η πλειοψηφία των Γερμανών εργατών, μέσα στα συμβούλια των στρατιωτών και των εργατών, που ασκούσαν την δική τους εξουσία, μέσα στα πλαίσια του ιδιότυπου καθεστώτος, που είχε δημιουργήσει η εξέγερση των ναυτών, των στρατιωτών και των εργατών, τον Νοέμβριο του 1918, ακολουθούσε την ηγεσία του πλειοψηφικού SPD. Η πλειοψηφία της γερμανικής εργατικής τάξης βρισκόταν, σε ένα άλλο μήκος κύματος, γεγονός, το οποίο οδηγούσε την Ρόζα, στην πεποίθηση ότι χρειαζόταν, ακόμη, πολλή δουλειά, για να κατακτηθεί, από τους Σπαρτακιστές και τους συμμάχους τους, η πλειοψηφία, μέσα στην κοινωνική τάξη, στην οποία αυτοί απευθύνονταν. Ως εκ τούτου, το κίνημα, για το οποίο έκανε λόγο η πλειοψηφία των Σπαρτακιστών, ήταν πρόωρο και ήταν πιθανό να είχε τα αντίθετα αποτελέσματα, από αυτά, που, εμφανώς, οι Σπαρτακιστές, επιδίωκαν.
Τελικά, η Rosa Luxemburg είχε δίκιο.
Η γερμανική εργατική τάξη, όσο παρέμενε εγκλωβισμένη, μέσα στα πλαίσια των εξαγγελιών, των νουθεσιών και της καθοδήγησης του, από ιστορική άποψη, πρόσφατα συγκροτημένου ιδιότυπου και καινοφανούς εξουσιαστικού κοινωνικού στρώματος της πολιτικής και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των σοσιαλδημοκρατών, το οποίο εκφραζόταν με τον μαρξιστικό εργατισμό, τον οποίο και καλλιεργούσε, ως ιδεολογία και χρησιμοποιούσε, ως μηχανισμό δικαιολόγησης των πράξεών της, αλλά και αναπαραγωγής αυτής της ιδεολογίας (με την ταυτόσημη έννοια της ψευδούς συνειδήσεως), δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει, στον δρόμο του πολιτικού προγράμματος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, με κυρίαρχο όργανο εξουσίας τον ριζοσπαστικό θεσμό των νεοπαγών εργατικών συμβουλίων, που είχε αναδειχθεί, κατά την διάρκεια της ρωσικής επανάστασης, η οποία, εκείνη την εποχή, φαινόταν ότι ήταν (και ήταν), εν εξελίξει.
Ως εκ τούτου, η απόπειρα κατάληψης της εξουσίας, από τους Σπαρτακιστές, ως μια μίμηση του αντίστοιχου κινήματος των μπολσεβίκων, του Οκτωβρίου του 1917, με το οποίο το κόμμα του Λένιν και οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες, ανέτρεψαν την κυβέρνηση του μενσεβίκου Αλεκσάντρ Κερένσκυ, κηρύσσοντας την εξουσία των εργατικών συμβουλίων, πριν από την διεξαγωγή των γενικών εκλογών, για την ανάδειξη συντακτικής συνέλευσης, δεν ήταν δυνατόν να είναι επιτυχής, ως διαδικασία κοινωνικοαπελευθερωτικής αφύπνισης των Γερμανών εργατών.
Πιθανότατα, το κίνημα των Σπαρτακιστών θα μπορούσε, με μια καλύτερη οργανωτική προετοιμασία, να ανατρέψει την κυβέρνηση του Friedrich Ebert. Ίσως, ακόμη και να κατάφερνε να αντιμετωπίσει και τον γερμανικό στρατό, του οποίου η κατάσταση ήταν επισφαλής και με δεδομένη την επιτυχή αλυσίδα των γεγονότων, σύμφωνα, με το σχέδιο των Σπαρτακιστών, προφανώς, οι ηγέτες του κινήματος αυτού θα ανακήρυσσαν την πλήρη μεταβίβαση της εξουσίας, στα εργατικά συμβούλια, καταργώντας το καθεστώς της δυαδικής εξουσίας, που επέτρεπε, στην γερμανική αστική τάξη να είναι ένας ουσιώδης μέτοχος της εξουσίας.
Αλλά αυτό το κίνημα και η επιτυχία του, ως εγχείρημα, για την κατάληψη της εξουσίας, όπως, τελικά, συνέβη και με το αντίστοιχο κίνημα των μπολσεβίκων, στην επαναστατημένη Ρωσία, δεν αφορούσε την ολοκλήρωση της κοινωνικής διαδικασίας της απελευθερωτικής αλλαγής.
Αντίθετα, μάλιστα, με δεδομένη την πραγματική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η γερμανική εργατική τάξη, η οποία χαρακτηριζόταν, από την ουσιώδη αδυναμία της, για την αδιαμεσολάβητη άσκηση της εξουσίας, γεγονός το οποίο εκφραζόταν, από την προσφυγή της, σε κοινωνικούς μηχανισμούς εκπροσώπησης, οι οποίοι, εκ των πραγμάτων και εκ της φύσεώς τους, ως συγκροτημένων κοινωνικών ομάδων, που ασκούν εξουσία, προσανατολίζονται, στην εξυπηρέτηση των δικών τους αυτοτελών και ιδιοτελών συμφερόντων, οι προοπτικές του κινήματος αυτού των Σπαρτακιστών, ως εργαλείου για την προώθηση της κοινωνικής απελευθέρωσης δεν ήσαν καθόλου ευοίωνες.
Εδώ, πρέπει να επισημάνουμε, ότι οι Γερμανοί Σπαρτακιστές, ως προς το συγκεκριμένο σημείο, βρίσκονταν, τον Ιανουάριο του 1919, σε, σαφέστατα και αδιαφιλονίκητα, δυσμενέστερη θέση, από την θέση, που είχαν βρεθεί οι Μπολσεβίκοι, όταν, τον Οκτώβριο του 1917, εξαπέλυσαν το δικό τους κίνημα, στην επαναστατική Ρωσία. Η διαφορά των δύο περιπτώσεων ήταν μεγάλη και καθοριστική, ως προς τα τελικά εκβάντα.
Αυτό συνέβη, για δύο λόγους.
Ο κυριότερος λόγος έχει να κάνει, με το γεγονός ότι, οι Μπολσεβίκοι, όταν πραγματοποίησαν και διεκπεραίωσαν, με επιτυχία, το κίνημα του Οκτωβρίου του 1917, είχαν, ήδη, κατακτήσει την πλειοψηφία, στα εργατικά συμβούλια και είχαν την εξουσιοδότηση, την συμφωνία και την παρότρυνση, από την τάξη, που εκπροσωπούσαν, για να καταλάβουν την εξουσία και να την ασκήσουν, στο όνομά της. Οι Σπαρτακιστές, στην Γερμανία του Ιανουαρίου του 1919, ούτε την πλειοψηφία, στα εργατικά συμβούλια είχαν - αντιθέτως, ήσαν πολύ μακριά, από αυτόν τον στόχο -, ούτε κάποια μορφή εξουσιοδότησης, από την τάξη, που ήθελαν να εκπροσωπήσουν.
Ο δεύτερος λόγος, που έκανε μεγάλη την απόκλιση της διαφορετικότητας των κινημάτων του Οκτωβρίου του 1917, στην Ρωσία και του Ιανουαρίου του 1919, στην Γερμανία, ήταν και αυτός σημαντικός και καθοριστικός, αφού εντοπίζεται, στο αντικειμενικό γεγονός της δεδομένης εμπειρίας, που είχαν οι αντίπαλοι των Σπαρτακιστών, από την επιτυχή έκβαση του κινήματος των Μπολσεβίκων. Αυτό συνέβη, επειδή αυτό το κίνημα είχε προηγηθεί, χρονικά, από τα επαναστατικά γεγονότα της Γερμανίας και ως προϊόν της ιστορικής πείρας, είχε γίνει αντικείμενο παρατήρησης και (έστω, ατελούς και πρόχειρης, αλλά, πάντως, σε κάθε περίπτωση, χρήσιμης) μελέτης και φυσικά, αποτελούσε παράδειγμα, προς αποφυγή.
Και οι δύο αυτοί λόγοι καθιστούσαν, ακόμη περισσότερο, δυσχερή την θέση των Σπαρτακιστών και ως προς την επίτευξη του άμεσου στόχου τους, που εστιαζόταν, στην κατάληψη της εξουσίας και πολύ περισσότερο, ως προς την διεκπεραίωση του πολιτικού τους προγράμματος, στον βαθμό, που αυτό αποσκοπούσε στην εδραίωση της εξουσίας της εργατικής τάξης, μέσα από την άμεση μεταβίβασή της, στα εργατικά συμβούλια.
Από την δική του την πλευρά, το ηγεμονεύον στρώμα της αστικοποιημένης πολιτικής και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των σοσιαλδημοκρατών και ο μικροαστικός περίγυρος των διανοουμένων, που στήριζαν αυτό το νεοφανές εξουσιαστικό κοινωνικοπολιτικό μόρφωμα και συμπύκνωμα, αντιμετώπιζε τις δικές του δυσχέρειες, οι οποίες προσδιορίζονταν και συγκεκριμενοποιούνταν, στο γεγονός ότι η τεράστια κοινωνικοπολιτική ρευστότητα, που προέκυψε, ως αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης της αστικής εξουσίας και κυριαρχίας, μέσα στην γερμανική κοινωνία, αμέσως, μετά την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, καθιστούσε επισφαλή και την δική του κυριαρχία, επί της εργατικής τάξης, την οποία, κατά τα φαινόμενα, εκπροσωπούσε και την οποία, στην ουσία, εξουσίαζε.
Ο Friedrich Ebert, η κυβέρνησή του και το πλειοψηφικό SPD, ουσιαστικά, είχαν βρεθεί, στην θέση του Αλεκσάντρ Κερένσκυ, της κυβέρνησής του και του κόμματος των Μενσεβίκων και κινδύνευαν να έχουν την κακή τύχη εκείνων. Και αυτή την κακή τύχη θα την είχαν, παρά το γεγονός ότι πλειοψηφούσαν, στους κόλπους της εργατικής τάξης της Γερμανίας και τούτο, επειδή οι αντίπαλοί τους - οι Σπαρτακιστές, οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες και οι λοιποί σύμμαχοί τους - μπορούσαν να σχηματίσουν και να συγκροτήσουν μια δυναμική πρωτοπορεία, μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης και της ευρύτερης γερμανικής κοινωνίας, που βρισκόντουσαν, μέσα σε μια κατάσταση και ένα κλίμα επαναστατικού αναβρασμού.
Ως εκ τούτου, ο Friedrich Ebert και ο Gustav Noske, σε αντίθεση, με τον Αλεκσάντρ Κερένσκυ και τους Μενσεβίκους, σχημάτισαν τις απαραίτητες συμμαχίες, με τις αποδυναμωμένες, μεν, αλλά, πάντοτε, υπαρκτές, ως στρατιωτική δύναμη, ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση και την προσπάθεια των Σπαρτακιστών, για την κατάληψη της εξουσίας.
Χωρίς αυτή την απαραίτητη συμμαχία, της οποίας το έδαφος είχε προετοιμασθεί, με το σύμφωνο Ebert - Groener, από τον Νοέμβριο του 1918 και η οποία επανεπιβεβαιώθηκε, ενώπιον του τελικού πεδίου της μάχης, όπως εξιστορεί ο Waldemar Pabst, στο εξεγερμένο Βερολίνο, τον Ιανουάριο του 1919, όταν η τρομαγμένη κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών, με τους Ebert και Noske, ζήτησε την βοήθεια του γερμανικού στρατού, για την καταστολή του κινήματος των Σπαρτακιστών, το ηγετικό στρώμα της πολιτικοσυνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των αστικοποιημένων σοσιαλδημοκρατών θα είχε ηττηθεί και ο δρόμος, που θα ακολουθούσε η γερμανική κοινωνία θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, εντελώς, διαφορετικός.
Η μόνη επιφύλαξη, που υπάρχει, στην περίπτωση μιας τέτοιας επιτυχίας της προσπάθειας των Σπαρτακιστών, για την κατάληψη της εξουσίας, συνοψίζεται, στην εκδοχή της εξωτερικής παρέμβασης των νικητριών του πολέμου, η οποία, όμως, αν και ήταν πολύ πιθανή, δεν ήταν δεδομένη, αφού θα εγκυμονούσε και άλλους κινδύνους, για τις ίδιες τις ξένες δυνάμεις, που θα προσπαθούσαν να επανεγκαταστήσουν την αστική εξουσία, στην Γερμανία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εάν, τον Ιανουάριο του 1919, η απόπειρα των Σπαρτακιστών, για την κατάληψη της εξουσίας, επιτύγχανε τον στόχο της, τα ουσιώδη δεδομένα του προβλήματος, που αφορούν την διαδικασία υλοποίησης της κοινωνικής απελευθέρωσης, δεν θα υφίσταντο καμμία διαφοροποίηση. Θα παρέμεναν τα ίδια, όπως, ακριβώς, συνέβη και, με το επιτυχές κίνημα των Μπολσεβίκων, τον Οκτώβριο του 1917, στην επαναστατημένη Ρωσία.
Η γερμανική εργατική τάξη, όπως συνέβη και με την ρωσική, δεν είχε την ωριμότητα - και για να είμαστε, κοινωνιολογικά, ακριβείς - δεν είχε την ικανότητα να ασκήσει την εξουσία, χωρίς την μεσολάβηση του αστικοποιημένου στρώματος των πολιτικών και συνδικαλιστικών γραφειοκρατών και των γραφειοκρατικοποιημένων αστών διανοουμένων.
Η Rosa Luxemburg, η συλλογιστική της οποίας κατευθύνονταν, στην ίδια την υλοποίηση της διαδικασίας της κοινωνικής απελευθέρωσης και της, όσο το δυνατόν, περισσότερης αδιαμεσολάβητης εξουσίας της εργατικής τάξης, την οποία έβλεπε, ως μια πλειοψηφική δύναμη, μέσα στις κοινωνίες του σύγχρονου αναπτυγμένου καπιταλισμού και, σταθερά, αντιτιθέμενη στην εξουσία των γραφειοκρατικών μηχανισμών (και γι' αυτόν τον λόγο, διεξήγαγε, πολύ πριν την ρωσική επανάσταση, μια λεπτομερειακή και ασυμβίβαστη πολεμική, στις θέσεις του Λένιν, για την γραφειοκρατική λειτουργία του κόμματος και την εγκαθίδρυση του δεσποτισμού της ηγεσίας, επί της βάσης του κόμματος και της εργατικής τάξης, που υποτίθεται ότι αυτό εκπροσωπούσε, την οποία κριτική συνέχισε, με την απαραίτητη ενάργεια και την δέουσα πολιτική σκληρότητα και μετά την επικράτηση του κινήματος των Μπολσεβίκων), μπόρεσε να δει τα περισσότερα, από όσα, εδώ, περιγράφονται. Και γι' αυτόν τον λόγο, διαφώνησε, με την πλειοψηφία των Σπαρτακιστών, ως προς την πραγματοποίηση του εγχειρήματος, για την κατάληψη της εξουσίας, τον Ιανουάριο του 1919.
Αλλά, στον βαθμό, που η πλειοψηφία των Σπαρτακιστών υιοθέτησε την πολιτική άποψη, για την κατάληψη της εξουσίας, η Rosa Luxemburg δεν ήταν δυνατόν να κάνει πίσω και να μην πάρει μέρος, στο εγχείρημα, στον βαθμό, που η ίδια δεν είχε καταλήξει, στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη δεν ήταν, εκ των πραγμάτων, ικανή να προχωρήσει, στην υλοποίηση του κοινωνικοαπελευθερωτικού σχεδιασμού, έτσι, όπως αυτός περιγραφόταν, από το σύστημα των σοσιαλιστικών ιδεών.
Για την Ρόζα, αυτή η πολιτική θέση, που έδινε αυτόν τον πρωταγωνιστικό κοινωνικό ρόλο, στην εργατική τάξη και η οποία προέκυπτε από την μαρξιστική θεωρία, ήταν μια ανοικτή υπόθεση, η βασιμότητα της οποίας, βέβαια, δεν λαμβανόταν, ως δεδομένη, αλλά ήταν, προς επιβεβαίωση, ή διάψευση, αφού υπέκειτο στον έλεγχο της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η Rosa Luxemburg δεν διακατεχόταν, από τον διανοουμενιστικό ψευδοεπιστημονικό σχολαστικισμό των μαθητών της μαρξιστικής σχολής του Karl Kautsky - μαθητής της οποίας υπήρξε, μέχρι το τέλος της ζωής του και ο Βλαντιμίρ Λένιν - και δεν θεωρούσε δεδομένη την ψευδοεπιστημονική αυτή θέση του Karl Marx, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της εργατικής τάξης. Γι' αυτό και η πολιτική προμετωπίδα της Ρόζας, που, διαχρονικά, προσδιορίζεται από την εναλλακτική ρήση "Σοσιαλισμός, ή βαρβαρότητα", εκφράζει, πολύ παραστατικά, την αμφισβήτηση της ορθότητας του κεντρικού πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας και ιδεολογίας (της τελευταίας νοουμένης, ως ψευδούς συνειδήσεως).
Αλλά, εκείνη την εποχή, για την Rosa Luxemburg, η διαδικασία απόδειξης και επιβεβαίωσης, ή απόρριψης, αυτής της κεντρικής θέσεως της μαρξιστικής θεωρίας, δεν είχε λήξει. Παρέμενε ανοικτή. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να κάνει πίσω, αφού δεν ήταν από αυτή την πάστα των ανθρώπων, που επικαλούνται τις διαφωνίες τους, για να αποφύγουν την δράση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, μέσα στις, απόλυτα, ρευστές επαναστατικές συνθήκες, που επικρατούσαν, στην Γερμανία εκείνη την εποχή.
Και αυτή της την στάση, την πλήρωσε, με την ζωή της...
Αλλά και αυτό δεν είναι αρκετό. Είναι, απολύτως, ανεπαρκές και η παραμονή, στα όποια συμπεράσματα, προκύπτουν, από την διερεύνησή του, αποτελεί έναν πλήρη αποπροσανατολισμό, διότι αυτά τα συμπεράσματα έχουν έναν μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα και ένα αντίστοιχο περιεχόμενο.
Με αυτά τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα, ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η διεξαγωγή και η διεκπεραίωση μιας ευρύτερης κοινωνιολογικής ανάλυσης, η οποία να μπορεί να προσδιορίσει, με πλήρη ασφάλεια και βεβαιότητα, ως προς τί θα συνέβαινε, εάν η φορά των εξελίξεων είχε στρέψει τα γεγονότα, στην, εντελώς, αντίθετη κατεύθυνση, από αυτήν, που ακολούθησαν, οδηγώντας, στην ανατροπή της κυβέρνησης του Friedrich Ebert και στην επικράτηση των Σπαρτακιστών και των συμμάχων τους.
Μόνον, έτσι και μέσα από αυτές τις βασανιστικές και εξαντλητικές διαδικασίες κοινωνιολογικής ανάλυσης θα βγουν ολοκληρωμένα συμπεράσματα, τα οποία θα είναι δυνατόν να αποκτήσουν έναν ευρύτερο γνωσιολογικό χαρακτήρα και να καταστούν χρήσιμα και για τους καιρούς, που, τώρα, ζούμε, αλλά και γι' αυτούς που θα έλθουν.
Αυτή την όχι εύκολη, αλλά, πολλαπλώς, χρήσιμη ανάλυση είναι, που θα προσπαθήσω να παρουσιάσω και να διεκπεραιώσω, εδώ.
Η εύκολη απάντηση, που έχει να κάνει, με την ήττα της εργατικής επανάστασης, στην Γερμανία, την περίοδο Νοεμβρίου 1918 - Ιανουαρίου 1919 (αλλά και μετέπειτα, μέχρι το πραξικόπημα του Kapp, το 1920), είναι αυτή, που, διαχρονικά, αναφέρουν οι κομμουνιστές όλων των αποχρώσεων και η οποία προσδιορίζει, ως αιτία της ήττας της εργατικής εξέγερσης και της διάλυσης της (δυαδικής) εξουσίας των εργατικών συμβουλίων. Η απάντηση αυτή εξαντλεί την επιχειρηματολογία της, στην αποκαλούμενη και προσδιοριζόμενη, ως προδοσία, της ηγεσίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Σε μια πιο προσεγμένη έκδοσή της, συνδυάζει αυτή την προδοσία, με την, επίσης, προσδιοριζόμενη, ως ανωριμότητα της εργατικής τάξης, αλλά η ουσία του πράγματος δεν αλλάζει, αφού αυτή η υποτιθέμενη, ως ανωριμότητα της εργατικής τάξης, δεν θα ήταν σημαντική, εάν η ηγεσία του πλειοψηφικού SPD δεν πρόδιδε την εργατική τάξη. Και αυτό θα συνέβαινε, εάν η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών προχωρούσε, στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όχι, γιατί το στοιχείο της αποκαλούμενης, ως προδοσίας, την οποία (υποτίθεται ότι) διέπραξε η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών είναι μη υπαρκτό. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ανυπόστατος. Και τούτο διότι, όταν η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών, ως φορέας της εργατιστικής ιδεολογίας, υποσχόταν, στην συγκροτημένη εργατική τάξη την οποία επηρέαζε, την "οικοδόμηση του σοσιαλισμού", την ίδια στιγμή, που, σταδιακά και σε συμφωνία, με τον γερμανικό στρατό και τους βασικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης της χώρας, ανασυγκροτούσε και επανέφερε την κλασική καπιταλιστική εξουσία, στην γερμανική κοινωνία, είναι σαφές ότι, μαζύ με το στοιχείο της ασύστολης κοροϊδίας, υπάρχει και το στοιχείο της προδοσίας.
Προφανώς, λοιπόν, το σύνολο, περίπου, της πολιτικής, της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της αστικής ελίτ, που συγκροτούσε το σύνολο της ηγεσίας είναι σαφές ότι κορόϊδευαν, εξαπατούσαν και δια της κοροϊδίας και της σύστοιχης απάτης, προέδιδαν την εργατική τάξη, την οποία (υποτίθεται ότι) εκπροσωπούσαν.
Αλλά η προδοσία, (όπως και η κοροϊδία, η απάτη και όλα τα συναφή), δεν είναι το κυριότερο και ουδέποτε μπορεί, καν, να είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό, για τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς της ηγεσίας των σοσιαλδημοκρατών. Ούτε, φυσικά, μπορεί να προσδιορίσει το περιεχόμενο των πολιτικών και των κοινωνικών εξελίξεων.
Αυτού του είδους οι στάσεις και οι συμπεριφορές είναι, απολύτως, δευτερεύοντα στοιχεία, τα οποία, όσο σημαντικά και αν είναι, στην "μικροκοινωνιολογική" ανάλυση των δεδομένων, που έχουν να κάνουν, με τα άτομα και τις στοιχειακές κοινωνικές συσσωματώσεις, που αυτά συγκροτούν, καθίστανται, απολύτως, ασήμαντα και φθάνουν, στα όρια του χαρακτηρισμού τους, ως περιθωριακών, όταν εξετάζονται, στα πλαισία των (εκ των πραγμάτων, ευρέων) κοινωνιολογικών - των, καταχρηστικώ τω λόγω, "μακροκοινωνιολογικών" - αναλύσεων, που ασχολούνται, με τις ευρείες κοινωνικές ομάδες και τις σχέσεις εξουσίας και ιεράρχησης, που τις διαρθρώνουν.
Όποιος έχει, έστω και στοιχειώδη, γνώση των δεδομένων της σύγχρονης κοινωνιολογικής ανάλυσης, εύκολα, μπορεί να καταλάβει την αιτία αυτής της διαπίστωσης, η οποία αποτελεί, το βασικό γνωστικό εργαλείο οποιασδήποτε κοινωνιολογικής ανάλυσης, η οποία σέβεται τον εαυτό της και δεν υπηρετεί άλλου είδους σκοπιμότητες. Και η αιτία αυτή εντοπίζεται, στο απλούστατο γεγονός, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της κοινωνιολογίας και είναι η ίδια η συγκρότηση, η ύπαρξη και η λειτουργία των κοινωνικών ομάδων, που συσπειρώνονται, ως ομάδες εξουσίας, γύρω από την εξυπηρέτηση των διαφοροποιημένων και εκ των πραγμάτων, ιδιοτελών συμφερόντων, που τις συγκροτούν και τις συνέχουν.
Έχοντας, υπόψη, αυτά τα σαφή κοινωνιολογικά δεδομένα, που συνέχουν τις εξουσιαστικές κοινωνικές ομάδες και τις, επί μέρους, λειτουργικές δομές και διαρθρώσεις, τις οποίες συγκροτούν και τις συγκρατούν, από την διάλυση, στην βάση της εξυπηρέτησης των διαφοροποιημένων και πάντοτε ιδιοτελών συμφερόντων τους, γίνεται, εύκολα, κατανοητή η διαδικασία και η συλλογιστική, η οποία καθιστά, άνευ ουσίας, αλυσιτελή και αποπροσανατολιστική, οποιαδήποτε κριτική, η οποία προσδιορίζει, με ηθικοπλαστικούς όρους, την συμπεριφορά των διαφόρων πολιτικών σχηματισμών, ομάδων και μηχανισμών, στο βαθμό, που αυτές οι συσσωματώσεις έχουν συγκροτηθεί ως και είναι, εκ φύσεως και εκ συστάσεως, σχηματισμοί, ομάδες και κοινωνικοί μηχανισμοί, που, κατ' εξοχήν, απασχολούνται, με το εξουσιαστικό φαινόμενο και την ίδια της διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
Υπό το φως αυτών των κοινωνιολογικών δεδομένων, καθίσταται σαφές ότι η ηγεσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και η πολιτικοσυνδικαλιστική γραφειοκρατία των προπατόρων του SPD, ως συγκροτημένη πολιτική ομάδα διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης της εργατικής τάξης, απέναντι στην παραδοσιακή αστική τάξη, είχε, πολύ καιρό πριν, από τα επαναστατικά γεγονότα της περιόδου Νοεμβρίου 1918 - Ιανουαρίου 1919, διαφοροποιηθεί, από εκείνους, τους οποίους εκπροσωπούσε και είχε δημιουργήσει τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα, τα οποία, απλούστατα, ήσαν άλλα, από εκείνα των υποτιθέμενων, ως εντολέων της, τους οποίους, επίσης, απλούστατα, χρησιμοποιούσε, προκειμένου να βελτιώσει την θέση της, μέσα στην ιεραρχία των κοινωνικών ομάδων εξουσίας, που συγκροτούσαν και συναποτελούσαν τον γερμανικό καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.
Έτσι, λοιπόν και με δεδομένη την κοινωνική διαφοροποίηση των συμφερόντων της αστικοποιημένης πολιτικοσυνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και την αντίστιξη αυτών των συμφερόντων, από τα όποια συμφέροντα της γερμανικής εργατικής τάξης, ήταν και παραμένει, πάντοτε και σε κάθε αντίστοιχη ιστορική περίπτωση, φυσικό, αυτά τα διαφοροποιημένα συμφέροντα αυτών των αστικοποιημένων πολιτικών γραφειοκρατών να αποκτήσουν έναν, καθαρά ιδιοτελή χαρακτήρα και ένα αντίστοιχο περιεχόμενο.
Ως εκ τούτου, στερείται νοήματος να κατηγορείται, για προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης, η πολιτικοσυνδικαλιστική γραφειοκρατία της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό το ηγετικό στρώμα των πολιτικών γραφειοκρατών, αυτοσυνειδητοποιούμενο, ως ξεχωριστή συλλογική δομή, από την πολιτική και κοινωνική του βάση και συγκροτούμενο, ως ομάδα εξουσίας, η οποία συνέχεται, στην βάση των δικών της ιδιοτελών συμφερόντων, δεν μπορεί να κατηγορηθεί, για προδοσία, εάν θέλουμε να κάνουμε μια ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη, από τα όποια προσωπικά συναισθήματα και τις αντίστοιχες πεποιθήσεις, που αυτά τα συναισθήματα τροφοδοτούν, κοινωνιολογική ανάλυση και εάν επιθυμούμε να εξάγουμε τα ορθά συμπεράσματα.
Η εξαγωγή του απαραίτητου ψύχραιμου συμπεράσματος, σε επίπεδο "μακροκοινωνιολογικής" ανάλυσης είναι εύκολη και αβίαστη. Όπως σαφέστατο είναι και το περιεχόμενο του συμπεράσματος αυτού :
Το αστικοποιημένο πολιτικοσυνδικαλιστικό γραφειοκρατικό στρώμα, της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας εξυπηρέτησε, ως συγκροτημένη πολιτική ομάδα εξουσίας, τα δικά του, απολύτως, ιδιοτελή συμφέροντα, όπως αυτό το εξουσιαστικό κοινωνικό στρώμα αντιλαμβανόταν και όπως αυτό προσδιόριζε το περιεχόμενό τους και τις κοινωνικές συμμαχίες, τις οποίες έπρεπε να συγκροτήσει, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών.
Αυτό ήταν δεδομένο ότι θα έπραττε, η πολιτικοσυνδικαλιστική γραφειοκρατία του πλειοψηφικού SPD και αυτό έπραξε. Όλα τα υπόλοιπα είναι, άνευ αξίας και κατόπιν των ανωτέρω, καθίστανται αποπροσανατολιστικά.
Κάπου, εδώ, πρέπει να γυρίσουμε, στην Rosa Luxemburg και την στάση της, εκείνη την εποχή, προκειμένου να διαυγάσουμε, ακόμη περισσότερο το εξεταζόμενο ζήτημα, που, ουσιαστικά, αφορά το τί πήγε στραβά, στο κοινωνικοαπελευθερωτικό πείραμα, με τα συμβούλια των στρατιωτών και των εργατών, στην Γερμανία του 1918 - 1919.
Η Rosa Luxemburg, παρά το γεγονός ότι, τον Ιανουάριο του 1919, συμμετείχε, στο κίνημα των Σπαρτακιστών, που αποσκοπούσε, στην ανατροπή της κυβέρνησης του Friedrich Ebert και στην κατάληψη της εξουσίας, είχε διαφωνήσει, με την διεξαγωγή του. Όποιος γνωρίζει την σκέψη και την συλλογιστική της Ρόζας αντιλαμβάνεται τους λόγους της διαφωνίας της.
Η Rosa Luxemburg, με δεδομένη και σταθερή την πεποίθησή της ότι η κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή (την οποία, τότε, προσδιόριζε, ως σοσιαλισμό), για να είναι μια υλοποιήσιμη διαδικασία, θα έπρεπε να συσπειρώνει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της κοινωνίας μιας λειτουργούσας καπιταλιστικής οικονομίας, αντιλαμβανόταν ότι η γερμανική εργατική τάξη, παρά τον σχηματισμό των υποτιθέμενων, ως δικών της οργάνων εξουσίας (τα οποία, άλλωστε, σε έναν σημαντικό βαθμό, ήσαν και δικά της όργανα εξουσίας), τα οποία λειτουργούσαν, μέσα στα πλαίσια της δυαδικής εξουσίας, που είχε σχηματισθεί, ύστερα από την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, δεν ήταν έτοιμη, για την νομιζόμενη, ως πλήρη κατάληψη και την αδιαμεσολάβητη άσκηση της εξουσίας, από την ίδια, ως συγκροτημένη κυρίαρχη τάξη. Η Ρόζα είχε αντιληφθεί ότι οι Γερμανοί εργάτες, με την πειθαρχική νοοτροπία, που, πάντοτε, τους διέκρινε, ήσαν πολύ μακρυά από την επίτευξη τέτοιων στόχων. Γι' αυτό και διαφωνούσε, με την διεξαγωγή του κινήματος των Σπαρτακιστών.
Η Rosa Luxemburg κατέληξε, σε αυτά τα συμπεράσματα, επειδή είχε, ως κριτήριό της, το γεγονός ότι, η πλειοψηφία των Γερμανών εργατών, μέσα στα συμβούλια των στρατιωτών και των εργατών, που ασκούσαν την δική τους εξουσία, μέσα στα πλαίσια του ιδιότυπου καθεστώτος, που είχε δημιουργήσει η εξέγερση των ναυτών, των στρατιωτών και των εργατών, τον Νοέμβριο του 1918, ακολουθούσε την ηγεσία του πλειοψηφικού SPD. Η πλειοψηφία της γερμανικής εργατικής τάξης βρισκόταν, σε ένα άλλο μήκος κύματος, γεγονός, το οποίο οδηγούσε την Ρόζα, στην πεποίθηση ότι χρειαζόταν, ακόμη, πολλή δουλειά, για να κατακτηθεί, από τους Σπαρτακιστές και τους συμμάχους τους, η πλειοψηφία, μέσα στην κοινωνική τάξη, στην οποία αυτοί απευθύνονταν. Ως εκ τούτου, το κίνημα, για το οποίο έκανε λόγο η πλειοψηφία των Σπαρτακιστών, ήταν πρόωρο και ήταν πιθανό να είχε τα αντίθετα αποτελέσματα, από αυτά, που, εμφανώς, οι Σπαρτακιστές, επιδίωκαν.
Τελικά, η Rosa Luxemburg είχε δίκιο.
Η γερμανική εργατική τάξη, όσο παρέμενε εγκλωβισμένη, μέσα στα πλαίσια των εξαγγελιών, των νουθεσιών και της καθοδήγησης του, από ιστορική άποψη, πρόσφατα συγκροτημένου ιδιότυπου και καινοφανούς εξουσιαστικού κοινωνικού στρώματος της πολιτικής και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των σοσιαλδημοκρατών, το οποίο εκφραζόταν με τον μαρξιστικό εργατισμό, τον οποίο και καλλιεργούσε, ως ιδεολογία και χρησιμοποιούσε, ως μηχανισμό δικαιολόγησης των πράξεών της, αλλά και αναπαραγωγής αυτής της ιδεολογίας (με την ταυτόσημη έννοια της ψευδούς συνειδήσεως), δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει, στον δρόμο του πολιτικού προγράμματος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, με κυρίαρχο όργανο εξουσίας τον ριζοσπαστικό θεσμό των νεοπαγών εργατικών συμβουλίων, που είχε αναδειχθεί, κατά την διάρκεια της ρωσικής επανάστασης, η οποία, εκείνη την εποχή, φαινόταν ότι ήταν (και ήταν), εν εξελίξει.
Ως εκ τούτου, η απόπειρα κατάληψης της εξουσίας, από τους Σπαρτακιστές, ως μια μίμηση του αντίστοιχου κινήματος των μπολσεβίκων, του Οκτωβρίου του 1917, με το οποίο το κόμμα του Λένιν και οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες, ανέτρεψαν την κυβέρνηση του μενσεβίκου Αλεκσάντρ Κερένσκυ, κηρύσσοντας την εξουσία των εργατικών συμβουλίων, πριν από την διεξαγωγή των γενικών εκλογών, για την ανάδειξη συντακτικής συνέλευσης, δεν ήταν δυνατόν να είναι επιτυχής, ως διαδικασία κοινωνικοαπελευθερωτικής αφύπνισης των Γερμανών εργατών.
Πιθανότατα, το κίνημα των Σπαρτακιστών θα μπορούσε, με μια καλύτερη οργανωτική προετοιμασία, να ανατρέψει την κυβέρνηση του Friedrich Ebert. Ίσως, ακόμη και να κατάφερνε να αντιμετωπίσει και τον γερμανικό στρατό, του οποίου η κατάσταση ήταν επισφαλής και με δεδομένη την επιτυχή αλυσίδα των γεγονότων, σύμφωνα, με το σχέδιο των Σπαρτακιστών, προφανώς, οι ηγέτες του κινήματος αυτού θα ανακήρυσσαν την πλήρη μεταβίβαση της εξουσίας, στα εργατικά συμβούλια, καταργώντας το καθεστώς της δυαδικής εξουσίας, που επέτρεπε, στην γερμανική αστική τάξη να είναι ένας ουσιώδης μέτοχος της εξουσίας.
Αλλά αυτό το κίνημα και η επιτυχία του, ως εγχείρημα, για την κατάληψη της εξουσίας, όπως, τελικά, συνέβη και με το αντίστοιχο κίνημα των μπολσεβίκων, στην επαναστατημένη Ρωσία, δεν αφορούσε την ολοκλήρωση της κοινωνικής διαδικασίας της απελευθερωτικής αλλαγής.
Αντίθετα, μάλιστα, με δεδομένη την πραγματική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η γερμανική εργατική τάξη, η οποία χαρακτηριζόταν, από την ουσιώδη αδυναμία της, για την αδιαμεσολάβητη άσκηση της εξουσίας, γεγονός το οποίο εκφραζόταν, από την προσφυγή της, σε κοινωνικούς μηχανισμούς εκπροσώπησης, οι οποίοι, εκ των πραγμάτων και εκ της φύσεώς τους, ως συγκροτημένων κοινωνικών ομάδων, που ασκούν εξουσία, προσανατολίζονται, στην εξυπηρέτηση των δικών τους αυτοτελών και ιδιοτελών συμφερόντων, οι προοπτικές του κινήματος αυτού των Σπαρτακιστών, ως εργαλείου για την προώθηση της κοινωνικής απελευθέρωσης δεν ήσαν καθόλου ευοίωνες.
Εδώ, πρέπει να επισημάνουμε, ότι οι Γερμανοί Σπαρτακιστές, ως προς το συγκεκριμένο σημείο, βρίσκονταν, τον Ιανουάριο του 1919, σε, σαφέστατα και αδιαφιλονίκητα, δυσμενέστερη θέση, από την θέση, που είχαν βρεθεί οι Μπολσεβίκοι, όταν, τον Οκτώβριο του 1917, εξαπέλυσαν το δικό τους κίνημα, στην επαναστατική Ρωσία. Η διαφορά των δύο περιπτώσεων ήταν μεγάλη και καθοριστική, ως προς τα τελικά εκβάντα.
Αυτό συνέβη, για δύο λόγους.
Ο κυριότερος λόγος έχει να κάνει, με το γεγονός ότι, οι Μπολσεβίκοι, όταν πραγματοποίησαν και διεκπεραίωσαν, με επιτυχία, το κίνημα του Οκτωβρίου του 1917, είχαν, ήδη, κατακτήσει την πλειοψηφία, στα εργατικά συμβούλια και είχαν την εξουσιοδότηση, την συμφωνία και την παρότρυνση, από την τάξη, που εκπροσωπούσαν, για να καταλάβουν την εξουσία και να την ασκήσουν, στο όνομά της. Οι Σπαρτακιστές, στην Γερμανία του Ιανουαρίου του 1919, ούτε την πλειοψηφία, στα εργατικά συμβούλια είχαν - αντιθέτως, ήσαν πολύ μακριά, από αυτόν τον στόχο -, ούτε κάποια μορφή εξουσιοδότησης, από την τάξη, που ήθελαν να εκπροσωπήσουν.
Ο δεύτερος λόγος, που έκανε μεγάλη την απόκλιση της διαφορετικότητας των κινημάτων του Οκτωβρίου του 1917, στην Ρωσία και του Ιανουαρίου του 1919, στην Γερμανία, ήταν και αυτός σημαντικός και καθοριστικός, αφού εντοπίζεται, στο αντικειμενικό γεγονός της δεδομένης εμπειρίας, που είχαν οι αντίπαλοι των Σπαρτακιστών, από την επιτυχή έκβαση του κινήματος των Μπολσεβίκων. Αυτό συνέβη, επειδή αυτό το κίνημα είχε προηγηθεί, χρονικά, από τα επαναστατικά γεγονότα της Γερμανίας και ως προϊόν της ιστορικής πείρας, είχε γίνει αντικείμενο παρατήρησης και (έστω, ατελούς και πρόχειρης, αλλά, πάντως, σε κάθε περίπτωση, χρήσιμης) μελέτης και φυσικά, αποτελούσε παράδειγμα, προς αποφυγή.
Και οι δύο αυτοί λόγοι καθιστούσαν, ακόμη περισσότερο, δυσχερή την θέση των Σπαρτακιστών και ως προς την επίτευξη του άμεσου στόχου τους, που εστιαζόταν, στην κατάληψη της εξουσίας και πολύ περισσότερο, ως προς την διεκπεραίωση του πολιτικού τους προγράμματος, στον βαθμό, που αυτό αποσκοπούσε στην εδραίωση της εξουσίας της εργατικής τάξης, μέσα από την άμεση μεταβίβασή της, στα εργατικά συμβούλια.
Από την δική του την πλευρά, το ηγεμονεύον στρώμα της αστικοποιημένης πολιτικής και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των σοσιαλδημοκρατών και ο μικροαστικός περίγυρος των διανοουμένων, που στήριζαν αυτό το νεοφανές εξουσιαστικό κοινωνικοπολιτικό μόρφωμα και συμπύκνωμα, αντιμετώπιζε τις δικές του δυσχέρειες, οι οποίες προσδιορίζονταν και συγκεκριμενοποιούνταν, στο γεγονός ότι η τεράστια κοινωνικοπολιτική ρευστότητα, που προέκυψε, ως αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης της αστικής εξουσίας και κυριαρχίας, μέσα στην γερμανική κοινωνία, αμέσως, μετά την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, καθιστούσε επισφαλή και την δική του κυριαρχία, επί της εργατικής τάξης, την οποία, κατά τα φαινόμενα, εκπροσωπούσε και την οποία, στην ουσία, εξουσίαζε.
Ο Friedrich Ebert, η κυβέρνησή του και το πλειοψηφικό SPD, ουσιαστικά, είχαν βρεθεί, στην θέση του Αλεκσάντρ Κερένσκυ, της κυβέρνησής του και του κόμματος των Μενσεβίκων και κινδύνευαν να έχουν την κακή τύχη εκείνων. Και αυτή την κακή τύχη θα την είχαν, παρά το γεγονός ότι πλειοψηφούσαν, στους κόλπους της εργατικής τάξης της Γερμανίας και τούτο, επειδή οι αντίπαλοί τους - οι Σπαρτακιστές, οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες και οι λοιποί σύμμαχοί τους - μπορούσαν να σχηματίσουν και να συγκροτήσουν μια δυναμική πρωτοπορεία, μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης και της ευρύτερης γερμανικής κοινωνίας, που βρισκόντουσαν, μέσα σε μια κατάσταση και ένα κλίμα επαναστατικού αναβρασμού.
Ως εκ τούτου, ο Friedrich Ebert και ο Gustav Noske, σε αντίθεση, με τον Αλεκσάντρ Κερένσκυ και τους Μενσεβίκους, σχημάτισαν τις απαραίτητες συμμαχίες, με τις αποδυναμωμένες, μεν, αλλά, πάντοτε, υπαρκτές, ως στρατιωτική δύναμη, ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση και την προσπάθεια των Σπαρτακιστών, για την κατάληψη της εξουσίας.
Χωρίς αυτή την απαραίτητη συμμαχία, της οποίας το έδαφος είχε προετοιμασθεί, με το σύμφωνο Ebert - Groener, από τον Νοέμβριο του 1918 και η οποία επανεπιβεβαιώθηκε, ενώπιον του τελικού πεδίου της μάχης, όπως εξιστορεί ο Waldemar Pabst, στο εξεγερμένο Βερολίνο, τον Ιανουάριο του 1919, όταν η τρομαγμένη κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών, με τους Ebert και Noske, ζήτησε την βοήθεια του γερμανικού στρατού, για την καταστολή του κινήματος των Σπαρτακιστών, το ηγετικό στρώμα της πολιτικοσυνδικαλιστικής γραφειοκρατίας των αστικοποιημένων σοσιαλδημοκρατών θα είχε ηττηθεί και ο δρόμος, που θα ακολουθούσε η γερμανική κοινωνία θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, εντελώς, διαφορετικός.
Η μόνη επιφύλαξη, που υπάρχει, στην περίπτωση μιας τέτοιας επιτυχίας της προσπάθειας των Σπαρτακιστών, για την κατάληψη της εξουσίας, συνοψίζεται, στην εκδοχή της εξωτερικής παρέμβασης των νικητριών του πολέμου, η οποία, όμως, αν και ήταν πολύ πιθανή, δεν ήταν δεδομένη, αφού θα εγκυμονούσε και άλλους κινδύνους, για τις ίδιες τις ξένες δυνάμεις, που θα προσπαθούσαν να επανεγκαταστήσουν την αστική εξουσία, στην Γερμανία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εάν, τον Ιανουάριο του 1919, η απόπειρα των Σπαρτακιστών, για την κατάληψη της εξουσίας, επιτύγχανε τον στόχο της, τα ουσιώδη δεδομένα του προβλήματος, που αφορούν την διαδικασία υλοποίησης της κοινωνικής απελευθέρωσης, δεν θα υφίσταντο καμμία διαφοροποίηση. Θα παρέμεναν τα ίδια, όπως, ακριβώς, συνέβη και, με το επιτυχές κίνημα των Μπολσεβίκων, τον Οκτώβριο του 1917, στην επαναστατημένη Ρωσία.
Η γερμανική εργατική τάξη, όπως συνέβη και με την ρωσική, δεν είχε την ωριμότητα - και για να είμαστε, κοινωνιολογικά, ακριβείς - δεν είχε την ικανότητα να ασκήσει την εξουσία, χωρίς την μεσολάβηση του αστικοποιημένου στρώματος των πολιτικών και συνδικαλιστικών γραφειοκρατών και των γραφειοκρατικοποιημένων αστών διανοουμένων.
Rosa (Rosalia) Luxemburg - Róża Luksemburg (5/3/1871 - 15/1/1919).
Η Rosa Luxemburg, η συλλογιστική της οποίας κατευθύνονταν, στην ίδια την υλοποίηση της διαδικασίας της κοινωνικής απελευθέρωσης και της, όσο το δυνατόν, περισσότερης αδιαμεσολάβητης εξουσίας της εργατικής τάξης, την οποία έβλεπε, ως μια πλειοψηφική δύναμη, μέσα στις κοινωνίες του σύγχρονου αναπτυγμένου καπιταλισμού και, σταθερά, αντιτιθέμενη στην εξουσία των γραφειοκρατικών μηχανισμών (και γι' αυτόν τον λόγο, διεξήγαγε, πολύ πριν την ρωσική επανάσταση, μια λεπτομερειακή και ασυμβίβαστη πολεμική, στις θέσεις του Λένιν, για την γραφειοκρατική λειτουργία του κόμματος και την εγκαθίδρυση του δεσποτισμού της ηγεσίας, επί της βάσης του κόμματος και της εργατικής τάξης, που υποτίθεται ότι αυτό εκπροσωπούσε, την οποία κριτική συνέχισε, με την απαραίτητη ενάργεια και την δέουσα πολιτική σκληρότητα και μετά την επικράτηση του κινήματος των Μπολσεβίκων), μπόρεσε να δει τα περισσότερα, από όσα, εδώ, περιγράφονται. Και γι' αυτόν τον λόγο, διαφώνησε, με την πλειοψηφία των Σπαρτακιστών, ως προς την πραγματοποίηση του εγχειρήματος, για την κατάληψη της εξουσίας, τον Ιανουάριο του 1919.
Αλλά, στον βαθμό, που η πλειοψηφία των Σπαρτακιστών υιοθέτησε την πολιτική άποψη, για την κατάληψη της εξουσίας, η Rosa Luxemburg δεν ήταν δυνατόν να κάνει πίσω και να μην πάρει μέρος, στο εγχείρημα, στον βαθμό, που η ίδια δεν είχε καταλήξει, στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη δεν ήταν, εκ των πραγμάτων, ικανή να προχωρήσει, στην υλοποίηση του κοινωνικοαπελευθερωτικού σχεδιασμού, έτσι, όπως αυτός περιγραφόταν, από το σύστημα των σοσιαλιστικών ιδεών.
Για την Ρόζα, αυτή η πολιτική θέση, που έδινε αυτόν τον πρωταγωνιστικό κοινωνικό ρόλο, στην εργατική τάξη και η οποία προέκυπτε από την μαρξιστική θεωρία, ήταν μια ανοικτή υπόθεση, η βασιμότητα της οποίας, βέβαια, δεν λαμβανόταν, ως δεδομένη, αλλά ήταν, προς επιβεβαίωση, ή διάψευση, αφού υπέκειτο στον έλεγχο της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η Rosa Luxemburg δεν διακατεχόταν, από τον διανοουμενιστικό ψευδοεπιστημονικό σχολαστικισμό των μαθητών της μαρξιστικής σχολής του Karl Kautsky - μαθητής της οποίας υπήρξε, μέχρι το τέλος της ζωής του και ο Βλαντιμίρ Λένιν - και δεν θεωρούσε δεδομένη την ψευδοεπιστημονική αυτή θέση του Karl Marx, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της εργατικής τάξης. Γι' αυτό και η πολιτική προμετωπίδα της Ρόζας, που, διαχρονικά, προσδιορίζεται από την εναλλακτική ρήση "Σοσιαλισμός, ή βαρβαρότητα", εκφράζει, πολύ παραστατικά, την αμφισβήτηση της ορθότητας του κεντρικού πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας και ιδεολογίας (της τελευταίας νοουμένης, ως ψευδούς συνειδήσεως).
Αλλά, εκείνη την εποχή, για την Rosa Luxemburg, η διαδικασία απόδειξης και επιβεβαίωσης, ή απόρριψης, αυτής της κεντρικής θέσεως της μαρξιστικής θεωρίας, δεν είχε λήξει. Παρέμενε ανοικτή. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να κάνει πίσω, αφού δεν ήταν από αυτή την πάστα των ανθρώπων, που επικαλούνται τις διαφωνίες τους, για να αποφύγουν την δράση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, μέσα στις, απόλυτα, ρευστές επαναστατικές συνθήκες, που επικρατούσαν, στην Γερμανία εκείνη την εποχή.
Και αυτή της την στάση, την πλήρωσε, με την ζωή της...
Σχόλια