Η Τουρκία θα φύγει από την Κύπρο, έτσι ακριβώς όπως ήλθε το 1974 και φυσικά, δεν πρόκειται να αποσύρει τον στρατό της, όποια συμφωνία και αν υπογράψει. (Θα αντέξουν οι απόγονοι των Αχαιών, ή, σε βάθος χρόνου, θα εκδιωχθούν, από το νησί);
Μαρτυρίες πρωταγωνιστών του πραξικοπήματος, και της τουρκικής εισβολής, στην Κύπρο, σε μια παλαιά τηλεοπτική εκπομπή του Αλέξη Παπαχελά, με τίτλο "ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ", όπου αναδεικνύεται η προδοτική συμπεριφορά της ηγεσίας της χούντας των Αθηνών, η οποία υπηρετώντας τον γενικό σχεδιασμό των Η.Π.Α. και τον εξειδικευμένο στόχο του Henry Kissinger, για την διχοτόμηση του νησιού, έφερε τον τουρκικό στρατό, στην Κύπρο, στον οποίο παρέδωσε τον κυπριακό ελληνισμό, έρμαιο και όμηρο. Το προδοτικό έργο των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, συνεχίζεται, στις ημέρες μας, μετά την παταγώδη αποτυχία του σχεδίου του Kofi Annan, το 2004, του οποίου ο παρών σχεδιασμός, αποτελεί συνέχεια. Μια θλιβερή, οδυνηρή και καταστροφική συνέχεια, που συνίσταται, στην ολοκλήρωση της παράδοσης του πληθυσμού των απογόνων των Αχαιών, στην τουρκική επικυριαρχία και στην μετατροπή της Κύπρου, αρχικά, σε ένα κοινοπρακτικό προτεκτοράτο της Άγκυρας και της "Ευρωπαϊκής Ένωσης" και σε μια αποικία της Τουρκίας, μεταγενέστερα...
Παρά τα όσα λέγονται, από τους οπαδούς μιας οποιαδήποτε "λύσης" του κυπριακού ζητήματος, μέσω της υπογραφής μιας οποιαδήποτε συμφωνίας, στις συνομιλίες, που επίκεινται, αυτές τις ημέρες, στην Γενεύη, η ωμή και πικρή αλήθεια, που συνάμα είναι απλούστατη και προκύπτει από την διάταξη και τον συσχετισμό των δυνάμεων, στην Κύπρο, έχει ως εξής :
Η Άγκυρα δεν πρόκειται να αποσύρει τον στρατό της από την Κύπρο, ό,τι και αν η παρούσα - η επόμενη, ή όποια άλλη - τουρκική κυβέρνηση υποσχεθεί και όποια συμφωνία υπογράψει. Και αυτό θα συμβεί, οποιοδήποτε και αν είναι το χρονοδιάγραμμα "αποχώρησης" των τουρκικών στρατευμάτων, που θα προβλεφθεί (εάν προβλεφθεί), στα πλαίσια της οποιασδήποτε συμφωνίας.
Αυτή η πραγματικότητα δεν διαφεύγει, από την παρούσα ελληνοκυπριακή ηγεσία, από την ελληνική κυβέρνηση και από τον πολιτικό κόσμο της μεγαλονήσου και της Ελλάδας. Όλοι έχουν πλήρη γνώση αυτού του δεδομένου, το οποίο προκύπτει από τον πραγματικό συσχετισμό των δυνάμεων, που έχει διαμορφωθεί, στο νησί, μετά την τουρκική εισβολή και την ήττα των Ελλήνων την περίοδο Ιουλίου - Αυγούστου 1974, τα αποτελέσματα της οποίας όχι μόνον δεν ανατράπηκαν, έκτοτε, αλλά, αντιθέτως, ισχυροποιήθηκαν.
Αυτό συνέβη, απλούστατα, επειδή οι τουρκικές θέσεις, στην Κύπρο παγιώθηκαν και επέτρεψαν στην Άγκυρα να επιβάλει, στην πράξη, τις θελήσεις της, αφού αυτή είναι που, στην πραγματικότητα, ασκεί την πλήρη εξουσία, στην βόρεια Κύπρο, υπαγορεύοντας, παράλληλα και την συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής διοίκησης και της Ελλάδας, οι οποίες αποδέχτηκαν, στην πράξη, το status quo, επί του κυπριακού εδάφους, που η παρουσία του τουρκικού στρατού, έχει επιβάλει.
Αυτή είναι η παρούσα κατάσταση, που επικρατεί στην Κύπρο, έτσι όπως έχει προκύψει, μετά την τουρκική κατάκτηση του βόρειου τμήματος του νησιού, το καλοκαίρι του 1974 και με δεδομένο τον δυσμενή συσχετισμό των εκατέρωθεν δυνάμεων, που αυτή έχει δημιουργήσει, το συμπέρασμα, που, αβίαστα, εξάγεται, ως αποτέλεσμα αυτού του συσχετισμού, πάρα τις φρούδες και εν πολλοίς, παραπλανητικές και υποκριτικές ελπίδες των ενδοτικών, οι οποίοι αρέσκονται να αυτοπαρουσιάζονται, ως οπαδοί της "λύσης" του κυπριακού, ενώ, στην πράξη, οι πλείστοι εξ αυτών - όσοι, τουλάχιστον, είναι μέλη των εξουσιαστικών ελίτ της Κύπρου και της Ελλάδας και προωθούν την αμερικανονατοϊκή και δυτικότροπη καταιγιστική προπαγάνδα της "ευκαιρίας", για το τωρινό momentum αυτής της "λύσης", προκειμένου να κάνουν business as usual, με τις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες και τα κοιτάσματα του φυσικού αερίου, που είναι υπό εξόρυξη, στην θάλασσα, που περιβάλει την Κύπρο, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο -, απλώς, είναι συμβιβασμένοι, με την ιδέα της παράδοσης της Κύπρου και των απογόνων του πληθυσμού των Αχαιών, που, εδώ και χιλιάδες χρόνια, κατοικοεδρεύουν, στην μεγαλόνησο (μέσα από μια - υποτιθέμενη, ως πραγματική - συνδιοίκηση, με τα όργανα του τουρκικού κράτους), στην εξουσιαστική κυριαρχία των σύγχρονων απογόνων των Οθωμανών, είναι προφανές και αφοπλιστικά, απλό :
Ο τουρκικός στρατός δεν πρόκειται να φύγει, με ομαλό τρόπο, από την Κύπρο. Αν φύγει, θα φύγει, έτσι όπως ήλθε, στο νησί, στις 20 Ιουλίου 1974. Θα εκδιωχθεί, με πόλεμο και μετά από την ήττα του, στα πεδία των μαχών.
Αυτή είναι η σκληρή και αδυσώπητη αλήθεια, που αντιμετωπίζουν, οι Έλληνες της Κύπρου, μαζύ με το σύνολο του Ελληνισμού, αλλά και ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός, ο οποίος, όπως φαίνεται, έχει οδηγηθεί, στο να γίνει μειοψηφία, στον τόπο του και στα εδάφη που του έχουν παραχωρηθεί, στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, υπό το καθεστώς της αποκαλούμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, ως αποτέλεσμα του αφανούς εκπατρισμού του και των διαδοχικών κυμάτων του εποικισμού, με πληθυσμούς, από την Ανατολία, την Βουλγαρία και από άλλες τουρανικές περιοχές, που έχει επιβάλλει η Άγκυρα.
Όσο και αν αυτό φαίνεται, ως παράδοξο, η αλήθεια είναι ότι η ελίτ του μικρασιατικού τουρκικού κράτους ουσιαστικά, αδιαφορεί, για τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό, τον οποίο διοικεί, με το "έτσι θέλω", μέσα, από μια σειρά εγκάθετων, ή χειραγωγούμενων αχυρανθρώπων (είτε πρόκειται, για τον Mustafa Akıncı, σήμερα, είτε, για τον Mehmet Ali Talat, χθες, με εξαίρεση τον Rauf Denktaş, ο οποίος, στην εποχή του, υπήρξε ο ίδιος μέλος του βαθέος τουρκικού κράτους και συνδιαμορφωτής, με τους πασάδες της Άγκυρας της τουρκικής στρατηγικής πολιτικής), οι οποίοι ως υπαγόμενοι, στις διαταγές των κυβερνητών της Άγκυρας και του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, αποτελούν τα όργανα και τους μηχανισμούς άσκησης της εξουσίας της Τουρκίας, στο κρατικό μόρφωμα, που αυτή έχει εγκαταστήσει, στην βόρεια Κύπρο και το οποίο λειτουργεί, έτσι όπως έχει, διεθνώς, αναγνωρισθεί, δηλαδή, ως παράρτημα του τουρκικού κράτους, το οποίο, manu militari, ασκεί, άμεσα, την εξουσία, στο έδαφος, στην θάλασσα και στον εναέριο χώρο της Κύπρου, που κατέχονται, από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.
Ο Ahmet Davutoğlu έχει περιγράψει, πλήρως και με απόλυτη σαφήνεια, την μακροπρόθεσμη τουρκική πολιτική, όσον αφορά την Κύπρο, λέγοντας ότι η Τουρκία πρέπει να βρίσκεται και να ελέγχει το νησί, ακόμη και αν σε αυτό δεν υπήρχε ούτε ένας Τούρκος. Αυτή ήταν, πάντοτε, η μακροπρόθεσμη στρατηγική θέση της Άγκυρας. Αυτή την στρατηγική εξυπηρέτησαν οι εγκάθετοι της αμερικανικής C.I.A. και της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτων, που διοικούσαν το ελληνικό κράτος, κατά την εποχή της δικτατορίας, αλλά και μεταγενέστερα, όπως έχω περιγράψει, με πλήρη σαφήνεια, σε δύο παλαιότερα δημοσιεύματα, σε αυτό εδώ το μπλογκ. [Τα κείμενα των δημοσιευμάτων αυτών είναι πολύ χρήσιμα και οι αναγνώστες είναι απαραίτητο να τα δουν και όσοι τα έχουν, στο παρελθόν, δει, καλόν είναι να τα ξαναδούν :
Ιούλιος - Αύγουστος 1974 : Η τουρκική απόβαση, στην Κύπρο, που εξελίχθηκε σε αποβίβαση. (Από την προδοσία της στρατιωτικής ηγεσίας, στην υποκριτική "απολογία" του Henry Kissinger και στο διχοτομικό σχέδιο του Helmut Sonnenfeldt) και Απρίλιος - Ιούλιος 1974 : Τα παρασκήνια του πραξικοπήματος στην Κύπρο. (Ο σχεδιασμός της CIA, για την ανατροπή του Μακαρίου και η ανοησία του Ιωαννίδη, που έβλεπε την Ένωση, την στιγμή που το NATO και ο Henry Kissinger ετοίμαζαν την διχοτόμηση)].
Αυτή η στρατηγική πολιτική της τουρκικής ελίτ δεν έχει αλλάξει. Και δεν πρόκειται να αλλάξει, όσες φρούδες ελπίδες και αυταπάτες, συνοδευμένες, από πολλές απάτες και αν τρέφουν οι εγχώριοι και οι Ελληνοκύπριοι ενδοτικοί. Η Τουρκία και το δυναμικό όργανο της κυριαρχίας της, στην Κύπρο, που είναι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, δεν πρόκειται να φύγουν, με ειρηνικό τρόπο, από το νησί. Η Άγκυρα δεν θα επιτρέψει, την μετατροπή της Κύπρου, σε μια νέα Κρήτη.
Αλλά, εάν, τελικά, η Τουρκία δεν αποσύρει τον στρατό της και δεν φύγει, από την Κύπρο, τότε αυτό, που θα συμβεί, ιστορικά, δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρο. Αντιθέτως, είναι πολύ γνωστό και απλό :
Η παραμονή των δυναμικών ερεισμάτων του τουρκικού κράτους, στην Κύπρο, θα οδηγήσει, στην συντήρηση της πλήρους κυριαρχίας του, στο τμήμα εκείνο της μεγαλονήσου, που θα μείνει, υπό την υποτιθέμενη τουρκοκυπριακή διοίκηση και στην ομηρεία του ελληνοκυπριακού πληθυσμού, από την Άγκυρα, αφού η τουρκική κυβέρνηση - εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά, δηλαδή ένα μικρό, ή μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου των Ελλήνων της Κύπρου και ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης, ως νέος Εφιάλτης, μαζύ με όποιους από τον πολιτικό κόσμο του ελλαδικού χώρου συμπορευθούν, δεχθούν την υπογραφή μιας συμφωνίας, που θα καταργεί, έστω, δια της υποκατάστασής του, το παρόν κυπριακό κράτος - θα μπορεί να έχει πλήρη και απόλυτο λόγο και κατοχυρωμένα δικαιώματα, στο νέο κυπριακό κράτος (πολύ περισσότερο, μάλιστα, εάν η συμφωνία συμπεριλάβει και την συγκρότηση μιας, εκ περιτροπής, προεδρίας του νέου κυπριακού κράτους, η οποία, για ένα όποιο χρονικό διάστημα θα παραδίδεται, στους Τουρκοκύπριους και μέσω αυτών, στην Άγκυρα), το οποίο υποτίθεται ότι θα έχει συγκροτηθεί, σε μια διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδιακή βάση, ενώ, στην πραγματικότητα θα αποτελεί μια συνομοσπονδία.
Ουσιαστικά, λοιπόν, η κυβέρνηση της Άγκυρας θα έχει ουσιαστικό και κυρίαρχο λόγο και στα πολιτικά και λοιπά ζητήματα των Ελληνοκυπρίων, των οποίων θα μπορεί και θα δικαιούται - και όταν δεν θα δικαιούται, το τουρκικό κράτος θα μπορεί, μέσω των εκπρόσωπών του και των δυναμικών ερεισμάτων του, στην Κύπρο, με την δύναμη της επιβολής, που θα προκύπτει, από την απειλητική παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων, στο νησί - να κατευθύνει την πολιτική συμπεριφορά.
Ως εκ τούτου, η Άγκυρα μπορεί να υπογράψει οποιοδήποτε μακρόσυρτο χρονοδιάγραμμα "αποχώρησης" των στρατευμάτων της, από τα κυπριακά εδάφη, μαζύ με ένα λιγότερο, ή περισσότερο πολύπλοκο σύνολο προϋποθέσεων υλοποίησης αυτής της σταδιακής "αποχώρησης", το οποίο, φυσικά, ουδέποτε, ουσιαστικά και στην πραγματικότητα, θα υλοποιήσει. Και αυτό η τουρκική ελίτ θα το πράξει, οποτεδήποτε και με οποιοδήποτε πρόσχημα (πραγματικό, ή ανύπαρκτο), στηριζόμενη, στην δύναμη επιβολής, που διαθέτει και την οποία της δίνει ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων. Έτσι, η Άγκυρα θα μπορεί να αρνηθεί (και κάποια στιγμή, στην πράξη, θα αρνηθεί) την τήρηση των συμφωνηθέντων και θα οδηγήσει το νέο κυπριακό κράτος, σε μια θεμελιώδη υπαρξιακή κρίση, η οποία θα έχει τραγικές συνέπειες.
Η πρώτη ουσιαστική συνέπεια, που θα ακολουθήσει, θα είναι το γεγονός ότι η υπαρξιακή κρίση του νέου κυπριακού κρατικού μορφώματος θα αφήσει την ελληνοκυπριακή πλειοψηφία, στο κενό, αφού οι Ελληνοκύπριοι θα έχουν χάσει το τωρινό κράτος, το οποίο, σήμερα, διοικούν, σύμφωνα, με τους συμβατικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Η δεύτερη και χειρότερη συνέπεια, που θα ακολουθήσει είναι άλλη. Και αυτή θα προκύψει, είτε εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά ακολουθήσει έναν δικό της χωριστό δρόμο, αποδεχόμενη την νομιμοποίηση μιας ανοικτής διχοτόμησης, με νέους δυσμενέστερους όρους (εάν αυτοί της παραχωρηθούν, από την Άγκυρα - κάτι που δεν είναι δεδομένο και θα εξαρτηθεί, από το διεθνές περιβάλλον, που θα υπάρχει εκείνη την εποχή), είτε θα οδηγηθεί, σε έναν νέο δυσμενέστερο συμβιβασμό.
Και στις δύο περιπτώσεις, σε ένα βάθος χρόνου, λιγότερο, ή περισσότερο μεγάλο, οι απόγονοι των Αχαιών, που κατοικούν, στην μεγαλόνησο, θα έχουν την τύχη, που είχε και ο υπόλοιπος Ελληνισμός, που βρέθηκε, κάτω από την κατοχή του τουρκικού κράτους, που ίδρυσε ο Mustafa Kemal, είτε αυτό διοικήθηκε από την κοσμική ελίτ των πασάδων, είτε από την ισλαμική ελίτ, παλαιότερα, του Ali Adnan Ertekin Menderes, είτε, τώρα, από τους ισλαμιστές του AKP του απρόβλεπτου Recep Tayyip Erdoğan.
Οι Έλληνες της Κύπρου, σταδιακά, αφανώς, εμφανώς, κατά μόνας και κατά κύματα, θα υποχρεωθούν, όπως οι Κωνσταντινουπολίτες, οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι, να εγκαταλείψουν την μεγαλόνησο. Θα οδηγηθούν, στον αναγκαστικό, ή "εθελούσιο" εκπατρισμό και στην καταφυγή τους στην Ελλάδα, στην Βρετανία, στην Αυστραλία, τις Η.Π.Α. και οπουδήποτε αλλού.
Εξαίρεση θα αποτελέσουν εκείνοι, οι οποίοι θα αποδεχθούν τον εκτουρκισμό τους (όπως είχε πράξει και ένα όχι ασήμαντο μέρος των προγόνων των σημερινών Τουρκοκυπρίων, κατά τους αιώνες της οθωμανικής κατοχής από την εποχή του σουλτάνου Selim Β', που το 1571, κατέκτησε το νησί), ή, όντας, πλέον, αριθμητικά, ελάχιστοι, θα αποδεχθούν την πλήρη υποταγή τους, στην μοίρα τους. Θα υποταγούν, δηλαδή, την τουρκική εξουσία. Και αυτό, φυσικά, θα είναι, ακόμη, χειρότερο.
Για να συμβούν, όμως, όλα τα παραπάνω, είναι απαραίτητο να προχωρήσει η πενταμερής διάσκεψη της Γενεύης, που θέτει, εκ ποδών και εξαφανίζει το παρόν κυπριακό κράτος και να ολοκληρωθεί η, εντός των προσεχών ημερών, υπό συζήτηση συμφωνία, που τελεί, υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. και στην πραγματικότητα, διεξάγεται, με σαφή και πλήρη αμερικανονατοϊκή υπαγόρευση, ως έργο της γνωστής Victoria Nuland, της υφυπουργού Εξωτερικών της εκμετρήσασας τον καταστροφικό και εν μέσω εγκληματικών ανομημάτων διατελέσαντα, βίο της, υπό καθεστώς απόλυσης, ευρισκόμενης κυβέρνησης του έγχρωμου αφεντικού των Ουκρανών ναζιστών, των σουνιτών τζιχαντιστών και του συνασπισμού των Αράβων "προθύμων", που βομβαρδίζουν και δολοφονούν, σωρηδόν, τον σιιτικό πληθυσμό της Υεμένης - περί του αιματοβαμμένου απερχόμενου Αμερικανού προέδρου Barack Hussein Obama ο λόγος.
Παρά την δεδομένη προθυμία ενός μεγάλου τμήματος του ελληνοκυπριακού πολιτικού προσωπικού, το οποίο στηρίζεται, εκθύμως και από τους ομόφρονές του, στην Αθήνα, δεν είναι, καθόλου, δεδομένη η επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας, που θα καταλύει το κυπριακό κράτος και θα αναγνωρίζει, ως νόμιμα, τα τετελεσμένα, που προέκυψαν, από την τουρκική εισβολή το 1974, αφού, στην θέση του τωρινού κυπριακού κράτους θα βρεθούν δύο κυρίαρχα κράτη - αυτό των Ελληνοκυπρίων και εκείνο των Τουρκοκυπρίων -, τα οποία θα συστήσουν ένα νέο, υποτιθέμενο, ως ομόσπονδο, κράτος, το οποίο, στην πραγματικότητα και πέραν, από τις τυπικές και άνευ ουσιώδους περιεχομένου, ονοματοδοσίες, θα αποτελεί, μια συνομοσπονδία, αφού, σε αυτό, θα υπάρχουν τρεις ιθαγένειες, τρεις υπηκοότητες και τρία συντάγματα (του Ε/Κ κράτους, του Τ/Κ κράτους και της "ομοσπονδίας") και σαφείς εδαφικές περιοχές, στις οποίες θα ασκείται η εξουσία των "ομοσπόνδων" κρατών.
Η ουσία της όλης υπόθεσης, πέρα, από τα πολύ σημαντικά οικονομικά συμφέροντα, που παίζονται, όσον αφορά τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, που βρίσκονται, στα θαλάσσια οικόπεδα της Κύπρου, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, εντοπίζεται, στον αποκλεισμό της Ρωσίας, από την όλη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού και στην επίσημη και πλήρη ένταξη της νήσου, στον νατοϊκό άξονα και στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, συν το γεγονός ότι στόχος και σκοπός των Δυτικών είναι αυτά τα κοιτάσματα και οι αγωγοί, που θα γίνουν, να χρησιμοποιηθούν, για την αποδυνάμωση της ενεργειακής επιρροής και της οικονομίας της Ρωσίας.
Σε αυτόν τον σχεδιασμό, τον ρόλο του κρίσιμου απρόβλεπτου παράγοντα παίζει ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan, ο οποίος, πλέον, μετά το, αμερικανονατοϊκής εμπνεύσεως, αποτυχημένο πραξικόπημα των κεμαλιστών αξιωματικών και των αμερικανοτραφών ισλαμιστών του Muhammed Fethullah Gülen, της 15ης Ιουλίου 2016 και τις φημολογούμενες 4 απόπειρες δολοφονίας του - που, εάν και όσες έγιναν, προφανώς, διοργανώθηκαν, από την C.I.A. και το ΝΑΤΟ -, δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να παίξει το παιχνίδι των Αμερικανών και των Δυτικών, τους οποίους αντιμετωπίζει, ως αυτό, που, στην πραγματικότητα, είναι. Δηλαδή, ως εχθρούς, οι οποίοι του την φυλάνε και συνεχίζουν να είναι διατεθειμένοι να τον καταστρέψουν.
Και αυτό θα το πράξουν οι αμερικανονατοϊκοί και οι ασθμαίνοντες Ευρωπαίοι υποτακτικοί της Ουάσινγκτων, πολύ περισσότερο, τώρα, που ο Recep Tayyip Erdoğan και η παρούσα ισλαμική ηγεσία του AKP και της τουρκικής κυβέρνησης βρίσκεται, υπό την επιρροή της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι, ήδη, από το 2012, ο Recep Tayyip Erdoğan , λόγω της έμπρακτης αυτοτέλειας των σχεδιασμών του, εντός της Τουρκίας, όπως και στον περίγυρο της χώρας του, δεν ήταν, πλέον, αρεστός στην αμερικανική κυβέρνηση και δεν εντασσόταν στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, στην περιοχή.
Για τον λόγο αυτόν η αμερικανική κυβέρνηση στήριξε το κοσμικό και κεμαλικό κίνημα, στο πάρκο Γκεζί, το 2013 και την ανάδειξη του κουρδικού κόμματος HDP, στις βουλευτικές εκλογές της 7/6/2015, όπως και στις βουλευτικές εκλογές της 1/11/2015, που ακολούθησαν, λόγω της ακυβερνησίας, που προέκυψε, ως αποτέλεσμα, τις οποίες ο Recep Tayyip Erdoğan και οι Τούρκοι ισλαμιστές, αδίστακτα και εκτεταμένα, νόθευσαν, προκειμένου να επιτύχουν την αυτοδυναμία του AKP, την οποία και κατόρθωσαν.
Ο Τούρκος πρόεδρος δεν ήταν εκείνο το πειθήνιο όργανο, που, με την βοήθεια της C.I.A. και του αμερικανικής κατασκευής και επιρροής κινήματος του Fethullah Gülen, ανέδειξαν, ως πρωθυπουργό, οι Αμερικανοί, το 2002. Τότε, τα όργανα της αμερικανικής κυβέρνησης κατάφεραν να επιβάλουν τον Recep Tayyip Erdoğan, στους πασάδες της Άγκυρας, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσουν, ως υπόδειγμα, στους σχεδιασμούς τους, για την ανατροπή του σκηνικού, στις χώρες της Μέσης Ανατολής, έχοντας, ως δεδομένο τον έλεγχό του, από το κεμαλικό στρατιωτικό κατεστημένο. Τώρα, τα πράγματα έχουν ανατραπεί, πλήρως, αν και η ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας, στις 20 του τρέχοντος μηνός, από τον Donald Trump, αλλάζει τα δεδομένα των τρεχουσών ισορροπιών.
Με δεδομένη την συμμαχία του, με την Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Recep Tayyip Erdoğan δεν πρόκειται να αγνοήσει τα δικά της συμφέροντα, στην περιοχή. Και τα ρωσικά συμφέροντα είναι, απολύτως, αντίθετα, με την νατοποίηση της Κύπρου - εκτός, εάν τα ανταλλάγματα, που θα δώσουν στον Ρώσο πρόεδρο, οι Δυτικοί, θα είναι τέτοια και τόσο μεγάλα, ώστε ο Βλαντιμίρ Πούτιν και οι συν αυτώ, να αποδεχτούν την πλήρη κυριαρχία των νατοϊκών, στην μεγαλόνησο.
Φυσικά, τέτοια ανταλλάγματα οι Δυτικοί δεν θέλουν και δεν μπορούν να τα δώσουν. Δεν υπάρχουν, ή, έστω, - εάν υπάρχουν - δεν είναι, προς το παρόν, ορατά.
Από την άλλη πλευρά, παρά το μεγάλο οικονομικό δέλεαρ της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων του φυσικού αερίου των κυπριακών θαλάσσιων οικοπέδων και τα προφανή συμφέροντα και της επερχόμενης νέας αμερικανικής διοίκησης του Donald Trump και του Rex Wayne Tillerson, στελέχους του πετρελαϊκού κολοσσού της Exxon Mobil, τον οποίο ο εκλεγμένος Αμερικανός πρόεδρος προορίζει, ως υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του, ο Recep Tayyip Erdoğan δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο να αποδεχθεί μια συγκυριαρχία, με την Ε.Ε., στην Κύπρο και ιδιαίτερα, στο βόρειο τμήμα της, που κατέχεται, από τον τουρκικό στρατό και του οποίου την οικονομία ελέγχει πλήρως, η Άγκυρα.
Με δεδομένη την ανταγωνιστική αδυναμία της τουρκοκυπριακής οικονομίας (μόνο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της θα χρειασθούν, γύρω, στα 6 δισ. €), είναι σαφές ότι αυτή θα καταρρεύσει και προφανώς, είναι οι Ελληνοκύπριοι, που θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος.
Αλλά δεν θα είναι, μόνο, οι Ελληνοκύπριοι - και οι Ευρωπαίοι -, που θα κληθούν να επιμερισθούν το κόστος αυτής της κατάρρευσης και την διαχείρισή της. Θα κληθεί και η Άγκυρα να συνεισφέρει, αφού η τουρκοκυπριακή οικονομία ελέγχεται, πλήρως, από αυτήν. Αν η τουρκική κυβέρνηση αρνηθεί να το πράξει, θα βρεθεί ενώπιον του ζητήματος της αποδοχής της αποσωλήνωσης της οικονομίας των Τ/Κ, από την τουρκική οικονομία. Και αυτό, από ένα όριο και πέρα, οποιαδήποτε κυβέρνηση, στην Άγκυρα, δεν μπορεί να το δεχθεί, χωρίς να σκεφθεί το κόστος της απομάκρυνσης της Τουρκίας και των στρατευμάτων της, από το νησί.
Φυσικά, η Άγκυρα, μπορεί να προβεί, στην επιλογή της επίδειξης χαοτικών συμπεριφορών, ως πολιτική ωμών εκβιασμών, προς την Ε.Ε. Αυτό, ουδόλως, αποκλείεται, όσο η ίδια δεν βλέπει την προοπτική ένταξης της Τουρκίας, στην Ε.Ε., προκειμένου να μπορεί να εκβιάζει τους "Ευρωπαίους" και να τους επιβάλει τις θελήσεις της, από πολύ καλύτερες, για την ίδια, θέσεις. Γι' αυτό και η ένταξη, στην Ε.Ε., έχει παύσει να αποτελεί προτεραιότητα, για την τουρκική ελίτ.
Αλλά το τί θα πράξει η Άγκυρα είναι δικός της λογαριασμός. Με τα παρόντα δεδομένα και τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να απορρίψουν την οποιαδήποτε συμφωνία, που θα καταλύει το τωρινό κυπριακό κράτος, στο οποίο, νομίμως, κυριαρχούν.
Οι απόγονοι των Αχαιών, που κατοικούν, στην Κύπρο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, πρέπει να αντέξουν. Πρέπει να το πράξουν, προς χάρη και του σύνοικου στοιχείου, στο νησί - των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι , όπως είπαμε, αποτελούν, πλέον, μειοψηφία, μέσα στην τουρκική κοινότητα, που έχει διαμορφώσει, με την εποικιστική της πολιτική, η Άγκυρα, αφού, στον υπολογιζόμενο πληθυσμό των 220.000 Τούρκων, οι Τουρκοκύπριοι έχουν περιορισθεί, σε έναν αριθμό, ο οποίος βρίσκεται, κάτω από τις 100.000.
Οι Ελληνοκύπριοι, λοιπόν, πρέπει να αντέξουν. Διότι, εάν δεν αντέξουν, απλώς, σε βάθος χρόνου (του οποίου η έκταση, ιστορικά, καθίσταται αδιάφορη, όσο μεγάλη και αν είναι), θα εξαφανισθούν.
Προηγουμένως, όμως, θα έχει ανοίξει, για την Τουρκία, ο δρόμος, για την κατάληψη της Θράκης και της ανατολικής περιοχής του Αιγαίου. Συμπεριλαβανομένων και των νησιών αυτής της περιοχής...
Σχόλια