Από το 1994, στο 2024 : Η σαρωτική συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, από το 2008, σηματοδοτεί την ανάγλυφη πορεία της Ελλάδας, προς την τριτοκοσμοποίηση, διότι “δεν υπάρχει πάτος, στο βαρέλι”. Τώρα, βρίσκεται, στο επίπεδο των βαλκανικών χωρών του τέως “υπαρκτού σοσιαλισμού”, μπροστά, μόνον από την Βουλγαρία και οδεύει προς το επίπεδα σύγκρισής της, με τις αφρικανικές χώρες. (Ζούμε μια νέα Τουρκοκρατία, όπως “προφήτευε” ο Μάνος Χατζηδάκις πριν, 30 χρόνια; Η απάντηση είναι σαφής και αναντίρρητη : NAI).
Οι εξελίξεις, όσον αφορά την σαρωτική συρρίκνωση του ενεργού εργατικού δυναμικού, από το 2008, έως το 2023, αποτελούν την χειροπιαστή απόδειξη της τεράστιας κατολίσθησης, που υπέστη η μνημονιακή ελληνική οικονομία, ως αποτέλεσμα της ελληνικής κρατικής χρεωκοπίας του Απριλίου του 2010, η οποία, όπως πολλές φορές έχω περιγράψει, απλώς κατέστησε φανερή την αφανή ελληνική κρατική χρεωκοπία της 1/1/2002, όταν η ελληνική οικονομία εντάχθηκε, αυθαίρετα την ευρωζώνη, αντικαθιστώντας το εθνικό της νόμισμα, την δραχμή, από το ευρώ, από την έκδοση και την κυκλοφορία του οποίου το ελληνικό κράτος αποξενώθηκε, αφού αυτές τις νομισματικές λειτουργίες. τις ανέλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε υποκατάστημα της οποίας, στην Ελλάδα, μετατράπηκε η λεγόμενη Τράπεζα της Ελλάδος, που αποξενώθηκε, από το ελληνικό κράτος. Έτσι, το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο ήταν εκφρασμένο, στο εθνικό νόμισμα, την δραχμή, κατά 85% (και κατά 15%, σε ξένο συνάλλαγμα), μετατρεπόμενο, σε ευρώ, κατέστη χρέος εκφρασμένο, καθ’ ολοκληρίαν, σε ξένο νόμισμα, αφού, έτσι λειτουργεί το ευρώ, επειδή δεν ελέγχεται η έκδοση και η κυκλοφορία του, από το ελληνικό Δημόσιο. Ως εκ τούτου, το ελληνικό “κράτος” και η ελληνική οικονομία χρεωκόπησαν, αφανώς, την 1/1/2002, με ένα δημόσιο χρέος ανερχόμενο, στο 103% του εγχώριου ΑΕΠ, φθάνοντας την 31/12/2001, στις 56.604.368.000.000.000 δραχμές, ήτοι, στα 166,117 δισεκ. ευρώ, πλην όμως, αυτό το γεγονός αποσιωπήθηκε, από την εντόπια και την ευρωπαϊκή ολιγαρχία, χάριν της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας της διεθνούς μπατιροτραπεζοκρατίας.
Αλλά όλα αυτά είναι, πλέον, μια Ιστορία. Τώρα, το ελληνικό δημόσιο χρέος (λέγεται ότι) βρίσκεται, στο ύψος των 406,152 δισεκ. ευρώ και αυτό, που έχει σημασία, είναι οι ολέθριες επιπτώσεις αυτής της συστημικής επιπολαιότητας της ελίτ της χώρας μας, η οποία εμμένει, στην συνέχιση αυτών των επιλογών και ο αρχικός πίνακας καταγράφει την σαρωτική συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν είναι, μόνον, το εμφανιζόμενο, ως συνολικό τελικό αρνητικό ισοζύγιο των 328.200 εργαζομένων, ανάμεσα, στο 2008, έως το 2023, στην αθροιστική κατανομή των αυξήσεων και των μειώσεων, ανά ηλικιακή κατηγορία του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Η δραστική μείωση του ελληνικού εργατικού δυναμικού είναι πολύ μεγαλύτερη, στις δυναμικές παραγωγικές ηλικίες, υπερβαίνοντας, κατά πολύ, τον αριθμό των 747.800 εργαζομένων και φυσικά, αυτή η διαδικασία δεν είναι στατική, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι ηλικιακές αναλογίες του εργατικού δυναμικού της χώρας, δείχνουν ότι αυτή η ανθρώπινη παραγωγική δεξαμενή γηράσκει και συν τω χρόνω, αποδυναμώνεται η σωρευμένη πείρα, οι γνώσεις και οι τεχνικές δεξιότητες αυτού του κρίσιμου ανθρώπινου δυναμικού, του οποίου η ποιότητα υποβαθμίζεται. Έτσι, αυτή η απαξιωτική διαδικαισια του ελληνικού εργατικού δυναμικού έχει πολύ μέλλον μπροστά της και πρόκειται να συνεχισθεί, διότι ο παραγωγικός πληθυσμός της χώρας, όλα αυτά τα χρόνια, από την έλευση της καταστροφικής οικονομικής κρίσης, έως σήμερα, έχει εγκαταλείψει την χώρα, φαινόμενο το οποίο έχει καταστεί ακατάσχετο, εξ αιτίας της κατάρρευσης της αγοράς εργασίας και της δραματικής συρρίκνωσης των επιπέδων των ονομαστικών και ακόμη περισσότερο των πραγματικών μισθών.
Κάπως έτσι και με αυτόν τον πρωτόγονο τρόπο της εκδίωξης του ελληνικού παραγωγικού εργατικού δυναμικού, από την ελληνική αγορά εργασίας, η παρούσα γελοία κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να “καυχάται” ότι περιόρισε το ποσοστό της ανεργίας, γύρω, στο 10% του εναπομείναντος εργατικού δυναμικού· ένας αριθμός, ο οποίος, ειρήσθω, εν παρόδω, δεν είναι, καθόλου, μικρός και παραμένει υψηλός.
Είναι περισσότερο, από προφανές, ότι η κατάρρευση της παραγωγής, στην μνημονιακή Ελλάδα των δεκαετιών του 2010 και 2020 και η οικονομική κρίση, που στηρίχθηκαν, στην δραματική συρρίκνωση του μισθωτικού κόστους, έτσι όπως καταγράφεται, στους δυο πίνακες, που δείχνουν, από δυο πλευρές, το πρωτοφανές μέγεθος της συρρίκνωσης των μισθών, στην ελληνική οικονομία, σε σχέση με τις χώρες της “Ευρωπαϊκής Ένωσης” και ως προς το πραγματικό τους μέγεθος, από το 2007, έως το 2022, όποτε και οι ελληνικοί μισθοί υπέστησαν μια απίστευτη πραγματική μείωση της τάξεως του 30%, αλλά και την, δραματικά, χαμηλή τρέχουσα ισορροπία των ελληνικών μισθών, σε σχέση, με τις άλλες οικονομίες της “Ε.Ε.”, το 2023, με 12,6 ευρώ, ανά ώρα, αφού συγκρίνεται, πλέον, με τα επίπεδα των ωρομισθίων των οικονομιών των χωρών του πρώην “υπαρκτού σοσιαλισμού”, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψιν ότι το αναφερόμενο μέγεθος του τρέχοντος (2023) ωρομίσθιου υπολογίζεται, για το εργατικό δυναμικό, το οποίο εργάζεται, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δεν περιλαμβάνει τις υπόλοιπες μορφές απασχόλησης, οι οποίες, όμως, αφορούν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ελληνικού ενεργού εργατικού δυναμικού.
Βέβαια, αυτό, που πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό, από τους αναγνώστες, είναι ότι οι μεγάλοι μισθοί δεν οδηγούν, σε αυξημένα κόστη, στην παραγωγή, ούτε ότι οι χαμηλοί μισθοί οδηγούν, σε μειωμένα παραγωγικά κόστη και σε αύξηση των επενδύσεων. Αυτό συμβαίνει, εξ αιτίας των διαφορετικών επιπέδων παραγωγικότητας, σε κάθε χώρα, με αποτέλεσμα, το ύψος των μισθών να παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο, στην παραγωγική διαδικασία, ως προς την αξιολόγηση των επί μέρους, στοιχείων, που συγκροτούν το κόστος παραγωγής, σε κάθε μια οικονομία.
Έτσι, το ωρομίσθιο των 12,6 ευρώ, στην Ελλάδα, σε σύγκριση, με το ωρομίσθιο των 42 ευρώ της Δανίας, ή των 36,1 ευρώ της Γερμανίας και ούτω καθεξής, δεν σημαίνει ότι η ελληνική αγορά εργασίας είναι φθηνή και ότι η γερμανική αγορά εργασίας είναι ακριβή. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, λόγω της τεράστιας διαφοράς των επιπέδων της παραγωγικότητας, στην ελληνική οικονομία, σε σχέση με την γερμανική οικονομία και τις υπόλοιπες αναπτυγμένες οικονομίες του Δυτικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Το πρόβλημα βρίσκεται, στην σαρωτική κατάρρευση των επενδύσεων, στην ελληνική οικονομία, που επέφεραν η ελληνική κρατική χρεωκοπία του 2010 και οι μνημονιακές πολιτικές, αφού οι επενδύσεις ακαθάριστων παγίων κεφαλαίων, στην Ελλάδα, από 25% του ΑΕΠ της χώρας, το 2009, σήμερα, έχουν κατρακυλήσει, στο 13,8%, ενώ, ενδιάμεσα, τα πράματα ήσαν, ακόμη χειρότερα.
Όλες οι μνημονιακές πολιτικές υποτίθεται ότι έγιναν, για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, στην ελληνική οικονομία.
Μπούρδες.
Ιδιαίτερα, αποκαλυπτική, για την οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις είναι μια πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, ανατρέποντας το κυρίαρχο αφήγημα, περί καλλιέργειας συνθηκών, για την διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος φιλικού, στις επενδύσεις.
Ειδικότερα, το 2023, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, στην ελληνική οικονομία, σημείωσαν σαρωτική πτώση, μειούμενες, από τα 8,44 δισεκ. ευρώ, το 2022, στα 5,43 δισεκ. ευρώ, δηλαδή υπέστησαν κατάρρευση, στα επίπεδα του -36%.
Αντιθέτως, οι κεφαλαιακές ροές, για επενδύσεις, από την Ελλάδα, στο εξωτερικό, αυξήθηκαν, στα 3,952 δισεκ. δολάρια ΗΠΑ, το 2023, έναντι 3,194 δισεκ. δολάρια, το 2022.
Βέβαια, το πρόβλημα δεν είναι, απλώς, ελληνικό, αφού, στην ίδια περίοδο, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι παγκόσμιες ροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων μειώθηκαν, κατά 7%, σε 1,364 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ, διατηρώντας την πτωτική τροχιά τους και παραμένοντας, κάτω από τα, προ της «πανδημίας του COVID-2019», επίπεδα, για δεύτερη συνεχή χρονιά.
Όμως, η κατάσταση, που επικρατεί, με την κατάρρευση των επενδύσεων, στην ελληνική οικονομία, είναι χαρακτηριστική, με δεδομένη την μονιμότητα, που εμφανίζει, στην χώρα μας το φαινόμενο της κατολίσθησης των ακαθάριστων επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, η οποία, “φυσικά” και πρόκειται να συνεχισθεί, ακάθεκτη.
Αυτή είναι η ωμή αλήθεια.
Τριάντα χρόνια πριν, λίγο, προ του θανάτου του, ο αείμνηστος Μάνος Χατζηδάκις, που ουδείς μπορεί να χαρακτηρίσει, ως “αντιευρωπαϊστή”, είχε την ψυχραιμία να περιγράψει το ανείπωτο κακό, την καταστροφή και την κατακρήμνιση, στην οποία οδηγούσε, την ελληνική κοινωνία, η ΕΟΚ/“Ευρωπαϊκή Ένωση”, την οποία, απερίφραστα, προσδιόρισε, ως νέα τουρκοκρατία.
Δεν είχε άδικο ο αείμνηστος Μάνος Χατζηδάκις.
Η ελληνική κοινωνία ζει και εμείς ζούμε, υπό ένα μοντέρνο κοτσαμπασιστικό καθεστώς τουρκοκρατίας, όπου κοτσαμπάσηδες είναι εντόπια πολιτικοοικονομική ελίτ και οι σύγχρονοι Οθωμανοί είναι οι ευρωθεσμοί και οι κυβερνήσεις του Βερολίνου και του Παρισιού, μαζί με τις Βρυξέλλες, όπου κατοικοεδρεύει η Commission και η Φραγκφούρτη, όπου εδρεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ το ελληνικό, δήθεν, κράτος, αποτελεί ένα δουλικό νεοαποικιακό εργαλείο των σύγχρονων “Οθωμανών”.
Και φυσικά, μέσα στις δεδομένες συνθήκες, οι επικυρίαρχοι, ουδόλως, ενδιαφέρονται, για το τί ψηφίζει, ή πρόκειται να ψηφίσει και το τί επιθυμεί η ελληνική κοινωνία, αφού, στο τέλος, πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, να γίνει αυτό, που επιθυμούν, ο γαλλογερμανικός άξονας, η ευρωμπατιροτραπεζοκρατία της ΕΚΤ και η ευρωγραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Φυσικά, αυτή η μόνιμη καταθλιπτική καχεξία μπορεί και πρέπει να τερματισθεί.
Όμως, με την κατάσταση, που επικρατεί, στην ελληνική κοινωνία, η οποία είναι, εντελώς, απογοητευμένη, μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι ορατή.
Δυστυχώς…
Σχόλια