23/6/1996 - 23/6/2015 : Μια απόπειρα αποτίμησης του έργου και της πολιτικής κληρονομιάς του Ανδρέα Παπανδρέου 19 χρόνια μετά. (Ανιχνεύοντας τα σφάλματα του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, για τα οποία δεν γίνεται λόγος και τα οποία θεωρούνται, ως ορθά).
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, 19 χρόνια, μετά τον θάνατό του, το πολιτικό έργο του και η κληρονομιά, που άφησε πίσω του, αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν, στο διηνεκές, αντικείμενα έντονων διαφωνιών και σκληρών αντιπαραθέσεων. Η αποκαλούμενη και ως υπερχρέωση της χώρας, ο κρατισμός, η θεσμική συγκρότηση των πελατειακών σχέσεων και κυρίως, η θεσμική συγκρότηση και ενίσχυση των διαφόρων ομάδων πιέσεως, που δρουν, μέσα στην σύγχρονη αστική κοινωνία, με κυριότερη ομάδα τον συνδικαλισμό και το δέσιμο όλων αυτών, στον ιδιότυπο ελληνικό κεϋνσιανισμό (τον οποίο αυτός εφηύρε), αποδίδονται, στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και στην βαθιά πολιτική και κοινωνική επίδρασή του, στην χώρα μας.
Όλα αυτά λειτουργούν, ως ένα πεδίο μιας σκληρής πολεμικής και μιας διαχρονικής διαίρεσης της εντόπιας ελίτ, η οποία διαίρεση, παρά την πάροδο των χρόνων και με την βοήθεια της παρούσας κακής κατάστασης, που προέκυψε από τους καταστροφικούς χειρισμούς του ΓΑΠ, του αφελούς και ανίκανου υιού του Ανδρέα Παπανδρέου, που οδήγησαν στην ουσιαστική κρατική χρεωκοπία του Απριλίου του 2010 η οποία εξελίσσεται, βαθαίνει και μακροχρονίζει, χωρίς ένα ορατό τέλος.
Αυτές οι διαιρετικές διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, μπορεί να μεταφέρονται, σε έναν κάποιο βαθμό και στο εσωτερικό της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας, η αλήθεια, όμως, είναι ότι λαμβάνουν χώρα, κυρίως και πρωτίστως, εντός της πολιτικής και οικονομικής ελίτ του τόπου μας και τίθενται, με έναν, έντονα, αρνητικό τρόπο, κατά βάση, από το "ευρωπαϊστικό" τμήμα αυτής της ελίτ, το οποίο επιθυμεί να φορτώσει, στον Ανδρέα Παπανδρέου, τις δικές της διαχειριστικές ανοησίες και - το κυριότερο - τις δικές της στρατηγικές αστοχίες.
Όπως, πολλές φορές έχουμε πει, οι ανοησίες και οι αστοχίες αυτές της εντόπιας "ευρωπαϊστικής" ελίτ συνδέονται, με την καταστροφική επιλογή της να εντάξει την ελληνική οικονομία, στην ευρωζώνη, την στιγμή που, από την μία πλευρά, ο ίδιος ο σχεδιασμός και η συγκρότηση της τελευταίας, ως νομισματικής ένωσης, διακατέχονταν, από όλες τις πασιφανείς και άκρως, σοβαρές δυσλειτουργίες, που συγκροτούσαν, ιστορικά, κάθε νομισματική ένωση, που δεν ολοκληρωνόταν, ως ένα ομοσπονδιακό κράτος.
Αυτές οι σοβαρές δυσλειτουργίες, προδιέγραφαν, δίκην φυσικού φαινομένου, το τέλος της νομισματικής ένωσης, ενώ και η ίδια η σύσταση και η συγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, ως μιας, κατά βάση, κλειστής οικονομίας μικρομεσαίων διαστάσεων και δομικών χαρακτηριστικών, ως προς τον ενεργό πληθυσμό και τον παραγωγικό μηχανισμό της χώρας, καθιστούσαν απαγορευτική την είσοδο της Ελλάδας, σε μια τέτοια νομισματική ζώνη. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που η συγκεκριμένη νομισματική ζώνη είχε αποφασισθεί να λειτουργήσει, όχι, επί τη βάσει, ενός συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά, με την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος - του ευρώ.
1961 - 1990 : Η εξέλιξη του μέσου πραγματικού μισθού και της παραγωγικότητας, στην ελληνική οικονομία.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά τις βουλευτικές εκλογές της 18/10/1981, είχε να αντιμετωπίσει μια μεγάλη οικονομική ύφεση, η οποία συνδυαζόταν, με έναν μεγάλο πληθωρισμό. Η ελληνική οικονομία είχε παγιδευτεί, στο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού και για τον λόγο αυτόν, ο Ανδρέας Παπανδρέου, προχώρησε, σε μια μεγάλη αναδιανομή του εισοδήματος, υπέρ των στρωμάτων του πληθυσμού, που ήσαν εξαρτημένα, από την μισθωτή εργασία, καθώς και υπέρ των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων, ενισχύοντας, παράλληλα, την μικρή και την μεσαία επιχείρηση.
Αυτό το έκανε, με την προσφυγή, σε έναν μεγάλο εσωτερικό δανεισμό, που αντλήθηκε, από το τραπεζικό σύστημα της χώρας, προκειμένου να στηρίξει τον ιδιωτικό τομέα, με δάνεια, τα οποία, κατά βάση, ήσαν ελκυστικά, για τις επιχειρήσεις, αφού, ουσιαστικά, ήσαν δωρεάν, ή/και είχαν το πλεονέκτημα των αρνητικών επιτοκίων, που προέκυπταν, από την ύπαρξη, επί σειρά ετών, μεγάλων ρυθμών πληθωρισμού.
Την άλλη διάσταση της πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου, περιγράφει ανάγλυφα, ο παραπάνω πίνακας, ο οποίος καταγράφει την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, του ΑΕΠ και των τακτικών εσόδων του κράτους, στην Ελλάδα (τα αριθμητικά μεγέθη, που αποτελούν παλαιότερες προσωρινές επεξεργασίες της ΕΛΣΤΑΤ και είναι υπολογισμένες σε τρέχουσες τιμές, εκφράζονται σε δραχμές, μέχρι το 2001 και σε ευρώ, από το 2002), κατά την περίοδο 1975 - 2008. Ο πίνακας αυτός, που είναι κρίσιμος, ως προς την πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους και της διεύρυνσής του, από το 31,68% του ΑΕΠ, το 1981, στο 66,32% του ΑΕΠ, το 1989, δείχνει, παραστατικά, τους λόγους για τους οποίους η χώρα μας δεν έπρεπε να εισέλθει στην ευρωζώνη.
Με δεδομένη την εγγενή αδυναμία των κρατικών εσόδων να παρακολουθήσουν την αύξηση του ΑΕΠ και με επακόλουθη την αύξηση του δημόσιου χρέους, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες λειτουργίας του κράτους και ακόμη, περισσότερο, με την, φυσιολογικά, επόμενη τοκογλυφική διεύρυνση του χρέους αυτού, το οποίο, όμως, ήταν ακίνδυνο, όσο εκφραζόταν και όσο έπρεπε να πληρωθεί, σε δραχμές, ήταν δεδομένο, εξ αρχής, για κάποιον, ο οποίος παρατηρούσε, ψύχραιμα, την εξέλιξη των πραγμάτων, από την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, το 2002 και μετά, ότι η ελληνική οικονομία όδευε, προς την πλήρη καταστροφή, εάν και εφ' όσον, εφαρμόζονταν, στην πράξη, οι κανόνες της ευρωζώνης, ως νομισματικής ένωσης, έτσι, όπως αυτοί οι κανόνες διαμορφώθηκαν, από την Συνθήκη του Μάαστριχτ και κατόπιν.
Και αν η ελληνική οικονομία επιβίωσε, μετά το 2002, για όσο χρονικό διάστημα η Γερμανία και η Γαλλία, μαζύ με την Commission και την Ε.Κ.Τ., είχαν αποφασίσει να παραβιάζουν τα προβλεπόμενα, στις ευρωσυνθήκες, η έλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και η βαθιά ύφεση, που ακολούθησε, άλλαξε τα δεδομένα, με αποτέλεσμα την αδόκητη και συνάμα βλακώδη επάνοδο, στους κανόνες, για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, που προέβλεπαν οι ευρωσυνθήκες.
Αλλά αυτή η επαναφορά, σε πλήρη ισχύ, των κανόνων της ευρωζώνης, ως νομισματικής ένωσης, τερμάτισε το καθεστώς χάριτος, που απολάμβανε η ελληνική οικονομία, μέχρι το 2008. Η επαναφορά της ισχύος των σκληρών νομισματικών και δημοσιονομικών κανόνων οδήγησε την χώρα, στην ουσιαστική χρεωκοπία του Απριλίου του 2010, στην επιβολή των Μνημονίων και στην βαθιά οικονομική κρίση, που επέφερε μια σωρευτική απώλεια, η οποία, μέχρι τώρα, ξεπερνάει, κατά πολύ, το 25% του ελληνικού ΑΕΠ.
Ρυθμός Ανάπτυξης, Πληθωρισμός, Ανεργία (%)
| |||
Έτος | Ρυθμός ανάπτυξης | Πληθωρισμός | Ανεργία |
1961 | 13,2 | 1,8 | 5,9 |
1962 | 0,4 | -0,3 | 5,1 |
1963 | 11,8 | 3,0 | 5,0 |
1964 | 9,4 | 0,9 | 4,6 |
1965 | 10,8 | 3,0 | 4,8 |
1966 | 6,5 | 4,9 | 5,0 |
1967 | 5,7 | 1,7 | 4,4 |
1968 | 7,2 | 0,3 | 5,6 |
1969 | 11,6 | 2,5 | 5,2 |
1970 | 8,9 | 3,0 | 4,2 |
1971 | 7,8 | 3,0 | 3,1 |
1972 | 10,2 | 4,3 | 2,1 |
1973 | 8,1 | 15,5 | 2,0 |
1974 | -6,4 | 26,8 | 2,1 |
1975 | 6,4 | 13,4 | 2,3 |
1976 | 6,9 | 13,3 | 1,9 |
1977 | 2,9 | 12,2 | 1,7 |
1978 | 7,2 | 12,5 | 1,9 |
1979 | 3,3 | 19,0 | 1,9 |
1980 | 0,7 | 24,9 | 2,7 |
1981 | -1,6 | 24,5 | 4,0 |
1982 | -1,1 | 21,1 | 5,8 |
1983 | -1,1 | 20,2 | 7,9 |
1984 | 2 | 18,5 | 8,1 |
1985 | 2,5 | 19,3 | 7,8 |
1986 | 0,5 | 23,0 | 7,4 |
1987 | -2,3 | 16,4 | 7,4 |
1988 | 4,3 | 13,5 | 7,7 |
1989 | 3,8 | 13,7 | 7,5 |
1990 | 0,0 | 20,4 | 7,0 |
1991 | 3,1 | 19,5 | 7,7 |
1992 | 0,7 | 15,9 | 8,7 |
1993 | -1,6 | 14,4 | 9,7 |
Αυτή την μνημονιακή πολιτική, που ακολούθησαν οι επίγονοί του, με πρώτον τον υιό του, τον αφελή ΓΑΠ, δεν θέλησε να ακολουθήσει, πρώϊμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου και αυτό είναι, που του χρεώνει η ελληνική πολιτική και οικονομική ελίτ της σημερινής εποχής.
(Βέβαια, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, όταν το 1985 βρέθηκε, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας κρατικής χρεωκοπίας, εξ αιτίας των ανισορροπιών, που αντιμετώπιζε το ισοζύγιο των εξωτερικών συναλλαγών και τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας είχαν περιορισθεί κάπου, στα 100.000.000 δολλάρια, υπέγραψε μια δανειστική συμφωνία, με την Ε.Ο.Κ., η οποία συμφωνία, συνοδευόταν, από ένα ελάχιστα - έως καθόλου - δεσμευτικό "μνημόνιο" εκείνης της εποχής, αλλά όλα αυτά υπήρξαν προσωρινά, αφού, στο τέλος του 1987, ο, τότε, πρωθυπουργός, ευθύς ως αποκαταστάθηκε μια ανεκτή ισορροπία, στο ισοζύγιο πληρωμών και η χώρα βρέθηκε με επαρκή συναλλαγματικά αποθέματα, εγκατέλειψε το συμφωνημένο, με τους Ευρωπαίους, πρόγραμμα της λιτότητας).
Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου υποχρεώθηκε να κυβερνάει, μέσα σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον και ενώ οι κυβερνήσεις των χωρών της Ε.Ο.Κ., στην οποία η Ελλάδα είχε ενταχθεί, από την 1/1/1981, είχαν αρχίσει, σταδιακά, να καταφεύγουν, κάτω από το βάρος της ανόδου της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων και των νεοσυντηρητικών ιδεών, σε περιοριστικές οικονομικές πολιτικές, η αλήθεια είναι ότι αρνήθηκε να προχωρήσει, σε αυτόν τον βηματισμό, επιδιώκοντας να αναπτύξει την ελληνική οικονομία, με βάση την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, τον κρατικό παρεμβατισμό και την τραπεζική στήριξη της μικρομεσαίας επιχείρησης.
1960 - 2009 : Η εισοδηματική ανισοκατανομή στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τους δείκτες Gini και S80/S20, σύμφωνα, με την πολύ καλή και χρήσιμη μεταπτυχιακή εργασία του κ. Δημήτρη Κιβωτού, η οποία, εξ όσων γνωρίζω, είναι μοναδική και ως εκ τούτου, πολύτιμη. (Τον πίνακα αυτόν τον έχω ξαναδημοσιεύσει και στην αρχική μορφή του, η οποία είχε κάποια τυπογραφικά λάθη, τα οποία, εδώ, έχω διορθώσει).
Όπως φαίνεται από τους παραπάνω πίνακες, ο Ανδρέας Παπανδρέου, μέσα στα χρονικά πλαίσια της κυβέρνησής του, κατάφερε να αντιστρέψει τις βαθιές υφεσιακές εξελίξεις, που είχαν προηγηθεί, να επαναφέρει την ελληνική οικονομία, σε ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι, μπορεί να ήσαν, σε έναν μεγάλο βαθμό, αρχικά, ασταθείς, αλλά, στην πορεία του χρόνου, σταθεροποιήθηκαν και μετά την πρώτη περίοδο των κυβερνήσεών του (1981 - 1989), αλλά και κατά την τελευταία και βραχεία κυβέρνησή του (1993 - 1996), ύστερα από το εκπληκτικό πολιτικό come back, που έφερε εις πέρας, με την θριαμβευτική νίκη του, επί του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στις βουλευτικές εκλογές της 10/10/1993.
Βέβαια, οι πίνακες αυτοί πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ως τάσεις και όχι, ως, επακριβώς, προσδιορισμένα μεγέθη, λόγω της κακής κατάστασης των ελληνικών στατιστικών και με δεδομένο το γεγονός ότι το ελληνικό ΑΕΠ, διαχρονικά, είναι υποεκτιμημένο. Μάλιστα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, όσο περισσότερο ανατρέχουμε, στο παρελθόν, τόσο περισσότερο υποεκτιμημένο είναι το ΑΕΠ, καθώς και τα περισσότερα μακροοικονομικά στοιχεία της χώρας μας και αυτό αποτελεί ένα γεγονός, το οποίο πρέπει να μας καθιστά επιφυλακτικούς.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου κατάφερε να ανακόψει την ταχεία μεγέθυνση της εισοδηματικής ανισότητας, που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Και επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην συνέχεια, ο, τότε, πρωθυπουργός, επιδίωξε και κατάφερε να μειώσει, σε διαρκή βάση και με μια επίμονη σταθερότητα, κατά την περίοδο 1982 - 1989, την εισοδηματική ανισότητα, σε τέτοια έκταση, η οποία, με βάση τις κατοπινές εξελίξεις, έως τις ημέρες μας, φαίνεται, ως απίθανη και εξωπραγματική.
Η διαπίστωση αυτή, προκύπτει, από τις όποιες συγκρίσεις γίνουν, αφού αυτό, που ακολούθησε, στον καιρό της πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη και των διαδόχων του, δεν είναι τίποτε λιγότερο, από την ραγδαία και διαρκή μεγέθυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, όπως και αν τις μετρήσει κάποιος (και με μόνη επισήμανση ότι ένας κάποιος μετριασμός του φαινομένου αυτού υπήρξε, μόνο, κατά την περίοδο των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή - αν και αυτή, για όσο έλαβε χώρα, συνέβη, όταν οι εισοδηματικές ανισότητες είχαν φθάσει, σε πολύ μεγάλα, σε δυσθεώρητα επίπεδα, αν τα συγκρίνουμε, με τα επίπεδα των εισοδηματικών ανισοτήτων της εποχής του Ανδρέα Παπανδρέου.
Φυσικά, αυτό, που εννοείται και το οποίο είναι δεδομένο, είναι ότι αυτό το κατηγορώ των πολυπληθών αντιπάλων του, είναι και εκείνο, το οποίο κάνει το πολιτικό, το κοινωνικό και το οικονομικό έργο του Ανδρέα Παπανδρέου να διατηρεί την αξία του, ακόμη και σήμερα. Και βοηθούσης της παρούσας δυσμενούς και καταστροφικής εξέλιξης, στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, η οποία θα συνεχισθεί, επί μακρόν, το έργο αυτό θα συνεχίσει να διατηρεί, επ' αόριστον, την αξία του, συγκρινόμενο, με τα ερείπια, τα οποία έχει σωρεύσει η εφαρμοσμένη πολιτική του σύγχρονου "υπαρκτού ευρωπαϊσμού", έτσι όπως αυτή εξειδικεύεται και προσδιορίζεται, στην Ελλάδα, από τους ξένους δανειστές και το δωσιλογικό πολιτικό προσωπικό του "ευρωπαϊστικού" χώρου.
Εκείνο, που δεν κατάφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι να αντιστρέψει την προϊούσα αποβιομηχάνιση της χώρας και τις απώλειες, που υπέστη, στα μερίδιά της στην εσωτερική και την διεθνή αγορά και οι οποίες απώλειες υπήρξαν αποτέλεσμα της επιδείνωσης της θέσης της, στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Μπορεί να προσπάθησε να την ανακόψει και σε έναν βαθμό, να την επιβράδυνε, αλλά δεν την αντέστρεψε.
Η επιδείνωση της θέσης της Ελλάδας, στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, προέκυψε λόγω της αδυναμίας της χώρας να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό, στον οποίο εκτέθηκε, εξ αιτίας της ένταξης της ελληνικής οικονομίας, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, μια ένταξη, η οποία, όπως, τώρα, μπορούμε να δούμε και να διαπιστώσουμε, πολύ πιο καθαρά, από ό,τι στο παρελθόν, έβλαψε την ελληνική οικονομία, με την προϊούσα και επίμονη αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, προς όφελος των χωρών εκείνων, οι οποίες ήσαν ισχυρές, μέσα στα πλαίσια του διεθνούς και ιδιαίτερα, του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού.
Και εδώ ανιχνεύεται και εντοπίζεται το πρώτο ουσιώδες στρατηγικό σφάλμα του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο όλων των σφαλμάτων, που του καταλογίζουν. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών του αντιπάλων και των κατηγόρων του δεν αναφέρεται, σε αυτό το σφάλμα του Ανδρέα Παπανδρέου. Ούτε καν του το καταλογίζουν, ως σφάλμα. Αντίθετα, μάλιστα, το προσμετρούν στα θετικά του, αποφεύγοντας, φυσικά, να το αναφέρουν.
Το στρατηγικό σφάλμα του Ανδρέα Παπανδρέου, στο οποίο αναφέρομαι, είναι η εγκατάλειψη της παλαιάς και ορθής θέσης του ιδίου και του ΠΑΣΟΚ, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και μέχρι την ανάληψη της κυβέρνησης, τον Οκτώβριο του 1981, η οποία θέση συνίστατο, στην άρνηση της ένταξης της Ελλάδας, στην Ε.Ο.Κ., ακριβώς, επειδή, πολύ σωστά, τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου έβλεπε ότι η Ελλάδα θα εβλάπτετο, μέσα στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, έτσι, όπως αυτός διαμορφωνόταν, στον ευρωπαϊκό χώρο (κάτι, που, πριν από την δικτατορία των συνταγματαρχών, δεν το έβλεπε, ή το παρέκαμπτε), επειδή η ελληνική οικονομία θα οδηγείτο, στον μαρασμό, εξ αιτίας του δασμολογικού και του λοιπού αφοπλισμού της, απέναντι, στις άλλες οικονομίες της Κοινότητας, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της χώρας να οδηγηθεί, στο να μετατραπεί, σε γκαρσόνια των λοιπών Ευρωπαίων.
Η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας και οι, όντως, εξαίσιες διαπραγματεύσεις, που διεξήγαγε, για την αναθεώρηση της λεόντιας συμφωνίας προσχώρησης της Ελλάδας, στην Ε.Ο.Κ., καθώς και για την ανεπαρκή, έστω, ισχυροποίηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, με τα έκτακτα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π.), που, στην διαδρομή του χρόνου, μετατράπηκαν, σε τακτικά πακέτα στήριξης των πτωχότερων κρατών και περιφερειών της Κοινότητας, οδήγησαν, συνδυαστικά, τον Ανδρέα Παπανδρέου, στο να αλλάξει θέση και να κρατήσει την Ελλάδα, στην Ε.Ο.Κ, παρά τα όσα έλεγε και υποστήριζε, πριν από την άνοδό του, στην πρωθυπουργία. Έτσι, με την επίτευξη αυτών των στόχων, ο Ανδρέας Παπανδρέου έβαλε, στην άκρη, τον αρχικό σχεδιασμό να βγάλει την Ελλάδα, από την Ε.Ο.Κ., στην περίπτωση, κατά την οποία οι διαπραγματεύσεις κατέληγαν, σε αδιέξοδο.
Ένα, ακόμη, σφάλμα, που μπορεί να καταλογισθεί, στον Ανδρέα Παπανδρέου, στην διάρκεια της δεκαετίας του 1990 (και το οποίο, επίσης, δεν του καταλογίζεται), είναι η εφεκτική του στάση, απέναντι στην είσοδο της Ελλάδας, στην, τότε, σχεδιαζόμενη ευρωζώνη και ενώ έβλεπε, πολύ καλά, τον επερχόμενο όλεθρο, από μια τέτοια ένταξη.
Φυσικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως έχουμε πει, πολλές φορές, προειδοποίησε, για τον ανεξέλεγκτο ελιτισμό του γαλλογερμανικού άξονα, που αποφάσιζε, ήδη, από τότε, για το παραμικρό, χωρίς να πολυενδιαφέρεται, για την γνώμη των άλλων, όπως επίσης, προειδοποίησε, για την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και τις μεγάλες απώλειες, που θα έφερνε, σε αυτήν, η επιδιωκόμενη και σχεδιαζόμενη ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, επικεντρώνοντας τις επισημάνσεις του, στην επικινδυνότητα, που θα αποκτούσε, το ελληνικό δημόσιο χρέος, μέσα στα πλαίσια ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, έτσι, όπως αυτά ετίθεντο, από την Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 και από όσες θα ακολουθούσαν.
Η φράση του "Η το έθνος θα αφανίσει το χρέος, ή το χρέος θα αφανίσει το έθνος" έχει καταστεί μια φράση ιστορική και συνάμα, προφητική, αφού επαληθεύτηκε, μέχρι τελευταίας κεραίας. Και φυσικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν υπήρξε, ούτε μάντης, ούτε μάγος, προβαίνοντας, σε αυτή την προειδοποίηση, προς τους επιγόνους του, οι οποίοι αρνήθηκαν να λάβουν υπόψη τους, τις επισημάνσεις αυτές, οι οποίες, εξ αυτού του λόγου, κατέστησαν προφητικές.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως οικονομολόγος, γνώριζε, πολύ καλά, τις καταστροφικές επιπτώσεις ενός ακίνδυνου μεγάλου δημόσιου χρέους, που είναι εκφρασμένο, σε ένα μαλακό τοπικό νόμισμα, όταν αυτό το χρέος, στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης, μετατρέπεται, σε ένα χρέος, το οποίο είναι εκφρασμένο, στο - κατ' ανάγκην - σκληρό νόμισμα αυτής της (και της όποιας άλλης) νομισματικής ένωσης, οπότε αυτό το δημόσιο χρέος, καθίσταται, ένας θανάσιμος κίνδυνος, αφού οδηγεί σε χρεωκοπία. Και αυτό, ανεξαρτήτως, του ύψους του.
Αυτά είναι τα πραγματικά και ουσιαστικά λάθη του Ανδρέα Παπανδρέου. Δυστυχώς, τα λάθη αυτά δεν του καταλογίζονται. Και όχι μόνον, δεν του καταλογίζονται, αλλά, αντιθέτως, του προσμετρώνται, στα όποια (ελάχιστα) θετικά πεπραγμένα του αναγνωρίζουν οι αντίπαλοί του.
Δυστυχώς, όμως, η αλήθεια είναι, εντελώς, διαφορετική....
Σχόλια
Άλλα σφάλματα του αφορούσαν τη γραφειοκρατία,τη διαφθορά και το έλλειμα παραγωγικότητας,φαινόμενα που προυπήρχαν αλλά θα έπρεπε να αντιμετωπίσει κάπως ένα σοσιαλιστικό κόμμα.
Απο την άλλη,ένας μέγας μύθος που κυκλοφορεί αφορά ότι τάχα ευθύνεται για τη χρεωκοπία της χώρας.
Εδώ να τονίσουμε αυτο που ειπώθηκε και στο αρχικό άρθρο.
Το 75-80% του δημοσίου χρέους ήταν δραχμικό,δηλαδή το χρωστούσαμε στον εαυτό μας.
Το εσωτερικό δημόσιο χρέος αξιολογήθηκε για πρώτη φορά το 1996 απο τη Moody's με Α2!
Το εξωτερικό δημόσιο χρέος αξιολογείτο μεταξύ ΒΑΑ3 και ΒΑΑ1.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν-επαληθεύουν τον ισχυρισμό περί διαχειρίσιμου χρέους επί δραχμής.
Σε ό,τι αφορά την ΕΟΚ να αναφέρουμε κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό.
Η Ελλάς θα έπρεπε να άρει κάθε προστατευτικό μέτρο άμεσα,κάτι που θα οδηγούσε σε σημαντικότατα προβλήματα.
Έτσι,διαπραγματεύτηκε σκληρά το 1983 την εφαρμογή του ρυθμιστικού φόρου στα εισαγόμενα προϊόντα που αποτελούσε παρέκκλιση των άρθρων 95 και 96 της συνθήκης της Ρώμης.
Με αυτό επιτυγχανόταν η μη ταχεία κατάρευση της βιομηχανίας και γενικότερα του δευτερογενούς τομέα,η επιβράδυνση της αύξησης της ανεργίας και δινόταν ο απαραίτητος χρόνος για προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής.
Η συμφωνία είχε πενταετή διάρκεια,βελτιώνοντας τους όρους ένταξης στην ΕΟΚ.
Ακόμα,επιτεύχθηκε η αναστολή εφαρμογής του ΦΠΑ κατα δύο έτη.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος,επαίνεσε το ΠΑΣΟΚ για τη συγκεκριμένη ρύθμιση.
Η ελληνική κυβέρνηση με τον ρυθμιστικό φόρο έκανε διάφορα,με αποτέλεσμα να υπάρχουν και οχλήσεις απο εισαγωγείς και την ευρωπαϊκή επιτροπή.
Τέλος,να επισημανθεί καθώς είχε γίνει και δημοσίως παραδεκτό,ότι υπήρξε μέχρι ενός ανοχή στη φοροδιαφυγή μικρομεσαίων επιχειρήσεων ώστε να επιβιώσουν και οι προσπάθειες καταπολέμησης της γίνονταν σταδιακά και ήπια.
Για να το δώσουμε με εικόνες η κατάασταση έχει ως εξής, φωνάξαμε έναν υδραυλικό, ας τον πούμε Παπανδρέου, για να φτιάξει τα υδραυλικά της πολυκατοικίας και αυτός από κακοτεχνία γέμισε με διαρροές την πολυκατοικία, μετά για να επιδιορθωθούν οι κακοτεχνίες φωνάξαμε κάποιους άλλους τεχνικούς, η εποχή από τον Σημίτη μέχρι σήμερα, που αφού ασκήσαν κριτική λέγοντας το πόσο κακός ήταν ο υδραυλικός και υποσχόμενοι ότι θα τα αλλάξουν όλα προς το καλύτερο κατέστρεψαν ολικώς την πολυκατοικία και τώρα αντί να απολογηθούν για την καταστροφή, συνεχίζουν να κατηγορούν τον υδραυλικό για τις διαρροές που δημιούργησε
Τώρα, πια, ξέρουμε, από την πρόσφατη επιστημονική μελέτη των Campos – Coricelli - Moretti ότι η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ, μέσα στην ΕΟΚ, ήταν μικρότερη από την αύξηση, που θα είχε αυτό το ίδιο μακροοικονομικό μέγεθος, εάν η Ελλάδα είχε μείνει, το 1981, εκτός Ε.Ο.Κ. (Η μελέτη αφορά την χρονική περίοδο από την δεκαετία του 1970, μέχρι το 2008).
Η ζημιά αυτή μπορεί να φαίνεται ότι έχει έναν "θεωρητικό" χαρακτήρα, αφού το ελληνικό ΑΕΠ, όλα αυτά τα χρόνια αυξανόταν (με ελάχιστες εξαιρέσεις), όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα, διότι η ελληνική οικονομία, εάν είχε μείνει, εκτός Ε.Ο.Κ., θα είχε πολύ μεγαλύτερους αναπτυξιακούς ρυθμούς και πλούτο, αλλά και θα είχε την απαραίτητη ευελιξία, για να ανταποκριθεί, στα κτυπήματα της βαθιάς παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 2008 και, ήδη, από το 2010, θα είχε προχωρήσει, σε υψηλούς ναπτυξιακούς ρυθμούς.
Αντί αυτού και λόγω της βλακώδους στρατηγικής επιλογής, για την ένταξη της Ελλάδας, το 2002, στο ευρώ και την ζώνη του, η ελληνική οικονομία βυθίστηκε σε μια κρίση, ανάλογη αυτής της αμερικανικής GREAT DEPRESSION, της δεκαετίας του 1930.
Όμως, εάν η Ελλάδα δεν είχε εισέθει, στην Ε.Ο.Κ., το 1981, ή εάν, στην συνέχεια, ο Ανδρέας Παπανδρέου την είχε βγάλει, από την Κοινότητα, η χώρα μας, σήμερα, δεν θα ήταν, μέσα στην ευρωζώνη. Θα ήταν έξω και από τους δύο αυτούς οργανισμούς και ήδη, από το 2010, όλοι μας θα γελούσαμε, με τα παθήματα των ευρωζωνιτών.
Δυστυχώς, η εξέλιξη υπήρξε διαφορετική.
Ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε και ο γάϊδαρος...