Η.Π.Α. και Δύση : Θα συνετισθούν, ή θα σφαλιαρισθούν; (Μια συγκριτική ανασκόπηση των αδιέξοδων παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών από το 1914, μέχρι σήμερα, μέσα από την κριτική των αφελών οικονομιστικών ιδεολογημάτων του Norman Angell και την ανύπαρκτη επικράτηση του "ελεύθερου εμπορίου", έναντι της γεωστρατηγικής και της γεωπολιτικής).
Σεπτέμβριος 2013 : Και μόνο η άποψη ότι το ΝΑΤΟ στοχεύει το Ιράν και όχι την Ρωσία, με την επιδιωκόμενη εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων, στην ανατολική Ευρώπη, κάνει τον Βλαντιμίρ Πούτιν να γελάει ασταμάτητα, στέλνοντας τα δικά του σαφή μηνύματα, στις Η.Π.Α. Ο Ρώσος πρόεδρος γνωρίζει, πάρα πολύ καλά, το παιχνίδι της γεωπολιτικής, την δυναμική των γεωστρατηγικών ισορροπιών και την, πάντοτε, απαραίτητη στρατιωτική ισχύ. Μπορεί οι προκάτοχοί του (ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και ο Μπόρις Γέλτσιν και οι ελίτ, που αυτοί εκπροσωπούσαν), να είχαν πιστέψει, στην αμερικανικής εμπνεύσεως και καθοδηγήσεως, ιδεολογική φενάκη της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, όμως, τα αδιέξοδα, στα οποία ενεπλάκη η μετασοβιετική Ρωσία και η ραγδαία υποβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας αυτής, δίδαξαν την ρωσική ελίτ πολλά, γύρω από την διαχρονική αξία της γεωπολιτικής, της γεωστρατηγικής και της στρατιωτικής ισχύος. Το γεγονός ότι αυτή η συνειδητοποίηση και η επακόλουθη ριζική αλλαγή της διεθνούς πολιτικής του ρωσικού κράτους συμβαδίζει, με την αποδιοργανωτική κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης, μπορεί να είναι τυχαίο, αλλά η αλήθεια είναι ότι ανατροφοδοτεί και ενισχύει τις διαδικασίες εντροπίας του διεθνούς συστήματος, που προπαγάνδισαν και επέβαλαν οι δυτικές ελίτ, με προεξάρχουσα την αμερικανική. Έτσι, για μία ακόμη φορά, μετά το 1914, οι παγκοσμιοποιητικοί μηχανισμοί και η συναφής ιδεολογία του, εν τοις πράγμασι, ψευδεπίγραφου "ελεύθερου εμπορίου", που δικαιολογεί την παρουσία τους, οδηγούνται, προς την παταγώδη αποτυχία και την (πιθανώς, χαοτική) διάλυση. Το εάν αυτή η αποσαρθρωτική διαδικασία του χαλασμού των αμερικανόπνευστων παγκοσμιοποιητικών θεσμών, θα συνοδευτεί, όπως και τον Αύγουστο του 1914, από μια πλανητική σύρραξη, είναι κάτι, το οποίο, αν και μπορεί να καθίσταται, ολοένα και περισσότερο πιθανό, δεν είναι, όμως, βέβαιο. Και φυσικά, δεν είναι αναπότρεπτο. Είναι κάτι, που μένει να δούμε. Είτε εμείς, είτε αυτοί, που θα έλθουν, μετά, από εμάς...
Όσο περνάει ο καιρός, οι εξελίξεις στην διεθνή κατάσταση, με κυρίαρχη την αποδιοργανωτική κατάρρευση, σε ρυθμούς μιας, σταδιακά, επιταχυνόμενης slow motion, της σύγχρονης διαδικασίας παγκοσμιοποίησης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κάτι το πολύ δυσάρεστο πρόκειται να συμβεί, σε αυτό το, πλανητικής εμβελείας, στρατόπεδο, που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε και να αποκαλούμε Δύση. Οι Δυτικοί, όπως φαίνεται, θα δεχθούν ένα πολύ ισχυρό ράπισμα, το οποίο, πιθανότατα, θα τους το δώσει η Ρωσία, στην Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ, όπου οι Δυτικοί, με επί κεφαλής τις Η.Π.Α. του Barack Obama και της Hillary Clinton, εξαπέλυσαν την αποτρόπαιη, μεσαιωνική και ανοσιουργηματική δράση των σουνιτών τζιχαντιστών, ή στην Ουκρανία (και όχι, μόνον, σε αυτά τα μέτωπα του πλανήτη, αλλά και οπουδήποτε αλλού), αν και δεν είναι η μόνη πιθανή δύναμη, που θα προβεί, σε αυτή την ενέργεια.
Πέρα από την Ρωσία, ή/και σε συνδυασμό, με αυτήν, το ηχηρό ράπισμα, στις Η.Π.Α. και στους δυτικούς και λοιπούς συμμάχους τους, μπορεί να δοθεί, από την Κίνα, για τα νησιά Σπράτλυ και για την κυριαρχία στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ή στην Κορεατική χερσόνησο, με ενδιάμεσο την κινεζική μαριονέτα του Κιμ Γιόνγκ Ουν και την αυτόχθονη στρατοκρατική γραφειοκρατία του (κομμουνιστικού) Κόμματος Εργασίας της Κορέας, που κυβερνά την ομώνυμη "Λαϊκή Δημοκρατία", ή στην Συρία, για τα πετρέλαια του Ιράν και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
Με λίγα λόγια, οι δυτικές δυνάμεις (κυρίως, το ΝΑΤΟ, οι Η.Π.Α. και αυτό, που αποκαλείται "Ευρώπη") πρόκειται να σφαλιαρισθούν, εάν δεν συνετισθούν.
Αυτό, φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να συμβεί, σύντομα, αν και κάτι τέτοιο, ουδόλως, αποκλείεται. Μπορεί, κάλλιστα, να συμβεί, κάποια στιγμή, η οποία να απέχει πολύ, από τις ημέρες μας και να προκύψει, όταν οι ηγετικές ελίτ των χωρών αυτών, που επανέρχονται και ανέρχονται, στην παγκόσμια σκηνή, θα αισθάνονται ότι μπορούν να προβούν, σε μια τέτοια πράξη, με την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια και από θέση ισχύος, έναντι του δυτικού συνασπισμού.
Πάμε, λοιπόν, για πόλεμο;
Είναι, πολύ πιθανό.
Πόσο πιθανή είναι μια διεθνής, μια παγκόσμια σύρραξη;
Υπό άλλες συνθήκες, μάλιστα και σε παλαιότερες εποχές, θα στοιχημάτιζα, για μια τέτοια εξέλιξη.
Και πόσο αυτή η παγκόσμια σύρραξη, αν υπάρξει, μπορεί να καταστεί ανεξέλεγκτη, με την χρήση πυρηνικών όπλων, η οποία, εκ των πραγμάτων και λόγω της φοράς των εξελίξεων, θα μπορούσε να οδηγήσει, σε έναν γενικευμένο πυρηνικό όλεθρο;
Εύκολα. Και μάλιστα, πολύ εύκολα. Και πάντως, πολύ πιο εύκολα, από όσο η μεγίστη, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρωπίνων κοινωνιών του πλανήτη μας νομίζει.
Φυσικά, ένας τέτοιος πόλεμος δεν είναι μοιραίος, ούτε αναπόφευκτος (και φυσικά, η σφαλιάρα, για την οποία μιλώ και την οποία, κατά πάσα πιθανότητα, θα εισπράξουν οι Δυτικοί, αν δεν συνετισθούν, δεν οδηγεί, απαραίτητα, στον παγκόσμιο πόλεμο), αλλά, λίγα χρόνια, πριν και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη πιο πίσω, ένα τέτοιο πακέτο ερωτημάτων ήταν, εκτός συζητήσεως.
Μέχρι τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας, οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί, στα σοβαρά και πιθανότατα, απλώς και μόνον, η θέση αυτών των ερωτημάτων, ως αντικειμένου, για την διεξαγωγή μιας τέτοιας συζήτησης, θα προξενούσε θυμηδία.
Ο λόγος, για τον οποίο, τα ερωτήματα, που αφορούν την πιθανότητα μιας παγκόσμιας σύρραξης, με την χρήση τακτικών, ή/και στρατηγικών πυρηνικών όπλων, δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν, ως σοβαρά και να τεθούν, μέχρι το 2010, υπό διερεύνηση και ως θέματα, σε μια δημόσια συζήτηση φαίνεται ότι είναι προφανής και σε κάθε περίπτωση, αληθοφανής.
Ο φαινόμενος, ως προφανής και αληθοφανής αυτός λόγος είναι ένας λόγος, καθαρά, πολιτικός, ο οποίος - υποτίθεται ότι - προσδιόριζε, ως απίθανους, τέτοιους πολέμους και ο οποίος έχει να κάνει, με την, επί μακρόν, εγκαθιδρυμένη και παγιωμένη ύπαρξη της τεράστιας μονοκρατορικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος του αμερικανικού κράτους, η οποία καθιστούσε, περίπου, ακαταμάχητη και σε κάθε περίπτωση, συντριπτική, την πλανητική υπεροχή των Η.Π.Α., απέναντι, σε κάθε έθνος, ξεχωριστά, την ίδια στιγμή, που δεν υπήρχε, ούτε και μπορούσε να σχηματισθεί κάποια ουσιαστική και διατηρήσιμη διεθνής συμμαχία, ενάντια στην αμερικανική υπερδύναμη και στους συμμάχους της.
Δεν θα σταθώ, εδώ, στις προσωπικές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, που, πάντοτε, είχα, λόγω της διαχρονικής ανασχετικής παρουσίας της μετασοβιετικής Ρωσίας, ως στρατιωτικής και κατά βάση και προτεραιότητα, πυρηνικής υπερδύναμης, όσον αφορά την απολυτότητα της παραπάνω συμπερασματικής διαπίστωσης, η οποία, για πολλούς, ισχύει, ακόμη. Και αυτό, διότι η πεποίθηση αυτή δεν στερείται βάσεως. Αποτελεί και περιγράφει ένα τμήμα της πραγματικότητας, που ζήσαμε και ζούμε, μετά την λήξη της παλαιάς μορφής του Ψυχρού Πολέμου και την αυτοδιαλυτική διαδικασία κατάρρευσης της "Ε.Σ.Σ.Δ.". Πράγματι η πλανητική ισορροπία δυνάμεων καθοριζόταν, μέχρι το 2010 - και εξακολουθεί, ακόμη, σε έναν ολοένα και φθίνοντα βαθμό, να καθορίζεται - από την έμπρακτη ηγεμονία της αμερικανικής υπερδύναμης.
Βέβαια, κανένας δεν ξέρει πόσο θα διαρκέσει αυτή η φθίνουσα, πλέον, ηγεμονία, αν και οι συνθήκες, μέσα στις οποίες θα τερματισθεί, έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Όμως, η παγκόσμια κατάσταση είναι, μέχρι τώρα και θα παραμείνει, για πολύ καιρό, ακόμη, ρευστή και ασταθής, μή επιτρέποντας προφητείες και ασφαλείς προβλέψεις, αλλά αυτό, που αποτελεί, πλήρη βεβαιότητα, είναι το γεγονός, έως τις ημέρες μας και για απροσδιόριστο (πλην όμως, φθίνον) χρονικό διάστημα, μετά από αυτές τις ημέρες, ότι η ειρήνη, μετά το τέλος του παλαιού Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε αποτέλεσμα αυτής της φαινόμενης, ως, περίπου, απόλυτης πρωτοκαθεδρίας και υπεροχής των Η.Π.Α. και όχι η ανύπαρκτη οικονομική συνεργασία πολλών ισότιμων κρατών. Η ηγεμονία του, κατά πολύ, υπέρτερου, από όλους τους άλλους, μαζύ και οι όροι, που αυτός ο υπέρτερος επέβαλε και τους οποίους οι άλλοι αποδέχτηκαν, αποτέλεσαν την βάση της μεταψυχροπολεμικής ειρήνης.
Οι Η.Π.Α., κερδίζοντας τον Ψυχρό Πόλεμο, επέβαλαν και το είδος της ειρήνης, που ήθελαν (και στην πραγματικότητα, εκείνη την ειρήνη, που, εκ των πραγμάτων, ήσαν υποχρεωμένες να θέλουν).
Όπως είπαμε, αυτή η διαπίστωση αποτελεί ένα μέρος της πραγματικότητας. Μπορεί, βέβαια, το τμήμα αυτό να είναι - και είναι - πολύ σημαντικό, αλλά δεν παύει να αποτελεί, μόνον, ένα μέρος αυτής της πραγματικότητας, που προσπαθούμε να περιγράψουμε και ως εκ τούτου, όπως κάθε μέρος ενός συνόλου, δεν μπορεί να δώσει την συνολική εικόνα της επικρατούσας γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής κατάστασης, στον πλανήτη.
Τις όποιες επιφυλάξεις μου, για τις διαπιστώσεις, που αφορούσαν την υποτιθέμενη, ως ακαταμάχητη αμερικανική υπεροχή (η οποία, ομολογουμένως, ήταν και παραμένει τεράστια), δεν θα τις εκφράσω, στην συνέχεια. Τις έχω εκφράσει, σε άλλα παλαιότερα κείμενά μου, αλλά, εδώ, πρέπει να παρατηρήσω ότι, στις διεθνείς συζητήσεις, που ακολούθησαν τον τερματισμό της παλαιάς μορφής του Ψυχρού Πολέμου και με τις οποίες οι διάφοροι συζητητές (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, οικονομικοί παράγοντες, στρατηγικοί, αλλά και πάσης φύσεως αναλυτές), προσπαθούσαν να προσδιορίσουν τις αιτίες της μακράς μεταψυχροπολεμικής ειρήνης, δεν ήταν η παρουσία της αμερικανικής μονοκρατορικής ισχύος εκείνη, που εντοπίστηκε, ως η κύρια αιτία, που κατέστησε ανέφικτη και εκτός ημερησίας διατάξεως, μια πλανητική πυρηνική σύρραξη.
Η επικράτηση των δογμάτων του σύγχρονου παγκοσμιοποιητικού νεοσυντηρητικού κεϋνσιανού φιλελευθερισμού, εμφάνισε, ως ανενεργές και ξεπερασμένες, τις βασικές αρχές της γεωπολιτικής και της γεωστρατηγικής, προκειμένου οι υποστηρικτές των δογμάτων αυτών να δώσουν την πρωτοκαθεδρία, ως προς τον προσδιορισμό των παγκόσμιων εξελίξεων, στην υποτιθέμενη, ως "καθαρή" οικονομία και τους νόμους της, μακριά, από τις υπάρχουσες πλανητικές πολιτικές και στρατιωτικές ισορροπίες.
Για την διεθνή μπατιροτραπεζοκρατία και τους κάθε λογής υπηρέτες και υποτακτικούς της, η σημερινή αχανής έκταση της συνολικής οικονομίας του πλανήτη και οι πολύπλοκοι δεσμοί, που την συγκροτούν και την συνέχουν, μέσα από την, ολοένα και περισσότερο, επεκτεινόμενη και εντεινόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, οι ταχύτατες, πυκνές και γρήγορες επικοινωνίες και πάνω απ' όλα, ο υπερδιεθνής και φαινομενικά, παρουσιαζόμενος, ως λειτουργικός και ενιαιοποιητικός χαρακτήρας του επίσημου και του παράλληλου σκιώδους τραπεζικού και εν γένει, του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχουν αντικαταστήσει την παραδοσιακή πολιτική ισχύ, καθώς και την στρατιωτική πυγμή των πολιτικών ελίτ των, επί μέρους κρατών, καθιστώντας ανεπίκαιρη και ατελέσφορη την πρωτοπορειακή υπεροχή και επιρροή τους, στις ευρύτερες διεθνείς σχέσεις.
Έτσι, σύμφωνα, με την παγκοσμιοποιητική λογική - δηλαδή την κυρίαρχη ιδεολογία - της διεθνούς τραπεζοκρατίας, η οποία στηρίζει και στηρίζεται, στην, περίπου, απόλυτη κυριαρχία της οικονομίας, επί της γεωπολιτικής, της γεωστρατηγικής και της συναφούς, με αυτές στρατιωτικής δύναμης, όλα τα κράτη και όλες οι οικονομίες των, επί μέρους, χωρών, είτε αυτές έχουν λιλιπούτειο, μικρό, ή μεσαίο μέγεθος, μπορούν να μετατραπούν, σε, περίπου, πλήρεις και ενεργούς ανταγωνιστές (ακόμη και νικητές) των παλαιών μεγάλων εθνών και κρατών, επί τη βάσει των λογιζόμενων, ως αντικειμενικών, κανόνων της παγκόσμιας "ελεύθερης αγοράς" του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, είτε αυτά είναι τα παλαιά μεγάλα κράτη της Ευρώπης, είτε οι ίδιες οι Η.Π.Α., είτε η, πάντοτε, υπολογίσιμη Ρωσία, είτε η αναδυόμενη, ως μέλλουσα πλανητική υπερδύναμη, Κίνα.
Φυσικά, αυτή η, οικονομιστικού περιεχομένου, παγκοσμιοποιητική ιδεολογία των χρηματοπιστωτικών και των ευρύτερων οικονομικών ελίτ του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, που άνθισε, στην δεκαετία του 1980 και κυριάρχησε, αδιαλείπτως, από την δεκαετία του 1990, μέχρι τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, που διανύουμε, πάνω στα ερείπια της "Σοβιετικής Ένωσης" και του "υπαρκτού σοσιαλισμού", υπήρξε και παραμένει, ως μια συνειδητή ψευδοσυνειδησιακή κατασκευή, μια απάτη και μια αυταπάτη.
Αυτό συμβαίνει, όχι, γιατί η συγκεκριμένη οικονομιστική και οικουμενιστική παγκοσμιοποιητική ιδεολογία των χρηματοπιστωτικών και των λοιπών καπιταλιστικών ελίτ υπήρξε, καθ' ολοκληρίαν, ψευδής, αφού καμμία ιδεολογία δεν αποτελείται, μόνον, από ψεύδη και τούτο, επειδή, πάντοτε, οι κυριαρχούσες ιδεολογίες, σε όλα τα χρονικά και χωρικά μήκη και πλάτη, παράγουν και συγκροτούν - λιγότερο, ή περισσότερο - λειτουργικούς θεσμούς, οι οποίοι τις στηρίζουν, ακόμη και όταν οι θεσμοί αυτοί απέχουν έτη φωτός, από την όποια ιδεολογία, που τους συνέχει και τους νομιμοποιεί, καθιστώντας την ιδεολογία αυτή ένα αναπόσπαστο τμήμα της πραγματικότητας, η οποία συνδιαμορφώνεται και προσανατολίζεται, από αυτή την συγκεκριμένη μορφή και έκφραση της ανθρώπινης ψευδούς συνειδήσεως, στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων εκείνων των κοινωνικών ομάδων (των ελίτ), που την συγκροτούν και την - ή επιχειρούν να την - επιβάλουν, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, καλά, ως κυρίαρχη ιδεολογία.
Αυτή την οικονομιστική παγκοσμιοποιητική ιδεολογία, στην επίσημη και κυριαρχούσα δυτική εκδοχή της, οι έμπρακτοι υποστηρικτές της, δηλαδή οι κύριοι κατασκευαστές της, οι οποίοι, όπως έχουμε, πολλές φορές πει, είναι οι αμερικανικές ελίτ, που εκφράζουν το βαθύ αμερικανικό κράτος και τα συμφέροντα αυτών των ελίτ και του κράτους αυτής της πλανητικής και έως πρόσφατα, μονοκρατορικής υπερδύναμης, προσπαθούν να συγκρατήσουν, με κάθε μέσο, στην ζωή.
Και αυτό επιμένουν να το επιχειρούν, αν και, στην πράξη, οδηγούνται και οι ίδιοι, στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αποδεχθούν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του τερματισμού του βίου της, υπό την παρούσα μορφή της και να την ανασυγκροτήσουν, αποδεχόμενοι τον περιορισμό και την συρρίκνωσή της, στα πλαίσια της (ανα)συγκρότησης του πλανητικού συνασπισμού της Δύσης και των συμμάχων της, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Στην πραγματικότητα, όμως, μετά την τεράστια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι αμερικανικές ελίτ βλέπουν ότι αυτή η ψευδοσυνειδησιακή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, ως εργαλείο έκφρασης και διεύρυνσης των συμφερόντων τους, ασθμαίνει, καθίσταται ατελέσφορη και αντιπαραγωγική. Έτσι, ουσιαστικά, οι ελίτ του βαθέος αμερικανικού κράτους αντιλαμβάνονται ότι, στις ημέρες μας και στους νέους καιρούς, που ακολουθούν, η παγκοσμιοποίηση έφθασε, προ πολλού, στον τερματισμό της χρησιμότητάς της. Η ψυχρή και ρεαλιστική αυτή διαπίστωση τις οδηγεί, στην παράκαμψη και στην κατακρήμνιση των έμπρακτων θεσμικών και λοιπών - λειτουργικών και μη - παγκοσμιοποιητικών κατασκευών, που δημιούργησαν, σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Δηλαδή, με λίγα λόγια, οι κυβερνήτες της Ουάσινγκτων προτίθενται και ετοιμάζονται, πυρετωδώς, να εγκαταλείψουν το δημιούργημά τους.
Ως εκ τούτου, η παγκοσμιοποίηση, που γνωρίσαμε, μέχρι τώρα, έφαγε τα ψωμιά της. Και το χειρότερο, για τις Η.Π.Α. (και την Δύση), είναι ότι αποδείχτηκε ότι υπήρξε και χρησιμοποιήθηκε, ως ένα όχημα, το οποίο, στην πράξη, δυνάμωσε τους ανερχόμενους αντίπαλους της αμερικανικής υπερδύναμης, πολύ περισσότερο, από αυτήν και τους δυτικούς συμμάχους της.
Ακόμη, περισσότερο, μάλιστα, που αυτό, το οποίο αποκαλούμε "Ευρώπη" και ο "υπαρκτός ευρωπαϊσμός", ως η μερική/τοπική εκδοχή της παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας, οδηγούνται, στην περιθωριοποίηση και σε ένα τοξικό πολιτικό και κοινωνικό μαρασμό, αφού μία από τις επιπτώσεις της συρρίκνωσης και της διάσπασης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, ενδέχεται να είναι η συρρίκνωση και η διάσπαση όχι μόνο της ευρωζώνης, αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, η φθίνουσα ισχύς της σύγχρονης δυτικής παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας του (ψευδο)φιλελεύθερου οικονομισμού, στην ουσία, δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να εκφράζει την φθίνουσα πορεία της αμερικανικής μονοκρατορικής υπεροχής και την αργή και βασανιστική, αλλά και αναπότρεπτη, πλέον, παραγκώνισή της, μέσα από τις "κανονικές συνθήκες", που προβλέπει το κλασικό παγκοσμιοποιητικό σχέδιο, που κατασκεύασαν, ως παγκόσμιο οδηγό και χάρτη διακρατικών συμπεριφορών, οι αμερικανικές ελίτ, εκμεταλλευόμενες την αναμφισβήτητη δική τους πρωτοκαθεδρία και την επιβοηθητική, συμπληρωματική και προνομιακή παρουσία των Δυτικών τους συμμάχων, είτε αυτοί βρίσκονται, στην Ευρώπη, είτε στην Μέση και Άπω Ανατολή, είτε στην Αυστραλία, ή στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο.
Ότι, ευθύς εξ αρχής, αυτή η, οικονομιστικού περιεχόμενου, παγκοσμιοποιητική ιδεολογία των αμερικανικών ελίτ, την οποία υιοθέτησαν, απνευστί και οι ευρωπαϊκές ελίτ, ήταν ψευδής, επειδή ήταν αναληθής και εξωπραγματική, ως προς τα κύρια δόγματα, που την συγκροτούν, μπορεί να μην ήταν, ευρύτερα, εύκολο να διαπιστωθεί, αλλά, για μένα (όπως και για άλλους), αυτό το συμπέρασμα ήταν ηλίου φαεινότερο.
Φυσικά και για τις αντίπαλες των Δυτικών ελίτ, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να τεθούν, υπό τον αμερικανικό και τον ευρύτερο ζυγό των χωρών της Δύσης, αποδεχόμενες την υπαγόρευση της συμπεριφοράς τους, από την Ουάσινγκτων, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατέστη φανερό αυτό το ψεύδος του προπαγανδιστικού σκέλους της αμερικανόπνευστης παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας, όπως, επίσης, ήταν γνωστή και η αναλήθεια των κύριων δογμάτων της.
Βέβαια, η κατανόηση αυτής της στυγνής πραγματικότητας δεν έγινε, με τους ίδιους ρυθμούς και με την ίδια ταχύτητα, σε όλους τους αντιπάλους της Δύσης. Άλλοι κατάλαβαν, αμέσως, που πάει η όλη υπόθεση, με την παγκοσμιοποίηση και φρόντισαν να την εκμεταλλευθούν, ενώ άλλοι άργησαν πολύ να το καταλάβουν.
Η ύστερη "σοβιετική" ελίτ, με τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και ακόμη περισσότερο η μετασοβιετική ρωσική ελίτ, με τον Μπόρις Γέλτσιν, αποδέχτηκαν την λογική της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, καθιστάμενες, αρχικά, ένα συνεργατικό εργαλείο της αμερικανικής πολιτικής. Στην συνέχεια, πολύ αργότερα και εκ των πραγμάτων, όταν οι Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ, είχαν περικυκλώσει την Ρωσία, παρά τις, περί του αντιθέτου, υποσχέσεις της Δύσης και εξ αιτίας της πείσμονος αντιρωσικής πολιτικής της Ουάσινγκτων, η οποία - και ορθά - ουδέποτε έπαυσε να θεωρεί την Ρωσία, ως τον πιο επικίνδυνο αντίπαλό της, η ρωσική ελίτ αντελήφθη ότι, τελικά και ο γιαλός ήταν στραβός και η ίδια λάθος αρμένιζε. Έτσι, υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Πούτιν άλλαξε ρότα και αφού ανασυγκροτήθηκε, αποφάσισε να κόψει τα πολλά-πολλά, με την Δύση και να κόψει τον βήχα των Αμερικανών, πρώτα, στην Συρία και στην συνέχεια, στην Ουκρανία.
Η κινεζική ελίτ αποδείχτηκε περισσότερο σοφή. Υπό την καθοδήγηση του μακαρίτη Ντενγκ Ξιάοπινγκ, κράτησε ανέπαφη την συγκεντρωτική εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και την απόλυτη εξουσία του κινεζικού κράτους, εντασσόμενη a la carte, στην διαδικασία της αμερικανόπνευστης παγκοσμιοποίησης, με έναν τέτοιον τρόπο, ο οποίος ωφέλησε την φρενήρη ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας και την ενδυνάμωση της εξουσιαστικής ελίτ της χώρας αυτής, διαβρώνοντας, σιγά-σιγά, την πλανητική κυριαρχία των Η.Π.Α. και καθιστώντας τον αρχικό εθνικό αμερικανικό σχεδιασμό, που στηριζόταν και είχε ως όχημα, την παγκοσμιοποίηση, ένα αντιπαραγωγικό εργαλείο, για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Έτσι, η παγκοσμιοποίηση, που ξεκίνησε, πάνω στα ερείπια της "Σοβιετικής Ένωσης", είναι, ήδη, ένα ετοιμοθάνατο ράκος, που περιμένει το οριστικό του τέλος.
Το γιατί συνέβη αυτό καθίσταται κατανοητό, εάν γνωρίζουμε και εάν θυμηθούμε το απλούστατο γεγονός ότι δεν είναι η πρώτη φορά, που κάνει την εμφάνισή του, στο διεθνές στερέωμα, αυτό το συνονθύλευμα των παγκοσμιοποιητικών ιδεών, που δίνει την, περίπου, πλήρη, κυριαρχία, στην οικονομία και στα οικονομικά κίνητρα, ως αιτιών, που προσδιορίζουν, πρωταρχικά, την κοινωνική και την διακρατική συμπεριφορά. Αυτό το παρδαλό ιδεολογικό ανοησιολόγημα, έχει εμφανισθεί και στο μακρινό παρελθόν, με την ίδια, ακριβώς, συγκρότηση, το ίδιο περιεχόμενο, την ίδια επιχειρηματολογία και τις ίδιες, ακριβώς, αξιώσεις.
Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, στις οικονομίες του νεώτερου και νεωτερικού καπιταλιστικού, έχει ένα μακρύ παρελθόν. Και αυτό το παρελθόν είναι γεμάτο από παταγώδεις αποτυχίες, οι οποίες υπήρξαν, αρκούντως, αιματηρές. Μάλιστα, η τελευταία παγκοσμιοποιητική διαδικασία, πριν από την σύγχρονη γραφειοκρατική καπιταλιστική εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία ξεκίνησε, μετά τα μέσα και προς τα τέλη του 19ου αιώνα (κάπου, στα 1860) υπήρξε, απολύτως, καταστροφική, αφήνοντας πίσω της, ερείπια, αφού το 1914 ξεκίνησε ο πρώτος ευρωπαϊκός πόλεμος, ο οποίος, γρήγορα, μετατράπηκε, σε παγκόσμιο, για να λήξει, προσωρινά, αφήνοντας παλαιές και δημιουργώντας νέες εκκρεμότητες, την ίδια στιγμή, που, στις αποκαλούμενες "πολιτισμένες" κοινωνίες, έβγαινε, στην επιφάνεια, κάθε τι το χείριστο, με φυσικό αποτέλεσμα την γρήγορη διεξαγωγή ενός δεύτερου ευρωπαϊκού πολέμου, ο οποίος και πάλι, μετατράπηκε σε παγκόσμιο, ο οποίος υπήρξε απείρως, περισσότερο απεχθής και αιματηρός, από τον προηγούμενο.
Πριν από εκείνη την απίστευτη και αναπάντεχη - για τα μέτρα εκείνης της εποχής - καταστροφή, η οποία θα είναι μια σκέτη παιδική χαρά, μπροστά, σε αυτό, που θα ακολουθήσει, εάν η επερχόμενη κατάρρευση και η συρρικνωτική αναδιάταξη της σύγχρονης διαδικασίας παγκοσμιοποίησης, πυροδοτήσει έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, ο, παιδαριωδώς, αφελής παγκοσμιοποιητικός οικονομισμός των χρηματοπιστωτικών και των λοιπών οικουμενιστικών καπιταλιστικών κύκλων, ως ένας αισιόδοξος ντετερμινισμός, σε αντιπαράθεση, με τον απαισιόδοξο, για την τύχη του καπιταλισμού, οικονομικό ντετερμινισμό του Karl Marx και των μαρξιστών, έκανε θραύση.
Φυσικά, οι, τότε, κυριαρχούσες, στους καπιταλιστικούς κύκλους, ιδέες της παγκοσμιοποίησης, δεν είχαν την οργανωμένη, συστηματικοποιημένη και στοχευμένη στήριξη των αμερικανικών ελίτ και κυρίως, του αμερικανικού κράτους, το οποίο, άλλωστε, αν και αναδυόμενο, ως παγκόσμια δύναμη, δεν είχε τις δυνατότητες, ούτε τις φιλοδοξίες του σημερινού κρατικού μηχανισμού της, πέραν του ατλαντικού, υπερδύναμης. Βέβαια, οι ιδέες της παγκοσμιοποίησης. εκείνη την εποχή, είχαν την ενθάρρυνση της Βρετανίας και αυτό το γεγονός τους έδινε μια επιπρόσθετη δύναμη, αλλά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βρετανικός λέων, αν και ήταν παγκόσμια δύναμη, βρισκόταν, στην δύση του.
Παρά ταύτα, όμως, οι ιδέες του παγκοσμιοποιητικού οικονομισμού είχαν κατακτήσει ολοένα και διευρυνόμενα στρώματα των διεθνών καπιταλιστικών ελίτ, με πρώτους και "καλύτερους" τους τραπεζίτες και την τεχνοδομή των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και την βιομηχανική και λοιπή ελίτ, που δραστηριοποιούνταν, στο διεθνές εμπόριο, με αποτέλεσμα όλοι αυτοί να βλέπουν το μέλλον, με μια άμετρη και ασύλληπτης έκτασης, αισιοδοξία, για την τύχη του καπιταλισμού και των κερδών όλων τους. Και φυσικά, η αισιοδοξία αυτή βρήκε και τους απαραίτητους θεωρητικούς θεμελιωτές και εκλαϊκευτές.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, έρχεται, στην μνήμη μου, ο, παραπάνω εικονιζόμενος, ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης (17/8/1943 - 11/7/1998), ένας από τους αξεπέραστους αναλυτές της μεταψυχροπολεμικής γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής, τον οποίο χάσαμε, πρόωρα και αδόκητα, το καλοκαίρι του 1998 και, ο οποίος, σε μια εποχή, που όλοι είχαν μείνει εκστασιασμένοι, από την αμερικανική παντοκρατορία, ομνύοντας στην - και συνακόλουθα, προσκυνώντας την - διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, περιέγραφε τις ανακολουθίες και τα αδιέξοδα της σύγχρονης παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας.
Βέβαια, ο Παναγιώτης Κονδύλης μπορεί να μην την προσδιόριζε, ως εργαλείο υπεράσπισης και προώθησης των συμφερόντων των αμερικανικών ελίτ και ως όργανο έκφρασης του σκληρού πυρήνα του αμερικανικού κράτους, αλλά η όλη συλλογιστική του δεν ερχόταν, σε αντίθεση, με αυτό, που, εδώ, περιγράφω και στο οποίο πολλές φορές, στο παρελθόν, έχω αναφερθεί, προσδιορίζοντας την σύγχρονη οικονομιστική παγκοσμιοποιητική ιδεολογία της διεθνούς μπατιροτραπεζοκρατίας, ως ένα πολιτικοϊδεολογικό κατασκεύασμα των ελίτ των Η.Π.Α., οι οποίες σχετίζονται και εκφράζονται, με το βαθύ αμερικανικό κράτος και στις οποίες αυτό το πολιτικοϊδεολογικό εργαλείο χρησιμεύει, πρωταρχικά, για την διαιώνιση της αμερικανικής πλανητικής κυριαρχίας, με την συνεπικουρία των Δυτικών συμμάχων του αμερικανικού κράτους.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, μάλιστα, έκανε και μια εκτενή αναφορά, στον Βρετανό διεθνή αναλυτή Norman Angell και στο βιβλίο του "The Great Illusion", ("Η Μεγάλη Αυταπάτη"), το οποίο, μόλις δύο χρόνια, πριν από το ξεκίνημα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε θραύση, στους κύκλους των καπιταλιστικών ελίτ των Η.Π.Α. και της Ευρώπης, επειδή, με αυτό, ο συγγραφέας του προσδιόρισε, ως θύματα μιας μεγάλης ψευδαίσθησης, μιας αυταπάτης, εκείνους, οι οποίοι επέμεναν, "παλαιομοδίτικα" και θεωρούσαν ότι η αύξηση της ισχύος, της ανάπτυξης και της ευημερίας ενός πληθυσμού και των ελίτ, που τον εξουσιάζουν, εκκινεί και στηρίζεται, στους πολέμους και τις κατακτήσεις.
Η μεγάλη δημοφιλία, που κατέκτησαν, μεταξύ των καπιταλιστικών ελίτ εκείνης της εποχής, αυτό το βιβλίο και οι ιδέες, για τις οποίες μαχόταν και τις οποίες υπεράσπιζε, προφανώς προέρχονταν, από την αισιόδοξη προοπτική ενός ειρηνικού, ασφαλούς και αδιατάρακτου μέλλοντος, με μεγάλα κέρδη, για όλους, την οποία υπόσχονταν, αλλά η ίδια η ζωή ήταν, που απέδειξε ότι τα θύματα της μεγάλης αυταπάτης δεν βρίσκονταν, στην μεριά εκείνων, που ο συγγραφέας και το βιβλίο του, υπεδείκνυαν.
Έτσι, τελικά, θύματα μιας μεγάλης ιδεοληπτικής ψευδαίσθησης, για την οποία καταγγέλονταν, από τον Norman Angell, οι "παλαιομοδίτες" υπερασπιστές των κλασικών δογμάτων της γεωπολιτικής και της γεωστρατηγικής, που έδιναν βαρύτητα, στην ισχύ των κρατών και των πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ, που ασκούν την διοίκηση και την ύπατη εξουσία, σε έναν εθνικό κοινωνικό σχηματισμό, ο οποίος διαρθρώνεται και περιβάλλεται, από την υλική βία, έτσι, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται, από την κρατική ισχύ, δεν υπήρξαν οι καταγγελλόμενοι.
Θύματα της μεγάλης αυταπάτης - αυτής που οι ίδιοι καλλιέργησαν - υπήρξαν ο Norman Angell και εκείνοι οι ευρύτατοι χρηματοπιστωτικοί και οι, εν γένει, καπιταλιστικοί κύκλοι, οι οποίοι στήριξαν και εγκολπώθηκαν τις αφελείς, εν κατακλείδι, ιδέες του αισιόδοξου οικονομικού ντετερμινισμού, που ξεπήδησαν, μέσα από την παγκοσμιοποιητική διαδικασία της περιόδου, που προηγήθηκε, από το καταλυτικό έτος 1914 και τις οποίες επαγγέλλονταν και υπεράσπιζαν ο συγγραφέας και το βιβλίο του και προπαγάνδιζαν οι καπιταλιστικοί κύκλοι εκείνης της εποχής, έχοντας βρει και προωθήσει ένα χρήσιμο και εξυπηρετικό, για τους σκοπούς και τα συμφέροντά τους, κοινωνικό σχέδιο.
Όλον αυτόν τον ιδεοληπτικό σχεδιασμό των διεθνών καπιταλιστικών κύκλων ήταν, που διέλυσε και κονιορτοποίησε η έλευση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, μαζύ με την ίδια την διαδικασία της προπολεμικής παγκοσμιοποίησης, η οποία κατέρρευσε αυτοστιγμής και για μια πολύ μακρά χρονική περίοδο, η οποία έφθασε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, περιμένοντας την φαινομενική, έστω, κατάρρευση των κοινωνικών δαιμόνων, που ξεπήδησαν, μέσα από το τεράστιο κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό καμίνι του πολέμου εκείνου, έτσι όπως αυτή η κατάρρευση παρουσιάστηκε, με την αυτοδιάλυση της "Σοβιετικής Ένωσης", για να δώσει την θέση της, στην νέα και σύγχρονη παγκοσμιοποιητική διαδικασία, η οποία, ήδη, ασθμαίνει και οδηγείται, σε ένα συνταρακτικό και συνάμα εκρηκτικό τέλος.
Norman Angell (26/12/1872 - 7/10/1967). Ο θεωρητικός αφηγητής των αφελών ιδεολογημάτων της πρώτης παγκοσμιοποίησης, που βούλιαξε, τον Αύγουστο του 1914, στα βουρκώδη νερά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα κεντρικά και προσδιοριστικά, κυρίαρχα σφάλματα, στην θεωρητική ανάλυση του Norman Angell και των χρηματοπιστωτικών και λοιπών καπιταλιστικών κύκλων της εποχής εκείνης, τα οποία έδωσαν τα καίρια και θανατηφόρα πλήγματα, στην ιδεολογική κατασκευή του αισιόδοξου οικονομιστικού ντετερμινισμού της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, που προηγήθηκε του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ήσαν δύο.
Το πρώτο και πρωταρχικό σφάλμα, στην θεωρητική ανάλυση του Norman Angell (ένα σφάλμα, το οποίο υποβίβασε την απόπειρα του ανδρός να οικοδομήσει μια, προς απόδειξη, θεωρία, σε μια αγοραία και εν πολλοίς, ψευδοσυνειδησιακή κατασκευή - δηλαδή μια ιδεολογία, που ερχόταν να αιτιολογήσει και να δικαιολογήσει την κυρίαρχη συμπεριφορά και την καθημερινή πρακτική των χρηματοπιστωτικών και λοιπών καπιταλιστικών ελίτ), βρίσκεται, στην ρητή και κατηγορηματική πεποίθηση του συγγραφέα ότι η πολυπλοκότητα των διεθνικών και των παγκόσμιων οικονομικών σχέσεων, η φρενήρης ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, η επέκταση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της γενικής ευημερίας, που προκύπτει, εκ των πραγμάτων, από τις πολυπλόκαμες οικονομικές διασυνδέσεις, που αναδεικνύει η γοργή επέκταση του διεθνούς εμπορίου καθιστούν μη αναγκαίο, ασύμφορο, άχρηστο και επιζήμιο τον πόλεμο.
Έτσι, σύμφωνα, με τον Norman Angell και τους υποστηρικτές του, την χρήση της υλικής και φυσικής βίας, στις διακρατικές σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων και των συνασπισμών, στους οποίους αυτές συμμετέχουν, την αντικαθιστά η διεθνής και η διακρατική συνεργασία.
Ως διαπίστωση, η άποψη αυτή μπορεί να ήταν - και όντως, ήταν - ελκυστική, αλλά αυτό το γεγονός δεν ήταν αρκετό, για να την καταστήσει ρεαλιστική, αφαιρώντας τα εμφανή στοιχεία της αφέλειας, από τα οποία αυτή συγκροτείται. Κάθε άλλο.
Το δεύτερο (αλλά, ουδόλως, δευτερεύον) σφάλμα, στην θεωρητική κατασκευή του Norman Angell και των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης της περιόδου εκείνης βρίσκεται, στην σχηματοποιημένη πεποίθηση ότι το ισοζύγιο, ανάμεσα, στην γεωπολιτική/γεωστρατηγική ισχύ και την οικονομική δύναμη και κυριαρχία είχε, οριστικά, αντιστραφεί, με την τελική επικράτηση των νόμων της οικονομίας, τουλάχιστον, όσον αφορά τα πεδία δράσεως των διακρατικών σχέσεων, μεταξύ των αποκαλούμενων και προσδιοριζόμενων, ως "πολιτισμένων" χωρών, στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Αν και αυτή η θεωρητική τοποθέτηση, που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα, στην οικονομία και τους - υποτιθέμενους, ή πραγματικούς - νόμους της, έναντι της πολιτικής, φαίνεται ότι είναι περισσότερο σοβαρή, από την προηγούμενη, η οποία προσδιορίζει την διεξαγωγή των πολέμων, μεταξύ των "πολιτισμένων" κρατών, ως ασύμφορη και ζημιογόνα και για τον επιτιθέμενο και για τον αμυνόμενο, στην πραγματικότητα, περιέχει και αυτή τεράστιες ποσότητες αφέλειας.
Στο σύνολό τους και οι δύο αυτοί πυλώνες της συλλογιστικής των οπαδών της παγκοσμιοποίησης, εκείνης της εποχής, ήσαν εξωπραγματικοί και αποτελούσαν προϊόντα των προσωπικών και των ομαδικών ιδεοληψιών των μελών μιας διεθνούς καπιταλιστικής ελίτ, η οποία, στηριζόμενη, στην κοινωνική της θέση και στην επιτυχία της, ως κυρίαρχης τάξης, καλλιέργησε, πριν και κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στα μέλη της και στον συλλογικό εαυτό της, την οικουμενιστική και παγκοσμιοποιητική ιδεολογία της εποχής και η οποία, όπως αποδεικνύει η επαναφορά της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, από την δεκαετία του 1990, μέχρι τις ημέρες μας, παραμένει αναλλοίωτη, ως προς τους κεντρικούς (αλλά και τους, επί μέρους) πυλώνες της συγκρότησής της.
Φυσικά, η έκρηξη του πρώτου ευρωπαϊκού πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, η, απρόσμενα, μεγάλη διάρκειά του - παρά τις στερεές πεποιθήσεις όλων των πολιτικών και στρατιωτικών επιτελείων της εποχής, ότι οι πόλεμοι, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, δεν μπορούν να διαρκούν, επί πολύ, ακριβώς, επειδή η σύγχρονη οικονομία είναι πολύπλοκη και δεν το αντέχει - και η μετατροπή του, σε παγκόσμιο πόλεμο, διέλυσε το σύνολο όλων αυτών των αφελών παγκοσμιοποιητικών πεποιθήσεων.
Αυτό, που αποδείχτηκε, είναι ότι το παλαιό δόγμα "Η ανάγκη δεν γνωρίζει νόμους και κανόνες", παρέμενε και τότε, εν πλήρη ισχύ, αφού καμμία κυρίαρχη ελίτ οποιουδήποτε μεγάλου κράτους δεν πρόκειται να δεχθεί, χωρίς να αντιδράσει, την όποια μοίρα ή θέση, την οποία της επιφυλάσσει ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, το διεθνές εμπόριο, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και οι κανόνες της, εάν και όταν η μοίρα και η θέση αυτή είναι - ή κρίνεται ως - δυσμενής. Και φυσικά, τα μεγάλα κράτη και οι κυρίαρχες ελίτ θα χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα, προκειμένου, να αλλάξουν αυτούς τους συσχετισμούς, που κρίνονται, ή είναι δυσμενείς.
Κάπου, εδώ, λοιπόν, είναι, που υπεισέρχεται, η γεωπολιτική, η γεωστρατηγική και μαζύ τους, ο πόλεμος, ως πρόσφορο εργαλείο, για την αλλαγή των διεθνών συσχετισμών.
Και τούτο, διότι, ναι μεν, η Βρετανία του 1914, ως παλαιά πλανητική δύναμη, μπορούσε να στηρίζει τους διεθνείς κανόνες του ελεύθερου εμπορίου, αφού λειτουργούσαν, υπέρ της, αλλά, για την νεαρή Γερμανία, οι κανόνες αυτοί ήσαν άδικοι, αφού λειτουργούσαν, επί τη βάσει συσχετισμών, οι οποίοι είχαν διαμορφωθεί, στο παρελθόν και κρίνονταν, ως ξεπερασμένοι. Έτσι, μέσα από αυτό το πολύ απλό και ρεαλιστικό πρίσμα θέασης των διεθνών πραγμάτων, ο γενικευμένος πόλεμος μπορούσε και έπρεπε να θεωρηθεί, σε αντίθεση, με τις πεποιθήσεις των διεθνικών καπιταλιστικών ελίτ της εποχής εκείνης, ως σφοδρότατα πιθανός και ανά πάσα στιγμή, επικείμενος.
Προφανώς, βέβαια, βλέποντας, εκ των υστέρων, τις εξελίξεις, μπορούμε, εκ του ασφαλούς, να προβαίνουμε, σε αυτές τις διαπιστώσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι, σε αυτά τα συμπεράσματα, ήταν δυνατόν να καταλήξουν και οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης, στις δεκαετίες του 1900 και του 1910, αλλά επέλεξαν να μην το πράξουν. Και δεν το έπραξαν.
Αυτό, που δεν έπραξαν οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης, όμως, το έπραξαν τα κράτη και οι πολιτικοοικονομικές και στρατιωτικές ελίτ, που τα κυβερνούσαν. Έτσι, κατέληξαν, στα συμπεράσματα, που προαναφέραμε και το καλοκαίρι του 1914 άρχισαν τον μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο.
Αυτό, που αποτελεί ένα, αρκούντως, διασκεδαστικό, αλλά και πολύ σημαντικό, στην όλη υπόθεση, στοιχείο που αφορά την διεξαγωγή των πολέμων, μέσα, στις συνθήκες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, είναι ότι οι οικονομιστικές αντιλήψεις των παγκοσμιοποιητών, σαν τον Norman Angell, ήσαν εκείνες, που ενίσχυσαν τις πεποιθήσεις των πολιτικοστρατιωτικών κύκλων εκείνης της εποχής, για την αναγκαιότητα της διεξαγωγής του πολέμου.
Όπως, πολύ σωστά, λέει ο Παναγιώτης Κονδύλης ("Το εμπόριο του πολέμου", εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ" 28/9/1997) :
"Λίγοι γνωρίζουν σήμερα και ακόμη λιγότεροι θέλουν να το γνωρίζουν ότι η σχεδόν αναντίρρητη επικράτηση του επιθετικού στρατιωτικού δόγματος σε όλα τα ευρωπαϊκά Γενικά Επιτελεία προ του 1914 στηριζόταν στη γενική πεποίθηση ότι η οικονομική ζωή είχε γίνει τόσο περίπλοκη και ευαίσθητη, ώστε δεν σηκώνει μακρό πόλεμο, άρα ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί επιθετικά και να έχει γρήγορη έκβαση. Στη Γερμανία αυτό το είχε πει ήδη ο Moltke, αλλά η έρευνα έχει δείξει ότι και ο στρατηγικός σχεδιασμός του Schlieffen ξεκινούσε από παρόμοιες ιδέες. Σήμερα βέβαια μας φαίνεται εντελώς παράδοξο ότι μπορεί να υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στην παραβίαση της βελγικής ουδετερότητας και σε μιαν φιλελεύθερη οικονομιστική τοποθέτηση, ωστόσο γι' αυτό φταίνε οι επικρατούσες εύκολες σχηματοποιήσεις. Το αληθινά παράδοξο που βέβαια εξηγείται εκ των υστέρων έγκειται στο ότι οι προσπάθειες όλων των πλευρών να συντομέψουν τον πόλεμο κατέληξαν στην παράτασή του.
Ανάμεσα στο 1900 και στο 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137% και το ρωσογερμανικό κατά 121%. Το εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας διπλασιάσθηκε από 60 εκατ. λίρες σε 120 και αποτελούσε το 9% του συνολικού βρετανικού εμπορίου· περισσότερα από τα μισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής ήσαν κοινή γερμανοβρετανική ιδιοκτησία, ένα από αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες (βλ. Β. R. Mitchell, International Historical Statistics. Europe 1750-1988, Ν. Υόρκη 1992). Αν λοιπόν οι οικονομικοί οιωνοί έδειχναν ειρήνη, τότε ο πόλεμος, που παρ' όλα αυτά έγινε, θα πρέπει να ξεπήδησε από μια λογική διαφορετική από την λογική της οικονομίας. Η διερεύνηση πολλών ιστορικών παραδειγμάτων δεν μας επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι υπάρχει μια πάγια αιτιότητα, δηλαδή ένας νόμος, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εμπορίου και πολέμου. Η θεωρητική γενίκευση δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα από την απόφανση ότι εδώ υφίστανται παράλληλα δύο διαφορετικές λογικές και δύο διαφορετικά κίνητρα, που μπορεί και να συμπίπτουν όμως η σύμπτωσή τους διόλου δεν είναι υποχρεωτική."
Στην πραγματικότητα - και εδώ, έρχομαι να διαφοροποιηθώ, σε έναν βαθμό, από τις, παραπάνω, εκφρασμένες απόψεις του Παναγιώτη Κονδύλη - αυτό, που συμβαίνει, έχει να κάνει, με μια εννοιολογική, θεωρητική και αναλυτική σύγχυση, η οποία οδηγεί, σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Η σύγχυση αυτή έχει να κάνει, με τους πραγματικούς και τους υποτιθέμενους νόμους της οικονομίας, έτσι, όπως αυτοί προκύπτουν, από τα εγχειρίδια της οικονομικής επιστήμης.
Όταν οι οικονομολόγοι αναφέρονται, στους κανόνες και τους νόμους της οικονομίας, μιλούν, για την καπιταλιστική οικονομία και τους νόμους, που υποτίθεται ότι την διέπουν. Αυτοί οι κανόνες και οι νόμοι, στους οποίους αναφέρονται, στα πλαίσια μιας υποτιθέμενης "καθαρής" οικονομίας, η οποία (προσπαθεί να) βάζει, στην άκρη τις επιδράσεις των αποκαλούμενων, ως εξωοικονομικών παραγόντων, είτε αυτοί είναι τα κράτη, είτε οι κοινωνικές δραστηριότητες, που δεν έχουν οικονομικό αντίκρισμα, τελικά, δεν είναι άλλοι, από τους περίφημους κανόνες του "ελεύθερου εμπορίου", είτε αυτό διεξάγεται, στα πλαίσια μιας οικονομίας, είτε είναι διακρατικό.
Όλα αυτά, όμως, αποτελούν μια μεγάλη αυταπάτη, είναι μια, εξωφρενικά, διογκωμένη ψευδαίσθηση, όταν επιχειρείται να συνολικοποιηθούν και να καταστούν γενικοί κανόνες. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε, αλλά ούτε και υπάρχει πραγματικό ελεύθερο εμπόριο, στις διεθνικές και στις διακρατικές σχέσεις, πέραν από κάποιες χρονικές και χωρικές νησίδες (και αυτές, με περιορισμούς και μερικούς, ή και ολικούς αποκλεισμούς), είναι, μεν, σημαντικό και μπορεί να εξηγήσει, τις διακρατικές συμπεριφορές, αλλά, δεν είναι, συνήθως, το κυριότερο.
Στην πραγματικότητα, αυτό που αποκαλείται, ως μηχανισμός "ελεύθερου εμπορίου", στις διακρατικές σχέσεις και στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, έχει - και όταν δεν έχει (που, πάντα, έχει), δημιουργεί - κερδισμένους και χαμένους, ακόμη και όταν οι κανόνες και οι νόμοι διεξαγωγής του "ελεύθερου εμπορίου", είναι "δίκαιοι" (που ουδέποτε είναι, αφού, πάντοτε και σε όλες τις περιπτώσεις, οι ανταγωνιστές έχουν μια διαφορετική βάση εκκίνησης, η οποία, τις πλείστες φορές, βρίσκεται, συνήθως, σε πολύ μεγάλη - κάποιες φορές και χαώδη - απόσταση, από τους άλλους, με τις πλανητικά, κυρίαρχες, τις μεγαλύτερες, και τις πλούσιες χώρες να έχουν ένα ανάλογο πλεονέκτημα, έναντι όλων των άλλων).
Ως εκ τούτου, δεν είναι, απλώς και μόνον, η αυθύπαρκτη κρατική ισχύς και η πολιτική, στην διεθνή της διάσταση, που οδηγούν, στην διαχρονική αμφισβήτηση των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών και των όποιων κανόνων της παγκοσμιοποίησης. Είναι και η ίδια η οικονομική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, που οδηγεί στην αμφισβήτησή της, μαζύ με τους κανόνες της διεξαγωγής του "ελεύθερου εμπορίου". Αυτό, μάλιστα, συμβαίνει και στην περίπτωση, που όλα αυτά αντιμετωπισθούν, ως πακέτο και ιδωθούν, ακόμη και στην πιο "καθαρή" και στην "τέλεια" μορφή τους.
Η αιτία αυτής της κατάστασης δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή και τούτο, επειδή αυτή προκύπτει, ακριβώς, επειδή η ίδια η οικονομική λειτουργία του συστήματος και οι κανόνες μιας "καθαρής" παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, που το συνοδεύουν, συντηρούν και αναγεννούν την ανισότητα και την ασύμμετρη κατανομή της διεθνούς ισχύος. Και φυσικά, αυτές οι διαμορφούμενες καταστάσεις δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές από τις μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα εκείνες, οι οποίες εμφανίζονται - και είναι - νέες, στο παγκόσμιο στερέωμα, ακριβώς, για να αμφισβητήσουν το διαμορφωθέν status quo.
Και όπως είναι φυσικό και διαπιστωμένο, μέσα από την κοινή ιστορική πείρα, αυτή η αμφισβήτηση του status quo, από τις νέες και ανερχόμενες διεθνείς δυνάμεις, που επιθυμούν και βούλονται να περιορίσουν και να εκτοπίσουν τις παλαιές, στο ανταγωνιστικό διεθνές παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης, μπορεί να γίνει, με την ανατροπή των κανόνων του, την αλλαγή των όρων της διεξαγωγής του και εν τέλει, της ίδιας της μορφής και του πεδίου διεξαγωγής του ίδιου του παιχνιδιού, που φθάνει, μέχρι την κατάργησή του και την αντικατάστασή του, από ένα άλλο, το οποίο, συνήθως, στηρίζεται, σε ελέγχους και περιορισμούς, στην διεξαγωγή των διακρατικών εμπορικών, χρηματοπιστωτικών και λοιπών οικονομικών σχέσεων.
Αναλογιζόμενοι την εποχή, πριν το 1914 και συγκρίνοντάς την, με την τωρινή, που έχει την εκκίνησή της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, βλέπουμε, εύκολα και απολύτως, ευδιάκριτα, τις ανησυχητικές αναλογίες των δύο αυτών χρονικών περιόδων, που και οι δύο αφορούν την διαδικασία ανάπτυξης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, έτσι όπως αυτή προκύπτει, πριν από την έκρηξη ενός παγκοσμίου πολέμου και στην συνέχεια, την εκθεμελιωτική αποδόμηση αυτής της παγκοσμιοποίησης, που επέρχεται, με την έλευση του πολέμου, ο οποίος λαμβάνει πλανητικές διαστάσεις και επιφέρει ανείπωτες και ανυπολόγιστες καταστροφές.
Στην πρώτη περίπτωση, εκείνη των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, ο πόλεμος, που κονιορτοποίησε την παγκοσμιοποίηση εκείνης της εποχής, αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός και αρκετά, από τα απόνερά του, τα ζούμε και σήμερα, αφού, ανάμεσα σε πολλά άλλα, η αμερικανική πλανητική κυριαρχία έχει τις ρίζες της και σε εκείνον τον πόλεμο.
Στην δεύτερη περίπτωση, που αφορά την εποχή μας, ο πόλεμος, που θα επισημοποιήσει τον θάνατο της τωρινής παγκοσμιοποίησης, δεν έχει έλθει, ακόμη.
Ο πόλεμος αυτός, παρά τις παιδαριώδεις αντιλήψεις των οπαδών των παγκοσμιοποιητικών και οικουμενιστικών ιδεών, οι οποίες, πεισματωδώς και εις βάρος κάθε λογικής σκέψης και συνεπαγωγής, αναβιώνουν τις αφελείς πεποιθήσεις των αρχών του 20ου αιώνα, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν, από τον Norman Angell και τους καπιταλιστικούς κύκλους εκείνης της εποχής, είναι προφανώς, υπολογίσιμα, πιθανός.
Όπως δείχνουν οι επικρατούσες αγχώδεις πεποιθήσεις, που κυκλοφορούν, μεταξύ των πολιτικοστρατιωτικών και οικονομικών ελίτ των μεγάλων κρατών, για την δυνατότητα ενός επιτυχούς πρώτου πυρηνικού πλήγματος, από τις σημερινές πυρηνικές υπερδυνάμεις, το οποίο θα μπορούσε να έχει μηδενικές ή, έστω, ανεκτές και διαχειρίσιμες ανταποδοτικές συνέπειες, σε βάρος εκείνου, που θα επιχειρήσει μια τέτοια ενέργεια, μπορούμε, καθόλου δύσκολα (αντιθέτως, μάλιστα, μπορούμε, πολύ εύκολα) να αντιληφθούμε ότι πολλά μέλη των κυρίαρχων πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ελίτ των τωρινών μεγάλων δυνάμεων, με προεξάρχουσες αυτές των Η.Π.Α. και των παρακμιακών δυτικών χωρών, δεν έχουν βάλει μυαλό και φυσικά, αρνούνται να εμπεδώσουν τα διδάγματα της κοινής ιστορικής πείρας.
Βέβαια, η πρωταρχική ευθύνη των Δυτικών, που αρνούνται την διεθνή ανακατανομή της πλανητικής ισχύος, επειδή αυτή λειτουργεί, εις βάρος τους, έστω και αν λάβουμε, υπόψη μας, μόνο, τα πληθυσμιακά δεδομένα, που επενεργούν, υπέρ της Κίνας και των άλλων μη αναπτυγμένων περιοχών του πλανήτη, δεν μειώνει, ούτε, επ' ελάχιστον, την αντίστοιχη βαριά ευθύνη των εξουσιαστικών ελίτ της Ρωσίας και της Κίνας, οι οποίες, όμως, καθόλου άδικα και απολύτως, λογικά, ζητούν και θα εξακολουθήσουν να διεκδικούν, την πλανητική ανακατανομή της διεθνούς ισχύος. Και φυσικά, οι ελίτ των χωρών αυτών θα επιμείνουν, μέχρι να την επιτύχουν.
Με αυτά τα δεδομένα, οι Η.Π.Α. και η παρακολουθηματική των αμερικανικών συμφερόντων Δύση, με ουραγούς τις ευρωπαϊκές ελίτ, έστω και σε επίπεδο μακροπρόθεσμης προοπτικής, δεν έχουν πολλές επιλογές.
Ή θα κάνουν πίσω, ή θα προχωρήσουν, σε πόλεμο, με όλες τις συνέπειες, που θα υπάρξουν, ως αποτέλεσμα.
Και φυσικά, το τι θα συμβεί, δεν είναι καθόλου μοιραίο, ή προαποφασισμένο. Αποτελεί μια επιλογή (ή, καλύτερα, μια γκάμα επιλογών), τις οποίες οι κυρίαρχες ελίτ θα επιλέξουν.
Και το τί όλοι αυτοί και οι αντίπαλοί τους, στην διεθνή σκακιέρα, θα επιλέξουν, είναι κάτι, που θα το παρακολουθήσουμε, χωρίς, εκ των προτέρων, να θεωρούμε ο,τιδήποτε, ως δεδομένο, αφού, ανάμεσα στα άλλα και πάνω από όλα, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια κοινωνική δημιουργία, η οποία, μπορεί, μεν, να έχει τις ρίζες της, στο παρελθόν, αλλά, παράλληλα, έχει, ως πρωταρχικό της στοιχείο, την νεωτερικότητα, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει, ως άθροισμα των δεδομένων, που προϋπάρχουν.
Ως εκ τούτου, αυτό, που όλοι μας έχουμε να κάνουμε, είναι να επιδείξουμε, μαζύ με την δέουσα ανησυχία και την απαραίτητη ψύχραιμη υπομονή...
Σχόλια
Ότι τα πράγματα δεν είναι και δεν πάνε, καλά, Γιώργο, αυτό είναι δεδομένο. Και φυσικά, θα πάνε, ακόμη, χειρότερα.
Το δυστύχημα είναι ότι οι σκληροί πυρήνες των ελίτ των μεγάλων δυνάμεων θέλουν να πιστεύουν ότι μπορούν να βρουν την λύση των προβλημάτων, που έχουν να κάνουν, με την κυριαρχία τους, με την υλοποίηση της δυνατότητας να καταφέρουν το πρώτο πλήγμα, σε βάρος των αντιπάλων τους, χωρίς (ή με ανεκτές)συνέπειες. Και γι' αυτό προσπαθούν.
Δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρουν. Αλλά το τι νομίζω εγώ, δεν είναι αυτό, που μετράει.
Και τούτο, διότι, αρκεί αυτές (ή κάποιες από αυτές) κάποια στιγμή, να νομίσουν ότι έχουν επιτύχει τον σκοπό τους. Και αν οι ελίτ αυτές νομίσουν ότι έχουν επιτύχει, σε καθαρά τεχνικό επίπεδο, να φθάσουν, σε μια τέτοια δυνατότητα, τότε, το κακό μπορεί να γίνει πολύ εύκολα.
Και μετά, η κατάσταση δεν θα συμμαζεύεται, με τίποτε...
Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα χρειαστεί να εμπλακούν, άμεσα, με στρατιωτικές δυνάμεις.
Δεν θα το κάνουν. Ούτε, καν, θα το σκεφθούν. Θα συνεχίσουν να κάνουν το κορόιδο, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, η Ευρώπη θα δεχθεί μαζική επίθεση, η οποία θα συνοδεύεται, από ένα πλήθος τακτικών πυρηνικών πληγμάτων,τα οποία θα εκτείνονται, από την Βαλτική, έως την Μαύρη Θάλασσα.
Και καλόν είναι να μην θεωρηθεί δεδομένη μια αμερικανική επέμβαση. Αυτή θα υπάρξει, μόνον, εάν η αμερικανική ελίτ είναι σίγουρη ότι μπορεί να εξαπολύσει ένα μαζικό πρώτο πλήγμα, με στρατηγικά πυρηνικά όπλα, στην Ρωσία, χωρίς αντίποινα, τα οποία θα διαλύσουν τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Αυτή την δυνατότητα, οι Αμερικανοι δεν την έχουν, ενώ παράλληλα, γνωρίζουν ότι το ρωσικό στρατιωτικό δόγμα έχει αλλάξει, αφού η ρωσική ηγεσία έχει γνωστοποιήσει ότι θα κτυπήσει πρώτη, με πυρηνικά όπλα, όταν εκτιμήσει ότι αυτό απαιτείται, για λόγους, που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια του ρωσικού κράτους.
Και αυτό οι Ρώσοι το εννοούν. Όπως, επίσης, η αμερικανική ηγεσία γνωρίζει ότι οι Ρώσοι το εννοούν...
Ο πόλεμος δι αντιπροσώπων στη Συρία κατά Ρωσίας, πλέον, είναι επιτυχία Αμερικανών. Ενώ το πολεμικό μέρος είναι ζωτικό για Ρωσία, το πολιτικο-οικονομικό της πορτοκαλί επανάσταης είναι ακόμη πιό επικίνδυνο κ ίσως θα καταστεί μοιραίο σε περίπτωση ήττας στη Συρία. Οι ΗΠΑ ετοιμάζουν τη νέα σταυροφορία στη μορφή του παγκόσμιου αγώνα κατά της διαφθοράς. Η ΦΙΦΑ ήταν ίσως η πρόβα τζενεράλε κ ήδη ρίχτηκαν βολές κατά Πούτιν. Φαίνεται ότι η πορτοκαλί επανάσταση σε Ρωσία θα στηριχτεί στο μοτίβο αγώνας κατά διαφθοράς με την συνοδοιπορία της αδιάφθορης και Γερμανικής ΕΕ.
Η συμβατική κ πυρηνική δύναμη Ρωσίας αποτρέπουν Αμερικανο ΝΑΤΟϊκή επίθεση. Μήπως όμως αυτή η δύναμη χρησιμοποιηθει εντέλει από Ρωσία, όχι ενώπιον μιάς στρατιωτικής Δυτικής επιθέσεως, αλλά μιάς επερχόμενης διαμελήσεως Ρωσίας μέσω πορτοκαλί επαναστάσεως; Οι ελίτ της Ρωσίας έχουν γνώση του αμερικανικού σχεδίου. Η άμυνά τους ίσως τελικά φθάσει στο μόνο όπλο που διαθέτουν αρκούντως σοβαρό για αποτροπή αρπαγής της αχανούς Ρωσικής ηπείρου από Αμερικανούς κ συμμάχους τους:στρατιωτική επίθεση.
Και φυσικά, αυτοί που μπορούν να εξαφανίσουν τις ΗΠΑ, από τον πλανήτη, είναι οι Ρώσοι, οι οποίοι έχουν, επαρκώς, δώσει, στους Δυτικούς να καταλάβουν ότι θα υποστούν πυρηνική επίθεση, εάν η ρωσική ηγεσία κρίνει ότι κάποια στιγμή, απειλούνται τα ζωτικά συμφέροντα του ρωσικού κράτους.
Ως εκ τούτου, οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ έχουν γνώση του τι πρόκειται να τους συμβεί. Και είναι πιθανό να συνετισθούν. Γιατί, αν δεν συνετισθούν, θα υποστούν τις συνέπειες.
Όσον αφορά τις πρώην "σοβιετικές δημοκρατίες", αυτές θα επανενταχθούν, σε ένα σχήμα επιρροής και άμεσης εξάρτησης, από την Ρωσία. Αυτό είναι το μέλλον του Αζερμπαϊτζάν. Και όχι μόνο αυτού. Και οι Βαλτικές Χώρες θα έχουν το ίδιο μέλλον. Και κάποια στιγμή, στο (όχι και πολύ μακρινό) μέλλον, το παιχνίδι θα ανοίξει, ξανά, στα Βαλκάνια.
Υπομονή...
Αν θέλεις ευρύ κοινό, με πλατφόρμα το μπλόγκ σου χρησιμοποίησε εντατικά το Τουίτερ.Κάνει επαναστάσεις, ρίχνει κυβερνήσεις.
Δεν διαφωνώ ότι η αμερικανική ελίτ προσπαθεί και θα εξακολουθήσει να προσπαθεί να φέρει, στα νερά της την ρωσική. Το τί θα καταφέρει, αυτό είναι το ζήτημα. Και δεν βλέπω ότι θα τα καταφέρει. Συμβιβασμοί μπορεί και πρέπει να υπάρξουν, διότι, εάν δεν υπάρξουν, τα πράγματα είναι δύσκολα.
Όσον αφορά την Αργεντινή και την Βραζιλία, προφανώς και εκεί, οι Η.Π.Α. προσπαθούν να κτίσουν τις συμμαχίες τους. Δεν αποκλείεται να το καταφέρουν. Αλλά δεν το θεωρώ δεδομένο. Οι κυβερνήσεις, εύκολα, αλλάζουν και τα συμφέροντα των χωρών επανεκτιμώνται, όταν οι στιγμές γίνονται κρίσιμες. Όμως, επί του παρόντος, στις δύο αυτές χώρες οι Αμερικανοί έχουν την πρωτοβουλία και ένα προβάδισμα.
Η Ινδία ουδέποτε ήταν εχθρική, προς τους Αμερικανούς. Ούτε και προς τους Ρώσους. Με τους κινέζους, αντίθετα, οι σχέσεις τους δεν ήσαν ποτέ καλές και πολλές φορές ήσαν εχθρικές. Υπάρχει ανταγωνισμός και αποκλίνοντα συμφέροντα, ανάμεσα στις δύο χώρες. Ως εκ τούτου, ουδέν και ΄σε αυτή την περιοχή, είναι δεδομένο, αν και η κινεζική ηγεσία, στα τελευταία, αρκετά, χρόνια, δεν έχει αντιινδική ατζέντα να προωθήσει.
Αλλά και πάλι, στην Ευρώπη είναι το κλειδί των παγκόσμιων εξελίξεων. Και μάλιστα, εκεί που η συντριπτική πλειοψηφία όλων των ανθρώπων δεν το περιμένει. Αυτό, που διαφεύγει της προσοχής πολλών - των πλείστων μπορώ να πω - είναι η επαναφορά στο διεθνές προσκήνιο, του παλαιού γιουγκοσλαβικού προβλήματος και των εκκρεμοτήτων, που άφησε ο πόλεμος, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την περίοδο 1991 - 2000. Τα νομιζόμενα, ως φαντάσματα αυτού του εφιαλτικού παρελθόντος - τα οποία δεν είναι καθόλου φαντάσματα, αλλά υπαρκτές πραγματικότητες, που αφέθηκαν στο περιθώριο - έρχονται και πάλι στο προσκήνιο. Και είναι, άκρως, επίφοβα και απειλητικά.
Μπορεί να μην είναι ορατή, στην παρούσα φάση, η αναζωπύρωση του γιουγκοσλαβικού, αλλά είναι μέσα στις προτεραιότητες των Αμερικανών, οι οποίοι προωθούν την ένταξη του Μαυροβουνίου, στο ΝΑΤΟ, ως προπομπό της προσπάθείάς τους, για ένταξη όλων των βαλκανικών χωρών, στον νατοϊκό συνασπισμό, τώρα, που η αμερικανική και η ευρωπαϊκή κυβερνοελίτ θεωρούν ότι είναι ευκαιρία να γίνει κάτι τέτοιο.
Στα πλαίσια αυτά, μάλιστα, η γνωστή Βικτόρια Νούλαντ, που ήλθε στην Ελλάδα (υποτίθεται για τους πρόσφυγες) πίεσε τον Αλέξη Τσίπρα και τους συριζαίους, για την λύση του ονόματος της FYROM και για την αναγνώριση του Κοσόβου, ως ανεξάρτητου κράτους, ούτως ώστε να φύγουν αυτά τα εμπόδια, που δημιουργούν ένα σοβαρό πρόβλημα, στον αμερικανονατοϊκό σχεδιασμό. Το τι θα γίνει, μένει να το δούμε. Και γι' αυτόν τον λόγο, νομίζω ότι δεν είναι άσχετη η κόντρα του Πάνου Καμμένου, με τον Αλέξη Τσίπρα και τους συριζαίους, για τον Γιάννη Μουζάλα. Υπάρχει παρασκήνιο, που δεν το γνωρίζουμε, αλλά κάποια στιγμή θα δούμε τα αποτελέσματά του, που μπορεί να φθάσουν, μέχρι την πτώση της κυβέρνησης, εάν ο αμερικανικός σχεδιασμός προχωρήσει. Και εφ' όσον αυτός ο σχεδιασμός των Η.Π.Α. προχωρήσει, εάν οι συριζαίοι δεν υποκύψουν, τότε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα έχει το τέλος της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή.
Το να προχωρήσει ο αμερικανονατοικός σχεδιασμός για την ένταξη όλων των βαλκανικών χωρών, στο ΝΑΤΟ, δεν είναι κάτι το εύκολο. Πρώτ' απ' όλα, στο Μαυροβούνιο, ο εκεί πληθυσμός δεν το επιθυμεί, ενώ, για την Σερβία δεν γίνεται, καν, λόγος.
Αλλά, το κυριότερο είναι ότι αυτή η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, στα Βαλκάνια δεν είναι αποδεκτή, από την Ρωσία, η γνώμη της οποίας δεν μπορεί να αγνοηθεί, από τους νατοϊκούς. Διότι, εάν αγνοηθεί, θα υπάρξουν βαρύτατες συνέπειες, από την αντίδραση της ρωσικής ελίτ, ενώπιον των ορέξεων της οποίας θα βρεθούν οι χώρες της Βαλτικής, αλλά και η Πολωνία, οι οποίες, πιθανότατα, θα υποστούν, άμεση επίθεση.
Ως εκ τούτου, όλα είναι δύσκολα και οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να σκεφθούν το τί θα πράξουν και το τί δεν θα πράξουν, πολλές (μα, πάρα πολλές) φορές.
Και καλόν είναι να μην το πράξουν.
Ίδωμεν...
Ζούμε σ εποχή εκπλήξεων κ εξελίξεων.