Από την 5-3-1953, στην 5-3-2024 : Ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι (Στάλιν) 71 χρόνια, μετά. (Από τον νεαρό μπολσεβίκο επαναστάτη, στον γηραλέο μπολσεβίκο εκφραστή του πραγματωμένου γραφειοκρατικού επαναστατισμού, που οικοδομήθηκε, ως κρατικός καπιταλισμός).

 

Ο νεαρός μπολσεβίκος επαναστάτης Ιωσήφ “Στάλιν” (τότε, χρησιμοποιούσε το επαναστατικό ψευδώνυμο “Κόμπα”), φωτογραφημένος, σε κάποια φυλακή, ή σε έναν τόπο εξορίας, μετά από μια, από τις πολλές συλλήψεις του, από την τσαρική «Οχράνα». Το έλεγε η καρδιά του και είχε τα κότσια. Αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. 


Αναφερόμενος πολλές φορές (και αποκαλώντας τον, ως επαναστάτη, που παρέμεινε να είναι επαναστάτης, μέχρι το τέλος της ζωής του, πριν, από, ακριβώς, 71 χρόνια (στις 5/3/1953), στον νεαρό Γεωργιανό, από το Γκόρι, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι που, η μάνα του, η κυρία Κέκε, τον έστειλε, σε ιεροδιδασκαλείο του δόγματος της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, για να γίνει παπάς, από όπου, κάποια στιγμή, έφυγε, για να ασχοληθεί, με την επική λυρική ποίηση, με το ψευδώνυμο “Σόσο” και στην συνέχεια, ως άθεος και μαχητικός μπολσεβίκος σοσιαλδημοκράτης, με το επαναστατικό ψευδώνυμο “Κόμπα”, υπό τις εντολές του Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ “Λένιν”, διοργανώνοντας ληστείες πλουσίων γαιοκτημόνων, αστών και τραπεζών, όπως και την περιοδική ειδική “φορολόγηση” (το νταβατζιλίκι), στους οίκους ανοχής της Τυφλίδας, αποσπώντας μεγάλα μερίδια, από την “αγορά”, εντός της οποίας δρούσαν οι κοινοί κλέφτες της πόλης, οι οποίοι διαμαρτύρονταν, για το γεγονός ότι περιορίζονταν ο χώρος, εντός του οποίου κινούνταν, “για να βγάζουν το ψωμί τους”, από αυτές τις οργανωμένες εντατικές δραστηριότητες της επαναστατικής ομάδας των τρομοκρατών μπολσεβίκων, που αποσκοπούσαν, στην συγκέντρωση των απαραίτητων κεφαλαίων, για τα έξοδα λειτουργίας του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που χρηματοδότησαν, με αυτόν τον τρόπο και το κράτησαν όρθιο, το οποίο, άλλωστε, ήταν μέλος της Β’ Διεθνούς (αν και διαιρεμένο, σε δυο διακριτές φράξιες, αυτή των πλειοψηφούντων μπολσεβίκων, υπό τον Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ “Λένιν” και εκείνη, με τους μειοψηφούντες μενσεβίκους, υπό τον Γιούλι Μαρτώφ), για να εξελιχθεί, μέσα, στην πορεία των δεκαετιών, σε εξέχον ηγετικό στέλεχος των μπολσεβίκων, με το ψευδώνυμο “Στάλιν” και μετά την Οκτωβριανή εξέγερση του 1917 και την νίκη των μπολσεβίκων, στον πολυαίμακτο ρωσικό εμφύλιο πόλεμο των 9.000.000 νεκρών, σε γενικό γραμματέα του νεαρού κομμουνιστικού κόμματος της μετεπαναστατικής Ρωσίας, με την υπόδειξη του Λένιν, ο οποίος, κατόπιν, μετάνιωσε και προσπάθησε, με την γνωστή «πολιτική διαθήκη» του, να τον απομακρύνει, από την θέση αυτή, πολλοί φίλοι μου δυσανασχετούν, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους και διαμαρτυρόμενοι, διότι θεωρούν ότι ο Ιωσήφ Στάλιν είχε, προ πολλού χρόνου, στην ζωή του, παύσει να έχει την ιδιότητα του επαναστάτη και είχε μετατραπεί, σε έναν αντεπαναστάτη και καταστροφέα της ρωσικής επανάστασης και του κομμουνισμού.

Οι φίλοι μου αυτοί, των οποίων τις αφετηριακές ιδεολογικές και πολιτικές τους ενστάσεις, όπως και τα ειλικρινή κίνητρα της κριτικής τους, αντιλαμβάνομαι και λαμβάνω υπόψη μου, σφάλλουν, διότι η στάση τους είναι μονοδιάστατη και ως εκ τούτου, μονομερής και άτοπη, ως ιστορική καταγραφή, αφού στερείται της απαραίτητης ψύχραιμης αποτίμησης των ιστορικών γεγονότων, που πρέπει να κρίνονται, ως, εξ αντικειμένου, είναι και έτσι όπως αυτά υλοποιούνται, υποστασιοποιούνται και πραγματώνονται, πέραν της κάθε ιδεολογίας, η οποία νοείται, ως αυτό, που αυτή είναι· δηλαδή ως ψευδής συνείδηση, που, ως τέτοια, στρεβλώνει την παρουσίαση των γεγονότων, τα οποία συνδέει, με την ιδεολογικοπολιτική αφετηριακή τους αφήγηση, η οποία, τελικά, αποτελεί την άποψη του αφηγητή, για τα γεγονότα, το περιεχόμενο των οποίων, όμως, τοιουτοτρόπως, αλλοιώνεται.



Για τον, ανωτέρω, εικονιζόμενο απλοϊκό, στην ζωή του, γέροντα, πια, αλλά άτεγκτο και σκληρότατο εξουσιαστή Ιωσήφ Στάλιν, έχω συγγράψει, αρκετά πολεμικά πολιτικά κείμενα, αλλά, πάντοτε, προσπάθησα, στην πολεμική πολιτική κριτική, σε αυτήν την ιστορική προσωπικότητα, να διατηρήσω ένα μέτρο αντικειμενικότητας και έχω την άποψη ότι, κατά το δυνατόν, κάτι κατάφερα.

Από όλα όσα έχω γράψει, στο παρελθόν, για τον ηγέτη της “Σοβιετικής Ένωσης”, που την διαμόρφωσε, έμπρακτα, ως κράτος και ως πολιτικοοικονομικό καθεστώς, που προσιδιάζει, στο μοντέλο του αμιγούς κρατικού καπιταλισμού, στο οποίο αναφέρθηκε, ήδη, από την δεκαετία του 1870, με τα σαφή πρακτικά χαρακτηριστικά, που εμφανίστηκαν, στην ψευδεπίγραφη Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, 5 δεκαετίες, νωρίτερα και φευγαλέα, σε θεωρητικό επίπεδο, ο Friedrich Engels, θεωρώ ότι, μακράν, καλύτερο, τεκμηριωμένο και αρτιότερο όλων, είναι το δημοσίευμά μου, σε αυτό εδώ το μπλογκ, το μακρινό, πλέον, 2013 - στις 2/12/2013 -, με τίτλο :   Ι. Β. Στάλιν : Μετρήθηκε, ζυγίστηκε και βρέθηκε ελλιπής. (Η σύγκρουση Στάλιν - Τρότσκυ, κατά την δεκαετία του 1920, η εδραίωση της κομματικής γραφειοκρατίας και τα περιορισμένα όρια ρεαλισμού του σοβιετικού καθεστώτος, με αφορμή μια συζήτηση, για τον σταλινισμό, στο Lenin Reloaded),το οποίο προτρέπω τους αναγνώστες του παρόντος κειμένου να το μελετήσουν, επειδή καταγράφει, χαρακτηριστικά, το κλίμα εκείνης της μακράς εποχής και όχι, μόνον, επειδή βρίθει στοιχείων, όντας, πλήρως, ντοκουμενταρισμένο, αλλά και επειδή αναλύει, το καθεστώς, προοπτικά, συνδέοντας την πολιτική και κοινωνική θεωρία της οικοδόμησης του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, στην “Ε.Σ.Σ.Δ.”, με την ιστορική πράξη και την έμπρακτη κοινωνική διάρθρωση και την ταξική κυριαρχία της άρχουσας κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, στην μετεπαναστατική κρατικοκαπιταλιστική/γραφειοκρατική κοινωνία, που δημιούργησε ο μπολσεβικισμός, ως δομικός οικοδομητής αυτής της κοινωνίας, που αποτελεί μοντέλο, ως κοινωνικό και πολιτικοοικονομικό καθεστώς, το οποίο ενέπνευσε άλλες κοινωνίες, οι οποιες, παρά την (βλακώδη) αυτοδιάλυση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και της “Σοβιετικής Ένωσης”, στην καταιγιστική περίοδο 1989 - 1991, εξακολουθούν να ακολουθούν αυτό το σταλινικό μοντέλο, έως τις ημέρες μας, φυσικά, σε διάφορες παραλλαγές, άλλες των οποίων, μένουν πιστές, στο παλαιό σταλινικό μοντέλο και άλλες πλησιάζουν περισσότερο, στο λενινιστικό μοντέλο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, κατά την πρώιμη εποχή της δεκαετίας του 1920.

Αυτό το, λενινιστικής προέλευσης, σταλινικό μοντέλο έχει ανοίξει έναν ατελείωτο κύκλο συζητήσεων, για το, εάν υπήρξε, ή όχι, κρατικός καπιταλισμός, που, πιθανότατα, δεν θα κλείσει ποτέ.




Για να περιγράψω, απλά τον κρατικό καπιταλισμό, στον οποίο, όπως γράφει ο Friedrich Engels, στο «Αντιντύριγκ» “το κράτος είναι ο συλλογικός καπιταλιστής”,  σε μια  κρατική καπιταλιστική κοινωνία η κυβέρνηση παύει να είναι «η εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης των ιδιωτών καπιταλιστών και των μεγάλων ανώνυμων πολυμμετοχικών επιχειρήσεων», όπως θεωρούσε ο Karl Marx, στην εποχή του, αλλά μετακινείται η ίδια η κυβέρνηση, στην κορυφή της πυραμίδας της άρχουσας τάξης και ελέγχει την οικονομία και ουσιαστικά, ενεργεί σαν μια ενιαία τεράστια εταιρεία, αποσπώντας τμήμα του παραγόμενου οικονομικού κοινωνικού προϊόντος από το εργατικό δυναμικό, αφού διαχειρίζεται την παραγωγή, για να επενδύσει αυτό το αποσπώμενο τμήμα του κοινωνικού προϊόντος, στην ίδια την παραγωγή, προκειμένου να την μεγεθύνει και στην ακραία ανισομερή κατανομή του προκύπτοντος εισοδήματος. Αυτός ο χαρακτηρισμός ισχύει, ανεξάρτητα, από τους πολιτικούς στόχους του κράτους, αν και στην πράξη, συνήθως - όχι, όμως, πάντοτε -, το κράτος των υπαρκτών κρατικοκαπιταλιστικών κοινωνιών αποκαλείται, ως “σοσιαλιστικό”.

Για τον Friedrich Engels, αλλά και για τον Λένιν, όσο πιο μεγάλες κοινωνικές δυνάμεις αναλαμβάνει το κράτος, τόσο περισσότερο γίνεται το συλλογικό όργανο όλων των καπιταλιστών και τόσους περισσότερους πολίτες εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθοσυντήρητοι προλετάριοι και οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν καταργούνται, αλλά φθάνουν, στα ακραία τους όρια. Όταν, όμως, φθάνουν, στα άκρα, μετατρέπονται στο αντίθετό τους. Η κρατική ιδιοκτησία των παραγωγικών δυνάμεων, δεν αποτελεί την λύση της σύγκρουσης, αλλά - υποτίθεται ότι - εμπεριέχει τα τυπικά μέσα αυτής της λύσης, η οποία υποτίθεται ότι είναι ο σοσιαλισμός. 

Ο Λένιν υπήρξε περισσότερο ανοικτός, στον χαρακτηρισμό μιας κοινωνίας, ως κρατικοκαπιταλιστικής, ξεφεύγοντας, από την, αμιγώς, κρατική μορφή της. 

Το 1918 έγραφε ότι : 

«Για να ξεκαθαρίσουμε περισσότερο το ζήτημα, ας φέρουμε, πρώτα - πρώτα, ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα κρατικού καπιταλισμού. Όλοι ξέρετε ποιό είναι αυτό το παράδειγμα : η Γερμανία. Εδώ έχουμε την ύψιστη μορφή της καπιταλιστικής τεχνικής και της σχεδιομετρικής οργάνωσης, που είναι υποταγμένη, στον ιμπεριαλισμό των τσιφλικάδων και των αστών. Βγάλτε τις υπογραμμισμένες λέξεις, βάλτε, αντί τη λέξη κράτος στρατιωτικό, τσιφλικάδικο, αστικό, ιμπεριαλιστικό, πάλι την λέξη κράτος, αλλά κράτος άλλου κοινωνικού τύπου, άλλου ταξικού περιεχομένου, κράτος σοβιετικό, δηλαδή προλεταριακό, και θα έχετε όλο το σύνολο των όρων, που μας δίνουν τον σοσιαλισμό ….. Δηλαδή κρατικός καπιταλισμός είναι ο καπιταλισμός, στο ανώτερο στάδιο της ανάπτυξής του, όταν το κράτος συγχωνεύεται, με τα μονοπώλια, όταν, στην οικονομία, κυριαρχούν οι μεγαλύτερες διεθνείς επιχειρηματικές ενώσεις, που υπονομεύουν τον ανταγωνισμό και υποτάσσουν όλες τις σφαίρες της ζωτικής δραστηριότητας του ανθρώπου και της κοινωνίας, το ίδιο το κράτος γίνεται ένας πολύ μεγάλος καπιταλιστής. Σε ένα τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος, πέρα από το κρατικοκαπιταλιστικό μονοπώλιο».

Φυσικά, αυτή η συλλογιστική του Λένιν, για γερμανικό παράδειγμα και το πέρασμα, από τον κρατικό καπιταλισμό, στον σοσιαλισμό, η οποία ανάγεται, στον Friedrich Engels και την οποία ο Ιωσήφ Στάλιν οδήγησε, στην πιο ακραία μορφή της, δεν εξελίχθηκε και δεν μετατράπηκε, σε μια πραγματωμένη ιστορική αντιστοιχία, ως σοσιαλισμός. 

Ο κρατικός καπιταλισμός, στην μετεπαναστατική κοινωνία, ήλθε, για να μείνει, συσχετισμένος, στην πράξη, με τον κομματικό γραφειοκρατισμό.

Ωστόσο, αυτό το σύστημα, στην οικονομική του διάσταση, παρουσίασε, μέσα στα πλαίσια της κομματικής και ιδεολογικής του μονολιθικότητας, μια αξιοσημείωτη ποικιλότητα, ανάλογα, με την ιστορική του εξέλιξη.

Στο πρώτο στάδιο, επειδή οι παραγωγικές δυνάμεις, στην μετεπαναστατική Ρωσία, δεν είχαν αναπτυχθεί, η οργάνωση μιας σχεδιοποιημένης, μη εμπορευματικής οικονομίας. σε μια χώρα, όπου οι βασικοί της παραγωγοί ήσαν τα εκατομμύρια νοικοκυριά της υπαίθρου, υποτέθηκε πως αποδείχτηκε ότι δεν ήταν δυνατή. 




Το αποτέλεσμα ήταν, το 1921, να εφαρμοστεί η Νέα Οικονομική Πολιτική (η ΝΕΠ), την οποία ο, ανωτέρω, εικονιζόμενος εμπνευστής της, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, προσδιόρισε, απερίφραστα, ως «παλινόρθωση του καπιταλισμού, σε σημαντικό βαθμό».

Σε αυτήν την περίοδο και οι μικρές ιδιωτικές και οι μεγάλες κρατικές βιομηχανικές επιχειρήσεις δούλευαν, σε εμπορευματική βάση. 

Τον Απρίλιο του 1923, εκδόθηκε το διάταγμα της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής και του Συμβουλίου “Λαϊκών” Επιτρόπων «Για τις κρατικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, που λειτουργούν, με τις αρχές του εμπορικού οφέλους». Σε αυτό, προβλεπόταν ότι οι επιχειρήσεις είναι οργανωμένες, με σκοπό την απόκτηση του μεγαλύτερου κέρδους, ότι το κράτος δεν καλύπτει τα χρέη τους και τους παραχωρήθηκε μεγάλη οικονομική αυτονομία, αφού είχαν το δικαίωμα να καθορίζουν, μόνες τους, την τιμή των προϊόντων τους και να εμφανίζονται, στην (όποια) ελεύθερη αγορά, ως αυτοτελείς ανταλλακτικές μονάδες. 

Αυτή η ποικιλότητα έπαυσε, από τον Ιωσήφ Στάλιν, το 1929, οπότε ελήφθη η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκοι) «Για την αναδιοργάνωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας», σύμφωνα με την οποία, βασικός δείκτης της εργασίας των επιχειρήσεων καθοριζόταν η διαφορά μεταξύ του κόστους, που έθετε, ως στόχο, το κεντρικό πλάνο, έναντι του πραγματικού κόστους, με την όποια τήρηση των απαιτήσεων, που προβάλλονταν, σχετικά με την ποιότητα της παραγωγής. 

Υποτίθεται ότι το αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν ότι το κέρδος έχασε τις λειτουργίες που είχε, στον καθορισμό των τιμών και ως κίνητρο και διατήρησε, μόνον, μια λειτουργία λογιστικού χαρακτήρα, ως προς την τήρηση των επάλληλων λογαριασμών, κάτι, που διατηρήθηκε, μέχρι την μπρεζνιεφιική εποχή, το 1965. Πραγματοποιήθηκε - έτσι, όπως πραγματοποιήθηκε, δηλαδή ως ένας ακήρυκτος, αλλά και αιματηρότατος κοινωνικός πόλεμος του κράτους, κατά της μικροϊδιοκτησίας - η κολεκτιβοποίηση και η εκβιομηχάνιση και η ιδιωτική παραγωγή εξαφανίστηκε, σχεδόν, εντελώς. 

Το 1939 ο Στάλιν μίλησε, για την πλήρη εξάλειψη της ιδιωτικής βιομηχανίας. Την ίδια περίοδο, τα κολχόζ έφθασαν, στο 93,5% της υπαίθρου και όλη η οικονομία λειτουργούσε, σύμφωνα με τα ενιαία πενταετή σχέδια, όπως και στις κρατικές επιχειρήσεις, όπου διαβιβαζόταν το κεντρικό σχέδιο, για την ποσότητα της παραγωγής. Μεγάλο μέρος της παραγωγής των κολχόζ παραδινόταν, στο κράτος και αυτά έπαιρναν τα απαραίτητα προϊόντα της βιομηχανίας, επίσης, σύμφωνα, με τον συγκεντροποιημένο σχεδιασμό, ενώ η δυνατότητα αποπληρωμής, από τα κολχόζ δεν επηρέαζε την παράδοση της απαραίτητης, σε αυτά, παραγωγής της βιομηχανίας. Ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο, για «εμπορευματική ανταλλαγή μεταξύ του κρατικού και του κολχόζνικου (δηλαδή του συνεταιριστικού) τομέα της παραγωγής», σε καθαρή μορφή.



Οι κρατικές, πλέον, επιχειρήσεις, και τα κολχόζ, επίσης, παρήγαγαν, σύμφωνα, με το ενιαίο κρατικό σχέδιο, αφού ο Ιωσήφ Στάλιν προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε, να εφαρμοσθεί η συνειδητή πολιτική, για την αντικατάσταση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, από σχεδιοποιημένες και κάπως έτσι, πρακτικά, έπαυσε να λειτουργεί ο υποτιθέμενος, ως λειτουργών «νόμος της αξίας» των David Ricardo και Karl Marx και από τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, έμεινε, μόνον, η εξωτερική τους μορφή.

Και ο νεοκεϋνσιανός Αμερικανός οικονομολόγος John Kenneth Galbraith (ο πατέρας του James Galbraith) - καθόλου, παράδοξα - κατάληγε, στο ίδιο συμπέρασμα, για τον μη εμπορευματικό χαρακτήρα της “σοβιετικής” οικονομίας και τον ατελέστατο εμπορευματικό χαρακτήρα του δυτικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού. 

Όπως έχει γράψει : 

«Μεγάλο μέρος της σχεδιοποιημένης εργασίας, που κάνει μια αμερικάνικη, ή μια δυτικοευρωπαϊκή εταιρεία, στην οικονομία σοβιετικού τύπου, την κάνει το κράτος. Μια μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία καθορίζει τις ελάχιστες τιμές, οργανώνει την ζήτηση, για την παραγωγή της, καθορίζει, ή συμφωνεί τις τιμές, για τις πρώτες και τις ενδιάμεσες ύλες και κάνει βήματα, για την εξασφάλιση της τροφοδοσίας. Επίσης, καθορίζει, ή συμφωνεί τις αμοιβές των ειδικών, με διαφορετική προϋπηρεσία και ειδικότητα, των εργατών, όπως και κάνει βήματα, για την εξασφάλιση εργατικής δύναμης. Στην ΕΣΣΔ, όλες αυτές οι λειτουργίες εκτελούνται, λίγο - πολύ, με επιτυχία, από τον κρατικό μηχανισμό σχεδιοποίησης… Στην δυτική οικονομία, βασικό όργανο σχεδιοποίησης είναι η εταιρεία. Στο σοβιετικό σύστημα, τέτοιο όργανο είναι το κράτος».

Έτσι, υποτίθεται ότι ξεπεράστηκε ο καπιταλιστικός - στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κρατικοκαπιταλιστικός - τύπος παραγωγής, όπου υπάρχουν δύο τάξεις και η παραγωγή στοχεύει, στο κέρδος του ατομικού και του συλλογικού καπιταλιστή.

Στην πράξη, η πραγματική κατάργηση του “νόμου της αξίας της εργασίας”, αντικαταστάθηκε, από τον κρατικό προσδιορισμό της τιμής της, μέσω του, επίσης, κρατικού προσδιορισμού των εισοδηματικών κλιμακίων και κατηγοριών, εντός της κοινωνίας, που προσδιόριζαν την κοινωνική/ταξική θέση καθεμιάς οικογενειακής μονάδας και ατομικής οντότητας, στα πλαίσια της “σοβιετικής” κοινωνίας, σε άμεση συνάρτηση, με την θέση τους, στην ιεραρχική δομή του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος. 

Βέβαια, η αντιμαχία, για το, εάν, σε εκείνη την φάση της σταλινικής εποχής, μέχρι το 1965, ήταν υπαρκτός ο εμπορευματικός, ή μη εμπορευματικός χαρακτήρας της οικονομίας της “Σοβιετικής Ένωσης”, υπήρξε έντονη και κουβεντιαζόταν, εντατικά, από τους “σοβιετικούς” οικονομολόγους, σε όλη την διάρκεια της ζωής της και οι, εν λόγω, οικονομολόγοι χωρίστηκαν, σε δυο στρατόπεδα : 

Στους «εμπορευματικούς» και τους «αντιεμπορευματικούς». 

Οι «εμπορευματικοί» ισχυρίζονταν, ότι η “σοβιετική” οικονομία έχει εμπορευματικό χαρακτήρα και όλα τα αρνητικά της οφείλονται, στο ότι δεν δίνεται η δέουσα προσοχή, στην αξιοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και πρότειναν να αυξηθεί, ουσιαστικά, στα πλαίσια της “σοβιετικής” οικονομίας, ο ρόλος των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, αφού, έτσι, θα ενδυναμώνονταν, σημαντικά, το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων, για τα αποτελέσματα της παραγωγής τους.

Οι «αντιεμπορευματικοί», από την πλευρά τους, θεωρούσαν, ότι η αύξηση του ρόλου των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων είναι κάτι το απαράδεκτο, διότι θα οδηγήσει, στην εμφάνιση του «εγωιστικού» αυτοπροσδιορισμού της καθεμιάς των επιχειρήσεων, πράγμα που θα διαβρώσει και θα υπονομεύσει την σχεδιοποιημένη οικονομία και πολλοί από αυτούς, θεωρούσαν ότι η “σοβιετική” οικονομία είχε υπερκεράσει τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, οι οποίες δεν λειτουργούσαν, πραγματικά και ότι, από αυτές, είχε μείνει, μόνον, το εξωτερικό τους περίβλημα, προειδοποιώντας ότι η προσπάθεια να επαναφερθούν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις θα οδηγούσε, στην παλινόρθωση του καπιταλισμού στην χώρα. 

Τελικά, το 1965, όχι, επί της εποχής του Νικήτα Χρουστσώφ, αλλά, στην εποχή του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, επικράτησαν οι «εμπορευματικοί», με αποτέλεσμα  - υποτίθεται -. την παλινόρθωση της (όποιας) αγοράς, να την ολοκληρώσουν, στα χρόνια της “περεστρόικα” του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και όπως προέβλεπαν οι «αντιεμπορευματικοί», με την πλήρη αποκατάσταση του “νόμου της αξίας”, η “Σοβιετική Ένωση” να μεταμορφωθεί, σε «κανονικό» καπιταλισμό.

Όλα αυτά υποτίθεται ότι συνέβησαν, επειδή, από το 1965 μέχρι το 1989, δόθηκε προτεραιότητα, στην βάση των κανόνων της αξιακής οικονομίας και έτσι, ενισχύθηκε ο ρόλος του κέρδους, προσθέτοντας, στην απλή, έως τότε, λογιστική καταγραφή του και την λειτουργία της διαμόρφωσης των τιμών και του οικονομικού κινήτρου. Τοιουτοτρόπως, εμφανίστηκε, ως κανόνας λειτουργίας, στις επιχειρήσεις, το ιδιαίτερο συμφέρον τους, που δεν εναρμονιζόταν, με τα συμφέροντα της κοινωνίας και υπονόμευσε τον κεντρικό σχεδιασμό, ο οποίος παρέμεινε, αλλά διαβρώθηκε και έτσι, άρχισε η επιδίωξη του αυτοτελούς επιχειρηματικού κέρδους, για να ακολουθήσει η απελευθέρωση της αγοράς, με την “περεστρόικα”, ενώ, το 1989, ψηφίστηκε ο νόμος «Για την επιχείρηση», που μετέτρεψε την επιχείρηση, σε απομονωμένο παραγωγό, ένα μέτρο, το οποίο συνδυάστηκε, με την απελευθέρωση των τιμών και την ατομική ιδιοκτησία, δηλαδή, τελικώς, την δημιουργία των κλασικών καπιταλιστικών ιδιοκτητών και των παραδοσιακών μισθωτών εργαζομένων. Έτσι, η παλινόρθωση του καπιταλισμού ολοκληρώθηκε.

Δεν έχω σκοπό να υποτιμήσω όλη αυτή την περιγραφή. Αλλά την θεωρώ, απολύτως, ανεπαρκή, για να εξηγήσει το γραφειοκρατικό “σοβιετικό” φαινόμενο, το οποίο παρέμεινε, ως κρατικός καπιταλισμός, στενότερα, από ό,τι τον προσδιόριζαν ο Φρίντριχ Ένγκελς και κυρίως, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν και τούτο, διότι η κομμουνιστική κομματική γραφειοκρατία απλωνόταν και στον χώρο των επιχειρήσεων, είτε με την λειτουργία του επαμφοτερίζοντος “νόμου της αξίας” - ως προς την υποτιθέμενη, ως καθαρή ύπαρξή του -  είτε, χωρίς αυτήν. 

Αυτό, που έχει σημασία, δεν είναι η ύπαρξη, απλώς, των, επιμέρους, κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και των καπιταλιστών, ως ατόμων. Αυτό, που έχει επιτελική κεντρική σημασία, είναι η ύπαρξη του συνολικού κέρδους, εκφραζόμενου, συμβολικώς, με τον όρο της “υπεραξίας” (της οποίας το κέρδος είναι ένα, από τα διάφορα συστατικά της στοιχεία, ως “κοινωνικού υπερπροϊόντος”), η οποία νοείται, ως το τμήμα εκείνο του συνολικού οικονομικού προϊόντος μιας χώρας το οποίο διαχειρίζεται, είτε, ως, επιμέρους, ατομική ιδιοκτησία, είτε ως κρατική ιδιοκτησία, μια συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων, μία ελίτ, είτε αυτή είναι επιχειρηματική και διευθυντική, όπως, στον κλασικό δυτικού τύπου γραφειοκρατικό καπιταλισμό, είτε, ως κομματική και επιχειρηματική ελίτ, όπως συμβαίνει, στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό του λεγόμενου ανατολικού τύπου, με αμιγές μοντέλο το καθεστώς της “σοβιετικής” οικονομίας και κοινωνίας αλλά και τα ενδιάμεσα μοντέλα, που επικρατούν, στην κομμουνιστική Κίνα και στο, επίσης, κομμουνιστικό γειτονικό της Βιετνάμ. 

Αυτή, ακριβώς, η διαχείριση του κοινωνικού προϊόντος και της, συμβολικώς, ονομαζόμενης, ως “υπεραξίας” - εγώ προτιμώ τον όρο κοινωνικό υπερπροϊόν, αν και αυτός  ο ορισμός έχει τις αδυναμίες του - και το ποιός αποφασίζει και κατευθύνει τις επενδύσεις, είναι, που έχει σημασία και ακόμη, μεγαλύτερη σημασία, δηλαδή, ποιά ομάδα ιδιοτελών συμφερόντων διαχειρίζεται αυτό το κοινωνικό υπερπροϊόν, αυτήν την, συμβολικώς, ονομαζόμενη “υπεραξία”. 

Και είναι αδιάφορο το, εάν αυτή η άρχουσα κοινωνική ομάδα αποτελείται, από ιδιωτικές πολυμμετοχικές και μεγάλες επιχειρήσεις και κυρίως, από την εταιρική διευθυντική γραφειοκρατία των μεγάλων και των πολυεθνικών εταιρειών, είτε, από την κομματική κρατική εταιρική γραφειοκρατία των κομμουνιστικών (ή άλλων) κομμάτων. 





Η ιδιαιτερότητα του Ιωσήφ Στάλιν και του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν βρίσκεται, στο γεγονός ότι το δικό τους κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο στηρίχθηκε, σε αυτό, που ονομάζω, ως γραφειοκρατικό επαναστατισμό και είναι αυτό το στοιχείο, το οποίο, τους προσδιορίζει, ως επαναστάτες, ακόμη και κατά την περίοδο, στην οποία ήσαν καθεστωτικοί εξουσιαστές και απόλυτοι κυρίαρχοι, στην “Σοβιετική Ένωση“, διότι αυτή η τεράστια, η χαοτική ρηγμάτωση, στον, τότε, κλασικό καπιταλιστικό κόσμο της ατομικής ιδιοκτησίας, ήταν και παραμένει συγκρουσιακή και επαναστατική.

Και αυτός ο γραφειοκρατικός επαναστατισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια στρεβλωμένη ψευδής συνείδηση, ως ο “σοσιαλισμός” των μπολσεβίκων και των λοιπών κομμουνιστικών κομμάτων, που έχει την εκκίνησή της, στην συγκρότηση του εργατικού κινήματος και συμβολικά, μιλώντας, από τη συγκρότηση της Πρώτης Διεθνούς και της Κομμούνας του Παρισιού. 

Κάπως έτσι, απομυθοποιούνται τα πράγματα και γίνεται αντιληπτό, γιατί ο όρος κρατικός καπιταλισμός, συνδυασμένος, πάντοτε, με την γραφειοκρατική του σύμφυση και συγκρότηση, ταιριάζει, στα ψευδοσυνειδησιακά καθεστώτα της “Σοβιετικής Ένωσης” και του παλαιού “υπαρκτού σοσιαλισμού”, όπως και των σύγχρονων συνεχιστών τους, με κύριο εκφραστή την μεταμαοϊκή κομμουνιστική Κίνα. 

Και αυτό είναι κάτι, που δεν πρέπει, ποτέ, να το ξεχνάμε, όταν αναφερόμαστε, στον Ιωσήφ Στάλιν, στο κοινωνικό μοντέλο, που δημιούργησε και την ιστορική επιβίωση, προοπτική και εξέλιξη του μοντέλου αυτού, στην σύγχρονη εποχή και στις επόμενες γενεές.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Άρθρο 16 Συντάγματος : Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται, χωρίς περιστροφές και “δια ροπάλου”, ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι άσχετο, με το θέμα. Μνήμες δικτατορίας του 1973, αστυνομοκρατία και συνταγματική εκτροπή και ανωμαλία φέρνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κάνει τεράστια μαλακία, καταργώντας, κάθε, έστω και τυπική, έννοια της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και τα δικαστήρια - παρά τις μπουρδολογίες του Βαγγέλη Βενιζέλου - οφείλουν να κρίνουν τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, όταν ψηφιστεί, ως αντισυνταγματικές.

2/2024 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο : Κατεξευτελιστικό ψήφισμα καταδίκης του αυταρχικού καθεστώτος φυλαρχίας κράτους της υποσαχάριας Αφρικής του - κατά τους αφελείς χριστιανούς, εκφραστή των “Γωγ και Μαγώγ” - και κατά τον ορθό λόγο, δυνάμενου να αποκληθεί και ως «disordered» Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει αποθρασυνθεί και “έγινε ρόμπα”, για την ανυπαρξία κράτους δικαίου, την αστυνομοκρατία, την ανελευθερία των ΜΜΕ, την κατασκοπεία με το σύστημα “Predator”, τον έλεγχο της ΕΥΠ, από τον ίδιο και την ανισορροπία της κατανομής των εξουσιών, με τον κυβερνητικό έλεγχο, στο δικαστικό σύστημα. (Καιρός ήταν. Άργησε. Πολύ άργησε)…