Ο πειραγμένος, από την Bundesbank και την Ε.Κ.Τ., μηχανισμός των αυθαίρετων συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρώ και ο θανατηφόρος εγκλωβισμός της ελληνικής οικονομίας, στην ευρωζώνη. (Η ανατροπή της λειτουργίας της θεωρίας των τριών P - Purchasing Power Parity - και η λυτρωτική υποτίμηση του ευρώ που οι ταγοί του "υπαρκτού ευρωπαϊσμού" δεν επιτρέπουν να γίνει).
Όταν, στις 14 Μαρτίου 1998 ο, τότε, πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ανακοίνωνε, χρησιμοποιώντας έναν αναμενόμενο "αιφνιδιασμό", την υποτίμηση της δραχμής, κατά 13,8%, αποσκοπώντας, στην ένταξη της Ελλάδας, στον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) και στην σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.), λίγοι, ελάχιστοι, ήσαν εκείνοι, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι, με αυτόν τον τρόπο, άνοιγε τον δρόμο, προς την παρούσα καταστροφή. Ίσως, να μην το κατάλαβε, ούτε ο ίδιος, αν κρίνουμε, από όσα ανέφερε, στο διάγγελμα, που έκανε εκείνο το Σάββατο, μένοντας, στην άρθρωση και την εκφορά της ηλιθιολόγας επιχειρηματολογίας, την οποία επικαλέστηκε, προκειμένου ο, λειτουργικά, αγράμματος κύριος καθηγητής, να πείσει, για την αναγκαιότητα της πράξης του και των σκοπών και των στόχων, τους οποίους υπηρετούσε.
Αυτός ο στρωμένος, από τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη και τις πράξεις αυτού του τσούρμου των ανεγκέφαλων ηλιθίων (οι οποίοι, μάλιστα, εκείνον το καιρό, είχαν περί πολλού τους εαυτούς τους), δρόμος προς την καταστροφή, δεν αφορούσε, μόνο, την πορεία της ελληνικής οικονομίας, προς την χρεωκοπία, η οποία επήλθε, ως, περίπου, φυσικό και φυσιολογικό αποτέλεσμα της ένταξης της Ελλάδας, στην ευρωζώνη. Αφορούσε, επίσης και την αδυναμία χρήσης του εργαλείου της υποτίμησης του νομίσματος, ως όπλου, για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής και την πειραγμένη και εξωπραγματικά, ακριβή συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, εντός και εκτός της ευρωζώνης, που καθιστά, το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, εκ των πραγμάτων και κατά πολύ, ένα μέγεθος, το οποίο είναι αδύνατο να αντεπεξέλθει, στον ενδοευρωζωνικό και στον ευρύτερο διεθνή ανταγωνισμό.
Η συνέχεια, που ακολούθησε την υποτίμηση εκείνης της εποχής, η οποία ήταν και η προτελευταία, πριν την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, είναι γνωστή. Ο Κώστας Σημίτης και οι "εκσυγχρονιστές", με την πλήρη σύμπνοια και την συνεργασία της Commission και των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας, στην πορεία του χρόνου, από το 1999, οπότε η Ελλάδα έγινε δεκτή, στον Ο.Ν.Ε. και στην συνέχεια, μέχρι την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, οδηγήθηκαν, στο να πλαστογραφήσουν τα μακροοικονομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, που σχετίζονταν, με τα κριτήρια ένταξης μιας χώρας, στην σχεδιαζόμενη ευρωζώνη και παράλληλα, ελαστικοποίησαν τα κριτήρια αυτά, προκειμένου να εντάξουν την χώρα μας - μαζύ με πολλές άλλες -, στην Ο.Ν.Ε.
Αυτή η επιχείρηση παραποίησης και συγκάλυψης των στοιχείων τελεσφόρησε και από 1/1/2002. η Ελλάδα εντάσσεται, στην ευρωζώνη, υφιστάμενη (όπως και το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης) μια αφανή χρεωκοπία, η οποία, με την πάροδο του χρόνου και την έλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, θα εξελιχθεί, τον Απρίλιο του 2010, σε μια ανοικτή και επίσημη χρεωκοπία του ελληνικού κράτους και της οικονομίας, στο σύνολό της.
Με αυτόν τον τρόπο, άνοιξε ο δρόμος προς την κόλαση, που βιώνει η ελληνική κοινωνία...
Εννοείται, βέβαια, ότι η συνεχιζόμενη πορεία της ελληνικής κοινωνίας, προς την καταστροφή, η οποία μπορεί να την οδηγήσει, μέχρι το έσχατο σημείο της διάλυσης, εάν οι εξελίξεις αφεθούν να προχωρήσουν, χωρίς να υπάρξει μια κάποια παρέμβαση, που θα την ανασχέσει, δεν ήταν, όπως πολλές φορές έχουμε πει, ούτε μοιραία, ούτε αναπόφευκτη. Όλα όσα συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν, στην χώρα μας, είναι αποτελέσματα των συγκεκριμένων - και φυσικά, παταγωδώς, αποτυχημένων και ολέθριων - στρατηγικών και τακτικών επιλογών, στις οποίες προέβη και τις οποίες συνεχίζει να υποστηρίζει, στην μεγίστη πλειοψηφία της, η εντόπια ηγέτιδα τάξη, δηλαδή η ελληνική πολιτική, οικονομική και πνευματική ελίτ, η οποία προέβη, άκριτα, αβασάνιστα και ανόητα, σε αυτές τις επιλογές, ενώ, κάλλιστα, θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά και να κινηθεί, σε άλλες κατευθύνσεις, οι οποίες, όχι μόνο δεν θα είχαν κανένα κόστος, αλλά, παράλληλα, θα οδηγούσαν την ελληνική οικονομία, εάν αυτές οι διαφορετικές επιλογές προκρίνονταν και υλοποιούνταν, σε ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι θα ήσαν φρενήρεις.
Όπως έχουμε, επανειλημμένως, όλα αυτά τα χρόνια, υποστηρίξει, η ελληνική οικονομία, ως οικονομία, που στηρίζεται, εκ της κατασκευής της, στην λειτουργία ενός μαλακού νομίσματος, δεν έπρεπε να εγκλωβισθεί, στα πλαίσια της ΟΝΕ. Η ένταξη της ελληνικής οικονομίας, στην ευρωζώνη, με την κατάργηση της μαλακής δραχμής και η υπαγωγή της, σε ένα σκληρό νόμισμα, όπως είναι το ευρώ, υπήρξε, εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να είναι, όσο η Ελλάδα παραμένει στην ευρωζώνη και όσο το ευρώ είναι - και θα είναι - σκληρό νόμισμα, η αιτία της παρούσας και εξελισσόμενης καταστροφής.
Άλλωστε, ακόμη και όταν, κατά το παρελθόν, η ελληνική οικονομία στηρίχθηκε, σε ένα σκληρό νόμισμα, αυτό το έπραξε, την περίοδο 1953 - 1973, σε συνθήκες, οι οποίες επέτρεπαν την απορρόφηση του μεγάλου ποσοστού ανεργίας, στο εργατικό δυναμικό της, από την διεθνή αγορά εργασίας, αλλά, παράλληλα, είχε σε πλήρη και αποτελεσματική λειτουργία όλους εκείνους τους εμπορικούς και συναλλαγματικούς φραγμούς και προστατευτικούς μηχανισμούς, με τους δασμούς, την φορολογία και τους περιορισμούς, στην κίνηση των κεφαλαίων, οι οποίοι φρενάριζαν τον διεθνή ανταγωνισμό, συγκρατούσαν το μοναδιαίο κόστος εργασίας και επέτρεπαν, στην εντόπια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, κατ' αρχήν, να υπάρξει, στην συνέχεια, να ανασυγκροτηθεί και παράλληλα, να έχει μια εξασφαλισμένη εσωτερική, αλλά και εξωτερική αγορά, για την απορρόφηση των προϊόντων της.
Αυτοί οι προστατευτικοί εμπορικοί και συναλλαγματικοί μηχανισμοί, βέβαια, δεν έπαυσαν να υπάρχουν, όταν, με πρωτοβουλία των Η.Π.Α., κατέρρευσαν, το 1971, οι κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες, που είχαν συμφωνηθεί, στο Bretton Woods, με αποτέλεσμα δύο χρόνια, μετά, η δραχμή να παύσει να είναι σκληρό νόμισμα. Παρέμειναν, ως είχαν, μέχρι την ένταξη της Ελλάδας, στην Ε.Ο.Κ., την 1/1/1981, αλλά και όταν συρρικνώθηκαν, μετά από αυτήν την, επίσης, ζημιογόνα, ένταξη, ήταν το εργαλείο της μαλακής δραχμής, που ερχόταν να προστατεύσει την ελληνική παραγωγή, από τον διεθνή ανταγωνισμό, αναλαμβάνοντας κεντρικό ρόλο, στην συναλλαγματική και συνακόλουθα, στην νομισματική πολιτική της χώρας, όσο τα λοιπά προστατευτικά εργαλεία εξασθενούσαν.
Μπορεί οι μηχανισμοί αυτοί να υπήρξαν ανεπαρκείς (διότι - κακά τα ψέματα - χωρίς την ύπαρξη της διεθνούς οικονομίας και την τεράστια και μακρόχρονη διεθνή οικονομική μεγέθυνση, κατά την μεταπολεμική περίοδο, στην Γερμανία, τις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Αυστραλία, η ανεργία, στο ελληνικό εργατικό δυναμικό, σε όλη αυτή την περίοδο, ήταν τεράστια και δεν θα μπορούσε να απορροφηθεί, με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, που επιλέχθηκε, από την ηγέτιδα τάξη και τους διεθνείς της συμμάχους), αλλά υπήρξαν λειτουργικοί και αποτελεσματικοί.
Η δρομολόγηση της ένταξης της ελληνικής οικονομίας, στην Ο.Ν.Ε. και η τελική ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, απογύμνωσε την ελληνική οικονομία, από όλα τα μέσα προστασίας της ελληνικής παραγωγής, χωρίς να τα αντικαταστήσει, με κάποια άλλα, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά. Η ελληνική παραγωγή αφέθηκε απροστάτευτη, στον ευρωπαϊκό και στον διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς, όμως, να έχει αλλάξει η παραγωγική βάση και η σύνθεση των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, στην χώρα.
Έτσι μια οικονομία, κατά βάση, μικρών παραγωγών και αυτοαπασχολούμενων, χωρίς επαρκή και στερεά διαρθρωμένη βιομηχανική παραγωγή και χωρίς εδραιωμένη τεχνολογία και τεχνογνωσία, οδηγήθηκε, σε ένα πεδίο διεθνούς ανταγωνισμού - το οποίο, βέβαια, ήταν, ήδη, τοξικό, από μόνο του, για όλες τις οικονομίες, που εντάχθηκαν, σε αυτό - και στο οποίο δεν μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να σταθεί και να αντιμετωπίσει τα βιομηχανικά και τεχνολογικά μεγαθήρια, που είχαν, απέναντί τους οι, πάσης λογής και φύσεως, παραγωγικές και εμπορικές μονάδες της ελληνικής οικονομίας, αλλά, ούτε και τους διεθνείς εκείνους ανταγωνιστές, οι οποίοι στηρίζονταν, όχι, στο χαμηλό κόστος των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, αλλά, στην παραγωγή, η οποία στηρίζεται, στο χαμηλό εργατικό κόστος.
Με την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, η ελληνική οικονομία και το ελληνικό κράτος έχασαν και την μόνη δυνατότητα, που είχαν, μέσα από τον δημόσιο τομέα, να μπορούν να αναδιατάσσουν την κατανάλωση, στην κατεύθυνση της απορρόφησης της εσωτερικής παραγωγής και τις επενδύσεις, προς την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας, σε αναπτυξιακή τροχιά, κάθε φορά, που, είτε, για εσωτερικούς λόγους, είτε για αιτίες, που οφείλονταν, στην διεθνή οικονομική συγκυρία, η ελληνική οικονομία εισερχόταν σε ύφεση.
Η Ελλάδα, σε photo της 24/12/2015, από το Διάστημα. Από εκεί, δηλαδή, όπου την πέταξε και την έστειλε, εκτός κάθε τροχιάς, η συμμετοχή της στην ευρωζώνη, εξασφαλίζοντάς της, μια σίγουρη πορεία, προς την καταστροφή...
Και για να είμαστε ειλικρινείς και ακριβείς, σε όσα λέμε, πρέπει να πούμε, ότι στην ελληνική οικονομία, δεν δόθηκαν, όχι μόνο οι ίσες δυνατότητες, αλλά ούτε και οι ίδιες ευκαιρίες, ως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, στον οποίο κλήθηκε να συμμετάσχει, αφού οι κανόνες αυτοί υπήρξαν, σκανδαλωδώς, μεροληπτικοί, υπέρ των χωρών εκείνων, οι οποίες είχαν, ήδη, μια τεράστια και παραδοσιακά, εδραιωμένη και διαρθρωμένη βιομηχανική και χρηματοπιστωτική μεγέθυνση και αποτελούσαν εξαγωγικά μεγαθήρια, με προεξάρχουσα την Γερμανία - και όχι μόνο. Το πώς και το γιατί συνέβη αυτό, το έχουμε επισημάνει πολλές φορές, στο παρελθόν (όποιος επιθυμεί, μπορεί, ενδεικτικά, να δει την επιχειρηματολογία, που αναπτύσσω, σε ένα από τα καλύτερα, κατά την γνώμη μου, κείμενα, που έχω γράψει, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : 2014 : Η αναδιάρθρωση της απασχόλησης, η προλεταριοποίηση του πληθυσμού, η αύξηση της φορολογίας, η δημοσιονομική αστάθεια, το δημόσιο χρέος και η εμβάθυνση των αδιεξόδων της ελληνικής οικονομίας και της ευρωζώνης, ως αποτελέσματα του ισχύοντος Δημοσιονομικού Συμφώνου και στο οποίο κείμενο περιγράφονται, ανάγλυφα, τα διαρκή και δομικά δημοσιονομικά και - γενικότερα και ευρύτερα - μακροοικονομικά αδιέξοδα, στα οποία οδηγείται η ελληνική οικονομία, από την ίδια την φύση και την συγκρότηση της ευρωζώνης, ως νομισματικής ένωσης), αλλά θα το επαναλάβουμε και πιο κάτω.
Έτσι, με την κατάργηση της μαλακής δραχμής, η οποία ήταν ένα χρήσιμο και αποτελεσματικό εργαλείο, για την παραμονή, ή την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας, στην ανάπτυξη και με την αντικατάστασή της, από το σκληρό ευρώ και μάλιστα, σε ένα επίπεδο, μη ανταποκρινόμενο, στις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και τον ρεαλιστικό συσχετισμό του μοναδιαίου κόστους εργασίας, εντός αυτής και σε σύγκριση, με τις λοιπές οικονομίες της ευρωζώνης, αλλά και τις άλλες οικονομίες των ανταγωνιστριών χωρών, που έμειναν, εκτός αυτής, η ελληνική οικονομία, με αποκλειστική υπαιτιότητα της αρχοντοχωριάτικης "ευρωπαϊστικής" ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ, με την συνεπικουρία της γερμανικής και της γαλλικής κυβέρνησης, καθώς και της Commission, βρέθηκε, κυριολεκτικά, στο καναβάτσο.
Μέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, όπως, επίσης και μέσα στα πλαίσια οποιασδήποτε άλλης νομισματικής ένωσης, στην οποία θα τύχαινε να συμμετάσχει η ελληνική οικονομία, αυτή η εξέλιξη ήταν δεδομένη και θα προέκυπτε, δίκην φυσικού φαινομένου, αλλά, στην συγκεκριμένη περίπτωση, χρήσιμο είναι να σταθούμε και να περιγράψουμε τις συγκεκριμένες αιτίες και πράξεις, που οδήγησαν, στις παρούσες εξελίξεις, οι οποίες ισοδυναμούν, με μια πολεμική καταστροφή, αφού το σύνολο της ελληνικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, απο το 2008, μέχρι σήμερα, συρρικνώθηκε, με οδηγό μέτρησης, την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ, περίπου, κατά 30%.
Αυτό συνέβη, βέβαια, για πολλούς λόγους, οι οποίοι έχουν να κάνουν, με την επιτηδευμένη ελληνική κρατική χρεωκοπία του Απριλίου του 2010 και την μνημονιακή πολιτική, που επέβαλαν οι ξένοι δανειστές, την οποία αποδέχτηκαν και εφάρμοσαν οι εντόπιοι κυβερνήτες, οι οποίοι μετατράπηκαν, σε εισπράκτορες και μπράβους των ξένων αφεντικών τους, αλλά η πρωταρχική αιτία όλων των δεινών, που υπέστη, υφίσταται και θα εξακολουθεί να υφίσταται η ελληνική οικονομία και συνακόλουθα, η ελληνική κοινωνία εντοπίζεται, στις επιλεχθείσες, από την Bundesbank και την Ε.Κ.Τ. συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις δραματικές επιπτώσεις τους, στις ενδοευρωζωνικές και τις εξωευρωζωνικές συναλλαγές των οικονομιών των χωρών της ευρωζώνης, αφού το πρόβλημα, προφανώς, δεν είναι, μόνον, ελληνικό.
Έτσι, η αφετηρία όλων των κακών βρίσκεται στον σκληρό προσδιορισμό των συγκεκριμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών, που επιλέχθηκαν, από την ευρωπαϊκή μπατιροτραπεζοκρατία, με επί κεφαλής, την Bundesbank και από την απαίτησή της να προσαρμοστούν, σε αυτές τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η παραγωγή και οι οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης και όχι το αντίθετο, το οποίο αντιμετωπίστηκε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται, ως "αμάρτημα" και έγκλημα καθοσιώσεως.
Γι' αυτόν τον λόγο, το επίπεδο των ενδοευρωζωνικών και εξωευρωζωνικών συναλλαγματικών ισοτιμιών, προσδιορίστηκε, ιδιαίτερα, από ένα χρονικό σημείο και μετά, απολύτως, αυθαίρετα, προκειμένου να ευνοηθεί η γερμανική βιομηχανική και λοιπή παραγωγή, καθώς και ο γερμανικός χρηματοπιστωτικός τομέας και να καμφθούν, έτσι, οι όποιες αντιρρήσεις των γερμανικών ελίτ, στην ένταξη της Γερμανίας, στην ευρωζώνη. Και φυσικά, προκειμένου να ευνοηθούν και οι ελίτ των λοιπών βιομηχανικών χωρών του ευρωπαϊκού βορρά.
Για τους λόγους αυτούς, η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, ενώ, αρχικά, ορίστηκε, σε σχέση, με το αμερικανικό δολλάριο, στα επίπεδα του 1,00 €/0,80 $, που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, στην συνέχεια η ισοτιμία αυτή εκτινάχθηκε, από την Ε.Κ.Τ., στα επίπεδα του 1,00 €/1,60 $ (ενώ, ακόμη και τώρα, η ισοτιμία αυτή παραμένει, εξωπραγματικά, ακριβή και ισορροπεί, περίπου, στο 1,00 €/1,10 $), την ίδια στιγμή, που η πραγματική μέση ισοτιμία των δύο νομισμάτων βρίσκεται, στα επίπεδα του 1,00 €/0,90 $.
Αλλά, ακόμη και έτσι, το ευρώ, παραμένει, ένα πολύ σκληρό νόμισμα, για την ελληνική οικονομία και αποτελεί μια θανατηφόρα θηλιά, γι' αυτήν, αφού και αυτή η παρούσα συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ δεν ανταποκρίνεται, ούτε στην πραγματική ισοτιμία του μέσου ευρώ, όπως, επίσης, δεν πλησιάζει, καν, ούτε στην πραγματική ισοτιμία του "ελληνικού" ευρώ, προς το αμερικανικό δολλάριο, αφού αυτή ισορροπεί κάπου, στο 1,00 €/0,60 $, καθιστώντας, εξωπραγματικά, ακριβή, ακόμη και την μέση συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, εάν αυτή επιλεγεί, ως ακολουθητέα ισοτιμία, από την Ε.Κ.Τ. - κάτι, που, βέβαια, δεν πρόκειται να συμβεί.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, που λειτουργούν, ως ένας ασφυκτικός μηχανισμός θανάτου της ελληνικής οικονομίας, η μόνη επιλογή του ισοσκελισμένου κρατικού προϋπολογισμού, που έχει αφεθεί, στην Ελλάδα, την οδηγεί, στην αδυναμία να μπορεί να έχει δημόσιες δαπάνες, που να αντιστοιχούν, στα δημόσια έσοδα, με αποτέλεσμα, κάθε φορά που τα έσοδα μειώνονται, να οδηγείται το ελληνικό κράτος, σε μια αντίστοιχη μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού του και φυσικά, στην συνέχεια, σε μια καθοδική ισορροπία, η οποία, ακόμη και όταν, κάποια χρονική στιγμή, φθάσει σε ένα τέρμα, αυτή θα είναι μια ισορροπία τρόμου, που θα εξελίσσεται, στα χαμηλότερα δυνατά σημεία ισορροπίας και ισοσκελισμού αυτών των μακροοικονομικών μεγεθών.
Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική οικονομία, πέρα, από οποιεσδήποτε εφήμερες και πρόσκαιρες αναλαμπές, ήταν, εξ αρχής, δεδομένο ότι θα οδηγείτο, εντός της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, σε μια χαοτική κατρακύλα, η οποία θα κρατούσε ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, θα ακολουθείτο, από μια παρατεταμένη στασιμότητα, σε επίπεδα, τα οποία θα προσιδίαζαν, έντονα, σε μια τριτοκοσμική οικονομία, το μέγεθος της οποίας θα θύμιζε κάτι, από Λατινική Αμερική, νοτιοανατολική Ασία, ή, ακόμη και υποσαχάρια Αφρική.
Ο Κώστας Σημίτης και οι "εκσυγχρονιστές", με βοηθητικό όπλο την υποτίμηση της δραχμής, επιχείρησαν μια δραστική εσωτερική υποτίμηση των παραγωγικών συντελεστών της ελληνικής οικονομίας και κυρίως, του κόστους εργασίας, προκειμένου να εντάξουν την Ελλάδα, στην σχεδιαζόμενη ευρωζώνη.
Η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα της οικονομίας, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, οι δραστικές περικοπές, στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας και η φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και γενικότερα, της οικονομίας, στον βαθμό, που - και όσο - ακολούθησαν την υποτίμηση της δραχμής, απετέλεσαν το πρόγραμμα δράσης των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή, εκείνα τα χρόνια, πριν και μετά την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη.
Αυτό το εγχείρημα, στην πραγματικότητα, παρά τις όποιες γκρίνιες των νεοφιλελεύθερων και των λοιπών, κάθε λογής και διαλογής, φιλελεύθερων, πέτυχε πολλά, από όσα στόχευε να επιτύχει. Και σε κάθε περίπτωση, πέτυχε, πολύ περισσότερα, από όσα του αναγνωρίζεται ότι πέτυχε.
Φυσικά, το εγχείρημα αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει, τόσο πολύ την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία, παρά τις αλλαγές, που έκανε η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, παρέμενε μια, κατά βάση, κλειστή οικονομία, που στηριζόταν, στην ατομική και την μικρή παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και απευθυνόταν, κυρίως και βασικώς, στην εσωτερική αγορά, με ένα δημόσιο, το οποίο είχε, ως βάρος, ένα μεγάλο μαλακό δραχμικό, κατά βάση, χρέος, το οποίο, όμως, μετατρεπόμενο, σε ένα χρέος, σε ευρώ, κατέστη, ως προς αυτή την νέα νομισματική του βάση και σύνθεση, αδύνατο να εξυπηρετηθεί, από τις δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό το γεγονός, το οποίο ήταν, άμεσα, ορατό, δυστυχώς, δεν κατέστησε την εντόπια ελίτ και τους ευρωζωνίτες περισσότερο σοφούς και συγκρατημένους, αφού, πλέον, το όπλο της υποτίμησης του νομίσματος, με την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, θα ήταν, οριστικά χαμένο. Έτσι, επιλέγοντας την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, μέσα από την παραποίηση των μακροοικονομικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, ο Κώστας Σημίτης και η παρέα του, μαζύ με τους ευρωζωνίτες, θα οδηγήσουν την χώρα, στην χρεωκοπία και στην παρούσα καταστροφή, η οποία συνεχίζει να εξελίσσεται.
Όσο και να φαίνεται λιγότερο σημαντική, στην πραγματικότητα, η συναλλαγματική ισοτιμία ενός εγχώριου νομίσματος, αποτελεί ένα κρίσιμο και καθοριστικό μέγεθος, μέσα στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού, είτε αυτός διεξάγεται, εντός μιας νομισματικής ένωσης, είτε ευρύτερα. Και φυσικά, η έννοια της ισοτιμίας αναφέρεται, στην τιμή ενός ξένου νομίσματος, σε μονάδες του εγχώριου νομίσματος.
Ειδικότερα, μάλιστα, στις περιπτώσεις, που σε μια νομισματική ένωση, όπως αυτή της ευρωζώνης, υπάρχει ένα κοινό νόμισμα, για μια σειρά από χώρες, τότε προσδιορίζονται και κοστολογούνται αντίστοιχες εθνικές μορφές του κοινού νομίσματος, που αντιστοιχούν, σε κάθε μία από τις χώρες, που απαρτίζουν την νομισματική ένωση, με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας τους και τους ρυθμούς πληθωρισμού και σε σχέση, πάντοτε, με τον μέσο όρο του κοινού νομίσματος, προκειμένου να προσδιορισθούν τα κόστη και τα οφέλη της λειτουργίας του κοινού νομίσματος, σε κάθε χώρα.
Βέβαια, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες του κάθε εγχώριου νομίσματος είναι, πάντοτε, διμερείς και λειτουργούν, έναντι του κάθε ξεχωριστού ξένου νομίσματος (ή, στις περιπτώσεις των νομισματικών ενώσεων, έναντι της κάθε εθνικής μορφής του κοινού νομίσματος), αλλά, όπως είναι γνωστό, επειδή η σημασία κάθε ξένου νομίσματος, στο εξωτερικό εμπόριο μιας χώρας, είναι διαφορετική, αφού θα πρέπει να λαμβάνονται, πολύ περισσότερο, υπόψη, τα νομίσματα εκείνα, που έχουν μεγάλο ειδικό βάρος, στο εξωτερικό εμπόριο, από ό,τι άλλα, με μικρότερο ειδικό βάρος, τελικά, στην πράξη, προκύπτει ένας δείκτης, ο οποίος δίνει τον σταθμισμένο μέσο όρο της αξίας του εγχώριου νομίσματος, σε όρους των άλλων νομισμάτων, με την βαρύτητα, που αυτά συμμετέχουν, στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας. Και φυσικά, ουσιώδη ρόλο, στον προσδιορισμό της τιμής των νομισμάτων, παίζει το επίπεδο των τιμών των προϊόντων τους και ο ρυθμός πληθωρισμού, σε κάθε χώρα.
Έτσι, η σταθμισμένη πραγματική ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος προσδιορίζεται ως :
Πραγματική Σταθμισμένη Ισοτιμία = (Συνολική Τιμή Συναλλάγματος, σε εγχώριο νόμισμα) x Δείκτης Τιμών Χωρών Εξωτερικού Εμπορίου/Δείκτης Τιμών Εσωτερικού.
Στα πλαίσια αυτά, η υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος γίνεται, για να επηρεασθούν, αυξητικά, οι εξαγωγές της χώρας, αφού, έτσι, τα αγαθά και οι υπηρεσίες της, που εισέρχονται, στην προσμέτρηση του διεξαγόμενου εξωτερικού εμπορίου, είναι φθηνότερα, για τους αλλοδαπούς, των οποίων τα νομίσματα αύξησαν την αγοραστική τους δύναμη, σε σχέση, με το υποτιμημένο εγχώριο νόμισμα, ενώ, παράλληλα, οι εισαγωγές κατέστησαν ακριβότερες.
Βέβαια, για να βελτιωθεί η θέση της χώρας, στο εξωτερικό εμπόριο, είναι απαραίτητο η υποτίμηση να μην χάσει την δυναμική της, από άλλες μεταβολές, που αφορούν την ισορροπία, ανάμεσα, στις τιμές της εγχώριας οικονομίας και τις τιμές των χωρών του εξωτερικού, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, εάν ο εσωτερικός πληθωρισμός είναι μεγαλύτερος, από τον πληθωρισμό των άλλων χωρών. Και φυσικά, είναι κατανοητό ότι η πραγματική ισοτιμία επηρεάζεται, τόσο από την Συνολική Τιμή Συναλλάγματος, όσο και από τις μεταβολές, στις σχετικές τιμές των προϊόντων, στις διάφορες χώρες. Έτσι, είναι δυνατό η αύξηση της Συνολικής Τιμής Συναλλάγματος να οδηγεί τα ξένα νομίσματα να κοστίζουν ακριβότερα, αλλά επειδή ο Δείκτης Τιμών Εσωτερικού, επίσης, αυξάνεται, τελικά, η υποτίμηση να χάνει την δυναμική της, εν μέρει, ή και καθ' ολοκληρίαν.
Στα πλαίσια αυτά και με βάση την ρεαλιστική θεωρία της Ισοτιμίας των Αγοραστικών Δυνάμεων [ΙΑΔ, Purchasing Power Parity, ή η θεωρία των τριών P (PPP)], μπορούμε να καταλήξουμε, στο, σχετικά, ασφαλές συμπέρασμα ότι η τιμή του συναλλάγματος καθορίζεται, κυρίως, από τα επίπεδα των τιμών των διαφόρων χωρών και ότι ο πληθωρισμός, σε κάθε χώρα, παίζει καθοριστικό ρόλο, στην διαμόρφωση της τιμής του συναλλάγματος.
Εννοείται, βέβαια, ότι οι Κεντρικές Τράπεζες είναι εκείνες, οι οποίες αποφασίζουν, για την τιμή του συναλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη τους, μια σειρά, από πολλούς και διάφορους παράγοντες, αλλά, στις αποφάσεις, που λαμβάνονται, ο παράγοντας του συγκριτικού επιπέδου των τιμών, δεν μπορεί να αγνοηθεί, επί μακρόν. Σε μακροπρόθεσμη βάση, μάλιστα, η επιρροή του επιπέδου των τιμών, στην διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, είναι, άμεσα, ορατή.
Έτσι, η ονομαστική ισοτιμία (ΟνΙ) του εγχώριου νομίσματος, με την σταθμισμένη πραγματική ισοτιμία των ξένων νομισμάτων, προσδιορίζεται, από τον λόγο του επιπέδου των τιμών του ξένου νομίσματος, προς το εγχώριο νόμισμα.
(ΟνΙ = αλγεβρικό άθροισμα των ΞΝ/ΕΝ, όπου ΞΝ είναι τα ξένα νομίσματα και ΕΝ είναι το εγχώριο νόμισμα).
Στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, όμως, τα πράγματα λειτουργούν, διαφορετικά, δηλαδή, εντελώς, αυθαίρετα και μάλιστα, με έναν επίμονο τρόπο, ο οποίος αποδομεί την λειτουργία των οικονομιών των χωρών της και κτυπάει, ευθέως, την παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών των οικονομιών εκείνων, οι οποίες βρίσκονται, σε δυσχερέστερη θέση, σε σχέση με την, αυθαίρετα, προσδιορισμένη συναλλαγματική ισοτιμία του κοινού νομίσματος και τα δικά τους επίπεδα τιμών.
Ως εκ τούτου και επειδή τα επίπεδα των τιμών των εμπλεκόμενων, στο εξωτερικό εμπόριο, χωρών προσδιορίζουν την συναλλαγματική ισοτιμία, αντιλαμβανόμαστε, ότι, όταν η ισοτιμία αυτή εκφράζεται, σε ένα κοινό νόμισμα, όπως συμβαίνει, μέσα σε μια νομισματική ένωση, σαν αυτή της ευρωζώνης, τότε, με βάση τον αποκαλούμενο "νόμο της μιας τιμής", η τιμή του ξένου συναλλάγματος, όταν προσδιοριστεί, αυθαίρετα, θα περάσει, στην γενική συναλλαγματική ισοτιμία όλων των χωρών, που εμπλέκονται, στην νομισματική ένωση, ανεξάρτητα, από τα επίπεδα των τιμών τους, με αποτέλεσμα, η ρηγμάτωση, στα επίπεδα των τιμών, που επιφέρουν οι διαφορετικοί ρυθμοί πληθωρισμού (ή αποπληθωρισμού) και η οποία δεν μπορεί να εκφραστεί, στο νόμισμα, με την, κατά περίπτωση υποτίμηση, ή ανατίμησή του, να εκφραστεί, στην παραγωγή των χωρών της νομισματικής ένωσης.
Με δεδομένο το γεγονός ότι η εξέλιξη των παραπάνω μεγεθών, που αφορούν και τα επίπεδα των τιμών και τους ρυθμούς πληθωρισμού των διαφόρων συναλλασσόμενων χωρών εξελίσσονται, μέσα σε ένα, διαφοροποιούμενο και επίσης, εξελισσόμενο πλαίσιο χρονικών σειρών (ήτοι στιγμών και περιόδων μέτρησης), τελικά, ακόμη και όταν τα επίπεδα ρυθμών των διαφορικών πληθωρισμών, ανάμεσα στις συναλλασσόμενες χώρες, μένουν αμετάβλητα, αρκεί η ύπαρξη της διαφοροποίησής τους, προκειμένου, εντός μιας συγκεκριμένης μεσοπρόθεσμης, ή μακροπρόθεσμης χρονοσειράς, να διαφοροποιηθεί το επίπεδο των τιμών, σε κάθε χώρα και να αλλάξουν οι συσχετισμοί μεταξύ τους, οι οποίοι, με την σειρά τους, θα οδηγήσουν, στην βελτίωση, ή την επιδείνωση της ανταγωνιστικής θέσης της εγχώριας, ή της ξένης παραγωγής.
Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η κρίσιμη ελαττωματική σχέση της Γερμανίας, με την Ελλάδα, αλλά και με τις άλλες - άμεσες, ή έμμεσες - ανταγωνίστριες χώρες της γερμανικής παραγωγής, εντός των πλαισίων της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που η, εκ κατασκευής, ευνοϊκή, για την γερμανική παραγωγή, εσωτερική/ενδοευρωζωνική ισοτιμία του "γερμανικού" ευρώ, έναντι των άλλων "εθνικών" εκφράσεων του ευρώ, οδηγεί στην διαιώνιση της κυριαρχίας της γερμανικής παραγωγής, εντός και εκτός της ευρωζώνης. Και πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν αυτή η ελαττωματική κατασκευή του μέσου ευρώ, ενισχύεται, από την γερμανική οικονομική πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης του γερμανικού εργατικού κόστους.
Ευρισκόμενοι, εκτός τόπου και χρόνου, οι υπουργοί του Κώστα Σημίτη, πανηγυρίζουν και επιδίδονται, σε έναν κωμικοτραγικό διαγωνισμό ανοησιολογικής επιδειξιομανίας, γύρω από την υποτίμηση της δραχμής. Ο, απίστευτα, κυνικός και διαχρονικά, άτυπτος Θεόδωρος Πάγκαλος, μάλιστα, έφθασε, στο έσχατο σημείο της παρακμιακής προπαγάνδισης των θέσεων αυτής της κυβέρνησης, με το να ισχυρίζεται, χωρίς καμμία προσωπική συστολή, ότι η υποτίμηση της δραχμής, δεν ήταν υποτίμηση, αλλά μια "αναπροσαρμογή της ισοτιμίας", η οποία είναι φυσιολογική σε αυτές τις περιπτώσεις.
Με αυτόν τον τρόπο, εγκλωβίστηκε η ελληνική οικονομία, σε ένα ασφυκτικό σπιράλ θανάτου, από το οποίο δεν υπάρχει καμμία ρεαλιστική προοπτική να βγει, αφού, πάντοτε, τα επίπεδα των τιμών της θα την καθιστούν, σε σχέση, με την, βαναύσως, αυθαίρετη συναλλαγματική ισοτιμία του κοινού νομίσματος, μη ανταγωνιστική. Και μάλιστα, θα παραμένει μη ανταγωνιστική, ακόμη και στην περίπτωση, που εκείνοι, που προσδιορίζουν την συναλλαγματική τιμή του ευρώ (η μπατιροτραπεζοκρατία της Ε.Κ.Τ.), επιτρέψουν, στο κοινό νόμισμα να αποκτήσει την "κανονική" μέση τιμή του και τούτο διότι η τιμή του αποκαλούμενου ως "ελληνικού" ευρώ, βρίσκεται, όπως έχουμε, ήδη, παραπάνω, πει, σε επίπεδα, πολύ μικρότερα της μέσης τιμής του ευρώ (πιθανώς, κάπου, ανάμεσα, στα 0,60, με 0,70 $/1,00 €).
Εννοείται, βέβαια, ότι, ανάλογα, με την κάθε συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, οι επιπτώσεις, στην ελληνική οικονομία είναι διαφορετικές, αλλά, σε κάθε περίπτωση, η οποιαδήποτε παρούσα, παρελθούσα, ή μέλλουσα ισοτιμία του ευρώ είναι και θα είναι, από ζημιογόνα, έως καταστροφική, για την ελληνική οικονομία, εάν η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ δεν κατασταλάξει, στα επίπεδα της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της ελληνικής εκδοχής του ευρώ.
Με δεδομένη, όμως, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της γερμανικής εκδοχής του ευρώ, η οποία ισορροπεί, με το αμερικανικό δολλάριο, στα επίπεδα του 1,00 €/1,88 $ και λαμβανομένου, υπόψη, του γεγονότος ότι το "γερμανικό" ευρώ είναι τόσο καλά υποτιμημένο, όσο χρειάζεται, για τις γερμανικές εξαγωγές, οι οποίες υπερβαίνουν την μισή γερμανική παραγωγή, φθάνοντας, πολύ πάνω, από τα 200 δισ. € και παράλληλα, η υποτίμηση αυτή είναι όση πρέπει, προκειμένου να μην αυξάνεται το κόστος των γερμανικών εισαγωγών, σε πρώτες ύλες και λοιπά προϊόντα, με διαφοροποιημένη προστιθέμενη αξία, που στηρίζουν την γερμανική παραγωγή, αντιλαμβανόμαστε ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής παραγωγής δεν είναι καθόλου καλό.
Έτσι, η Ελλάδα θα ζημιώνεται ή/και θα καταστρέφεται, όσο μένει, μέσα στην ευρωζώνη και όσο η ευρωζώνη, δεν αντικαθίσταται, από ένα ομοσπονδιακό κράτος, με κεντρική κυβέρνηση και με μια κεντρική τράπεζα υποταγμένη, στα κελεύσματα αυτής της κεντρικής κυβέρνησης, προκειμένου να ανακυκλωθούν τα παραγόμενα ευρωπαϊκά πλεονάσματα και να αναπροσανατολισθούν οι επενδύσεις, εντός αυτού του ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους.
Οι γερμανικές και από κοντά, οι γαλλικές, αλλά και οι άλλες ελίτ των πλεονασματικών χωρών της ευρωζώνης, δεν είναι διατεθειμένες να κάνουν τέτοιου είδους βήματα, προς αυτή την κατεύθυνση. Και όχι μόνο, δεν είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν, στην συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, σαν αυτή των Η.Π.Α., αλλά και την αρνούνται, πεισματικά και για καθαρά, συμφεροντολογικούς λόγους, οι οποίοι, όσο και αν φαίνονται - και είναι - κοντόφθαλμοι, από τα μέλη αυτών των ευρωπαϊκών ελίτ, θεωρούνται και αντιμετωπίζονται, ως πρωταρχικής σημασίας.
Στα πλαίσια αυτά, η "Ευρώπη", δηλαδή αυτό το χιμαιροϋβριδικό μερκαντιλιστικό σχήμα του νεοπαγούς και βαμπιρικού "υπαρκτού ευρωπαϊσμού", που δημιούργησαν οι ευρωελίτ, την οποία επιθυμούν και οικοδομούν, δεν είναι η Ευρώπη, που μας ταιριάζει. Δεν είναι η Ευρώπη, που αφορά τα ουσιώδη συμφέροντα των λαών της.
Και φυσικά, από αυτό το θανατηφόρο σχήμα, που έχει ζηλέψει όλα τα χειρότερα στοιχεία του τεθνεώτος δίδυμου αδελφού του - περί του μπρεζνιεφικού κατασκευάσματος του "υπαρκτού σοσιαλισμού" ο λόγος - και τα οποία θα φέρει, στην επιφάνεια, μέχρι να τελευτήσει και αυτό τον ολέθριο βίο του, η Ελλάδα πρέπει να απομακρυνθεί, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Διαφορετικά, η πορεία της χώρας μας, προς την καταστροφή, δεν πρόκειται να ανακοπεί και θα αποτελέσει ένα δράμα, χωρίς διαφαινόμενο τέλος...
Σχόλια
Η δημιουργία μιας "Ευρωπαϊκης Ομοσπονδίας" θα ήταν ακόμα περισσότερο καταστροφική για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Θα χανόταν και το τελευταίο ιχνος εθνικής και λαικής κυριαρχίας. Καμία δυνατότητα επηρεασμού των πολιτικων και οικονομικών εξελίξεων δεν θα είχαμε μετα. Σήμερα ναι μεν έχουμε μετατραπεί σε ευρω-αποικία αλλα υπάρχει η πιθανότητα (και η ελπίδα) οτι στο μέλλον κάτι μπορεί να γίνει και να απεγκλωβιστούμε απο τη φυλακή της Ε.Ε (εστω και με αυτες τις αθλιες καλπονοθευτικές εκλογές που έχουμε). Ειναι πολύ επικίνδυνο να μεταφερθεί ολη η κεντρική εξουσία στις Βρυξέλλες, μια και θα έχουμε και επίσημα μια νεα εποχή απολυταρχίας και οι Βρυξέλλες χωρίς δισταγμό θα έστελναν τον ευρωστρατό να καταστείλει τις όποιες λαικές αντιδράσεις μπορει να υπήρχαν. Ηδη η Ε.Ε έχει αποκτήσει μεγάλες εξουσίες πάνω στα κράτη-μέλη.
Θα καταλήγαμε μια ασήμαντη επαρχία ενός συγκεντρωτικού απολυταρχικού ευρω-υπερκράτους. Κάτι οπως το Τατζικιστάν η το Κιργιστάν μεσα στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Ακόμα και δικό μας (υποτιμημένο) νόμισμα να αποκτούσαμε μεσα στην Ε.Ε, πάλι θα φυτοζωούμε αφού καταλήξαμε (και μας οδήγησαν) να έχουμε το τουρισμό ως ....βαριά βιομηχανία . Είναι αδύνατο να επιβιώσουμε μεσα σε μια κοινή αγορά και ζώνη ελεύθερου εμπορίου όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε χώρες με υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, παραγωγικότητας και οικονομικης δύναμης.
Η όποια υποτυπώδης βιομηχανία είχαμε καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό μετα την είσοδο στην ΕΟΚ, την απελευθέρωση των προστατευτικών δασμών και τις μαζικές εισαγωγές απο προιόντα βορειο-ευρωπαικές χωρων, και ξένων πολυεθνικών (που παράγουν φθηνά στην Ασια). Ακόμα και η άλλοτε πλεονασματική ελληνική γεωργια συρρικνώνεται μετα τη ζημια που προκαλεσαν οι επιδοτήσεις της ΕΕ και οι εισαγωγές αγροτικών προιόντων απο το τρίτο κόσμο. Για να μην αναφέρουμε και την επίδραση των μνημονίων που θα οδηγήσει σε πολυ σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις
Απαιτείται λοιπόν έξοδος απο ΕΕ-Ευρωζώνη, νεο εθνικό νόμισμα, επανεθνικοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων και στρατηγικών επιχειρήσεων, και προστασία της ελληνικής παραγωγής με στόχο την ανασυγκρότηση της διαλυμενης παραγωγικής μας βάσης. Αλλωστε, όλες οι σημαντικές οικονομικές δυνάμεις είχαν κάποτε για μεγάλο διάστημα προστατευτισμό εως οτου αναπτύξουν τη βιομηχανία τους.
Το θέμα είναι οτι δεν υπάρχει κάποιο πολιτικο κίνημα με δυναμική που να υποστηρίζει τέτοιες πολιτικές ενω και ο ελληνικός λαός παραμένει φοβισμένος και έχει πιστέψει τις απίστευτες βλακείες που συστηματικά τον ταίζουν μεσω των ΜΜΕ
Επίσης, βέβαιο είναι ότι η ελληνική οικονομία ζημιώθηκε, από την είσοδό της, στην Ε.Ο.Κ., το 1981. Μπορεί η ζημιά να ήταν αποθετική (δηλαδή η χώρα αναπτύχθηκε, πολύ λιγότερο, από όσο θα αναπτυσσόταν, εάν η Ελλάδα, έμενε εκτός Ε.Ο.Κ./Ε.Ε.), αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα. Η ελληνική οικονομία έπρεπε να μην εισέλθει, στην Ε.Ο.Κ. και αφού εισήλθε, θα ήταν χρήσιμο να βγει. Και εν πάση περιπτώσει, αφού δεν βγήκε, από την Ε.Ο.Κ./Ε.Ε., δεν έπρεπε να μπει, στην ευρωζώνη.
Από εδώ και πέρα, πάντως, αυτό, που είναι σίγουρο και καθίσταται αναγκαίο, είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να βγει, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, από την ευρωζώνη, την οποία ο γαλλογερμανικός άξονας - στο ορατό μέλλον, αλλά και πέραν αυτού - δεν σκοπεύει να μετατρέψει, σε ομοσπονδιακό κράτος, αφού την οικοδόμησε, ως νομισματική ένωση, ακριβώς, επειδή ήθελε να αποφύγει την συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους και τις αβαρίες, που αυτό έχει, με τον (μεγαλύτερο, ή μικρότερο) παραγκωνισμό των εθνικών ελίτ, τις ανακυκλώσεις των πλεονασμάτων, των επενδύσεων και της κατανάλωσης, εντός της ομοσπονδίας κλπ.
Ως εκ τούτου, η όλη υπόθεση της ευρωπαϊκής κρατικής ομοσπονδίας αποτελεί, μόνο, μια θεωρητική κατασκευή και όχι ένα πρακτικό πολιτικό πρόγραμμα, με άμεση, ή μεσοπρόθεσμη, ή μακροπρόθεσμη στόχευση.
Και έτσι θα παραμείνει, παρά τις όποιες ονειρώξεις των αφελών "ευρωπαϊστών"...
Η Ελλάδα ειναι καταδικασμένη απο τη στιγμή που ο λαός αποδέχεται την επιβαλλόμενη κατάσταση. Αυτό που έχει καταφέρει το καθεστώς ειναι να πείσει τις μάζες οτι δεν υπάρχει εναλλακτική. Δηλ κατα τα πρότυπα της Θάτσερ "There is no alternative" και οτι ο μόνος δρόμος ειναι ο ευρω-μονοδρομος μέσα στην Ε.Ε-Ευρω και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και οι όποιες απώλειες και θύματα δικαιολογούνται για αυτό το σκοπό. Και οντως μεσα σε αυτό το σύστημα με το συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο (Μααστριχτ, ευρωζωνη, μνημονια, συμφωνιές Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP) κλπ) δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιαυτο και οι ανοησιες του Τσιπρα (αλλα και αλλων πολιτικαντίδων σε άλλες χωρες οπως του Ολάντ ) οτι θα μειώσουν τη λιτότητα εντος Ε.Ε-ΕΥΡΩ είχαν την ιδια τύχη και πετάχτηκαν στα σκουπίδια την επόμενη των εκλογών.
Εναλλακτική μπορει να υπάρξει μονο εάν αποδεσμευτούμε απο αυτό το πλαίσιο. Έχουμε το εργατικό και επιστημονικό δυναμικό αλλά και τους πλουτοπαραγωγικους πόρους να σταθούμε μόνοι μας εκτος ΕΕ-ΕΥΡΩ, να ανακάμψουμε αλλά και αναπτύξουμε τη παραγωγικη μας βάση.
Εαν αυτό γίνει κάποτε μένει να το δούμε. Εαν δεν γίνει, τόσο εμείς οσο και οι άλλοι λαοί είμαστε καταδικασμένοι και ο ελληνικος λαός θα υποστεί γενοκτονία