Ο αποπληθωριστικός πληθωρισμός και το χρέος, η συρρίκνωση του εθνικού εισοδήματος και της παραγωγής και οι θεσμικές ανεπάρκειες της ευρωζώνης. (Γιατί η αποπληρωμή του χρέους, χωρίς seigniorage, οδηγεί στην καταστροφή της προσφοράς χρήματος).
Μια ημέρα πριν την επίσκεψη του Γερμανού αφεντικού (περί του Βόλφγκανγκ Σόϋμπλε ο λόγος), ο νεοκατοχικός πρωθυπουργός αποπειράται να παρουσιάσει - με διάγγελμα!!! - στον ελληνικό λαό, ως επιτυχία του, την άδεια που του εδόθη, από τους τοκογλυφικούς δανειστές της χώρας (και μάλιστα, παρά τις αντιρρήσεις της τρόϊκας, που τους εκπροσωπεί), για μια δοκιμαστική μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, από το 23%, στο 13%, με αρχή την 1/8/2013. Ο Αντώνης Σαμαράς, φυσικά, μπέρδεψε τα λόγια του και αγανακτώντας, on camera, τα έβαλε, με το κεφάλι του, αποκαλώντας τον εαυτό του, με την γνωστή λέξη, που εύκολα χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή.
Δεν είχε άδικο. Πρέπει κάποιος να είναι πολύ μαλάκας, για να μπορεί να δέχεται αδιαμαρτύρητα να του λέει ο Σόϋμπλε "Ξεχάστε το κούρεμα του χρέους, αυτή είναι μια συζήτηση, που δεν σας κάνει καλό", ή ότι "Δεν συζητούμε για δεύτερο κούρεμα. Εάν το 2014 έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις, και υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, για πιθανή βοήθεια και πρόσθετα μέτρα, προς την κατεύθυνση ελάφρυνσης του χρέους. Όμως, εάν συζητάτε για κούρεμα, πέρα από το 53% στον ιδιωτικό τομέα, δεν συζητάμε καθόλου. Εάν μιλάτε για κούρεμα από τον μηχανισμό στήριξης, είμαστε εντελώς αντίθετοι, διότι, εφ' όσον παίρνετε βοήθεια από αυτόν τον μηχανισμό και μιλάτε, για κούρεμα, είσθε ψεύτες"!
Και πρέπει κάποιος να είναι πολύ μαλάκας, όταν δεν τολμάει να απαντήσει στον Γερμανό επικυρίαρχο ότι αυτό το χρέος είναι αδύνατο να πληρωθεί από την χώρα, διότι έτσι καταστρέφει την δημιουργία και την προσφορά του χρήματος στην ελληνική οικονομία συρρικνώνει και διαστρέφει την ζήτησή του, μεταφέροντας πλούτο, από την οφειλέτρια Ελλάδα στους δανειστές, την ώρα, που η χώρα χρειάζεται αναπτυξιακά μέτρα, με αύξηση της προσφοράς και της ζήτησης του χρήματος, με συντονισμένες και έντονες κρατικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες.
Επίσης, θα πρέπει κάποιος να είναι πολύ μαλάκας, όταν αποδέχεται τα ψίχουλα, που του προσφέρει, για την δήθεν εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, με μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση των δόσεων - γιατί αυτό εννοεί ο Σόϋμπλε, όταν μιλάει για "ελάφρυνση του χρέους" - δεν βάζει στο τραπέζι και δεν ζητάει από τον επικυρίαρχο Γερμανό, την πληρωμή του ελληνικού δημόσιου χρέους από την Ε.Κ.Τ., αποδεχόμενος την παραμονή της χώρας σε ένα διαρκές αδιέξοδο και την συντήρηση της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση ενός παρατεταμένου αργού και βασανιστικού θανάτου, μέσα από την διαδικασία της ελεγχόμενης πτώχευσης, στην οποία αυτή έχει τεθεί, από τους ευρωζωνίτες.
Η οικονομική πολιτική, που ακολουθείται στην ευρωζώνη, από την Ε.Κ.Τ., με την πείσμονα ενθάρρυνση της γερμανικής ελίτ, αποσκοπεί στην, πάση θυσία, αποπληρωμή των χρεών, μέσα από την μείωσή τους και η οποία έχει οδηγήσει σε πτώση των εισοδημάτων και σε έναν αποπληθωριστικό πληθωρισμό των τιμών, ο οποίος, συνοδεύεται από μια ραγδαία πτώση των εισοδημάτων και σε ένα βάθος χρόνου, θα οδηγήσει σε μια καθαρά αποπληθωριστική διαδικασία, παλαιού τύπου, με βασικό χαρακτηριστικό την πτώση, άν όχι όλων των τιμών, τουλάχιστον εκείνου του τμήματός τους, που απευθύνεται στον μέσο γενικό πληθυσμό και σίγουρα της τιμής της εργατικής δύναμης και των κερδών, που σχετίζονται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (και όχι μόνο αυτές).
Δεν είχε άδικο. Πρέπει κάποιος να είναι πολύ μαλάκας, για να μπορεί να δέχεται αδιαμαρτύρητα να του λέει ο Σόϋμπλε "Ξεχάστε το κούρεμα του χρέους, αυτή είναι μια συζήτηση, που δεν σας κάνει καλό", ή ότι "Δεν συζητούμε για δεύτερο κούρεμα. Εάν το 2014 έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις, και υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, για πιθανή βοήθεια και πρόσθετα μέτρα, προς την κατεύθυνση ελάφρυνσης του χρέους. Όμως, εάν συζητάτε για κούρεμα, πέρα από το 53% στον ιδιωτικό τομέα, δεν συζητάμε καθόλου. Εάν μιλάτε για κούρεμα από τον μηχανισμό στήριξης, είμαστε εντελώς αντίθετοι, διότι, εφ' όσον παίρνετε βοήθεια από αυτόν τον μηχανισμό και μιλάτε, για κούρεμα, είσθε ψεύτες"!
Και πρέπει κάποιος να είναι πολύ μαλάκας, όταν δεν τολμάει να απαντήσει στον Γερμανό επικυρίαρχο ότι αυτό το χρέος είναι αδύνατο να πληρωθεί από την χώρα, διότι έτσι καταστρέφει την δημιουργία και την προσφορά του χρήματος στην ελληνική οικονομία συρρικνώνει και διαστρέφει την ζήτησή του, μεταφέροντας πλούτο, από την οφειλέτρια Ελλάδα στους δανειστές, την ώρα, που η χώρα χρειάζεται αναπτυξιακά μέτρα, με αύξηση της προσφοράς και της ζήτησης του χρήματος, με συντονισμένες και έντονες κρατικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες.
Επίσης, θα πρέπει κάποιος να είναι πολύ μαλάκας, όταν αποδέχεται τα ψίχουλα, που του προσφέρει, για την δήθεν εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, με μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση των δόσεων - γιατί αυτό εννοεί ο Σόϋμπλε, όταν μιλάει για "ελάφρυνση του χρέους" - δεν βάζει στο τραπέζι και δεν ζητάει από τον επικυρίαρχο Γερμανό, την πληρωμή του ελληνικού δημόσιου χρέους από την Ε.Κ.Τ., αποδεχόμενος την παραμονή της χώρας σε ένα διαρκές αδιέξοδο και την συντήρηση της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση ενός παρατεταμένου αργού και βασανιστικού θανάτου, μέσα από την διαδικασία της ελεγχόμενης πτώχευσης, στην οποία αυτή έχει τεθεί, από τους ευρωζωνίτες.
Η οικονομική πολιτική, που ακολουθείται στην ευρωζώνη, από την Ε.Κ.Τ., με την πείσμονα ενθάρρυνση της γερμανικής ελίτ, αποσκοπεί στην, πάση θυσία, αποπληρωμή των χρεών, μέσα από την μείωσή τους και η οποία έχει οδηγήσει σε πτώση των εισοδημάτων και σε έναν αποπληθωριστικό πληθωρισμό των τιμών, ο οποίος, συνοδεύεται από μια ραγδαία πτώση των εισοδημάτων και σε ένα βάθος χρόνου, θα οδηγήσει σε μια καθαρά αποπληθωριστική διαδικασία, παλαιού τύπου, με βασικό χαρακτηριστικό την πτώση, άν όχι όλων των τιμών, τουλάχιστον εκείνου του τμήματός τους, που απευθύνεται στον μέσο γενικό πληθυσμό και σίγουρα της τιμής της εργατικής δύναμης και των κερδών, που σχετίζονται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (και όχι μόνο αυτές).
Πράγματι, οι δραστικές μειωτικές μεταβολές (είτε αυτές προκύπτουν απροσδόκητα είτε είναι προϊόν μιας στοχευμένης πολιτικής) στις τιμές - και ειδικότερα στους μισθούς και σε εκείνες τις τιμές που προσδιορίζουν τα εισοδήματα εξ ιδιοκτησίας - οδηγούν, όπως έχουμε πει, σε μια αναδιανομή του πλούτου, ανάμεσα σε οφειλέτες και δανειστές. Αυτό συμβαίνει, είτε έχουμε να κάνουμε, με ένα φαινόμενο, σαν αυτό της GREAT DEPRESSION, της δεκαετίας του 1930, το οποίο είναι κλασσικό υπόδειγμα ισχύος της θεωρίας αντιπληθωρισμού - χρέους (deflation-debt theory) εκφράστηκε, με μια τεράστια πτώση των τιμών, κυρίως κατά την προρουσβελτιανή περίοδο 1929 - 1932, αλλά και κατά διακοπτόμενες περιόδους, στην διάρκεια της διακυβέρνησης του F. D. Roosevelt, είτε έχουμε να κάνουμε, με το σύγχρονο φαινόμενο του αποπληθωριστικού πληθωρισμού και της συνάφειάς του με το χρέος, ένα φαινόμενο, που ανήκει στην κεϋνσιανή και μετακεϋνσιανή εποχή και τροποποιεί την αρχική θεωρία αντιπληθωρισμού - χρέους, ως θεωρία αποπληθωριστικού πληθωρισμού - χρέους (deflational inflation-debt theory), όπως εγώ την αποκαλώ και η οποία ισχύει στην σύγχρονη εποχή, έχοντας, ως χαρακτηριστικό υπόδειγμα, την ευρωζώνη, μετά την εσωτερίκευση της διεθνούς ύφεσης του 2008 και την έλευση της ελληνικής κρίσης στις αρχές του 2010.
Έτσι, λοιπόν, όταν ένας οφειλέτης χρωστάει στον δανειστή του 100,00 €, το ποσόν της οφειλής του, στην πραγματική του διάσταση, ισορροπεί στα 100,00/ΕΤ ευρώ - όπου ΕΤ είναι το επίπεδο τιμών, κατά την περίοδο της δημιουργίας, ή της αποπληρωμής της οφειλής, ή του μέρους αυτής της οφειλής, που κάθε φορά πληρώνεται. Όσο το επίπεδο των τιμών είναι τέτοιο, που μπορεί να εξυπηρετείται η οφειλή, από τον οφειλέτη, δεν υπάρχει πρόβλημα. Τα πράγματα είναι σε ισορροπία και εξελίσσονται ομαλά, όσον αφορά το γενικό πλαίσιο, εντός των οποίων κινούνται οι συναλλαγές. Η ισορροπία, ανάμεσα στην εξυπηρέτηση της οφειλής και στο γενικό πλαίσιο της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, που δεν διαταράσσεται από το επίπεδο των τιμών και δι' αυτών, από το επίπεδο των εισοδημάτων, μπορεί να διαταραχθεί, μόνο σε μεμονωμένες προσωπικές περιπτώσεις, που έχουν να κάνουν, με γεγονότα, τα οποία ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά του οφειλέτη, δεν συμποσούνται σε μια γενική συμπεριφορά, που αφορά το σύνολο, ή ένα σημαντικό μέρος των οφειλετών και ως εκ τούτου, δεν επρεάζουν την συνολική οικονομία μιας χώρας.
Το πρόβλημα στην συμπεριφορά της συνολικής οικονομίας δημιουργείται όταν η οικονομική πολιτική οδηγεί σε μια προσδοκώμενη, ή απροσδόκητη πτώση των τιμών και δι αυτής στην πτώση των εισοδημάτων, αφού η πτώση των τιμών αυξάνει το πραγματικό ποσόν του χρέους, που έχουν οι οφειλέτες, έναντι των δανειστών τους. Αυτό, όπως γίνεται κατανοητό, συμβαίνει επειδή το ποσόν της αγοραστικής δύναμης, που είναι εκφρασμένο σε νόμισμα (το οποίο λογίζεται ως σκληρό, αφού δεν πέφτει η τιμή του, κάτι που, για να συμβεί, πρέπει, τρόπον τινα, πληθωριστεί), δεν ακολουθεί τις πτωτικές τάσεις των επιπέδων των τιμών και έτσι το βάρος για τους οφειλέτες αυξάνει, με αποτέλεσμα ο αντιπληθωρισμός στην δεκαετία του 1930 και ο αποπληθωριστικός πληθωρισμός, στις ημέρες μας, να καθιστά πλουσιότερους τους δανειστές και πτωχότερους τους οφειλέτες.
Το, εις βάρος των οφειλετών, διαταραγμένο επίπεδο ισορροπίας οφειλών και επιπέδου τιμών, με τα μειωμένα εισοδήματα, εξ εργασίας, ή εκ κέρδους, ή πάσης άλλης φύσεως δραστηριότητας, οδηγούν τους οφειλέτες στην δαπάνη ολοένα και λιγότερων χρημάτων για αγαθά και υπηρεσίες, ενώ οι δανειστές, πιθανώς, θα δαπανήσουν περισσότερα, από όσα δαπανούσαν, προηγουμένως - χωρίς αυτό να είναι, εξ ορισμού, δεδομένο, ούτε και εφ' όσον συμβεί, να είναι δεδομένο ότι θα συμβαίνει στο διηνεκές. Κάθε άλλο.
Η συμπεριφορά αυτή των οφειλετών είναι απόλυτα φυσιολογική, αφού ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα, που έχουν δημιουργηθεί από την, εις βάρος τους, διατάραξη της ισορροπίας επιπέδου τιμών και οφειλών και την μεταφορά πλούτου από τους αυτούς, προς τους δανειστές. Ομοίως, λογική φαίνεται και η τυχούσα, αρχικά, μεγαλύτερη δαπάνη των δανειστών, οι οποίοι, αποκτώντας περισσότερο πλούτο, μέσα από την ευνοϊκή μεταχείριση, που τους επιφύλαξε η διατάραξη της αρχικής ισορροπίας οφειλών και επιπέδου τιμών, μέσα από την πτώση των τιμών και των εισοδημάτων των οφειλετών, θα κοιτάξουν να το δαπανήσουν, εν όλω, ή εν μέρει (περισσότερο, εν μέρει και λιγότερο εν όλω), υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα διακινδυνεύσει ο πλούτος τους.
Όσο οι καταναλωτικές ροπές των δύο αυτών ομάδων του πληθυσμού είναι ισοδύναμες και όσο αυτές οι ροπές επιτρέπουν την ομαλή μετατροπή των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις (ή πρόσθετη κατανάλωση), δεν υφίσταται πρόβλημα. Η ανισορροπία που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στο καθοδικό, ή, αποπληθωριστικά, πληθωριστικό επίπεδο των τιμών, στις οφειλές και στα εισοδήματα, δεν λειτουργεί, βλαπτικά, για το οικονομικό σύστημα. Μπορεί να έχει δημιουργήσει νέες ανισότητες και φυσικά, μπορεί να κριθεί, ως άδικο, αλλά, εφ' όσον δεν δημιουργεί πρόβλημα στην γενικότερη οικονομική και ειδικότερα στην χρηματοπιστωτική λειτουργία του συστήματος, επιτρέποντας την ομαλή συνέχιση της ροής χρήματος (ρευστότητας) στους αρμούς της οικονομικής ζωής, είναι λειτουργικό.
Συνήθως, αυτή η ισορροπία είναι ασταθής και το τέλος της είναι δεδομένο. Μπορεί να έλθει σύντομα. Μπορεί να αργήσει να έλθει. Είναι σίγουρο, όμως, ότι, εάν το οικονομικό σύστημα, μείνει αρρύθμιστο, ή εάν έχει, εντελώς, ανεπαρκείς ρυθμιστικούς μηχανισμούς, το τέλος της ασταθούς αυτής ισορροπίας θα συμβεί. Το γιατί θα συμβεί αυτό, είναι νομίζω, απολύτως, σαφές.
Οι οφειλέτες και οι δανειστές, οι δύο αυτές ομάδες του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (πολύ περισσότερο, εάν συμπεριλάβουμε, όπως είναι και ορθό, και τον μη οικονομικά ενεργό πληθυσμό), μέσα σε ένα πλαίσιο αντιπληθωρισμού και αποπληθωριστικού πληθωρισμού, δεν έχουν τα ίδια επίπεδα καταναλωτικών ροπών. Οι οφειλέτες, αν και γενικώς, έχουν υψηλότερες καταναλωτικές ροπές, στην πράξη, σε συνθήκες αντιπληθωρισμού και αποπληθωριστικού πληθωρισμού, έχουν μικρότερες και συρρικνούμενες καταναλωτικές ροπές. Οι δανειστές, από την πλευρά τους, συνήθως, έχουν μικρότερες καταναλωτικές ροπές, οι οποίες μπορεί, περιστασιακά, μέσα από την αρχική αύξηση του πλούτου τους, σε συνθήκες πτώσης του επιπέδου των τιμών και σε συνθήκες αποπληθωριστικού πληθωρισμού, να αυξηθούν, όμως, γρήγορα, θα αποσύρουν τα επενδυτικά τους ενδιαφέροντα, μέσα σε συνθήκες πτώσης της ζήτησης, για αγαθά και υπηρεσίες, οδηγώντας την διαδικασία στο τέρμα της. Δηλαδή στην αδυναμία μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις και σε αύξηση της ροπής προς αποταμίευση.
Ο αντιπληθωρισμός, όπως και ο αποπληθωριστικός πληθωρισμός, που οδηγούν στις μεγάλες μειώσεις των τιμών και των εισοδημάτων, έχουν, ως αποτέλεσμα την αύξηση της επιβάρυνσης των οφειλετών και στην μεγέθυνση του πλούτου των πιστωτών (φαινόμενο, για το οποίο έχει μιλήσει ο Irving Fisher), μέσα από την μεταφορά πλούτου από τους μεν στους δε, λόγω της διατάραξης της ισορροπίας οφειλών και επιπέδου τιμών, υπέρ των πιστωτών, οι οποίοι επωφελούνται από την αύξηση της αγοραστικών δύναμης των πιστώσεών τους, η οποία προξενείται από την πτώση των τιμών και ειδικά των μισθών και των εισοδημάτων των οφειλετών. Η όλη διαδικασία οδηγεί στην μείωση των επενδύσεων και στην βίαιη μετατόπιση της καμπύλης IS, προς τα κάτω. Έτσι, το συνολικό εισόδημα πέφτει από το επίπεδο Y1, στο επίπεδο Y2. Έναν μικρό ρόλο - ο οποίος στην αρχή της διαδικασίας μπορεί να είναι και περισσότερο σημαντικός -, στην όλη διαδικασία, παίζουν και οι κινήσεις του επιτοκίου, αφού ο αντιπληθωρισμός και ο αποπληθωριστικός πληθωρισμός οδηγούν, σε αποκλίσεις, ανάμεσα στα πραγματικά και τα ονομαστικά επιτόκια, αυξάνοντας τα πραγματικά επιτόκια (από r1, σε r2) και μειώνοντας τα ονομαστικά επιτόκια (από i1, σε i2). Πάντως, σε συνθήκες αποπληθωριστικού πληθωρισμού και ουσιαστικού μηδενισμού των επιτοκίων - όπως στις Η.Π.Α. και στις αγγλοσαξωνικές χώρες, πλην Βρετανίας - τα επιτόκια δεν παίζουν κανένα, έστω και μη ουσιώδη ρόλο, στα ζητήματα της μακροοικονομικής πολιτικής. Στην ευρωζώνη, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά και τα επιτόκια παίζουν έναν ρόλο.
Με αυτόν τον τρόπο το οικονομικό σύστημα εισέρχεται σε ύφεση, η οποία γρήγορα, λόγω της ανυπαρξίας (ή ατελούς ύπαρξης) ρυθμιστικών μηχανισμών, μετασχηματίζεται σε οικονομική κρίση, αφού οι οφειλέτες μειώνουν τις δαπάνες τους, περισσότερο από όσο τις αυξάνουν οι πιστωτές, οι οποίοι, στην συνέχεια, μειώνουν και τις δικές τους δαπάνες. Αυτό, που, τελικά, συμβαίνει, είναι η μείωση της δαπάνης να οδηγεί σε μια βίαιη συσταλτική μετατόπιση της καμπύλης IS και φυσικά, σε χαμηλότερο εθνικό εισόδημα, το οποίο, εφ' όσον δεν υπάρξει ευρύτερη ρυθμιστική παρέμβαση - η οποία μπορεί να είναι μόνον, ή κυρίως, κρατική -, θα μειώνεται, έως ότου ισορροπήσει, σε μια ανισορροπία ανάμεσα στην αποταμίευση, τις επενδύσεις, την απασχόληση και την παραγωγή, μια ανισορροπία, η οποία θα κατασταλάξει σε μειωμένα επίπεδα παραγωγής, αργία μεγάλου τμήματος του παραγωγικού δυναμικού και αυξημένα επίπεδα ανεργίας. Αυτή είναι η κατάσταση, την οποία βιώνει η ευρωζώνη, με το σκληρό της νόμισμα και την ανεξέλεγκτη Ε.Κ.Τ. Και ακόμη, χειρότερα, αυτή είναι η κατάσταση, που βιώνει η Ελλάδα.
Στο υπόδειγμά μας και στον πίνακα, που παρατίθεται, παραπάνω, λαμβάνεται υπόψη και μια δευτερεύουσα παράμετρος, η οποία βοηθάει στην βίαιη μετατόπιση της καμπύλης IS, προς τα κάτω. Είναι η παράμετρος των επιτοκίων, η οποία, όμως, μόνον, ως υποπερίπτωση, έχει κάποια επιρροή στην κίνηση των επενδύσεων. Δεν είναι το κύριο σενάριο, ούτε ο κύριος παράγοντας, που επηρεάζει τις επενδύσεις και την ζήτηση του χρήματος. Αυτά τα μεγέθη επηρεάζονται, κυρίως, από την κατάσταση στην πραγματική οικονομία, από τις κινήσεις στην αγορά και λιγότερο, έως καθόλου, από τα επιτόκια.
Έτσι, το πραγματικό επιτόκιο, παρά τα όσα λέει η θεωρία, ασκεί πολύ μικρή επιρροή στις επενδύσεις και το ονομαστικό επιτόκιο, επίσης, πολύ μικρή επιρροή στην ζήτηση του χρήματος. Πολύ περισσότερο, όταν έχουμε να κάνουμε με έναν, ουσιαστικά, πτωχευμένο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως συνέβη στην δεκαετία του 1930 στις Η.Π.Α. και όπως συμβαίνει, σήμερα, στην ευρωζώνη, αφού το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, έχει, εν τοις πράγμασι, μετατραπεί σε μια μπατιροτραπεζοκρατία. Σε έναν χρηματοπιστωτικό τομέα, που βρίσκεται σε αυτή την τραγική θέση, η προσφορά οποιουδήποτε επιτοκίου είναι άνευ ουσίας (και συνουσίας).
Όμως, η πολιτική των επιτοκίων, που ασκούν οι τράπεζες, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, αν και δεν μπορεί να ανατάξει την κατάσταση, μπορεί, κάλλιστα, να την επιδεινώσει. Και συνήθως, αυτό πράττει.
Ο μηχανισμός της επικουρικής επιδείνωσης των μακροοικονομικών μεγεθών μιας οικονομίας, που βρίσκεται σε κρίση, από την επίδραση των επιτοκίων είναι αρκετά απλός, στην περίπτωση του προσδοκώμενου αντιπληθωρισμού και κάπως περισσότερο σύνθετος, στην περίπτωση του αποπληθωριστικού πληθωρισμού. Στην ουσία και στην μία και στην άλλη περίπτωση, η μεγάλη πτώση των τιμών και η πληθωριστική σπείρα, που οδηγεί στην πτώση των τιμών, κατατρώγουν τα εισοδήματα, οδηγώντας, άμεσα στην μία περίπτωση και βαθμιαία στην άλλη, σε αρνητικό πληθωρισμό.
Έτσι τα πραγματικά επιτόκια είναι υψηλότερα των ονομαστικών επιτοκίων, γεγονός, το οποίο επικουρεί στην συμπίεση της επενδυτικής δαπάνης, την οποία έχει επιφέρει, ήδη, η ίδια η αντιπληθωριστική και η αποπληθωριστικά πληθωριστική σπείρα, που ξεκίνησε την διαδικασία πτώσης των τιμών και επέφερε την μείωση των εισοδημάτων, μέσα και από την μεταφορά του πλούτου από τους οφειλέτες, στους πιστωτές. Με αυτόν τον τρόπο, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων μπορεί να συνδράμει και να ενισχύσει την βίαιη μετατόπισης της καμπύλης IS, από IS1, σε IS2 και, σε μείωση του εθνικού εισοδήματος, από Y1, σε Y2, σύμφωνα με το παρουσιαζόμενο γράφημα, στο οποίο ο προσδοκώμενος πληθωρισμός συμβολίζεται με το πe και το πραγματικό επιτόκιο r ισούται, με i-πe.
Φυσικά και τα δύο σενάρια (εκείνο του αντιπληθωρισμού, που ίσχυσε στην GREAT DEPRESSION, κυρίως στην περίοδο 1929 - 1932 και αυτό του αποληθωριστικού πληθωρισμού, που ισχύει στην περίπτωση της ευρωζώνης), οι σύστοιχες πτώσεις των τιμών και κυρίως των εισοδημάτων, λειτουργούν συμπιεστικά, στο εθνικό εισόδημα και στην παραγωγή, μετατοπίζοντας την καμπύλη IS, προς τα κάτω, προσδιορίζοντας την ευθύνη για τις κρίσεις, στις Κεντρικές Τράπεζες των Η.Π.Α., όσον αφορά την κρίση της δεκαετίας του 1930 και της ευρωζώνης, όσον αφορά το σήμερα, επειδή και στις δύο περιπτώσεις η μείωση της προσφοράς του χρήματος υπήρξε πολύ μεγάλη.
Όμως, τα πράγματα υπήρξαν και είναι περισσότερο πολύπλοκα. Η ευθύνη, για τον αντιπληθωρισμό και τον αποπληθωριστικό πληθωρισμό, ως προς τις αρχικές τους αιτίες και την διατήρησής τους, ως διογκούμενων χιονοστιβάδων, είναι άλλης τάξεως ζήτημα και δεν έχει να κάνει, με την μείωση της προσφοράς του χρήματος στις αγορές. Η μείωση της προσφοράς του χρήματος, προφανώς, επέτεινε τις δυσκολίες και χειροτέρευσε την κατάσταση, αλλά οι πρωταρχικές αιτίες των συμφορών που βρήκαν την αμερικανική οικονομία το 1929 και την ευρωζώνη το 2010, είχαν να κάνουν με την μεγάλη πτώση της ζήτησης, η οποία διαταράχθηκε και διευρύνθηκε, από τις διαφοροποιημένες καταναλωτικές ροπές των ομάδων του, οικονομικά, ενεργού και μη ενεργού πληθυσμού των μεγάλων αυτών κοινωνιών (εκ των οποίων η ευρωζώνη δεν αποτελεί καν ενιαία κοινωνία και οικονομία), που έπληξαν την καταναλωτική ζήτηση και δι' αυτής, άμεσα την παραγωγή.
Όπως, έχω πολλές φορές γράψει, επαναλαμβάνοντας (μονότονα, αλλά πάντοτε χρήσιμα) τον John Maynard Keynes και την συνάρτηση κατανάλωσης, που αυτός εφηύρε, η αύξηση του εισοδήματος, κατά μια χρηματική μονάδα, απαιτεί, για την διατήρηση της ισορροπίας και της ομαλής λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, μια αύξηση και της κατανάλωσης, κατά μία, επίσης, μονάδα. Όμως, η ροπή προς κατανάλωση, σε μια κοινωνία δεν ακολουθεί αυτό το σενάριο της ισότητας/ισοδυναμίας, ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και στην αύξηση της κατανάλωσης, που προβλέπει η κλασική θεωρία.
Στην πραγματικότητα, όσο οι κοινωνίες πλουτίζουν, αυξάνοντας το συνολικό εισόδημα, η αύξηση της κατανάλωσης κυμαίνεται, ανάμεσα στο μηδέν και στην μονάδα. Αυτή η εξέλιξη, που προσδιορίζεται, ως φθίνουσα οριακή ροπή προς κατανάλωση, μιας πλουτίζουσας κοινωνίας, καθιστά το κλασικό σενάριο της ισορροπίας, ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και στην ισόποση αύξηση της κατανάλωσης, ένα σενάριο, το οποίο συνυπάρχει μαζύ με πλείστα άλλα σενάρια, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι σενάρια ανισορροπίας, ανάμεσα στα δύο αυτά μακροοικονομικά μεγέθη. Η συνύπαρξη των σεναρίων ανισορροπίας, μαζύ με το κλασικό σενάριο ισορροπίας, το καθιστά ένα σενάριο, ανάμεσα σε πολλά άλλα, προσδιορίζοντάς το, έτσι, ως μειοψηφικό σενάριο και ως σενάριο, το οποίο έχει τις λιγότερες πιθανότητες να συμβεί, επί μακρόν και αδιατάρακτα.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, η πολύ πιθανότερη επικράτηση των σεναρίων ανισορροπίας, ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και την αύξηση της κατανάλωσης, παραπέμπει σε έλλειμμα στην αγοραστική δύναμη και σε οικονομική ύφεση, ως προϊόν της πτώσης της μέσης ροπής προς κατανάλωση της κοινωνίας αυτής, αφού οι πλούσιότερες ομάδες του πληθυσμού τείνουν προς την αύξηση της κατανάλωσής τους, σε μικρότερο βαθμό από την αύξηση των εισοδημάτων τους, ρέποντας προς την αύξηση των αποταμιεύσεών τους, ενώ οι πτωχότερες αυξάνουν την κατανάλωσή τους, όσο αυξάνεται το εισόδημά τους, με όποιον τρόπο και αν αυτό αυξάνεται - ακόμη και με τον δανεισμό.
Κάπου εδώ, λοιπόν, φθάνουμε στο πραγματικό υπόβαθρο του σχήματος της debt-deflation theory και στις δύο μορφές του. Το κλασικό του αντιπληθωρισμού-χρέους και το τροποποιημένο σύγχρονο (όπως τουλάχιστον το τοποθετώ εγώ, αναπροσαρμόζοντας το κλασικό σχήμα) του αποπληθωριστικού πληθωρισμού-χρέους.
Όλα αυτά δεν θα είχαν καμμία σημασία, διότι τα σφάλματα, που έγιναν στην δεκαετία του 1930, από την διοίκηση του προέδρου Herbert Hoover, δεν φαίνεται ότι είναι δυνατόν να επαναληφθούν, στην ίδια έκταση, στις Η.Π.Α., στην σημερινή εποχή. (Αν και ουδείς μπορεί να αποκλείσει ο,τιδήποτε). Η αλήθεια είναι ότι τα λάθη αυτά πήγαν, σε έναν βαθμό, να ξαναγίνουν τον Σεπτέμβριο του 2008, επί προεδρίας George Bush jr., με αποτέλεσμα να πυροδοτήσουν την βαθιά ύφεση εκείνης της εποχής, η οποία παγκοσμιοποιήθηκε, αλλά η μετάπτωσή της σε κρίση, απετράπη, χάρη στις διορθωτικές κινήσεις του, τότε, ρεπουμπλικανού προέδρου και του οικονομικού του επιτελείου, που σαν κεντρικό τους άξονα είχαν τις μαζικές κρατικές παρεμβάσεις, παντού και την υπέρμετρη αύξηση της προσφοράς χρήματος.
Όμως, όλα αυτά, αποκτούν κεφαλαιώδη σημασία, διότι ναι μεν, ίσως να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη στην αμερικανική οικονομία, αλλά, ήδη, εδώ και περισσότερο από τρία χρόνια, επαναλαμβάνονται στην ευρωζώνη, με δυσοίωνες προοπτικές, αφού αυτή δεν αποτελεί κρατική ομοσπονδία, όπως οι Η.Π.Α., αλλά είναι, κυρίως, μια ατελέστατη και χαοτική νομισματική ένωση, με ουσιώδεις θεσμικές ανεπάρκειες (όπως άλλωστε έχει συμβεί με όλες τις νομισματικές ζώνες στην ιστορία και η ευρωζώνη δεν αποτελεί εξαίρεση), την οποία νομισματική ένωση η οικονομική ύφεση του 2008 κατέστησε, ουσιαστικά, νεκρή, το πτώμα της οποίας οι εταίροι της ζώνης του ευρώ, αρνούνται να το θάψουν, διότι αρνούνται να αποδεχθούν την προφανή πραγματικότητα του θανάτου της.
Το χειρότερο και κυριολεκτικά, θανατηφόρο, που έχει κάνει η ευρωζώνη είναι η θεσμοθέτηση του νομίσματός της - του ευρώ -, το οποίο είναι κοινό σε 17 χώρες, ως ενός υπέρσκληρου νομίσματος, το οποίο, εκ συστάσεως, επιδιώκει να μην πληθωριστεί, προκειμένου να μπορέσει να σταθεί, ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ο στόχος αυτός είναι αδύνατο να επιτευχθεί, ακριβώς επειδή είναι αντιφατικός και προσκρούει στην πραγματικότητα της υπερχρέωσης των κρατών, που την απαρτίζουν και της ευρωζώνης ως σύνολο, αλλά και της ιδιωτικής οικονομίας, που δραστηριοποιείται, εντός των οικονομιών αυτών.
Με δεδομένη, μάλιστα, την ανυπαρξία μιας κεντρικής κυβέρνησης και μιας πραγματικής κεντρικής τράπεζας, που να υπάγεται σε μια κεντρική κυβέρνηση, είναι φυσική και αναμενόμενη εξέλιξη η μετατροπή της μετρίας εντάσεως διεθνούς ύφεσης του 2008, σε μια ανοικτή κρίση της ευρωζώνης, ως αποτέλεσμα των χαοτικών θεσμικών της ανεπαρκειών, οι οποίες καθιστούν εφιαλτική την ισχύ της τροποποιημένης θεωρίας αποπληθωριστικού πληθωρισμού-χρέους, που εξετάσαμε παραπάνω, μιλώντας, μόνον για τα ιδιωτικά χρέη και την επίπτωσή τους στην μεταφορά πλούτου από τους οφειλέτες, στους δανειστές και την συμβολή αυτής της διαδικασίας στην έλευση της οικονομικής ύφεσης.
Το σενάριο αυτό, στην περίπτωση της ευρωζώνης, καθίσταται εφιαλτικότερο, διότι η μετατροπή της ύφεσης, σε κρίση, προέρχεται από και συμπεριλαμβάνει, μαζύ με το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος των χωρών, που απαρτίζουν την ευρωζώνη, όπως, πολύ παραστατικά, έδειξε η ελληνική κρίση του 2010 και η εξάπλωσή της στο σύνολο της ευρωζώνης, αφού στο κοινό νόμισμα της ευρωζώνης δεν επιτρέπεται να πληθωριστεί και να βοηθήσει στην διαδικασία ομαλής πληρωμής των δημοσίων (και των ιδιωτικών) χρεών και δι' αυτής, στην ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. Πολύ περισσότερο, που το σύνολο του δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη ξεπερνά, κατά πολύ, τα όρια που έχει θέσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ (είναι πάνω από το 80% του ΑΕΠ της ευρωζώνης).
Καλόν είναι να θυμηθούμε εδώ, το πως το κράτος χρηματοδοτεί τις δαπάνες του. Οι τρόποι, για τους οποίους έχω μιλήσει στο παρελθόν, δεν είναι πολλοί. Έτσι το κράτος δημιουργεί έσοδα :
1) Μέσω της φορολογίας.
2) Μέσω του δανεισμού.
3) Μέσω του seigniorage. Δηλαδή, με την νομισματοποίηση των εσόδων, μέσω της, απ' ευθείας, εκτύπωσης νομίσματος.
4) Μέσω των μη φορολογικών και μη νομισματοποιημένων εσόδων (πώληση περιουσιακών στοιχείων κλπ).
Η ουσία της όλης υπόθεσης είναι ότι το κράτος, που δημιουργεί το νόμισμα, θα μπορούσε, μέσω των δαπανών του, να νομισματοποιήσει και την φορολόγηση και όλες τις άλλες πηγές των δαπανών αυτών, χρηματοδοτώντας, έτσι την οικονομία, στην οποία το χρήμα θα κυκλοφορήσει, μέσω της πραγματοποίησης των δαπανών αυτών. Άλλωστε, ο Thomas Edison, που ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος και έμπαινε, κατ' ευθείαν, στην ουσία των πραγμάτων, υπήρξε, απόλυτα, περιγραφικός, όταν έγραφε στην εφημερίδα "New York Times", στις 6 Δεκεμβρίου1921, ότι "είναι παράλογο να λέμε ότι η χώρα μας μπορεί να εκδώσει ένα ομόλογο 30.000.000 δολαρίων και όχι νόμισμα 30.000.000 δολλαρίων".
Με την απολύτως, ορθολογική αυτή θέση του Thomas Edison, συμφωνώ, χωρίς δεύτερη σκέψη. Όποιος έχει παρακολουθήσει την σκέψη μου, όπως αυτή αποτυπώνεται, μέσα από τα κείμενά μου, πριν και κατά την διάρκεια της κρίσης, που προέκυψε, μετά την ύφεση του 2008, γνωρίζει ότι η νομισματοποίηση των δημόσιων δαπανών, τουλάχιστον αυτών, που δεν χρηματοδοτούνται από την πρώτη πηγή των εσόδων του κράτους, δηλαδή την, πάσης φύσεως, φορολογία, είναι η μόνιμη θέση μου.
Ο Thomas Edison είχε - και εξακολουθεί να έχει - δίκαιο, στην διαπίστωσή του αυτή, παρά το γεγονός ότι οι κυρίαρχες καπιταλιστικές ελίτ και οι αντίστοιχες πολιτικές ελίτ, στην πράξη, προτίμησαν να δοθεί πρωταρχική και κύρια βαρύτητα στην χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών, μέσω του τραπεζικού δανεισμού, με την αγορά κρατικών ομολόγων και όχι στην νομισματοποίηση των κρατικών δαπανών, μέσω του seigniorage. Αυτό το έπραξαν, για να ενισχυθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η συναφής τοκογλυφία, αν και θα μπορούσε να προκριθεί, άνετα, η λύση της προσφυγής στο εκτυπωτικό δικαίωμα του κράτους, για την κοπή νομίσματος, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, στην εποχή εκείνη, οι δημόσιες δαπάνες ήσαν πολύ μικρές και ζήτημα είναι, εάν άγγιζαν το 11% του ΑΕΠ των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου.
Βέβαια, στην πραγματικότητα το κράτος νομισματοποιεί την φορολόγηση, μόνον, εν μέρει και σε μικρό βαθμό. Αυτό το πράττει όταν καταφεύγει στην, απ' ευθείας, εκτύπωση νομίσματος (το seigniorage), ασκώντας το εκδοτικό του δικαίωμα. Το αμερικανικό κράτος, προκειμένου να καλύψει τις δαπάνες του, προβαίνει σε μια έκδοση νομίσματος, μέσω του Fed, που αντιπροσωπεύει, περίπου, το 3%, έως 4% (και σπανίως πολύ περισσότερο, όπως έπραξε κατά την περίοδο της κρίσης, μετά το 2008) των ετησίων εσόδων του. Το ελληνικό και το ιταλικό δημόσιο, πριν την ένταξη των χωρών τους στην ευρωζώνη, προέβαιναν σε εκτύπωση νομίσματος, μέσω των κεντρικών τραπεζών τους, για την κάλυψη των δαπανών τους, η οποία αντιπροσώπευε το 10% των ετήσιων εσόδων τους.
Στην ευρωζώνη, όμως, τα πράγματα είναι, εντελώς, διαφορετικά. Τα κράτη έχουν δεσμευθεί και δεν προβαίνουν στην εκτύπωση νομίσματος, για την, απ' ευθείας, κάλυψη, έστω και ενός μικρού μέρους των δαπανών τους, αφού η έκδοση του νομίσματος και του εν γένει χρήματος έχει ανατεθεί στην ανεξέλεγκτη Ε.Κ.Τ. και κατά παραχώρηση, στις εμπορικές και τις επενδυτικές τράπεζες του επίσημου και του σκιώδους χρηματοπιστωτικού τομέα της ευρωζώνης. Κάτι το οποίο απέβη καταστροφικό και για την ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία, μέσα στην ευρωζώνη, αλλά και για τα ίδια τα κράτη, τα οποία, έτσι, αποδέχτηκαν την προσφυγή τους στον δανεισμό και στην πράξη υποχρεώθηκαν να καταφύγουν και να εξαρτηθούν, απολύτως από αυτόν τον δαπανηρό και τοκογλυφικό τρόπο χρηματοδότησης των δαπανών τους.
Όσο και αν φαίνεται οξύμωρο και βλακώδες, το κράτος, που εκδίδει το νόμισμα, δημιουργεί χρέη, στον εαυτό του, διότι έχει επιλέξει τον δανεισμό, ως βασική πηγή, από την οποία αντλεί το χρήμα, που χρειάζεται, για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες του. Και αν στις Η.Π.Α., το κράτος μπορεί να ελέγχει την διαδικασία, παρά τις όποιες δυσλειτουργίες, που δημιουργεί, μια τέτοια επιλογή (αφού το αμερικανικό δημόσιο χρέος, από 0% του ΑΕΠ, που ήταν το 1836, επί προεδρίας Andrew Jackson, και 7,45% του ΑΕΠ, που ήταν το 1913, έφθασε στο 104% του ΑΕΠ, το 2013), στην ευρωζώνη, κάτι τέτοιο είναι θεσμικά αδύνατο, αφού η Ε.Κ.Τ. έχει τον πρώτο λόγο, γύρω από τα ζητήματα δανεισμού των κρατών και δεν παρεμβαίνει στην πρωτογενή αγορά κρατικών ομολόγων, αφήνοντας τα κράτη της ευρωζώνης έρμαια στις τοκογλυφικές διαθέσεις των χρηματοπιστωτικών ολιγοπωλιακών αγορών και στην χρεωκοπία.
Η διαδικασία έκδοσης ενός κρατικού ομολόγου, με το οποίο το κράτος θα δανειστεί, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες του, δεν έχει κάποια πρωτοτυπία. Η Κεντρική Τράπεζα, στην οποία το κράτος έχει παραχωρήσει το δικαίωμα της εκτύπωσης του νομίσματος (είτε αυτή είναι κρατική, είτε ιδιωτική), εκδίδει νόμισμα, από το μηδέν, για να καλύψει το κρατικό ομόλογο και την αγορά του. Το χρήμα, που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα ισούται, με την συμφωνημένη αξία του ομολόγου αυτού - π.χ. 100,00 €. Με το χρήμα αυτό η Κεντρική Τράπεζα αγοράζει το κρατικό ομόλογο, καταθέτωντας τα χρήματα σε έναν κρατικό λογαριασμό (από τον οποίο το κράτος αντλεί το κατατεθειμένο ποσόν, για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες του) και στην συνέχεια πωλεί το κρατικό ομόλογο στην πρωτογενή αγορά ομολόγων, ουσιαστικά υποχρεώνοντας το τραπεζικό σύστημα, με την πολιτική της ανοικτής αγοράς, να αγοράσει το ομόλογο και στην συνέχεια να το πουλήσει και αυτό με την σειρά του, στο ευρύτερο αποταμιευτικό κοινό.
Αυτή η διαδικασία, που συμβαίνει σε όλα τα άλλα κράτη, δεν λαμβάνει χώρα στην ευρωζώνη, για τους λόγους που είπαμε. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ασκεί λειτουργίες που αφορούν την πρωτογενή αγορά ομολόγων και η επεξήγηση, που μόλις έκανα, καθιστά, έτι περετέρω, φανερή την εμπλοκή και την τεράστια δυσλειτουργία, που δημιουργεί αυτή η χαοτική θεσμική ανεπάρκεια της ευρωζώνης, η οποία οδηγεί σε μια ακόμη χειρότερη δυσλειτουργία, που καταστρέφει την ομαλή διαδικασία της δημιουργίας χρήματος και την σύστοιχη χρηματοδότηση των οικονομιών των κρατών που την απαρτίζουν, ως ζώνη κοινού νομίσματος.
Το κρατικό ομόλογο των 100,00 €, όμως, το οποίο είναι τοκοφόρο (ας πούμε με επιτόκιο 4%), έχει κάποια ημερομηνία λήξεως, στην οποία πρέπει να αποπληρωθεί και το αρχικό κεφάλαιο και ο τόκος. Πως, όμως και από πού θα πληρωθούν τα 104,00 €, που αντιπροσωπεύουν το αρχικό κεφάλαιο των 100,00 € και τον επιπρόσθετο τόκο των 4,00 €; Το υφιστάμενο νομισματικό σύστημα, που έχει εμπλέξει την διαδικασία δημιουργίας του χρήματος, με τον κρατικό δανεισμό, επιτρέπει την αποπληρωμή των χρεών, μόνον εφ' όσον δημιουργηθεί ένα νέο επιπρόσθετο κρατικό χρέος, το οποίο θα χρηματοδοτήσει, εν όλω, ή εν μέρει (συνήθως εν όλω), το προηγούμενο κρατικό χρέος. Δηλαδή, με την δημιουργία ενός νέου κρατικού ομολόγου, το οποίο θα αποπληρώσει το προηγούμενο κρατικό ομόλογο, του οποίου έχει ωριμάσει η αποπληρωμή, μαζύ με το κόστος, που έχει προσθέσει η τοκοφορία του. Αυτό, όμως. για να συμβεί, πρέπει να το εγκρίνουν οι αγορές ομολόγων, οι οποίες θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν το νέο ομόλογο.
Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι, στο μέτρο που η προέλευση του χρήματος, όπως και η παραγωγή/δημιουργία του, δηλαδή, εν τέλει, η προσφορά του χρήματος, μέσω της χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών, αλλά και η ζήτησή του, μέσω της πραγματοποίησης αυτών των δαπανών, κατά ένα μέγιστο μέρος, προκύπτει από τον κρατικό δανεισμό, η μη δανειακή αποπληρωμή του δημόσιου χρέους και η προσφυγή στην αυτοδύναμη εξυπηρέτηση (μερικώς ή ολικώς), μέσω των μη δανειακών πηγών εσόδων του δημοσίου, συρρικνώνει, δραματικά και πολλλαπλασιαστικά, την προσφορά και την ζήτηση του χρήματος, σε ολόκληρη την οικονομία, οδηγώντας της στην ύφεση και στην κρίση. Πολύ περισσότερο όταν το δικαίωμα της προσφυγής του κράτους στην απ' ευθείας, εκτύπωση χρήματος (seigniorage) είναι ένα θέμα, που δεν συζητείται καν. Ένα γεγονός, το οποίο συμβαίνει, κατ' εξχήν, στην ευρωζώνη, ακριβώς, επειδή αυτή δεν αποτελεί μια κρατική ομοσπονδία.
Αυτή η διαδικασία της δανειακής πληρωμής του δημόσιου χρέους μπορεί, σε ένα κανονικό κράτος να έχει κάποιους κινδύνους, αλλά όσο το ομόλογο έχει εκδοθεί από την Κεντρική Τράπεζα του κράτους και είναι εκφρασμένο στο τοπικό νόμισμα και για όσο η Κεντρική Τράπεζα παρεμβαίνει στην πρωτογενή και στην δευτερογενή αγορά ομολόγων, το ζήτημα αντιμετωπίζεται.
Στις Η.Π.Α. η δανειστική πληρωμή του δημόσιου χρέους, αυτό που αποκαλούν αναχρηματοδότηση, μέσω της Κεντρικής της Τράπεζας και την έκδοση ομολόγων στο τοπικό νόμισμα, μπορεί να γίνεται, με σχετική ομαλότητα παρά το γεγονός της ανελαστικής ύπαρξης μιας οροφής στο δημόσιο χρέος της χώρας, την οποία μπορούν να αναπροσαρμόζουν ο Πρόεδρος της χώρας και το Κογκρέσσο και η οποία οροφή, που, το 2012, ήταν στο 100% του ΑΕΠ, αναπροσαρμόστηκε, με δυσκολία λόγω των πολιτικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στον Barack Obama και τους Ρεπουμπλικάνους.
Στην ευρωζώνη, όμως, αυτή η διαδικασία είναι, εντελώς, ανύπαρκτη, σαρώνοντας κυριολεκτικά την προσφορά και την ζήτηση του χρήματος, αφού, η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους των χωρών της ευρωζώνης εξαρτάται από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, χωρίς την παρέμβαση της Ε.Κ.Τ., στην πρωτογενή αγορά και εάν αυτές καταστήσουν τα διαφορικά επιτόκια των κρατικών ομολόγων απαγορευτικά (γεγονός για το οποίο η ευθύνη της Ε.Κ.Τ. είναι ουσιώδης και καθοριστική, όσο η Κεντρική Τράπεζα της ευρωζώνης δεν έχει και δεν ασκεί αυτή την πρωταρχική αρμοδιότητα και δεν παρεμβαίνει στην πρωτογενή αγορά ομολόγων), τότε απαιτείται από τα κράτη η δραματική συρρίκνωση των δαπανών τους, ή, έστω. η επιβολή ενός καταστροφικού stop στην αναπτυξιακή διαδικασία, την στιγμή, ακριβώς, που αυτή καθίσταται αναγκαία, για λόγους, που έχουν να κάνουν με την τοκογλυφική διάρθρωση του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Παρ' όλα αυτά, όμως, πρέπει να ειπωθεί ότι, ακόμη και οι μεγάλες διαδικαστικές δυνατότητες, που παρέχει η κρατική δομή των Η.Π.Α. και η ύπαρξη εθνικού νομίσματος, δεν επέτρεψαν, διαχρονικά, στις αμερικανικές κυβερνήσεις, μετά τον πόλεμο, να αποπληρώσουν το δημόσιο χρέος της χώρας τους, παρά τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, που υπήρξαν. Αυτό συνέβη, προφανώς, εσκεμμένα και με πλήρη γνώση του γεγονότος ότι μια απόπειρα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους των Η.Π.Α., χωρίς καταφυγή στο seigniorage, θα εξαφάνιζε τα κρατικά ομόλογα και έτσι θα καταστρεφόταν η κυκλοφορία του χρήματος, μέσω της δραματικής συρρίκνωσης της προσφοράς του.
Τα κρατικά και τα ιδιωτικά χρέη στην ευρωζώνη και σε όλον τον κόσμο δεν μπορούν να πληρωθούν, χωρίς μια διαρκή αναχρηματοδότησή τους, με βάση την τυπική χρηματοπιστωτική καπιταλιστική λογική. Ακόμη και η ανάσχεση της δημιουργίας των χρεών, που μπορεί να συμβεί με την ανάσχεση της χορήγησης των δανείων από τον τραπεζικό τομέα (επίσημο και σκιώδη), οδηγεί σε βαθιά κρίση το σύστημα, διότι, με την ανάσχεση της χορήγησης των δανείων, ανακόπτεται η δημιουργία του χρήματος και έτσι συρρικνώνεται η προσφορά του, οδηγώντας στην καταστροφή της εμπιστοσύνης στο χρήμα, στην αγορά και στην τραπεζική πίστη, με αποτέλεσμα την συρρίκνωση του εθνικού εισοδήματος, της παραγωγής και στις τραπεζικές χρεωκοπίες. Αυτό είναι το ουσιώδες πρόβλημα της ευρωζώνης, το οποίο είναι απότοκο του πρωταρχικού της προβλήματος, όταν επήλθε η διεθνής ύφεση του Σεπτεμβρίου του 2008 και το οποίο πρωταρχικό πρόβλημα της νομισματικής ζώνης του ευρώ είναι το θεσμικό της χάος, το οποίο δεν είναι ιστορικά πρωτοφανές, αφού, όπως συνέβη σε όλες τις νομισματικές ενώσεις του παρελθόντος, αφού η ευρωζώνη δεν είναι ομοσπονδιακό κράτος και δεν έχει κεντρική κυβέρνηση, που να μπορεί να ελέγχει την Ε.Κ.Τ. και την έκδοση του νομίσματος, το οποίο, έτσι, λειτουργεί, ως ξένο νόμισμα, για όλες τις οικονομίες, που απατρίζουν την νομισματική αυτή ένωση.
Όταν, λοιπόν, γίνει κατανοητό το απλό δεδομένο του γεγονότος ότι η μη δανειακή αποπληρωμή των κρατικών χρεών είναι αδύνατη, αφού η αρχική οφειλή, αν αντιμετωπισθεί, ως αρχική προσφορά χρήματος, υπολείπεται της τελικής οφειλής, η οποία συμπεριλαμβάνει και τους τόκους και με δεδομένο ότι το νέο κρατικό δάνειο, για την πληρωμή του προηγούμενου, από τελεί μια νέα προσφορά χήματος στους αρμούς της οικονομίας, η απόπειρα μιας συνεχούς μη δανειακής αποπληρωμής του χρέους, χωρίς την καταφυγή στο seigniorage, θα σήμαινε καταστροφή της προσφοράς του χρήματος, η οποία είναι συνυφασμένη στο σύγχρονο νομισματικό σύστημα, με την δημιουργία κρατικών (και ιδιωτικών) χρεών, μπορεί να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των δυσκαμψιών του ίδιου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και πολύ περισσότερο των παραλυτικών ακαμψιών της ευρωζώνης, οι οποίες την έχουν καταστήσει κλινικά νεκρή, οδηγώντας στον θάνατο και τις οικονομίες που την απαρτίζουν.
Έτσι, ουσιαστικά, το χρέος, ως δημιουργία και ως προσφορά χρήματος, οδηγείται, εκ των πραγμάτων, στην αναγκαστική αναχρηματοδότησή του και στην αέναη διόγκωσή του, καθιστάμενο ένα διαρκές χρέος (perpetual debt).
Με τον τρόπο αυτόν, η συζήτηση ξεφεύγει από τον ουσιαστικό της πυρήνα, που αφορά την προσφορά και την ζήτηση του χρήματος και οδηγείται σε μια ατέρμονη και συνάμα καταστροφική βυζαντινολογία, για την διατηρησιμότητα του δημόσιου χρέους, για την πληρωμή του, μέσω των αποκρατικοποιήσεων και όλα τα λοιπά συναφή, που όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά το καθιστούν, ακόμη, περισσότερο δύσκολο να λυθεί, καταστρέφοντας τις οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης, μέσα από την απότομη συρρίκνωση της προσφοράς του χρήματος, όπως προκύπτει από το γράφημα, που παρουσίασα, παραπάνω και τα σχετικά δεδομένα της ανάλυσης της deflation-debt theory και η οποία συρρίκνωση έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις στον ευρωπαϊκό νότο, με πρώτη την Ελλάδα.
Φυσικά και όσον αφορά το ιδιωτικό χρέος, η κατάσταση δεν είναι διαφορετική. Είναι, απλώς, πολύ χειρότερη, σε σχέση με το δημόσιο χρέος. (Αν και καθόλου, παραδόξως, όσον αφορά το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα η κατάσταση είναι καλύτερη από αυτήν της ευρωζώνης, παρά τα όσα, αβασίμως και εκ του πονηρού, θρυλούνται, αφού οι Ελληνες απέφυγαν τον υπέρμετρο δανεισμό, σε αντίθεση, με τους λοιπύς, Ευρωπαίους, όμως, η κατάρρευση της δημόσιας οικονομίας, συμπαρέσυρε και την υπόλοιπη, με αποτέλεσμα ο ιδιωτικός δανεισμός στην χώρα μας να γίνει "κόκκινος").
Παρά τα όσα λέγονται από τους οικονομολόγους, η αλήθεια είναι ότι ο ρόλος των τραπεζών δεν είναι ένας ρόλος μεσολαβητή, ανάμεσα στις αποταμιεύσεις του καταθετικού κοινού και στις επενδύσεις. Ο ισχυρισμός, που θέλει τον χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας, απλώς να μεσολαβεί και να μετατρέπει τις καταθέσεις, σε επενδύσεις είναι παραπλανητικός. Όχι ότι δεν υπάρχει ο ρόλος αυτός. Υπάρχει. Αλλά είναι ένας ρόλος δευτερεύων και χρησιμοποιείται, για να αποκρύπτει τον κυρίαρχο ρόλο του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος είναι διαφορετικός, αφού, ο βασικότερος ρόλος των τραπεζών είναι η δημιουργία του χρήματος.
Οι τράπεζες και ο χρηματοπιστωτικός τομέας, εν γένει, δημιουργούν χρήμα, μέσω του δανεισμού. Τα δάνεια δεν δίδονται, απλώς, από τις καταθέσεις, όπως θέλει να ισχυρίζεται, δογματίζοντας, η επισημη οικονομική θεωρία. Οι τράπεζες δημιουργούν καταθέσεις, μέσα από τον δανεισμό, που παρέχουν. Μπορεί η αρχική στήριξη να βρίσκεται στην πρωταρχική καταθετική βάση των τραπεζών, αλλά η δανειστική διαδικασία που ακολουθεί, με την πρωτοβουλία των τραπεζών, δημιουργεί μια θάλασσα καταθέσεων. Δηλαδή, εν τέλει, δημιουργεί χρήμα, το οποίο αν και δημιουργείται, κατά παραχώρηση του κράτους και της Κεντρικής Τράπεζας, στην ουσία δεν αποτελεί δημόσιο αγαθό, αφού με την απορρύθμιση των αγορών, η δημιουργία του χρήματος έχει καταστεί υπόθεση μιας ανεξέλεγκτης μπατιροτραπεζοκρατίας.
Όπως φαίνεται από το παραπάνω πίνακα, οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση στην ευρωζώνη να διατηρούν, ως αποθεματικά, το 1% των καταθέσεων. Υποθέτοντας, λοιπόν, ότι στην πρώτη τράπεζα, γίνεται η αρχική κατάθεση 1000,00 €, η τράπεζα αυτή, δημιουργεί δάνεια, δηλαδή χρήμα, ύψους 990,00 €, αφαιρώντας 10,00 €, για τα απαιτούμενα αποθεματικά. Τα δάνεια αυτά - δηλαδή το νέο χρήμα, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα δάνεια αυτά αποτελούν νέο χρήμα - πηγαίνουν στην επόμενη της πρώτης τράπεζας και δημιουργούν μια νέα κατάθεση (ή νέες καταθέσεις, αν είναι περισσότερες της μιας). Η δεύτερη αυτή τράπεζα, συνεχίζει την διαδικασία, χορηγώντας νέα δάνεια, αφού κρατηθούν τα αποθεματικά και δημιουργώντας νέο χρήμα, το οποίο εμφανίζεται ως κατάθεση στην τρίτη στην σειρά τράπεζα, για να συνεχιστεί η διαδικασία δημιουργίας καταθέσεων - χορήγησης δανείων - δημιουργίας νέου χρήματος στην τέταρτη τράπεζα και από εκεί στην πέμπτη τράπεζα.
Έτσι αν αθροίσουμε το σύνολο των καταθέσεων και των δανείων, που δημιούργησε η αρχική κατάθεση των 1000,00 € στις 5 αυτές τράπεζες, βλέπουμε την πολλαπλασιαστική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην δημιουργία του χρήματος. 'Ετσι, οι τράπεζες του επίσημου και του σκιώδους χρηματοπιστωτικού συστήματος, δημιουργούν χρήμα, κυριολεκτικά, από το μηδέν, και χορηγούν δάνεια τα οποία παρουσιάζουν, ως απαιτήσεις στο ενεργητικό τους και αντίστοιχα ανοίγουν άλλους λογαριασμούς στους οποίους πιστώνουν τα χρήματα που δημιουργούν και τα παρουσιάζουν, ως υποχρεώσεις στο παθητικό τους.
Φυσικά, το αποτέλεσμα είναι ότι και στον ιδιωτικό τομέα η απόπειρα αποπληρωμής των δανείων καταστρέφει προσφορά του χρήματος, δηλαδή την δημιουργία και ακολούθως, την κυκλοφορία του χρήματος.
Έτσι, στις ημέρες μας, μόλις το 3% του χρήματος που κυκλοφορεί δημιουργείται από τις Κεντρικές Τράπεζες, ενώ, ειδικά στην ευρωζώνη, για κάθε ένα ευρώ, που κυκλοφορεί, υπάρχει σε ρευστό, μόλις 0,02 €, έτσι ώστε να εξυπρετούνται οι συναλλαγές, ενώ για τους τραπεζικούς συμψηφισμούς, που γίνονται κάθε ημέρα, υπάρχει 0,001 € και τέλος 0,01 € υπάρχει (ή υποτίθεται ότι υπάρχει), ως ελάχιστο απόθεμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ε.Κ.Τ. Η όλη αυτή διαδικασία καθιστά κατανοητό το γιατί ενώ οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν της νομισματικής βάσης και προβαίνουν σε αυτήν, μέσα από την διαδικασία, την οποία αποκαλούν ποσοτική χαλάρωση, διογκώνοντας τους ισολογισμούς τους την νομισματική βάση και φουσκώνουν τους ισολογισμούς τους, παρ' όλ' αυτά, δεν βοηθούν, αποφασιστικά, ούτε στην τόνωση της ανάπτυξης, ούτε στην αύξηση της απασχόλησης, αλλά ούτε και στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Το γιατί δεν είναι δύσκολο να το κατανοήσουμε. Το έχουμε πει, άλλωστε, αρκετές φορές. Η αύξηση της νομισματικής βάσης, δεν σημαίνει και αύξηση της προσφοράς χρήματος, όπως απέδειξε η GREAT DEPRESSION της δεκαετίας του 1930 και όπως αποδεικνύει η σύγχρονη επίμονη ύφεση, που ξέσπασε το 2008 και εγκαθίδρυσε την αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία και την κρίση στις οικονομίες της ευρωζώνης. Αλλά ούτε και η αύξηση της προσφοράς του χρήματος οδηγεί στην αυτόματη αύξηση της ζήτησής του, όπως, επίσης, απέδειξαν η GREAT DEPRESSION και η ύφεση του 2008.
Καμμιά ανάπτυξη δεν μπορεί να έλθει, ακόμη και αν επιτευχθεί η αύξηση της προσφοράς χρήματος, εάν το χρήμα αυτό δεν χρησιμοποιηθεί, εάν, δηλαδή, δεν αυξηθεί η ζήτησή του. Κάτι που, για να γίνει, απαιτείται η κρατική παρέμβαση και η αύξηση των κρατικών δαπανών, οι οποίες θα δημιουργήσουν την απαραίτητη ζήτηση του χρήματος και επειδή το χρήμα είναι, πρώτα από όλα, πίστη και εμπιστοσύνη, όχι, απλώς, στο χαρτί του νομίσματος, αλλά στο εμπόριο και στην αγορά, οι αυξημένες κρατικές δαπάνες θα διαμορφώσουν το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης, για την ενίσχυση του εμπορίου, που θα κινηθεί, μέσα από τον κύκλο των πολυπληθών εργασιών, που θα δημιουργηθούν, μέσω της αύξησης των κρατικών δαπανών.
Πολύ περισσότερο, δεν πρόκειται να υπάρξει οποιαδήποτε σοβαρή αναπτυξιακή πρωτοβουλία, όσο ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν αυξάνει τα δάνεια και την προσφορά του χρήματος, μέσω των δανείων αυτών. Αλλά, για να τα αυξήσει, απαιτείται η εγκαθίδρυση της εμπιστοσύνης στην αγορά. Και όπως είπαμε, η εμπιστοσύνη απαιτεί ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών, τις οποιες, σε συνθήκες κρίσης, μόνον το κράτος μπορεί να πάρει.
Και αν στις Η.Π.Α. κουτσά - στραβά, κάποιες πρωτοβουλίες παίρνονται, προς μια τέτοια κατεύθυνση, όσο ατελείς και ανεπαρκείς και αν είναι αυτές, αντιθέτως, στην ευρωζώνη, ουδόλως αναλαμβάνονται ανάλογες πρωτοβουλίες, ακριβώς, επειδή η ευρωζώνη, ως νομισματική ένωση, που είναι, δεν αποτελεί κράτος και δεν έχει κυβέρνηση, που να μπορεί να επιβάλει μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική στην Ε.Κ.Τ., η οποία, όπως είπαμε, είναι ανεξέλεγκτη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η λύση του προβλήματος της ευρωζώνης και ο τερματισμός του ελληνικού δράματος βρίσκονται πολύ, μα πάρα πολύ, μακριά...
Σχόλια
Ακριβώς αυτό. Είναι η βάση του προβλήματος χρέους όλων των κρατών. Να κάτι που δε μαθαίνει κανείς στο σχολείο.Μπράβο κ. Αναστασόπουλε. Απολαμβάνω πάντα τα άρθρα σας...
Χρειάστηκε και εγώ να το ψάξω για να καταλάβω σε τι μεγάλη ΦΑΡΣΑ χρήματος ζούμε.
Αυτό κάνουν οι Η.Π.Α. και πολύ περισσότερο η Ιαπωνία, η οποία, παρεμπιπτόντως, με ένα δημόσιο χρέος, της τάξης του 250% του ΑΕΠ της, εάν είχε εισέλθει στην ευρωζώνη, ή σε οποιαδήποτε άλλη νομισματική ένωση, θα είχε χρεωκοπήσει, προ πολλού, παρασέρνοντας και την παγκόσμια οικονομία.
Οι καπιταλιστικές ελίτ, γενικώς και ειδικότερα, πολύ περισσότερο, οι ελίτ που κυριαρχούν στην ευρωζώνη, αρνούνται, πεισματικά, να αποδεχθούν την παρούσα πραγματικότητα και φυσικά, σφάλλουν.
Τα οράγματα είναι πολύ απλά :
Τα δημόσια χρέη, στην σύγχρονη εποχή, δεν μπορούν να κερδοφορήσουν και οι δανειστές θα χάσουν τα χρήματά τους.
Μόνη λογική οδός, η οποία θα δώσει λύση στο πρόβλημα, είναι η δημιουργία χρήματος και η χρηματοδότηση των δημόσιων προϋπολογισμών, μέσω του seigniorage. Κάτι που κάθε φυσιολογικό κράτος πράττει - έστω και συγκρατημένα.
Πλην της ευρωζώνης, η οποία δεν είναι κράτος. Και γι' αυτό είναι, κλινικά, νεκρή, σχεδόν από την γέννησή της.
Αυτό που μένει να δούμε, είναι το πότε θα αποφασίσουν να την θάψουν και με τί θα την αντικαταστήσουν.
Υποτίθεται οτι η ΕΕ έγινε για να σταματήσουν τη Γερμανία και απέτυχε παταγωδώς, ιδίως μετά την αύξηση της Γερμανίας με την ένωση των δύο Γερμανιών.
Η ΕΕ θα καταρρεύσει όπως κατέρρευσαν τόσα και τόσα μορφώματα
Πάντως το συμπέρασμα μου είναι το ίδιο. Οτι μεγαλώνει υπερβολικά βλάπτει.
Αυτά