Από τον 17ο πΧ αιώνα και τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, σε μια κριτική, στον οπορτουνιστή συντηρητικό φιλόσοφο και πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο, στα ναζιστικά πειράματα “Φυλετικής Υγιεινής”, το 1944, σε 39 τσιγγανόπουλα (επέζησαν τα 4), στην διώρυγα της Κορίνθου το 1882, στον ιπποσιδηρόδρομο του Τροχιοδρόμου Αθήνας - Φαλήρου, το 1907 και μετέπειτα : Η μεταμόρφωση της Αθήνας και του Λεκανοπεδίου της Αττικής, μέσα από το φωτογραφικό υλικό του 19ου και του 20ου αιώνα. (29).
Τον 17ο αιώνα πΧ ανατέλλει μια νέα περίοδος σημαντικών πολιτισμικών αλλαγών και μεγάλων καινοτομιών στον ελλαδικό χώρο και αυτή προσδιορίζεται ως η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα τεκμήρια προέρχονται, κυρίως, από τους τάφους, οι οποίοι είναι λακκοειδής, θολωτοί και θαλαμοειδής και τα κτερίσματα τους, τα οποία μαρτυρούν ανθρώπους, με μεγάλη οικονομική δύναμη. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός βρίσκεται στην μέγιστη ακμή του, από το 1400 πΧ - 1200 πΧ, περίοδος, που η Μινωική επίδραση εξασθενεί, η μινωική θαλασσοκρατορία φθίνει και η Κνωσσός παρουσιάζει πτώση. Τότε, εξαπλώνονται, στην Μεσόγειο οι Μυκηναίοι, τότε οικοδομούνται τα ανάκτορα, στα μυκηναϊκά κέντρα και ανεγείρονται τα χαρακτηριζόμενα, ως κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών.
Κέντρο του μυκηναϊκού κόσμου ήταν η πόλη των Μυκηνών, κτισμένη, στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας, έτσι ώστε να ελέγχει τους οδικούς άξονες και την θαλάσσια περιοχή του Ναυπλίου. Στα ογκώδη τείχη και τους μεγάλους δρόμους των Μυκηνών, οφείλει την ονομασία και «ευρυάγυια». Η ακρόπολη των Μυκηνών, άρχισε να κτίζεται τον 14ο αιώνα αιώνα, έχει επιφάνεια 30.000 τ.μ., τα τείχη της έχουν περίμετρο 900 μέτρα και η επίσημη είσοδός της, είναι η Πύλη των Λεόντων (1250 πΧ), σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Στο εσωτερικό της ακρόπολης, κοντά, στην Πύλη των Λεόντων βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Α, (1600 πΧ - 1500 πΧ), είναι λακκοειδής βασιλικός τάφος και περιείχε 19 ταφές. Οι Μυκηναίοι συμπεριέλαβαν τον Ταφικό Κύκλο Α, εντός της ακρόπολης, καθώς οι βασιλείς του 14ου αιώνα πίστευαν ότι οι άνθρωποι, που είναι θαμμένοι, εκεί, είναι προγονοί τους. Τον Ταφικό Κύκλο ανακάλυψε το 1876 ο H. Schliemann (1822-1890), μαζί με τα ανάκτορα. Η ακρόπολη περιλαμβάνει διάφορες οικίες - ήτοι την «Οικία της Ακροπόλεως» - που χρησίμευαν, ως κατοικίες αξιωματούχων, ιερέων και αρχόντων. Στην ακρόπολη, βρισκόταν και το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών, που περιελάβανε ναό, κατοικίες ιερέων και διάφορα κτίρια, όπως το «Κτίριο των Ειδώλων», το «Κτίριο των Τοιχογραφιών, την «Οικία του Αρχιερέως», που χρονολογούνται γύρω στο 1250 πΧ.
Το ανάκτορο των Μυκηνών βρίσκεται, στην κορυφή του λόφου, κτίστηκε σε δύο φάσεις, το 1350 πΧ και το 1250 πΧ και ανακαλύφθηκε, το 1885, από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα (1857-1934). Το ανάκτορο αποτελούσε το πολιτικό, στρατιωτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο των Μυκηνών. Εκεί, βρισκόταν η κατοικία του βασιλιά, ο οποίος βρισκόταν, στην κορυφή της κοινωνίας, που ήταν οργανωμένη, κατά γένη (φατρίες). Στο ανακτορικό κέντρο, υπήρχαν οι άρχοντες, αξιωματούχοι, οι αυλικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, που φρόντιζαν, για την κρατική οργάνωση, αλλά και οι τεχνίτες, οι γεωργοί και οι δούλοι, γεγονός, που μαρτυρά την ύπαρξη κοινωνικής ιεραρχίας. Μέσα, επίσης, στα ανάκτορα, υπήρχαν τα βασιλικά εργαστήρια, στα οποία οι καλλιτέχνες επεξεργάζονταν πολύτιμα μέταλλα (χρυσός κ.α.), για την κατασκευή βασιλικών κοσμημάτων, με σκοπό την επίδειξη της δύναμης τους. Το ανάκτορο των Μυκηνών ήταν οργανωμένο, σαν ένα ομοσπονδιακό σύστημα, ασκούσε τον έλεγχο, στις πόλεις, που βρίσκονταν γύρω του (Άργος, Ναύπλιο), εν τους παρείχε προστασία και εμπορικά προνόμια.
Το ανακτορικό κέντρο λειτουργούσε, συγκεντρωτικά και με την ανεπτυγμένη γραφειοκρατική διοίκηση, οργάνωσε και έλεγξε την ανταλλακτική οικονομία και το εμπόριο, που αναπτύσσεται, τόσο, με τα νησιά του Αιγαίου, όσο και με τις χώρες τις Εγγύς Ανατολής (Αίγυπτο, Συρία), προς τις οποίες, εξάγουν αγροτικά προϊόντα, αγγεία, όπλα και εισάγουν μέταλλα, πολύτιμους λίθους, πορφύρα, ελεφαντόδοντο κ.α. Οι Μυκηναίοι, θα βελτιώσουν, σημαντικά, την ναυτιλία τους, θα ιδρύσουν εμπορικούς σταθμούς, σε νησιά και θα εξαπλωθούν, εμπορικά, έως την Ιταλία και την Μάλτα, όπου θα ιδρύσουν και τις πρώτες ελληνικές αποικίες.
Εκτός της ακρόπολης, βρίσκονταν οι κατοικίες των Μυκηναίων. Πολλές οικίες πήραν το όνομα τους, από τα αντικείμενα, που βρέθηκαν, κατά την ανασκαφή («Οικία των Ασπίδων»). Εκτός της ακρόπολης, εκτεινόταν και το νεκροταφείο των Μυκηνών, εκεί βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Β, που χρονολογείται μεταξύ των ετών 1650 πΧ - 1550 πΧ, και περιέχει 24 τάφους και από αυτούς, οι 14 είναι λακκοειδής και οι 10 κιβωτιόσχημοι. Τα κτερίσματα, που έχουν ανακαλυφθεί, μαρτυρούν ανθρώπους, με μεγάλη οικονομική δύναμη. Κοντά στον Ταφικό Κύκλο Β, βρίσκονται οι Τάφοι της Κλυταιμνήστρας, του Αίγισθου και του Ατρέα.
Στον τομέα της τέχνης, οι Μυκηναίοι έχουν δεχθεί ισχυρή επίδραση, από τους Μινωίτες. Παρατηρείται, όπως και στην μινωική τέχνη, ανάπτυξη της τοιχογραφίας, παραγωγή, από πήλινα και λίθινα αγγεία, κατασκευή κοσμημάτων, μεταλλικές δημιουργίες και σφραγίδες. Η μυκηναϊκή τέχνη, μετά τον 14ο αιώνα πΧ και το τέλος της Μινωικής Κρήτης, εξαπλώνεται, σε όλο τον αιγαιακό χώρο.
Οι Μυκηναίοι, λάτρευαν τους θεούς τους στα ιερά, στις οικίες τους, στους βωμούς και στα ανάκτορα (Αίθουσα του θρόνου), μέσα από την τελετουργική προσφορά καρπών και ζώων. Υπήρχε οργανωμένο ιερατείο, όπως και στην μινωική θρησκεία, από την οποία δέχθηκαν επιδράσεις και υιοθέτησαν πολλά θρησκευτικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά θα προστεθούν, στην λατρευτικές συνήθειες των Μυκηναίων και θα δημιουργηθεί η Μυκηναϊκή θρησκεία.
Οι πληροφορίες, για όλους τους τομείς της μυκηναϊκής ζωής, από την οργάνωση των ανακτόρων, έως την αγροτική παραγωγή, προέρχονται, μέσα από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, που ανακαλύφθηκαν, στην Κνωσσό και στην Πύλο. Οι πινακίδες διασώθηκαν, χάρη στο ψήσιμο, από την φωτιά των ανακτόρων της Κνωσσού (1375 πΧ) και η ανακάλυψή τους οφείλεται, στον Arthur Evans, το 1904. Η γραφή αυτή έπεται της Γραμμικής Α (που δεν έχει αναγνωσθεί), είναι αρχαϊκή ελληνική γλώσσα. Η αποκρυπτογράφηση των πινακίδων έγινε, από το 1952, από τον αρχιτέκτονα M. Ventris και τον καθηγητή φιλολογίας, στο Καιμπριτζ J. Chandwick. Το περιεχόμενο των πινακίδων αφορά διοικητικά και λογιστικά έγγραφα, γεγονός, που μαρτυρά ανεπτυγμένη μορφή διοίκησης και διαχείρισης. Επίσης, οι πινακίδες πληροφορούν, για την κατανομή των γαιών, την ύπαρξη τεχνιτών, στα ανάκτορα, την ολυμπιακή θρησκεία και τις τελετές. Η Γραμμική Β διαδόθηκε, αρχικά, στην Κρήτη, αργότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τέλος έφθασε μέχρι την Ιταλία.
Από το 1400 πΧ, ο μυκηναϊκός πολιτισμός, που αποτελεί και τον πρώτο ελληνικό πολιτισμό, κυριάρχησε, στον ελλαδικό χώρο, με κοινά χαρακτηριστικά, στην τέχνη, στην γλώσσα, στα ήθη, έθιμα, στην θρησκεία και στον τρόπο ζωής, έως περίπου το 1200 π.Χ. που καταστράφηκαν, σταδιακά, τα Μυκηναϊκά κέντρα.
1907. Ο ιπποσιδηρόδρομος του Τροχιοδρόμου, στην γραμμή Αθήνας - Φαλήρου.
1916.
1960.
Πειραιάς, πλατεία Κοραή.
1932. Πλατεία Ομονοίας.
1943. Ναζιστική Γερμανία. Ο ρατσισμός, στην αυθεντική του μορφή. Παιδιά τσιγγάνων, στο ορφανοτροφείο του Αγίου Ιωσήφ, κοντά, στην Στουτγάρδη, από όπου στις 12/5/1944, μεταφέρθηκαν, στο Birkenau.
Τα παιδιά αυτά, φυσικά, δεν αντιπροσώπευαν κανέναν στρατιωτικό κίνδυνο, για το ναζιστικό καθεστώς. Εκεί, στο Birkenau, ο δόκτωρ Robert Ritter και η δόκτωρ Eva Justin του Ινστιτούτου Ερευνών, για την Φυλετική Υγιεινή, πραγματοποίησαν διάφορα πειράματα, σε 20 αγόρια και 19 κορίτσια Τσιγγάνων και μετά τα πειράματα, υποτίθεται ότι “μπόρεσαν να τα διώξουν”. Σκοπός των πειραμάτων, “φυσικά”, για τους “ερευνητές”, ήταν το να αποδειχθεί ότι τα τσιγγάνικα χαρακτηριστικά των παιδιών ήσαν ενδογενή και βιολογικής προέλευσης.
Από τα 39 παιδιά, επέζησαν, μόλις, τα 4.
1882. Η διώρυγα της Κορίνθου, υπό κατασκευή.
1893. Τα εγκαίνια της διώρυγας της Κορίνθου.
1902. Ο Ισθμός της Κορίνθου.
1906. Η γέφυρα και ο Ισθμός της Κορίνθου.
1919. Ο Πύργος των ανέμων. (Αέρηδες).
1930. Αγριά Βόλου. Τα καΐκια φορτώνουν βαρέλια με λάδι, για τα νησιά των βόρειων Σποράδων.
Πλάνα, από Σουτράλι, για Άγρια.
1944. Το Εθνικό Θέατρο, στα Δεκεμβριανά. Το Εθνικό Θέατρο, μετά από κτύπημα.
1962. Πειραιώς και Μενάνδρου.
Ο, παραπάνω, εικονιζόμενος Κωνσταντίνος Τσάτσος (1/7/1899 - 8/10/1987) θεωρείται, ως τυπική περίπτωση οργανικού διανοούμενου του συντηρητικού χώρου, αλλά, παρά την ευρυμάθεια και την υψηλού επίπεδου παιδεία του, δεν προέβη, σε κάποια πρωτοτυπία και αναλώθηκε, σε μια ακατάσχετη ασημαντολόγα εργογραφία, ως επηρεασμένος - υποτίθεται -, από τον γερμανικό ιδεαλισμό, με έναν, επίσης, υποτιθέμενο και ανύπαρκτο “αντικαπιταλισμό”, την ίδια στιγμή, που, στην πράξη, ως ιδιώτης και κυρίως, ως πολιτικός, υπήρξε πιστός υπηρέτης του ελληνικού καπιταλισμού, ακόμη και στην χειρότερη πολιτική εκδοχή του, δηλαδή της δικτατορίας, όπως προκύπτει, από την επιστολογραφία του, με τον καταφυγόντα, στο Παρίσι, Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον οποίο προόριζε, ως ηγέτη αυτής της δικτατορίας, πριν την, τελικώς, προκύψασα πραγματική δικτατορία των συνταγματαρχών της 21/4/1967, η οποία, στην πραγματικότητα, υπήρξε μια κάποια λύση, για την συντηρητική παράταξη της προδικτατορικής εποχής, αφού ο κύριος στόχος όλων των μερίδων του συντηρητικού χώρου και της CIA, ήταν, απλούστατα, το να μην σχηματίσει κυβέρνηση η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου και κυρίως, του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στον «Διάλογο, για την ποίηση», με τον, παραπάνω, εικονιζόμενο Γιώργο Σεφέρη (13/3/1990 - 20/9/1971) , έθεσε, ως κριτήριο της τέχνης, την ελληνικότητα, η οποία, όμως, στο μυαλό του Τσάτσου, δεν είχε καμία σχέση με τους καθημερινούς Έλληνες, αλλά αφορούσε την ιδεοκρατική, αντίληψη, που είχαν, για την Ελλάδα, οι δυτικές ελίτ. Έτσι, ενώ ο Γιώργος Σεφέρης αναφερόταν, στον καθημερινό Έλληνα, ο Τσάτσος κατασκεύασε ένα σχήμα, το οποίο κυριαρχεί, τραγικά εσφαλμένα και σήμερα, ως ιδεολογία της εντόπιας πολιτικοοικονομικής ελίτ, εντός του οποίου η Ελλάδα ανήκει, στην Δύση, εκτός από πολιτικά και οικονομικά, αλλά, κυρίως, πνευματικά. Όπως, μάλιστα, περιπαικτικά, επεσήμαινε ο Γιώργος Σεφέρης, ο Τσάτσος παρακάμπτει τον «ελληνικό ελληνισμό», για χάρη του «ευρωπαϊκού ελληνισμού», που αφορά έργα, που εμπνεύστηκαν οι Δυτικοί από τον ελληνισμό, αλλά οι ομοιότητες, με αυτόν, σταματούν, στην επιφάνεια, κάτι, που είναι λογικό, αφού ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν αποτελεί αποκλειστικό δημιούργημα του ελληνισμού, αλλά είναι αποτέλεσμα, κατά κύριο λόγο, των δικών του, εμπειριών και αξιών. Έτσι, ο Σεφέρης, αντίθετα από τον Τσάτσο, θεωρούσε ότι η λανθασμένη άποψη, που αντιμετώπιζε τον νεώτερο δυτικό πολιτισμό, ως δημιούργημα, αποκλειστικά, του αρχαίου ελληνισμού, ηταν υπαίτια, για την άκριτη μεταφορά πολλών αλλότριων αξιών: «Εμείς όμως, σπρωγμένοι, από πάρα πολύ αξιέπαινες προθέσεις, φλεγόμενοι από τον πόθο να ξαναφέρουμε, στην Ελλάδα ό,τι ελληνικό, βλέποντας επιφάνειες ελληνικές, κουβαλούσαμε πίσω, χωρίς καθόλου να πάμε βαθύτερα, χίλιες αλλότριες αξίες που βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τον τόπο μας».
Ότι έρχεται, από την Ανατολή, για τον Τσάτσο, είναι καταδικαστέο, ακόμη και αν πρόκειται για τους γίγαντες της ρωσικής λογοτεχνίας.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος υπήρξε αντίπαλος του μοντερνισμού, διότι αρνείται τον υπερρεαλισμό και τον υπαρξισμό, αν και φαίνεται περίεργο το πώς κατάφερε να συνδυάσει την ανατολική θρησκευτική ορθοδοξία μέσα, από την ιδεοκρατία, με τον ρωμαϊκό νομικισμό του. Υπάρχει απάντηση, σε αυτό και αυτή συνίσταται, στον ρεαλισμό του ανδρός, αφού ανδρώθηκε και έζησε, μέσα στην ελληνική χριστιανική κοινωνία, που είχε ασπασθεί τα δόγματα της ανατολικής ορθοδοξίας, αλλά και στον χαρακτηριστικό οπορτουνισμό του, που του επέβαλε να βρει τρόπους θεωρητικής και πρακτικής συνύπαρξης και συνύφανσης της ανατολικής ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, με την δυναμική του στερεοποιημένου Δυτικού Διαφωτισμού.
Με δεδομένο τον πηγαίο αντικομμουνισμό του, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ταυτίστηκε με το μετεμφυλιακό κράτος και προσπάθησε, όχι, χωρίς, επιτυχία, να το στηρίξει, θεωρητικά. Αλησμόνητη υπήρξε η απαγόρευση της παράστασης «Όρνιθες», από τον Κάρολο Κουν, διότι δεν συμφωνούσε η παράσταση αυτή, με τα γερμανικά ακαδημαϊκά πρότυπα και ταύτισε την αριστερά - αν και η ύπαρξη της αριστεράς, σε όλες της τις εκδοχές, ανάγεται, στην γαλλική επανάσταση του 1789 -, με το σλαβικό πνεύμα, αν και αυτό το πνεύμα αναπτύχθηκε, στα πνευματικά εδάφη του ανατολικού χριστιανισμού.
Ο Κ. Τσάτσος υπήρξε κλασικός δυτικοκεντρικός, αδιαφορώντας, για τις σύγχρονες νεωτεριστικές πλευρές της Ευρώπης. Έρχεται, στην Ελλάδα, βλέποντας τους Έλληνες, ως Ρωμιούς, με καχυποψία, και καθίσταται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της συντηρητικής ιδεολογίας και φυσικά, η παράταξή του, μη έχοντας και άλλον καλύτερο, τον τίμησε, πολλαπλώς. Το ογκώδες έργο του δεν βρήκε συνεχιστές, διότι ο εντόπιος συντηρητισμός, απλούστατα, απορροφημένος, στα πρακτικά ζητήματα διαχείρισης και επικοινωνίας, δεν έχει ενδιαφέροντα.
Αξιζει να αναφερθεί ότι, το 1933, θα διεξαχθεί μια δυναμική διαλογική αντιπαράθεση, ανάμεσα, στον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον, παραπάνω, εικονιζόμενο Δημήτρη Γληνό (22/8/1882 - 26/12/1943), που ήταν δάσκαλος του Τσάτσου, στα γυμνασιακά του χρόνια. Ο Τσάτσος, τότε, αρθρογραφούσε, στο περιοδικό του Σπύρου Μελά «Ιδέα» και ο Γληνός στο θεωρητικό έντυπο του Κ.Κ.Ε. «Νέοι Πρωτοπόροι». Πρόκειται, για τα άρθρα του Δημήτρη Γληνού «Απάντηση σε θεληματικές απορίες» και «Ο φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα».
Φυσικά, αυτός ο φιλολογικός καυγάς δεν είχε κανένα ίχνος πρωτοτυπίας, αλλά υπήρξε μεταπρατικός, αφού ο Τσάτσος μεταφέρει την επιχειρηματολογία του νεοκαντιανισμού, ενώ ο Γληνός εκφράζει την θεωρία του σοβιετικού μαρξισμού.
Ο Τσάτσος αναφέρει ότι η ιδεοκρατία όχι μόνο δεν είναι σε αρμονία με τον καπιταλισμό, όχι μόνο δεν τον εξυμνεί, αλλά βρίσκεται, σε βαθιά και ασυμβίβαστη αντίθεση μαζί του. Ο Γληνός θεωρεί ότι ο αντικαπιταλισμός μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί, μόνο, εντός του σοβιετικού και σταλινικού μαρξισμού. Στα πλαίσια αυτά, το λεγόμενο «πνεύμα» και οι μορφές του, αποτελούν υπερδομή των παραγωγικών σχέσεων και εξαρτώνται, αιτιακά και αποκλειστικά, από αυτές τις παραγωγικές σχέσεις.
Η κυριότερη κατηγορία που απευθύνει ο Δημήτρης Γληνός, κατά του Κωνσταντίνου Τσάτσου, είναι ότι δεν αντιπροσωπεύει την αστικοδημοκρατική ιδεολογία, αλλά την ελληνική εκδοχή του φασισμού, γεγονός, που αδικεί τον Κωνσταντίνο Τσάτσο Ο Γληνός γράφει: «Η ιδεοκρατία του κ. Τσάτσου είναι η ιδεοκρατία του φασισμού. Ο κ. Τσάτσος είναι εθνικιστής, αλά Μουσολίνι, είναι αντικεφαλαιοκράτης αλά Χίτλερ, είναι οπαδός των απόλυτων αξιών, είναι λάτρης του “πολιτισμού” και του ανθρώπινου πνεύματος. Να τι λέει ο Τζιοβάνι Τζεντίλε: “Ο φασισμός είναι ιδεοκρατικός: δοξάζει τις ιδανικές αξίες (οικογένεια, πατρίδα, πολιτισμό, ανθρώπινο πνεύμα) σαν ανώτερες από κάθε αξία εφήμερη και τυχαία”. Οι κατηγορίες έχουν ένα πρόσθετο βάρος, επειδή εκτοξεύονται, από τον δάσκαλο, προς τον μαθητή του.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ενδιάμεσα, θα υποστηρίξει: «Πιστεύει ο κ. Γληνός πως με τη δικτατορία των αδικημένων, με την άσκηση της βίας των λίγων ή των πολλών, θ’ ανέβει προς την αταξική κοινωνία. Εμείς πιστεύουμε πως κατρακυλάει προς μίαν άλλη ταξική κοινωνία. Ο κ. Γληνός λυπάται γιατί ανήκω στην αντίδραση. Η ιδεοκρατία ανήκει στην αντίδραση των κομμουνιστικών μέσων, όχι στην αντίδραση των σκοπών. Ανήκει και στην αντίδραση της θεωρίας του φυσικού και του ιστορικού υλισμού, όχι στην αντίδραση της αταξικής κοινωνίας …Τολμώ να πω πως τίποτε δεν αντιτίθεται τόσο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατούμενη κοινωνία όσο η ιδεοκρατική “περί πολιτείας” ιδέα. Η κεφαλαιοκρατία δεν μπορεί να γεννήσει κατά την αντικειμενικήν αιτιοκρατία που επικαλείται ο κ. Γληνός, παρά μόνο τον εμπειρισμό, τον θετικισμό, τον ψυχολογισμόν, όλες αυτές τις αποχρώσεις του υλισμού. Ανήκει στη δική του θεωρητική σφαίρα. Η ιδεοκρατία αντιμάχεται στη θεωρία κάθε υλισμό, γιατί κάθε υλισμός, και ο κεφαλαιοκρατικός, χτυπάει την προτεραιότητα της νόησης, αντιμάχεται στην πράξη τον κοινωνικό και τον ατομικό ευδαιμονισμό που είναι το ψυχολογικό υπόβαθρο του κεφαλαιοκράτη. Η ιδεοκρατία δεν είναι προ-, είναι μετακομμουνιστική φιλοσοφία. Είναι εκείνη που θα ασπασθεί και ο κ. Γληνός, αν κάποτε νομίσει πως μπορεί να βγει από τη μεταβατική περίοδο, για να μπει στον δίκαιο κοινωνικό κόσμο που είναι κοινός σκοπός μας».
Κάπου εκεί, ο διάλογος θα τερματισθεί, άδοξα.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος θυμίζει ορισμένους ευρωπαίους συντηρητικούς στοχαστές, που παρά τον ακραίο αντικομουνισμό τους, δεν συνεργάστηκαν, ποτέ, με τον ναζισμό, για πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο σημαντικότερος είναι ότι τον θεωρούσαν, χυδαία, λαϊκό, αλλά, όμως, παρείχαν την υποστήριξή τους σε «βοναπαρτισμούς» και σε καθεστώτα «έκτακτης ανάγκης». Όμως, ο Τσάτσος - και αυτό πρέπει να ειπωθεί - δεν αποδέχθηκε, ούτε την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, ούτε την στελέχωσε, όπως έκαναν, άλλοι, όπως ο Άγγελος Τερζάκης, που ανέλαβε την διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Αντίθετα, μάλιστα, εξορίστηκε, από τον Ιωάννη Μεταξά, στην Σκύρο και στις Σπέτσες, ενώ, στην διάρκεια της τριπλής ξενικής Κατοχής, παύθηκε, για ένα διάστημα, από καθηγητής, στο Πανεπιστήμιο, μετά από πατριωτικό λόγο, που εκφώνησε, στις 27 Οκτωβρίου 1941, ενώπιον των φοιτητών του.
Αλλά αυτό, που έχει σημασία, είναι το ανυπόστατο της νομοτέλειας και τελεολογίας που ο Τσάτσος επικαλείται, σύμφωνα με την οποία, υπάρχει ένας ύπατος σκοπός, στην Ιστορία, τον οποίο όλες οι επιμέρους πράξεις υπηρετούν και συντείνουν. Εδώ έχουμε να κάνουμε, με μια πρωτογενή επαφή, με τα κείμενα του Hegel και για αυτούσια μεταφορά, εν έργω, της εγελιανής φιλοσοφίας ιστορίας, που, στην πραγματικότητα, είναι εσχατολογία, για τον σκοπό και το τέλος της Ιστορίας. Και εδώ, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος συναντάται και συμφωνεί, με τον, ανωτέρω εικονιζόμενο Karl Marx (5/51818 - 14/3/1883, παρά το, εντελώς, διαφορετικό περιεχόμενο της εσχατολογίας του καθενός, οι οποίες, ως σύλληψη μεθοδολογικής ανάλυσης, έχουν βαθιές ιουδαιοχριστιανικές ρίζες, όπως, άλλωστε και ο Δυτικός πολιτισμός.
Το έργο του Κωνσταντίνου Τσάτσου είναι εκτενές. Στον πολιτικό του χώρο, δεν βρέθηκε κάποιος να τον αναπληρώσει και ότι έγραψαν, οι, μετά από αυτόν, είναι αναξιόλογο, όσον αφορά τον συντηρητικό χώρο· και όχι, μόνον, αυτόν, εξαιρουμένου του ανιψιού του, του σοσιαλδημοκράτη Δημήτρη Τσάτσου. Αυτό είναι δυσάρεστο. Διότι, όταν η ποιότητα της πολιτικής διαμάχης και η φιλοσοφική αναζήτηση υποβιβάζονται, υποβιβάζονται συνολικά και η φιλοσοφία και η πολιτική, κάτι, που είναι ορατό, εδώ και αρκετές δεκαετίες, στην Ελλάδα, αφού ο πολιτικός λόγος και η ανυπαρξία τρέχουσας φιλοσοφικής αναζήτησης, είναι προϊόντα ενός φθηνού/ευτελούς πολιτικού προσωπικού και μιας, ομοίας, καταχρηστικώς, λεγόμενης διανόησης, που λειτουργούν, ως συγκοινωνούντα δοχεία και αποσκοπούν, στην συναινετική, από κοινού, διανομή των λαφύρων της εξουσίας.
Σχόλια