1946-1950 Τα παιδιά, στην δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1600 πΧ, ο αρχαιολογικός χώρος, στο Ακρωτήρι της Θήρας, 5ος αιώνας πΧ, η επιγραφή του Δαρείου, 296 μΧ, ο θησαυρός του Τρίερ, 1860 ανασκαφές, στην Ελευσίνα, 1896-1980 Αθήνα, 1900-1969 Θεσσαλονίκη, 1898 το πρώτο ένοπλο όχημα, 1920 Κίνα-Ινδία-Αφρική περικυκλώνουν την Δύση και στο βάθος, ο Μπολσεβίκος, 1950 Βαλτιμόρη, 2025 οι σκουρόχρωμοι, με τα ξανθά μαλλιά, Μελανήσιοι και μετέπειτα (152).
1946 - 1950. Ελλάδα. Τα παιδιά στην δίνη του Εμφυλίου Πολέμου.
Ο ελληνικός εμφύλιος αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού πολέμου. Ξεκίνησε το 1946 και έληξε, στις 15 Οκτωβρίου 1949, με την ήττα και παράδοση του ΔΣΕ. Την περίοδο του εμφυλίου, 340.000 - 360.000 παιδιά είχαν την ανάγκη φροντίδας. Παιδιά, που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει, μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον ελληνικό εμφύλιο. Πρόκειται, για τα παιδιά, που έμειναν ορφανά, στην διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας, για παιδιά, που μετακινήθηκαν, από τις εστίες τους και απομακρύνθηκαν, από τις οικογένειές τους και τέλος, για παιδιά, που μεγάλωσαν, σε φυλακές, εξαιτίας της σύλληψης των γονιών τους, για την δράση τους και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Εκατοντάδες παιδιά μετακινήθηκαν, χωριά εκκενώθηκαν, από τους κατοίκους τους, για να εξυπηρετηθούν τα σχέδια του εθνικού στρατού, ή μεγαλύτερα παιδιά και έφηβοι στρατολογήθηκαν, από τον Δημοκρατικό Στρατό, για να εξυπηρετήσουν τις πολεμικές τους ανάγκες. Επίσης, γύρω στις 28.000 παιδιά (στην περίπτωση αυτή, οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί), πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν, στην υπερορία, κάποτε και χωρίς τους γονείς τους. (Βερβενιώτη, 1999 : 22-24).
Εκτός από τη μετακίνηση των παιδιών, στις παιδουπόλεις, η πολιτική, που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Αθηνών και το παλάτι, επηρέασε τις ζωές χιλιάδων άλλων παιδιών. Οι υποχρεωτικές μετακινήσεις των 700.000, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν, το 1948, σε παλιές αποθήκες και εγκαταλειμμένα υπόγεια, σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οδήγησαν, στον θάνατο και στην ζητιανιά, πολλές εκατοντάδες παιδιών και σε αύξηση της παιδικής εγκληματικότητας.(Γκαγκούλιας, 2004 : 44-46)
Τα παιδιά των φυλακών και της εξορίας.
Δεν ήσαν λίγες οι περιπτώσεις, που κλείνονταν, στις φυλακές, μητέρες με τα βρέφη και τα νήπιά τους. Στο Τρίκερι, το καλοκαίρι του 1949, κρατούνταν μαζί με τις εξόριστες μητέρες τους 235 παιδιά, με ανώτατο όριο ηλικίας τα 12 έτη. (Σέρβος, 2001 : 210). Στις φυλακές Αβέρωφ, ήταν κλεισμένα, με τις μητέρες τους, 70 μωρά, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις γεννήσεων, μέσα στην φυλακή. Οι συνθήκες διαβίωσής τους περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα. (Γκαγκούλιας, 2004 : 53). Σύμφωνα με την Μαντώ Δαλιάνη, γιατρό και κρατούμενη, στις φυλακές Αβέρωφ, μέχρι το 1950, περίπου, 119 παιδιά είχαν ζήσει, εκεί. Τα παιδιά δεν ήσαν καταχωρημένα, σαν τρόφιμοι, επομένως, δεν συμπεριλαμβάνονταν, στο συσσίτιο της φυλακής. (Mazower, 2004 : 105) Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του παιδιάτρου Σ. Μπαρτζιώτα, ο οποίος εξέτασε παιδιά, στις φυλακές Αβέρωφ, ότι τα παιδιά –όπως και οι μητέρες τους - τρέφονταν, μόνο, με κρεμμύδια. (Σέρβος, 2001 : 208) Το 1950, η διεύθυνση των φυλακών απομάκρυνε τα παιδιά, από τις μητέρες τους, ως τιμωρία, για την διαμαρτυρία τους, ενάντια, στις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. 54, από αυτά τα παιδιά, δόθηκαν, σε θετούς γονείς και άλλα 37 στάλθηκαν, σε κρατικά ιδρύματα, μέχρι την δεκαετία του 1960. Οι στερήσεις και η έλλειψη ελευθερίας ήσαν τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής των παιδιών, μέσα, στις φυλακές. Παρ’ όλες τις κακουχίες, τα παιδιά έβρισκαν στοργή στο γυναικείο περιβάλλον, εξ αιτίας της ανάπτυξης του αισθήματος ότι ανήκαν, σε μία κοινότητα και του θεσμού της νονάς, που έδενε πολλές γυναίκες, με ένα παιδί. (Mazower, 2004 : 105).
Επιπλέον, χιλιάδες ήσαν τα βρέφη, που αποχωρίστηκαν την αγκαλιά της μητέρας τους, βίαια, ή δηλώθηκαν, ως νεκρά, μετά την γέννησή τους και προσφέρθηκαν, στο διεθνές εμπόριο «υιοθεσίας», ενισχύοντας τα βασιλικά ταμεία και όσους εμπλέκονταν, στην διακίνηση αυτή. Το 1951, ανακοινώθηκε ότι 2.500 ορφανά θα μεταφέρονταν, στην Αμερική («Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών 19.1.1951), ενώ λίγους μήνες, αργότερα, 5.000 ελληνόπουλα θα επιλέγονταν και θα μεταφέρονταν, στην Βραζιλία. Άλλες πηγές αναφέρουν πως, το 1951, έφυγαν, από την Ελλάδα, 1.500 παιδιά, για τις ΗΠΑ, 1.500, για τον Καναδά, 2.000, για την Αυστραλία και 2.000, για την Νότια Αμερική. (Γκαγκούλιας, 2004 : 43-44).
Η «εξαγωγή» παιδιών συνεχίστηκε, μέχρι και το 1962, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή 10.000 παιδιών, στις ΗΠΑ. Ο πυρήνας του κυκλώματος των παράνομων υιοθεσιών φαίνεται πως περιελάμβανε το παλάτι, ανώτατους αξιωματούχους της εκκλησίας, πολιτικούς παράγοντες, δικαστικούς, στελέχη του κρατικού μηχανισμού, ιατρούς και δικηγόρους, οι οποίοι, παράλληλα, προέβαλαν την αφοσίωσή τους, «στην πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια». Επίσης, σημαντικό ρόλο, στην διακίνηση των παιδιών, είχαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν έλθει, στην Ελλάδα, με το πρόσχημα της προσφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας. Εκατοντάδες βρέφη παρουσιάζονταν, ως νεκρά, στους γονείς τους και στέλνονταν, στην Αμερική, για υιοθεσία, προς 2.000-3.000 δολάρια, το παιδί, ενώ η τιμή έφτασε και τις 10.000 δολάρια, λόγω της ζήτησης. Σύμφωνα με δημοσίευμα της New York Times (Απρίλης 1996), το 1950 υιοθετήθηκαν, από οικογένειες της Νέας Υόρκης, 2.000 Ελληνόπουλα, χωρίς την συγκατάθεση των φυσικών τους γονιών. Στο ίδιο δημοσίευμα, αναφέρεται, ως «εγκέφαλος» της σπείρας, ο Στέφεν Σκόπας, ο οποίος, εκτός από ειρηνοδίκης, ήταν και ανώτατο στέλεχος Ελληνοαμερικανικών Θρησκευτικών και Πολιτικών Οργανώσεων. (Σέρβος, 2001 : 159-162).
Οι παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης
Η επιστροφή της βασιλικής οικογένειας, στην Ελλάδα, με το δημοψήφισμα του 1946, συνοδεύτηκε, με την προσπάθεια των μελών της να κερδίσουν και πάλι, την εύνοια του ελληνικού λαού. Η θέση της βασίλισσας ήταν, ιδιαιτέρως, δύσκολη, αφού είχε κατηγορηθεί, από αντιμοναρχικούς της εποχής, για φιλοναζισμό και συμμετοχή στην ναζιστική νεολαία, ενώ φαίνεται πως, ακόμη και οι φιλοβασιλικοί την αντιπαθούσαν, εξ αιτίας της γερμανικής της καταγωγής. Το μέσον, με το οποίο προσπάθησε να αποκαταστήσει την εικόνα της, στον ελληνικό λαό και παράλληλα, να ασκήσει πολιτική, ήταν η φιλανθρωπία. Ιδρύθηκαν, λοιπόν, δύο οργανισμοί : το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα και η Βασιλική Πρόνοια, η οποία ιδρύθηκε, στις 10 Ιουλίου 1947. Το πρώτο βρισκόταν, υπό την διοίκηση του βασιλιά και αφορούσε την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων, ενώ το δεύτερο αφορούσε την συγκέντρωση των παιδιών, ηλικίας 4 έως 16 ετών, σε 53 ιδρύματα, τις λεγόμενες «παιδουπόλεις». (Vervenioti, 2002 : 4)
Οι εργασίες της Βασιλικής Πρόνοιας απευθύνονταν, κυρίως, στην Βόρεια Ελλάδα, όπου μαινόταν το μεγαλύτερο μέρος των εμφυλίων συγκρούσεων. Οι παιδουπόλεις ιδρύθηκαν, με χρήματα, που συγκέντρωσε, με τη διενέργεια εράνου, τον Έρανο «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος. Υπολογίζεται ότι τα χρήματα, που διακινήθηκαν, από τα βασιλικά ιδρύματα, ήσαν, πάνω από 300.000.000 δρχ. το χρόνο, ενώ οι κρατικοί φορείς δεν ήσαν, σε θέση να ελέγξουν την διαχείριση τους. (Βερβενιώτη, 1999 : 22-24).
Τα ηλικιακά όρια των παιδιών που συγκεντρώθηκαν, ήσαν 4-16 χρονών. Τα όρια αυτά δεν τηρήθηκαν, καθώς ο Κυβερνητικός Στρατός μετακίνησε «παιδιά», μέχρι και 20 ετών. Επιπλέον, λειτουργούσε και μία τεχνική σχολή, στην Κω, για «ανήλικους εγκληματίες». Πρέπει να αναφερθεί πως οι συνθήκες περιορισμού και αποκλεισμού, σε ένα τέτοιο ίδρυμα – όπως συμβαίνει και σε, κάθε είδους, κέντρου κράτησης – δημιουργεί τις προϋποθέσεις, για ανάρμοστες συμπεριφορές, προς τους κρατούμενους (όπως βασανιστήρια και βιασμοί), οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν την εποχή εκείνη. (Γκαγκούλιας, 2004 : 50-51). Στα κέντρα αυτά, τα παιδιά και οι νέοι διαπαιδαγωγούνταν, με αντικομμουνιστικά συνθήματα και θεωρούσαν τους γονείς τους εγκληματίες, προδότες και άξιους, για την κατάδοσή τους, στις αστυνομικές αρχές.
Ο τρόπος συλλογής των παιδιών ποικίλει, ανάλογα, με τις πηγές άντλησης πληροφοριών και τις μαρτυρίες. Σημειώνονται περιπτώσεις, που οι γονείς έστειλαν, οικειοθελώς, τα παιδιά τους, στις παιδουπόλεις, περιπτώσεις που τα παιδιά στάλθηκαν, εν αγνοία, των γονέων και άλλες, που οι γονείς υπέκυψαν, μετά από απειλές άμεσης εκτέλεσης. (Baerentzen, 1992 : 138, 141-142).
Υπολογίζεται ότι, περίπου, 18.000 παιδιά μεταφέρθηκαν, στις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές, ο αριθμός τους ανερχόταν, στις 25.000-28.000. (Vervenioti, 2002 : 4) Από τις 53 παιδουπόλεις, οι 23 λειτουργούσαν, στην Αθήνα, 12 στην Θεσσαλονίκη, 3 στα Γιάννενα, 2 στην Λαμία και από μια, σε Καβάλα, Αγρίνιο, Βόλο, Λάρισα και Πάτρα. Στα νησιά, υπήρχαν 3, στην Ρόδο, 2, στην Σύρο και από μία, σε Μυτιλήνη, Τήνο και Κέρκυρα. (Βερβενιώτη, 2004:107).
Ο τρόπος ζωής και διαπαιδαγώγησης στις παιδουπόλεις.
Η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στις παιδοπόλεις είχε, ως στόχο, την εσωτερίκευση των εθνικοχριστιανικών ιδεωδών, τα οποία προέβαλλε, κατά κόρον, η κυβερνητική παράταξη και το παλάτι. Η στελέχωση των παιδοπόλεων έγινε, σύμφωνα με την αποδεδειγμένη αφοσίωση των εργαζομένων, στους εθνικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, και όχι, σύμφωνα με την παιδαγωγική τους κατάρτιση. Η φρούρηση των ιδρυμάτων γινόταν, από χωροφύλακες, οι οποίοι ονομάζονταν «παιδονόμοι».
Η ψυχαγωγία των παιδιών αφορούσε τον προσκοπισμό και τα κατηχητικά σχολεία, ενώ, παράλληλα, γινόταν εκκλησιασμός, κάθε Κυριακή. Το ημερήσιο πρόγραμμα ξεκινούσε, με το κτύπημα της καμπάνας, εγερτήριο, πρωινό προσκλητήριο, έπαρση της σημαίας, πρωινή προσευχή, στρώσιμο των κρεβατιών, πρωινή και απογευματινή εθνική κατήχηση, βραδινό προσκλητήριο, εσπερινή προσευχή, κατάκλιση και κτύπος της καμπάνας, που σήμαινε το σιωπητήριο.
Η εμφάνιση των παιδιών, στις πόλεις, γινόταν, σε στρατιωτικούς μετασχηματισμούς. Ήσαν ντυμένα, με ομοιόμορφες στολές, στρατιωτικό μπουφάν και χακί παντελόνι, για τα αγόρια και γκρι φουστάνια, για τα κορίτσια.
Η απασχόληση των κοριτσιών, στις παιδοπόλεις, ήταν το πλέξιμο, το μαντάρισμα, το σιδέρωμα, το μαγείρεμα, ο αργαλειός, η ταπητουργία, το κέντημα, σύμφωνα με τις ιδέες, για τον προορισμό της γυναίκας : νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα. Τα έργα των κοριτσιών πωλούνταν και τα έσοδα πήγαιναν, στο ταμείο του Εράνου. (Σέρβος, 2001 : 176-179).
Επίσης, το Βασιλικό Ίδρυμα είχε ιδρύσει Τεχνικές σχολές, οι οποίες τέθηκαν, στην ευθύνη του Εράνου. Η μεγαλύτερη όλων ήταν η Βασιλική Τεχνική Σχολή Λέρου, η οποία ιδρύθηκε, τον Μάρτιο του 1949, όπου είχαν μεταφερθεί, αρχικά, οι ανήλικοι, που συμμετείχαν, στον ΔΣΕ, από την Πελοπόννησο, για να εκπαιδευτούν, τεχνικά και να «αναμορφωθούν», ηθικά. Η διάρκεια φοίτησης ήταν ένας χρόνος. Οι συνθήκες, που επικρατούσαν, ήταν στρατιωτικές και η Σχολή της Λέρου αποτελούσε παράδειγμα εκφοβισμού, για τους ανυπάκουους τροφίμους των υπόλοιπων παιδουπόλεων. (Βερβενιώτη, 2004 : 109). Άλλος τίτλος, που δόθηκε στα κέντρα αυτά, ήταν «Αποικίαι ελεύθερων καταδίκων» (Καθημερινή, 15-12-1951). Στις φυλακές αυτές, κρατούνταν ανήλικοι, που αντιμετώπιζαν την ποινή του θανάτου. Στις φυλακές ανηλίκων Κηφισιάς, κρατούνταν 98 κορίτσια, 3 από τα οποία ήσαν καταδικασμένα, σε θάνατο (Δήμητρα Γκοτζινοπούλου, Τασία Γαραμανίδου, Κατίνα Καλλάτου). Περισσότερα, από 360 παιδιά της Μακρονήσου, είχαν καταδικαστεί, χωρίς αφορμή, σε βαριές ποινές και υπόκεινταν, σε βασανιστήρια. Αίσθηση είχε προκαλέσει η έκκληση μιας ομάδας παιδιών, που ήσαν κλεισμένα, στις φυλακές της Κηφισιάς, η οποία δημοσιεύτηκε, στον «Δημοκρατικό Τύπο», το 1950, όπου καταγγέλλουν φόνους, βασανιστήρια και βιασμούς των ανήλικων τροφίμων. Με τους, παραπάνω, τρόπους, οι φύλακες του αναμορφωτηρίου προσπαθούσαν να αποσπάσουν τις δηλώσεις μετανοίας και να ικανοποιήσουν τα αρρωστημένα πάθη τους. Η ομάδα των νέων προχωράει, στην καταγγελία, πέρα από τους φυσικούς αυτουργούς και κατηγορεί τους ηθικούς αυτουργούς και εμπνευστές του σχεδίου αυτού. Η έκκληση αυτή υπογράφηκε, από όλους τους κρατούμενους των φυλακών Κηφισιάς. 330 ανήλικοι τρόφιμοι των φυλακών Μακρονήσου προχώρησαν, σε παρόμοια έκκληση, το 1950, 39, από τους οποίους, αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν, το 1949. Ακολούθησαν καταγγελίες και άλλων παιδιών, από τη Βίδο και την Κέρκυρα. Σε όλες τις παραπάνω εκκλήσεις, γίνονταν ονομαστικές καταγγελίες των βασανιστών. (Γκαγκούλιας, 2004 : 49).
Η μετακίνηση παιδιών, από τον Δημοκρατικό Στρατό.
Μετά την συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και εξαιτίας των διώξεων, που υφίσταντο, τα μέλη του ΚΚΕ, είχαν ιδρύσει προσφυγικά κέντρα, στην Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Αλβανία. Το 1947 – όταν είχε, ήδη, σχηματιστεί η «Κυβέρνηση του Βουνού» και το ΚΚΕ είχε τεθεί, εκτός νόμου –, στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία, δύο νηπιαγωγεία και ένας παιδικός σταθμός. Οι εκδιωγμένοι θεωρούσαν την μετακίνηση αυτή, ως προσωρινή. «Για δεκαπέντε μέρες, φύγαμε και κάτσαμε 52 χρόνια» αναφέρει η κυρία Χ.Π., πολιτική πρόσφυγας, από την Ρουμανία. Υπεύθυνοι, για τους προσφυγικούς καταυλισμούς, τέθηκαν μέλη της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και το ΚΚΕ, ενώ ενεργό ρόλο είχαν και τα κομμουνιστικά κόμματα, οι Ερυθροί Σταυροί, οι οργανώσεις νεολαίας των χωρών υποδοχής και τα «Αετόπουλα». (Βερβενιώτη, 2004 : 105-107) Το ΚΚΕ είχε θέσει το ζήτημα, στο Διεθνές Συνέδριο Δημοκρατικής Νεολαίας, στο Βελιγράδι, στις 3 Μαρτίου 1948, όπου οι εκπρόσωποι των νεολαίων των Λαϊκών Δημοκρατιών είχαν υιοθετήσει την πρόταση να φιλοξενήσουν, προσωρινά, τα ελληνόπουλα, σε συνεργασία, με τις κυβερνήσεις. Στις 7 Μαρτίου 1948, οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών έκαναν δεκτό το αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης να φιλοξενήσουν και να περιθάλψουν τα παιδιά, μέχρι οι συνθήκες, στην Ελλάδα, να επιτρέψουν την επιστροφή τους. (Σέρβος, 2001 : 222). Το Μάιο του 1948, το ΚΚΕ συγκρότησε την «Επιτροπή Βοήθειας, στο Παιδί» (ΕΒΟΠ), με έδρα, αρχικά, τη Βουδαπέστη και αργότερα, το Βουκουρέστι, της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Πέτρος Κόκκαλης, γιατρός και πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ΕΒΟΠ ανέλαβε την επίβλεψη της μεταφοράς και παραμονής των παιδιών, στις Λαϊκές Δημοκρατίες.(Βερβενιώτη, 2004 : 105-107).
Οι λόγοι, που οδήγησαν τον Δ Σ να ξεκινήσει την μεταφορά των παιδιών, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, σύμφωνα με την αντάρτικη εφημερίδα «Εξόρμηση», ήσαν οι εξής :
α) Οι καταστροφές, που προκαλεί η πολιτική του κυβερνητικού στρατού.
β) Η έλλειψη τροφής.
γ) Η καθημερινή έκθεση, στους δρόμους, 150.000 και άνω παιδιών, με αποτέλεσμα τον θάνατό τους,
δ) Η διαταγή της Φρειδερίκης, για συγκέντρωση όλων των παιδιών, με σκοπό την «πλύση εγκεφάλου» και
ε) Οι βομβαρδισμοί των γυναικόπαιδων, από τον κυβερνητικό στρατό, που είχε, ως αποτέλεσμα, τον θάνατο 120 παιδιών τους πρώτους μήνες του 1948. (Baerentzen, 1992 : 141).
Το όριο ηλικίας των παιδιών ήταν 3-14 χρονών, αλλά όπως και στην περίπτωση του Εράνου, δεν τηρήθηκε. Σύμφωνα με μαρτυρίες μαχητών του Δ Σ, υπήρχαν περιπτώσεις μεγαλύτερων παιδιών (14-18 ετών), που συλλέχθηκαν, εκπαιδεύτηκαν, εντός, ή εκτός Ελλάδας και πήραν μέρος, στις μάχες. Δεδομένου ότι ο Δ Σ αντιμετώπιζε πρόβλημα, με τις εφεδρείες του, τον Φεβρουάριο του 1948 δημοσιεύτηκε, στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης, στρατιωτική Διάταξη, για την επιστράτευση των γυναικών. Ένας λόγος, λοιπόν, που απομακρύνθηκαν και τρίχρονα παιδιά, ήταν η εισαγωγή των γυναικών, στις στρατιωτικές υπηρεσίες του Δ Σ. (Βερβενιώτη, 2004 : 106-107).
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Εξόρμηση», από τα μέσα του Φεβρουαρίου μέχρι τις 5 Μαρτίου, οι γονείς συγκέντρωσαν 4.784 παιδιά, από 59 χωριά, ώστε να μεταφερθούν, στις λαϊκές δημοκρατίες. Την 1η Απριλίου του 1948, η εφημερίδα περιέγραφε την διαδρομή 1.884 παιδιών, με τα κάρα και τους συνοδούς τους. Οι συνοδοί ήσαν, συνήθως, κορίτσια και αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας, «μωρομάνες» και ηλικιωμένοι. Σύμφωνα με πληροφορίες της UNSCOB (Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια), η μαζική εκτόπιση παιδιών δεν είχε αρχίσει, πριν το Μάρτιο του 1948.( Baerentzen, 1992 : 141 - 148).
Η αποστολή των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, έγινε, με την σύμφωνη γνώμη των γονιών τους και όπου δεν υπήρχαν γονείς, με την σύμφωνη γνώμη των στενών τους συγγενών. Επρόκειτο, για παιδιά, που στην μεγάλη τους πλειοψηφία, ήσαν παιδιά ανταρτών, ή συγγενείς τους. Προέρχονταν, κυρίως, από τις βόρειες περιοχές της χώρας, αν και ανάμεσά τους, υπήρχαν «ανταρτόπαιδα», από την Νότια Ελλάδα, την Θεσσαλία και την Ρούμελη. Οι χώρες υποδοχής, σε συνεργασία, με την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, είχαν φροντίσει, για τη μεταφορά και την εγκατάσταση των παιδιών, από την στιγμή, που περνούσαν τα σύνορα, για την διατροφή τους και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Χώρες, που δέχτηκαν παιδιά, ήσαν η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ανατολική Γερμανία, η Βουλγαρία. Επίσης, παιδιά δέχτηκε και η Αλβανία, τα οποία προωθήθηκαν, στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και η ΕΣΣΔ, μετά την ήττα του ΔΣΕ και το πέρασμα των ανταρτών, στην πολιτική προσφυγιά, μετά το 1949. (Σέρβος, 2001 : 226-227).
Η κατάσταση της υγείας των παιδιών ήταν πολύ άσχημη. Από το σύνολο των παιδιών, που στάλθηκαν, στις Λαϊκές Δημοκρατίες, έπασχαν : το 26%, από πνευμονικές παθήσεις, το 17,5% από βρογχικά, το 10,5%, από νευρικές παθήσεις, το 14%, από ψώρα, το 21,5%, από ρευματικά και άλλες αρρώστιες. Υγιή ήσαν, μόνο, το 10,5%. Επίσης, από το σύνολο αυτών, που ήσαν σχολικής ηλικίας, το 60% ήσαν, τελείως, αγράμματα. (Γκαγκούλιας, 2004 : 95).
Ο αριθμός των παιδιών, που αναφέρεται ότι μεταφέρθηκαν, από τον Δ Σ και ζούσαν, στις λαϊκές δημοκρατίες και στην Σοβιετική Ένωση, το 1950, υπολογίζεται, σε 25-28.000. Υπάρχει μία σχετική ασάφεια, στον αριθμό των παιδιών, που φιλοξενούνταν, στην Γιουγκοσλαβία, καθώς οι σχέσεις Τίτο-Στάλιν διακόπηκαν. Επίσης, υπάρχει σύγχυση, σχετικά με τον αριθμό των παιδιών, που μεταφέρθηκαν, καθώς στα 25-28.000 παιδιά συμπεριλαμβάνονται και οι νεαροί μαχητές του Δ Σ, τα παιδιά, που γεννήθηκαν, εκτός των ελληνικών συνόρων και εκείνα, που μεταφέρθηκαν, μαζί με τις οικογένειές τους, πριν και κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι μετακινήσεις συνεχίστηκαν, μέχρι το τέλος, σχεδόν, της εμφύλιας σύγκρουσης, το καλοκαίρι του 1949. (Σέρβος, 2001 : 105-107).
Ιδρύματα φιλοξενίας και διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Οι πρώτες πόλεις υποδοχής των παιδιών ήσαν το Μπούλκες της Βοϊβοντίνας (Γιουγκοσλαβία), όπου ήσαν συγκεντρωμένοι περίπου 6.000 αντάρτες και είχε μετατραπεί, σε ελληνική αυτοδιοικούμενη κοινότητα, η Σκόδρα και η Αυλώνα (Αλβανία), το Μπάνκες της Βουλγαρίας. Τα έξοδα συντήρησης, διατροφής, ρουχισμού, νοσηλείας και μόρφωσης, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ανέλαβαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες.
Παιδίατροι, παιδοκόμοι, νηπιαγωγοί, νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οργανώσεις της νεολαίας ανέλαβαν την περίθαλψη των παιδιών, την σίτιση, καθαρισμό και ένδυσή τους. Στη συνέχεια, τα προσφυγόπουλα μεταφέρθηκαν, με τρένα και λεωφορεία, στις πόλεις προορισμού τους. Εκεί, τα παιδιά έμειναν, σε παλιά ανάκτορα, παιδικές κατασκηνώσεις, στρατόπεδα και άλλα ιδρύματα, τα οποία είχαν μετατραπεί, σε παιδικούς σταθμούς. Ο κάθε σταθμός λειτουργούσε, με κατάλληλο προσωπικό και στην αρχή, έμεναν και οι μητέρες που συνόδευαν τα παιδιά, στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Επίσης, τα μεγαλύτερα, σε ηλικία παιδιά, φρόντιζαν τα μικρότερα.
Οι παιδικοί σταθμοί αποτελούνταν, από μεγάλες αίθουσες, στις οποίες έμεναν 10 περίπου παιδιά (τα αγόρια χωριστά, από τα κορίτσια), σε ξεχωριστό κρεβάτι το καθένα. Μέσα, ή δίπλα, σε κάθε σταθμό, υπήρχαν λέσχες, όπου τα παιδιά σιτίζονταν. Επίσης, σε κάθε σχολείο, υπήρχαν εργαστήρια, γραφεία των μαθητικών οργανώσεων, αθλητικά και μουσικά όργανα, είδη ζωγραφικής, αίθουσες και μηχανήματα προβολής, ενώ, στους μεγάλους παιδικούς σταθμούς, λειτουργούσαν ιατρεία, με μόνιμο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό (παιδίατροι, παθολόγοι, νοσοκόμες). Αρχικά, πολλά από τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, όπως στον ύπνο σε κρεβάτι –μιας και στην Ελλάδα κοιμόντουσαν σε ψάθες στο πάτωμα- και στην τήρηση κανόνων υγιεινής – όπως το μπάνιο με σαπούνι και πλύσιμο δοντιών. (Σέρβος, 2001 : 242-243).
Όταν τα παιδιά βρέθηκαν, εκτός Ελλάδας, δόθηκε μεγάλη έμφαση στην αλληλογραφία τους, με τους γονείς, ή άλλους συγγενείς, στην Ελλάδα. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετοί πρόσφυγες τιμωρήθηκαν, επειδή άκουγαν «τα νέα», από την ελληνική ραδιοφωνία. (Γκαγκούλιας, 2004 : 144 ). Η επιρροή του Κόμματος, στην καθημερινή ζωή των προσφύγων, ήταν πολύ μεγάλη. Ακόμη, επιδιώχθηκε τα παιδιά να μετακομίσουν στις χώρες που ζούσαν και οι γονείς τους, αν και αυτό επιτεύχθηκε μετά τη λήξη του εμφυλίου, κυρίως το 1950. Επίσης, τα παιδιά παρακολουθούσαν μαθήματα στην ελληνική και στη γλώσσα της χώρας υποδοχής. (Σέρβος, 2001 : 237).
Σύμφωνα με την Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων, ο αριθμός των παιδιών ανά χώρα ήταν ο εξής : Ρουμανία 5.132, Τσεχοσλοβακία 4.148, Πολωνία 3.590, Ουγγαρία 2.859, Βουλγαρία 672, Σοβιετική Ένωση 1.128, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας 1.300, συνολικά 18.829 παιδιά.
Όσον αφορά την διαπαιδαγώγηση των παιδιών της υπερορίας, οι Έλληνες δάσκαλοι ανελάμβαναν να διαμορφώσουν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης στους μαθητές, σύμφωνα με οδηγίες του Κομουνιστικού Κόμματος. Εάν οι δάσκαλοι δεν ακολουθούσαν την κομματική γραμμή, απομακρύνονταν, από τα καθήκοντά τους και κάποιες φορές «στέλνονταν, στα εργοστάσια, για να αποκτήσουν προλεταριακή συνείδηση». (Γκαγκούλιας, 2004 : 123-124). Στους μαθητές καλλιεργούνταν η πεποίθηση πως θα γύριζαν, σύντομα, στην Ελλάδα, για να την «απελευθερώσουν» και τους καλούσαν να διαβάζουν και να μοχθούν, για την «σοσιαλιστική ανοικοδόμηση» της πατρίδας τους.
Η επιστροφή των παιδιών, στις εστίες τους.
Το θέμα της επιστροφής των παιδιών, στις οικογένειές τους, χρησιμοποιήθηκε και από τις δύο πλευρές, για να ασκηθούν πολιτικές πιέσεις. Η εκμετάλλευση του θέματος των παιδιών, για την επίτευξη των πολιτικών σχεδίων της κάθε πλευράς, έκανε το έργο της επιστροφής των παιδιών, ακόμη, πιο δύσκολο.
Όσον αφορά τα παιδιά των παιδοπόλεων της Φρειδερίκης, η επιστροφή τους, στην οικογενειακή στέγη, ήταν προβληματική, λόγω πολιτικών επιπλοκών. Η Επιτροπή του Εράνου αποφάσισε ότι θα μπορούσαν να επιστρέψουν όλοι οι τρόφιμοι, εκτός από εκείνους, που ήταν ορφανοί και από τους δύο γονείς, ή «των προς τούτοις εξομοιουμένων», δηλαδή τα παιδιά των οποίων οι γονείς ήταν αντάρτες, εντός, ή εκτός Ελλάδας, εξόριστοι, ή φυλακισμένοι, οι οποίοι θεωρούνταν, από τον Έρανο, νεκροί. Με λίγα λόγια, θεωρούνταν ορφανά και τα παιδιά που οι γονείς τους ζούσαν, αλλά είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις, από την επικρατούσα εθνικόφρονη κυβέρνηση. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα παιδιά των εξόριστων και των φυλακισμένων ήσαν «ανέστια», θεωρήθηκε αδικαιολόγητη η παρακράτηση των παιδιών, των οποίων οι γονείς ήσαν μέλη του Δ Σ στο παρελθόν και ζούσαν, εφόσον η εμφύλια διαμάχη είχε σταματήσει. Για την κράτηση των παραπάνω παιδιών, είχε συνεχιστεί η λειτουργία 13, από τις 53 παιδοπόλεις.(Βερβενιώτη, 2004 : 118-119). Στις 24 Ιουνίου του 1950 έγινε η «τελετή επαναπατρισμού», στην πλατεία Συντάγματος. Σύμφωνα με στοιχεία του Βασιλικού Ιδρύματος, ο αριθμός των παιδιών που επέστρεψαν ήταν 15.000, δηλαδή περίπου τα μισά παιδιά. (Σέρβος, 2001 : 148).
Ο επαναπατρισμός των παιδιών, που είχαν μετακινηθεί, στις ανατολικές χώρες, ήταν δυσκολότερος, εξαιτίας της διεθνούς πολιτικής εμπλοκής. Η πρώτη αποστολή, από 21 παιδιά, έφτασε, στην Ελλάδα, στις 23 Νοεμβρίου 1950. Μέχρι το 1952, είχαν επιστρέψει, περίπου, 500 παιδιά, όλα από την Γιουγκοσλαβία, εξαιτίας της σύγκρουσης Τίτο-Στάλιν. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, επέστρεψαν και άλλα παιδιά, από χώρες της σοσιαλιστικής επιρροής, αλλά ο συνολικός αριθμός παραμένει άγνωστος. Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα παιδιά παρέμειναν, στις λαϊκές δημοκρατίες και στην Σοβιετική Ένωση, μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς πρόσφυγες. (Βερβενιώτη, 2004 : 119-120).
Τα παιδιά των παιδουπόλεων φαίνεται πως προσαρμόστηκαν, ευκολότερα, από τα προσφυγόπουλα, καθώς οι αξίες, με τις οποίες είχαν διαπαιδαγωγηθεί ήταν συμβατές, με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που συνάντησαν, στην επιστροφή τους. Συχνά, έτρεφαν αρνητικά αισθήματα, προς τους «κομμουνιστές – προδότες» γονείς τους.
Τα περισσότερα παιδιά των φυλακισμένων γυναικών έσμιγαν, με τις μητέρες τους, μετά την αποφυλάκισή τους. Τα δύο τρίτα των παιδιών της φυλακής μεγάλωσαν, χωρίς πατέρα, είτε, γιατί είχε πεθάνει, ή επειδή ήταν, στην εξορία, στην φυλακή, ή αγνοούμενος. Οι γονείς, που αποφυλακίζονταν, ή επέστρεφαν, από την εξορία, συναντούσαν μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, κατά την ένταξή τους, στον κοινωνικό ιστό και αυτό φαίνεται να δυσχεραίνει, ακόμη περισσότερο, τις σχέσεις τους, με τα παιδιά τους. Σε πολλές περιπτώσεις, είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως η ζωή τους είχε καταστραφεί, εξαιτίας των πολιτικών ιδεών των γονιών τους.(Mazower, 2004 : 114-116).
Δέσποινα Καραθανάση.
1600 πΧ Θήρα (Σαντορίνη). Ο αρχαιολογικός χώρος του Ακρωτηρίου. Θαμμένο κάτω από στρώματα ηφαιστειακής στάχτης, στο νησί της Σαντορίνης βρίσκεται ένας από τους πιο στοιχειωμένους αρχαιολογικούς χώρους στον κόσμο - το Ακρωτήρι, που, συχνά, ονομάζεται «Πομπηία της Εποχής του Χαλκού». Αλλά, σε αντίθεση, με την Πομπηία, η καταστροφή του Ακρωτηρίου ήλθε αιώνες, νωρίτερα, όταν μια κατακλυσμική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας εξολόθρευσε την πόλη και αναδιαμόρφωσε το ίδιο το πρόσωπο του Αιγαίου πελάγους. Αυτό, που κατέστρεψε, το ηφαίστειο, το διατήρησε, επίσης, θάβοντας έναν ολόκληρο πολιτισμό, στην σιωπή, για πάνω, από τρεις χιλιετίες. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν, στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά δεν αποκαλύφθηκε, πραγματικά, μέχρι την δεκαετία του 1960, η κλίμακα της πόλης. Αυτό, που προέκυψε, ήταν ένα εκλεπτυσμένο αστικό κέντρο, γεμάτο, με πολυώροφα κτίρια, συστήματα αποχέτευσης, έπιπλα και εκπληκτικές τοιχογραφίες, που λάμπουν, ακόμη, από χρώμα, σήμερα. Οι άνθρωποι του Ακρωτηρίου ήταν, πιθανότατα, Μινωικοί, η τέχνη τους απεικονίζει δελφίνια, συλλέκτες κρόνου και τελετουργικές πομπές - όλα παγωμένα, στον χρόνο, κάτω από την στάχτη. Ωστόσο, δεν βρέθηκαν, ποτέ, ανθρώπινα λείψανα, στην πόλη, γεγονός, που υποδηλώνει ότι οι κάτοικοί της είχαν λάβει υπόψη τα σημάδια έγκαιρης προειδοποίησης και εκκένωσαν, πριν την τελική καταστροφή, κάτι σπάνιο, στις αρχαίες ιστορίες καταστροφών. Αυτό, που κάνει το Ακρωτήρι τόσο ισχυρό, δεν είναι, μόνον, η ομορφιά, ή η διατήρησή του - είναι η απόκοσμη ακινησία, σαν να διακόπηκε η ζωή, στην μέση της αναπνοής. Καρβέλια ψωμιού ακόμα κάθονται στους φούρνους. Τα βάζα έμειναν αδιάσπαστα, σε πέτρινα ράφια. Μας προσφέρει ένα ζωντανό παράθυρο, στο παρελθόν, μια πόλη ευημερίας και τέχνης, που σβήνει, σε μια στιγμή. Και εγείρει ένα δελεαστικό ερώτημα, που, ακόμη, αντηχεί, στην ηφαιστειακή καλντέρα : αυτή ήταν η πραγματική Ατλαντίδα που έγραψε ο Πλάτωνας, την κατάπιε η θάλασσα και χάθηκε, στον μύθο; Το Ακρωτήρι δεν είναι, απλά, μια ανασκαφή - είναι ένας ψίθυρος της Εποχής του Χαλκού, κάτω από την στάχτη, υπενθυμίζοντας μας, πώς η φύση μπορεί, τόσο να καταστρέψει, όσο και να απαθανατίσει, με μια, μόνο, ανάσα.
5ος αιώνας πΧ. Μπεχιστούν, Περσία. Μια επιγραφή του Δαρείου του Μεγάλου, που κατέπνιξε, με αίμα, τον τόπο του, για να επικρατήσει. Όμως, όταν στράφηκε, εναντίον της Ελλάδας, το πλήρωσε ακριβά. Ο Δαρείος ο Μέγας, το 521 πΧ, ανέβηκε στον θρόνο, παραποιώντας τα στοιχεία της ταπεινής καταγωγής του. Οι επαρχίες του Ελάμ, η Μηδεία,η Αίγυπτος, η Βαβυλώνα, η Παρθία, και η Μοργιανή κήρυξαν επανάσταση, την οποία κατέπνιξε, με μεγάλη σκληρότητα και πολύ αίμα. Μόνον, στη Μοργιανή, εκτέλεσε 55.000 ανθρώπους. Στην παραποίηση των στοιχείων του, θεωρούσε τον εαυτό του ότι προέρχεται, από τον γενάρχη των Αχαιμενιδών και την συγγένειά του, με τον Κύρο. Στα ανατολικά, δεν είχε καμία στρατιωτική επιτυχία, γι’ αυτό στράφηκε δυτικά. Κατέλαβε, Θράκη, Μακεδονία, Ίμβρο, Λήμνο, το 512 πΧ, αλλά, όταν στράφηκε, εναντίον του ακροατηρίου Άθως, ο στόλος του καταστράφηκε. Το 490 πΧ, στην μάχη του Μαραθώνα, γνώρισε την συντριβή, από τον Μιλτιάδη και τους στρατηγούς του. Πέθανε το 485 πΧ.
.
1898 Βρετανία. Ο παππούς και ο πατέρας των ένοπλων οχημάτων. Η στρατιωτική τεχνολογία έκανε τα πρώτα της βήματα, προς την μηχανοκίνηση. Ο F. R. Simms, ένας πρωτοπόρος Βρετανός εφευρέτης, δημιούργησε το Motor Scout — το πρώτο ένοπλο όχημα, με κινητήρα βενζίνης. Επρόκειτο, για ένα τρίκυκλο, με κινητήρα 1,5 ίππων, στο οποίο είχε τοποθετηθεί ένα πολυβόλο Maxim, στο μπροστινό μέρος. Αν και δεν διέθετε θωράκιση, θεωρείται ο «παππούς» όλων των ένοπλων οχημάτων. Έναν χρόνο, αργότερα, το 1899, ο Simms παρουσίασε το Motor War Car, το πρώτο τεθωρακισμένο πολεμικό όχημα, στον κόσμο. Με θωράκιση, από ατσάλι και εξοπλισμένο, με δύο πολυβόλα Maxim, το όχημα κινούνταν, από έναν ισχυρότερο κινητήρα 16 ίππων της Daimler. Αυτή η κατασκευή άνοιξε τον δρόμο, για τα σύγχρονα τεθωρακισμένα και τα άρματα μάχης, καθιστώντας το Motor War Car, τον «πατέρα» των οχημάτων μάχης, που ακολούθησαν.
1900 (δεκαετία) Οθωμανική Θεσσαλονίκη. Το δυτικό τείχος της Ακρόπολης, από το Γεντί Κουλέ, μέχρι τον πύργο λίγο χαμηλότερα από την οδό Σπάρτακου, τον δρόμο, που βγαίνει δεξιά, από το ανώτερο σημείο της Αγράφων, προς τις Συκιές, ή, μέχρι το ύψος του 2ου Λυκείου Συκεών.
1926. Αθήνα. Πλανόδιος πωλητής παπουτσιών.
1928 Αθήνα, πλατεία Βικτωρίας. Κατασκευή του υπόγειου ηλεκτρικού σταθμού.
1939 Βερολίνο. Η τοποθεσία της στήλης νίκης. Στο βάθος, ο δρόμος οδηγεί, στην Πύλη του Βρανδεμβούργου.
6/1941 Λιθουανία. Γυναίκες δίνουν νερό, στους Γερμανούς στρατιώτες.
1941 (καλοκαίρι). Σύρος, ιταλική Κατοχή.
1946 Γερμανία. Στρατιώτης, που ήταν αιχμάλωτος, γυρνάει, στο σπίτι του και μαθαίνει ότι η οικογένειά του δεν είναι, εκεί.
1940 (δεκαετία). Θεσσαλονίκη. Εγνατία και Αντιγονιδών.
1950 Θεσσαλονίκη. Μια βροχερή ημέρα, στην παραλιακή.
1956 Γερμανία. Παιδί αντικρίζει τον πατέρα του μετά την αιχμαλωσία.
1954. Νέο Φάληρο. Το τραμ στην οδό Τζαβέλλα.
1960 Βενετία : Η Claudia Cardinals, ο Alain Delon και η Κατίνα Παξινού, στην πρεμίερα της ταινίας «Ο Ρόκκο και τα αδέλφια του» του Λουκίνο Βισκόντι, στο κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Όταν, κάποτε, ρώτησαν την Κατίνα Παξινού, ποιος είναι ο αγαπημένος της ρόλος, εκείνη απάντησε : «Δεν υπάρχουν ρόλοι της προτιμήσεως μας, ρόλοι προσφιλείς. Υπάρχει, μονάχα, ένας ρόλος, δηλαδή εκείνος, τον οποίο υποδυόμαστε, σε μια δεδομένη στιγμή. Γίνεται κανείς, ένα με το πρόσωπο, που ενσαρκώνει, στο θέατρο. Το ίδιο συμβαίνει, με κάθε καινούριο ρόλο». Η μεγάλη ηθοποιός, η πρώτη Ελληνίδα, που τιμήθηκε, με Όσκαρ, έφυγε από τη ζωή, στις 22 Φεβρουαρίου 1973, έπειτα από πολυετή μάχη, με τον καρκίνο, ο οποίος την ταλαιπώρησε, πολύ, χωρίς, ωστόσο, να την εμποδίσει να συνεχίσει να παίζει. Στην γυρίσματα της τελευταίας της ταινίας «Το νησί της Αφροδίτης» αναμετρήθηκε, με τα όρια της παίζοντας, με φρικτούς πόνους. Η ασθένεια, που την κατέβαλε, εξαφανιζόταν, όταν έπρεπε, κάθε βράδυ, να σέρνει ένα κάρο, στη σκηνή του θεάτρου, για την παράσταση «Μάνα κουράγιο».
1960 Θεσσαλονίκη. Πλατεία Βαρδαρίου.
Σχόλια