Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1929-1932 ΚΑΙ Η ΥΦΕΣΗ 2008-2009 : ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΩΝ.
Άνεργοι σε τεράστια ουρά (Συνηθισμένη εικόνα από τις Η.Π.Α., κατά την περίοδο της δομικής οικονομικής κρίσης, που ενταφίασε τον κλασσικό καπιταλισμό της αγοράς, την δεκαετία του '30).
Δεν είχα σκοπό να ανοίξω, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αυτό το σημαντικό θέμα.
Πιστός στην λογική των στρογγυλών αριθμητικά επετείων, σκόπευα να το ανοίξω εφέτος τον Οκτώβριο, οπότε συμπληρώνονται 80 χρόνια από την κατάρρευση της Wall Street στις 29 Οκτωβρίου 1929, η οποία συμπαρέσυρε σαν ντόμινο (ένα αναπάντεχο και απρόσμενο ντόμινο) ολόκληρη την οικονομία των Η.Π.Α., που αποτέλούσε την πιο εκμοντερνισμένη οικονομία του κόσμου, για εκείνη την εποχή (όπως και σήμερα).
Όμως, μια συζήτηση στο Πολιτικό Καφενείο [που πολιτικά πρόσκειται στο Ε.Ε.Κ., το τροτσκιστικό Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα, το οποίο αποτελεί μετεξέλιξη της Ε.Δ.Ε., ήτοι της Εργατικής Διεθνιστικής Ένωσης], του οποίου Administrator είναι ο κ. Παναγιώτης Βήχος, η οποία αφορούσε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και πήρε τέτοια τροπή τον Οκτώβριο του 2008, ώστε να συμπεριλάβει περίπου τα πάντα και να επεκταθεί στην παρούσα χρηματιστηριακή αναστάτωση, που έφερε τριγμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α., λόγω της φούσκας των, εκτός του αμερικανικού Ομοσπανδιακού Τραπεζικού Συστήματος, διαβόητων επενδυτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως η Lehmann, η Merryl Lynch και ο AIG και τελικά εξελίχθηκε στην παρούσα ύφεση, με έκανε να ανασκουμπωθώ και να ασχοληθώ, εκτενώς, από τον Οκτώβριο του 2008, με την αναστάτωση στην αμερικανική τραπεζοπιστωτική αγορά, αλλά, κυρίως, με την δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος την περίοδο 1929 - 1941.
Αυτό έγινε, λόγω της σκληρής αντιπαλότητας, που προέκυψε, γύρω από το αν τα στοιχεία, δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό ''ΚΡΙΣΗ'', όταν αναφερόμαστε στην σημερινή αναστάτωση των αγορών στις Η.Π.Α. και στον κόσμο ολόληρο, ή όχι.
[Δεδομένο είναι ότι οι τροτσκιστές, περισσότερο από όλους τους μαρξιστές, περιμένουν την τελική πτώση του καπιταλισμού, μέσα από μια κρίση, την οποία, διαρκώς, προαναγγέλουν, με νεοϊερεμιάδες, όταν τους δίδεται μιά ευκαρία, όπως αυτή, με τις σημερινές αναστατώσεις στην χρηματοπιστωτική αγορά των Η.Π.Α. Δείτε στο ''Πολιτικό Καφενείο'' το θέμα : ''ΚΌΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ : ΕΝΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ'', στην νέα ηλεκτρονική διεύθυνση του εν λόγω θέματος : http://www.politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?t=17364 , διότι η παλαιά ( http://www.politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?t=15392 ) χακεύτηκε για 3η, ή 4η (!!!) φορά - έχω χάσει τον λογαριασμό -, τελευταία την 10/4/2009].
Επίσης, δείτε και το άρθρο μου στο ''PETROUPOLIS FORUMS'', με τίτλο : ''1929-32 : THE GREAT DEPRESSION Η ΔΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ'' http://www.phpbbserver.com/pfor/viewtopic.php?t=1430&mforum=pfor , στο οποίο, σε ένα μεγάλο βαθμό, βασίστηκε και το παρόν αφιέρωμα.
John Maynard Keynes : Ο ουσιαστικός διασώστης και θεωρητικός του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος.
Η δική μου σαφώς εκφρασμένη άποψη είναι πως δεν πρόκειται για οικονομική κρίση, με την έννοια, που έδιναν οι κλασσικοί οικονομολόγοι και ο Μαρξ στην λέξη κρίση, αλλά πως πρόκειται για μια αναστάτωση, η οποία εξελίχθηκε σε ύφεση, χωρίς να έχει φθάσει και χωρίς να φθάσει να εξελιχθεί σε οικονομική κρίση, με την κλασσική έννοια του όρου, όπως αυτή έχει περιγραφεί στα οικονομικά εγχειρίδια και όπως έχει λάβει σάρκα και οστά στην πράξη, κατά την εποχή πριν από την μετεξέλιξη του κλασσικού καπιταλισμού στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό της εποχής μας, μια μετεξέλιξη, η οποία επιταχύνθηκε από την τελευταία κλασσική (δομική) οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, εκείνη, δηλαδή, της περιόδου 1929 - 1932.
Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ - πρόεδρος των Η.Π.Α. (1933 - 1945). Ο πολιτικός σωτήρας της φιλελεύθερης ολιγαρχικής μορφής του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Από αυτή την αντιπαράθεση, με τους μαρξιστές (τροτσκιστές) συνομιλητές μου, ήλθε και η αναγκαιότητα της αναφοράς και της επισταμένης μελέτης της τελευταίας μεγάλης δομικής κρίσης του καπιταλισμού, κατά την περίοδο 1929 - 1932, η οποία, αν και ανακόπηκε, ως προς την ιλιγγιώδη ταχύτητα της κατάρρευσης της αμερικανικής οικονομίας, με την άνοδο του Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ στην εξουσία και την επικράτηση των ιδεών των Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς και Ίρβινγκ Φίσερ, ουδέποτε ξεπεράστηκε τελειωτικά, παρά μόνον με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο στις 7/12/1941, μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ.
Irving Fisher. Ο ιδρυτής της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, με την περίφημη ''εξίσωση του Φίσερ'' και τον αριθμοδείκτη (δείκτη τιμών καταναλωτή).
Αυτή η μεγάλη δομική κρίση του καπιταλισμού, αφού από τις Η.Π.Α. η κρίση επεκτάθηκε διεθνώς, ήταν - και εξακολουθεί να είναι - το μοντέλο της καπιταλιστικής κρίσης, για όλους τους μαρξιστές, ακριβώς επειδή επεκτάθηκε απρόσμενα και ταχύτατα και έφερε το κλασσικό καπιταλιστικό σύστημα, που είχαν γνωρίσει οι Μαρξ, Ένγκελς, Μπακούνιν, Λένιν, Τρότσκυ και Στάλιν, στα πρόθυρα της κατάρρευσης και της πλήρους αντικατάστασής του από, άλλης υφής και διαρθρώσεως, συστήματα, σαν το ναζιστικό στην Κεντρική Ευρώπη και το ''σοβιετικό'' στην παλιά τσαρική αυτοκρατορία.
Έτσι, η δομική κρίση του κλασσικού καπιταλισμού στα μέσα της εποχής του Μεσοπολέμου αποτελεί και το μέτρο συγκρίσεως, για τον χαρακτηρισμό μιας εκδήλωσης των χρηματοπιστωτικής, κυρίως, μορφής δυσλειτουργιών του καπιταλισμού. Για το αν, δηλαδή, αυτή την εκδήλωση των δυσλειτουργιών του καπιταλισμού μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε, ως απλή αναστάτωση, ή ως ύφεση, ή ως κρίση. Και αυτό το μέτρο σύγκρισης έχει να κάνει με το ποιές είναι, σε κάθε εξεταζόμενη περίπτωση, οι επιπτώσεις του φαινομένου, που παρατηρείται, στην πραγματική οικονομία. Γι' αυτό, λοιπόν και για να μπορέσει να προσδιοριστεί μια αναστάτωση του συστήματος, ως κρίση, με την ουσιώδη οικονομική έννοια του όρου και όχι, με την αγοραία δημοσιογραφική έννοιά της, πρέπει οι επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία (Α.Ε.Π., παραγωγή, κατανάλωση, τιμές, ανεργία, ρυθμοί ανάπτυξης, όγκος του εμπορίου κλπ) να είναι τέτοιας τάξεως μεγέθους, που να μπορούν να συγκριθούν - έστω και εκ του μακρόθεν - με τις επιπτώσεις, που είχε η δομική κρίση του κλασσικού καπιταλιστικού συστήματος στην αμερικανική οικονομία, κατά την δεκαετία του '30. Άλλως, οι προσδιορισμοί πρέπει να λάβουν άλλον χαρακτήρα (αναστάτωση, ύφεση κλπ) και όχι, βέβαια, αυτόν την κρίσης. [Θυμίζω, παρενθετικά, ότι το 2000 στην Ελλάδα το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας παρουσιάστηκε, δημοσιογραφικά, ως κρίση, κάτι που ουδέποτε υπήρξε, αφού η ελληνική οικονομία εκείνον τον χρόνο, αλλά και τα επόμενα αναπτύχθηκε με ρυθμούς του 4%, η παραγωγή αυξήθηκε αλματωδώς, η ανεργία δεν έλαβε έκταση, πέραν από την συνηθισμένη, η βιομηχανική παραγωγή δεν πειράχθηκε, αλλά, αντίθετα, αυξήθηκε και αυτή κλπ].
Τα μεγέθη της αμερικανικής οικονομίας την περίοδο 1929 - 1932 και πολύ λιγότερο μετέπειτα, έως το 1941, υπέστησαν δεινό, συντριπτικό πλήγμα. Την απίστευτη έκταση και την υπερμεγέθη βαθύτητα αυτού του πλήγματος θα τις δούμε στην πορεία. Όπως, επίσης, θα εξετάσουμε την οικονομοτεχνική τεχνογνωσία, που απέκτησε η άρχουσα γραφειοκρατική καπιταλιστική ελίτ, μαζί με την κοινωνική τεχνολογία, που δημιούργησε, προκειμένου και να προλαβαίνει την εκδήλωση των δυσλειτουργιών του συστήματος ή/και να μην επιτρέπει την εξέλιξή τους, σε ανοικτές κρίσεις όταν, λόγω ολιγωριών, ή εσφαλμένων εκτιμήσεων, οι δυσλειτουργίες του συστήματος προχωρούν και πλήττουν την πραγματική οικονομία. Αυτά τα όπλα, εκείνην την εποχή δεν υπήρχαν και γι' αυτό η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος έλαβε δομικό χαρακτήρα, απειλώντας το σύστημα με κατάρρευση. Ποιά είναι αυτά τα όπλα (ποσοτική θεωρία του χρήματος, δημοσιονομική πολιτική, έλεγχος και προσδιορισμός ολόκληρης της αλυσίδας των μισθών - κερδών - τιμών - εισοδημάτων, κρατικοποιήσεις κλπ) θα τα δούμε στην πορεία. Αρκεί, εδώ, να πούμε ότι αυτά τα όπλα επέτρεψαν, μέχρι σήμερα, να μην εκδηλώσει τέτοια, δομικού χαρακτήρα, κρισιακά φαινόμενα [οι υφέσεις της οικονομικής δραστηριότητας, δεν έλαβαν ουδέποτε τον χαρακτήρα της κρίσης - αν και παροδικά, άλλες αιτίες, που έχουν να κάνουν με τα ολιγοπώλεια στην ενέργεια (πετρέλαιο) έφεραν το σύστημα, σε δύσκολη θέση, στην οποία, όμως, ανταποκρίθηκε, κάθε φορά - και τώρα - ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα, με πολύ μικρές, συγκριτικά, επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία], πέρα από κάποιες περιπτώσεις, σε περιθωριακές οικονομίες τριτοκοσμικών χωρών (θυμάμαι την Αργεντινή το 2000), όπου οι εξελίξεις πήραν την ανεξέλεγκτη μορφή μιάς κρίσης, ανάλογης με αυτήν του 1929, αν και ξεπεράστηκαν, με αλλαγή κυβερνητών και φυσικά, αλλαγή οικονομικής πολιτικής, με την υιοθέτηση των κεϋνσιανών ιδεών.
John Kenneth Galbraith
Ας δούμε τώρα την τελευταία ουσιαστική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, όπως την περιγράφει στο μνημειώδες βιβλίο του , με τον χαρακτηριστικό τίτλο : ''ΤΟ ΧΡΗΜΑ'', ένας από τους διασώστες του, μέλος του κεϋνσιανού επιτελείου του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ο John Kenneth Galbraith - που, πριν λίγα χρόνια, πέθανε πλήρης ημερών -, για να γνωρίζουμε περί τίνος πρόκειται όταν ομιλούμε για δομική κρίση του καπιταλισμού :
''Μετά απ' την ύφεση του 1921 ήρθαν τα οχτώ παχειά χρόνια. Δεν ήταν όμως παχειά για όλους. Οι αγρότες ήταν δυσαρεστημένοι και φώναζαν. Οι εργάτες, που οι συνδικαλιστικές ενώσεις τους είχαν αποτελεσματικά διαλυθεί, στο διάστημα της ύφεσης του 1921, οι μαύροι και οι άλλες μειονότητες, φυσικά οι γυναίκες, όλοι αυτοί είχαν μείνει άφωνοι, και κανείς δεν μπορούσε να πει το μέγεθος της δυσαρέσκειάς τους.
Το βέβαιο είναι πως, κάτω απ' την ευχάριστη πρόσοψη, υπήρχαν λάθη. Οι μισθοί και οι τιμές, απ' το 1922 μέχρι το 1929, είχαν μείνει σχεδόν στο ίδιο επίπεδο. Αφού και ο όγκος παραγωγής και η παραγωγικότητα είχαν ανοδική πορεία (ο όγκος παραγωγής κατά εργάτη στη βιομηχανία στο διάστημα της δεκαετίας του '20 αυξήθηκε περίπου 43 στα εκατό), αυτό σήμαινε πως τα κέρδη μεγάλωναν. Το καθαρό εισόδημα του μέσου όρου από 84 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, σχεδόν τριπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1922 και το 1929, τα μερίσματα που πλήρωναν διπλασιάστηκαν Ενισχυμένο, με τις διαδοχικές μειώσεις του φόρου εισοδήματος, αυτό σήμαινε πως το μέρος από το εισόδημα που πήγαινε στους πλούσιους για κατανάλωση και επένδυση αυξήθηκε σημαντικά. Αυτό το εισόδημα έπρεπε να καταναλωθεί, ή να επενδυθεί. Αν κάτι εμπόδιζε αυτή την κατανάλωση, ή επένδυση, θα δημιουργούνταν πτώση της ζήτησης - και αναστάτωση.
Και η κατανάλωση και η επένδυση ήταν εύτρωτες. Η κατανάλωση απ' τους πλούσιους μπορούσε να ελαττωθεί, αν τρόμαζαν - όπως, ας πούμε, από μια μεγάλη πτώση στα χρηματιστήριο. Μεγάλο μέρος απ' τις επενδύσεις τους βρίσκονταν σε ξένα δάνεια - σε γερμανικές πόλεις, σε δημοκρατίες της Νότιας Αμερικής. Πολλά μπορούσαν να συμβούν σ' αυτό το είδος των επενδύσεων - επανάσταση, άρνηση αναγνώρισης των χρεών, δυσκολία στο να αποκτήσουν το απαιτούμενο χρυσάφι, ή δολλάρια, για πληρωμή του τόκου, ή του αρχικού δανείου - που να τρομάξουν τους επενδυτές. Μεγάλο μέρος του εσωτερικού δανεισμού κατευθύνονταν προς τις δουλειές που πρόβάλαν οι καινούργιες οικονομικές μεγαλοφυΐες - οι σιδηρόδρομοι του Βαν Σβέρινγκενς, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας του Σάμιουελ Ίνσουν και του Χάουαρντ Χόμπσον, οι τόσο αλλοπρόσαλλες και σκοτεινές επιχειρήσεις του Ίβαρ Κρούγκερ. Όλα αυτά απαιτούσαν πολύπλοκη, και μερικές φορές ακατανόητη δομή εταιριών χαρτοφυλακίου, στις οποίες, οι επιχειρήσεις που διέθεταν, όχι ιδιαίτερα μεγάλη φερεγγυότητα, έκδιδαν ομολογίες (και προνομιούχες μετοχές), για να αγοράσουν και να ελέγξουν τις μετοχές εκείνων, που ήταν περισσότερο φερέγγυες, με κατεύθυνση τον έλεγχο των εταιριών που ασχολούνται με την παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων. Αυτό εξασφάλιζε τον έλεγχο, με τη χρησιμοποίηση ελάχιστων επενδύσεων. Σήμαινε επίσης πως, αν κάτι προκαλούσε τη διακοπή της ανοδικής ροής των μερισμάτων - από όπου έπρεπε να καλυφτούν τα έξοδα των τόκων των ομολογιών των ανωτέρων επιπέδων - οι ομολογίες θα έπαυαν να είναι αποδοτικές και ολόκληρη η δομή θα κατρακυλούσε στην πτώχευση. Δεν θα γινόταν τότε καμμία άλλη επένδυση χρημάτων απ' έξω. Κι' εκείνοι που θα είχαν χάσει λεφτά μ' αυτό τον τρόπο δεν θα επένδυαν τα χρήματά τους αλλού. Οι προβολές των εταιριών χαρτοφυλακίου μαζί με τις εταιρίες επενδύσεων, αποτέλεσαν το θαύμα της δεκαετίας του '20 και αυτοί που τις δημιούργησαν ήταν οι γίγαντες της εποχής. Και οι προβολές, και οι άνθρωποι που τις ενεργούσαν ήταν, από κάθε άποψη, οι πρόδρομοι των πολυεταιρικών επιχειρήσεων, των λειτουργικών κεφαλαίων, των αναπτυξιακών κεφαλαίων, των κεφαλαίων εξωτερικού και των κτηματικών επενδυτικών πιστώσεων, και οι δημιουργοί τους, ή εκείνοι που τις κατάστρεψαν, επρόκειτο να τιμήσουν, ή να κηλιδώσουν την οικονομική σκηνή των δεκαετιών του '60 και του '70.
Τελικά, ως ένα σημείο σαν αποτέλεσμα των κερδών της περιόδου αυτής, αλλά ουσιαστικά από την φαινομενική μεγαλοφυΐα των μεγάλων δημιουργών της προβολής, δημιουργήθηκε η άνοδος των τιμών στο χρηματιστήριο. Οι μετοχές άρχισαν να ανεβαίνουν το τελευταίο εξάμηνο του 1924 και συνέχισαν να ανεβαίνουν τα 1925. Σημειώθηκε μια μικρή υποχώρηση το 1926. Εκείνον τον χρόνο, δύο τυφώνες και το γεγονός ότι έπαψαν να εμφανίζονται καινούργιοι αγοραστές πράγμα αναγκαίο για τη διατήρηση οποιασδήποτε κερδοσκοπίας, έφερε την καταστροφή της μεγάλης υπερτίμησης των μετοχών γης στην Φλόριντα. Αλλά το 1927, η ανοδική πορεία άρχισε πάλι, και εξακολούθησε να κερδίζει ορμή όλον εκείνο τον χρόνο, όλο το 1928, και μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1929. Στους «Τάϊμς της Νέας Υόρκης», ο μέσος όρος εικοσιπέντε βιομηχανικών μετοχών που ήταν 134 στα τέλος του 1924, και 245 στο τέλος του 1927, έφτασε τα 331 στις αρχές του 1929. Στους τρεις καλοκαιρινούς μήνες εκείνου του χρόνου, αυξήθηκαν από 339 σε 449, ενα κέρδος 32 στα εκατό.
Όπως και πριν, ιδιώτες και οργανισμοί, κυρίως οι εταιρίες επενδύσεων, οι πρόδρομοι των επιχειρήσεων αμοιβαίων κεφαλαίων, αγόραζαν επειδή περίμεναν πως οι τιμές θα ανέβουν. Οι αγορές τους αυτές προκάλεσαν την άνοδο των τιμών, έκαναν τις προσδοκίες τους να πραγματοποιηθούν και έθρεψε καινούργιες κι' ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες και την μεγάλη ζήτηση για αγορες που ήταν τό επακόλουθό τους. Η μεγάλη αυτή ζήτηση, αξίζει να αναφέρουμε και πάλι, θα κρατήσει μέχρι να εξαντληθεί η εμφάνιση νέων αγοραστών που επιβεβαίωναν τις προσδοκίες, ή να συμβεί κάτι που να αντιστρέψει αυτές τίς προσδοκίες. Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, όπως μετά από την πτώση του εξωτερικού δανεισμού, ή την αποτυχία των μεγάλων συγκροτημάτων των εταιριών χαρτοφυλακίου θα μπορούσε να περιμένει κανείς πως οι επενδυτές θα υποχωρούσαν μπροστά στους φόβους τους. Και οι επενδύσεις και οι καταναλωτικές δαπάνες θα μειωνόντουσαν. Χρηματοδοτώντας την πώληση των κακών χρεωγράφων, και τρέφοντας την κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου, το νέο νομισματικό σύστημα έπαιξε έναν πρωτεύοντα ρόλο εκεινα τα χρόνια. Η αγοραπωλησία των χρεωγράφων στη δεκαετία του '20, χρηματοδοτήθηκε απλόχερα από τις εμπορικές τράπεζες και, κατά την περίοδο αυτή, το μεγαλύτερο μέρος τους γινόταν από τα υποκαταστήματα των εμπορικών τραπεζών. Με τον ίδιο τρόπο χρηματοδοτήθηκε και η κερδοσκοπική αγορά χρεωγράφων απο ιδιώτες. Μεγάλο μέρος της, έγινε με κάλυμμα. Μ' άλλα λόγια οι τράπεζες παραχωρούσαν τα κεφάλαια για την αγορά των μετοχών και χρησιμοποιούσαν τις ίδιες αυτές σαν ενέχυρο. Οι εμπορικές τράπεζες που δάνειζαν χρήματα γι' αυτές τις δουλειές, έκαναν με τη σειρά τους, σημαντικά δάνεια από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Έτσι, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα βοηθούσε τη χρηματοδότηση της μεγάλης αύξησης των τιμών του χρηματιστηρίου. Θα ήταν λάθος να πούμε πως αυτό ήταν η αιτία· οι άνθρωποι δεν κερδοσκοπούν επειδή διαθέτουν το χρήμα, για να κάνουν κάτι τέτοιο. Αλλά το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα καλλιέργησε αυτήν την κερδοσκοπία και δεν την σταμάτησε.
Η τροφοδότηση του φουντώματος της κερδοσκοπίας στο Χρηματιστήριο από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα, ήταν σύμφωνα με τον καθιερωμένο μύθο, αποτέλεσμα ενός άλλoυ ενδιαφέροντος λάθους. Την 1η Ιουλίου 1927, το «Μαυριτανία» έφτασε στη Νέα Ύόρκη με δύο επιφανείς επιβάτες, τον Μόνταγκιου Νόρμαν, Διοικητη της Τράπεζας της Αγγλίας, και τον Γιάλμαρ Σάχτ, τον διοικητή της Ράϊχσμπανκ. (Δεν ήταν στιγμή γενικών προβλέψεων. Ο Αλέξανδρος Κερένσκυ, που την ημέρα εκείνη ολοκλήρωσε μια επίσκεψη του στην Αμερική, δήλωσε στις εφημερίδες πως η σοβιετική κυβέρνηση βρίσκονταν στα τελευταία της και θα εξαφανίζονταν μέσα σε λίγους μήνες). Η μυστικότητα που κάλυπτε την επίσκεψη ήταν πολύ μεγάλη και κατά κάποιο τρόπο, επιδεικτική. Το όνομα κανενός απ' τους δυο μεγάλους τραπεζίτες, δεν παρουσιάστηκε στον κατάλογο των επιβατών. Κανένας τους, όταν φτάσαν, δεν συναντήθηκε με τους δημοσιογράφους αν και σύμφωνα με τους «Τάϊμς της Νέας Υόρκης», ο Δρ. Σάχτ, βγαίνοντας απ' την τραπεζαρία, την ώρα που το πλοίο προχωρούσε προς τον χωρο του υγειονομικού ελέγχου, «σταμάτησε μόνο για να τους ανακοινώσει πως δεν είχε τίποτα να πει». Ο Σερ Μόνταγκιου ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες χαιρετώντας µε το χέρι του, και ήταν ακόμα λιγότερο ομιλητικός. Στη Νέα Υόρκη συναντήθηκαν με τον Σαρλ Ρύστ, υποδιοικητή της Τράπεζας της Γαλλίας, και όλοι μαζί πήραν μέρος σε σύσκεψη με τον Μπέντζαμιν Στρόνγκ, διοικητή τής Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Ύόρκης. Ήδη οι αμφιβολίες για το ποιός διοικούσε το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα - το Διοικητικό Συμβούλιο στην Ουάσινγκτον, οι απλόχωρα και δημοκρατικά κατανεμημένες Περιφερειακές Τράπεζες, ή η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης - είχαν περιοριστεί σε μία τυπική αντιμαχία ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον. Οι τραπεζίτες του Παλιού Κόσμου, όπως τους αποκαλούσαν οι «Τάϊμς», δεν είχαν καμμία αμφιβολία πως η εξουσία βρίσκονταν στον Διοικητή Στρόνγκ. Στις επόμενες μέρες έγινε έντονη μαντιολογία για τα θέματα που συζητιόντουσαν, που σχεδόν στο σύνολό της ήταν λαθεμένη. Αυτά τα θέματα, ομολογημένα, αφορούσαν δημόσια προβλήματα. Αυτοι που τα συζητουσαν ήταν πραγματικά, έστω και όχι αυστηρα απο νομική αποψη, δημόσιοι λειτουργοί. Πίστευαν όμως πως το κοινό πρέπει να μην έχει καμμια απολύτως γνώση των διαπραγματεύσεων τους. Ως έναν αξιόλογο βαθμό, η πεποίθηση αυτή σε θέματα διεθνους νομισματικής πολιτικής, εξακολουθει να υπάρχει. Το κύριο, ή το οπωσδήποτε πιο σημαντικό, θέμα της συζήτησης ήταν η ιδιαίτερα αδύνατη αποθεματική κατάσταση της Τράπεζας της Αγγλίας. Οι τραπεζίτες πίστευαν πως η αδυναμία αυτή θα μπορούσε να βοηθηθεί αν τό Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα χαμήλωνε τα επιτόκια και ενεθάρρυνε τον δανεισμό. Οι κάτοχοι χρυσού θα επιδίωκαν τότε το μεγαλύτερο κέρδος, με το να κρατούν το μέταλλο στο Λονδίνο. Και, με τον καιρό, υψηλότερες τιμές στις Ηνωμένες Πολιτείες θα διευκόλυναν την ανταγωνιστική θέση της βρετανικής βιομηχανίας και απασχόλησης. Η σκιά του Ουίνστων Τσώρτσιλ εξακολουθούσε να κυριαρχεί. Αν μέρος από το χρυσάφι πήγαινε στο Βερολίνο, που βρισκόταν ακόμα κάτω απ' την επίδραση του μεγάλου πληθωρισμού, ή στην Γαλλία, που προσπαθούσε να επιβάλλει την σταθεροποίηση των σχεδίων του Πουανκαρέ, θα ήταν επίσης για όφελός τους. Το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα τους έκανε τη χάρη. Αμέσως μετά τη σύσκεψη το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο κατέβηκε από 4 σε 3,5 στα εκατό. τα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών ξαναγέμισαν τους επόμενους μήνες από την κίνηση της ανοικτής αγοράς - με την αγορά από τις Ομοσπονδιακές Τράπεζες κρατικών χρεωγράφων αξίας 340 εκατομμυρίων δολλαρίων. Αυτό, σύμφωνα με την κοινή άποψη (που κυριαρχούσε ακόμα σε μεγάλο βαθμό) ήταν το λάθος που οδήγησε στην μεγάλη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Την στιγμή που υπήρχε ανάγκη περιορισμών, οι ξένοι έπεισαν τις αμερικανικές αρχές να δώσουν μεγαλύτερες ελευθερίες για δικό τους όφελος και σε βάρος των Αμερικανών. Ο Άντολφ Μίλερ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που είχε αποδοκιμάσει αυτή την πράξη, την χαρακτήρισε αργότερα σαν «το μεγαλύτερο και πιό τολμηρό έργο που έχει αναλάβει ποτέ το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα, και που κατάληξε σε ένα από τα πιό δαπανηρά λάθη που έκανε αυτό, ή οποιοδήποτε άλλο τραπεζικό σύστημα τα τελευταία 75 χρόνια» Ο καθηγητής Λάϊονελ Ρόμπινς, της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου, ένας διάσημος ερευνητής αυτών των γεγονότων, είπε αργότερα.: «Απ' αυτή την μέρα κι' έπειτα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η κατάσταση ξέφυγε πια από κάθε έλεγχο» Στο πάνθεον των αμερικανών οικονομολόγων, μαζί με τον Χάμιλτον, τον Μπιντλ, τον Τζέϋ Κούκ, και τον Σάλμον Τσαίης, μια περισσότερο από μηδαμινή θέση εχει κρατηθεί για τον Μπέντζαμιν Στρόνγκ. Πίστευαν πως περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλον Αμερικανό της εποχής του, ο Στρόνγκ ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τους επιτηδευμένους οικονομικούς παράγοντες του Παλιού Κόσμου, με τα ιδια τους τα όπλα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πως η συναλλαγή με την οποία συνδέεται κυρίως τ' όνομά του ειναι η παραχώρηση εκείνη των προνομίων στον Μόνταγκιου Νόρμαν και τον Γιάλμαρ Σάχτ. Τέτοιες ειναι οι πηγες της φήμης. Και δεν είναι αυτό χαρακτηριστικό των οικονομικών παραγόντων μονάχα. Αν δεν υπήρχε το σκάνδαλο του Γουώτεργκαιητ το όνομα του Χ.Ρ. Χάλντεμαν και του Τζων Ντην, δεν θα έμπαινε ποτέ στα βιβλία της ιστορίας. Ούτε και του Γκόρντον Λίντυ. Ο Τζων Μίτσελ θα ήταν μια πολύ μικρή υποσημείωση. Και ο Τζων Φόστερ Ντάλλες, και ο Ντην Ράσκ, έγιναν διάσημοι από τη μεγαλοπρέπεια των λαθών τους στην εξωτερική πολιτική. Κανένας δεν θα είχε ακούσει για τόν Ουϊλλιαμ Γουέστμορλαντ, αν δεν είχε συσχετισθεί με τον χειρότερα διοικημένο πόλεμο από το 1812. Αν όλα τα άλλα δεν έχουν πετύχει, πάντοτε μπορεί κανείς με αρκετά λάθη να εξασφαλίσει την αθανασία.Στην πραγματικότητα, υπήρχε κάποια σχετική λογική από τη μεριά του Διοικητή Στρόνγκ - αυτοί που διατυμπανίζουν το ιστορικό του λάθος, έχουν υπεραπλοποιήσει τα πράγματα. Οι περιστάσεις έχουν και πάλι πολλά να μας διδάξουν. Μπροστά στις τότε νομισματικές ανωμαλίες οι δυσκολίες της Γερμανίας, της Γαλλίας, και της Βρετανίας, δεν ήταν παράξενο το ότι, στην αρχή της δεκαετίας του '20, πολλοί απ' αυτούς που είχαν στην κατοχή τους χρυσάφι γύρεψαν καταφύγιο για τους θησαυρούς τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα αποθέματα, που στο τέλος του 1918 είχαν φτάσει στο φανταστικό ποσόν των 2,9 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, έγιναν 4,2 δισεκατομμύρια στο τέλος του 1926, ακριβώς πριν απ' την άφιξη των προσκυνητών του «Μαυριτάνια». Μόλις έφτανε το χρυσάφι, καταθέτονταν σε εμπορικές τράπεζες, όπου, αν επιτρέπονταν, θα μπορούσε να στηρίξει μια μεγάλη αύξηση στα δάνεια, τα χαρτονομίσματα και τις καταθέσεις (πάντοτε με την προϋπόθεση πως υπήρχαν άνθρωποι και εταιρίες που γύρευαν δάνεια) με σημαντικά πληθωριστικά αποτελέσματα. Αυτά τα αποτελέσματα, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα τα πρόλαβε στην δεκαετία του '20 με την πολιτική της ανοιχτής αγοράς - πουλώντας τα κρατικά χρεώγραφα που είχε αποκτήσει στη διάρκεια του πολέμου για χρυσάφι, και μεταφέροντας έτσι το χρυσάφι από τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών, απ' όπου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν αποθεματικό για δάνεια και καταθέσεις, στα δικά της θησαυροφυλάκια. (Τον Μάρτη του 1923 ίδρυσε την Ομοσπονδιακή Επιτροπή για τις Επενδύσεις της Ανοιχτής Αγοράς, τους πολίτες με την μοναδική δύναμη τους οποίους αναφέρει ο καθηγητής Σάμουελσον, για να συντονίσουν αυτές τις ενέργειες). Απ' τη στιγμή που το χρυσάφι είχε ασφαλιστεί στην κατοχή του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος δεν συσχετίζονταν πια αναγκαστικά µε τον δανεισμό και τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών και συνεπώς με την προσφορά του χρήματος. Το Ομοσπονδιακό Τραπεζικο Σύστημα κράτησε την ποσότητα των δανείων που έκανε στις τράπεζες αρκετά πιο κάτω απ' ό,τι θα είχαν επιτρέψει τα αποθέματά της σε χρυσό. Το ποσόν που δάνειζε εξαρτιόταν απ' το επιτόκιο που χρέωνε στις τράπεζες και, σε κάποιο βαθμό, από το αν, ή όχι, ενθάρρυνε τον τραπεζικό δανεισμό. Ο δανεισμός αυτός, ήταν που επιδρούσε, με τη σειρά του, στα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών, και στην ικανότητά τους να δανείζουν. Έτσι, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες εφάρμοζαν τον χρυσό κανόνα, το απόθεμα του χρυσού δεν έπαιζε μεγάλο ρόλο. Τώρα, σε καιρό ειρήνης, όπως και πριν, στο διάστημα του πολέμου, η χώρα είχε ελεγχόμενο νόμισμα. Αφού η ποσότητα του εισαγόμενου χρυσού δεν επιδρούσε πια αναγκαστικά στα αμερικάνικά δάνεια, καταθέσεις, τιμές ή επιτόκια - που τώρα καθορίζονταν από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα - οι κλασικές δυνάμεις που ανακατανέμαν το χρυσάφι σύμφωνα με τόν χρυσό κανόνα, δεν λειτουργούσαν πια. Όταν εφτανε το χρυσάφι δεν σημειώνονταν αναγκαστικά πτώση στα επιτόκια, δεν γινόταν καμμία αύξηση στις τιμές δεν παρουσιάζονταν γενικα τίποτα, που να ελέγχει την είσοδο του χρυσού και να ενθαρρύνει μία καινούργια εξοδο, όπως θα απαιτούσε η εφαρμογή του κλασσικού χρυσού κανόνα. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει την άποψη πως ο Διοικητής Στρόνγκ, που αναμφίβολα ήταν με το μέρος του χρυσού, με το να υποχωρήσει στον Σάχτ, τον Νόρμαν, και τον Ρίστ, έκανε μόνο αυτό που υποτίθεται πως θα έκανε ο χρυσός κανόνας αυτόματα. Μπορεί να είδε τα πράγματα απ' αυτήν την άποψη, αν και τέτοια διορατικότητα είναι πιό πιθανόν να παρουσιαστεί μετά απ' τα γεγονότα. Ούτε είναι απόλυτα βέβαιο πως μία αυστηρότερη πολιτική το 1927 και μετά θα ειχε σταματήσει την κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου. Άλλα πράγματα μπορεί να είχαν σταματήσει προηγουμένως. Οι τράπεζες, όπως δάνειζαν για κερδοσκοπία, δάνειζαν και για να καλύψουν συνηθισμένες εμπορικές, βιομηχανικές και αγροτικές ανάγκες.
Στην δεκαετία του '20 η αύξηση του συνολικού δανεισμού απ' τις εμπορικές τράπεζες, εκτός από αυτόν που είχε σχέση με τα ακίνητα, ήταν σχετικά. μικρή - από 23 δισεκατομμύρια δολλάρια, τό πρώτο εξάμηνο του 1921, σε 30 δισεκατομμύρια στο πρωτο εξάμηνο του 1929. (Τα δάνεια για ακίνητα, όπου σημειώθηκε αρκετή κερδοσκοπία, αυξήθηκαν με έναν πολύ μεγαλύτερο ρυθμό). Αλλά, μέσα σ' αυτό το συνολικό ποσό δανεισμού, που μόλις αναφέραμε, τα δάνεια στους μεσίτες του χρηματιστηρίου για να διατηρούν χρεώγραφα με κάλυμμα, για κερδοσκοπία δηλαδή, αυξήθηκαν τρομακτικά από 810 εκατομμύρια δολλάρια στο τέλος του 1921, σε 2,5 δισεκατομμύρια στις αρχές του 1929, ενώ παράλληλα ένα ανάλογο ποσό πρόσφεραν επιχειρήσεις και άλλοι μη τραπεζικοι δανειστές. Σημειώθηκε μια ακόμα μεγάλη αυξηση το 1929 - στους καλοκαιρινους μήνες, 400 περίπου εκατομμύρια δολλάρια τον μήνα. Το επιτόκιο για δάνεια προς μεσίτες του χρηματιστηρίου, για τα οποία δεν ηταν ανάγκη, εκείνη την εποχή, να γίνει καμμια αντισταθμιστική κράτηση για αυξανόμενες τιμές, ήταν θαυμάσιο. Κλιμακώνονταν από 6 ως 12 στα εκατό, και μερικές φορές ακόμα περισσότερο. Hταν ενα 12 στα εκατό μέ σχεδόν απόλυτη ασφάλεια, και το κεφάλαιο του δανείου ήταν διαθέσιμο για επιστροφή τη στιγμή που θα ζητιόταν. Δώδεκα στα εκατό ειναι δώδεκα στα εκατό. Αν συνεπώς το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ειχε περιορίσει τα επιτόκια και τόν δανεισμό του, οι τράπεζες, εκτός αν διαθέταν μια εκπληκτική ανοσία στο 12 στα εκατό, θα είχαν μειώσει τις χορηγήσεις τους προς τους πολύ λιγότερο επικερδείς, τους πολύ λιγότερο ασφαλείς, και πολυ πιό ενοχλητικούς δανειζόμενους για κοινές εμπορικές, οικιστικές, βιομηχανικές, ή αγροτικές ανάγκες. Αυτά ήσαν τα δάνεια που θα είχαν περιοριστεί. Ο φόβος πως αυτό θα γίνονταν στην πραγματικότητα, δυσαρέστησε πολύ τα πνευματικά ευαίσθητα μέλη του Διοικητικου Συμβουλίου στην Ουάσιγκτον. Ένα μικρότερο μέρος των πιστώσεων για το χρηματιστήριο προέρχονταν επίσης κατ' ευθείαν απ' τις τράπεζες. Οι επιχειρήσεις προσελκύονταν όλο και περισσότερο από τα μεγάλα επιτόκια των άμεσα ανακλητών δανείων Η άλλη λύση να προειδοποιήσουν, και πιθανόν να αποκλείσουν αυτες ειδικα τις τράπεζες που δανείζονταν από τό Ομοσπονδιακό Τραπεζικο Σύστημα για να προσφέρουν δάνεια στο χρηματιστήριο. Δυστυχώς, γι' αυτή τη λύση, οι χειρότεροι ένοχοι ηταν οι μεγαλύτερες τράπεζες της Νέας Υόρκης. Και οι μεγάλες τράπεζες της Νέας Υόρκης, με τη σειρά τους, βρίσκονταν σε πολυ στενή σχέση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης. Η Νάσιοναλ Σίτυ Μπάνκ, μαζί με την Τσαίης Νάσιοναλ, που ήταν μία από τις δύο μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες της Νέας Υόρκης, ήταν τότε κάτω απ' την διοίκηση κάποιου Τσαρλς Μίτσελ, ενός ανθρώπου γεμάτου ενθουσιασμό, και, όπως απόδειξαν κατοπινά γεγονότα, εξαιρετικά αναίσθητου, που ο ιδιος είχε μεγάλα συμφέροντα στο χρηματιστήριο. Αν η περίοδος των μεγάλων τιμών γκρεμίζονταν, το ίδιο θα πάθαινε κι' ο Μίτσελ, κι' αυτή ήταν μία σχέση που είχε την ικανότητα ο ίδιος να την βλέπει. Στις αρχές του 1929, ο Μίτσελ, σαν να μην υπήρχε άλλος άνθρωπος, γι' αυτη την δουλειά, έγινε διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης. Τον Φλεβάρη του 1929, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συστήματος στην Ουάσιγκτον, παρ' όλες τις αντιρρήσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, έκανε μία προειδοποίηση ενάντια στη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων των Ομοσπονδιακών Τραπεζών για τη χρηματοδότηση της κερδοσκοπίας. Ήταν μια προειδοποίηση που δεν απευθύνονταν καθόλου στον αέρα: «Ένα μέλος (εμπορική τράπεζα) δεν εχει το λογικό δικαίωμα να απαιτήσει τη χρησιμοποίηση των διευκολύνσεων του αναπροεξοφλητικου επιτοκίου στην ομοσπονδιακή του τράπεζα, όταν δανείζεται με το σκοπό να κάνει κερδοσκοπικά δάνεια, ή με τον σκοπό να διατηρήσει κερδοσκοπικά δάνεια» Αμέσως μετά, πρόσθεσε πώς το τι κάνουν οι τράπεζες με τα δικά τους, των καταθετών τους δηλαδή, χρήματα, ήταν δική τους δουλειά. Αυτό ήταν μια ταπεινωτική παραίτηση απο τη βασική υπευθυνότητα της κεντρικής τράπεζας, που ειναι να κρατάει όλο τον τραπεζικό δανεισμό κάτω από εποπτεία και, αν υπάρχει ανάγκη, κάτω από έλεγχο. Μπρός σ' αυτη την προειδοποίηση το χρηματιστήριο συγκλονίστηκε, αλλά σε λίγο συνήλθε. Το Διοικητικό Συμβούλιο άρχισε ύστερα να μελετάει, αν θα προχωρούσε, ή όχι, σε άλλες ενέργειες. Τον Μάρτη κυκλοφόρησε η φήμη πως γινόντουσαν συσκέψεις στο αρχηγείο του Συστήματος στην Ουάσιγκτον, και πως ειχε γίνει συνεδρίαση, κάτι το πρωτοφανές, ακόμα και κάποιο Σάββατο. Τρόμαξαν τώρα οι τράπεζες και άρχισαν να περιορίζουν τα δάνειά τους στο χρηματιστήριο. Στις 26 του Μάρτη, το επιτόκιο εξαγοράς, το επιτόκιο δηλαδή με το όποιο παρέχονταν πίστωση για την αγορα χρεωγράφων, έφτασε τα 20 στα εκατό. Η αγορά κατακλύστηκε από τον τεράστιο ογκο συναλλαγών. Τότε μπήκε στη μέση ο Μίτσελ. Ανακοίνωσε πως ένοιωσε την υποχρέωση «που ήταν μόνιμη για οποιαδήποτε προειδοποίηση του Ομοσπονδιακού Τραπεζικου Συστήματος, να αποτρέψει κάθε επικίνδυνη κρίση στη χρηματική αγορά» Προχωρώντας σε ανάλογες με τα λόγια του ενέργειες, η Νάσιοναλ Σίτυ Μπανκ διάθεσε την επόμενη μέρα 25 εκατομμύρια δολλάρια σε δάνεια προς μεσίτες του χρηματιστηρίου, που ήταν να δοθούν σε μερίδια τών 5 εκατομμυρίων για κάθε μονάδα που το εξαγοραστικό επιτόκιο ξεπερνουσε τα 16 στα εκατό. Τό χρηματιστήριο ανάπνευσε αμέσως. Ο Μίτσελ, αν και δεν ξέφυγε απ' την κριτική, εξακολούθησε να ειναι διοικητής χωρίς, απ' ότι ξέρουμε, να τιμωρηθεί. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συστήματος δεν έκανε αλλη προσπάθεια να επιβάλλει περιορισμούς.
Κάτι απ' όλη τη θλιβερή εικόνα θα πρέπει να αποδώσουμε, όχι σε προμελετημένο σχέδιο, αλλά σε ανικανότητα. Η αμερικάνικη αντίληψη πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει κεντρικοτραπεζίτης, αρκεί να τον διορίσουν σ' αυτήν τη θέση, εχει αρκετα υπογραμμιστεί και λειτουργούσε, στον υπέρτατο βαθμό, κατά την δεκαετία 1920-30. Ο Χέρμπερτ Χούβερ, που χαρακτήρισε τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκείνης της έποχης μετριότητες, δεν είχε να πει τίποτα πιο ευχάριστο για τον Στρόνγκ. Τον ονόμασε πνευματικό παράρτημα της Ευρώπης.
Το 1927 όμως, τα πράγματα κάπως βελτιώθηκαν. Ο Ρόϋ Γιάνγκ, ενας κάπως πιο ικανός άνθρωπος, ειχε αντικαταστήσει τον Ντάνιελ Κρίσσινγκερ, τον δικηγόρο των ατμοκίνητων φτυαριών. Ο Γιάνγκ, προσπάθησε να περιορίσει τον τραπεζικό δανεισμό που κατευθύνονταν για κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο. Κατά την διάρκεια όμως του 1929 εγκατέλειψε ουσιαστικά τις προσπάθειές του. Όπως ειπε αργότερα, έβγαλε το συμπέρασμα πως η «υστερία», αν και μπορεί να περιορίζονταν λιγάκι, θα κρατούσε όσο ήταν φυσικό.
Υπήρχε, εντούτοις, ενας ακόμα λόγος για τον όποιο δεν ήθελαν να αναμιχτούν στη φυσική πορεία των πραγμάτων, που ούτε ο Γιάνγκ, ούτε κανένας άλλος δεν εχει αναφέρει. Κι' αυτός, γι' άλλη μια φορά, σχετίζονταν με απόδοση ευθύνης. Αν το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ενεργούσε δυναμικά, για να περιορίσει τον κερδοσκοπικό δανεισμό, δεν θα ήταν υπεύθυνο, μόνο για το σταμάτημα του φουντώματος της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο, αλλά και για τα αποτελέσματά του. Αυτά, θα περιλάμβαναν το να χαθούν εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια από εκατοντάδες χιλιάδες κερδοσκόπους, που πολλοί τους πίστευαν πως ήσαν σοφοί, συνετοί καί άξιοι επενδυτές. Eίναι φανερό πως αυτό θα σήμαινε καί τον οικονομικό μαρασμό. Ποιός θα ήθελε να υποστεί την οργή, που θα ακολουθούσε; Ποιός θα ήθελε να τον κατηγορούν για κάτι τέτοιο, σ' ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του και να τον περιφρονούν;
Στην αρχή του καλοκαιριού του 1929, ο Πωλ Γουάρμπεργκ, που εκτός απο αρχιτέκτονας του Συστήματος κι' από τους πρώτους του διοικητές ήταν κι' ένα απο τα διασημότερα πρόσωπα της οικονομικής κοινότητας, προειδοποίησε για το όργιο της «ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας». Σ' ένα προγνωστικό σχόλιό του, άφησε να υπονοηθεί πως, αν συνεχίζονταν, θα «προκαλούσε ενα γενικό μαρασμό σ' ολόκληρη τη χώρα». Ζήτησε από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα να προχωρήσει σε πιό δυναμικές ενέργειες. Η αντίδραση ήταν άγρια. Οι πιό φιλικοί απ' τους σχολιαστές υποστήριξαν πως ο Γουάρμπεργκ δεν είχε αντιληφθεί τό πνεύμα της εποχής. Άλλοι, πιό ειλικρινείς τον κατηγόρησαν για σαμποτάζ - ότι «προσπαθούσε να λυγίσει την αμερικάνική ευημερία». Έγιναν υπαινιγμοί πως μπορεί να είχε χάσει στο χρηματιστήριο. Ο Γουάρμπεργκ είπε έπειτα από καιρό σε φίλους του, πως αυτή υπήρξε η πιό δύσκολη εμπειρία της ζωης του. Πόσο καλύτερο ήταν, κατά την άποψη του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, να αφήσουν τα πράγματα στη φυσική τους πορεία, και έτσι να επιτρέψουν στην φύση να πάρει όλη την ευθύνη.
Αργά, τον Οχτώβρη εκείνον, ήλθε το τέλος. Την Πέμπτη, 24 του Οχτώβρη, μετά από μια σειρά άσχημων ημερών, πίστεψαν πως το χρηματιστήριο έχασε κάθε στήριγμα στο κατρακύλισμα. Αυτό συνέβηκε την ερχόμενη Τρίτη. Τις επόμενες μέρες ο πανικός κάπως υποχώρησε αλλά οι τιμές στο Χρηματιστήριο εξακολούθησαν να πέφτουν. Σημειώθηκε μια σύντομη ανάρρωση την άνοιξη του 1930 και μετά συνεχίστηκε η πτώση.
Στις 8 Ιουλίου του 1932 ο μέσος όρος των βιομηχανικών χρεωγράφων στους «Τάϊμς» ήταν 58, λίγο περισσότερο από τό ένα όγδοο του επιπέδου που βρίσκονταν πριν από τρία χρόνια. Ήδη σχεδόν όλες οι άλλες αξίες είχαν κι' αυτές φτάσει στο χαμηλότερο σημείο. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν - η συνολική παραγωγή του οικονομικού συστήματος - είχε πέσει περισσότερο από ένα τέταρτo απ' το επίπεδο του 1929, υπολογισμένο με τις τιμές εκείνου του χρόνου, και σχεδόν στο μισό σε αξία. Το 1929, στη διάρκεια ολόκληρης της χρονιάς, ο μέσος όρος της ανεργίας ήταν - οι υπολογισμοί έγιναν μετά τα γεγονότα και δεν είναι τέλειοι - 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι, ή 3,2 στα εκατό της εργατικής δύναμης. Το 1932 ο μέσος όρος ήταν 12,1 εκατομμύρια, σχεδόν το ένα τέταρτο της εργατικής δύναμης, δηλαδή. Τον επόμενο χρόνο ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Δεν υπήρχε κανένα επίδομα ανεργίας. Η παροχή οικονομικής βοήθειας για τους άπορους, σύμφωνα με ένα σοβαρό συνταγματικό αξίωμα που αναφέρονταν πολύ απ' τους πλούσιους, πίστευαν πως ήταν ευθύνη των τοπικών αρχών. Όλες οι τιμές είχαν πέσει περίπου ένα τρίτο από το επίπεδο του 1929, αλλά οι αγροτικές τιμές είχαν σημειώσει μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική πτώση. Το 1929, οι χοντρικές τιμές των μη αγροτικών προϊόντων ήταν, κατά μέσον όρο, 92 στα εκατό του επιπέδου του 1926 (1926 = 100). Το 1932 είχαν πέσει στο 70, μια πτώση περίπου κατά το ένα τέταρτο. Οι χοντρικές τιμές των αγροτικών προϊόντων ήταν 105 το 1929. Το 1932, κατά μέσον όρο, ήταν 48 στα εκατό συγκριτικά με το επίπεδο του 1926, μια πτώση παραπάνω από το μισό σε τρία χρόνια. Για μια φορά ακόμα, για αυτόν που θέλει να ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα, πρέπει να υπογραμμίσουμε τις διαφορετικές δυνάμεις που επιδρούσαν σε διαφορετικά τμήματα της οικονομίας. Όλo το υπόλοιπο της δεκαετίας η παραγωγή συνέχισε να είναι χαμηλή, οι τιμες πεσμένες και η ανεργία μεγάλη. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν δεν έφτασε το επίπεδο του 1929 πριν από το 1937, και η ανεργία, όπως την υπολόγιζαν τότε, δεν έπεσε κάτω από το 10 στα έκατό της εργατικής δύναμης πριν από τό 1941. Ο μαρασμός του 1920-21 ήταν έντονος αλλά σύντομος. Ο μαρασμός της δεκαετίας 1930-40 ήταν έντονος, και πολυ-πολύ μεγάλης διάρκειας.
Υπάρχει η αντίληψη, εξαιτίας της επίδρασης που είχε στις ανησυχίες των ανθρώπων και στη συμπεριφορά τους συνεπώς, πως ο Μεγάλος Οικονομικός Μαρασμός είναι το πιο σημαντικό γεγονός του αιώνα, τουλάχιστον για τους Αμερικάνους. Κανένας από τους δύο πολέμους δεν άσκησε παρόμοια επίδραση σε τόσο πολλούς. Η ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας, αν και μπορεί να παρακίνησε για μερικά πρόσθετα προφυλακτικά μέτρα τους παθολογικά πολεμοχαρείς, είχε ακόμα λιγότερη σημασία. Τα ταξίδια στο φεγγάρι ήταν συγκριτικά μια λεπτομέρεια. Πολύ λίγοι απ' αυτούς που έζησαν στη διάρκεια του Μεγάλου Οικονομικού Μαρασμού έμειναν αναλλοίωτοι από αυτήν την εμπειρία. Αντίθετα απ' ότι έγινε με τους πολέμους, πολύ λίγη προσοχή δόθηκε στους παράγοντες που μετατρέψαν τις άβολες και ανησυχαστικές κρίσεις του προηγούμενου αιώνα σ' αυτή την τόσο βαθειά και πολύχρονη τραγωδία.
Για τους Μαρξιστές ήταν μια άλλη ακόμη εκδήλωση των μοιραίων τάσεων του καπιταλισμού. Ήταν χειρότερη απ' τις προηγούμενες, γιατί η κρίση του καπιταλισμού επρόκειτο να χειροτερεύει μέχρι την τελική αποκαλυπτική καταστροφή.Για τους ορθόδοξους μελετητές εκείνης της εποχής, ήταν μια άλλη στροφή προς τα κάτω του οικονομικού κύκλου, που πολύ πιθανόν να παρατείνονταν από τις παραπλανημένες προσπάθειες των κυβερνήσεων να την σταματήσουν. Δεν έχουν υπολογίσει, τις περισσότερες φορές, σαν αποφασιστικούς παράγοντες, ούτε την καταστροφή στο χρηματιστήριο, ούτε την προηγούμενη κερδοσκοπία. Το χρηματιστήριο το θεωρούσαν μια απάντηση σε βαθύτερες, και πολύ πιο ουσιαστικές δυνάμεις, και δεν ήταν από μόνο του μια σημαντική αιτία αλλαγής. «Η ευημερία άρχισε να υποχωρεί στην αρχή του 1929, αν και ο λαός δεν άρχισε να το διαπιστώνει παρά μόνο μετά από την εντυπωσιακή καταστροφή στο χρηματιστήριο τον Οχτώβρη». Ήταν κάπως επιφανειακό να εξηγεί κανείς κάτι τόσο τρομακτικό όπως ο Μεγάλος Οικονομικός Μαρασμός, με κάτι τόσο επουσιώδες όπως η κερδοσκοπία των κοινών μετοχών.
Ίσως, ακόμη να ενεργούσε κάποιο προστατευτικό ένστικτο. Το χρηματιστήριο, σύμφωνα με τη συνηθισμένη αντίληψη των ενάρετων ανθρώπων, είναι ηθικά διεφθαρμένο. Γιατί λοιπόν να δώσει κανείς στους εχθρούς της Γουωλ Στρητ παραπάνω πολεμοφόδια από όσα ήδη έχουν; Γιατί να κάνει την κερδοσκοπία σημαντική και από κοινωνική άποψη;
Η κερδοσκοπία στο τέλος της δεκαετίας 1920 - 30, και η καταστροφή στο χρηματιστήριο ήσαν σημαντικά θέματα. Όπως παρατηρήσαμε νωρίτερα, η ευημερία της δεκαετίας 1920-30 είχε σαφή κλίση προς τη μεριά των κερδών των επιχειρήσεων και των εισοδημάτων των πλουσίων. Η εξακολούθηση συνεπώς, της ευημερίας στηρίζονταν στην συνέχιση των μεγάλων επενδυτικών δαπανών από τις επιχειρήσεις και στην συνέχιση των μεγάλων καταναλωτικών δαπανών από τους πλούσιους. Η καταστροφή στο χρηματιστήριο χτύπησε θανάσιμα και τις δύο. Καθώς η αξία των μετοχών έπεφτε με ορμή, η σύνεση σ' όλες τις επενδυτικές αποφάσεις ανέβαινε με αντίστροφο ρυθμό. Γερές επιχειρήσεις άρχισαν να ξαναμελετούν τις επενδυτικές τους υποχρεώσεις. Οι φτηνοφτιαγμένες επιχειρήσεις του Χόπσον, του Κρούγκερ, του Βαν Σβέρινγκενς, του Ίνσουλ και του Φόρσεϋ αναγκάστηκαν να περιορίσουν τα έξοδά τους, γιατί σύντομα οι δημιουργοί τους θα βρίσκονταν χωρίς μετρητά, για να πληρώσουν τα επιτόκια του τεράστιου αριθμού ομολογιών, με τις όποιες είχαν δημιουργήσει τις χάρτινες πυραμίδες τους. Ξαφνικά οι τράπεζες άρχισαν να παίρνουν προφυλάξεις. Οι δανειζόμενοι είχαν παγιδευτεί στο χρηματιστήριο. Σε λίγο μπορεί να τρόμαζαν οι καταθέτες. Καλύτερα να μην διαθέτουν πολλά μετρητά. Και οι ιδιωτικοί επενδυτές που είχαν ήδη κάψει άσχημα τα δάχτυλά τους, πρόσφεραν φτωχές προοπτικές για νέες εκδόσεις χρεωγράφων.Ο μαρασμός στις καταναλωτικές δαπάνες ήταν εξ' ίσου σοβαρός. Αυτοί που μέχρι τον Οχτώβρη ξόδευαν τα κεφαλαιουχικά τους κέρδη, δεν τα είχαν πια. Αρκετοί που δεν είχαν επηρεαστεί άμεσα, το θεώρησαν φρόνιμο να συμπεριφέρονται σαν να είχαν επηρεαστεί. Στις βδομάδες πριν απ' την καταιγίδα του Οχτώβρη δεν έγιναν πολλά πράγματα στον εμπορικό κόσμο. Στις κατοπινές βδoμάδες η υποχώρηση ήταν καταστροφική. Πρόσφατα, ο Τσαρλς Κίντλμπέργκερ, ένας οικονομολόγος και ιστορικός, που διαθέτει χρήσιμη αντίσταση στις κοινοτοπίες, ερεύνησε πάλι τα αποδειχτικά στοιχεία. Αυτό είναι το συγκρατημένο συμπέρασμά του: «Μπροστά στο γεγονός της απότομης καταστροφής των εμπορικών επιχειρήσεων, των καταναλωτικών τιμών και των εισαγωγών, στο τέλος του 1929, είναι δύσκολο να υποστηρίζει κανείς πως το χρηματιστήριο ήταν ένα επιφανειακό φαινόμενο ... » Η καταστροφή στο χρηματιστήριο δεν ήταν μια μικρή υπόθεση. Η οικονομία ήταν εύτρωτη στό χτύπημα της καταστροφής και μπροστά σ' αυτή την αδυναμία το χτύπημα ήταν κάτι πολύ σημαντικό.
Απ' την στιγμή που η καταστροφή που ακολούθησε το γκρέμισμα στο χρηματιστήριο μπήκε στην πλήρη της εξέλιξη, η νομισματική ιστορία της προηγούμενης δεκαετίας επαναλήφτηκε με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, σαν ένα είδωλο στον καθρέφτη. Είναι πιθανόν πως εκείνη την εποχή το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα δεν θα μπορούσε πια να είχε σταματήσει τον αντιπληθωρισμό και τον μαρασμό, όπως, πριν απ' την καταστροφή, δεν θα μπορούσε με ασφάλεια να είχε σταματήσει την κερδοσκοπία. Αλλά, όπως και στο διάστημα του φουντώματος της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας ό,τι έκανε χειροτέρεψε τα πράγματα. Όπως από το 1919 μέχρι το 1921, ή νομισματική διευθέτηση μεγάλωσε την υπερτίμηση κι' έκανε πιο έντονη την πτώση. Στους μήνες μετά απ' την καταστροφή, οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες χαμήλωσαν τα επιτόκιά τους. Το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης (όπως σημειώσαμε είναι το επιτόκιο που χρέωνε στις τράπεζες - μέλη για δάνεια), που πριν από την καταστροφή ήταν 6 στα εκατό, μειώθηκε με σταδιακές ελαττώσεις κατά 0,5 στα εκατό, ως το 1,5 στα εκατό το 1931. Αυτός, δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς, ήταν ένας αριθμός καθόλου τοκογλυφικός. Οι σταδιακές φάσεις προς τα κάτω όμως απείχαν πολύ η μια απ' την άλλη και μπορούν να χαρακτηριστούν σαν μια πολύ αργή αντίδραση στις τρομακτικές κάμψεις της παραγωγής, της εργατικής απασχόλησης και των τιμών που σημειώνονταν τώρα. Και οι άλλες Ομοσπονδιακές Τράπεζες, εκμεταλλευόμενες τη θαυμαστή τους αυτονομία, είχαν μείνει πολύ πιο πίσω. Το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν ενθαρρύνονταν οι αγορές χρεωγράφων σύμφωνα με την πολιτική της ανοιχτής αγοράς, αλλά αντίθετα αποφεύγονταν. Όλο και περισσότερο, εκείνα τα χρόνια, οι καταθέτες μόνοι τους, ή σε μεγάλες ομάδες παρουσιάζονταν στις τράπεζες, ζητώντας μετρητά. Η φυσική πορεία για το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν να αγοράσει κρατικά χρεώγραφα, και να πλημμυρίσει τις τράπεζες με κεφάλαια που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μ' αυτά. Αυτά μπορούσαν οι τράπεζες να τα δανείσουν, αν υπήρχε ζήτηση αλλά οπωσδήποτε θα βρίσκονταν εκεί όταν, όπως συνέβηκε αργά, ή γρήγορα, στις περισσότερες σχηματίζονταν οι φοβερές ουρές και άρχιζε η μεγάλη ανάληψη. Μόνον όμως από το 1932 άρχισαν οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες να χρησιμοποιούν την πολιτική της ανοιχτής αγοράς σε κάποιο σημαντικό βαθμό.
Ο λόγος που καθυστέρησαν να το αντιληφθούν - όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως ήταν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον λάθος - είναι κάτι για το οποίο ο αναγνώστης πρέπει να έχει απολύτως προετοιμαστεί. Στην δημιουργία της νομισματικής πολιτικής, έχουμε δει τους υπεύθυνους, να αντιδρούν με μια υπερβολική πίστη όχι στην τρέχουσα αλλά στην πιο πρόσφατη, προηγούμενη έντονη εμπειρία. Στη δεκαετία του 1930-40, η ζωντανή πρόσφατη εμπειρία των οικονομολόγων, των οικονομικών εμπειρογνωμόνων, των τραπεζιτών και των πολιτικών είχε δημιουργηθεί από τον πληθωρισμό. Δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν, στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, οι τιμές είχαν διπλασιαστεί. Η αντίδραση ήταν πολύ εχθρική. Και μόνο μια δεκαετία νωρίτερα, στη Γερμανία και την ανατολική Ευρώπη, οι τιμές είχαν αφηνιάσει, το χρήμα είχε χάσει την αξία του. Στις δεκαετίες του '20 και του '30, επίσης, σημειώθηκε η μεγάλη μετανάστευση των οικονομολόγων από την Αυστρία, την Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη, στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλοι τους είχαν εμπειρία, από πρώτο χέρι δημιουργημένες, από τον υπερ-πληθωρισμό. Ήταν λοιπόν φυσική συνέπεια οι βαρυσήμαντες προειδοποιήσεις εκείνα τα χρόνια για τον ακραίο αντιπληθωρισμό, να στρέφονται εναντίον του σοβαρού κινδύνου του πληθωρισμού. Η αντίληψη αυτού του ανύπαρκτου κινδύνου ήταν ιδιαίτερα έντονη στις Ομοσπονδιακές Τράπεζες, αυτές, πάνω από κάθε τι άλλο, ήταν τα παραδεδεγμένα κέντρα της καθιερωμένης οικονομικής σοφίας Η αντίληψη αυτή εμπόδισε το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα από το να διευκολύνει πιο ουσιαστικά τη θέση των όλο και περισσότερο πολιορκημένων εμπορικών τραπεζών. Αν και ο φόβος του πληθωρισμού ήταν η πιο σημαντική δύναμη που ακινητοποιούσε την οικονομική σκέψη, δύο άλλοι παράγοντες είχαν μεγάλη επίδραση εκείνα τα χρόνια.
Ο ένας ήταν η αντίληψη για τον καθαρτήριο ρόλο της οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα μ' αυτήν, η υπερτίμηση προκαλούσε καταστροφικές αν και συνήθως ακαθόριστες, αναστατώσεις στο οικονομικό σύστημα. Η ανάκαμψη θα μπορούσε να. έρθει μόνον όταν οι αναστατώσεις αυτές είχαν εξαφανιστεί. Ο αντιπληθωρισμός και η πτώχευση ήταν τα φυσικά διορθωτικά μέσα. Ο Τζόζεφ Σούμπετερ, που ήταν υπουργός Οικονομικών της χώρας του, στο διάστημα του μεγαλύτερου μέρους του αυστριακού πληθωρισμού, άρχισε να παρουσιάζεται τώρα σαν σημαντικό πρόσωπο στο αμερικανικό οικονομικό προσκήνιο: Υποστήριξε την άποψη πώς το οικονομικό σύστημα, έπρεπε, χρησιμοποιώντας τον μαρασμό, να αποβάλει μόνο του τα δηλητήρια. Μελετώντας την ιστορία των οικονομικών κύκλων, κατέληξε στο συμπέρασμα πώς καμία ανάρρωση δεν θα διαρκούσε ποτέ μέχρι να συμβεί η αποδηλητηρίαση αυτή, και πως κάθε κρατική επέμβαση που αποσκοπούσε να κάνει πιο γρήγορη την ανάρρωση, καθυστερούσε μονάχα την θεραπεία και φυσικά την ίδια την ανάρρωση. Ο Λάϊονελ Ρόμπιvς, που όπως σημειώσαμε ήταν ο πιο γνωστός εκπρόσωπoς της Βρετανικής ορθοδοξίας, προσφέρει ουσιαστικά την ίδια συμβουλή στο πιο φημισμένο βιβλίο σχετικά με το μαρασμό: «κανείς δεν επιδιώκει τις πτωχεύσεις. Σε κανένα δεν αρέσουν τέτοιες ρευστοποιήσεις ... Αλλά όταν το μέγεθος των κακών επενδύσεων και των μεγάλων χρεών έχει περάσει κάποιο όριο, τα μέτρα που αναβάλλουν την ρευστoπoίηση έχουν την τάση να χειροτερεύουν μονάχα τα πράγματα» . Μία σχετικά ωμή διατύπωση ήλθε απο τον υπουργό Οικονομικών Άντριου Μέλλον: Για να προχωρήσει η ανάρρωση, ηταν η συμβουλή του, η χώρα έπρεπε να ρευστοποιήσει το εργατικό δυναμικό, να ρευστοποιήσει τις μετοχές, να ρευστοποιήσει τους αγρότες, να ρευστοποιήσει τις ακίνητες περιουσίας.
Τελικά, υπήρχε και το σύνδρομο της εμπορικής εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με αυτό, που ήταν μια μεγάλη δύναμη εκείνη την εποχή και που τα χνάρια της παραμένουν ακόμα, οι απόψεις των τραπεζιτών και των επιχειρηματιών έπρεπε να είναι σεβαστές ακόμα και όταν είναι λαθεμένες και θετικά εχθρικές στην ανάρρωση. Γιατί αν γίνονταν ενέργειες αντίθετες απ' αυτές τις απόψεις, η εμπορική εμπιστοσύνη θα ζημιόνoνταν. Και ζημιωμένη εμπιστοσύνη θα σήμαινε μειωμένες επενδύσεις, μειωμένη παραγωγή, μειωμένη εργατική απασχόληση και χειροτέρεψη του μαρασμού. Τα σωστά βήματα, συνεπώς, αν γίνονταν σε αντίθεση με τις απόψεις των επιχειρηματιών και της οικονομικής κοινότητας, θα ήταν τα λαθεμένα βήματα, Αφού οι πιο σεβαστοί από τους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες φοβόντουσαν την επέμβαση του κράτους για την παροχή ανακούφισης στους απόρους, για την εξασφάλιση δουλειάς στους άνεργους, και γενικά για την αύξηση της ζήτησης, το σύνδρομο της εμπιστοσύνης ήταν δυναμικά τοποθετημένο με το μέρος της αδράνειας. Ο Χέρμπερτ Χούβερ πίστευε έντονα στο σύνδρομο της εμπιστοσύνης, και μέχρι το τέλος προσπαθούσε να προσηλυτίσει τον διάδοχό του. Σε μια επιστολή του στον Ρούζβελτ, στις αρχές του 1933, διατύπωσε την πεποίθησή του πως "μία πoλύ σύντομη δήλωσή σας σχετικά με δύο ή τρεις πολιτικές της κυβέρνησή σας, θα χρησίμευε σε μεγάλο βαθμό για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να προκαλέσει την επανάληψη της πορείας προς την ανάρρωση». Μέσα στις υποσχέσεις που πίστευε πως θα κάναν το περισσότερο καλό στην εμπιστοσύνη ήταν εκείνη για το πρόγραμμα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, μαζί με όλα όσα συνεπάγονταν για τις δαπάνες για ανακούφιση και εργατική απασχόληση και για «την μη μεταβολή ή τον πληθωρισμό του νομίσματος».
Απ' τη στιγμή που άρχισε η αντιπληθωριστική κίνηση των τιμών και η μείωση της παραγωγής, καινούργιες δυνάμεις προστέθηκαν για να τις διατηρήσουν και να τις κάνουν να έχουν πολλαπλό αποτέλεσμα. Όπως σημειώσαμε, οι καμένοι και τρομαγμένοι άνθρωποι μείωσαν τις αγορές τους. Αυτό επηρέασε τις τιμές, την παραγωγή, και τον αριθμό εργατών και των προμηθευτών τους, Όλα αυτά ειχαν πρόσθετη επίδραση στη ζήτηση. Και οι καμένοι και τρομαγμένοι επενδυτές σταμάτησαν να επενδύουν, και φύλαγαν τα μετρητά τους. Το εισόδημα που αποταμιεύονταν λοιπόν, δεν επενδύονταν πια, ουτε ξοδεύονταν, και αυτό ειχε μια ακόμα πρόσθετη επίδραση. Οι εργάτες παράλληλα, έχασαν την δουλειά τους και μείωσαν τα έξοδά τους. Το αποτέλεσμα ηταν να πέσουν οι τιμές και η παραγωγή, με επιπρόθετες επιδράσεις στις τιμές, στην παραγωγή και την εργατική απασχόληση. Κανείς, δεν είχε, τότε ή αργότερα, αποδώσει συγκεκριμένη ή έστω και ακαθόριστη βαρύτητα σ' αυτές τις διάφορες αντιπληθωριστικές δυνάμεις. Δύο, όμως, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του χρήματος, ή τις προσδοκίες του, απαιτούν ξέχωρη προσοχή.
Η πρώτη ήταν η τάση, καθώς χειροτέρευε ο μαρασμός το 1930, το 1931 και το 1932, να ζητούν οι επιχειρήσεις που είχαν κάποιο έλεγχο πάνω στις τιμές τους - το είδος του ελέγχου που, ας πούμε, δεν έχουν οι αγρότες -ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με το να μειώνουν τους μισθούς για να καλύψουν το μειωμένο κέρδος. Όταν εγινε αυτό, το μιμήθηκαν και άλλες επιχειρήσεις. Σε λίγο δημιουργήθηκε η καθοδική, σπειροειδής κίνηση. Το αντίθετο της σύγχρονης πληθωριστικής ανοδικής κίνησης. Αντί οι τιμές να έλκουν προς τα πάνω τους μισθούς, και οι μισθοί να τραβούν προς τα πάνω τις τιμές, οι τιμές εξανάγκασαν σε πτώση τους μισθούς, έτσι που κάθε αφαίρεση από τις τιμές οδηγούσε σε μια νέα περίοδο μείωσης των μισθών. Ο πρόεδρος Χούβερ εξακολούθησε να αντιτίθεται σ' αυτές τις μειώσεις των μισθών, χωρίς όμως να έχει κανένα φανερό αποτέλεσμα. Πίστευε πως αυτές μείωναν την αγοραστική δύναμη και χειροτέρευαν τον αντιπληθωρισμό.
Με τον ερχομό της νέας οικονομικής πολιτικης, του NEW DEAL του Ρουζβελτ, το ουσιαστικό καθήκον της N.R.A. (National Recovery Admίnίstraιίοn =Εθνική Διοίκηση για την Ανάρρωση) ήταν να σταματήσει αυτη την ελικοειδή πτώση. Η μέθοδός της ήταν άμεση επέμβαση, το αντίστοιχο του κατοπινού ελέγχου στις τιμές και τους μισθούς, που είχε σκοπό να σταματήσει την πτώση. Οι οικονομολόγοι της εποχής βαθμολογούσαν άσχημα και τον Χούβερ, και την NRA. Τέτοια επέμβαση ερχονταν σε αντίθεση με την ελεύθερη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών. Η παρεμπόδιση της μείωσης των μεροκάματων και των μισθών εκανε αδύνατες τις κανονικές και επιθυμητές μειώσεις των εργατικών εξόδων. Τέτοιες μειώσεις οδηγούσαν σε πιο επικερδείς επιχειρήσεις και περισσότερη απασχόληση. Το ότι η μείωση των μισθών είχε άσχημη επίδραση στη συνολική αγοραστική δύναμη δεν το θεωρούσαν σημαντικό.
Στο τέλος επιβλήθηκε η ορθόδοξη άποψη της NRA. Η δραστηριότητά της ήταν ευπρόσδεκτη σε μεγάλο βαθμό. Κάτω απ' το πιο απομακρυσμένο πια φως της ιστορίας, η άποψη του προέδρου Χούβερ και της NRA φαίνεται τώρα πολύ πιο σωστή απ' ότι εκείνη την εποχή. Υπάρχουν σήμερα πoλύ λίγες αμφιβολίες για το ότι στη σύγχρονη βιομηχανική οικονομία, οι τιμές και οι μισθοί μπορούν να αλληλοεπηρεάζονται, για να δημιουργήσουν δυνατές, αυτόνομες κινήσεις στα χρηματικά εισοδήματα και στις τιμές. Και η άμεση επέμβαση για το σταμάτημα αυτών των κινήσεων, είναι ένα πρόβλημα που εμφανίστηκε συχνά στην οικονομική πολιτική, στα σαράντα χρόνια, μετά από την NRA. Ο Χούβερ και οι θεμελιωτές της NRA αντιδρούσαν μ' ένα ξεκάθαρο τρόπο στις περιστάσεις, που ήσαν, όπως συνήθως, καλύτερος καθοδηγητής των ενεργειών απ' ότι η κυρίαρχη θεωρία.
Η άλλη αντιπληθωριστική δύναμη, που πρέπει να υπογραμμίσουμε εκείνα τα χρόνια, ήταν οι τραπεζικές αποτυχίες. Κι' αυτη λειτουργούσε με την συσσώρευση αποτελεσμάτων. Μόλις έβγαινε η φήμη πως μια τράπεζα βρίσκονταν σε δυσκολία, ο κόσμος έτρεχε, όπως πάντα, για τα χρήματα, που είχε σε καταθέσεις εκεί. Και τότε, ακόμα και η καλύτερη τράπεζα αντιμετώπιζε προβλήματα. Καθώς σχηματίζονταν ουρές εξω από μια τράπεζα, η ανησυχία κυρίευε τις γειτονικές.
Σε μία περιγραφή, που είναι η καλύτερη, από πρώτο χέρι, τέτοιας εμπειρίας, ο Μάρινερ Hκλς, που έγινε αργότερα πρόεδρος του Διοικητικου Συμβουλίου του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, αλλά τότε διοικούσε μια ομάδα τραπεζών με μεγάλη φήμη στη Γιούτα, διηγείται τι συνέβηκε σε μια απ' τις τράπεζές του, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως το διπλανό ίδρυμα, η Πολιτειακή Τράπεζα του Όγκντεν δεν θα ανοιγε τις πόρτες της εκείνη τη μέρα: Είπα ... (στο προσωπικό) τι πρόκειται ν' αντιμετωπίσουνε σε λίγες ώρες. «Αν θέλετε να κρατήσετε ανοιχτη αυτή την τράπεζα», δήλωσα, «πρέπει να παίξετε το ρόλο σας. Κάνετε τη δουλειά σας σαν να µη συμβαίνει τίποτα το ασυνήθιστο. Να χαμογελάτε, να είσαστε ευχάριστοι, να μιλάτε για τον καιρό, να μη δείχνετε κανένα σημάδι πανικού. Το μεγαλύτερο βάρος θα πέσει σε σας παιδιά, στο τμήμα αποταμιεύσεων. Αντί για τις τρεις θυρίδες που χρησιμοποιούμε συνήθως, θα χρησιμοποιήσουμε και τις τέσσερις σήμερα. Πρέπει να είναι επανδρωμένες συνεχώς, γιατί αν κάποια θυρίδα σ' αυτή την τράπεζα κλείσει έστω και για λίγο, αυτό θα προκαλέσει ακόμα περισσότερο πανικό. Θα στείλουμε να μας φέρουν σάντουϊτς. Κανείς δεν θα μπορέσει να βγει έξω για φαγητό. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε σήμερα στη μεγάλη ζήτηση για αναλήψεις. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την επιβραδύνουμε. Θα έλθουν εδώ σήμερα ανθρωποι για να κλείσουν τους αποταμιευτικούς τους λογαριασμούς. Θα τους δώσετε χρήματα. Αλλά θα τους τα δίνετε πολύ αργά. Είναι η μόνη μέθοδος που έχουμε για να καταπολεμήσουμε τον πανικό. Ξέρετε πολλούς από τους καταθέτες εξ όψεως και στο παρελθόν δεν ήταν ανάγκη να εξετάζετε τις υπογραφές τους. Σήμερα όμως, όταν έρθουν εδώ με τα βιβλιάρια καταθέσεων για να κλείσουν τους λογαριασμούς τους, εσείς. ελέγχετε κάθε υπογραφή. Και μην βιαστείτε. Και κάτι άλλο ακόμα, όταν δίνετε χρήματα, μη χρησιμοποιείτε μεγάλα χαρτονομίσματα. Πληρώστε με τα χαρτονομίσματα των πέντε και των δέκα δολλαρίων, και μετράτε τα σιγά-σιγά. Ο αντικειμενικός μας σκοπός είναι να πληρώσουμε όσο το δυνατόν λιγότερα σήμερα». Οι υπάλληλοι έπαιξαν τον ρόλο τους με ικανότητα, παρ' όλο το πλήθος που όρμησε μέσα απ' τις πόρτες τη στιγμή που ανοιξαν ... Όσο πυκνό ήταν το πλήθος στην τράπεζα, άλλο τόσο ηταν και νευρικό. Μερικοί άνθρωποι περίμεναν ώρες ολόκληρες για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Αν προσπαθούσαμε να κλείσουμε στις τρεις, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε. Αλλά όπως και σ' άλλα πράγματα, η έλλειψη άλλων λύσεων μας έκανε να διαλέξουμε την πιο τολμηρή. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια εξαίρεση για εκείνη μόνο τη μέρα και να μείνουμε ανοιχτοί για όσο καιρό υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να τραβήξουν τα χρήματά τους. Στο μεταξύ, είχαμε ειδοποιήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σόλτ Λαίηκ Σίτυ να στείλει χρήματα στις τράπεζες μας στο Όγκντεν, όπως και σ' όλες τις άλλες που ανήκαν στην Φέρστ Σεκιούριτυ Κορπορέησιον. Το θωρακισμένο αυτοκίνητο που μας έφερε τα χρήματα στο Όγκντεν, έφτασε όπως συμβαίνει στις ταινίες, όταν το ομοσπονδιακό ιππικό κάνει εφοδο για νά σώσει όλο τον κόσμο απ' τους Ινδιάνους. Οι φρουροί πέρασαν με μεγάλα βήματα ανάμεσα απ' το πληθος μέσα στην τράπεζα, και όλοι παραμέριζαν μπροστά τους ... Αφού ανέβηκα πάνω στα τραπέζι σήκωσα τα χέρι μου και ζήτησα να με ακούσουν. «Ησυχία ένα λεπτό. Αμέσως όλοι σώπασαν. «Ησυχία ένα λεπτό!» ξαναείπα. «Θέλω να κάνω μία ανακοίνωση. Φαίνεται πως έχουμε κάποια δυσκολία στο να εξυπηρετούμε τους καταθέτες μας, με την ταχύτητα που εχετε συνηθίσει. Πολλοί από σας περιμένετε στη γραμμή αρκετή ωρα. Παρατήρησα πολλά σπρωξίματα, οξύτητες και ερεθισμένη ατμόσφαιρα. Ήθελα να σας πω μονάχα, πως, αντί να κλείσουμε στη συνηθισμένη μας ωρα, στις τρεις, αποφασίσαμε να μείνουμε ανοιχτοί, όσον καιρό υπάρχει κάποιος που θέλει να αποσύρει την κατάθεσή του, ή να κάνει μία κατάθεση. Εσείς που μόλις ήρθατε, επομένως, μπορείτε να ξανάρθετε το απόγευμα ή το βράδυ, αν θέλετε. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την ταραχή και η φανερά πανικοβλημένη στάση που κρατάνε μερικοί καταθέτες. Όπως όλοι σας είδατε, μόλις φέραμε απο το Σολτ Λαίηκ Σίτυ μια μεγάλη ποσότητα χρημάτων που θα φτάσει για όλες σας τις απαιτήσεις. Υπάρχει ακόμα πολύ χρήμα εκεί απο όπου ήλθε αυτό». (Αυτό ήταν κάπως αληθινό - αλλά δεν είπα ότι μπορούσαμε να το πάρουμε). Η τράπεζα του Ήκλς επέζησε όπως κι' ο ίδιος ο Ήκλς και μάλιστα με πολύ καλή φήμη.
Το 1929, 659 τράπεζες πτώχευσαν, αριθμός μεγάλος για την εποχή που ακολούθησε την καταστροφή στο χρηματιστήριο. Το 1930 πτώχευσαν 1352, και το 1931 2294. Οι πτωχεύσεις ήσαν ακόμα περισσότερες ανάμεσα στις μικρές τράπεζες, που δεν ήταν μέλη του Συστήματος. Αλλά τώρα, όσο απλώνονταν oι φήμες, και σχηματίζονταν ουρές, καμια τράπεζα δεν ήταν ασφαλής. Εκείνες που ήσαν μέλη του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος κατέρρεαν μαζί με τις άλλες. Σε λίγο έγινε φανερό πως ακόμα και οι μεγάλες τράπεζες της Νέας Υόρκης δεν ήταν πια ασφαλείς.
Το 1931, όπως θα θυμηθούμε, ο Διοικητης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, Χάρρισον, ανακάλυψε τον εαυτό του να αναθεωρεί την καθόλου συναισθηματική αποψη ότι «η πτώχευση των μικρών τραπεζών ... μπορεί να απομονωθεί». Οι καινούργιες του σκέψεις πάνω σ' αυτό το θέμα είχαν ασφαλώς προκληθεί τον Δεκέμβρη του 1930, από την πτώχευση της Τράπεζας των ''Ηνωμένων Πολιτειών''. Με καταθέσεις 200 εκατομμυρίων, ήταν η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα που πτώχευσε στην αμερικάνικη ιστορία. Η τράπεζα αυτή επαιξε σημαντικό ρόλο στην χρηματοδότηση της βιομηχανίας ενδυμάτων της Νέας Υόρκης. Το όχι πολύ πετυχημένο της όνομα έσπρωξε πολλούς ξένους να πιστέψουν - έτσι υποστηρίχτηκε πάντοτε - πως η πίστη της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ανακατεμένη μαζί της. Η ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης προσπάθησε να κινήσει το ενδιαφέρον των μεγάλων τραπεζων της Νέας Ύόρκης σ' ενα κοινό πρόγραμμα για τη διάσωσή της. Αλλά εκείνες πίστευαν πως ήταν καλύτερο να αφήσουν την Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών να κλείσει. Υπήρχαν μερικές αμφιβολίες για το αν άξιζε να διασωθεί. Το σημαντικό ήταν ότι την θεωρούσαν στους ευυπόληπτους τραπεζικους κύκλους της Νέας Υόρκης, σαν εβραϊκή επιχείρηση. Ετσι λοιπόν δεν αποτελούσε, (σύμφωνα με την κοινή αντίληψη της εποχής) ουσιαστική απώλεια.
Όταν πτώχευε μια τράπεζα, οι καταθέτες εχαναν τα χρήματά τους και δεν μπορούσαν, βέβαια, πια να ξοδέψουν. Οι δαπάνες τους λοιπόν μειώνονταν και δάνεια, ή καταθέσεις δεν δημιουργόντουσαν πια για χάρη των δανειζόμενων. Έτσι όσο διαρκούσε η ρευστοποίηση τόσο περισσότερο οι πτωχευμένες τράπεζες απαιτούσαν την εξόφληση του πιστωτικού υπολοίπου που είχαν σε άλλες τράπεζες. Με τον τρόπο αυτόν λοιπόν, τα δάνεια που δίναν και οι άλλες τράπεζες, μειώνονταν και με τη σειρά τους απαιτούσαν κι' αυτές εξόφληση των δανείων που είχαν κάνει. Mε τον τρόπο αυτόν μειώθηκαν αμέσως και οι επενδύσεις και οι δαπάνες τους. Αλλά και πέρα απ' αυτόν τον κύκλο, ακόμα περισσότερες τράπεζες εδειχναν πια μεγαλύτερη προσοχή και απαιτούσαν την εξόφληση δανείων, ή αρνιόντουσαν δάνεια, με παρόμοια αποτελέσματα. «την πτώχευση γλύτωσαν μόνο εκεινες οι τράπεζες που πoλύ γρήγορα και με δεξιοτεχνία μετατράπηκαν σε ιδρύματα ασφαλείας των καταθέσεων».
Και οι τραπεζικές πτωχεύσεις λοιπόν, και ο φόβος των πτωχεύσεων αυτών είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Και οι δύο ήσαν παράγοντες με τρομακτική δύναμη προτροπής στον αντιπληθωρισμό - μείωσης καταναλωτικών δαπανών και επενδύσεων, και συνεπώς πωλήσεων, παραγωγής, απασχόλησης και τιμών. Εκείνα τα χρόνια το νομισματικό σύστημα έγινε μηχανισμός με παρόμοια αποτελέσματα. Όχι πως η σχέση αιτίου και αιτιατού ξεκινούσε μονάχα από το νομισματικό σύστημα προς την κατεύθυνση της οικονομίας. Όπως οι πτωχευμένες τράπεζες κλόνιζαν την οικονομία, η μείωση στις τιμές, στην παραγωγή, τα έσοδα και την απασχόληση, καταστρέφαν τα καλά δάνεια, σκορπούσαν πανικό, και γκρέμιζαν τις τράπεζες. Η οικονομική ζωή, όπως πάντα, είναι μία μήτρα όπου το αποτέλεσμα γίνεται αιτία, και η αιτία αποτέλεσμα.
Το 1932, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ξεπέρασε, τελικά, τον φόβο του πληθωρισμού και άρχισε την εφαρμογή της πολιτικής της ανοιχτής αγοράς. Αγοράστηκαν κρατικά χρεώγραφα. Μετρητά συνεπώς ξεχύθηκαν προς τις τράπεζες. Ήταν πολύ αργά. Οι τρομαγμένοι τραπεζίτες κράτησαν τα χρήματα που πήραν, σαν μια πρόσθετη ασφάλεια για τη μέρα που θα μαζεύονταν οι καταθέτες τους. Ως ένα σημείο απ' αυτό το φόβο, θα κρατούσαν σε λίγο αποθεματικά πολύ περισσότερα από τα αναγκαία, κι' αυτό θα εξακολουθούσε για πολλα χρόνια. Ούτε αυτή η αλλαγή αντιλήψεων σήμαινε πως το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν έτοιμο τώρα να αναλάβει τον κλασικό του ρόλο σαν δανειστης της τελευταίας Καταφυγής. Αν μία τράπεζα βρίσκονταν σε καλή κατάσταση με πολλά διαθέσιμα μετρητά, τα δάνειά της μπορεί να αναπροεξοφλούνταν στην Ομοσπονδιακή της Τράπεζα. Αν χρειάζονταν με απελπισία χρήματα, αυτο σήμαινε προβλήματα, και το ενεργητικό της εξετάζονταν με αδιαφορία .... Ο Γουώλτερ Μπαίητζχοτ, σε μια πασίγνωστη περιγραφή των λειτουργιών της κεντρικής τράπεζας, είπε πως σε στιγμές μεγάλης κρίσης επρεπε να κάνει γενναιόδωρα δάνεια, αλλά με μεγάλο επιτόκιο. Εκείνα τα χρόνια το Ομοσπονδιακό Τραπεζικο Σύστημα αντίστρεψε αυτη την κλασικη συμβουλή. Έκανε τσιγγούνικα δάνεια, και με χαμηλό επιτόκιο. Με το τέλος του 1933, οι μισές σχεδόν απ' όλες τις τράπεζες της χώρας είχαν εξαφανιστεί. Και από την αρχή του 1932, ήδη, λίγες ήσαν οι τράπεζες που οι υπάλληλοί τους δεν αναρωτιόντουσαν αν θα βρεθούν κι' αυτες μέσα στα θύματα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η ιδέα ενός δανειστή της τελευταίας καταφυγής δεν ήταν μια ακαδημαϊκή λεπτομέρεια που μπορούσε να αφεθεί στις προφυλακτικές προτιμήσεις του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος. Ήταν κάτι που κάθε τραπεζίτης αποζητούσε επειγόντως. Αφού το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα αδρανούσε πάνω σ' αυτό το καθήκον, ένας ειδικός δανειστής τελευταίας καταφυγής επρεπε να δημιουργηθεί. Αυτό έγινε το 1932, όταν γεννήθηκε η Χρηματοδοτική Εταιρία για την Ανασυγκρότηση. (RFC = Reconstruction Finance Corporation).
Η RFC ξεκίνησε, εντούτοις, με αργό ρυθμό, παρ' όλο που η ανάγκη ήταν απελπιστική. Ήδη πολλες τράπεζες διαθέταν λίγα σίγουρα περιουσιακά στοιχεία, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ενέχυρο. Είχαν ανάγκη και από κεφάλαια και απο δάνεια. Και υπήρχε ο φόβος, αν όχι του πληθωρισμού, τουλάχιστον της υπερβολικά δραστήριας ενέργειας. «Η δομή της ιδιωτικής μας πίστωσης είναι άλυτα συνδεμένη με την πίστη της κυβέρνησης των Ηνωµένων Πολιτειών», είπε απο το ραδιόφωνο ο Όγκντεν Μιλλς, που ήταν τότε υπουργός Οικονομικών και μία αγαπημένη φωνή οικονομικής σοφίας, προσθέτοντας ότι «το νόμισμά μας στηρίζεται κυρίως πάνω στη πίστη των Ηνωμένων Πολιτειών. Κλονίστε αυτη την πίστη (όπως θα συμβεί με υπερβολικα βιαστικες ενέργειες) και κάθε δολλάριο που θα πιάνετε στα χέρια σας θα ειναι χρωματισμένο με καχυποψία. Το χαρακτηριστικό γεγονός ότι ένας συνεχώς μεγαλύτερος αριθμός Αμερικανών δεν ειχε καθόλου δολλάρια για να πιάσει στα χέρια του, ξέφυγε απ' την προσοχή του υπουργού. Ο πρώτος διοικητής της RFC, πρώην αντιπρόεδρος Τσαρλς Γκ. Ντοζ ηταν κι' αυτός λιγότερο από ιδεώδης. Περισσότερο απο οτιδήποτε αλλο εκπροσωπουσε τον ιδιαίτερα αμερικανικό εκείνο τύπο, το πρότυπο του χωρίς δεσμεύσεις πολιτικού. Είναι άνθρωποι αυτοί εντυπωσιακής αυτοπεποίθησης, που πολυ εύκολα μπορεί κανείς να προβλέψει τις σκέψεις τους - ο Τζων Νταίηβις και ο Τζων Μακ Κλόϋ ειναι διάσημα παραδείγματα και που τους φωνάζουν οι πρόεδροι όταν πρέπει να προωθηθεί, είτε η σοφία, είτε η δράση. Αν και κατόρθωσε πολυ λίγα, ο Ντοζ πέτυχε να δραματοποιήσει θαυμάσια το ρόλο του δανειστή της τελευταίας καταφυγής. Τον Ιούνιο του 1932, παραιτήθηκε ξαφνικά, ανακοινώνοντας πως ξαναγύρισε στις υποθέσεις της τράπεζας Σέντραλ Ρηπάμπλικ Μπανκ του Σικάγου, από όπου ειχε πάρει άδεια. Οι υποθέσεις αυτές ειχαν ανάγκη απο προσοχή. Λίγες μέρες αργότερα η Σέντραλ Ρηπάμπλικ πήρε ένα δάνειο 90 εκατομμύρια δολλάρια απο την RFC. Η τράπεζα βρίσκονταν σε μοναδικά αδύνατη κατάσταση. Υπήρχαν σ' αυτήν καταθέσεις 95 εκατομμύρια δολλάρια. Τα περιουσιακά στοιχεία που είχε στην διάθεσή της για να καλύψει αυτές τις καταθέσεις, θα πρέπει να ήταν πραγματικά ασήμαντα.
Παρ' όλες τις προσπάθειες της RFC, οι μεγάλες αναλήψεις των καταθέσεων συνεχίστηκαν. Και με το τέλος του 1932, και τις αρχές του 1933, είχαν σταματήσει να γίνωνται µόνο από ιδιωτικές και μικρές τράπεζες, και ξαπλώθηκαν πια πάνω από ολόκληρες κοινότητες και Πολιτείες ακόμα. Εκτάθηκαν επίσης στα κύρια οικoνομικά κέντρα και στις μεγάλες τράπεζες. Η θεραπεία που διάλεξαν οι υπεύθυνοι, καθώς οι μαζικές αναλήψεις γίνονταν πανδημικές, ήταν να κλείσουν όλες τις τράπεζες προτού τις κλείσουν ετσι κι' αλλιως οι καταθέτες τους. Έτσι, στο τέλος του Οχτώβρη του 1932, όλες οι τράπεζες της Νεβάδας σταμάτησαν τις εργασίες τους. Νωρίς τον Φλεβάρη του 1933, μαθεύτηκε πως η Χιμπέρνια Μπανκ εντ τραστ Κόμπανυ της Νέας Ορλεάνης βρίσκονταν σε άσχημη θέση. Για να δώσει μία πιστευτή δικαιολογία, όσο η τράπεζα θα κέρδιζε χρόνο για να απευθυνθεί στην RFC, ο κυβερνήτης Χιούη Λόνγκ, σκέφτηκε να καθιερώσει μια γιορτή και αργία στην μνήμη του Ζαν Λαφίτ, του διάσημου πειρατή. Αλλά πείστηκε ν' αλλάξει γνώμη και, με μια πιο λογική απόφαση, γιόρτασε την επέτειο της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων με την Γερμανία πριν από δεκάεξι χρόνια. Έπειτα από δυό βδομάδες, η καταιγίδα χτύπησε το Μίσιγκαν. Μία από τις δυό τραπεζικές εταιρίες χαρτοφυλακίου που εκτελουσαν τις περισσότερες τραπεζικές εργασίες στην πολιτεία, η Γιούνιον Γκάρντιαν Τράστ, βρίσκονταν σε πολυ άσχημη θέση και εκλιπαρούσε βοήθεια απο την RFC. Ο Τζέηµς Κούζενς, ο φιλελεύθερος ρεπουμπλικάνος, που περισσότερο κι' απ' τον ίδιο τον Φόρντ, δημιούργησε τον Χένρυ Φόρντ, δεν βρήκε να υπάρχει κανένας λόγος να χρησιμοποιήσει τα λεφτά των φορολογούμενων για να γλυτώσει μία άσχημα διοικημένη τράπεζα, στην δικιά του πολιτεία, ή οπουδήποτε άλλου. Ούτε και ο Χένρυ Φόρντ. Τον ρώτησαν, μια και ήταν ο μεγαλύτερος ιδιώτης καταθέτης, αν θα πειθαρχούσε τις απαιτήσεις του σε μια μορφή δανείου. Του είπαν πως ήταν δημόσιο καθήκον. Ο Φόρντ δεν αναγνωριζε κανένα τέτοιο καθήκον. Ετσι, όλες οι τράπεζες του Μίσιγκαν έπρεπε να κλείσουν. Το άκουσαν αυτό οι άνθρωποι στις αλλες πολιτείες και ξεκίνησαν, πλήθη ολόκληρα, να τρέξουν να ζητήσουν τα λεφτά τους. Καθιερώθηκαν κι' αλλες γιορτές και αργίες. Τρεις βδομάδες αργότερα, όταν ανέλαβε την προεδρία ο Ρουζβελτ, μονάχα οι τράπεζες στο βορειοανατολικό τμήμα της χωρας λειτουργουσαν ακόμα. Στις 6 του Μάρτη 1933, σύμφωνα με μια Εκτελεστική Διαταγή που αντλούσε τη δύναμή της απ' τον νόμο για την διεξαγωγή εμπορίου με τον εχθρό του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η αργία στις τράπεζες εξαπλώθηκε σ' όλη την χώρα. Τις προηγούμενες βδομάδες, οι πολίτες προμηθεύονταν μετρητά για προφύλαξη. Τον Φλεβάρη, το νόμισμα, που κυκλοφορούσε, αυξήθηκε από 5, 7 δισεκατομμύρια δολλάρια σε 6,7 δισεκατομμύρια 13. Το χρήμα αυτό όμως ήταν ασήμαντο μπροστά στα περισσότερο από 30 δισεκατομμύρια σε καταθέσεις 14 που τώρα δεν ήσαν διαθέσιμα στις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες ειχαν αργία.
Το 1923, η Γερμανία ειχε τόσο πολύ χρήμα, που είχε χάσει την αξία του. Τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου. Οπωσδήποτε, ήταν ακόµα κάτι που μπορούσε να μάθει κανείς, για τη διαχείριση του χρήματος. Στην Γερμανία, στις αρχες του 1933, ανέβηκε στην εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ. Ένα μεγάλο μέρος από την επιτυχία του πρέπει να αποδοθεί στην τρομακτική ανεργία και στην πολύ οδυνηρή μείωση των μισθών, των ημερομισθίων, των τιμών, και των περιουσιακών αξιών, που ήταν επακόλουθα της μανιακής υπεράσπισης του μάρκου από τον Μπρύνινγκ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Μάρτη, ανέβηκε στην εξουσία ο Ρουζβελτ. Ο προκάτοχός του είχε ανατραπεί από την προεδρία, πράγμα ασυνήθιστο, μετά από μία μόνο θητεία, επειδή και αυτός, και οι σύμβουλοί του και η κεντρική του τράπεζα είχαν ακινητοποιηθεί, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, απ' τον φόβο του πληθωρισμού.
Οποιαδήποτε κι' αν ήταν η σημασία του χρήματος, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την σημασία των φόβων που προξενούσε. Οι τράπεζες δεν έμειναν κλειστές αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να αποκαλύψουν πως μπορεί να λειτουργήσει μια μοντέρνα οικονομία - ή να αποτύχει να λειτουργεί - χωρίς χρήματα. Σ' αυτούς που ήταν γνωστό πως είχαν δουλειά, ή περιουσιακά στοιχεία, δίναν αγαθά, με την υπόσχεση πως θα πληρωθούν αργότερα. Σ' αυτούς που δεν είχαν, ούτε δουλειά, ούτε χρήματα, δεν έδιναν τέτοια βοήθεια. Αλλά οι τελευταίοι, δεν είχαν ούτε βοήθεια, ούτε χρήματα και πριν κλείσουν οι τράπεζες. Η οικονομία λειτουργούσε εκείνες τις μέρες σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Αλλά λειτουργούσε σε πολύ χαμηλό επίπεδο και πριν αρχίσουν οι αργίες των τραπεζών. Υπήρχε ασφαλώς περισσότερη φτώχεια, και περισσότερος πόνος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν σταμάτησε το χρήμα, απ' ότι στην Γερμανία όταν πλημμύρισε και έχασε την αξία του. Και οι δυό εμπειρίες μείναν για πολύν καιρό χαραγμένες στις εθνικές μνήμες.''
Η οικονομική κρίση (η GREAT DEPRESSION, όπως εύστοχα την ονόμασαν οι Αμερικανοί και όπως ακόμα και τώρα έχει μείνει στις μνήμες του αμερικανικού λαού και όπως αναφέρεται στα βιβλία της οικονομικής ιστορίας), λοιπόν, της περιόδου 1929 - 1932, οδήγησε στον στραγγαλισμό της αμερικανικής οικονομίας από την έλλειψη ρευστότητας, η οποία υπήρξε απότοκο των μαζικών πτωχεύσεων των αμερικανικών τραπεζών, που ήλθαν σαν αποτέλεσμα της καταστροφής στο χρηματιστήριο, μετά το σπάσιμο της μεσοπολεμικής φούσκας. Όλα αυτά, μαζί με την ανυπαρξία της οικονομοτεχνικής τεχνογνωσίας, που θα βοηθούσε την αμερικανική καπιταλιστική ελίτ να αναλάβει τις απαραίτητες δράσεις για την αντιμετώπιση των τραγικών καταστάσεων, με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπος ο αμερικανικός πληθυσμός, οδήγησαν στην μεγάλη κρίση του 1929, η οποία απείλησε, εκ θεμελίων, το καπιταλιστικό σύστημα εκείνη την εποχή.
Αυτό, που συνέβη, μπορεί να περιγραφεί με τον όρο αποχρηματοποίηση, ή αποχρηματισμός - αν μου επιτρέπετε να εισαγάγω αυτούς τους νεολογισμούς - όπερ σημαίνει ότι η αμερικανική οικονομία λειτούργησε, για μακρύ χρονικό διάστημα, με απίστευτα μικρά επίπεδα νομισματικής κυκλοφορίας, λόγω της απόσυρσης από αυτήν τεράστιων ποσών δολλαρίων, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του πιστωτικού συστήματος της χώρας, η οποία κατάρρευση ήλθε, με την πτώχευση ενός τεράστιου αριθμού τραπεζών - που έφθασαν σε πολλές χιλιάδες, λόγω της κλασσικής επίδοσης των Αμερικανών σε τραπεζικές δραστηριότητες - εξ αιτίας της σαρωτικής κατάρρευσης της εμπιστοσύνης των καταθετών τους, οι οποίοι έσπευδαν, κατά κύματα, στις θυρίδες των τραπεζών, απαιτώντας την επιστροφή των αποταμιεύσεών τους σε ρευστό.
Σε αυτές τις απαιτήσεις των πανικόβλητων αποταμιευτών, οι, επίσης, πανικόβλητες τράπεζες ήσαν αδύνατο να ανταποκριθούν και λόγω της καταστροφής στο χρηματιστήριο, του οποίου την μεσοπολεμική φούσκα είχαν, αφειδώς, χρηματοδοτήσει, αλλά και επειδή από την ίδια την φύση και λειτουργία του τραπεζοπιστωτικού συστήματος, δεν υπάρχει ρευστό χρήμα, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις όλων των καταθετών, όταν αυτοί, σε εποχές πανικού, ζητούν επίμονα και σταθερά να τους δοθούν πίσω όλες οι καταθέσεις τους σε ρευστό χρήμα. Έτσι, μαζί με τις τράπεζες που είχαν προβεί σε αλόγιστες επενδύσεις, κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και βρίσκοντας σε επισφαλή χρηματοοικονομική κατάσταση, κτυπήθηκαν και εκείνες οι οποίες δεν είχαν τέτοιου είδους επισφάλειες, ακριβώς επειδή η σαρωτική κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο τραπεζοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α. και ο συνακόλουθος πανικός, επεκτάθηκε σε όλες τις τράπεζες, των οποίων το αποταμιευτικό κοινό δεν γνώριζε την πραγματική τους χρηματοοικονομική κατάσταση, ούτε, φυσικά, έδινε οποιαδήποτε πίστη, σε όσα έλεγαν οι τραπεζίτες και οι υπάλληλοί τους, με σκοπό να ανακόψουν το σαρωτικό κύμα αναλήψεων, που απειλούσε την ίδια την ύπαρξή τους, ως χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Γινόταν φανερό ότι αυτό, που μπορούσε να ανακόψει την ιλιγγιώδη και απίστευτη σε μέγεθος πτώση της οικονομίας, σχετιζόταν με την ανακοπή των χιλιάδων πτωχεύσεων στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Αυτό, όμως, απαιτούσε δράσεις από την κεντρική κρατική εξουσία, οι οποίες αποτρέπονταν από την μεγάλη πλειοψηφία των οικονομολόγων της εποχής και από την ''πιάτσα'', δηλαδή την αμερικανική καπιταλιστική και ειδικότερα την μεγάλη τραπεζική ελίτ, που, λόγω ενός συνδυασμού συμφερόντων και δογματικής αντίληψης, γύρω από την λειτουργία της οικονομίας, έβλεπε, ως περαιτέρω καταστροφική, οποιαδήποτε παρέμβαση, με σκοπό την διάσωση των πτωχευμένων τραπεζών και των επιχειρήσεων, που ακολουθούσαν τις πτωχευμένες τράπεζες στην οδό της κοινής καταστροφής όλων.
Πέραν του στενού και πολλές φορές άμεσα προσωπικού συμφέροντος, την αδράνεια τροφοδοτούσε, όπως είπαμε ο οικονομολογικός δογματισμός των φιλελεύθερων οικονομολόγων της εποχής, οι οποίοι ήσαν η πλειοψηφία στον χώρο και οι ανάλογες πεποιθήσεις στην ''πιάτσα'' της καπιταλιστικής ελίτ, που όλες μαζί συνέτειναν στην αντίληψη ότι η οικονομία των Η.Π.Α. είχε δηλητηριαστεί και ότι η κρίση ήταν ο καθαρτήριος μηχανισμός αποδηλητηρίασης της, μια αποδηλητηρίαση, η οποία ήταν επώδυνη, αλλά αναγκαία - και συμφέρουσα, όσο δεν άγγιζε τις μεγάλες τράπεζες του συστήματος. Αυτές οι πεποιθήσεις, βέβαια, είχαν την βάση τους στην λειτουργία του κλασσικού καπιταλισμού των ελεύθερων αγορών (αν και αυτό είναι, υπό σκέψη, κατά πόσον συνέβαινε, σε όλη την έκταση της οικονομίας του κλασσικού καπιταλισμού) και πήγαζαν από τις ιδέες των κλασσικών πατέρων της οικονομικής επιστήμης Άνταμ Σμιθ, Νταίηβιντ Ρικάρντο, Τόμας Μάλθους και Τζων Στιούαρτ Μιλλ.
Όμως, η δογματική προσήλωση σε αυτές - πάντα μαζί με το προσωπικό συμφέρον - είχαν ρίξει σε πλήρη ανικανότητα αντίδρασης την αμερικανική οικονομία (μια οικονομία μοντέρνα και με τεράστιες δυνατότητες), η οποία αποχρηματιζόταν - σε απίστευτο βαθμό, όσο περνούσε ο καιρός και η αδράνεια συνεχιζόταν - και οδηγούνταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς σε ένα χαώδες βάραθρο.
Όλο και περισσότερο, γινόταν φανερό ότι χρειαζόταν, για να συγκρατηθεί η ιλιγγιώδης πτώση του τραπεζικού συστήματος της χώρας και η συνακόλουθη κατάρρευση της οικονομίας, ένας εγγυητής της τελευταίας καταφυγής, δηλαδή ένας μηχανισμός, ο οποίος θα εγγυώνταν τις καταθέσεις των αποταμιευτών, ώστε αυτοί να ηρεμήσουν και να μειώσουν τις απαιτήσεις τους, για επιστροφή των χρημάτων τους σε ρευστό.
Βέβαια, η διαβίωση, εκείνη την σκληρή εποχή, ήταν τόσο επισφαλής, ώστε το ρευστό ήταν απαραίτητο, για να χρηματοδοτήσει την ίδια την επιβίωση του πληθυσμού, αλλά, τουλάχιστον, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις τράπεζες θα βοηθούσε στην αποφυγή των - πέραν της επιβίωσης - μη αναγκαίων απαιτήσεων, για πλήρη απόσυρση των καταθέσεων, απαιτήσεις που τροφοδοτούνταν από την ανυποληψία του τραπεζικού συστήματος.
Αυτός ο μηχανισμός του εγγυητή της τελευταίας καταφυγής των τραπεζών, με τον ερχομό του Ρούσβελτ στην εξουσία, μετά την νίκη του στις προεδρικές εκλογές των Η.Π.Α. το 1932, δημιουργήθηκε το 1933 και ήταν προϊόν της επικράτησης των ιδεών του John Maynard Keynes, ο οποίος, όντας μειοψηφία στον χώρο των οικονομολόγων, ήταν ο ένθερμος υποστηρικτής της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, για να σταματήσει η ακάθεκτη πτώση του παγκόσμιου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Ο μηχανισμός αυτός ήταν ο FDIC.
Ας δούμε, πάντοτε, με την γλαφυρή περιγραφή του Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ (από το κλασσικό βιβλίο του ''ΤΟ ΧΡΗΜΑ'' - εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1976) , το πως φθάσαμε στην ίδρυση του FDIC, δηλαδή του Αποθεματικού Οργανισμού για την Ασφάλεια των Καταθέσεων, ο οποίος ουσιαστικά έπαιξε τον ρόλο τον οποίον απέτυχε και αρνήθηκε να παίξει το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα (FED) των Η.Π.Α.
Ο FDIC, πέτυχε τον στόχο του και μέχρι σήμερα λειτουργεί αποτρεπτικά, ως προς την σαρωτική δημιουργία και επέκταση πανικών στους καταθέτες των τραπεζών, οι οποίοι αισθάνονται ασφαλείς, για την ύπαρξη των χρημάτων τους, που έχουν αποταμιευθεί στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και με βάση το FDIC, άλλωστε, ο πρόεδρος Μπους θέλησε να δημιουργήσει τον νέο Αποθεματικό Οργανισμό, για την ασφάλεια των νέων χρηματοπιστωτικών κολοσσών - των λεγόμενων επενδυτικών τραπεζών σαν την Μέρυλ Λιντς και την αλήστου μνήμης Λέχμαν Μπράδερς -, οι οποίοι κολοσσοί βρίσκονται εκτός του FED και απειλούνται με κατάρρευση.
Γράφει, λοιπόν, ο Γκαλμπραίηθ, για την δημιουργία του FDIC :
''Με τον ερχομό του Ρούζβελτ ο χρυσός κανόνας ανακόπηκε - τα χαρτονομίσματα και οι καταθέσεις σταμάτησαν να είναι μετατρέψιμα στις τράπεζες με χρυσά νομίσματα. Αυτή η πράξη ήταν ενέργεια επιλογής, Όχι αναγκαιότητας. Αν και στους μήνες πριν ανέβει ο Ρούζβελτ στην προεδρία έγιναν σημαντικές ξένες και εσωτερικές αναλήψεις χρυσού, τα αποθέματα στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμείναν μεγάλα. Στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, στη Γαλλία και στην Αγγλία είχαν ζητήσει απ' τον κόσμο να παραδώσει το χρυσάφι του. Τώρα, μια περισσότερο αυστηρή, αμερικάνικη κυβέρνηση συμβούλεψε τους πολίτες και τις εμπορικές επιχειρήσεις να κάνουν το ίδιο. Οι περισσότεροι συμμορφώθηκαν. Ο ένας διακεκριμένος καθηγητής οικονομικών του Χάρβαρντ, που αμφισβήτησε το δικαίωμα του κράτους να απομονώνει και να αποκλείει από την κυκλοφορία τον θησαυρό του, απολύθηκε χωρίς να υπολογιστεί το κύρος του. Υπήρχαν όμως φήμες πως είχε ανακατευτεί σε κάτι διαφημιστικές προβολές αμφίβολων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας. Θα μας δοθεί ευκαιρία στο επόμενο κεφάλαιο να πούμε μια ακόμα λέξη σχετικά με το χρυσάφι.
Το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα μεταρρυθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό, με νομοθεσίες του 1933, 1934 και 1935. Όλες οι αμφιβολίες για το που βρίσκονταν η δύναμη διαλύθηκαν τώρα. Ο υπουργός Οικονομικών και ο Επόπτης του Νομίσματος μείναν έξω από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Συμβούλιο. Τα εφτά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, όπως από δω και πέρα λέγονταν και επίσημα, διορίζονταν για δεκατετράχρονη θητεία, δεν μπορούσαν να ξαναδιοριστούν, και αναλάμβαναν την ολοκληρωτική εξουσία των Περιφερειακών Τραπεζών, μαζί και του προσωπικού τους. Ποτέ πια από τότε, δεν έγινε διάσημο το όνομα κάποιου διοικητή Περιφερειακής Τράπεζας. Έξω από τις γυναίκες τους και τους γείτονές τους, ο άλλος κόσμος, λίγων τα ονόματα γνωρίζει. Μετά. απ' το 1933, μία από τις πιο ισχυρές τάσεις ήταν η διάβρωση της δύναμης των Περιφερειακών Ομοσπονδιακών Τραπεζών. Ανάμεσα στις νέες εξουσίες που ανάλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν και της μεταβολής των αποθεματικών που οι εμπορικές τράπεζες ήταν αναγκαίο να διατηρούν στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα, και του προσδιορισμού του περιθωρίου που ήταν αναγκαίο να έχουν όσες ανακατεύονταν με την κερδοσκοπία χρεωγράφων.
Τώρα, επιτέλους, οι Ηνωμένες Πολιτείες, απόκτησαν μία κεντρική τράπεζα κι' αυτό ήταν από κάθε άποψη σημαντικό. Ήταν κατόρθωμα των Δημοκρατικών, μάλλον, του κόμματος που μια και είχε πολλές αμφιβολίες για μια τέτοια ισχυροποίηση του κέντρου, μπορούσε να. υπογράψει τον νόμο για τη δημιουργία της χωρίς να το υποψιαστούν πως αποσκοπούσε σε κάτι κακό. Υπάρχει η θεωρία πως κάθε οργανισμός που έχει τελειοποιηθεί στη μορφή του, βρίσκεται ήδη σε πτώση. Μετά το 1933, θα μπορούσε κανείς να πάρει το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα σαν αποδεικτικό στοιχείο αυτής της θεωρίας. Όλο το επόμενο τέταρτο του αιώνα, βρίσκονταν πολύ έξω απ' το κύριο ρεύμα της οικονομικής πολιτικής.
Στην τραπεζική νομοθεσία του 1933 υπήρχε μια πρόταση που δεν την δέχονταν ούτε οι συντηρητικοί ούτε και η νέα κυβέρνηση. Την είχαν συντάξει ο βουλευτής Χένρυ Στήγκαλ από την Αλαμπάμα, που ήταν γνωστός για την εκκεντρικότητα και την παραξενιά του ακόμα, σε θέματα που αφορούσαν το χρήμα, και ο γερουσιαστής Αρθουρ Βάντενμπεργκ απ' το Μίσιγκαν.
Η πρόταση αφορούσε την ασφάλιση των τραπεζικών καταθέσεων. Μία ειδική εταιρία, η Ομοσπονδιακή Ασφαλιστική Εταιρία Καταθέσεων (FDIC = Federal Deposit Insnrance Corporation), θα ιδρύονταν, και θα έπαιρνε τα κεφάλαιά της από το δημόσιο Θησαυροφυλάκιο και τις Ομοσπονδιακές Τράπεζες. Η ασφάλεια θα δίνονταν στους καταθέτες όλων των τραπεζών – πολιτειακών, ή εθνικών, μελών, ή μη, του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος - που θα ήθελαν να συνδεθούν.
Οι κίνδυνοι της πρότασης ήταν φανεροί σε όλους. Οι καλύτερες τράπεζες θα έπρεπε τώρα να αναλάβουν ευθύνη για την απροσεξία των χειροτέρων. Οι χειρότερες, ξέροντας πως κάποιος άλλoς θα αναγκαστεί να πληρώσει, θα είχαν το ελεύθερο για απρόσεκτη συμπεριφορά, που ο εξουσιοδοτημένος από τον νόμο έλεγχος δεν θα μπορούσε να ελπίζει πως θα την περιόριζε. Ο Αμερικανικός Σύλλογος Τραπεζιτών ηγήθηκε στον αγώνα ενάντια στο σχέδιο «ως και στην πιο μικρή του λεπτομέρεια» θεωρώντας τον «παράλογο, μη επιστημονικό, άδικο και επικίνδυνο» και γενικώτερα, όχι ικανοποιητικό. Ίσως να σήμαινε και την επιστροφή στις πιο άγριες μέρες της ριψοκίνδυνης τραπεζικής.
Σ' όλη την αμερικάνικη νομισματική ιστορία, καμιά νομοθετική πράξη δεν προκάλεσε τόση αλλαγή όσο αυτή. Από τότε, ως σήμερα, δεν σχηματίστηκαν πια ουρές έξω από μια τράπεζα για να απλωθούν μετά αναπόφευκτα στις άλλες τράπεζες μέσα στην πόλη. Σχεδόν ποτέ δεν σχηματίστηκε έστω μία κάποια ουρά. Δεν υπήρχε κανένας λόγος. Πίσω από τις καταθέσεις βρίσκονταν τώρα ένα κρατικό ταμείο ασφαλίσεων. Οτιδήποτε και να συνέβαινε στην τράπεζα, οι καταθέτες θα έπαιρναν τα λεφτά τους. Και εφ' όσον ο οργανισμός που ασφάλιζε η Ομοσπονδιακή Ασφαλιστική Εταιρία Καταθέσεων, έπρεπε να πληρώνει για τις απροσεξίες, είχε ένα πανίσχυρο λόγο για να. ασκεί έλεγχο και να παρεμβαίνει έτσι που να αποκλειστούν οι απροσεξίες. Από μια άλλη άποψη η FDIC ήταν αυτό που δεν είχε κατορθώσει να γίνει το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα - ένας απόλυτα αξιόπιστος δανειστής της τελευταίας καταφυγής, που αμέσως και χωρίς άχρηστες λεπτολογίες, παρουσιάζονταν για να δώσει όσα χρήματα ήταν αναγκαία ώστε να καλυφτούν οι ασφαλισμένες καταθέσεις.
Το 1933, 4004 τράπεζες πτώχευσαν, ή βρήκαν πως δεν ήταν συμφέρον να ξανανοίξουν μετά απ' τις διακοπές. Το 1934, οι πτωχεύσεις είχαν μειωθεί σε 62, και μόνο 9 από αυτές ήταν ασφαλισμένες. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1945, οι πτωχεύσεις, σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν πέσει σε μία. Την αναρχία της ανεξέλεγκτης τραπεζικής την είχε σταματήσει όχι το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα, άλλα η αφανής, χωρίς γόητρο και ασυμπαθής Ομοσπονδιακή Ασφαλιστική Εταιρία Καταθέσεων η FDIC.''
Η δημιουργία του FDIC και οι δραστικές πολιτικές, που ακολούθησε, κατάφεραν να συγκρατήσουν την ακάθεκτη και ιλιγγιώδη πτώση του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας, αφού ηρέμησαν τους πανικόβλητους αποταμιευτές, αλλά δεν έλυσαν το πρόβλημα, διότι, μετά την ιλιγγιώδη και ακάθεκτη πτώση, η οικονομία των Η.Π.Α. περιέπεσε σε μια καθοδική στασιμότητα. Αυτή η στασιμότητα ήταν προϊόν, επίσης, της έλλειψης εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της αμερικανικής οικονομίας να αναπτυχθεί. Οι κατεστραμμένοι και μη, επενδυτές κρατούσαν τα χρήματά τους και δεν επένδυαν, ακριβώς επειδή εφοβούντο το χειρότερο.
Καλόν είναι να μην ξεχνάμε, πάντοτε, ότι οι Η.Π.Α. το 1932 είχαν χάσει πάνω από το 1/4 του Α.Ε.Π. τους, σε τιμές του 1929 και το μισό του ίδιου Α.Ε.Π., σε αξία.
Έτσι, οι τράπεζες βρέθηκαν, με τεράστια ποσά χρημάτων, τα οποία δεν μπορούσαν να επενδύσουν, αφού ουδείς τα ζητούσε.
Ήταν φανερό ότι, πέραν από τον FDIC, απαιτούνταν και άλλες δράσεις, για την ανάκαμψη της οικονομίας και την υπέρβαση της σαρωτικής κρίσης. Ο ερχομός του Ρούσβελτ και η επίδραση του Κέϋνς και των ιδεών του θα έπαιζαν τον ρόλο τους και σε αυτές.
Είναι, ομολογουμένως, συναρπαστική η συνέχεια της αφήγησης, για την δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και την επίσημη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ολιγοπωλιακής εκδοχής του κλασσικού καπιταλισμού και την αντικατάστασή του από τον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, την περίοδο 1929 - 1941.
Προηγουμένως είδαμε την κατάρρευση της νομισματικής κυκλοφορίας στις Η.Π.Α., λόγω των μαζικών πτωχεύσεων των τραπεζών και την ίδρυση του FDIC, που ήλθε να περισώσει το καταρρέον τραπεζοπιστωτικό σύστημα της πιο μοντέρνας οικονομίας της εποχής εκείνης, η οποία κρατάει αυτά τα σκήπτρα ακόμα και σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθεροι των Μίλτον Φρήντμαν και Άλαν Γκρήνσπαν τα έκαναν θάλασσα (ο Γκαλμπραίηθ, σαρωτικός επικριτής και των δύο, ιδιαίτερα για τον σύγχρονο γκουρού των νεοφιλελεύθερων - νεοσηντηρητικών, τον Άλαν Γκρήνσπαν υπήρξε καταπέλτης, προσδιορίζοντάς τον με τον επιεική χαρακτηρισμό του θεατρίνου, πρέπει να πω ότι η δική μου γνώμη είναι ότι είναι κλόουν και ένας ανίκανος εξυπηρετητής των πιο σκοτεινών και αρπακτικών συμφερόντων της ιδιωτικής οικονομίας, αλλά και φανατικός ιδεολόγος της ελευθερίας των αγορών, που δεν μπορεί να δει το απλούστατο γεγονός ότι αυτό το οικονομολογικό του ιδεολόγημα, οδηγεί το σύχρονο καπιταλιστικό σύστημα, σε φούσκες και σε καταρρεύσεις, οι οποίες, αν και είναι παταγώδεις, θα ήσαν παράλληλα και καταστροφικές, με την ουσιαστική σημασία της λέξης, εάν δεν υπήρχε το σχηματισμένο - από την εποχή της τελευταίας δομικής κρίσης του 1929 - κεϋνσιανό οπλοστάσιο).
Αλλά, για να φθάσουμε στον FDIC και στην συγκράτηση της ιλιγγιώδους πτώσης της αμερικανικής οικονομίας, που ακολουθήθηκε και από την πτώση της διεθνούς οικονομίας, έπρεπε να αλλάξει η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης των Η.Π.Α., κάτι που δεν ήταν, ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο. Η κυβέρνηση του νεοεκλεγμένου προέδρου Ρούζβελτ έπρεπε να πεισθεί και για το εσφαλμένο και το αδιέξοδο της πολιτικής της υποστήριξης του -βασισμένου στον παλαιό χρυσό κανόνα - ''σκληρού'' δολλαρίου των μονεταριστών φιλελεύθερων, αλλά και για την ορθότητα της πολιτικής των υποστηρικτών της κεϋνσιανής πολιτικής του ''μαλακού'' δολαρίου, το οποίο θα στηριζόταν, όχι, πλέον στον ''χρυσό κανόνα'', αλλά στην λογική του χρήματος, ως εξυπηρετητή, δηλαδή στην αγοραστική του δύναμη.
Όπως είπαμε, αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο, αν και ήταν αυτονόητη η αναγκαιότητα, για την δημιουργία των όρων για την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας στην παραπαίουσα και καταρρέουσα αμερικανική οικονομία, η οποία ασφυκτιούσε, εξ αιτίας του αποχρηματισμού της, που οφειλόταν στην απίστευτα μεγάλη έλλειψη ρευστότητας, που οι αδράνειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι μαζικές - κατά δεκάδες χιλιάδες - πτωχεύσεις τραπεζών, είχαν επιφέρει και η οποία ολένα και μεγάλωνε, όσο οι αδράνειες του συστήματος, λόγω του ιδεολογικού οικονομολογικού δογματισμού των φιλελεύθερων θεωρητικών της οικονομίας και της ''πιάτσας'' της καπιταλιστικής ελίτ, που συνδυαζόταν με τις απαραίτητες, πάντοτε, προσμείξεις των προσωπικών ενδιαφερόντων των μελών της ελίτ.
Ο πρόεδρος Ρούζβελτ επέδειξε τον απαιτούμενο πολιτικό ρεαλισμό και την αναγκαία προσαρμοστικότητα, μπροστά στην απίστευτα τραγική κατάσταση, στην οποία βρέθηκε, από την εθελοτυφλία των ηγετικών παραγόντων της καπιταλιστικής ελίτ των Η.Π.Α. και ιδιαίτερα των τραπεζιτών, που οφειλόταν στην δογματική τους προσήλωση σε αυτό, που οι μαρξιστές αποκαλούν επιδίωξη για ''αδιάκοπη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου'', είχε φέρει σε τραγικά χάλια το αμερικανικό καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο αντιμετώπισε αυτήν την, απίστευτης έκτασης, κρίση, επειδή είχε ολοκληρώσει και ξεπεράσει, από πολύν καιρό πριν, την ανάπτυξή του, ως κλασσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού και είχε μετατραπεί σε έναν ώριμο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, ο οποίος δεν μπορούσε να λειτουργήσει, με τους κανόνες της κλασσικής και της μονοπωλιακής αγοράς, αλλά απαιτούσε πολύ πιο σύνθετους χειρισμούς στα θέματα της τραπεζικής και της οικονομίας, απαιτώντας την ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή στο Α.Ε.Π. της χώρας ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, για να μπορέσει η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία να λειτουργεί σε συνθήκες οριακής χρησιμότητας του κεφάλαιου, δηλαδή χειρισμών, που θα διεύρυναν την κοινωνική του βάση και θα γραφειοκρατικοποιούσαν τους συντελεστές της παραγωγής και την υπεραξία (με την κλασσική ρικαρδιανή και την μαρξιστική έννοια των όρων αυτών).
Έτσι, κατά την διάρκεια της διάσκεψης του Λονδίνου, όπου αντιπροσωπείες των τότε καπιταλιστικών χωρών προσπαθούσαν να βρουν ένα modus vivendi -πάντα στην βάση του ''χρυσού κανόνα'' -, για την απεμπλοκή των οικονομιών τους από την σαρωτική οικονομική κρίση, ο πρόεδρος Ρούζβελτ έκανε την έκπληξη, αναγγέλλοντας από τις Η.Π.Α., όπου βρισκόταν και χωρίς ουδεμία συνεννόηση, με την αμερικανική αντιπροσωπεία στο Λονδίνο, την οριστική εγκατάλειψη του πανάρχαιου ''χρυσού κανόνα'', που διήπε την λειτουργία του χρήματος, μέχρι πρόσφατα (δηλαδή κοντά σε εκείνην την εποχή), ο οποίος είχε ξεπεραστεί στα πλαίσια των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, παρά τις προσπάθειες να τον κρατήσουν στην ζωή και ο οποίος πετάχτηκε, οριστικά, στα σκουπίδια.
Ας δούμε, μέσα από την, πάντοτε, μεστή περιγραφή του Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ, την μεταστροφή του Ρούζβελτ στον κεϋνσιανισμό, που η ολοκλήρωσή της υπήρξε δύσκολη, αργή και βασανιστική, με αποτέλεσμα, να μην μπορέσει να ορθοποδήσει η αμερικανική οικονομία, μέχρι τον πόλεμο, κατά του ναζισμού, του φασισμού και του ιαπωνικού μιλιταρισμού :
''Σε μια φράση, που έχει αναφερθεί όσο καμιά άλλη από τον πρώτο του προεδρικό λόγο, ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ υπογράμμισε τον εξαιρετικά αποτελεσματικό ρόλο του φόβου στις οικονομίας υποθέσεις. Αναφέρονταν στον τρόπο με τον όποιο ο φόβος ότι μπορεί κανείς να χάσει την δουλειά, τα χτήματα, το σπίτι, τις τραπεζικές καταθέσεις Η κάποια επιχείρησή του, γινόταν αιτία να σπρώχνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται με μια παράλογη προφυλακτικότητα, που έκανε τα πάντα χειρότερα. Ακόμα και στις 4 του Μάρτη 1933, θα μπορούσε να υπογραμμίσει τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα του φόβου του πληθωρισμού πού, με το δικό τους τρόπο, ασκούσαν ένα ακόμα περισσότερο παραλυτικό αποτέλεσμα στην δημόσια δραστηριότητα, και από τα όποια κυρίως θα κινδύνευε ο ίδιος, τους επόμενους μήνες. Ο φόβος αυτός, απόκλειε κάθε ενέργεια που υπήρχε πιθανότητα να μεγαλώσει την προσφορά του χρήματος, κάθε ενέργεια που υπήρχε πιθανότητα να μεγαλώσει τις δαπάνες και συνεπώς το ακάλυπτο έλλειμμα και κάθε ενέργεια που υπήρχε η πιθανότητα να δημιουργήσει και υποψία ακόμα πως θα οδηγήσει σε τέτοια αποτελέσματα. Ό φόβος αυτός δεν θα άφηνε τίποτα σε καμιά περίπτωση να βλάψει την εμπορική εμπιστοσύνη και να επηρεάσει το σύνδρομό της. Ήταν ικανός, αν βέβαια επικρατούσε να αποκλείσει κάθε δημόσια ενέργεια που θα επιχειρούσε να κινήσει το ενδιαφέρον για την προώθηση της ανάρρωσης. Και ήταν πολύ λίγα πράγματα, ας πούμε, που μπορούσαν να γίνουν, έξω από τον χώρο της ρητορείας, που δεν θα αύξαιναν, ως έναν βαθμό, τις δημόσιες δαπάνες. Η εκλογή του Ρούζβελτ είχε, στην πραγματικότητα, κάνει βαθύτερο το φόβο του πληθωρισμού). Καθώς ο μαρασμός συνεχίζονταν και χειροτέρευε. είχε ξαναφουντώσει στο Κογκρέσσο η παλιά φλόγα. Ο γερουσιαστής Κέϋ Πίτμαν της Νεβάδα, πρόεδρος της Επιτροπής της Γερουσίας για τις Εξωτερικές Σχέσεις, ήταν ένας αφοσιωμένος υποστηρικτής του ασημιού. Ο γερουσιαστής Έλμερ Τόμας της Οκλαχόμα, που κάποτε ήταν στρατευμένος στην παράταξη του Μπράϊαν, υπερασπίζονταν τώρα κάθε μορφή εξάπλωσης της νομισματικής κυκλοφορίας. «Πρέπει να έχουμε περισσότερο χρήμα σε κυκλοφορία. Δεν με νοιάζει τι είδους - ασημένιο, χάλκινο, μπρούτζινο, χρυσό ή χάρτινο» 1. Οι οπαδοί τους πλήθυναν. Και στα δύο νομοθετικά σώματα για τελευταία όμως, όπως αποδείχτηκε, φορά. Και καθώς τα πράγματα χειροτέρευαν, οι πληθωριστές αποκτούσαν συμμάχους ακόμα και στους ευυπόληπτους κύκλους. Η Επιτροπή για το Έθνος, που πρόεδροί της ήσαν ο Φράνκ Βάντερλιμπιλντ για αρκετά χρόνια ήταν παλιότερα διοικητής της Νάσιοναλ Σίτυ Μπάνκ), και ο Τζαίημς Ραντ (της Ρέμινγκτον Ράντ πρόσφεραν ένα στήριγμα στην εμπορική και τραπεζική κοινότητα, που δημιούργησε πολλές καχυποψίες, πως ίσως επιβουλεύονταν και η πολύ πλατειά δύναμη μέσα στην εκκλησία. Μερικοί οικονομολόγοι άρχιζαν τώρα να υποστηρίζουν το δολλάριο - εξυπηρέτηση - ένα νόμισμα που θα χρωστούσε την αξία του όχι στο περιεχόμενό του σε χρυσάφι, αλλά στην σταθερή του αγοραστική δύναμη. Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη η σταθερή αγοραστική δύναμη ήταν η πραγματική νομισματική σταθερότητα. Και αφού μια τέτοια σταθερότητα απαιτούσε τώρα να αυξηθούν οι τιμές - μια και η αγοραστική δύναμη του χρήματος σύμφωνα με οποιονδήποτε υπολογισμό ήταν τότε υπερβολική- μπορούσε κανείς να υπερασπίζεται συγχρόνως και τη σταθεροποίηση του δολλαρίου, και την αύξηση των τιμών. Οι περισσότεροι όμως απ' τους οικονομολόγους, όπως και οι εϋυπόληπτοι τραπεζίτες και επιχειρηματίες, έμειναν πιστοί στους φόβους με τους οποίους είχαν ανατραφεί. Γύρω στο τέλος του 1933, σαράντα από τους πιο φημισμένους οικονομολόγους θα ενώνονταν κάτω από την αρχηγία του Έντγουιν Κέμερερ απ' το Πρίνστον, για να σχηματίσουν την Εθνική Επιτροπή Οικονομολόγων για τη Νομισματική Πολιτική, και να πολεμήσουν κάθε ανοησία για το χρήμα. (Ο καθηγητής Κέμερερ βρέθηκε τα προηγούμενα χρόνια επικεφαλής νομισματικών αποστολών στο Μεξικό, τη Γουατεμάλα την Κολομβία, τη Χιλή, τον Ισημερινό και άλλες απομακρυσμένες περιοχές, όπου κάθε φορά είχε προτρέψει τις κυβερνήσεις-πελάτες του να υιοθετήσουν κάποια προσέγγιση του χρυσού κανόνα, πάντοτε με πολύ πρόσκαιρα αποτελέσματα, γιατί, χωρίς εξαίρεση, όλοι τον εγκατέλειψαν αργότερα. Απ' αυτήν του τη στενή σχέση με το χρυσάφι είχε αποχτήσει μεγάλη φήμη και αρκετά χρήματα. Είναι πιθανόν, όσο κι' αν αυτό έγινε άθελά του, να αιχμαλωτίστηκε από μια σύγκρουση συμφερόντων). Με τον ερχομό του Ρούζβελτ, οι φόβοι και ή αίσθηση της ανάγκης για επαγρύπνηση μεγάλωσαν. Κάθε τι που είχε πει ο Ρούζβελτ στην προεκλογική του εκστρατεία ήταν καθησυχαστικό. Αλλά ποιός μπορούσε να είναι βέβαιος πως το εννοούσε; Ήταν φανερό, πάντως, πως πολλοί μέσα στο Κογκρέσσο έλπίζαν πως δεν το εννοούσε. Από τις πρώτες μέρες απαγορεύτηκε η συζήτηση του θέματος του πληθωρισμού, Όχι μόνο έξω αλλά και μέσα στη νέα κυβέρνηση. Κανένα σημαντικό μέλος της κυβέρνησης δεν ήθελε να χαρακτηρίσει τον εαυτό του πληθωριστή. Ένας αμερικανός πολιτικός μπορεί να λαχταράει την απελευθέρωση από τους ανιαρούς δεσμούς του γάμου. Αλλά δεν θέλει να τον ανακηρύξουν μoιχό. Το ίδιο και με τον πληθωρισμό. Το πολύ-πολύ να υπήρχαν υπερασπιστές της σταθεροποίησης που αναφέραμε πρίν, από την άποψη πως το δολλάριο, δεν έπρεπε ούτε να κερδίζει ούτε να χάνει αξία. Ο πιο επιφανής απ' αυτούς ήταν ο υπουργός Γεωργίας Χένρυ Ο Μλλς. Υπήρχαν και ολοκληρωτικά εκδηλωμένοι πολέμιοι του πληθωρισμού. Οι αρχηγοί τους ήταν ο Λιούις Ντάγκλας ο διευθυντής προϋπολογισμού του Ρούζβελτ ο Τζαίημς Γουάρμπεργκ, ο γυιός του Πωλ Γουάρμπεργκ, που μόλις είχε φτάσει στην Ουάσιγκτων σαν σύμβουλος του υπουργείου Οικονομικών)ο Ντην Άτσεσον επίσης του υπουργείου Οικονομικών, που απόχτησε αργότερα μεγάλη φήμη, και, για την ώρα, ο Μπέρναντ Μπάρουχ. Οι άνθρωποι που μιλάνε για τη σταδιακή επιβολή του πληθωρισμού είπε ο Μπάρουχ, μπορούν αν θέλουν να μιλήσουν και για το σταδιακό τράβηγμα της σκανδάλης ... Το χρήμα δεν μπορεί να ξαναρχίσει να δουλεύει μέσο σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη από την απειλή της καταστροφής της αξίας του. Στις βδομάδες αμέσως μετά από τις 4 του Μάρτη, οι οπαδοί του υγιούς χρήματος, όπως δεν δίσταζαν να ονομάσουν τους εαυτούς τους, κέρδισαν το παιχνίδι. Στη βδομάδα μετά από την προεδρική ορκομωσία, η Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με την απαίτηση του Ρούζβελτ και το σχέδιο του Ντάγκλας, ψήφισε ένα σαρωτικό οικονομικό νομοσχέδιο που μείωνε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, των κρατικών λειτουργών και των βουλευτών, και που περιόριζε τις συντάξεις. Μερικοί φιλελεύθεροι Δημοκράτες διαμαρτυρήθηκαν αλλά τους έβγαλαν απ' τη μέση. Έγινε μεγαλύτερη αναστάτωση με μία τροπολογία του γερουσιαστή Τόμας στον νόμο για τον Αγροτικό Διακανονισμό που - μαζί με άλλα - ζητούσε την ελεύθερη νομισματοκοπία του ασημιού την αποδοχή ασημιού αξίας μέχρι και 200 εκατομμυρίων δολλαρίων σαν πληρωμή από τις υποχρεώσεις ξένων κυβερνήσεων, την έκδοση, κάτω από ορισμένους περιορισμούς, μέχρι και 3 δισεκατομμυρίων δολλαρίων σε γκρήνμπακς και την εξουσιοδότηση των κυβερνητικών οργάνων να μειώσουν, ως και στο μισό, το περιεχόμενο του δολλαρίου σε χρυσάφι, ή ασήμι. Πίσω απ' όλες αυτές τις ιδέες βρίσκονταν όλα τα αρχαία πάθη. Μια και η κυβέρνηση δεν ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε να καταψηφίσει την τροπολογία αυτή του Τόμας, δέχτηκε να είναι προαιρετική η εξουσιοδότηση, αντί υποχρεωτική, και μ' αυτή τη μορφή ψηφίστηκε . Αν και αποτράπηκε έτσι η απειλή, το τίμημα που αναγκάστηκαν να πληρώσουν ήταν να γίνει η εξουσία του Ρούζβελτ, πάνω στη νομισματική πολιτική, σχεδόν απεριόριστη. Έτσι μεγάλωσε ακόμα περισσότερο η ανησυχία για τις απόψεις του Ρούζβελτ. Αν υποχωρούσε στα. αιτήματα των πληθωριστών, τώρα που είχε στα χέρια του όλη αυτή την τεράστια ελευθερία να παίρνει αποφάσεις, Όλα θα χάνονταν πραγματικά. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1933 σημειώθηκε μια σημαντική αλλαγή. οι οπαδοί του υγιούς χρήματος έχασαν δύναμη. Η αποφασιστική καμπή στον αγώνα για τις απόψεις του Ρούζβελτ, πιο φανερή και δραματική από τις περισσότερες αποφασιστικές καμπές στις οικονομικές υποθέσεις, ήταν η Οικονομική Διάσκεψη του Λονδίνου. Η Οικονομική και Νομισματική Διάσκεψη που συνήλθε στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1933 ήταν, μαζί με την Διάσκεψη του Πότσνταμ το 194 5 μία από τις αληθινά πιο παράξενες διεθνείς συναντήσεις του αιώνα μας ως τώρα. Κληρονομιά της κυβέρνησης Χούβερ, η Διάσκεψη αντικαθρέφτιζε την ελπίδα πως μια συζήτηση σε διεθνές επίπεδο θα μπορούσε, κατά κάποιον τρόπο, να μετριάσει τα οικονομικά προβλήματα που πολιορκούσαν τον κόσμο, και κυρίως τα ασταθή νομίσματα, τους δασμούς, που μετατρέπαν τις άλλες χώρες σε ζητιάνους, το ντάμπινγκ των πλεονασμάτων καταναλωτικών προϊόντων, και πάνω απ' όλα την τρομερή καταστροφή που έφερε ο ίδιος μαρασμός. Αντιπροσωπεύονταν εκεί εξήντα έξη χώρες, κι' αυτό ήταν μια διαβεβαίωση πως καμιά ιδέα για την βελτίωση, όσο αξιοθρήνητη κι' αν ήταν δεν θα παραβλέπονταν. Από πρακτική άποψη ο πιο περιορισμένος σκοπός της Διάσκεψης ήταν να επιτρέψει στις χώρες που εφάρμοζαν ακόμα τον χρυσό κανόνα - τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελβετία βέβαια, το Βέλγιο, την Ολλανδία, εντελώς αφύσικα την Πολωνία, και τον καιρό που γεννήθηκε ή ιδέα για την Διάσκεψη κάτω από τους Ρεπουμπλικάνους, τις Ηνωμένες Πολιτείες - να πείσουν αυτές που είχαν αποχωρήσει από το χρυσάφι, να σταθεροποιήσουν τα νομίσματά τους. Μια τέτοια σταθεροποίηση δεν είχε σχέση με κανένα μυστήριο. Απαιτούσε μονάχα από τους νομισματικούς αποστάτες να διαθέτουν χρυσάφι όταν θα τους το ζητούσαν, οπότε το νόμισμά τους έπεφτε κάτω από κάποια καθορισμένη τιμή ανταλλαγής με τα νομίσματα που είχαν σαν βάση το χρυσάφι. Τότε το νόμισμά τους δεν θα έπεφτε άλλο Αν αυτό δεν γινόταν, οι χώρες που είχαν εγκαταλείψει το χρυσάφι, και που τα νομίσματά τους μπορούσαν να αγοραστούν σε μία ευνοϊκή τιμή ανταλλαγής, θα διαθέταν ένα άδικο πλεονέκτημα όταν πουλούσαν τα αγαθά τους στις χώρες που διατηρούσαν ακόμα τον χρυσό κανόνα. Οι τελευταίες αυτές θα έχαναν χρυσάφι καθώς θα το αντάλλαζαν με τα φτηνά νομίσματα, και θα αναγκάζονταν αργά ή γρήγορα να. εγκαταλείψουν τον χρυσό κανόνα. Για τις χώρες που είχαν ακόμα πρόσφατο τον αγώνα για τη σταθεροποίηση του νομίσματός τους - αυτές που ακόμα περισσότερο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες ζούσαν κάτω από την σκιά του πληθωρισμού - κάτι τέτοιο ηταν μια πολύ κακόδεχτη προοπτική. Η Γαλλία, που μόλις πριν λίγο είχε τερματίσει τον ιδιαίτερα δύσκολο αγώνα της για τη σταθεροποίηση, ήταν φυσικά ο αρχηγός της παράταξης του χρυσού. Όταν σχεδιάζονταν η Διάσκεψη, κανείς δεν θα μπορούσε να έχει αμφιβολίες για το ποιός θα ήταν ο σύμμαχος, η ακόμα και ο σοφός σύμβουλος των Γάλλων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζονταν ακόμα σταθερά στον χρυσό κανόνα, είχαν άφθονα αποθέματα χρυσού, και τις διοικούσαν άνθρωποι για τους οποίους το χρυσάφι ήταν θρησκεία. Όταν πια οι αντιπρόσωποι συγκεντρώθηκαν στο Γεωλογικό Μουσειο του Κένσιγκτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εγκαταλείψει τον χρυσό κανόνα. Η θέση τους συνεπώς ήταν ακαθόριστη. Θα ακολουθούσαν την πρόσφατη πίστη τους; Ή μήπως δεν θα ήθελαν τώρα να πέσει το δολλάριο, με επακόλουθο πλεονέκτημα στην πώληση των αμερικανικών προϊόντων, κυρίως των αγροτικών, στις υπερατλαντικές αγορές, και με πρόσθετο αποτέλεσμα την βελτίωση των αμερικανικών τιμών; Στις βδομάδες πριν από την συνδιάσκεψη, ο Ρούζβελτ, ακολουθώντας την αρχική του ορθοδοξία, είχε δώσει την εντύπωση σε πολυάριθμους πολιτικούς που τον επισκέφτηκαν πως ήταν υπέρ της σταθεροποίησης του δολλαρίου - πως θα άφηνε ελεύθερο το χρυσάφι που, έπειτα από ένα ορισμένο σημείο, θα σταματούσε την πτώση του σε σχέση με τα άλλα νομίσματα Η αμερικάνικη όμως αντιπροσωπία ξεκίνησε να περάσει τον Ατλαντικό χωρίς να έχει απαντήσει, τι τουλάχιστον έχει υπολογίσει, σ' αυτό το μάλλον βασικό ερώτημα. Ήταν μια σημαντική αλλά όχι ασυνήθιστη παράβλεψη, χαρακτηριστική για τον τρόπο με τον όποιο χειριζόντουσαν τα πράγματα. Τα μέλη της αντιπροσωπίας - με τον Κόρντελ Χωλ για πρόεδρο και τον Τζαίημς Κόξ, τον αρχηγό του ψηφοδελτίου Κόξ-Ρουζβελτ στις προεδρικές εκλογές το 1920, σαν αντιπρόεδρο, ήταν άνθρωποι που αντιπροσώπευαν και τις δυο απόψεις στο θέμα της σταθεροποίησης, και είχαν σαν αντίβαρο μερικους που δεν υποστήριζαν καμία άποψη. Ένας από τους τελευταίους, ο Ραλφ Μόρισον απ' το Τέξας, περιλήφτηκε στην αντιπροσωπεία την τελευταία στιγμή, σαν αμοιβή για την οικονομική του υποστήριξη στους Δημοκρατικούς. 'Ένας άλλος, ο γερουσιαστής Κέϋ Πίτμαν, ενδιαφέρονταν μονάχα για την χρησιμοποίηση πάλι του ασημιού στην κοπή νομισμάτων και για μια ανάπαυλα από την ανία της ποτοαπαγόρευσης. Κατάπληξε τους συναδέλφους του με την ικανότητά του, ακόμα και όταν ήταν μεθυσμένος, να πετυχαίνει από μεγάλη απόσταση ένα πτυελοδοχείο και να ξεμεθάει ξαφνικά, έστω και για λίγο, κάθε φορα που αναφέρονταν το ασήμι. Στην επίσημη υποδοχή χαιρέτησε τον Γεώργιο τον 5ο και την Βασίλισσα Μαίρη με ιδιαίτερη ανεπισημότητα. ''Βασιλιά, χαίρομαι που σε συναντώ. Και εσένα επίσης, βασίλισσα''. Μια νύχτα στο Κλάριτζ, ένας σερβιτόρος ζήτησε από τον Τζαίημς Γουάρμπεργκ να κατεβεί μαζί του στην τροφαποθήκη. Ο Πίτμαν ολόγυμνος κάθονταν μέσα σε μια τεράστια λεκάνη, έχοντας την εντύπωση πώς είναι άγαλμα σε ένα συντριβάνι. Οι προσπάθειες του σερβιτόρου να τον πείσει για το αντίθετο, πήγαν χαμένες. Από τις πολυάριθμες αντιπροσωπίες, η αμερικάνικη διεκδικούσε, με κάποιο δίκηο, τον τίτλο όχι μόνο της πιο γραφικής, αλλά και της περισσότερο μπερδεμένης, όσο προχωρούσε η Διάσκεψη τα μέλη της ανέπτυξαν και μια ολοκληρωτική και πολύ δικαιολογημένη αντιπάθεια ανάμεσά τους. Η βρετανική, εντούτοις αντιπροσωπία, με πρόεδρο τον Ράμσεϋ Μακ Ντόναλντ, ήταν τέλεια αξεκαθάριστη για το αν υποστήριζε το χρυσάφι, όπως φαινόταν σωστό, Τι μία μη μετατρέψιμη λίρα, σε τιμή ανταλλαγής με τα άλλα νομίσματα που δεν θα έβλαπτε πάλι τις βρετανικές εξαγωγές. Η διαφορά της με την αμερικανική ήταν μόνο στο ότι, μια και την αποτελούσαν Βρετανοί, όπως είπε κάποιος, το μπέρδεμά της ήταν καλύτερα οργανωμένο. Στους μήνες πριν απ' την Διάσκεψη η αμερικάνικη πολιτική γνώμη είχε σταθερά πάρει θέση υπέρ της άποψης να πληρώσουν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι μικρότερες συμμαχικές δυνάμεις τα πολεμικά τους χρέη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι σύμμαχοι, που τώρα δεν είχαν καμιά ελπίδα πως θα εισέπρατταν πρώτα χρήματα απ' τους Γερμανούς, για αποζημιώσεις, αρνήθηκαν το ίδιο σταθερά. Στην περίπτωση που θα αναφέρονταν αυτό το θέμα, όπως φοβόντουσαν, θα απόκλειε τη ζήτηση οποιουδήποτε άλλου προβλήματος στη Διάσκεψη. Συμφώνησαν λοιπόν να μή συζητηθεί αυτό στο Λονδίνο. Ο Ράμσεϋ Μακ Ντόναλντ, όπως περιγράφει με πολλή ευχαρίστηση ο Σλέσινγκερ εγκαινίασε με πολλή ζωντάνια τις εργασίες της Διάσκεψης μ' έναν τόνο κακοπιστίας, ζητώντας στον εναρκτήριο λόγο του την μείωση των πολεμικών χρεών . Οι συνεργάτες του εξήγησαν αργότερα, πως αυτή του η εκτροπή οφείλονταν στην προχωρημένη πνευματική και φυσική του κατάπτωση. Οι Γάλλοι, μόλις έγινε η συγκέντρωση, άρχισαν αμέσως να πιέζουν για μια προκαταρκτική συμφωνία για τη σταθεροποίηση της αξίας των νομισμάτων- μια προσωρινή πράξη που είχαν την ελπίδα πως θα άνοιγε το δρόμο για μια πιο μόνιμη συμφωνία. Αυτό, έκανε τη σταθεροποίηση με βάση το χρυσάφι το πρώτο θέμα των εργασιών. Δεν θα μπορούσαν να γίνουν πολλά άλλα πράγματα ώσπου να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν αποφασιστική. Πίσω στην Ουάσιγκτων, οι προεδρικοί· υποστηρικτές του υγιούς χρήματος – ο Άτσεσον, ο Λιούϊς Ντάγκλας, ο Μπάρουχ, και ο υπουργός Οικονομικών Γούντιν - ευνοούσαν όλοι τους τη σταθεροποίηση όπως και ο Τζαίημς Γουάρμπεργκ που ήταν μαζί με την αντιπροσωπία. Ήδη πίστευαν, πως ο Ρούζβελτ είχε αμφιβολίες για τη σταθεροποίηση, αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος, γιατί είχε φύγει απ' την Ουάσιγκτον κι' έκανε ιστιοπλοΐα έξω από τις ακτές της Νέας Αγγλίας. Για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, και ακόμα απ' ότι λένε, επειδή ήθελε να κάνει το ταξίδι και συνδύαζε τη συνάντηση αυτή με το πεπρωμένο, ο Ραίυμοντ Μόλυ, το παλιότερο μέλος των τραστ των Εγκεφάλων του Ρούζβελτ, και τώρα υφυπουργός εξωτερικών, επισκέφτηκε τον Ρούζβελτ στο κότερό του. Ο Μόλυ, απ' ότι φαίνεται, πέτυχε να μη μάθει τις απόψεις του Ρούζβελτ, κι' έπειτα έφυγε για το Λονδίνο για να μεταφέρει κι' αυτή την πρόσθετη αβεβαιότητα στην αντιπροσωπία, ώστε να καθοδηγηθεί. Η άφιξη του Μόλυ αναμένονταν με μια πολυδιαφημισμένη αγωνία και με κάτι λιγότερο από ευχαρίστηση απ' τον Κόρντελ Χωλ, που δεν ανταποκρίνονταν με ικανοποίηση στην εντύπωση πως πρόκειται να τον αντικαταστήσουν, εντύπωση που κυκλοφορούσε πολύ πλατειά. Μετά την άφιξή του, και έπειτα από μια βιαστική σειρά συνεδριάσεων, ο Μόλυ έφτασε στο συμπέρασμα πως οι Γάλλοι είχαν δίκιο, και ότι μια προσωρινή σταθεροποίηση ήταν κάτι που μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί. Η λίρα βρισκόταν τότε γύρω στα 4,40 δολλάρια, καθώς είχε πρόσφατα λίγο αυξηθεί. Ο Μόλυ πίστευε πως ήταν κάτι που θα το δέχονταν ο πρόεδρος. Τους πίεσε να προχωρήσουν στη σταθεροποίηση του δολλαρίου μ' αυτήν την αναλογία σε σχέση με την λίρα. Το λάθος των υγειο-χρηματικών συμβούλων του προέδρου θα μπορούσε να ήταν το ότι τον άφησαν να φύγει μόνος του και να σκεφτεί - και, όπως έχουν πει, να διαβάσει ένα βιβλίο για την Ιδέα της νεοσταθεροποίησης του δολλαρίου–εξυπηρέτηση. Όπως και νάχει το πράγμα, την 1η Ιουλίου, τη στιγμή που οι αντιπρόσωποι γίνονταν δεκτοί στο Κλίβεντεν το σπίτι του υποκόμη του Άστορ, στην κοιλάδα του Τάμεση, όπου ολόκληρο το διάστημα της δεκαετίας -1930 υπήρξε ο τόπος όπου ξεκουράζονταν τα μέλη εκείνου που ακριβώς εκεί, για πρώτη φορά, ονομάστηκε Κατεστημένο, μαθεύτηκε πως ο Ρούζβελτ ήταν εναντίον της σταθεροποίησης. Μ' άλλα λόγια, δεν θα άφηνε ελεύθερο το χρυσάφι, κάθε φορά που το δολλάριο θα έπεφτε αρκετά κάτω από την τρέχουσα τιμή ανταλλαγής, με τη στερλίνα και το φράγκο, ώστε να παρέχει μια ασφάλεια, ενάντια στην πρόσθετη πτώση. Και μία περίπου μέρα αργότερα, σε ένα μήνυμά του προς τη Διάσκεψη έκανε τη θέση του εντελώς, και, όπως πολλοί σκέφτηκαν, φρικτά καθαρή: ''Θα θεωρούσα μια καταστροφή που θα ήταν ίση με παγκόσμια τραγωδία, αν, η μεγαλύτερη διάσκεψη των χωρών που συγκεντρώθηκε για να φέρει μια πιο αληθινή και διαρκή οικονομική σταθερότητα και μια, μεγαλύτερη ευημερία για τις μάζες όλων των χωρών, πριν κάνει καμιά σοβαρή προσπάθεια, ξεχάσει τα γενικώτερα αυτά προβλήματα και επιτρέψει στον εαυτό της να ξεφύγει απ' τον σωστό δρόμο εξαιτίας μιας πρότασης για ένα καθαρά τεχνητό και πρόσκαιρο πείραμα που θα είχε αποτέλεσμα στις νομισματικές συναλλαγές μερικών μόνο χωρών ... . . . οι παλιές δεισιδαιμονίες των αποκαλούμενων διεθνών τραπεζιτών παραχώρησαν τη θέση τους στις προσπάθειες να σχεδιαστούν εθνικά νομίσματα, με το σκοπό να προσφερθεί σ’ αυτά μία μόνιμη αγοραστική δύναμη που δεν θα διαφέρει πολύ σε σχέση με τα καταναλωτικά προϊόντα και τις ανάγκες του σύγχρονου πολιτισμού. Επιτρέψτε μου να είμαι ειλικρινής, όταν λέω πως οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούν το είδος του δολλαρίου που έπειτα από μια γενιά θα έχει την ίδια αγοραστική και την ίδια εξοφλητική δύναμη με την αξία του δολλαρίου που ελπίζουμε να κατορθώσουμε να φτάσουμε στο κοντινό μέλλον. Ο αντικειμενικός αυτός σκοπός έχει περισσότερη σημασία για το καλό των άλλων χωρών απ' ότι μια καθορισμένη αναλογία, για έναν, ή δύο μήνες, σε σχέση με την λίρα, ή το φράγκο''. Έτσι άλλαξε η θέση του Ρούζβελτ κι έτσι την ανακοίνωσαν επίσημα.''
Έτσι, απλά μεταστράφηκε ο πρόεδρος Ρούζβελτ στις κεϋνσιανές θέσεις, γύρω από τα θέματα των χειρισμών της νομισματικής κυκλοφορίας και της λειτουργίας του χρήματος, ως συναλλακτικού μέσου, με συγκεκριμένη, αλλά και διαρκώς μεταβαλλόμενη αγοραστική δύναμη, πάντα σε συνάρτηση, με την συνολική κατάσταση της οικονομίας της χώρας.
Αυτή η μεταστροφή του Ρούζβελτ υπήρξε μόλις η αρχή για την λύση και για την δημιουργία της οικονομοτεχνικής τεχνογνωσίας για την επίλυση των προβλημάτων, που βασάνιζαν τον νεότευκτο γραφειοκρατικό καπιταλισμό της εποχής του, μια αρχή, που ακολουθήθηκε από αργές, δύσκολες, βασανιστικές και με παλινωδίες συμπληρωματικές κινήσεις, που ολοκληρώθηκαν, μόνον μέσα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι επειδή, μόνον στον πόλεμο μπορούσαν να γίνουν, αλλά επειδή ο πόλεμος και οι ανάγκες του, έβαλαν στην άκρη όλες τις αντιδράσεις και τις διαφωνίες, γύρω από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Διαφωνίες και αντιδράσεις, που ήλθαν, πάντοτε, από τα μέλη της φιλελεύθερης και κοινωνικά αντιδραστικής ελίτ, η οποία στον νου της είχε, σταθερά, την, με όποιο κοινωνικό κόστος, ολοένα και ''μεγαλύτερη κερδοφορία του κεφαλαίου'', σε συνθήκες, όμως, οριακής χρησιμότητάς του, δηλαδή σε συνθήκες, που αυτή η μεγαλύτερη κερδοφορίας δεν μπορεί να υπάρξει.
Ας δούμε τις αντιδράσεις στην εγκατάλειψη από τον Ρούζβελτ του ''χρυσού κανόνα'' και την υιοθέτηση του νεοσταθεροποιητικού νομίσματος - αγοραστική δύναμη (που παρέμενε, βέβαια, το δολλάριο), τις αποδοκιμασίες που αντιμετώπισε, την πλήρη επιδοκιμασία των Κέϋνς και Φίσερ, καθώς και τις ειδικότερες λειτουργίες του νέου δολλάριου. Κατά τα άλλα, τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και οι μαρξιστικές νεοϊερεμιάδες της καταστροφής του σύγχρονου καπιταλισμού, που ταυτίζουν τις χρηματιστηριακές αναστατώσεις και την ύφεση, που τις ακολούθησε, με μια ανύπαρκτη δομική κρίση του συστήματος, συνεχίζονται και προξενούν γέλωτα, αφού, όσα συμβαίνουν σήμερα, συγκρινόμενα με αυτά τα γεγονότα, που εδώ περιγράφονται και αφορούν την τελευταία μεγάλη δομική κρίση του καπιταλισμού την περίοδο 1929 - 1941, αποτελούν παρονυχίδες και κυριολεκτικά αστεία πράγματα, με οποινδήποτε τρόπο και αν αντιπαραβάλλουμε τα αντίστοιχα στοιχεία της αμερικανικής και της παγκόσμιας οικονομίας τότε και τώρα.
Αυτός είναι και ο σκοπός του αναγνώσματος, γύρω από την ιστορία της εποχής της τελευταίας μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού και τις καταστροφικές επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία των Η.Π.Α. Να μπορούν, δηλαδή, οι ψύχραιμοι αναγνώστες να συγκρίνουν τα μεγέθη και τις επιπτώσεις των δύο αυτών χρονικών περιόδων (τότε και σήμερα) και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, για το ποιά από αυτές έχει να κάνει με μία κατάσταση, που αποτελεί ''δομική κρίση'' του καπιταλισμού και ποιά από αυτές όχι.
Η όλη κατάσταση, μου θυμίζει μια παλιά διαπίστωση του Καρλ Μαρξ, που έχει να κάνει με τις ιστορικές επαναλήψεις και λέει ότι πολλές φορές η Ιστορία δημιουργείται, ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως φάρσα.
Αυτήν την φάρσα ζούμε σήμερα, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ''κρίση'', περιγράφοντας μια κατάσταση, η οποία, μόλις έχει περάσει στο στάδιο της ύφεσης, επηρεάζοντας και τους δείκτες της πραγματικής οικονομίας (ΑΕΠ, βιομηχανική παραγωγή, επενδύσεις, ανεργία, ρυθμούς ανάπτυξης κλπ). Προφανώς, πρόκειται για μια ύφεση στην παγκόσμια οικονομία, της οποίας η έκταση και η ένταση είναι κάτι που θα φανεί.
Αλλά, όπως προκύπτει από όσα, έως τώρα, αναφέρθηκαν, η περιγραφή της κρίσης του 1929, που είναι το μοντέλο της πραγματικής κρίσης, όπως το φαντάστηκαν όλοι οι μαρξιστές, αποδεικνύει, πλήρως την αβασιμότητα και το αστείο περιεχόμενο αυτού του ισχυρισμού, που θέλει να περιγράψει, ως κρίση, αυτό συμβαίνει σήμερα, όπως, επίσης, δείχνει τις προϋποθέσεις και τους όρους προσδιορισμού μιας κατάστασης, ως κρίσης, στην σύγχρονη εποχή.
Όροι και προϋποθέσεις, που (ούτε κατά διάνοια, ούτε και στην πιο μεγάλη παραμυθοειδή περιγραφή) δεν υπάρχουν σήμερα.
Προχωρώντας την αφήγηση για τις εξελίξεις της τελευταίας δομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, την περίοδο 1929 – 1932, η οποία δομική κρίση κόντεψε να το γκρεμίσει και η οποία έθαψε τον κλασσικό φιλελεύθερο καπιταλισμό, στην βάρβαρη ολιγοπωλιακή εκδοχή του, για να τον μετατρέψει στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, είδαμε την απίστευτα καταπελτική ορμή της κρίσης που ξέσπασε τον Οκτώβρη του 1929, με αρχή το γκρεμοτσάκισμα της Wall Street και τις καταστροφικές επιπτώσεις της εν λόγω κρίσης σε όλα ανεξαιρέτως τα μεγέθη της αμερικανικής οικονομίας, μια κρίση η οποία έλαβε έναν δομικό και χρόνιο και διεθνή χαρακτήρα (με σαρωτικές επιπτώσεις και στην ευρωπαϊκή οικονομία, που υπήρξαν έτι περαιτέρω σαρωτικές για την Γερμανία, η οποία δεν απέφυγε την επικράτηση του ναζιστικού ολοκληρωτισμού), επειδή το FED άφησε την φούσκα να ξεσπάσει, χωρίς να πάρει οποιαδήποτε παρεμβατικά μέτρα, τα οποία, άλλωστε, δεν υπήρχαν στην φαρέτρα των όπλων άμυνας του συστήματος, αφού οι ιδέες του Κέϋνς ήσαν και μειοψηφικές, αλλά και υπό διαμόρφωση.
Οι ιδέες αυτές, που τελικά υιοθετήθηκαν από τον πρόεδρο Ρούζβελτ, εξ ανάγκης, λόγω των συντριπτικών κτυπημάτων, που είχε δεχθεί η αμερικανική οικονομία, πρέπει να ειπωθεί ότι αν και υπήρχαν και είχαν σχηματοποιηθεί, ως θεωρία, μέσα στο μυαλό του Κέϋνς, στην πραγματικότητα ολοκληρώθηκαν ως έτοιμες λύσεις και ως ένα σύστημα αμυντικών και προληπτικών οικονομοτεχνικών και κοινωνικών μηχανισμών του συστήματος, απέναντι στις περιοδικές δομικές κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, οι οποίες δομικές κρίσεις μεγάλωναν και οξύνονταν στο μέγεθος, στην έκταση και την ένταση, όσο το καπιταλιστικό σύστημα επεκτεινόταν και ωρίμαζε, μεταβαίνοντας σε ολοένα και υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης., αποδεικνύοντας ότι ο μετασχηματισμός του κλασσικού φιλελεύθερου καπιταλισμού στην μονοπωλιακή (για την ακρίβεια ολιγοπωλιακή) εκδοχή του τον καθιστούσε ολοένα και περισσότερο ευάλωτο στις δομικού χαρακτήρα κρίσεις και ότι τα κλασσικά μέτρα της νομισματικής πολιτικής, μαζύ με την αύξηση του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, δηλαδή των στρατιών των ανέργων, για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση των κρίσεων αυτών, δημιουργούσαν συνθήκες ασφυκτικής αποχρηματοποίησης της οικονομίας, μέσα από την τεράστια έλλειψη χρηματικής ρευστότητας, η οποία επιδεινώνετο από το σαρωτικό κύμα πτωχεύσεων των τραπεζών, την συνακόλουθη απώλεια των αποταμιεύσεων, οι οποίες δεν μπορούσαν έτσι να γίνουν επενδύσεις, τα υψηλά επιτόκια και την δραματική συρρίκνωση της κατανάλωσης, η οποία επιδεινώνετο και αυτή από την έλλειψη χρηματικής ρευστότητας, επειδή οι οικονομικοί φορείς (άτομα και οικονομικές κοινωνικές ομάδες) κρατούσαν το χρήμα σε ακινησία, λόγω του φόβου, για τον ερχομό χειρότερων ημερών. Σε αυτήν την δραματική κατάσταση της οικονομίας, η δραματική πτώση της κατανάλωσης επιδεινώνετο και από τις μειώσεις μισθών και από την σαρωτική αύξηση της ανεργίας. Και όλες αυτές οι εξελίξεις στους τομείς της καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας ελάμβαναν τον χαρακτήρα μιας ακάθεκτης σπειροειδούς καθοδικής κίνησης, η οποία φαινόταν να μην έχει πάτο και ορατό τέρμα.
Σε αυτή την καθοδική σπειροειδή κίνηση έβαλε ένα ουσιώδες τέλος ο FDIC, ο οργανισμός που δημιούργησε το κεϋνσιανό επιτελείο του Ρούζβελτ, ως μηχανισμό που είχε την λειτουργία και τις αρμοδιότητες του δανειστή της τελευταίας καταφυγής για τις εμπορικές τράπεζες. Πράγματι, ο FDIC συγκράτησε την ιλιγγιώδη καταβαράθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος των Η.Π.Α., αποκαθιστώντας την λειτουργία και την εμπιστοσύνη για την ασφάλεια των καταθέσεων, αλλά δεν μπόρεσε να απογειώσει την αμερικανική οικονομία, η οποία περιέπεσε σε μια τελματώδη κατάσταση. Κάτι καλύτερο, δηλαδή, από την προηγούμενη, αλλά όχι επιθυμητό, αφού η οικονομία εκινείτο σε χαμηλά παραγωγικά επίπεδα και με τις ελάχιστες δυνατότητές της, διατηρώντας απίστευτα επίπεδα φτώχειας, ανεργίας και μαρασμού.
Μαζύ με την θέσπιση του FDIC, ο Ρούζβελτ άλλαξε και την νομισματική πολιτική, πετώντας στα σκουπίδια και τον πανάρχαιο ‘‘χρυσό κανόνα’’, που είχε να κάνει με την εξάρτηση της αξίας του χρήματος (δολλαρίου) από τα αποθέματα του χρυσού, καταφεύγοντας από το δολλάριο του ‘‘χρυσού’’ στο δολλάριο της αγοραστικής δύναμης, δηλαδή το δολλάριο που εξαρτιόταν από την γενική κατάσταση της οικονομίας και των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, βασισμένος στην περίφημη ‘‘εξίσωση του Ίρβινγκ Φίσερ’’.
''Η εξίσωση του Φίσερ'' έχει ως εξής : P = (M1 . V1) + (M2 . V2) / T , όπου P = η αξία του χρήματος, M1 = το κυκλοφορούν στην αγορά χρήμα, V1 = η ταχύτητα κυκλοφορίας αυτού του χρήματος, M2 = οι πάσης φύσεως τραπεζικές καταθέσεις, V2 = η ταχύτητα κυκλοφορίας των τραπεζικών καταθέσεων και T = ο συνολικός όγκος του εμπορίου.
Αυτή είναι η απλουστευμένη μορφή της περίφημης εξίσωσης του Φίσερ και θα μείνουμε σε αυτήν, για να μείνουν κατανοητά όσα αυτή περιγράφει, διότι η περισσότερο σύνθετη μορφή της που συμπεριλαμβάνει και τις άλλες μορφές χρήματος, ή αναλύει περισσότερο το απταμιευμένο χρήμα, καθιστά περίπλοκα και δυσνόητα τα πράγματα, όσον αφορά τους μη οικονομολόγους. Ο Ίρβινγκ Φίσερ, με την εξίσωση αυτή, εντελώς ωμά, αλλά και εντελώς ρεαλιστικά, τραβώντας στις έσχατες συνέπειές τους τις θεωρίες του Τζων Στιούαρτ Μιλλ για τις τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών – εξαρτούσε την αξία του χρήματος από τον όγκο του εμπορίου, σε συνδυασμό με την νομισματική κυκλοφορία (ως όγκο ρευστού, ή ρευστοποιημένου, χρήματος και ως ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος αυτού).
Όμως, παρά την ριζοσπαστικότητα των νομισματικών αποφάσεων του κεϋνσιανού επιτελείου του Ρούζβελτ, τα μέτρα δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα (την προσμονή, δηλαδή ότι η αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας θα τόνωνε τις τιμές και μέσω αυτών τον όγκο του εμπορίου και έτσι την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας, βγάζοντας από το τέλμα το σύνολο της αμερικανικής οικονομίας).
Οι αιτίες αυτής της αναποτελεσματικότητας ευρίσκοντο στην ίδια την φύση της νομισματικής πολιτικής, η οποία στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, όπως και στην πρώϊμη εκδοχή του, ήτοι τον αμερικανικό καπιταλισμό της δεκαετίας του ’30, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια δομική κρίση (ή και αν το κάνει θα το κάνει πολύ αργά και ποτέ μόνη της), σαν αυτήν εκείνης της εποχής. Η κρίση, εκείνη την εποχή είχε να κάνει με την ανυπαρξία εμπιστοσύνης στις αγορές, όχι μόνον του χρήματος, αλλά και σε εκείνες, που είχαν να κάνουν με την πραγματική οικονομία, στην ανάκαμψη της οποίας ουδείς πίστευε και έτσι ουδείς επένδυε.
Αποτέλεσμα : Οι τράπεζες, αφού ξεπέρασαν την ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας, χάρη στον FDIC και στις πολιτικές του απελευθερωμένου από την εξάρτησή του από τον ‘‘χρυσό κανόνα’’ δολλαρίου, δηλαδή του στηριγμένου στην αγοραστική δύναμη δολλαρίου, βάσει της ‘‘εξίσωσης του Φίσερ’’, βρέθηκαν να κολυμπούν στο χρήμα, το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, στηριγμένες στην προγενέστερη εμπειρία τους, το κρατούσαν, ως απόθεμα ασφαλείας, ή το δάνειζαν με τσιγγούνικους όρους και επιτόκια. Από την άλλη πλευρά, αυτήν των επενδυτών, όμως, ουδείς έπαιρνε την απόφαση να δανειστεί και να επενδύσει (δηλαδή, ουσιαστικά να δημιουργήσει νέο χρήμα και μέσα από τις λειτουργίες του πολλαπλασιαστή και έτσι να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, το εμπόριο και κατ’ επέκταση την συνολική παραγωγή της οικονομίας, ακριβώς επειδή ουδείς είχε εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της οικονομίας να αναπτυχθεί ακριβώς επειδή όλοι λειτουργούσαν με βάση την πρόσφατη δραματική εμπειρία τους της ιλιγγιώδους κατακρήμνισης της οικονομίας των Η.Π.Α. Αυτή η συμπεριφορά των επενδυτών (και των καταναλωτών, που και αυτοί περιέστελαν τα έξοδά τους, λόγω του επικρατούντος φόβου για τις εξελίξεις του μέλλοντος, αλλά και επειδή οι μισθοί μειώνονταν και η ανεργία μεγάλωνε, ή παρέμενε σε δυσθεώρητα επίπεδα) συνεχίστηκε ακόμα και όταν οι τράπεζες άρχισαν να χορηγούν αφειδώς δάνεια, με ευνοϊκούς όρους και χαμηλά επιτόκια, ακριβώς επειδή έλειπε η πίστη στις δυνατότητες για ξεπέρασμα της κρίσης και νέα οικονομική ανάπτυξη, η οποία εξαρτιόταν από την ανάληψη πρωτοβουλιών για επενδύσεις, που θα τόνωναν τις τιμές, το εμπόριο και την οικονομία, μειώνοντας την ανεργία. Αυτή ήταν πάντοτε και η αχίλλειος πτέρνα της νομισματικής και της πιστωτικής πολιτικής. Ήταν και είναι επιτρεπτική και όχι υποχρεωτική [και αυτό είναι επίκαιρο, καθώς το ζούμε και στην σημερινή χρηματιστηριακή αναστάτωση, κατά την οποία η στήριξη των αγορών, με τεράστιες ενέσεις χρήματος από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να επαναφέρουν ένα κλίμα σταθερότητας, γεγονός που έχει να κάνει με την έλλειψη εμπιστοσύνης των επενδυτών – αλλά και με την γνώση, ή την υποψία, ότι το μέγεθος της φούσκας είναι πολύ μεγάλο και το σχέδιο Πώλσον είναι ανεπαρκές να καλύψει τις ζημιές -, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε και την σπέκουλα, η οποία έχει να κάνει με το ρίξιμο των μετοχών στο κατώτερο σημείο προκειμένου να αγοραστούν τώρα φθηνά, για να πωληθούν, αργότερα ακριβότερα. Πάντοτε τα είχαν αυτά οι χρηματαγορές και το ζήσαμε και εδώ το 2000, με τις απίθανες διακυμάνσεις της Σοφοκλέους, διότι οι χρηματαγορές έχουν μια – σημαντική προσθέτω εγώ – αυτονομία από την παραγωγική βάση της οικονομίας] και εξ αιτίας αυτού του λόγου ανεπαρκής, έως ανίκανη να αντιμετωπίσει (μόνη της) τέτοιες καταστάσεις.
Αλλά, ας αφήσουμε την αφήγηση του Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ να μας περιγράψει τα συγκεκριμένα νομισματικά μέτρα του Ρούζβελτ και του επιτελείου του, μαζύ με την παταγώδη αποτυχία τους : ‘
‘Στην πραγματικότητα, δεν ακολουθήθηκε η μέθοδος του Φίσερ, αλλά, μία μικρή παραλλαγή της. Αντί να δοθεί διαταγή για τη μείωση της περιεκτικότητας του δολλαρίου σε χρυσάφι, το τέχνασμα που χρησιμοποίησαν ήταν να αυξήσουν την τιμή με την οποία αγοράζονταν το χρυσάφι από το νομισματοκοπείο. Αφού μία μεγαλύτερη τιμή του χρυσαφιού σήμαινε πως το δολλάριο περιείχε λιγότερο από αυτό το μέταλλο, το αποτέλεσμα ήταν δυσδιάκριτα. Η άμεση πηγή αυτής της παραλλαγής ήταν ο καθηγητής Τζωρτζ Γουώρεν του Αγροτικού Κολλεγίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Συνεργαζόμενος με τον από πολύν καιρό συνάδελφό του Φρανκ Πήρσον, ο καθηγητής Γουώρεν είχε αποδείξει με μεγάλη στατιστική δεξιοτεχνία πως εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια, υπήρχε μία στενή σχέση ανάμεσα στις τιμες της παραγωγής, και τις αυξήσεις των παγκοσμίων αποθεμάτων χρυσού. Αν η παραγωγή επεκτείνονταν γρηγορότερα από τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού, τότε οι τιμές έπεφταν. Αν τα αποθέματα χρυσού αυξάνονταν γρηγορώτερα από την παραγωγή, οι τιμές ανέβαιναν. Από αυτό, ο Γουώρεν και ο Πήρσον είχαν καταλήξει στο φανερό συμπέρασμα. Όταν θέλεις να ανεβάσεις τις τιμές και να επεκτείνεις την παραγωγή, δημιούργησε μια αποτελεσματική αύξηση στην προσφορά χρυσού, μειώνοντας την ποσότητα του χρυσού στο δολλάριο. Αυτό μπορεί να το κάνεις αυξάνοντας την τιμή του χρυσού σε δολλάρια: Ο Γουώρεν όπως και ο Φίσερ, θα ήθελε να δει αυτήν την διευθέτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με κάποια συνεχή μέθοδο. «.... Το να βρούμε κάποια μέθοδο που θα πραγματοποιεί τις μελλοντικά απαραίτητες αλλαγές στην τιμή του χρυσού, χωρίς την ανάγκη πολύχρονων οικονομικών δυσχερειών και πολιτικής αναταραχής, μου φαίνεται συντηρητική πρόταση». Αλλά ήταν πρόθυμος να δεχτεί, όπως και ο Φίσερ, μία απόφαση ad hoc, να αυξηθεί η τιμή του χρυσού. Δεν είχε σημασία τίποτα άλλο, φτάνει να γινόταν η αύξηση. Το ότι ο Γουώρεν αναφέρει στην παραπάνω φράση του, την συντηρητικότητα, δεν ήταν τυχαίο. Με το να μεταλλάζεται η τιμή του χρυσού πίστευε πως θα μπορούσε ν' αποφύγει κανείς πολλές από τις άλλες δημόσιες και μεταρρυθμιστικές ενέργειες, μαζί και το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού προγράμματος της Νέας Οικονομικής Πολιτικής ( New Deal). Πίστευε πως αυτό ήταν πoλύ επιθυμητό. Ήταν ένας από τους πρώτους σ' ένα μακρύ κατάλογο νομισματικών μεταρρυθμίσεων, που φτάνει μέχρι τον καθηγητή Μίλτον Φρίντμαν στις μέρες μας, οι οποίοι είχαν ελπίσει πως οι αλλαγές τους θα καθιστούσαν άλλες, ευρύτερες κρατικές ενέργειες, όχι απαραίτητες. Είναι νομισματικοί ριζοσπάστες επειδή είναι συντηρητικοί πολιτικοί. Η στροφή του Ρούζβελτ προς τον Γουώρεν δεν θα μπορoύσε να ήταν, από την άποψη των οικονομολόγων, πιο αταίριαστη: Στο επάγγελμα των οικονομολόγων υπάρχει μια σαφώς καθορισμένη σειρά προτεραιότητας. Στην κορυφή βρίσκονται οι θεωρητικοί οικονομολόγοι, και η επαγγελματική τους υπεροχή στο βαθμό επιθετικότητας μοιράζεται μ' αυτούς που διδάσκουν και κάνουν έρευνες πάνω στην τραπεζική και το χρήμα. Στο ταπεινότερο τμήμα της ιεραρχίας αυτής βρίσκονται οι αγροτικοί και οι οικιακοί οικονομολόγοι, και ανάμεσα στους αγροτικούς μια ιδιαίτερα χαμηλή θέση είναι φυλαγμένη για τους καθηγητές της γεωργικής διαχείρισης. Ο Γουώρεν ήταν καθηγητής γεωργικής διαχείρισης. Όσο λαμπρή και αν ήταν η επιτυχία του σχεδίου του, για την αγορά χρυσού, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, που διέθέταν τη μεγαλύτερη εκτίμηση, θα είχαν εξακολουθήσει να το υποτιμούν. Απ' το φθινόπωρο του 1933 το κράτος άρχισε να αγοράζει χρυσάφι με σταθερά ανοδικές τιμές. Όπως το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν πολύ ψηλομύτικο, ώστε να εγγυηθεί για τράπεζες που βρίσκονταν σε άσχημη θέση, έτσι ήταν και πoλύ διάσημο, για να εφαρμόσει κάτι τόσο σκοτεινό όσο τα νομισματικά οράματα του Τζωρτζ Γουώρεν. Σαν δανειστής λοιπόν της τελευταίας καταφυγής για τις τράπεζες που είχαν προβλήματα, χρησιμοποιήθηκε η RFC. Ό ίδιος ο Ρούζβελτ καθόριζε τις τιμές με τις όποιες θα αγοράζονταν το χρυσάφι. Αργότερα τον κατάκριναν για την ανευθυνότητα με την οποία, κουβεντιάζοντας ανεπίσημα στη διάρκεια του πρωϊνού του με τον υπουργό Οικονομικών Μόργκενταου και τον διοικητή RFC Τζέσε Τζόουνς, αποφάσιζε για την τιμή της επόμενης μέρας. Μια φορά η αύξηση ήταν 21 σεντς, επειδή τρεις φορές το εφτά, φαινόταν για τυχερός αριθμός. Κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν θα μπορούσε να πει ποια ήταν η διαφορά ανάμεσα σε μια υπολογισμένη, ή μια όχι υπολογισμένη απόφαση -.Ή, αν η μία ήταν καλύτερη από την άλλη. Αλλά σχετικά με το χρήμα, απαιτείται σοβαρή σκέψη, ακόμα κι' αν οι λόγοι για την κάποια εκλογή είναι κουκουλωμένοι μέσα σε άγνοια. Η τιμή του χρυσού, μ' αυτή την διαδικασία, ανέβηκε σταδιακά από το προηγούμενο επίπεδο, τα 20,67 δολλάρια την ουγγιά, ώσπου στην αρχή του 1934, έφτασε περίπου τα 35,00 δολλάρια.. Αρχικά, αγοράζονταν μονάχα το πρόσφατα εξορυγμένο χρυσάφι, ύστερα όμως οποιοδήποτε. Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά, και κυρίως εξ αιτίας μιας άλλης κρατικής ενέργειας του πολυάσχολου εκείνου χρόνου. Αυτή την άνοιξη, όπως θα θυμηθούμε, η κυβέρνηση ζήτησε το χρυσάφι των πολιτών, και αυτό συμπεριλάμβανε το χρυσάφι των τραπεζών. Η υψηλότερη, συνεπώς, τιμή του χρυσού, ή η ελαττωμένη περιεκτικότητα του δολλαρίου σε χρυσάφι, δεν αύξησαν τα αποθέματα μετρητών στις τράπεζες. Η επί πλέον αξία του χρυσού σε δολλάρια συσσωρεύτηκε σαν κέρδος στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Οι τράπεζες, καθώς δεν είχαν περισσότερα δολλάρια από πριν, δεν είχαν και παραπάνω αποθεματικά όπου να στηρίξουν το δανεισμό τους, και επομένως δεν είχαν μεγαλύτερα κίνητρα από πριν για να κάνουν δάνεια, να αυξήσουν τις καταθέσεις, και συνεπώς την προσφορά χρήματος. Δεν υπήρχε έτσι κανένας ξεκάθαρος τρόπος με τον οποίο η πολιτική της αγοράς του χρυσού θα μπορούσε να επηρεάσει τις εσωτερικές τιμές. Όπως και δεν έγινε κάτι τέτοιο σε όλη την περίοδο που ακολούθησαν αυτήν την πολιτική. Προς το τέλος του 1933 , οι χονδρικές τιμές έπεσαν. Η περίπτωση των τιμών εξαγωγής μπορεί να ήταν μια εξαίρεση. Γιατί τα φτηνότερα δολλάρια καθιστούσαν τα αμερικανικά προϊόντα φτηνότερα στο εξωτερικό. Είναι πιθανόν λοιπόν η πολιτική αυτή να βοήθησε στ' αλήθεια στην υποστήριξη των εξαγωγών και της τιμής τους σε δολλάρια. Στο μεταξύ, παρατηρήθηκε μεγάλη ορθόδοξη κριτική του πειράματος της αγοράς χρυσού. Είναι άλλο πράγμα να σε κατακρίνουν για μια πολιτική που από ότι φαίνονταν δεν κατόρθωνε τίποτα. Ο Ρούζβελτ, λοιπόν, εγκατάλειψε τις προσπάθειές του. Η στιγμή της δόξας για τον Τζωρτζ Γουώρεν έφτασε στο τέλος της, κι' αυτό ικανοποίησε φανερά τους συναδέλφους του. Στο κάτω-κάτω της γραφής ήταν μονάχα ένας καθηγητής της γεωργικής διαχείρισης. Τον Γενάρη του 1934 , σύμφωνα με την νομοθεσία, που είχε απαιτήσει ο πρόεδρος, το κράτος πήρε το κέρδος από την υψηλότερη τιμή του χρυσού και έβαλε τα κεφάλαιο που είχε αποκομίσει σε ένα ταμείο για την αγορά και την πώληση ξένων νομισμάτων, σύμφωνα με τις ανάγκες για την σταθεροποίηση των συναλλαγών. Ύστερα, γύρισε στον χρυσό κανόνα. Ακολουθώντας αυτό που έκαναν οι άλλες χώρες, ο κανόνας χρησιμοποιήθηκε μόνο για τις διεθνείς συναλλαγές. Οι Αμερικάνοι δεν μπορούσαν να πάρουν χρυσάφι όταν το ζητούσαν και, σαν πρόσθετο χαρακτηριστικό, εξακολουθούσε ν' απαγορεύεται να έχουν χρυσάφι στην κατοχή τους. Ήδη, όπως σημειώσαμε, οι οπαδοί του υγιούς χρήματος είχαν παραιτηθεί. Δεν ήθελαν να συσχετιστούν με τον πληθωρισμό που θα έφερνε οπωσδήποτε η πολιτική της αγοράς χρυσού. Οι φόβοι τους ήταν ξεκάθαρα λαθεμένοι. Οι τιμές δεν αυξήθηκαν. Αλλά είχαν επίσης νικηθεί και οι ελπίδες του Φίσερ, του Γουώρεν και, σε μικρότερο βαθμό, του Κέϋνς. Το χρήμα είχε ασχοληθεί αμερόληπτα και με αυτούς που φοβόντουσαν τον πληθωρισμό και με αυτούς που ήθελαν κάποιον, λίγο πληθωρισμό - ή, για την ακρίβεια, ήθελαν να αναπληρωθούν οι παλιές μειώσεις των τιμών. Όλα είχαν αποδειχτεί λαθεμένα. Μια χώρα που επιδιώκει τον πληθωρισμό ήταν σαν μια γυναίκα με ξέχωρη αρετή που αποφάσιζε, μετά από πολλές προειδοποιήσεις της συνείδησής της και των φίλων της, να βρει έναν εραστή, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως ο εραστής ήταν απρόθυμος και ανίκανος. Έμενε μια πιο ορθόδοξη πιθανότητα. Όπως σημειώσαμε νωρίτερα, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα από το 1932 είχε καταπιέσει αρκετά τον φόβο του για τον πληθωρισμό, ώστε να μπορεί να μπει στην αγορά και να αγοράζει κρατικές ομολογίες και έτσι να αντικαταστήσει τα χρεώγραφα με μετρητά στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών. Αυτή την πολιτική τη συνέχισε και στα επόμενα χρόνια. τα αποτελέσματα και αυτής της ενέργειας ήταν ιδιαίτερα απογοητευτικά. Πριν, πίστευαν και δίδασκαν πως όταν οι τράπεζες είχαν περισσότερα αποθεματικά απ’ ότι ήταν απαραίτητο, θα επέκτειναν με εξαίρεση μερικές βραχύχρονες περιόδους η παραδείγματα προφύλαξης , τα δάνειά τους και επομένως τις καταθέσεις και την προσφορά του χρήματος. Η ιστορία των μικρών τραπεζών στη μεθόριο δίδασκε πως αυτή η επέκταση θα γινόταν όχι με υπερβολική προσοχή, αλλά με μία αδικαιολόγητη έλλειψη προσοχής. Τώρα οι τράπεζες αναπαυόντουσαν απλώς πάνω στα μετρητά. Είτε από έλλειψη ανθρώπων που ήθελαν δάνεια, είτε από απροθυμία για δανεισμό, είτε από το ότι κυριαρχούσε η επιθυμία για ρευστότητα - αναμφίβολα συνέβαινε λίγο κι' απ' τα τρία - οι τράπεζες συσσώρευσαν περισσότερα αποθεματικά από ό,τι ήταν αναγκαίο. Το 1932 οι τράπεζες - μέλη του Συστήματος είχαν σε μέσο όρο 256 εκατομμύρια δολλάρια περισσότερα αποθεματικά από ότι απαιτούσαν οι καταθέσεις τους. Το 1933 τα πλεονασματικά αποθεματικά ήταν 528 εκατομμύρια. Το 1934 ήταν 1,6 δισεκατομμύρια. Το 1936 ήταν ένα δισεκατομμύριο περισσότερα. Το 1940 αυξημένα από τις μεγάλες αποστολές χρυσού, που έφταναν για φύλαξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα πλεονασματικά αποθεματικά έφτασαν σε μέσο όρο τα 6,3 δισεκατομμύρια δολλάρια. Μέσα σε διάστημα πέντε περίπου χρόνων, ο κύκλος της αποτυχίας στα θέματα της νομισματικής πολιτικής είχε ολοκληρωθεί. Το 1928 και το 1929 το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα, ήταν ανίκανο να ελέγξει την αύξηση της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο, γιατί αν έκανε κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα του απέδίδαν την ευθύνη για την καταστροφή που θα ακολουθούσε. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αντισταθμίσει τον μαρασμό, γιατί οι τράπεζες δεν δάνειζαν και οι δανειζόμενοι δεν δανείζονταν. Σύμφωνα με μια παρομοίωση που έγινε της μόδας εκείνη την εποχή, η νομισματική πολιτική ήταν σαν μια κλωστή. Μπορούσες να την τραβήξεις, με απρόβλεπτα, βέβαια, αποτελέσματα. Αλλά δεν μπορούσες να την πιέσεις σε καμιά περίπτωση. Φυσικά, μετά το 1933 η νομισματική πολιτική γενικά, και ιδιαίτερα το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα, βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Αν και διατηρούσε ακόμα μια σημαντική θέση στα. πανεπιστημιακά βιβλία, στην Ουάσινγκτων το Σύστημα λίμναζε. Δύο από τους ηγέτες του, ο Μάρινερ Ήκλς και ο Λώτσλιν Κούρυ έγιναν διάσημοι όχι εξαιτίας της νομισματικής πολιτικής του Συστήματος, αλλά για τη δημοσιονομική πολιτική του Κέϋνς, που την αντικατάστησε. Υπήρξε όμως και μια λαμπρή στιγμή. Καθώς τα πλεονασματικά αποθέματα αυξάνονταν μετά το 1934 μερικοί μόνιμα ανήσυχοι κρατικοί λειτουργοί υπολόγιζαν τον μεγάλο όγκο των δανείων και των καταθέσεων, που θα στήριζαν, αν ποτέ τα χρησιμοποιούσαν. Έτσι, ανανεώθηκε η ανησυχία για τον πληθωρισμό. Το 1936 και το 1937, καθώς η οικονομία ανάρρωνε με αργά, σταδιακά βήματα έγινε επίκληση στη νέα δύναμη για να αυξηθούν οι αποθεματικές απαιτήσεις των τραπεζών-μελών. Αυτός ήταν ένας έμμεσος τρόπος να μειωθεί το φαινομενικά επικίνδυνο πλεόνασμα. Οι τράπεζες μεγάλωσαν, συνεπώς, τα επιτόκιά τους, και περιόρισαν τα εκκρεμή δάνειά τους. Τους ίδιους μήνες, γίνονταν προσπάθειες για να ισοσκελιστεί, πάλι, ο κρατικός προϋπολογισμός, το έλλειμμα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το οικονομικό έτος που τέλειωνε στις 30 Ιουνίου 1937, και στο μισό, πάλι, τον επόμενο χρόνο. Ο συνδυασμός της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, και της περιοριστικής πολιτικής για τον προϋπολογισμό, έφεραν μια καινούργια, έντονη ύφεση μέσα στην αγκαλιά, τρόπος του λέγειν, του μεγαλύτερου μαρασμού. Ήταν ένα ακόμα ενδιαφέρον λάθος. Με το ευνόημα της στερνής γνώσης, είναι τώρα φανερό πως η αύξηση των αποθεματικών απαιτήσεων των τραπεζών -μελών την άνοιξη του 1937 ήταν ένα λάθος. Η ενέργεια αυτή του 1937 ήταν το τελευταίο λάθος του Συστήματος για πολύν καιρό. Αυτό συνέβηκε επειδή ήταν η τελευταία ενέργειά του κάποιας σημασίας, για τα δεκαπέντε επόμενα χρόνια. Το πρόβλημα με την νομισματική πολιτική ήταν τώρα φανερό. Μπορούσε να καταστήσει διαθέσιμα τα αποθεματικά. Δεν μπορούσε όμως να τα εξαναγκάσει να γίνουν αντικείμενα δανεισμού και να δημιουργήσει έτσι καταθέσεις. Σχετικά με το παλιό ερώτημα, ποια κατεύθυνση παίρνει το αιτιατό, ήταν φανερό πως στην περίπτωση τουλάχιστον του μαρασμού, η κατάσταση του εμπορίου κρατούσε τον κυρίαρχο ρόλο. Η προσφορά του χρήματος δεν είχε τόση επίδραση στις τιμές και το εμπόριο, όση είχε η κατάσταση του εμπορίου στην προσφορά του χρήματος και στο επίπεδο των τιμών. Η απάντηση, πολύ φανερή εδώ- αλλά μάλλον λιγότερο φανερή εκείνη την εποχή - ήταν να γίνει η δημιουργία και η χρήση του χρήματος όχι προαιρετική, αλλά υποχρεωτική. Το χρήμα δεν πρέπει να κατασκευάζεται μόνον, αλλά και να ξοδεύεται - να επιδρά άμεσα στην κατάσταση του εμπορίου. Αυτή ήταν η πολιτική που ακολουθούσαν τώρα, αν και με πoλλή προσοχή. Ονομάζονταν δημοσιονομική σε αντιπαραβολή με την νομισματική πολιτική. Η δημοσιονομική πολιτική συνδέεται αμετάκλητα με το όνομα του Κέϋνς.’’
Η ανικανότητα της νομισματικής πολιτικής να αντιμετωπίσει την κρίση, έφερε στην επιφάνεια την κατ’ εξοχήν πολιτική, που συνδέεται με τον Κέϋνς, η οποία και άρχισε να βγάζει, έστω και καθυστερημένα, την αμερικανική οικονομία από την στασιμότητα.
Ήταν η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή η κρατική παρέμβαση, που στηρίζεται στον κρατικό δανεισμό του λιμνάζοντος στις τράπεζες στάσιμου χρήματος, το οποίο, λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στο μέλλον της οικονομικής ανάκαμψης, ουδείς ήθελε να επενδύσει.
Ας συνεχίσουμε, όμως, το οδοιπορικό μας στην δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος την περίοδο 1929 - 1941, μέσα από την πάντοτε παραστατική περιγραφή του Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ, που αφορά την ασύμπτωτη πορεία, ανάμεσα στα δύο βασικά μακροοικονομικά μεγέθη την αποταμίευση και την επένδυση, την οποία η προκεϋνσιανή οικονομική θεωρία, που εκφραζόταν με τον περιβόητο Νόμο του Σαίη, θεωρούσε αδιανόητη, αφού ταύτιζε απολύτως και πλήρως αυτά τα δύο μεγέθη. Μια πίστη, η οποία αποτεκλούσε κλασσικό δείγμα της - πάντοτε εσφαλμένης - ταύτισης των ανθρώπινων επιθυμιών με την πραγματικότητα :
''Το 1935, σε ηλικία πενηνταδύο χρόνων, ό Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, θα μπορούσε ανετα να θεωρηθεί πως βρίσκονταν στην κορυφή μιας αρκετά αξιόλογης σταδιοδρομίας. Οι απόψεις του για την Συνθήκη των Βερσαλλών είχαν δικαιωθεί, αν και ειχαν ενθαρρύνει παράλληλα τους Γερμανούς στο να αρνηθούν να πληρώσουν τις αποζημιώσεις που είχαν βοηθήσει αυτήν τη δικαίωση. Είχε οπωσδήποτε δίκηο για τον Τσώρτσιλ και την επιστροφή στο χρυσάφι. Το 1930 είχε δημοσιεύσει αυτό που σκόπευε να είναι το αριστούργημά του, το δίτομο βιβλίο «Πραγματεία για το Νόμισμα». Ψηλός, με γωνιώδη χαρακτηριστικά, αλαζόνας, έντονα Εγγλέζος, ξεχώριζε πολυ μέσα στους πνευματικούς κύκλους του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος της φήμης του δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα, κάτι που το ήξερε πολυ καλά. Γράφοντας την πρωτοχρονιά του 1935 στον Τζωρτζ Μπέρναρντ Σώ, είπε: «Για να καταλάβεις την πνευματική μου κατάσταση, πρέπει να μάθεις πως πιστεύω ότι γράφω ενα βιβλίο πάνω στην οικονομική θεωρία, που σε μεγάλο βαθμό θα προκαλέσει επανάσταση - δεν νομίζω αμέσως, αλλα στα επόμενα δέκα χρόνια στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος σκέφτεται για τα οικονομικα προβλήματα». Έτσι κι' εγινε. Αυτο που καθιέρωσε το βιβλίο, και την πρόσθετη φήμη του Κέϋνς, ήταν το ενστικτό του πως υπήρχαν δυνάμεις στη σύγχρονη οικονομία που αναιρούσαν την πιο σημαντική υπόθεση, που έκαναν οι άνθρωποι, με την ορθόδοξη σκέψη - την υπόθεση πως αν αφεθεί μόνο του και του δοθεί καιρός, το οικονομικό σύστημα θα βρει την ισορροπία του με όλους, ή σχεδόν όλους, τους πρόθυ,ους εργάτες του απασχολημένους. Αυτό αφορούσε κάτι περισσότερο απο τις ορθόδοξες απόψεις. Αν το ένστικτο του Κέϋνς ήταν σωστό, οι ελπίδες όλων των νομισματικών ριζοσπαστών θα γκρεμίζονταν. Μια αλλαγή στην περιεκτικότητα του δολλαρίου σε χρυσάφι, ή μια αύξηση στα αποθεματικα της τράπεζας, δεν θα σήμαινε περισσότερο δανειζόμενους, περισσότερες καταθέσεις, περισσότερο χρήμα και μια ορμητική τροπή της οικονομίας πίσω στην καθολική απασχόληση. Το επίπεδο της εμπορικής δραστηριότητας θαμπορούσε να μην συσχετίζονταν με την προσφορά του χρήματος. τα δάνεια θα μπορούσαν να μένουν διαθέσιμα στις τράπεζες. τα κέρδη απ' τον δανεισμό, με την φυσική τάση της οικονομίας για χαμηλή αποτελεσματικότητα και για ανεργία, θα μπορούσαν να ήταν τέτοια, που κανείς δεν θα ηθελε να δανειστεί. Το συμπέρασμα ήταν, όπως άρχιζαν να υπονοούν στα μέσα της δεκαετίας 1930-40 οι αποτυχίες της πολιτικής της αγοράς του χρυσού και της πολιτικής της ανοιχτής αγοράς, ότι η νομισματική πολιτική δεν θα είχε αποτέλεσμα. Ήταν βασικά παθητική, ή επιτρεπτική. Αυτό που χρειάζονταν, ήταν μια πολιτική που θα μεγάλωνε την προσφορα του χρήματος το οποίο θα διαθέτονταν για χρήση, και θα εξασφάλιζε ύστερα αυτην τη χρήση. Τότε, η κατάσταση του εμπορίου θα έπρεπε να βελτιωθεί. Στο συμπέρασμα σχετικά, με το ποια ήταν η κατάλληλη πολιτική, ο Κέϋνς έφτασε πoλύ πριν αναπτύξει την θεωρητική της δικαιολόγηση. Προς το τέλος της δεκαετίας 1920-30 βοήθησε στο να πειστεί ο Λόϋντ Τζώρτζ, στην τελευταία προσπάθειά του να ξαναγυρίσει στην παλιά του θέση, να υποστηρίξει ένα μεγάλο πρόγραμμα δανεισμού για δημόσια έργα, που αποσκοπούσε στο να γιατρέψει την ανεργία. Ο δανεισμός δημιούργησε το χρήμα. Η χρησιμοποίησή του σε δημόσια έργα εξασφάλιζε το ότι θα ξοδεύονταν και θα είχε επίδραση στην παραγωγή. Και στο τέλος του 1933, καθώς το αμερικάνικο πρόγραμμα αγοράς χρυσού εξαφάνιζε και τις ελπίδες των υποστηρικτών του και τους φόβους των αντιπάλων του, προσπάθησε να πείσει τον Ρούζβελτ να ακολουθήσει την ίδια γραμμή. «Δίνω κυριαρχική έμφαση στην αύξηση της εθνικής αγοραστικής δύναμης που την προκαλούν οι κρατικές δαπάνες, οι οποίες χρηματοδοτούνται με δάνεια». Οι εμπνευστές της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, δεν πρέπει να αρκούνται στο να κάνουν τα κεφάλαια διαθέσιμα για δανεισμό και δαπάνες. Πρέπει να δανείζονται και να ξοδεύουν. Τίποτα δεν μπορούσε να αφεθεί στις ελπίδες, ή στην τύχη. Η θεωρητική δικαίωση ήρθε με το βιβλίο που είχε αναφέρει ο Κέϋνς στον Σώ, «(Η Γενικη Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», που εκδόθηκε στην Βρεταννία τον Φλεβάρη του 1936 και στις Ηνωμένες Πολιτείες λίγους μηνες αργότερα. Για πολύν καιρό ο Κέϋνς είχε προκαλέσει τις υποψίες των συναδέλφων του, εξαιτίας της καθαρότητας του γραψίματος και της σκέψης του, που συχνά συμβάδιζαν. Με την «Γενική Θεωρία», κέρδισε πάλι την ακαδημαϊκή του φήμη. Είναι ένα έργο βαθειά σκοτεινό, κακογραμμένο, που εκδόθηκε πρόωρα. Ολοι οι οικονομολόγοι ισχυρίζονται πως το εχουν διαβάσει. Μονάχα λίγοι το έχουν πραγματικά διαβάσει. Οι υπόλοιποι αισθάνονται μιά κρυφή ενοχή, πως δεν θα το διαβάσουν ποτέ. Μέρος από την επίδραση που άσκησε οφείλεται στο ότι είναι σε μεγάλο βαθμό ακατανόητο. Χρειάζονταν άλλοι επιστήμονες για να εξηγήσουν τι ήθελε να πει, και να αναπλάσουν τις προτάσεις του σε κάποια κατανοητή μορφή. Αυτοί που αρχικα κάναν αυτην τη δουλειά - η Τζόαν Ρόμπινσον στην Αγγλία, ο Άλβιν Χάνσεν και ο Σέϋμουρ Χάρις στο Χάρβαρντ - έγιναν ύστερα πολύ αποτελεσματικοί απόστολοι των ιδεων του. Η άποψη πως η οικονομία θα εύρισκε την ισορροπία της όταν έφτανε στην καθολική απασχόληση, στηρίζονταν, ως ενα σημείο, σ' αυτό που από πολύ καιρο τώρα ειχαν ονομάσει ο νόμος του Σαίη - απο τον Ιωάννη Βαπτιστη Σαίη, τον Γάλλο αντίστοιχο και έρμηνευτη του Άνταμ Σμιθ - και ,ως ένα άλλο σημείο στη διορθωτικη κίνηση των μισθών, τών επιτοκίων και των τιμών, όταν υπήρχε ανεργία. Σύμφωνα με τον νόμο του Σαίη, που δεν ήταν τίποτα το καταπληκτικά πολύπλοκο, από τις προσόδους κάθε πώλησης ενός αγαθού, πληρώνονταν σε κάποιον, κάπου, με τη μορφή μισθών, τόκων, ενοικίου, ή κέρδους (ή παίρνονταν από αυτόν που απορροφουσε την ζημιά) τα μέσα για να αγοράσει εκείνο το αγαθό. Όπως αυτό γινόταν με το ένα αγαθό, έτσι γινόταν με όλα. Με τα πράγματα σ' αυτην την κατάσταση, δεν θα μπορούσε να υπάρξει έλλειμμα αγοραστικής δύναμης και τα επιτόκια επιβεβαίωσαν τότε τις απόψεις του Σαίη και εξασφάλισαν πως η βασικη τάση της οικονομίας θα ήταν να φτάσει στο να λειτουργεί με καθολική απασχόληση. Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις αποταμίευαν απ' το εισόδημά τους, και αυτή η αποταμίευση έπρεπε βέβαια να ξοδευτεί. Αυτό συνέβαινε όταν την επενδύαν σε έπιπλα, σε εργοστάσια ή σε μηχανήματα. Αν οι άνθρωποι αποταμίευαν περισσότερα απ' ότι ξόδευαν, το πλεόνασμα των απoταμιεύσεων θα κατέβαζε τα επιτόκια. Οι επενδύσεις λοιπόν θα ενθαρρύνονταν και οι αποταμιεύσεις (στη θεωρία τουλάχιστον) θα αποθαρρύνονταν. Τα πλεονάσματα, συνεπώς, των αποταμιεύσεων θα εξαλείφονταν και θα επιβεβαιώνονταν ο Σαίη. Οι τιμές των αγαθών θα έπεφταν επίσης, σαν αποτέλεσμα των σύντομων πτώσεων της αγοραστικής δύναμης που θα επακολουθούσαν από ένα πλεόνασμα των αποταμιεύσεων. Αυτό θα ενθάρρυνε την αγορά, και μειώνοντας το εισόδημα από το οποίο σχηματίζονταν οι αποταμιεύσεις, θα μείωνε επίσης τις αποταμεύσεις. Και πάλι επιβεβαιώνονταν ο Σαίη. Μέχρι τον ερχομό του Κέϋνς, ο νόμος του Σαίη είχε κυριαρχήσει στην οικονομική επιστήμη για περισσότερο από έναν αιώνα. Και η κυριαρχία αυτή δεν ήταν κάτι τυχαίο. Σε μεγάλο βαθμό, το να αποδεχτεί κανείς τον Σαίη ηταν η δοκιμασία με την οποία οι ευυπόληπτοι οικονομολόγοι ξεχωρίζονταν από τους παράλογους. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας -1930-40, κανένας υποψήφιος για το ανώτατο μεταπτυχιακό δίπλωμα σε ένα από τα μεγάλα αμερικάνικα πανεπιστήμια, που θα υποστήριζε στα σοβαρά πως το ελλειμμα της αγοραστικής δύναμης ηταν η αιτία του μαρασμού, δεν μπορούσε να πάρει τό δίπλωμα. Ήταν ένας άνθρωπος που εβλεπε την επιφάνεια μόνο των πραγμάτων και δεν ήταν άξιος για τον κύκλο των γραμματιζούμενων. Ο νόμος του Σαίη είναι το πιο διάσημο παράδειγμα της σταθερότητας των οικονομικών ιδεών, ακόμα και όταν είναι λαθεμένες. Όπως σημειώσαμε, τον Σαίη τον συμπλήρωναν οι δυνάμεις που διατηρουσαν την οικονομία σε καθολική απασχόληση. Ήταν κι' αυτές σχετικά φανερές. Αν υπήρχε ανεργία, ο ανταγωνισμός για τις δουλειες θα έφερνε πτώση στους μισθούς. Οι τιμές θα επηρεάζονταν λιγότερο άμεσα απ' την ανεργία. Η σχέση λοιπόν των τιμών με το κόστος παραγωγής, θα γίνονταν έτσι περισσότερο ελκυστική - οι πραγματικοί μισθοί θα επεφταν - και οι εργάτες, που η απασχόλησή τους δεν ήταν πριν επικερδής, για τους εργοδότες, θα προσλαμβάνονταν τώρα. Η πτώση των τιμών δεν θα είχε επίδραση στην αγοραστική δύναμη. Εξ αιτίας του Σαίη, αυτό ήταν πάντοτε αρκετό. Το ποσοστό της απασχόλησης θα συνέχιζε να αυξάνεται, μέχρις ότου το πλησίασμά του στην καθολική απασχόληση να μεγαλώσει το μισθωτικό κόστος και να σταματήσει τις προσλήψεις. Έτσι λοιπόν η οικονομία βρήκε την ισορροπία της στην καθολική, ή έστω, πολύ κοντα στην καθολική απασχόληση. Από αυτό προηλθε επίσης. η μόνη αποφασιστική συμβουλή των ορθόδοξων οικονομολόγων, σχετικά με τον τερματισμό της ανεργίας. Μην επεμβείτε καθόλου στην μείωση των μισθών, σε μια περίοδο μαρασμών. Αντισταθείτε σε όλες τις φωνές των σειρήνων, στίς οποίες περιλαμβάνεται κι' εκείνη του Χέρμπερτ Χούβερ, που, όπως θα θυμηθούμε, παρότρυνε ενάντια στην μείωση των μισθών. Σε κανένα άλλο θέμα δεν ήταν η ευσπλαχνία τόσο ανόητη, γιατί η διατήρηση του επίπεδου των μισθών διαιώνιζε μονάχα τις θλίψεις της ανεργίας, και τις στενοχώριες των ανέργων. Αυτό ήταν το δόγμα, ή, ίσως ακριβέστερα, η θεολογία, που ο Κέϋνς έφερε το τέλος του. Είναι πολυάριθμα τα σημεία απ' τα οποία μπορεί κανείς να ξεκινήσει την συζήτηση. Ίσως το πιό εύκολο να είναι αυτό που ασχολείται με το επιτόκιο. Ο Κέϋνς πίστευε πως ο τόκος δεν ήταν η τιμή που πληρώνονταν οι άνθρωποι για να αποταμιεύουν. Αντίθετα, ήταν το κέρδος που είχαν από το να διατηρούν τα κεφάλαιά τους σε εργοστάσια, μηχανήματα, ή παρόμοιες μορφές μή ρευστών επενδύσεων και, κατά το λεξιλόγιό του, αυτό που είχαν πληρωθεί, για να κατανικήσουν την προτίμησή τους για ρευστότητα. Συνεπώς, μία πτώση στα επιτόκια μπορεί να μην αποθάρρυνε τις αποταμιεύσεις, να μην ενθάρρυνε τις επενδύσεις, και να μην εξασφάλιζε πως όλες οι αποταμιεύσεις θα χρησιμοποιόντουσαν. Μπορεί να εξανάγκαζε τους επενδυτές να καταφύγουν στα μετρητά, ή το ισοδύναμό τους. Τα επιτόκια λοιπόν δεν υποστήριζαν πια τον νόμο του Σαίη, ότι εξασφαλίζουν πως οι αποταμιεύσεις θα ξοδεύονταν. Και αν ο νόμος του Σαιη δεν ήταν πια ένα σοβαρό αξίωμα της ζωής, η ιδέα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης, δεν μπορούσε πια να αποκλείεται από τους υπολογισμούς. Ανάμεσα σ' άλλα πράγματα, θα μπορούσε να ήταν και το αποτέλεσμα μιας μείωσης των μισθών. Αυτό που οι άνθρωποι επιδιώκαν να αποταμιεύσουν, σύμφωνα με τόν Κέϋνς, έπρεπε ακόμα και να εξισωθεί μ' αυτό που ήθελαν να επενδύσουν. Ο μηχανισμός όμως της εξομάλυνσης δεν ήταν το επιτόκιο, αλλα η συνολική παραγωγη της οικονομίας. Αν οι προσπάθειες γι' αποταμίευση ήταν μεγαλύτερες από την επιθυμία για επένδυση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης ή ζήτησης, που επακολουθούσε, προκαλούσε την πτώση της παραγωγής. Θα εξακολουθούσε να πέφτει, ως την στιγμή που η απασχόληση και το εισόδημα θα είχαν τόσο ελαττωθεί, που και η αποταμίευση θα μειώνονταν, ή θα γίνονταν αρνητική. Μ' αυτόν τον τρόπο οι αποταμιεύσεις θα εξισώνονταν με τις επενδύσεις, που, στο μεταξύ, θα είχαν κι' αυτες μειωθεί, αλλά όχι πολύ. Στην οικονομική ισορροπία, που θα εξασφαλίζονταν έτσι, δεν υπήρχε πια καθολική απασχόληση αλλά ανεργία. Η ανεργία, λοιπόν, ήταν για τον Κέϋνς μία φυσική κατάσταση της οικονομίας. Υπήρχαν και πολλά άλλα. Αλλά όλα τα επιχειρήματα του Κέϋνς δεν επέζησαν. Η θεωρία της προτίμησης της ρευστότητας του τόκου, ας πούμε, αν και εξυπηρέτησε τα επιχειρήματα του Κέϋνς, δεν κέρδισε συνεχή παραδοχή, σαν περιγραφή της πραγματικότητας. Αλλά ο Κέϋνς ειχε άμεση επιδραση σε δύο θέματα. Ο νόμος του Σαιη καταποντίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνος. Όπως συμφώνησαν από τότε, μπορούσε να υπάρξει υπεραποταμίευση. Και μπορούσε, σαν συνεπακόλουθό της, να υπάρξει έλλειψη της αποτελεσματικής ζήτησης για αυτά που παράγονταν. Η ιδέα επίσης πως η οικονομία μπορούσε να βρει την ισορροπία της με ανεργία - μία σκέψη που ενισχύονταν πολύ από τις καθημερινές εμπειρίες της δεκαετίας 1930 - 40 είχε κι αυτή σχεδόν άμεση επίδραση. Αν ο Κέϋνς φαίνονταν ριζοσπάστης σε μερικούς ανθρώπους της εποχής του, από μια σημαντική πλευρά, ήταν απόλυτα ορθόδοξος. Η οικονομική δομή που αποδέχτηκε, ήταν αυτη που οι οικονομολόγοι είχαν φανερά διακηρύξει από παλιά.- Η δομή με τον συναγωνισμό, τις ελεύθερα μεταβαλλόμενες τιμές, και τον τελικό, ανεμπόδιστο έλεγχο της οικονομικής συμπεριφοράς απο την αγορά. Συνδικαλιστικές ενώσεις υπήρχαν, αλλά αυτό δεν είχε πολύ σημασία για τις απόψεις του Κέϋνς. Οι επιχειρήσεις και η εταιρική δύναμη, δεν είχαν καθόλου σημασία. Στην πραγματικότητα, και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, και οι επιχειρήσεις, όπως έγραψε ο Κέϋνς, επαιζαν τέτοιον ρόλο, που να στηρίζουν την κεντρική του ιδέα. Είχε επιχειρήματα για τις ιδέες του, που δεν τα χρησιμοποίησε. Στη διάρκεια, εντούτοις, των πενήντα χρόνων πριν από τον Κέϋνς, σ' όλες τις βιομηχανικές χώρες, η επιρροή των επιχειρήσεων και η δύναμή τους στην αγορά είχε μεγαλώσει πολύ. Φτάνουμε τώρα, όπως στα πανεπιστημιακα βιβλία, σ' αυτό που είχε αρχίσει να ονομάζεται εταιρική συγκέντρωση. Είχε σημειωθεί επίσης η ανάπτυξη του σύγχρονου εργατικού συνδικάτου, με εξαίρεση, ως έναν ορισμένο βαθμό, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προς το τέλος όμως της δεκαετίας 1930-40, κάτω απ' την αιγίδα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και σαν ανταπόκριση στην οργανωτική προσπάθεια του ALF-CIO (του Συνδέσμου των Βιομηχανικών Οργανώσεων), οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν φτάσει στο επίπεδο των άλλων χωρών στην οργάνωση του συνδικαλισμού. Το αποτέλεσμα, και της εταιρικής συγκέντρωσης και της δύναμης των συνδικάτων, ήταν να κάνει ουσιαστικά περισσότερο αναξιόπιστες τις εξομαλύνσεις που υποτίθεται πως στήριζαν τον νόμο του Σαιη και την ισορροπία, της καθολικής απασχόλησης. Όπως εχουμε σημ;ειώσει, το 1920, οι αγροτικές τιμές έπεσαν με ταχύτερο ρυθμό, και σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων. Ο λόγος ήταν, χωρίς να υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση, ότι οι βιομηχανικές επιχειρήσεις είχαν δύναμη στην αγορά - την δύναμη, που συσχετίζεται συνήθως με το μονοπώλιο, ή το ολιγοπώλιο - να μετριάζουν, ή να σταματούν, την πτώση. Οι αγρότες, και οι άλλοι μικροί επιχειρηματίες δεν είχαν αυτήν την δύναμη. Από το 1929 στο 1932, οι αγροτικές χοντρικές τιμές έπεσαν πάλι πεσσότερο άπο το μισό. Οι μη αγροτικές τιμές έπεσαν λιγότερο από το ένα τέταρτο. Η ανομοιότητα σ' αυτήν την κίνηση μελετήθηκε απ' τον Γκάρντερ Μηνς, που εκείνη την εποχή δούλευε στο υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η μελέτη του άσκησε μεγάλη επίδραση. Στις καλύτερα ελεγχόμενες βιομηχανικές τιμές, έδωσε τον όρο, που χρησιμοποιείται ακόμα, διευθυνόμενες τιμές. Η κεϋνσιανή προσαρμογή του πλεονάσματος των αποταμιεύσεων πραγματοποιειται με την μείωση της συνολικής ζήτησης. Όταν η ζήτηση πέφτει, κάτι πρέπει να υποχωρήσει, και αυτό που θα υποχωρήσει πρέπει να είναι, ή οι τιμές, ή η παραγωγή. Αν οι τιμές μπορούν να διατηρηθούν από την δύναμη των επιχειρήσεων στην αγορά, τότε πρέπει να πέσει η παραγωγή. Όταν πέφτει η παραγωγή, θα πέσει το ίδιο και η απασχόληση. Με την εταιρική δύναμη στην αγορά, η ανεργία θα γίνει, λοιπόν, ένα πολύ ευδιάκριτο χαρακτηριστικό της κεϋνσιανής προσαρμογής. Και οι μειωμένες δαπάνες αυτών που χάνουν τη δουλειά τους, ή που φοβούνται ότι θά χάσουν τη δουλειά τους,μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα έχουν ένα πρόσθετο συμπιεστικό αποτέλεσμα στην παραγωγή και την απασχόληση. Το αποτέλεσμα αυτό στην παραγωγή και την απασχόληση, είναι φανερό πως θα είναι πολύ μεγαλύτερο από εκεινο που θα μπορούσε να προκληθεί, σέ μια ανταγωνιστική οικονομία, από την μείωση των τιμών καί τών μισθών που ο Κέϋνς, κυρίως, οραματίστηκε. Η διαφορά στην παραγωγή και στην απασχόληση, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Μαρασμού, ανάμεσα στους επιχειρηματικούς και τους ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας ήταν μεγάλη - αν και, όπως πάντα, δεν μπορούν να αποδοθούν όλα σεμία μόνο αίτία. Μεταξύ του 1929 και του 1933, το μη αγροτικό προϊόν της οικονομίας έπεσε από 88,6 δισεκατομμύρια δολλάρια σε 57,8 δισεκατομμύρια, µε βάση τις τιµές του 1929. Το αγροτικό προϊόν αυξήθηκε λίγο - από 10,7 δισεκατομμύρια σε 11,0 δισεκατομμύρια δολλάρια. Η μη αγροτική απασχόληση έπεσε από 37 εκατομμύρια το 1929 σε 29 εκατομμύρια το 1933. Η αγροτική απασχόληση έδειξε μία μηδαμινή μεταβολή - από 10,5 εκατομμύρια σέ 10,1 εκατομμύρια. Η άνοδος των συνδικαλιστικών οργανώσεων εξανέμισε επίσης την ορθόδοξη ελπίδα πως οι μειώσεις των μισθών θα είχαν μία σταθεροποιητική επιρροή, και θα ενεργούσαν έτσι ώστε να διορθωθεί η ανεργία. Οποιαδήποτε κι' αν ήταν τα προσόντα των μειώσεων στις αμοιβές για την αύξηση της απασχόλησης, δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν κάποια υπηρεσία αν δεν πραγματοποιόντουσαν. Και ένας από τους βασικούς σκοπους των συνδικάτων ήταν να αντισταθούν σε τέτοιες μειώσεις. Η προσαρμογή στους χρηματικούς μισθούς που ο Κέϋνς πίστευε πως είχε αμφίβολη διορθωτική αξία, ήταν κάτι που όλο και περισσότερο έχανε την πιθανότητά του να συμβεί. Αλλά η ανεργία, που ήταν τώρα η άλλη λύση στη θέση των μειώσεων των αμοιβών, θα μπορούσε να έχει ακόμα μεγαλύτερο αποτέλεσμα στο να μειώσει την συνολικη ζήτηση, από ότι η προσαρμογή που συζητούσε πραγματικα ο Κέϋνς. Η άνοδος των επιχειρήσεων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων είχε και μία άλλη σημασία, για το σύστημα του Κέϋνς. Επρόκειτο να γίνουν το κύριο όργανο της αποτυχίας του, όταν ο πληθωρισμός μαζί με τον μαρασμό, τοποθέτησε το πρόβλημα. ''
Μετά την παραστατικότατη κατάδειξη των προκεϋνσιανών πεποιθήσεων των θεωρητικών της οικονομικής επιστήμης, όπως αυτές εκφράζονταν από τον νόμο του Σαίη και την κονιορτοποίησή τους από τον Κέϋνς, ας δούμε ορισμένα πράγματα ακόμα: Θυμίζω ότι τα δύο χρηματικά μακροοικονομικά μεγέθη, για τα οποία μιλάμε και των οποίων η πορεία ήταν ασυμπτωτική (ενώ η οικονομική θεωρία της εποχής από τον καιρό του Ρικάρντο και του Μαρξ θεωρούσε δεδομένη την ταύτισή τους) είναι η αποταμίευση και η επένδυση. Σύμφωνα με την θεωρία τα δύο αυτά μεγέθη ταυτίζονταν, διότι εθεωρείτο δεδομένο ότι το αποταμιευμένο χρήμα, ως αποσυρμένο από την κατανάλωση, θα επενδύετο, μέσα από την χρηματοπιστωτική λειτουργία και έτσι, μαζί με τις επιπτώσεις του πολλαπλασιαστή των επενδύσεων, η οικονομία θα διατηρούσε την ανοδική της ισορροπία, μέσα από την αδιάκοπη ανάπτυξη.
Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η επιθυμία, η επιδίωξη, την οποία η προκεϋνσιανή οικονομική θεωρία θεωρούσε, ως δεδομένη και ως πραγματικότητα. Ο ριζοσπαστισμός της θεωρίας του Κέϋνς βρίσκεται στο απλό γεγονός ότι αμφισβήτησε την θεωρία, μέσα από την εμπειρική παρατήρηση του γεγονότος ότι η ταύτιση των δύο μεγεθών, απλούστατα, δεν ήταν δεδομένη. Αντίθετα, μάλιστα, η μακροπρόθεσμη παρατήρηση της εξέλιξης των δύο μεγεθών έδειχνε ότι, προϊόντος του χρόνου, τα δύο αυτά μακροοικονομικά μεγέθη όχι μόνον δεν ταυτίζονταν, αλλά η πορεία τους απέκλεινε, με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, που ξεκινούσαν από το γεγονός ότι στην πορεία του χρόνου έφθινε ή/και περιέπιπτε σε στασιμότητα η κεφαλαιακή κερδοφορία, για όσο χρονικό διάστημα η τεχνολογία της εποχής, η κατανομή των εισοδημάτων και η συνακόλουθη καταναλωτική συμπεριφορά, όπως και τα καταναλωτικά πρότυπα, δεν διαφοροποιούνταν.
Αυτή η δημιουργημένη ανισορροπία στο σύστημα αναπότρεπτα οδηγείτο σε αναστάτωση και δομική κρίση, η οποία, συνήθως, εκδηλωνόταν, μέσα από χρηματοπιστωτικές φούσκες, οι οποίες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την βίαιη και γοργή εκδήλωση αυτού του φαινόμενου της ασύμπτωτης πορείας των δύο αυτών μακροοικονομικών μεγεθών (αποταμίευση - επένδυση) και της υποκρυπτόμενης, πίσω από το φαινόμενο αυτό, μείωσης ή/και στασιμότητας της κερδοφορίας του κεφάλαιου.
Ακόμα, βασικό στοιχείο της ανισορροπίας του κλασσικού καπιταλιστικού συστήματος ήταν και η ανισοκατανομή των εισοδημάτων ανάμεσα στις τάξεις, που συγκροτούν τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό του. Η ανισοκατανομή αυτή ήταν χαώδης και αυτό λειτουργούσε σαν φρένο στην παραγωγή του πλούτου και στην ανάπτυξη του συστήματος, επειδή η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων και αριθμητικά (ως ποσοστό επί του γενικού πληθυσμού) μικρών κοινωνικών ομάδων (ο πλούτος διαχεόταν και τότε και σε άλλες ομάδες του πληθυσμού, αλλά αυτό γινόταν με μεγάλη βραδύτητα, σε σχέση με την ορμητική ανάπτυξη του παραγόμενου πλούτου), όξυνε τις συνθήκες της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας του κεφάλαιου και την αδυναμία του να επιτύχει το φετίχ των καπιταλιστών και των θεωρητικών τους, δηλαδή την ''αδιάκοπη αύξηση της κερδοφορίας του'', που κατέληγε στην πλήρη καταστροφή - μέσω των διαδοχικών δομικών κρίσεων - και στην μη πραγμάτωση ούτε και μιας σταθερής, ή μειωμένης κερδοφορίας, ή ακόμα και στην παραγωγή πλούτου που ναι μεν δεν κερδοφορεί, αλλά επιτυγχάνει, τουλάχιστον, να κρατεί τον γενικό πληθυσμό ικανοποιημένο από την λειτουργία του συστήματος και σύμμαχό του.
Το όλο πρόβλημα εντοπιζόταν στο γεγονός ότι μια μικρή αριθμητικά ομάδα του πληθυσμού κατείχε ένα ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο, του οποίου ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα δεν μπορούσε να καταναλώσει. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να στρέφει ένα ολοένα και αυξανόμενο κομμάτι του πλούτου αυτού στην αποταμίευση. Αυτή η αποταμίευση, που ολοένα και αυξανόταν, στην πορεία του χρόνου, έπρεπε, για να μπορέσει να ισορροπεί το σύστημα, να μετατρέπεται σε επένδυση. Όσο περνούσε ο καιρός, όμως, λόγω της οριακής χρησιμότητας του κεφάλαιου, εμφανιζόταν η αδυναμία του να κερδοφορήσει, όσο κερδοφορούσε κατά το πράσφατο παρελθόν, εμφανίζοντας, μάλιστα την τάση της μείωσης της κερδοφορίας.
Αυτή η ασυμπτωτική τάση ανάμεσα στις αποταμιεύσεις και στις επενδύσεις οδηγούσε στην παραμονή ολοένα και αυξανόμενων αποταμιεύσεων στις τράπεζες, οι οποίες αποταμιεύσεις δεν επενδύονταν, γεγονός, το οποίο από ένα σημείο και πέρα, οδηγούσε στο ξέσπασμα των κρίσεων του καπιταλισμού, ως κρίσεων (ψευδο)υπερπαραγωγής, αφού η δήθεν αυτή υπερπαραγωγή στηριζόταν σε ένα δεδομένο (και στρεβλό) καταναλωτικό επίπεδο, το οποίο στηριζόταν σε μια χαώδη ανισοκατανομή των εισοδημάτων και όχι στις σχετικά πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας.
Αυτήν την κοινωνικά αναδιανεμητική λογική αποπειράθηκαν και εν μέρει αντέστρεψαν οι νεοφιλελεύθεροι κατά την τελευταία, περίπου, 30ετία, αν και δεν πείραξαν τις θεμελειακές λειτουργίες του κεϋνσιανού κράτους και του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού (αντίθετα μάλιστα, οι Αμερικανοί νεοφιλελεύθεροι οπαδοί των Φρήντμαν και Χαγιεκ στήριξαν τις πολιτικές του στα ελλείμματα του αμερικανικού κράτους, λόγω του ρόλου της αμερικανικής οικονομίας, ως κετροτραπεζίτη του παγκόσμιου καπιταλισμού), επιβάλλοντας μια περιορισμένη, πλην όμως, σημαντική - σε βαθμό, που να επαναφέρει μακροπρόθεσμα τις ανισορροπίες του συστήματος - αναδιανομή του εισοδήματος, υπέρ των κυρίαρχων τάξεων του πληθυσμού.
Παρά την αλήθεια του ισχυρισμού, που γενικώς προβάλλεται, ότι, με τις τωρινές παρεμβάσεις, για το ξεπέρασμα της παρούσας χρηματοπιστωτικής αναστάτωσης, ''κρατικοποιούνται τα χρέη'', η, επίσης, αλήθεια είναι ότι τα μέτρα αυτά, που οι Μπους και Πώλσον πήραν και συνεχίζει τώρα με εντεινόμενο ρυθμό ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, είναι κρατικιστικά μέτρα και αναδιατάσσουν το, υπό τον κρατικό έλεγχο, παραγόμενο Α.Ε.Π. των Η.Π.Α. , πού ήταν πάνω από 30%, σε επίπεδα πολύ μεγαλύτερα.
Μπορεί αυτές οι κρατικοποιήσεις να μην αρέσουν, αλλά είναι αναγκαίες για το σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα και αποτελούν, εξ αντικειμένου, επιστροφή στον κρατισμό, πολύ περισσότερο όταν πραγματοποιούνται από τους δράστες του εγκλήματος, δηλαδή από το νεοφιλελεύθερο - νεοσυντηρητικό επιτελείο του Μπους, κάτι, που, άνάμεσα στα άλλα, είναι άκρως διασκεδαστικό. Για τα υπόλοιπα, που θέτει, καλόν είναι να περιμένουμε το νέο επιτελείο Ομπάμα και τις προτεραιότητές του, το οποίο δεν είναι σαν αυτό του Μπους και είναι τολμηρότερο.
Κατά τα άλλα, η όποια κριτική , όταν στρέφεται κατά των νεοφιλελεύθερων και των νεοσυντηρητικών πολιτικών, είναι ορθή, αφού αυτοί και αυτές επέτρεψαν να γίνει όλος αυτός ο τζόγος με τα ενυπόθηκα δάνεια κλπ, χάρη στα ιδεολογήματα, περί ''ελεύθερων αγορών'' και ''αδιάκοπης αύξησης της κερδοφορίας του κεφάλαιου'' και λόγω ενός συνδυασμού ιδιοτελών συμφερόντων, που έχουν να κάνουν με την προσωπική τους περιουσία και τους χρηματοδότες τους. (Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι και η νομενκλατούρα - η τεχνοδομή - των χρηματοπιστωτικών αυτών επιχειρήσεων δεν επέδειξε μια οργιώδη απληστία, αλλά αυτό είναι δεδομένο ότι θα συνέβαινε, αφού ο Γκρήνσπαν και η παρέα του χαλάρωσαν, μέχρις εξαφανίσεως, κάθε ελεγκτικό μηχανισμό.
Επίσης, πρέπει να δούμε την χρηματοπιστωτική αναστάτωση και την ύφεση που ακολούθησε, ως προϊόν του νέου καταμερισμού εργασίας. Η όλη διαδικασία της μεταφοράς των τεράστιων κερδών των εξαγωγικών τριτοκοσμικών χωρών (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κλπ) στις αμερικανικές τράπεζες έγινε, με την κλασσική λογική, που, πάντοτε, είχαν όλες οι καπιταλιστικές ελίτ, μια λογική, που αποσκοπούσε στο φετίχ της αύξουσας κερδοφορίας του κεφάλαιου. Όλα αυτά τα κεφάλαια πήγαν στις αμερικανικές τράπεζες για να κερδοφορήσουν, σύμφωνα με όσα αυτές υπόσχονταν. Η απίστευτα αυτή μεγάλη ρευστότητα, οδήγησε τους τραπεζίτες στην ανάληψη μεγάλων ρίσκων, προκειμένου να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των καταθετών τους και τις υποσχέσεις που τους έδωσαν με τις τιτλοποιήσεις δανείων, που υποτίθεται θα έδιναν μεγάλες αποδόσεις.
Σε συνθήκες, όμως, οριακής χρησιμότητας του κεφάλαιου και της συνακόλουθης φθίνουσας/μη αυξανόμενης κερδοφορίας, ήταν δεδομένο ότι η φούσκα θα έσπαγε πολύ εκκωφαντικότερα από ότι ξεκίνησε, πολύ περισσότερο, που οι Αμερικάνοι νεοφιλελεύθεροι δεν φρόντισαν να ενισχύσουν το εισόδημα εκατομμυρίων ανθρώπων, των οποίων το εισόδημα ήταν επιφαλές, ως προς την δυνατότητά του να εξοφλεί τις δόσεις των ενυπόθηκων δανείων, που είχαν λάβει, με αποτέλεσμα όταν αυτοί δεν μπόρεσαν να πληρώνουν τις δόσεις αυτές να ακολουθήσουν οι κατασχέσεις και η κάθετη πτώση των τιμών των ακινήτων, που δεν μπορούσαν να πωληθούν, στερεύοντας τις τράπεζες από ρευστό και από την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Γι' αυτό και όσα λέει ο Γκαλμπραίηθ, γύρω από το γεγονός ότι δεν υπάρχει πολύ διαθέσιμο μυαλό στην Wall Street και στα χρηματιστήρια, είναι πλήρως σωστά, αφού η ανθρώπινη βλακεία, που βλέπει το κοντόθωρο συμφέρον και δεν βλέπει τους μεσοπρόθεσμους πρακτικούς και καθόλου θεωρητικούς κινδύνους, είναι πάντα παρούσα από την εποχή της ''κρίσης των βολβών της τουλίπας'' το μακρυνό 1637, μέχρι σήμερα.
Μόνο που σήμερα, βέβαια, ο σύγχρονος γραφειοκρατικός καπιταλισμός - χάρη στον Κέϋνς και τις ιδέες του - έχει το οικονομοτεχνικό και κοινωνικό οπλοστάσιο, ώστε να μην επιτρέπει στις εγγενείς δυσχέρειές του (που, συνήθως, εμφανίζονται με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και το παταγώδες σπάσιμό τους) να μετασχηματίζονται σε δομικές κρίσεις.
Η επαφή του Κέϋνς με τις ιδέες αυτές και τους φορείς της δεν ήταν πάντοτε δεδομένη, αν και σε αρκετό βαθμό και υπήρξε και τον βοήθησε στην διαμόρφωση των πεποιθήσεών του, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην δυσνόητη και περιέργως κακογραμμένη ''ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ''.
Αλλά ό,τι έγραψε δεν ήταν προϊόν αντιγραφής, ούτε απλής σύνθεσης όσων βρήκε έτοιμα από τους άλλους. Βοηθούμενος και από αυτά που βρήκε, αναλύοντας την σύγχρονη πραγματικότητα της εποχής του, με την οξύνοια και την οξυδέρκεια, αλλά και την ευθύτητά του, η οποία τον οδηγούσε στην αμφισβήτηση των παραδεκτών και καθιερωμένων κοινωνικών και ''επιστημονικών'' δογμάτων, δημιούργησε αυτό το σύνολο της οικονομικής θεωρίας, που αποκλήθηκε κεϋνσιανισμός, η οποία αποτέλεσε το βασικό (ουσιαστικά το μόνο) οπλοστάσιο, με το οποίο το καπιταλιστικό σύστημα, γλύτωσε από την κατάρρευση, εκείνη την μεστή γεγονότων ιστορική εποχής της τελευταίας δομικής κρίσης του. Και η οποία θεωρία, με την πρακτική της εφαρμογή, επισημοποίησε τον αδιόρατο, αλλά στην πραγματικότητα επελθόντα μετασχηματισμό της ολιγοπωλιακής εκδοχής του κλασσικού φιλελεύθερου καπιταλισμού στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, που έφθασε μέχρι τις ημέρες μας και του οποίου το τέλος είναι χρονικά απροσδιόριστο, παρά τις μαρξιστικές (και όχι μόνον) ιερεμιάδες - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει κάποια νομοτέλεια, που θα τον κρατήσει στην ζωή εσαεί.
Οι κεϋνσιανές και οι νεοκεϋνσιανές, ή οι μετακεϋνσιανές ιδέες, που όλες τους έχουν τον κεϋνσιανισμό, ως βασικό συστατικό τους στοιχείο, εμπλουτισμένες από την μεταπολεμική εμπειρία της αλματώδους γραφειοκρατικοποίησης της σύγχρονης οικονομίας και κοινωνίας - που παρουσιάζει το συνδυαστικό φαινόμενο του επίμονου πληθωρισμού με την ανεργία, την υποαπασχόληση και αρκετές φορές την ύφεση της οικονομίας, ή την μη ενεργοποίηση όλων των διαθέσιμων παραγωγικών δυνάμεων και πόρων στις σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες - ουδέποτε υπήρξαν η λυδία λίθος, ή το ελιξήριο, για την παντοτινή επικράτηση του καπιταλιστικού συστήματος. Υπήρξαν και είναι ένα οπλοστάσιο οικονομοτεχνικών κανόνων και μετασχηματισμού τους σε κοινωνικές δράσεις, προκειμένου να μην μεταπίπτει το καπιταλιστικό σύστημα σε δομικές κρίσεις, όταν εκδηλώνονται οι εγγενείς του δυσχέρειες, που σχετίζονται με την νομισματική κυκλοφορία, ως εκδήλωση της εγγενούς τάσης του κεφάλαιου να φθίνει σε κερδοφορία, μέσα στις σύγχρονες συνθήκες της οριακής χρησιμότητάς του.
Επίσης οι ιδέες του Κέϋνς και το οικονομοτεχνικό και κοινωνικοτεχνικό οπλοστάσιο, που απέκτησε το καπιταλιστικό σύστημα, μέσα από την σκληρή εμπειρία της δομικής του κρίσης την περίοδο 1929 - 1932, βοηθούν το καπιταλιστικό σύστημα να βρίσκει εύκολα τον δρόμο για την διαρκή ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και των παραγωγικών δυνάμεων, όπως απέδειξε όλη αυτή η υπερεξηκονταετής εμπειρία, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (με τις όποιες κάμψεις των ρυθμών ανάπτυξης, που ενδιάμεσα υπήρξαν). Όμως, οι ιδέες αυτές και το οικονομοτεχνικό οπλοστάσιο του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, με τους όποιους εμπλουτισμούς έχει υποστεί, ή που πρόκειται να υποστεί, δεν του εξασφαλίζουν την διαρκή και την αιώνια κυριαρχία. Σίγουρα τον βοηθούν στην επιβίωσή του και του εξασφαλίζουν μια πλατιά κοινωνική υποστήριξη, της οποίας η εσαεί διάρκεια δεν είναι δεδομένη, ακριβώς επειδή η ανθρώπινη ιστορία είναι μια ακατάπαυστη κοινωνικοϊστορική δημιουργία και ως εκ τούτου απρόβλεπτη και μη υποκείμενη - σε μια μακροπρόθεσμη θεώρησή της - σε οιουσδήποτε ντετερμινισμούς, οι οποίοι οδηγούν (δήθεν) στην κατάρρευσή του, ή στην αιώνια επικράτησή του.
Ας δούμε, λοιπόν την συνέχεια της αφήγησης του Τζών Κέννεθ Γκαλμπράιηθ :
''Ένα ερώτημα, που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις σχετικά µε την κεϋνσιανή επανάσταση από πολύν καιρό, ήταν πόσοι έπαινοι γι' αυτήν πρέπει να δοθούν αποκλειστικά στον ίδιο τον Κέϋνς. Πολλοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει πως περισσότερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στους πολυάριθμους προκατόχους του και πως στην πραγματικότητα η προετομασία του εδάφους απ' αυτούς εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί έγινε αποδεχτός ο Κέϋνς. Οι ερευνητές αυτοί έχουν κάποιο δίκηο. Πριν από έναν αιώνα ο Μάλθους είχε υποστηρίξει μια γενική έλλειψη της ζήτησης. Και μια γενιά πριν από τον Κέϋνς, ο Χόμπσον ειχε αναπτύξει την θεωρία πως οι οικονομικές κρίσεις προκαλούνται από την υπεραποταμίευση. (Τόσο φοβερή ήταν η αίρεσή του, που το 1899 δεν του έδωσαν την άδεια να διδάξει ακόμα καί σε μεγάλους ανθρώπούς που το ζητούσαν οι ίδιοι « ... όπως φαινόμουν πως αμφισβητούσα την αρετή της απεριόριστης αποταμίευσης, είχα διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία») Για μερικά χρόνια πριν από την έκδοση της «Γενικής Θεωρίας», εφευρετικοί και με μεγάλη αίσθηση ευθύνης οικονομολόγοι στην Σουηδία καλλιεργούσαν και, σε κάποιο βαθμό, εφάρμοζαν τις ίδιες αυτές ιδέες. Σ' αυτούς ιδιαίτερα ανήκει η αντίληψη πως ο κρατικός προϋπολογισμός θα πρέπει να βασίζεται στα εισοδήματα που συσσωρεύονται όταν υπάρχει καθολική απασχόληση, και ότι δεν πρέπει να μειώνεται όταν οι δαπάνες περιορίζονται στο διάστημα του μαρασμού. Αυτή, στην πιο απλή της μορφή, είναι η ιδέα πού, σε πιό πρόσφατη εποχή, έχει ονομαστεί ο προϋπολογισμός της καθολικής απασχόλησης. Πριν φτάσει επίσης ο Κέϋνς, ο ταγματάρχης Ντάγκλας, γι' αρκετά χρόνια, προσηλύτιζε ακαλλιέργητους ανθρώπους στην ιδέα της Κοινωνικής Βοήθειας. Το λειτουργικό χαρακτηριστικό της Κοινωνικής Βοήθειας ήταν ένα κοινωνικό μέρισμα, η πληρωμή δηλαδή σ' όλους γενικά τους πολίτες μιας ίσης ποσότητας μετρητών - μια επανάληψη της πρωτοποριακής ιδέας της αποικιακής Μαίρυλαντ. Το κοινωνικό μέρισμα θα ξοδεύονταν οπωσδήποτε. Δεν είχε καμία σχέση µε την παθητικότητα της νομισματικής πολιτικής. Έτσι ο Ντάγκλας πρόλαβε τον Κέϋνς - όπως παρατήρησε ο ίδιος ο Κέϋνς. Τον Κέϋνς τον πρόλαβε κι' ένας από τους θαυματουργούς της δεκαετίας 1920-30 - ο Γουάντιλ Κάτσινγκς. Μαζί με τον Τζων Φόστερ Ντάλες και άλλους, ο Κάτσινγκς ήταν ο αρχιτέκτονας τριών από τις μεγαλύτερες προωθήσεις εταιριών επενδύσεων εκείνης της εποχής - της Μπλου Ρίτζ, της Σέναντόα και της Γκόλντμαν Σαχς Τραίηντιγκ Κορποραίησον - κατορθώματα που δεν διαφέραν, εκτός από την πολυ µεγάλη ανυποληψία εκείνων που τα προώθησαν, από τις πρόσφατες επινοήσεις του Μπέρναρντ Κόρνφελντ την εποχή περίπου που μπλέχτηκε έτσι, ο Κάτσινγκς σκέφτηκε προνοητικά τις αιτίες των μαρασμών των επιχειρήσεων, κι' έπειτα απ' αυτό καταστράφηκε οικονομικά µε θεαματικό τρόπο. Μαζί µε τον Γουίλλιαμ Φόστερ, τον κάποτε πρόεδρο του Κολλεγίου Ρήντ, έβγαλε δύο πολύ πειστικά βιβλία, και ένα από αυτά ιδιαίτερα, το «Ο Δρόμος για την Αφθονία», απόχτησε, όταν ήρθε πραγματικά ο Μαρασμός, ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό. Διατύπωνε εκεί την άποψη, σε αντίθεση µε τον Σαίη, πως η υπεραποταμίευωση - µία έλλειψη αγοραστικής δύναμης - ήταν πιθανή, και ακόμα φυσική. Η λύση ήταν να δανειστεί και να ξοδέψει χρήματα η κυβέρνηση .- Η κεϋνσιανη θεραπεία. Στο Χάρβαρντ, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1930-40, ο πιο ξεκάθαρος καθηγητής, που ενδιαφέρονταν για το χρήμα και την τραπεζική, ήταν ο Τζων Γουϊλλιαμς, συντηρητικός αλλά όχι οπισθοδρομικός. Προκαλώντας έκπληξη σχεδόν σε όλους, είπε στους μαθητές του πως η κεντρική ιδέα του Φόστερ και του Κάτσινγκς για την υπεραποταμίευση και τη θεραπεία της, δεν μπορούσε να απορριφθεί αυτοματικά. Άλλοι οικονομολόγοι ήσαν λιγότερο ανεκτικοί και οι μη οικονομολόγοι δεν έδειχναν αναγκαστικά περισσότερη προτίμηση. Ο Ρούζβελτ, πριν πάει σαν πρόεδρος στην Ουάσινγκτον, διάβασε το βιβλίο, και σημείωσε στο αντίτυπό του: «Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό.- Δεν μπορείς να κερδίσεις κάτι χωρίς να δώσεις τίποτα». Σε ένα ανώτερο επίπεδο ακαδημαϊκής φήμης εκείνα τα χρόνια, ο Λώτσλιν Κιούρυ, που δίδασκε στο Χάρβαρντ, κυκλοφόρησε το 1934, το βιβλίο «Η Προσφορά και ο Έλεγχος του Χρήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες». Σε σημαντικά θέματα, ο Κιούρυ πρόλαβε τον Κέϋνς. Αυτό όμως δεν ήταν σωστή ακαδημαϊκή στρατηγική, γιατί το βιβλίο προκάλεσε αμφιβολίες για την αξιοπιστία του Κιούρυ σαν οικονομολόγου. Και πάλι, πριν ανεβεί στην εξουσία ο Ρούζβελτ, οι εφημερίδες του Χηρστ συνηγορούσαν έντονα, ακόμα και βίαια, για ένα κρατικό δάνειο 5 δισεκατομμυρίων δολλαρίων- ένα τρομακτικό ποσό για εκείνη την εποχή - που να δαπανηθεί σε δημόσια έργα. Με τον ερχομό της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, ήρθαν δημόσια έργα και δημόσια προγράμματα, για την αύξηση τής απασχόλησης·- PWΑ (Public Works Administration), CWA (Civil Works Administration), WPA (Work Projects Administration) - αν και σε μικρότερη κλίμακα από αυτήν που παρότρυνε ο Χήρστ. Αυτά τα βλέπαν όχι σαν βήμα της νομισματικής πολιτικής - έναν τρόπο να αυξήσουν τη ζήτηση δημιουργώντας χρήμα και μετά εξασφαλίζοντας τη χρησιμοποίησή του - αλλά σαν μια αναγκαία θεραπεία της ανεργίας. Ήταν όμως μια πολιτική, που αναζητούσε τον ορθολογισμό - τον ορθολογισμό που προμήθεψε ο Κέϋνς''.
Ας δούμε, τώρα, την εξέλιξη της τελευταίας δομικής κρίσης του καπιταλισμού από το 1933, μέχρι την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μια εξέλιξη άκως ενδιαφέρουσα, αφού συγκρατήθηκε η ιλιγγιώδης πτώση της οικονομίας, με αποτέλεσμα να επέλθει μια σταδιακή ανάκαμψη, πάντα συγκρατημένη και με χαμηλούς ρυθμούς, μέχρι την είσοδο των Η.Π.Α. στον πόλεμο.
Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στην μεγάλη δομική κρίση του καπιταλισμού, κατά την περίοδο 1929 - 1932, η οποία κρίση, τελικά, ξεπεράστηκε μόνον με την είσοδο των Η.Π.Α. στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να επισημάνουμε, για μία ακόμη φορά, ότι η κρίση αυτή καθυστέρησε να ξεπεραστεί και αυτή η καθυστέρηση σήμανε τεράστιους πόνους και στερήσεις για πόλλούς ανθρώπους. Οι αιτίες της αργοπορίας για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι τώρα πια σαφείς και συγκεκριμένες και εντοπίζονται στο τεράστιο βάρος των κλασσικών αρχών της καπιταλιστικής οικονομικής θεωρίας στα μυαλά των ανθρώπων, που είχαν αναλάβει την διαχείριση των αποτελεσμάτων της κρίσης και την αντιμετώπιση αυτής της ίδιας της κρίσης, η οποία είχε λάβει τεράστιες και απίστευτης έκτασης διαστάσεις, ακριβώς επειδή είχε καθυστερήσει η λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της, επειδή όλοι πίστευαν στην αυτοκαθαρτική διαδικασία των ελεύθερων αγορών, οι οποίες, όμως, παύοντας, από καιρό, να είναι ελεύθερες, επέτειναν το πρόβλημα και φυσικά δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν.
1929 - 1941 : Η εξέλιξη του αμερικανικού ΑΕΠ.
Έτσι και το οικονομικό επιτελείο του προέδρου Ρούζβελτ, παρά τον σαφή μεταρρυθμιστικό κεύνσιανό του προσανατολισμό και τον ριζοσπαστισμό, που το διέκρινε, δεν απέφυγε και τα λάθη και τις ολιγωρίες στην διαχείριση της τεράστιας οικονομικής κρίσης, ακριβώς επειδή επηρεαζόταν από το βάρος της παραδοσιακής οικονομικής σκέψης, αλλά και από τα επενδεδυμένα συμφέροντα εκείνων των ομάδων των καπιταλιστών, οι οποίες είχαν (ή νόμιζαν ότι είχαν) όφελος από την επίταση της κρίσης και από την (μη) λειτουργία των αυτορρυθμιστικών νόμων των υποτιθέμενων ελεύθερων αγορών και οι οποίες εντοπίζονταν στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε εκείνες τις μεγάλες επιχειρήσεις, των οποιων η συγκροτημένη τεχνοδομή έβλεπε (και ακόμα και σήμερα βλέπει) με σαφή καχυποψία και εχθρότητα τις πολιτικές του κρατικού παρεμβατισμού.
1929 - 1950 Η εξέλιξη του αμερικανικού δημόσιου χρέους.
Για τους λόγους αυτούς και όχι εξ αιτίας οποιασδήποτε αντικειμενικής αδυναμίας, το ρουσβελτιανό οικονομικό επιτελείο δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την οικονομική κρίση πριν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και την είσοδο των Η.Π.Α. σε αυτόν. Οι παραπάνω πίνακες για την εξέλιξη του αμερικανικού Α.Ε.Π. και του δημόσιου χρέους, όπως και ο αμέσως επόμενος πίνακας για την εξέλιξη της ανεργίας είναι χαρακτηριστικοί και δείχνουν την εξέλιξη των πραγμάτων, σχετικά με την οικονομική διαχείριση των κεϋνσιανών του επιτελείου του Ρούζβελτ, τα επιτεύγματά τους και τις αστοχίες τους :
Η ανεργία στις Η.Π.Α., την περίοδο 1929 - 1945, με βάση τους δείκτες Lebergott και Darby.
Ας παρακολουθήσουμε, την διαχείριση της κρίσης, μέχρι το ξέσπαμα του πολέμου και την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, σε αυτόν, μαζί με τα επιτεύγματα και τις διαχειριστικές αστοχίες του ρουζβελτιανού οικονομικού επιτελείου, πάντοτε με την πολύτιμη βοήθεια του Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ :
''Τελικά, από το 1933 ήδη, ο Ίρβινγκ Φίσερ είχε προτείνει να τροφοδοτήσουν με δανειακά κεφάλαια κατευθείαν τα ιδιωτικά μισθολόγια. Παρότρυνε τον Ρούζβελτ να αναγκάσει την κυβέρνηση να, δανειστεί χρήματα και νrι τα δανείσει στους ιδιώτες εργοδότες χωρίς τόκο, δύο δολλάρια κάθε μέρα, για 100 μέρες, για κάθε εργάτη που πρόσθεταν στο μισθολόγιο. Και αυτό θα εξασφάλιζε δαπάνηση. Κυκλοφορούσαν και άλλα σχέδια για να δίνουν χρήματα στους ανθρώπους, σαν πληρωμή εργασίας, σαν σύνταξη, ή μόνο και μόνο επειδή βρίσκονταν στη ζωή. Πρόβλεπαν ακόμα αυτά τα σχέδια αν τα χρήματα δεν ξοδεύονταν μέσα σε κάποια ανεκτή χρονική περίοδο, να χάνουν την αξία τους. Έτσι θα επιβάλλονταν και το ξόδεμά τους.
Ήδη απ' τα μέσα της δεκαετίας 1930-40 υπήρχε μια προωθημένη επίδειξη του κεϋνσιανού συστήματος. Ήταν η οικονομική πολιτική του Αδόλφου Χίτλερ και του Τρίτου Ράϊχ. Επρόκειτο για δανεισμό σε μεγάλη κλίμακα για δημόσιες δαπάνες, και αρχικά κυρίως για δημόσια έργα, σιδηροδρόμους, διώρυγες και τους περίφημους αυτοκινητόδρομους. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ πιο αποδοτική επίθεση ενάντια στην ανεργία απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη βιομηχανική χώρα. Από το 1935 η ανεργία στην Γερμανία ήταν μηδαμινή. «Ο Χίτλερ είχε ήδη ανακαλύψει πώς να γιατρέψει την ανεργία, πριν ο Κέϋνς ολοκληρώσει την εξήγηση για την εμφάνισή της».. Το 1936, όταν οι τιμές και οι μισθοί επηρεάστηκαν από μια ανοδική πίεση, ο Χίτλερ προχώρησε στο πρόσθετο βήμα του συνδυασμού μιας επεκτατικής πολιτικής για την απασχόληση με τον γενικό έλεγχο των τιμών. Η οικονομική πολιτική των ναζιστών, πρέπει να σημειώσουμε, πως ήταν μια AD ΗΟC απάντηση σ' αυτό που φαίνονταν πως ήταν μια καταπιεστική περίσταση. Η ανεργία ήταν απελπιστική. Δανείστηκαν λοιπόν χρήματα και έβαλαν τους ανθρώπους να δουλέψουν. Όταν οι ανοδικές τιμές και μισθοί απείλησαν την σταθερότητα, επιβλήθηκε ένα ανώτατο δρω στις τιμές. Παρ' όλο που είχε συζητηθεί πολύ μια τέτοια πολιτική στην προχιτλερική Γερμανία, φαίνεται μάλλον απίθανο πως θα είχε μεγάλη επίδραση. Ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του δεν ήταν σχολαστικοί άνθρωποι. Όπως και νάχει το πράγμα, η εξάλειψη της ανεργίας στην Γερμανία, στο διάστημα του Μεγάλου Μαρασμού, χωρίς ν' ακολουθήσει πληθωρισμός - και με αρχική εξάρτηση από ουσιαστικά μη στρατιωτικές δραστηριότητες ήταν ένα αξιοσημείωτο κατόρθωμα. Το έχουν σπάνια επαινέσει, και δεν αναφέρονται σ' αυτό πολύ συχνά. Η αντίληψη πως ο Χίτλερ δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλό επεκτείνεται και στην οικονομία του, όπως, πιο ευκολονόητα, και σ' όλα τα άλλα.*
Το αποτέλεσμα λοιπόν της «Γενικής Θεωρίας» ήταν να νομιμοποιήσει ιδέες που ήδη κυκλοφορούσαν. Αυτό που κάποτε ήταν οι τρέλλες των εκκεντρικών και των παράλογων, έγινε τώρα θέμα σεβάσμιας και λόγιας συζήτησης. Το να υπονοήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχει υπεραποταμίευση δεν στοίχιζε πια σ' έναν άνθρωπο το δίπλωμά του, ή αναγκαστικά την προαγωγή του. Το ότι η σωστή θεραπεία για την υπεραποταμίευση ήταν οι δημόσιες δαπάνες που τις χρηματοδοτούσε ο δανεισμός ήταν από δω και πέρα ένα θέμα κατάλληλο για συζήτηση -αν και εξακολούθησε να προκαλεί πικρές επιτιμήσεις. Ο δρόμος ήταν ανοικτός τώρα για την δημόσια δραστηριότητα. Οι κεϋνσιανές ιδέες πέρασαν στον χώρο της δημόσιας πολιτικής μέσα απ' τα πανεπιστήμια. Αν προκάλεσαν επανάσταση, δεν ήταν στους δρόμους, ή στα μαγαζιά που έγινε αυτό, αλλά στις αίθουσες των σεμιναρίων. Τις ιδέες του Κέϋνς τις ασπάστηκαν κυρίως οι πιο νέοι διανοούμενοι. Οι οικονομολόγοι κάνουν οικονομία, ανάμεσα σ' άλλα πράγματα, και στις ιδέες. Οι περισσότεροι καταφέρνουν οι ιδέες των μεταπτυχιακών τους ημερών να κρατήσουν μιαν ολόκληρη ζωή. Οι μεταβολές λοιπόν δεν έρχονται από άντρες και γυναίκες που αλλάζουν γνώμη, αλλά με την αλλαγή από τη μια γενιά στην επόμενη. Οι διάσημοι σύγχρονοι του Κέϋνς, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, διάβασαν το βιβλίο και το βρήκαν λαθεμένο. Αυτή την αρχική τους πεποίθηση, με μερικές μόνο εξαιρέσεις, την κουβάλησαν ώσπου πήραν σύνταξη κι' ίσως και παραπέρα. Το αγγλικό κέντρο της κεϋνσιανής συζήτησης ήταν, όπως θα μπορούσε να περιμένει κανείς, το πανεπιστήμιο του Καίημπριτζ. Εδώ, οι ιδέες του Κέϋνς ερευνήθηκαν και ερμηνεύτηκαν λαμπρά από δύο πιο νέους συναδέλφους τους τον Ρ. Καν και την Τζόαν Ρόμπινσον.
Μέσα απ' το Χάρβαρντ οι ιδέες του Κέϋνς έφτασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στους μήνες που ακολούθησαν την εμφάνιση της «Γενικής Θεωρίας», η συζήτηση γίνονταν σχεδόν χωρίς διακοπή - αν κάποιος φοιτητής ενδιαφέρονταν, μπορούσε να παρακολουθήσει σχεδόν κάθε βράδυ ένα σεμινάριο, επίσημο, ή πιο συχνά ιδιαίτερα ανεπίσημο, πάνω στη «Γενική Θεωρία». Οι φοιτητές που είχαν σπουδάσει στο Καίημπριτζ, στην Αγγλία και είχαν γνωρίσει τον Κέϋνς έγιναν μικροί σοφοί στο Καίημπριτζ της Μασαχουσέτης - πολύτιμα κέντρα ερμηνείας για το τι στην πραγματικότητα εννοούσε ο Κέϋνς. Έπειτα από καιρό, οι απόφοιτοι του Χάρβαρντ κατάλαβαν τον αναβρασμό για τον Κέϋνς και στενοχωρήθηκαν. (Αργότερα, σχηματίστηκε ένας μικρός οργανισμός, το Ίδρυμα «Veritas», για να καταπολεμήσει την απειλή). Οι πιο ηλικιωμένοι καθηγητές αν και ήσαν ανεχτικοί, δεν επιδοκίμαζαν. Το φθινόπωρο του 1936, το πανεπιστήμιο γιόρτασε την τριακοσιοστή του επέτειο. Ήταν γνωστό πως θα έδιναν τιμητικά διπλώματα στις μεγαλύτερες προσωπικότητες των διαφόρων επιστημονικών κλάδων των κοινωνικών επιστημών, των καλών τεχνών και της δημόσιας ζωής, και ότι ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, για μεγάλη στενοχώρια πολλών διάσημων αποφοίτων, θα έβγαζε έναν από τους κύριους λόγους. τα πιο νέα μέλη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Οικονομικών έκαναν υποδείξεις στα πιο ηλικιωμένα, για το ποιοί ήταν κατάλληλοι να πάρουν αυτά τα διπλώματα. Σκόπευαν να προτείνουν ονόματα που µε την μεγάλη τους απήχηση θα προκαλούσαν την μεγαλύτερη ενόχληση. Το όνομα που διάλεξαν οι πολιτικοί επιστήμονες ήταν του Λέοντος Τρότσκυ κι' αυτό που διάλεξαν οι πιο νέοι οικονομολόγοι ήταν του Κέϋνς. Κανείς τους δεν τιμήθηκε. Αυτοί που πήραν τα διπλώματα είναι σχεδόν ξεχασμένοι. Από το 1938 όμως και μετά, ένας από τους πρεσβύτερους καθηγητές του Χάρβαρντ, που μόλις είχε έλθει από το πανεπιστήμιο της Μινεσότα, υπήρξε πολύ σημαντικός στο να πραγματοποιηθεί η αποδοχή του Κέϋνς. Ήταν ο Άλβιν Χάνσεν. Η αρχική αντίδραση του Χάνσεν σαν κριτικού στην «Γενική Θεωρία», ήταν ψυχρή. Είχε όμως μια αξιόλογη, ακόμα και μοναδική, ικανότητα να αλλάζει γνώμη. Σε λίγο, το σεμινάριό του πάνω στην δημοσιονομική πολιτική ήταν ένα σημαντικό επίκεντρο θεωρητικής και πρακτικής συζήτησης. Στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας 1930-40, έπαιρνε μέρος κι' ένα συνεχές ρεύμα δημοσίων λειτουργών από την Ουάσινγκτον. Έτσι λοιπόν, το σεμινάριο αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό, ο δρόμος από τον οποίον οι κεϋνσιανές ιδέες έφτασαν στην Ουάσινγκτον. Ακούραστα και με μεγάλη διαύγεια, ο Χάνσεν έγραφε και για την κεϋνσιανή πολιτική. Λιγότερο διαυγής αλλά ακόμα πιο ακούραστος ήταν ένας άλλος, κάπως νεώτερος καθηγητής του Χάρβαρντ, ο Σέϋμουντ Χάρις. Ο Χάνσεν, ο Χάρις, και, με το πρωτοπορειακό του πανεπιστημιακό βιβλίο, ο Πωλ Σάμουελσον, ήταν οι άνθρωποι που έφεραν τις κεϋνσιανές ιδέες στους Αμερικάνους.
Και η Ουάσινγκτον όμως ήταν, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας 1930-40, γόνιμο έδαφος. Η αποτυχία της νομισματικής πολιτικής, μαζί με τον αναγκαστικό τερματισμό της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, είχαν αφήσει τον κυβερνητικό μηχανισμό χωρίς κάποιο σαφές σχέδιο για την καταπολέμηση της ανεργίας και την προώθηση της ανάκαμψης. Μια πιθανότητα ήταν να επιτεθούν στα μονοπώλια. Ήταν διεστραμμένα. Ενοχλώντας τα συνεχώς, οπωσδήποτε κάτι καλό θα έβγαινε. Σύμφωνα με μια περισσότερο λογική αιτιολόγηση, η δύναμη των μονοπωλίων στην αγορά σήμαινε πως οι τιμές θα μέναν υψηλές παρ' όλη την συνεχώς και πιο μειωμένη ζήτηση. Η παραγωγή και η απασχόληση ήταν που θα υποφέραν. Η αποκατάσταση του ανταγωνισμού θα περιόριζε μάλλον την επίδραση των διευθυνόμενων τιμών, και θα ελάττωνε την σπουδαιότητα αυτής της αιτίας της ανεργίας. Στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας 1930-40, παρατηρήθηκε στην Ουάσινγκτον μια έντονη αναβίωση του ενδιαφέροντος για την επιβολή των αντιμονοπωλιακών νόμων. Ξεκίνησε από αυτές τις απόψεις για την κατάσταση. Η δυσκολία ήταν πως η δύναμη στην αγορά και ο κρατικός καθορισμός των τιμών δεν ήταν προβλήματα λίγων επιχειρήσεων. Διαπερνούσαν ολόκληρη την αμερικάνικη οικονομία. Η θεραπεία λοιπόν απαιτούσε μια γενική αναδόμηση της οικονομίας αυτής. Το να ξοδέψουν χρήματα, όπως είχε ήδη αποδείξει η εμπειρία των πρώτων χρόνων της δεκαετίας 1930-40 µε τα δημόσια έργα, έπαιρνε πολύ καιρό. Άλλα αυτό ήταν ένα θαύμα αμεσότητας μπροστά στον χρόνο που θα χρειάζονταν για να επιβάλλουν τους αντιμονοπωλιακούς νόμους σ' όλες τις αμερικάνικες επιχειρήσεις που είχαν την δύναμη να καθορίσουν τις τιμές τους. Και μερικοί άνθρωποι της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, ήταν πρόθυμοι να προτείνουν το λογικό επακόλουθο βήμα, την αποσύνθεση δηλαδή των συνδικαλιστικών ενώσεων. Έμενε λοιπόν μονάχα ο Κέϋνς.
Από τον καιρό της έκδοσης της «Γενικής Θεωρίας» και μετά, το κέντρο τηjς κεϋνσιανής κατήχησης στην Ουάσινγκτον ήταν το Διοικητικό Συμβoύλιo του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος. Φαίνονταν πως η ιστορία προχωρούσε με έναν ιδιαίτερα λογικό τρόπο. Η νομισματική πολιτική κατάληγε μονάχα σε μια αύξηση του αποθεματικού πλεονάσματος. Οι υπεύθυνοι συνεπώς στρέφονταν στην λιγότερο πα9ητική και περισσότερο σίγουρη δημοσιονομική πολιτική που εξασφάλιζε πως το χρήμα θα ξοδεύονταν. Στην πραγματικότητα, ο ρόλος του Τραπεζικού Συστήματος ήταν κυρίως ένα ατύχημα. Ο Λώτσλιν Kιoύρυ έχοντας προλάβει τον Κέϋνς, ήταν ιδιαίτερα ανοιχτός στις ιδέες του. Ήταν τώρα Διευθυντής Έρευνας, για λογαριασμό του Διοικητικού Συμβουλίου. Και Πρόεδρος ήταν ο Μάρινερ Ηκλς, που διαβάσαμε την περιγραφή του για την μαζική ανάληψη των καταθέσεων. Ο Hκλς, ξεκινώντας από την δικιά του ριψοκίνδυνη εμπειρία σαν τραπεζίτης, και από τις ελλείψεις και τους κινδύνους που παρουσίαζαν οι αγρότες και επιχειρηματίες της Γιούτα στην διάρκεια του Μαρασμού, είχε από μόνος του οδηγηθεί στην άποψη πως το κράτος έπρεπε να παρεμβαίνει στην οικονομία, πάνω στις γραμμές που χάραξε ο Κέϋνς. Έτσι εξηγείται η εμφάνιση του Τραπεζικού Συστήματος, μετά. την έκδοση της «Γενικής Θεωρίας», σαν σφήνας του Κέϋνς στην Ουάσινγκτον. Ο Κιούρυ προχώρησε με ένα πιο πρακτικό τρόπο. Το 1939, μετακινήθηκε από το Τραπεζικό Σύστημα στον Λευκό Οίκο, σαν οικονομικός σύμβουλος, στην πραγματικότητα αν και όχι σε τίτλο, του Ρούζβελτ - ο πρώτος τέτοιου είδους σύμβουλος, που τον ακολούθησαν ύστερα πάρα πολλοί άλλοι. Στον Λευκό Οίκο κατάστησε τον εαυτό του γραφείο εξεύρεσης εργασίας, και γενικό αποστολέα σε θέσεις, των κρατικών οικονομολόγων. Οπουδήποτε στην κυβέρνηση, δημιουργόντουσαν κενά κάποιας σπουδαιότητας, προσπαθούσε να εξασφαλίσει πως θα τα συμπλήρωναν άνθρωποι με καθιερωμένες κεϋνσιανές πεποιθήσεις. Προς το τέλος της δεκαετίας 1930-40, είχε εγκαταστήσει ένα ανεπίσημο πλέγμα τέτοιων πιστών, που ξαπλώνονταν σ' όλες τις σημαντικές υπηρεσίες.
** Αυτό που πάντα πίστευαν, ενάντια στον Κέϋνς και τους Κεϋνσιανούς, ήταν κάτι το υπερβολικά δυνατό. Εδώ και διακόσια χρόνια οι πιο καθαρόαιμοι Αμερικάνοι έδειχναν προτίμηση στα χαρτονομίσματα. Για εβδομήντα χρόνια είχαν δημιουργήσει ταραχές υποστηρίζοντας το ασήμι. Τα νομισματικά πειράματα λοιπόν στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκονταν μέσα σε μια πανάρχαια και πολιτικά πολύ αποδεκτή παράδοση, που εξακολουθούσε ν' απολαμβάνει και μεγάλη πολιτική υποστήριξη στους εκλογείς. Ένας βουλευτής ή γερουσιαστής, γυρίζοντας στην Οκλαχόμα ή στην Αϊόβα, αφού είχε πρώτα πιέσει για την έκδοση κι' άλλων γκρήνμπακς, για την αύξηση των τιμών και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, θα μπορούσε να είναι ήρωας. Καμιά τέτοια παράδοση, και κανένα τέτοιο εκλογικό σώμα δεν υποστήριξαν την ιδέα της πολιτικής του ελλειμματικού προϋπολογισμού, ενός εσκεμμένα χωρίς διάκριση ανισοσκέλιστου προϋπολογισμού. Αν κάποιος γύριζε στην Αϊόβα, αφού είχε συνηγορήσει για κάτι τέτοιο στην Ουάσινγκτον, θα μπορούσε ν' αντιμετωπίσει να τον περνούν για επικίνδυνα τρελλό.
Σε δεύτερη σκέψη, η σύγκριση ανάμεσα στην οικογένεια και το κράτος δεν είναι αξιόπιστη. Το πώς κάτι τόσο συμπαγές, πολύμορφο, πολύπλοκο, και ακατανόητο, όσο ο κρατικός μηχανισμός των Ηνωμένων Πολιτειών (ή οποιασδήποτε εθνικής κυβέρνησης) πρέπει να υπόκειται στους ίδιους κανόνες και περιορισμούς όπως το σπιτικό ενός μισθοσυντήρητου, είναι κάτι πού, το λιγότερο, χρειάζεται απόδειξη. Ούτε είναι απόδειξη, όπως λένε συνήθως, πως «θα πρέπει» να είναι έτσι. Πρέπει να παρατηρήσουμε ακόμα, πως ο πλούτος και η φερεγγυότητα της χώρας εξαρτούνται από τη παραγωγή της εθνικής οικονομίας. Αν ο δανεισμός και οι δαπάνες αυξάνουν την παραγωγή, όπως υποστηρίζουν οι κεϋνσιανές ιδέες, τότε αυτός ο δανεισμός και οι δαπάνες αυξάνουν την φερεγγυότητα. Σπάνια μόνο, ο δανεισμός και οι δαπάνες αυξάνουν τον πλούτο της οικογένειας. Ήταν ένα διαρκές παράπονο των Κεϋνσιανών, πως αυτοί που τους αντιπολιτεύονταν δεν καταλάβαιναν αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν. Και ήταν το ίδιο αληθινό πως οι Κεϋνσιανοι δεν καταλάβαιναν το βάθος της παράδοσης που μάχονταν την δικιά τους αντιπολίτευση, ή την δύναμη που κινούσε αυτήν την παράδοση.
Η κεϋνσιανή πολιτική, εκείνα τα χρόνια, περιορίζονταν επίσης από τον μικρό ρόλο που μπορούσε να παίξει η φορολογία. Ως ένα σημείο αυτό οφείλονταν στις περιστάσεις. Πριν απ' τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ένα μικρό πράγμα. το 1930 οι συνολικές δαπάνες του ήταν 1,4 δισεκατομμύριο δολλάρια. Το 1940 εξακολουθούσε ακόμα να είναι λιγότερες από 10 δισεκατομμύρια. Οι κρατικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών ήταν το 2 στα εκατό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος το 1930, και 6 στα εκατό το 1940. Προς το τέλος των δεκαετιών 1950-60 και 1960-70, συγκριτικά, ήταν ανάμεσα στα 10 και 12 στα εκατό. Όσο οι κρατικές δαπάνες ήταν τόσο μικρές, άλλο τόσο ήταν και οι φόροι που τις χρηματοδοτούσαν. Σε κατοπινά χρόνια η κεϋνσιανή πολιτική θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από δύο μορφές φορολογικών μεταβολών. Αν μία είναι η τάση και των εταιρικών και των ιδιωτικών φόρων εισοδήματος να προσαρμόζονται μ' έναν τυχαίο τρόπο. Όταν μειώνονται η παραγωγή και η απασχόληση, μειώνονται και τα κέρδη και τα εισοδήματα, που περιλαμβάνουν και τα εισοδήματα τα οποία υφίστανται επιπρόσθετους φόρους. Και όσο μειώνονται τα εισοδήματα τόσο μειώνονται, και πιο πολύ πιο αναλογικά, οι φόροι που καταβάλλονται. Συμβαίνει το αντίστροφο όταν η παραγωγή, η απασχόληση, τα κέρδη και τα εισοδήματα αυξάνονται. Στην δεκαετία 1930-40 μια και οι φόροι ήταν μικροί, το αποτέλεσμα αυτό ήταν μηδαμινό. Σε κατοπινά χρόνια επίσης, θα γινόταν αποδεκτή η ιδέα του περιορισμού της φορολογίας με σκοπό την αύξηση του ελλείμματος και συνεπώς την αύξηση του δανεισμού και των δαπανών από τα δανεισμένα κεφάλαια.
Στην δεκαετία 1930-40, με τον προϋπολογισμό μη ισοσκελισμένο, ένας περιορισμός της φορολογίας με σκοπό την αύξηση του ελλείμματος φαίνονταν σαν ένα πάρα πολύ ριζοσπαστικό βήμα, ακόμα και για τους πιο θερμούς Κεϋνσιανούς. Ο Κιούρυ, ίσως και μερικοί άλλοι, είδαν την έλλειψη της παρότρυνσης των φόρων σαν ένα λάθος της κεϋνσιανής πολιτικής. Γενικά όμως πίστευαν πως η κεϋνσιανή πολιτική ήταν ταυτόσημη με ανοδικές δημόσιες δαπάνες. Κι' αυτό είχε επίσης ένα αντίθετο πολιτικό αποτέλεσμα. Δεν γίνονταν τότε δαπάνες για τέτοιους κοινωνικά σεβάσμιους σκοπούς όπως η εθνική άμυνα. Αντίθετα, είχαν το στίγμα της σπατάλης, που πάντοτε συσχετίζονταν με την υπερβολή απ' τον μέσο πολίτη, ή τον φτωχό. Η κεϋνσιανή πολιτική μοιράζονταν αυτήν την φήμη. Αργότερα, όταν η κεϋνσιανή πολιτική για την αύξηση της παραγωγής θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη χρήση των φόρων, οι απόψεις θα άλλαζαν πολύ. Ανάμεσα σ' αυτούς που θα οφελούσε ο περιορισμός των φόρων θα ήταν οι εύποροι και οι πλούσιοι. Η διέγερση της οικονομίας που απαιτεί αυξανόμενες δαπάνες σε όφελος των πλουσίων, έχει φυσικά έναν αέρα λογικής και ορθότητας που λείπει από τα έξοδα που γίνονται σε όφελος των ανάξιων φτωχών. Η στροφή απ' την χρησιμοποίηση των δαπανών στη χρησιμοποίηση των φορολογικών περιορισμών θα βοηθούσε πάρα πολύ στο να κάνει την κεϋνσιανή διέγερση της οικονομίας αξιοσέβαστη.
Στην δεκαετία λοιπόν 1930 - 40, τα πρακτικά αποτελέσματα των ιδεών του Κέϋνς δεν ήταν πολύ μεγάλα. Το 1932, 1933 και 1934, τα κρατικά έσοδα ήταν λιγότερα απ' το μισό των δαπανών - η μεγαλύτερη ανισοσκέλιση σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη κατοπινή χρονιά-, σε καιρό ειρήνης. Στον οικονομικό χρόνο που τελείωνε στις 30 Ιουνίου 1932, τα έσοδα ήταν 1,9 δισεκατομμύρια δολλάρια, και τα έξοδα 4,7 δισεκατομμύρια. Αλλά σε σχέση με την οικονομία, οι αριθμοί αυτοί, όπως έχουμε σημειώσει, απείχαν πολύ απ' το να είναι εντυπωσιακοί. Μετά το 1934, τα έσοδα αυξήθηκαν περισσότερο, σε σχέση με τα έξοδα. Στον οικονομικό χρόνο που τέλειωνε τον Ιούνιο 1938, το έλλειμμα ήταν μόνον 1,2 δισεκατομμύρια δολλάρια, μπροστά σε έξοδα 6,8 δισεκατομμύρια. Σαν αποτέλεσμα της ύφεσης του 1937-38 το έλλειμμα αυξήθηκε πάλι, και ένα μέρος της αύξησης ήταν εσκεμμένο. Τότε ήταν που για πρώτη φορά το έλλειμμα δικαιώθηκε με την κεϋνσιανή πολιτική - τουλάχιστον γι' αυτούς που καθόριζαν την πολιτική, προς τον ίδιο τον εαυτό τους. Αλλά οι αριθμοί ήταν ακόμη μικροί. Στον οικονομικό χρόνο του 1939, ας πούμε, το έλλειμμα ήταν μόνο 3,9 δισεκατομμύρια δολλάρια, το ίδιο ύψος όπως και στον επόμενο χρόνο. Ήταν ελάχιστα μόνο μεγαλύτερο απ' το έλλειμμα των 3,6 δισεκατομμυρίων του 1934. Οπωσδήποτε ο θρίαμβος της κεϋνσιανής πολιτικής δεν ήταν και τόσο μεγάλος. «Η δημοσιονομική πολιτική ... ήταν στη δεκαετία 1930-40 ένας ανεπιτυχής μηχανισμός για την επίτευξη της ανάρρωσης όχι επειδή δεν ήταν αποτελεσματικός, αλλά επειδή δεν τον δοκίμασαν».
Ο Μεγάλος Μαρασμός στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε. Τον σάρωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Αυτό, από μια θλιβερή άποψη, ήταν ο θρίαμβος της κεϋνσιανής πολιτικής. Αλλά το πρόβλημα που πρόβαλε δεν ήταν η απασχόληση και η παραγωγή. Ήταν ο πληθωρισμός. Κι' αυτόν, όπως θα μαθαίνονταν πάλι σε εικοσιπέντε χρόνια, το κεϋνσιανό σύστημα δεν τον εξηγούσε.
* Οι ναζιστές, "πέτυχαν περισσότερο στη θεραπεία των οικονομικών ασθενειών της δεκαετίας του '30 απ' ότι οι Ηνωµένες Πολιτείες. Μείωσαν την ανεργία και έδωσαν κίνητρα στη βιομηχανική παραγωγή γρηγορότερα απ' ό,τι το έκαναν οι Αμερικάνοι. Υπολογίζοντας τις πηγές τους, χειρίστηκαν τα νομισματικά και εμπορικά τους προβλήματα με μεγαλύτερη επιτυχία, ασφαλώς με μεγαλύτερη φαντασία, Αυτό οφείλεται, ως ένα ορισμένο σημείο, στο ότι οι ναζιστές χρησιμοποίησαν σε μεγάλη έκταση ελλειμματικό προϋπολογισμό ... Γύρω στα 1936 η ύφεση είχε ουσιαστικά ξεπεραστεί στη Γερμανία, ενώ βρισκόταν ακόμη μακριά από το τέλος της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
** Όλοι τους έμειναν σε στενή επικοινωνία για τις ιδέες και τις πολιτικές γραμμές. Ούτε ο Κιούρυ, ούτε κανείς απ' αυτούς που παίρναν µέρος σ' αυτό, το έβλεπαν σαν συνωμοσία. Φαινόταν μόνο πως ήταν η αναγκαία και λογική λύση. Έτσι λοιπόν επιβλήθηκαν οι κεϋνσιανές ιδέες στο δεύτερο μισό της δεκαετίας 1930-40. Στην Ουάσινγκτον μάλλον παρά στο Λονδίνο ήταν που φέραν τα πρώτα αποτελέσματα. Γενικα όμως, το έκαναν περισσότερο στη σκέψη και στις ελπίδες, παρά στην πρακτική πολιτική. Παραταγμένοι ενάντια στις κεϋνσιανες ιδέες, σε μια ρωμαλέα φάλαγγα, ήταν όλοι οι πρακτικοί άνθρωποι. Όταν δεν μπορούν να κατανοήσουν μια ιδέα, οι πρακτικοί άνθρωποι καταφεύγουν στην έμφυτη ανωτερότητα της κοινής λογικής. Η κοινή λογική είναι ένα άλλο όνομα για αυτό που πάντα πίστευαν''.
Σχόλια
Καλό είναι, αν συνεχίσεις, να το ''σπάσεις'' σε συνέχειες, για να γίνει πιο εύκολο στην ανάγνωση.
Τουλάχιστον κά'ντο από εδώ και μπρος.
Καλή συνέχεια.