Η.Π.Α. προς Γερμανία : "We wo'nt lose Greece for the goddamn euro". (Οι ανεδαφικές γερμανικές φαντασιώσεις, για μια σύγχρονη νεοαποικιακή Μεσευρώπη, η εξαναγκαστική επιστασία των αμερικανικών συμφερόντων και τα αναπόφευκτα αδιέξοδα).
Παρακολουθώντας την πορεία των γεγονότων, αλλά και κάνοντας μια ανασκόπηση των εξελίξεων, που ακολούθησαν από την εποχή της δημιουργίας της ευρωζώνης, μέχρι τις ημέρες μας, μπορούμε, εύκολα, να διακρίνουμε τον καμβά, που αναδεικνύει τον προσανατολισμό της γερμανικής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια. Ο παραπάνω πίνακας, που καταγράφει την εξέλιξη της πραγματικής (θετικής και αποθετικής) ποσοστιαίας μεγέθυνσης του ΑΕΠ, από επιλεγμένες χώρες της ευρωζώνης (Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Φιλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία και Ελλάδα) και την Βρετανία, είναι, μερικώς, περιγραφικός, αλλά, σαφώς, παραστατικός των κοσμογονικών επιπτώσεων, που είχε η έλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και η βαθιά ύφεση που την ακολούθησε, με αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση της ευρωζώνης, την οποία σηματοδότησε η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Και φυσικά, ο προσανατολισμός αυτός, για τον οποίο κάνουμε λόγο, δεν είναι άλλος, από την επιχειρούμενη (και φαινόμενη) εγκαθίδρυση της γερμανικής ηγεμονίας, στον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό χώρο.
Βέβαια, η παρουσία της Βρετανίας και η όποια ανάμειξή της, στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αποτελεί έναν ανασχετικό παράγοντα, στην ολοκλήρωση του στόχου αυτού, αλλά η γερμανική ιθύνουσα τάξη θεωρεί ότι είναι ικανή να διαχειρισθεί αυτό το πρόβλημα, με δεδομένη την απομόνωση του Λονδίνου, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι η Βρετανία αρνείται να συμμετάσχει, οικονομικά, στην διαχείριση των ευρωπαϊκών θεμάτων, εξ ού και η προτίμησή της να μείνει, εκτός της ευρωζώνης.
Είναι γεγονός ότι το Λονδίνο έχει αφήσει χώρο, στην Γερμανία, φροντίζοντας, μάλιστα, να κάνει περισσότερο εύκολα τα πράγματα, για την γερμανική ελίτ, στον βαθμό, που η συζήτηση, για μια έξοδο της Βρετανίας, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εντείνεται και αποκτά οπαδούς, μέσα στην βρετανική κοινωνία και προσλαμβάνει ένα περιεχόμενο, το οποίο μπορεί να αποκτήσει μια πραγματική υπόσταση, εφ' όσον οι Βρετανοί οδηγηθούν, στις κάλπες και μέσω ενός δημοψηφίσματος, την διεξαγωγή του οποίου έχει υποσχεθεί η τωρινή κυβέρνηση, επιλέξουν την έξοδο της χώρας τους, από την Ε.Ε.
Οι αναταράξεις, που θα ακολουθήσουν, μετά από μια τέτοια πολιτική επιλογή, για τις ουσιαστικές πιθανότητες υλοποίησης της οποίας καθοριστικό ρόλο θα παίξουν οι επικείμενες βρετανικές βουλευτικές εκλογές, που θα διεξαχθούν την 7η Μαΐου 2015, προφανώς, δεν θα είναι άνευ σημασίας. Κάθε άλλο. Θα είναι πολλές και επίσης θα είναι μεγάλες, αλλά η γερμανική ελίτ πιστεύει ότι θα μπορέσει να τις ξεπεράσει, παρά τις απώλειες, που θα υπάρξουν. Αλλά, μέσα από αυτή την αναταραχή, το κυριότερο, για τους κυρίαρχους κύκλους, στο Βερολίνο, είναι ότι θα τεθεί, εκ ποδών, ένας ενοχλητικός και κατά βάση, μισητός αντίπαλος, ο οποίος, στο παρελθόν, με την, αμετάπειστα, εχθρική στάση του, οδήγησε, κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, την Γερμανία, σε δύο συντριπτικές ήττες.
Και εδώ, ερχόμαστε, στην ουσία της όλης υπόθεσης.
Πολλοί κατηγορούν την Angela Merkel και ιδίως, τον Wolfgang Schaueble ότι αυτό που εκφράζουν, δεν είναι τίποτε περισσότερο, από έναν σκληροτράχηλο νεοφιλελευθερισμό, αλλά η αλήθεια είναι κάπως (και πολύ, μάλιστα) διαφορετική.
Αυτό, που εκφράζουν οι Γερμανοί συντηρητικοί ηγέτες - και όχι, μόνον, αυτοί, αφού και οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί τους ακολουθούν, κατά πόδας - δεν είναι ο όποιος νεοφιλελευθερισμός τους, αλλά η εφαρμοσμένη πολιτική ενός συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος, το οποίο, από το 1990 και μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, στοχεύει, συστηματικά, στην εγκαθίδρυση και στην ολοκλήρωση της γερμανικής ηγεμονίας και της κυριαρχίας της Γερμανίας, στον ευρωπαϊκό χώρο, μέσα από την συγκρότηση μιας νέας Mitteleuropa προσαρμοσμένης, στους σύγχρονους καιρούς.
Έτσι, όταν, λοιπόν, δούμε την ασκούμενη γερμανική πολιτική, από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, που την συλλαμβάνουν, ως πρόγραμμα και την εφαρμόζουν, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε να κάνουμε, με εμμονές, με συγκυριακές πρακτικές, με ιδιοτροπίες της στιγμής και με εσφαλμένες εκτιμήσεις διαφόρων προσώπων. Όχι ότι δεν υπάρχουν και αυτές οι συμπεριφορές, ως συμπληρωματικά στοιχεία των ασκούμενων, από την ηγέτιδα πολιτική τάξη του Βερολίνου, πολιτικών. Προφανώς και υπάρχουν. Δεν θα μπορούσαν, θα ήταν αφύσικο, να μην υπάρχουν.
Αλλά, με δεδομένη την πεποίθηση ότι όλοι αυτοί εκπροσωπούν μια χώρα, η οποία θεωρεί, στην μεγίστη πλειοψηφία της κοινής γνώμης των πολιτών της, ότι βρίσκεται ενώπιον της εκπλήρωσης, με ειρηνικό τρόπο, των παλαιών εθνικών της στόχων, που συνίστανται, στην γερμανική κυριαρχία, στον, έστω, στενό ευρωπαϊκό χώρο, όλα τα υπόλοιπα είναι αναξιόλογα και αποτελούν στοιχεία, τα οποία οδηγούν, σε έναν πλήρη αποπροσανατολισμό, αφού εστιάζουν, σε δεδομένα, που είναι δευτερεύοντα και τριτεύοντα, και αποκρύπτουν την κύρια εικόνα των κυρίαρχων επιδιώξεων της γερμανικής πολιτικής και των εξελίξεων, που προκύπτουν, από την εκτύλιξή της.
Αυτή την ηγεμονική πολιτική, που αγγίζει και ξεπερνάει τα όρια μιας νέου τύπου αποικιοκρατίας, που συνίσταται, στην δημιουργία καθεστώτων πεονίας, στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, τα οποία έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά αποικιών χρέους και η οποία νεοαποικιοκρατία στηρίζεται στην χρεωδουλεία, είναι, που, ως περιεχόμενο, αποδέχονται, επιδοκιμάζουν και υποστηρίζουν οι διάφορες γερμανικές ελίτ και οι, εκάστοτε, κυβερνήσεις τους.
Αυτή την νεοαποικιοκρατική ευρωπαϊκή πολιτική στηρίζει, δυστυχώς και η πλειοψηφία του γερμανικού λαού, η οποία γνωρίζει, σε γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής, η οποία, αντιστοιχίζεται, μέσα στις σύγχρονες συνθήκες, στην κλασική αποικοκρατική πολιτική της αρχαίας Ρώμης, την θέση της οποίας, μέσα από την σύγχρονη έκδοση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έρχεται να καταλάβει η Γερμανία, με κέντρο το Βερολίνο και περιούσιο λαό τον γερμανικό.
Μέσα από αυτή την διαδικασία, οι γερμανικές ελίτ και ο γερμανικός πληθυσμός, οδηγούνται, για μία ακόμη φορά, στο να πιστεύουν, να νοηματοδοτούν και να προσανατολίζουν την δράση τους, προς το ότι, τώρα, είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή, για την επιτυχή έκβαση και εκπλήρωση όλων εκείνων των στόχων, οι οποίοι είχαν καταστεί ανεκπλήρωτοι, μέσα από δύο ολοκληρωτικές ήττες, οι οποίες συνοδεύτηκαν, από ποταμούς αίματος και ανείπωτες καταστροφές.
Με δεδομένη αυτή την ωμή πραγματικότητα, η οποία αφορά την σημερινή κατάσταση της γερμανικής κοινωνίας, καλό και χρήσιμο είναι να επανέλθουν στην συλλογική μνήμη των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι σκληρές, αλλά, συνάμα και αληθείς, ως προς το περιεχόμενό τους, επικρίσεις του Μιχαήλ Μπακούνιν, του Ρώσου επαναστάτη των παλαιών καιρών, που δεν πρόλαβε να ζήσει και να δει τα φρικτά και αποτρόπαια πεπραγμένα των μεταγενέστερων του ιδίου γερμανικών κοινωνιών, κατά την διάρκεια του πρώτου ημίσεος του 20ου αιώνα, ο οποίος, όμως, τα περιέγραψε, παραστατικότατα, αναδεικνύοντας την πηγή όλων αυτών των κακών και η οποία δεν είναι άλλη, από την ίδια την διαδικασία της ατομικής και της κοινωνικής υποδούλωσης, την οποία, συστηματικά, υφίστανται τα μέλη των γερμανικών κοινωνιών, μέσα από την εμφύτευση της υποταγής τους, στον νόμο.
Όπως έχω αναφέρει και αλλού, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, παρά το γεγονός ότι κατηγορήθηκε ότι εξετράπη και συμπεριφέρθηκε, ως εχθρός του γερμανικού έθνους, ουδέποτε υπήρξε κάτι τέτοιο. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν υπήρξε - και ορθώς, υπήρξε - επικριτής συγκεκριμένων στάσεων ζωής της γερμανικής κοινωνίας της εποχής του, οι οποίες αφορούσαν την στάση του γερμανικού πληθυσμού, απέναντι στην εξουσία και την κυριαρχία, με δεδομένο το γεγονός ότι έζησε, στην Γερμανία, για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, σε μία εποχή, κατά την οποία η Γερμανία βρισκόταν, στην διαδικασία της ενοποίησής της, σαν αυτοκρατορία των Χοεντζόλλερν και του Όττο φον Μπίσμαρκ και δεν είχε, ακόμη, κυριαρχήσει, στην Ευρώπη, αν και ο ίδιος πρόλαβε να ζήσει την ήττα της Γαλλίας, στον πόλεμο του 1870-71.
Παρ' όλ' αυτά, ο Μιχαήλ Μπακούνιν είχε την προορατική ικανότητα, η οποία στηριζόταν, απλούστατα, στο ότι γνώριζε με ποιους είχε να κάνει, γεγονός, το οποίο του επέτρεπε να αντιληφθεί και το τι ήσαν ικανοί να κάνουν αυτοί και να προβλέψει, αναφερόμενος, στην Γερμανία, ότι :
"Στην Γερμανία, όμως, αναπνέεις την ατμόσφαιρα μιας τεράστιας πολιτικής και κοινωνικής δουλείας, η οποία ερμηνεύεται και γίνεται αποδεκτή, φιλοσοφικά, από έναν μεγάλο λαό, μοιρολατρικά και ηθελημένα ... Σε όλες τις διεθνείς της σχέσεις, η Γερμανία, από τις αρχές της ύπαρξής της, κιόλας, αργά και συστηματικά, έπαιζε, πάντοτε, τον ρόλο του εισβολέα, του κατακτητή, όντας, πάντα, πρόθυμη να επεκτείνει, στο έδαφος των γειτόνων της, την δική της ηθελημένη υποδούλωση. Και από τότε, που εδραιώθηκε, οριστικά, σαν ενιαία δύναμη, έγινε μια απειλή, ένας κίνδυνος, για την ελευθερία ολόκληρης της Ευρώπης. Η σημερινή Γερμανία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά υποδούλωση, θριαμβευτική και κτηνώδης"...
Αυτή η Γερμανία, την οποία περιγράφει ο Μιχαήλ Μπακούνιν, εξακολουθεί να είναι παρούσα, παρά το γεγονός ότι όλοι - ή σχεδόν, όλοι - θέλησαν να αυτοπαρηγορηθούν, πιστεύοντας ότι, η συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας, τον Μάϊο του 1945, ταυτίστηκε, με την συντριβή της Γερμανίας, που είχαν γνωρίσει οι γενεές των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, από την εποχή του Μιχαήλ Μπακούνιν και η οποία ήταν εμποτισμένη, από τον πρωσικό επιθετισμό.
Αυτή την Γερμανία είναι, που βρίσκουμε, πάλι, μπροστά μας. Και αυτή την Γερμανία είναι, που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Είναι η Γερμανία, που ζει - για την ακρίβεια : νομίζει ότι ζει - μια νέα και διευρυμένη Μεσευρώπη (Mitteleuropa), την ηγεμονική πολιτική της οποίας προσπαθούν να περάσουν και να καταστήσουν κυρίαρχη, στον ευρωπαϊκό χώρο, οι σύγχρονες γερμανικές ελίτ, με εργαλεία την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως, την ευρωζώνη, οι οποίες, όμως (και παρά το γεγονός ότι), κατασκευάστηκαν, ως μηχανισμοί εγκλωβισμού και ελέγχου της γερμανικής επιθετικότητας.
Όσο και αν αυτή η διαδικασία παρουσιάζεται, ως ένα ιστορικό παράδοξο, η αλήθεια είναι ότι η Ιστορία δεν είναι η πρώτη φορά, που "παραδοξολογεί". Η Ιστορία, πάντοτε, κινείται - και για να είμαστε ακριβείς : η Ιστορία, πάντοτε, προκύπτει - μέσα σε (και μέσα από) παραδοξολογίες και λοξοδρομήματα. Αυτό είναι, που τα ενεργά υποκείμενα, τα οποία την διαμορφώνουν, αποπειρώνται να πράξουν, για μία, ακόμη, φορά.
Όπως είναι φυσικό, οι γερμανικές ελίτ, ανακτώντας την δυναμική, που είχαν χάσει, από την συντριπτική ήττα της χώρας τους, στους δύο πολέμους του 20ου αιώνα και εκμεταλλευόμενες την συγκυρία, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε, μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή, που προέκυψε, στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο, από την αυτοκατάρρευση της "Σοβιετικής Ένωσης", χρησιμοποίησαν τα εργαλεία του εγκλωβισμού τους και κυρίως, αυτό της ευρωζώνης, η οποία δημιουργήθηκε, με σκοπό να ελεγχθεί ο γερμανικός δυναμισμός, έτσι, όπως αυτός θα προέκυπτε, από την γερμανική ενοποίηση, ως εργαλεία, για την επιβολή της πολιτικοοικονομικής τους κυριαρχίας, στον στενό ευρωπαϊκό χώρο.
Κάπως έτσι, με την δημιουργία της ευρωζώνης, άλλαξε και η λογική της Ε.Ε., η οποία, από εργαλείο, για την συγκράτηση της γερμανικής επιθετικότητας, οδηγείται, στο να γίνει ένα εργαλείο, μέσω του οποίου θα εκφράζεται ο γερμανικός εθνικισμός και το οποίο φαίνεται ότι , εάν η Γερμανία αφεθεί, χωρίς ανάσχεση, θα καταστεί ένα όργανό της - πολύ περισσότερο, εάν η Βρετανία αποχωρήσει, από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βασικό εργαλείο, για μια τέτοια διαδικασία γερμανοποίησης της Ευρώπης και της μετατροπής της, σε μια σύγχρονη Mitteleuropa, είναι η ευρωζώνη, για την οποία υπάρχει μια ευρεία συναίνεση, στην γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ, στην κατεύθυνση της αναδιοργάνωσης του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου, πάνω στην βάση των γερμανικών κανόνων λειτουργίας και με σκοπό την αύξηση των ροών της παραγόμενης υπεραξίας (για να θυμηθούμε και τους ρικαρδιανομαρξικούς όρους), από την υπόλοιπη Ευρώπη, προς το γερμανικό κέντρο.
Αυτή η Ευρώπη, όμως, δεν είναι η Ευρώπη των λαών της. Δεν είναι, καν, η Ευρώπη των εθνικών και των διεθνικών ελίτ. Είναι η γερμανική Ευρώπη, η Mitteleuropa. Και αυτή η Ευρώπη, η οποία είναι η μόνη αποδεκτή, από την γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ, ευρωπαϊκή εκδοχή, δεν έχει μέλλον.
Όμως, αυτή η σύγχρονη Mitteleuropa, πέρα από το ότι δεν έχει μέλλον, στην πραγματικότητα, δεν έχει ούτε παρόν.
Μπορεί οι γερμανικές ελίτ και η πλειοψηφία του γερμανικού πληθυσμού να φαντασιώνονται και να ελπίζουν ότι η εκδοχή της σύγχρονης Μεσευρώπης, αποτελεί μια υλοποιήσιμη δυνατότητα και πολλοί να πιστεύουν ότι αυτή η εκδοχή της σύγχρονης Μεσευρώπης οικοδομείται, ή ότι, με εργαλείο την ευρωζώνη, αποτελεί, ήδη, μια πραγματικότητα, αλλά η ωμή αλήθεια, για όσους γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται τον σύγχρονο ρόλο της μεταπολεμικής Γερμανίας, στα ευρωπαϊκά πράγματα, είναι ότι ο ρόλος αυτός είναι, απλώς και μόνον, παρακολουθηματικός, αφού εξαντλείται, σε καθήκοντα επιστασίας του στενού ευρωπαϊκού χώρου, όπως αυτός διαμορφώθηκε, μετά την κατάρρευση της "Ε.Σ.Σ.Δ.", υπό την στενή επιτήρηση των Η.Π.Α., οι οποίες παραμένουν το μεγάλο αφεντικό.
Όπως έχουμε, πολλές φορές πει, αναφερόμενοι, στο γερμανικό ζήτημα, η Γερμανία ουδέποτε έπαυσε να τελεί, υπό το καθεστώς της 9ης Μαΐου 1945, που προέκυψε, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και να λειτουργεί, ως χώρα χωρίς πραγματική εθνική κυριαρχία, η οποία, μετά την κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού", λειτουργεί, σύμφωνα με τις εντολές, που εκπορεύονται από την Ουάσινγκτων και οι οποίες, πολλές φορές, εκτελούνται, κυριολεκτικά, καθ' υπαγόρευση, όταν τα θέματα, που πρέπει να αντιμετωπισθούν, σύμφωνα, με την αμερικανική διοίκηση, είναι επείγοντα.
Αυτή η αδυσώπητα σκληρή πραγματικότητα, την οποία η σύγχρονη Γερμανία και οι ελίτ, που την διοικούν, δεν μπορούν να παρακάμψουν, είναι, που καθιστά αδύνατη την υλοποίηση της σύγχρονης εκδοχής της παλαιάς φαντασίωσης του γερμανικού εθνικισμού, για μια διευρυμένη Mitteleuropa, που θα περιλαμβάνει όλον τον στενό ευρωπαϊκό χώρο, ο οποίος δεν θα βρίσκεται κάτω από την ρωσική επιρροή.
Το σύγχρονο ελληνικό δράμα αναδεικνύει, παραστατικότατα, τις γερμανικές αδυναμίες, ως προς την λήψη των απαραίτητων αποφάσεων, τις οποίες θα έπαιρνε, άμεσα, εάν η Γερμανία ήταν πραγματική ηγεμονική δύναμη, στον στενό ευρωπαϊκό χώρο και εάν δεν λειτουργούσε, ως δορυφόρος της αμερικανικής υπερδύναμης και εάν δεν εξαρτούσε τις ενέργειές της, από την Ουάσινγκτων.
Έτσι, η Ελλάδα, εάν αυτό εξαρτάτο, από την Γερμανία δεν θα είχε εισέλθει, το 2002, στην ευρωζώνη. Θα έμενε, εκτός ευρωζώνης, αφού η ευρύτερη γερμανική ελίτ ήταν της άποψης (η οποία ήταν και ορθή) ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να εισέλθει, στην ευρωζώνη.
Βέβαια, στην είσοδο της χώρας μας, στην ευρωζώνη, έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι ήσαν πολύ περισσότερο πεζοί, αφού σχετίζονταν, με διαδικασίες, οι οποίες αφορούσαν χαριστικές επιχειρηματικές συμφωνίες, κάτω από το τραπέζι, σαν και αυτήν, που αποκάλυψε, ο Αλέξανδρος Αβατάγγελος που ασχολείται με οπλικά συστήματα και κατηγορείται για την υποθεση των ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, επί εποχής Άκη Τσοχατζόπουλου - αλλά και μετέπειτα -, δηλώνοντας ότι η προμήθεια των γερμανικών υποβρυχίων αποτελούσε δώρο του, τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, προς τον Γερμανό καγγελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ και το οποίο δώρο, απέτρεψε το κλείσιμο της HDW, με την οποία συνδέονταν, άμεσα, ο ίδιος ο Σρέντερ.
Όμως, πέρα από το προσωπικό δέλεαρ, που, προφανώς, έπαιξε τον ρόλο του, στην αποδοχή της εισόδου της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, όπως, επίσης τον ρόλο της έπαιξε και η προσμονή των υπολογιζόμενων τεράστιων κερδών, από την διαρροή κεφαλαίων, που παράγονται, στην ελληνική οικονομία, προς το γερμανικό και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, μέσα από τον μηχανισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων, που αφυδάτωσε και κατέστρεψε την ελληνική οικονομία, αφού, μόνο, στην Ελβετία, σύμφωνα, με το παραπάνω βίντεο, έφυγαν, περίπου 800 δισ. €, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν θα εισήρχετο, στην ευρωζώνη, εάν η γερμανική ελίτ δεν υφίστατο τις πιέσεις, που δέχτηκε. Οι πιέσεις αυτές υπήρξαν, από πολλές πλευρές, με κυριότερη αυτήν της Γαλλίας - και της Ουάσινγκτων, μη εξαιρουμένης, η οποία είδε την ελληνική είσοδο, στην Ο.Ν.Ε., ως ενα εργαλείο ενός στενότερου εναγκαλισμού, εμπλοκής και μεσομακροπρόθεσμης αποδυνάμωσης της Γερμανίας, στην ευρωζώνη και στον μηχανισμό της ευρύτερης ευρωπαϊκής ασφάλειας, μέσα από την τρέχουσα διαχείριση, όχι μόνο, μιας μικρής και ουσιαστικά, κλειστής οικονομίας, σαν την ελληνική και των προβλημάτων, που αυτή η διαχείριση συνεπάγεται, αλλά και των οικονομιών των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, με τις δικές τους ιδιαιτερότητες, όπως, επίσης και όλων των άλλων οικονομιών της ευρωζώνης, που και αυτές παρουσιάζουν τα δικά τους προβλήματα, τα οποία δεν είναι, καθόλου, αμελητέα.
Έτσι και τώρα και για τους ίδιους λόγους, όπως και στην εποχή της δημιουργίας της ευρωζώνης, η Γερμανία αδυνατεί να πάρει τις απαραίτητες αποφάσεις και τις σχετικές πρωτοβουλίες, για την αντιμετώπιση της κρίσης, στην ευρωζώνη.
Παραμένοντας χωρίς πραγματικό ηγεμονικό ρόλο, στον στενό ευρωπαϊκό χώρο, οι γερμανικές ελίτ αδυνατούν να πάρουν τις απαραίτητες αποφάσεις, που αφορούν το μέλλον της ευρωζώνης, το οποίο διαγράφεται δυσοίωνο και από το οποίο επιθυμούν να απεγκλωβιστούν, εγκαταλείποντας τις φαντασιώσεις, για μια διευρυμένη Μεσευρώπη, αφού αυτή η ενσάρκωσή της - η ευρωζώνη - έχει φθάσει, στο σημείο να έχει μετατραπεί, σε έναν στενό κορσέ, σε έναν βρόγχο, ο οποίος απειλεί τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων ελίτ του χρηματοπιστωτικού και εξαγωγικού βιομηχανικού τομέα της γερμανικής οικονομίας, μέσα από την, δια γυμνού, πλέον, οφθαλμού, ορατή απαίτηση, για εξαφάνιση και αναδιανομή, εντός ευρωζώνης, όχι μόνον των γερμανικών πλεονασμάτων, αλλά και την ανακατεύθυνση του συνόλου των ροών της γερμανικής κερδοφορίας, με την επανεπένδυσή τους, στις ευρωπαϊκές χώρες και την συναφή μείωση των κερδών αυτών και ως προς τον όγκο και ως προς τα ποσοστά τους, με συναφή αύξηση της γερμανικής και της ευρύτερης ευρωπαϊκής συναθροιστικής ζήτησης, μέσα από μια τονωτική, για τις επενδύσεις και την καταναλωτική ζήτηση, άνοδο του γερμανικού και του ευρωπαϊκού πληθωρισμού.
Η ελληνογερμανική σύγκρουση, στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης και των δύο χωρών, καλά, κρατεί. Και καλώς, κρατεί, διότι το ζήτημα έχει ουσία, έχει μέλλον και θα φέρει αναταράξεις. Ως εκ τούτου, ο ελληνικός πληθυσμός πρέπει να δει και να αντιληφθεί όλες του τις διαστάσεις. Και φυσικά, να είναι έτοιμος, για όσα ακολουθήσουν...
Με αυτά τα δεδομένα και ευρισκόμενη μέσα σε αυτές τις πιεστικές συνθήκες, η γερμανική ελίτ αδυνατεί, εκ των πραγμάτων να αντιπαρέλθει και να αντισταθεί, στην σαφή και χωρίς περιστροφές, απαίτηση της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα, η οποία απαίτηση έχει τον χαρακτήρα της προσταγής, αφορά την διαχείριση του ελληνικού προβλήματος και συνοψίζεται, στην φράση :
"Δεν θα χάσουμε την Ελλάδα, εξ αιτίας του καταραμένου ευρώ".
Αυτή η απαίτηση της αμερικανικής διοίκησης, που προσδιορίζει τον ρόλο της Γερμανίας, στον ευρωπαϊκό χώρο, ως έναν ρόλο επιστάτη των αμερικανικών συμφερόντων, καθώς και των ευρύτερων συμφερόντων της Δύσης, έτσι όπως τα βλέπουν, τα προσδιορίζουν και τα εξειδικεύουν οι κυρίαρχες ελίτ της αμερικανικής υπερδύναμης, περιορίζει, ασφυκτικά, τα περιθώρια των χειρισμών, που έχει, στην διάθεσή της η γερμανική κυβέρνηση, η οποία ως εκ τούτου, καλείται να επωμισθεί ένα ζήτημα, το οποίο ξεφεύγει, από τα πλαίσια της συνήθους διαχείρισης και του οποίου το κόστος είναι βαρύτατο, εάν και εφ' όσον η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν θέλουν και δεν μπορούν να αποδεχθούν τις ντιρεκτίβες του Βερολίνου, για την επιβολή λιτότητας και διαρκώς πλεονασματικών (ή και ισοσκελισμένων) προϋπολογισμών, που σταθεροποιούν την πορεία της εσωτερικής ολικής ζήτησης, σε πτωτικά, ή σε, έστω, ασθενή επίπεδα.
Τα πράγματα χειροτερεύουν, για το Βερολίνο, στον βαθμό, που η αφόρητη και πνιγηρή πίεση, που ασκείται, στην Ελλάδα, από την γερμανική πολιτική, με όπλο το συντριπτικό βάρος του, λογιστικής και τοκογλυφικής φύσεως, ελληνικού δημόσιου χρέους, οδηγεί την ελληνική κυβέρνηση, σε μεθοδευμένες ενέργειες άμυνας και αντιπερισπασμού, με τις οποίες έρχονται, στην επιφάνεια, διεκδικήσεις και αντιπαλότητες, όπως αυτές, που αφορούν τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο της περιόδου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής οι οποίες είχαν αφεθεί στα αραχνιασμένα ράφια της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας και είχαν, ουσιαστικά, ενταφιασθεί.
Η επαναφορά του ζητήματος των πολεμικών επανορθώσεων και του εξαναγκαστικού κατοχικού "δανεισμού" δεν αφορά, απλώς, μια παλαιά διαφορά, η οποία είναι συμψηφίσιμη, με τις σύγχρονες απαιτήσεις των δανειστών του ελληνικού κράτους, επί κεφαλής των οποίων είναι η σύγχρονη Γερμανία, η οποία είναι και ο εμπνευστής της όλης διαδικασίας του δανεισμού αυτού, με σκοπό την σωτηρία των γαλλογερμανικών τραπεζών και την παράλληλη παράκαμψη, δια της περιγραφής των Συνθηκών της ευρωζώνης, της απαγόρευσης της διάσωσης, από την χρεωκοπία, οποιουδήποτε κράτους, που μετέχει, σε αυτή την νομισματική ένωση. Το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, μπορεί, επί του παρόντος, να μην λογίζεται, ως συμψηφίσιμο, με τον σύγχρονο ελληνικό δανεισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμψηφισθεί.
Η ανάδειξη των δυσθεώρητων πολεμικών αποζημιώσεων, που οφείλει η σύγχρονη Γερμανία δεν έχει να κάνει, μόνο, με την αφαίρεση του επικοινωνιακού/προπαγανδιστικού περιεχομένου του "ηθικού" πλεονεκτήματος, στο οποίο αναφέρεται η γερμανική πλευρά, με την επίκληση της αρχής της τήρησης των συμφωνηθέντων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ελληνικού δημοσίου, προς τους δανειστές του.
Η ουσία της όλης ελληνικής επιχειρηματολογίας, που προκύπτει, από την επαναφορά, στο προσκήνιο, των θεμάτων, που έχουν μείνει εκκρεμή, ανάμεσα στο ελληνικό και το γερμανικό δημόσιο και περιέπεσαν και στην αφάνεια, από την εποχή του τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται, στο βαρύτατο, για την γερμανική ελίτ, γεγονός, που έχει να κάνει, δύο άλλα ουσιώδη ζητήματα :
1) Η Ελλάδα, θέτοντας και φέρνοντας, στην επιφάνεια, τα ζητήματα, που αφορούν τις γερμανικές υποχρεώσεις, που προκύπτουν από τον τελευταίο μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο, που πήρε παγκόσμιες διαστάσεις, στην ουσία υποχρεώνει την γερμανική ελίτ να συζητήσει την εξαφάνιση όχι μόνο της παραχθείσας και αποκτηθείσας υπεραξίας, αλλά και ενός μεγάλου τμήματος του συνόλου του γερμανικού πλούτου, ο οποίος προήλθε, από τις επιχειρηματικές και τις, εν γένει, οικονομικές δραστηριότητες του συνόλου του γερμανικού πληθυσμού. Αυτόν τον πλούτο, δια των ελληνικών διεκδικήσεων και αξιώσεων, οι οποίες είχαν, σιωπηρώς, αφεθεί, στην άκρη και σύμφωνα με την γερμανική λογική, έχουν περιέλθει στην αφάνεια και στην ουσία, σύμφωνα με την ασθενή γερμανική πραγματολογική και νομική επιχειρηματολογία, έχουν παραγραφεί και έχουν λήξει, είναι που καλούνται οι σύγχρονες γερμανικές ελίτ και ο γερμανικός πληθυσμός της τωρινής εποχής, να διαμοιράσουν, όχι μόνο, στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις άλλες χώρες, οι οποίες, με αφορμή μια τυχούσα ευδοκίμηση των ελληνικών αξιώσεων, είναι σαφές ότι μπορεί να εγείρουν, για τον εαυτό τους, ανάλογες αξιώσεις και απαιτήσεις, οι οποίες εδράζονται, στα ιστορικά γεγονότα του τελευταίου μεγάλου πολέμου.
2) Αυτό, που είναι, όμως, φλέγον ζήτημα, στην όλη υπόθεση δεν αφορά, απλώς, τις δαιδαλώδεις διαδικασίες του νομικού και πραγματικού ζητήματος των ελληνικών αξιώσεων, απέναντι στην σύγχρονη Γερμανία, για τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, οι οποίες όσο δίκαιες και αν είναι, θα είναι χρονοβόρες και θα τραβήξουν, εις μάκρος. Το άμεσο και απολύτως, σοβαρό ζήτημα, που τίθεται, από την διεκδίκηση των αποζημιώσεων αυτών, είναι ότι το ελληνικό κράτος δείχνει την βούλησή του να αμφισβητήσει την υποχρέωσή του, για την ικανοποίηση των αξιώσεων των σύγχρονων δανειστών του και με αυτόν τον έμμεσο, αλλά και σαφή τρόπο, διακηρύσσει την αδυναμία του να πληρώσει τα δάνεια, που (εξωθήθηκε να λάβει και) έλαβε, από την εποχή του 1ου Μνημονίου. Στην ουσία, με την στάση της αυτή, η ελληνική κυβέρνηση κηρύσσει μια έμμεση στάση πληρωμών, καταγγέλλοντας τις μνημονιακές της υποχρεώσεις, στις οποίες, κατά παράβαση κάθε κανόνα του διεθνούς δικαίου, έχει συμπεριληφθεί η απαγόρευση κάθε συμψηφισμού των δανείων, που χορηγήθηκαν, μέσα από τις δανειστικές συμβάσεις και τα Μνημόνια, από το 2010 και μετά, με οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις του ελληνικού κράτους, από τους σύγχρονους δανειστές του, στους οποίους το γερμανικό κράτος, μάλιστα, απέφυγε να συμπεριληφθεί, καλυπτόμενο πίσω από την τράπεζα Kreditanstalt fur Wiederaufbau (KfW), η οποία είναι κρατική και αποτελεί το μακρύ οικονομικό χέρι της κυβέρνησης του Βερολίνου, που, δια του κεντρικού ομοσπονδιακού κράτους, ελέγχει το 80% των μετοχών της, εν λόγω, τράπεζας, ενώ το υπόλοιπο 20% ελέγχεται, από τα κρατίδια της γερμανικής ομοσπονδίας.
Έτσι, η ελληνική περίπτωση θέτει, για μία ακόμη, φορά, όπως συνέβη και στα τέλη του 2009, με την έλευση της ουσιαστικής ελληνικής χρεωκοπίας του Απριλίου του 2010, το οξύτατο πρόβλημα της αναδόμησης της ευρωζώνης και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάνω σε έναν καμβά, ο οποίος τις οδηγεί, στον μετασχηματισμό τους, σε μια ομοσπονδιακή κρατική ένωση, για την οποίαν, όμως, ουδείς είναι έτοιμος και ουδείς είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί, με πρώτη από όλους, την γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ, η οποία, με φρίκη, αντιλαμβάνεται ότι οποιαδήποτε ουσιαστική υποχώρησή της, στα ελληνικά αιτήματα και στα καλεύσματα των καιρών, την οδηγεί, στην διεύρυνση του κόστους, που θα κληθεί να καταβάλει και το οποίο θα γίνει δυσθεώρητο, αφού, μετά την Ελλάδα, θα κληθεί να καταβάλει και το αντίστοιχο κόστος, για τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου και όχι, μόνο, γι' αυτές. Και όλα αυτά, την ίδια στιγμή, που η επαπειλούμενη κατάρρευση του οικοδομήματος της ευρωζώνης (η οποία απειλεί να συμπαρασύρει και την Ε.Ε.) δεν φαίνεται, επί του παρόντος και για όσο οι Η.Π.Α. επιθυμούν την παραμονή της Γερμανίας, μέσα σε αυτήν την, ερμητικά, κλειστή ποντικοπαγίδα, να αποτελεί μια παραδεκτή επιλογή.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η γερμανική ελίτ το μόνο, που μπορεί να σκεφθεί, δεν είναι τίποτε άλλο, από την απόπειρα, για μια εύσχημη εγκατάλειψη της διευρυμένης Μεσευρώπης, που της έχει προσφερθεί και η οποία είναι η ουσιαστική συγχώνευση και η απορρόφησή της, μέσα σε ένα ευρύτερο χαλαρό ευρωπαϊκό πολιτειακό σχήμα, του οποίου τα βάρη θα σηκώνει η ίδια και το οποίο θα βρίσκεται, κάτω από την ουσιαστική λεπτομερειακή επιτήρηση και τις διαταγές των Η.Π.Α., προκειμένου αυτό, που λέμε Δύση και στο οποίο, με άπειρες δυσκολίες και με ποταμούς αίματος, εντάχθηκε η Γερμανία, ως υποτελής, να αντιμετωπίσει τις πλανητικές προκλήσεις του μέλλοντος, που σχετίζονται, με τον αναδυόμενο δυναμισμό του κινεζικού γίγαντα και την επαναφορά της ρωσικής ισχύος και οι οποίες δεν θα αργήσουν να έλθουν.
Δυστυχώς, για τις γερμανικές ιθύνουσες τάξεις, η πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη, η οποία έχει αποικιοποιήσει την χώρα τους, κρατώντας το σύνολο της γερμανικής κοινωνίας, σε κατάσταση στενής επιτήρησης, δεν σκοπεύει να τους επιτρέψει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, που θα αποδομούν την αμερικανική κυριαρχία, στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Έτσι, η αμερικανική διοίκηση δεν είναι διατεθειμένη να επιτρέψει την διάσπαση της ευρωζώνης και τον σχηματισμό μιας πραγματικής σύγχρονης Mitteleuropa, η οποία θα αποτελείται, από μια ένωση των πλουσίων χωρών της Ευρώπης, με κυρίαρχη την Γερμανία. Μια τέτοια εκδοχή της Μεσευρώπης θα μπορούσε να επιτραπεί, από την αμερικανική ελίτ, μόνον, εφ' όσον διατηρηθεί η υποτέλεια των γερμανικών ελίτ και της γερμανικής κοινωνίας, στην αμερικανική υπερδύναμη και η πειθήνια εκτέλεση των εντολών της, μέσα από την συνέχιση της επιστασίας των αμερικανικών συμφερόντων, στην Ευρώπη.
Αλλά και αυτή η μετεξέλιξη της ευρωζώνης, μέσα από την διάσπαση και την συρρίκνωσή της και η οποία θα απειλήσει τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, αφού δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες - και κυρίως, από τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες δεν θα αφήσουν την Γερμανία ανεξέλεγκτη, στον ευρωπαϊκό χώρο, αφού μια τέτοια προοπτική, ουδόλως, αποκλείει μια μεταγενέστερη μεταστροφή της Γερμανίας, στο όχι και πάρα πολύ μακρινό μέλλον, κυρίως, προς την Ρωσία, αλλά - γιατί όχι - και προς την Κίνα.
Κάτω από το φως αυτών των δεδομένων, η πορεία των εξελίξεων, στον χώρο της ευρωζώνης και το στενό ευρωπαϊκό τμήμα του ευρύτερου ευρασιατικού χώρου, μέσα στο οποίο θα παιχθεί το προσεχές μεσομακροπρόθεσμο μέλλον των κατοίκων αυτού του πλανήτη, είναι, απολύτως, αβέβαιη.
Με μόνη βεβαιότητα τα αδιέξοδα, στα οποία προσκρούουν οι εξωπραγματικές φαντασιώσεις των γερμανικών ελίτ, για μια σύγχρονη έκδοση του παλαιού στόχου των εθνικιστών του Βερολίνου, για την συγκρότηση μιας νέας και σύγχρονης διευρυμένης ή, έστω, στενής Μεσευρώπης, που θα κυριαρχείται, από την Γερμανία και δεν θα είναι υποτελής, σε κανένα.
Των οποίων φαντασιώσεων η υλοποίηση είναι, απολύτως, απαγορευμένη, από την αμερικανική υπερδύναμη και μάλιστα, δια ροπάλου, για τις γερμανικές ελίτ...
Σχόλια
2. Ακόμα και σήμερα με ένα τέτοιο άθλιο νεοελληνικό κράτος, ο απόηχος του παρελθόντος του Ελληνισμού είναι τέτοιος που όλα τα Βαλκάνια μιλάν Ελληνικά, το λέω αυτό για να δείξω ότι η Ελλάδα ακόμα και σήμερα δεν έχει μόνο απλά μια κάποια γεωπολιτική αξία, είναι βαριά πολύ η φανέλα για να φύγουμε από το ιστορικό προσκήνιο σιωπηλά
Είμαστε ενα ακυβερνητο σαπιοκαραβο που πλέει μέσα στα κύματα της Παγκοσμιοποιησης. Μια παγκοσμιοποίηση λοιπόν καταστρεφει όχι μόνο την Ελλάδα και απειλει την ύπαρξη του ελληνικού λαου εαν δεν σπάσουμε τα δεσμά της, τοτε θα μπούμε οριστικά σε μια πολύ σκοτεινή περίοδο. Ήδη βιώνουμε κατάστασεις πρωτόγνωρες θα μονιμοποιηθουν με 2 εκ ανέργους, κινεζοποιηση των εργαζομένων, εκατομμύρια ανασφάλιστους (στα πρότυπα των ΗΠΑ), διαλυση κοινωνικών δομών, και όσους εργάζονται να δουλεύουν μέσα στο άγχος και σχεδόν όσα βγάζουν να πάνε για να πληρώνουν φόρους. Είναι ζωή αυτή ? Πριν 20 χρόνια ήταν αδιανόητα όλα αυτά.
Και τα πράγματα δεν είναι καλά ούτε στις λεγόμενες πιο πλούσιες οικονομίες. Μπορεί η κεντρική Ευρώπη να έχει ακόμα μερικά ψήγματα κοινωνικού κράτους (δημόσια δωρεάν παιδεία και υγεία) αλλα προωθείται το αγγλοσαξονικό μοντέλο όπου για να σπουδάσεις χρειάζεσαι υπέρογκα δάνεια (που συχνά φτάνουν και τα $500,000). Ζεις μετά ως δουλοπαροικος να αποπληρώνεις χρέη μια ζωή.
Βιώνουμε λοιπόν μια υπαρκτή κατοχή (αν και αόρατη) και απαιτείται ρήξη . Τώρα ποιος θα το κάνει και πως θα γινει είναι το ζητούμενο.
Εν πάση περιπτώσει, ο Μιχαήλ Μπακούνιν τους Γερμανούς, ως νοοτροπία και στάση ζωής, τους γνώριζε, καλά. Και δεν τους αδίκησε, όταν τους περιέγραφε, με αυτά τα χρώματα του ζόφου, που αναφέρω, στο κείμενο του παραπάνω δημοσιεύματος.
Προφανώς, η φανέλλα της κληρονομιάς του ελληνικού πολιτισμού, που κουβαλάμε, είναι βαριά. Δεν διαφωνώ. Αλλά, αυτή την φανέλλα πρέπει να την τιμάμε. Και η αλήθεια είναι ότι δεν το πράττουμε. Δυστυχώς.
Συνήθως, είναι οι άλλοι, που (υποτίθεται ότι) το κάνουν αυτό, για εμάς. Αλλά, οι άλλοι ό,τι κάνουν, το κάνουν, για τους εαυτούς τους και τα δικά τους συμφέροντα. Τα οποία, όμως, δεν είναι δικά μας και δεν ταυτίζονται, με τα δικά μας. Και αυτό δεν είναι, καθόλου, καλό. Αντιθέτως, είναι κακό.
Τωρινό παράδειγμα αποτελεί η νέα παρέμβαση του Μπαράκ Ομπάμα, πριν από λίγες ώρες και η πίεση, που άσκησε, στην Άγκελα Μέρκελ, για μια πραγματιστική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος, εντός των πλαισίων της ευρωζώνης - λέγοντάς της, ουσιαστικά, ότι, όσα απαιτεί, από την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική κοινωνία στηρίζονται, σε ανεδαφικούς δογματισμούς, οι οποίοι δεν είναι παραγωγικοί.
Όμως, ό,τι και να κάνει ο Ομπάμα και όσο και αν στηρίξει την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, αυτό θα το κάνει, για να εξυπηρετήσει τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Η.Π.Α., τα οποία, όμως, αποκλείνουν, από τα ελληνικά συμφέροντα.
Και εν πάση περιπτώσει, όπως έχω ξαναγράψει, αν ο Αλέξης Τσίπρας οπισθοχωρήσει, στις πιέσεις των Γερμανών, της ευρωμπατιροτραπεζοκρατίας και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών (που, ανάμεσα, στα άλλα, έχουν θορυβηθεί από την συγκρότηση της κοινοβουλευτικής επιτροπής για τον λογιστικό έλεγχο του ελληνικού δημόσιου χρέους, διότι αντιλαμβάνονται ότι η ελληνική κυβέρνηση θέτει και με αυτόν τον επίσημο τρόπο, ζήτημα αμφισβήτησης της νομιμότητας του χρέους αυτού και ουσιαστικά, λέει ότι δεν πρόκειται να το πληρώσει, τουλάχιστον, κατά το μέρος εκείνο, που θα κριθεί, ως επαχθές, απεχθές και παράνομο και επειδή όλοι αυτοί γνωρίζουν, πολύ καλά, ότι είναι οι ίδιοι και οι εταιρείες, από τις οποίες χρηματοδοτούνται και τις οποίες στηρίζουν, που πρωταγωνίστησαν, σε ένα οργιαστικό πάρτυ μιζών και λοιπών εγκληματικών ενεργειών, δια των οποίων διογκώθηκε το ελληνικό δημόσιο χρέος - γι' αυτό και ο Πιέρ Μοσκοβισί, ο απίστευτος αυτός υποκριτής είπε χθες ότι "η Ευρώπη σέβεται την δημοκρατία και η Ελλάδα πρέπει να σεβαστεί το χρέος" και με έκανε ο μπαγάσας, ο πρώην τροτσκιστής Γάλλος Επίτροπος να γελάσω, με την ψυχή μου, αφού, με τα λόγια του αυτά, μου θυμίζει το παλιό καλό ελληνικό ρητό, που λέει ότι "θέλει η πουτάνα να κρυφτεί, αλλά η χαρά δεν την αφήνει") δεν θα είναι ο Αμερικανός πρόεδρος αυτός που θα τον εμποδίσει να υποχωρήσει. Θα τον αφήσει να πράξει, όπως ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμεί.
Ως εκ τούτου και πάλι, η υπεράσπιση της φανέλλας βρίσκεται, εντός ελληνικής παιδιάς.
Και το τι θα πράξει η ελληνική πλευρά, μέσα από την επίσημη εκπροσώπησή της, είναι κάτι, που, δεν θα αργήσει να φανεί.
Θα φανεί...