1960 - 2033 Η κάκιστη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, μέσα από μία σαρωτική κριτική, στα μπουρδολογήματα του Γραφείου Προϋπολογισμού της βουλής.





Με τα μπουρδολογήματα του Γραφείου Προϋπολογισμού της βουλής, απασχολούμαι, στο παρόν δημοσίευμα, όπως και στο παραπάνω βίντεο, το οποίο μετά τράβηξα, χθες 15 Μαΐου 2025 και το οποίο θεωρώ ότι είναι απαραίτητο οι αναγνώστες να το παρακολουθήσουν, διότι περιέχει μία σαρωτική κριτική στα φληναφήματα του λεγόμενου wοrking paper των στελεχών του Γραφείου Προϋπολογισμού της βουλής, όπου παρουσιάζονται δύο σενάρια, στα οποία το ελληνικό, κατά κεφαλήν, ακαθάριστο εθνικό προϊόν υποτίθεται ότι θα σταθεί δυνατόν να φθάσει στα επίπεδα του 2007 και του 2010, περίπου, το 2033.

Προχωρώντας, σε αντιεπιστημονικές αυθαιρεσίες, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής διαχωρίζει αναφερόμενο, στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, από το 1960 έως το 2024, την πορεία αυτή, σε πέντε περιόδους, μόνο που η κατάταξη αυτή είναι, απολύτως, αυθαίρετη και εξωπραγματική και ως εκ τούτου, κατά το πλείστον, δεν αντικατοπτρίζει την αλήθεια, για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. 

Ας δούμε την κατάταξη αυτή :

1.        Η «Μεγάλη Μεγέθυνση» (1960-1973) αντιστοιχεί στην ταχεία εκβιομηχάνιση και τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, οδηγώντας σε πρωτοφανή αύξηση του ΑΕΠ (8,58% ετησίως κατά μέσο όρο). Την περίοδο αυτή, κυρίαρχος μοχλός ανάπτυξης ήταν η συνολική παραγωγικότητα (TFP), η οποία ενισχύθηκε με ταχείς ρυθμούς και απέφερε σχεδόν το 90% της αύξησης του ΑΕΠ.

2.        Η «Μακρά Στασιμότητα» (1974-1993) αντανακλά τις δυσμενείς επιπτώσεις των πετρελαϊκών κρίσεων, της πολιτικής αστάθειας και των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής, παρατηρήθηκε απότομη υποχώρηση της συνολικής παραγωγικότητας και η ανάπτυξη, που επιβραδύνθηκε (1,51% ετησίως κατά μέσο όρο), βασίστηκε κυρίως στη συσσώρευση κεφαλαίου, ενώ κατεγράφη μειωμένη αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας.

3.        Η «Ήπια Μεγέθυνση» (1994-2007) σηματοδοτεί την περίοδο οικονομικής σύγκλισης με την ΕΕ, που χαρακτηρίζεται από αυξημένες επενδύσεις και χρηματοπιστωτική απελευθέρωση. Η συμβολή της συνολικής παραγωγικότητας και της συσσώρευσης κεφαλαίου στην ανάπτυξη (3,60% ετησίως κατά μέσο όρο) ήταν πιο ισορροπημένη το διάστημα αυτό.

4.        Η «Ελληνική Κρίση» (2008-2016) αντιπροσωπεύει μια άνευ προηγουμένου συρρίκνωση του ΑΕΠ (-3,30% ετησίως κατά μέσο όρο), η οποία προκλήθηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, την κρίση δημόσιου χρέους και τα μέτρα λιτότητας. Η ραγδαία μείωση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων και η εκτίναξη της ανεργίας προκάλεσαν την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας.

5.        Η «Ανάκαμψη» (2017-2024) σηματοδοτεί μια σταδιακή ανάκαμψη (1,95% ετησίως κατά μέσο όρο), στην οποία συνεισέφεραν ισόρροπα η παραγωγικότητα και η αύξηση της απασχόλησης, ενώ συνέβαλε επίσης η εφαρμογή μιας πολιτικής που επικεντρώθηκε στη διαμόρφωση μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας και φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος. Από το 2021 η ανάκαμψη έχει επιταχυνθεί, υποστηριζόμενη από την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την ισχυρή τόνωση των επενδύσεων, κυρίως χάρη στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται διαρθρωτικές δυσχέρειες και προκλήσεις, όπως το δημογραφικό, ενώ η καθαρή συσσώρευση κεφαλαίου παρέμεινε αρνητική κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου και η διατήρηση αυξημένων επιπέδων επενδύσεων εξακολουθεί να είναι αβέβαιη.

Αναφερόμενος, τώρα, στην σε αυτή την κατάταξη των χρονικών περιόδων της ελληνικής οικονομίας η αυθαιρεσία είναι σαφής, διότι η δεύτερη περίοδος, την οποία το Γραφεία Προϋπολογισμού της βουλής προσδιορίζει, ως «περίοδο μακράς στασιμότητας» και την επεκτείνει, από το 1974, έως το 1993, όπως προκύπτει από και από τους δύο, παραπάνω, πίνακες, που παραθέτει, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι, απλώς, αυθαίρετος, είναι και εντελώς, ψευδής διότι, όπως προκύπτει, σε αυτή την χρονική περίοδο, η πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να είναι ανοδική και μάλιστα, σημαντικά ανοδική και καθόλου, στάσιμη και ιδιαίτερα ο χαρακτηρισμός της,  ως περιόδου «μακράς στασιμότητας» δεν είναι, απλώς, ατυχής, αλλά είναι, σκοπίμως, αποπροσανατολιστικός, θέλοντας να μειώσει και να υποτιμήσει αυτή την περίοδο, για λόγους, οι οποίοι έχουν να κάνουν, με πολιτικοϊδεολογικά κριτήρια.

Παρά ταύτα, όσοι μελετούν παρουσιαζόμενους πίνακες βλέπουν, χωρίς δυσκολία και σαφέστατα, ότι η αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και σε αυτήν την, ψευδώς, ονομαζόμενη, ως περίοδο «μακράς στασιμότητας». 


  


Ότι παρουσιάζονται προβλήματα, σε αυτή την περίοδο, είναι δεδομένο, αλλά δεν περιγράφονται τα πραγματικά αίτια αυτών των προβλημάτων, τα οποία έχουν να κάνουν με την αρνητική επίπτωση, στην ελληνική οικονομία, που είχε η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), την 1η Ιανουαρίου;1981, γεγονός το οποίο προκύπτει, αναντίρρητα και σαφέστατα, από τον, αμέσως, παραπάνω, τρίτο πίνακα, που παραθέτω, επειδή ελληνική οικονομία εκτέθηκε, στον διεθνή ανταγωνισμό και φυσικά, με την σταδιακή κατάργηση των δασμών, που επήλθε, προέκυψε σημαντική βλάβη, στην ελληνική παραγωγή, η οποία έχασε όχι μόνο εξωτερικές αγορές, αλλά και τμήμα της δικής της εσωτερικής αγοράς, με αποτέλεσμα η εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ να είναι σημαντικά μειωμένη, σε σχέση, με την εξέλιξη, που θα είχε εκτός της ΕΟΚ, κατά την χρονική περίοδο 1981 - 2001 - 2008, έτος, στο οποίο τελειώνει, η παρακολουθούμενη πορεία της θηριώδους απόκλισης, ανάμεσα στο δυνητικό και το πραγματικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας 

Από το 1981 και μετά, όπως προκύπτει, από τον πίνακα, που παραθέτω και ο οποίος είναι προϊόν μίας οικονομετρικής ανάλυσης, που παραθέτει την εξέλιξη του πραγματικού ελληνικού ΑΕΠ., σε σχέση με το δυνητικό ελληνικό ΑΕΠ, το οποίο θα υπήρχε, εάν η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί στην ΕΟΚ.ΩΦυσικά αυτή η σημαντική υποβάθμιση του πραγματικού ελληνικού ΑΕΠ είναι η κύρια αιτία και πηγή, για να την μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. 

Πάρα ταύτα, όμως, δεν υπάρχει αυτή η «μακρά στασιμότητα», για την οποία γράφει το Γραφείο Προϋπολογισμού της βουλής, αναφερόμενο, στην δεύτερη περίοδο από το 1974, έως το 1993. Παρά τα προβλήματα, που, όντως, υπήρξαν, η πορεία της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούσε να είναι ανοδική, πάρα το γεγονός ότι υπέστη το σοκ της ένταξης στην ΕΟΚ, κάτι που μείωσε, σημαντικά, την δυναμική αυτής της αναπτυξιακής πορείας.

Επίσης ουδεμία αναφορά γίνεται από το Γραφείο Προϋπολογισμού της βουλής, σε δύο καθοριστικά γεγονότα, τα οποία έπαιξαν ρόλο, στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. 

Α) Δεν αναφέρεται, στην πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο, το 2002, όταν η ελληνική οικονομία εντάχθηκε, στην ευρωζώνη, ξεπερνούσε το 100% του ελληνικού ΑΕΠ.

Β) Δεν αναφέρεται, στο γεγονός ότι, την 1η Ιανουαρίου 2002, η Ελλάδα εντασσόμενη, στην ευρωζώνη, κατήργησε το εθνικό της νόμισμα και υποχρεώθηκε να υιοθετήσει, ως νόμισμα της ελληνικής οικονομίας, το πολυεθνικό ευρώ, επί του οποίου, όμως, ουδεμία επιρροή, ως προς την έκδοσή του, έχει η, εκάστοτε, ελληνική κυβέρνηση. 

Και οι δύο αυτές παράμετροι, είναι, άκρως, σημαντικές και καθοριστικές, εξ αιτίας του γεγονότος ότι έπαιξαν καίριο ρόλο, στην καταστροφική εξέλιξη που ακολούθησε, με την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους και τον όλεθρο, που υπέστη η ελληνική οικονομία, το 2010. 

Η αλλαγή του νομίσματος, η οποία υποχρέωσε την ελληνική οικονομία να συναλλάσσεται, με ένα νόμισμα, το οποίο δεν είναι εθνικό και λειτουργεί, ως ξένο συνάλλαγμα, μετέτρεψε το ελληνικό δημόσιο χρέος, από, κατά 85%, δραχμικό, που ήταν, έως την 31η Δεκεμβρίου 2001, σε χρέος εκφρασμένο, σε ευρώ, γεγονός το οποίο κατέστησε το ελληνικό δημόσιο χρέος μη δυνάμενο να εξυπηρετηθεί, από την ελληνική οικονομία, αφού πήγες, για τα δημόσια έσοδα, ήσαν, πλέον, μόνον, η φορολογία, οι εξαγωγές, ο τουρισμός. Οι εξελίξεις αυτές υπήρξαν καθοριστικές και καταστροφικές, διότι, απλούστατα, το ελληνικό Δημόσιο, αδυνατώντας, πλέον, να έχει τον πρώτο λόγο και τον άμεσο έλεγχο του νομίσματος και το δικαίωμα της νομισματοκοπής, αδυνατούσε να χρησιμοποιήσει την νομισματοκοπείο, ως ένα μέσο χρηματοδότησης των εσόδων του και των χρεών, που είχαν δημιουργηθεί. 

Αυτό το συνδυαστικό γεγονός οδήγησε, στην κρατική χρεωκοπία του Απριλίου 2010, με αποτέλεσμα τις σαρωτικές επιπτώσεις, στην ελληνική οικονομία, η οποία εισήλθε, σε μια μακρά πορεία βαθύτατης κρίσης, η οποία απεικονίζεται στους πίνακες, που παραθέτει το Γραφείο Προϋπολογισμού της ουλής, που, όμως, αποκρύπτει αποκρύπτει τις γενεσιουργές αιτίες αυτής της οικονομικής κατακρήμνισης, που υπέστη και υφίσταται η χώρα μας και η οποία κατακρήμνιση συνεχίζεται, παρά το γεγονός ότι το Γραφείο Προϋπολογισμού της βουλής θέλει να παρουσιάσει την περίοδο, η οποία ακολουθεί, μετά την παρουσιαζόμενη περίοδο οικονομικής κρίσης (2009 - 2016), Δηλαδή την περίοδο 2017 - 2024 κρίσης  ως περίοδο οικονομικής ανάκαμψης, κάτι που, φυσικά, σε καμία περίπτωση, δεν συμβαίνει, διότι η απόσταση, που χωρίζει την ελληνική οικονομία, σήμερα, από την εποχή, που το ελληνικό Δημόσιο χρεωκόπησε, είναι τεράστια. 

Δεν χρειάζεται να προχωρήσω περισσότερο. Σταματώ εδώ και επαναλαμβάνω την προτροπή μου, στους αναγνώστες, να παρακολουθήσουν το αρχικό βίντεο, που παραθέτω, στο οποίο υπάρχουν πλήρης εξηγήσεις και εκτεταμένη ανάλυση, για τις αιτίες της παρούσας κακής κατάστασης, που θα συνεχίσει να είναι αρνητική, διότι οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού της βουλής, για το μέλλον, δηλαδή, για την περίοδο που φτάνει, μέχρι το ,2033 είναι εξαιρετικά φιλόδοξες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Η Ουκρανία βαδίζει, σε πολιτικοστρατιωτικό αδιέξοδο, καθώς ηττάται, από ένα μικρό και ανεπαρκές ρωσικό εκστρατευτικό σώμα. (Μάιος - Ιούνιος 2022 : Η συνθηκολόγηση είναι η μόνη λύση, αλλά)…

Θεολογία, ή φιλοσοφία; Πόσο νόημα έχει αυτό το ερώτημα, στην σύγχρονη εποχή; Πάντως, ο Χρήστος Γιανναράς έδειξε ότι, αν και η αντιθετική διάζευξη, μεταξύ τους, είναι, αρκούντως, οριοθετημένη, δεν οδηγεί, σε αλληλοαποκλεισμό.