Σοσιαλδημοκρατικοποιείται ο ΣΥΡΙΖΑ; Αστεία πράγματα! Το ερώτημα είναι περιττό, αφού αυτό έχει, ήδη, συμβεί, στην πράξη, εδώ και χρόνια· δηλαδή από τον Ιούλιο του 2015, μετά το «Όχι» του δημοψηφίσματος, που ο Αλέξης Τσίπρας και όλη η, τότε, ηγεσία του κόμματος αυτού μετέτρεψαν, σε «Ναι». (Αυτό, που παίζεται, τώρα μέχρι τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, είναι ο συσχετισμός των κομματικών δυνάμεων, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, που θα κρίνει και την πορεία των πραγμάτων).
Η συζήτηση, που άνοιξε, για την σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι, κατ’ ουσίαν, εντελώς, περιττή, άχρηστη και αποπροσανατολιστική. Αυτό συμβαίνει, απλούστατα, διότι το θέμα της συζήτησης έχει, ήδη, καταστεί μια δεδομένη πραγματικότητα, εδώ και πολλά χρόνια. Δεν περίμενε, τώρα, τον Κώστα Ζαχαριάδη, τον Γιάννη Ραγκούση και τον Δημήτρη Θεοχαρόπουλο ο ΣΥΡΙΖΑ, για να σοσιαλδημοκρατικοποιηθεί. Αυτό έχει συμβεί, επίσημα, στις 8 Ιουλίου 2015, όπως προκύπτει, από το, παραπάνω, βίντεο εκείνης της ημέρας, με την τοποθέτηση του, τότε, πρωθυπουργού του ελληνικού κράτους και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, στο ευρωκοινοβούλιο, όπου εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους μετέτρεψε το «Όχι στο Μνημόνιο» του 61,31% του ελληνικού εκλογικού σώματος, στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, σε «Ναι στο Μνημόνιο».
Και φυσικά, για το θέμα αυτό, έχω δημοσιεύσει, παλαιά (12/6/2018), μια, επί του ζητήματος αυτού, ανάρτηση, την οποία μπορεί το αναγνωστικό κοινό να την διαβάσει, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : Η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, το "καθαρό μυαλό" του Αλέξη Τσίπρα, οι "παροχές" και το προεκλογικό "κυνήγι της πολιτικής διαφθοράς".
Έτσι, για την έναρξη αυτής της διαδικασίας σοσιαλδημοκρατικοποίησής του, δεν περίμενε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Στέφανο Κασσελάκη, ούτε τους προαναφερόμενους να θέσουν το θέμα, με την προχθεσινή επιστολή τους, την οποία δημοσίευσαν, προφανώς, για να εντυπωσιάσουν, για να την εκκινήσει.
Είναι ο Αλέξης Τσίπρας και η προηγούμενη ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή όλοι αυτοί, οι οποίοι έφυγαν, από το κόμμα αυτό, τον Νοέμβριο του 2023 και δημιούργησαν την λεγόμενη “Νέα Αριστερά”, που μετέτρεψαν, από τότε, δηλαδή ήδη, από το “πυρακτωμένο” καλοκαίρι του 2015, τον ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα, εν τοις πράγμασι και εξ αντικειμένου, μνημονιακό, συστημικό, καθεστωτικό και αστικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και γι’ αυτό, άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει στις διαδικασίες των ευρωσοσιαλιστών ως παρατηρητής.
Ως εκ τούτου, οι τρεις προαναφερόμενοι (Κώστας Ζαχαριάδης - Γιάννης Ραγκούσης - Δημήτρης Θεοχαρόπουλος) κρούουν ανοικτές θύρες, με το χθεσινό κείμενο, που έδωσαν, στην δημοσιότητα, το οποίο, στην πραγματικότητα, έρχεται, ως προπομπός των παρασκηνιακών ενεργειών, που γίνονται, για σύγκλιση και συνένωση του ΣΥΡΙΖΑ, με το ΠΑΣΟΚ, οι οποίες, όμως, δεν θα είναι εύκολες και ανέφελες, διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα, βρίσκεται, σε, άκρως, δυσχερή πολιτική θέση, μετά τις δυο συντριπτικές ήττες του, στις βουλευτικές εκλογές της περιόδου Μαΐου - Ιουνίου 2023 και το ισχνό 17,83% 930.013 ψήφοι), που πήρε, στις 25/6/2023, ενώ, τώρα, μετά την διάσπαση του περασμένου Νοεμβρίου 2023, το δημοσκοπικό ποσοστό του έχει υποχωρήσει πολύ.
Ας δούμε, όμως, τώρα, το χθεσινό (8/1/2024) κείμενο των τριών :
«Το πολιτικό σύστημα της χώρας, μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές, διαμορφώνεται με μια υπερκυρίαρχη ΝΔ και μια ισχυρή παρουσία της Ακροδεξιάς, που για πρώτη φορά δεν έχουν ως πολιτικό και κοινοβουλευτικό αντίβαρο μια ισχυρή προοδευτική αντιπολίτευση.
Αυτή η πρωτοφανής μεταπολιτευτικά ανισορροπία στο πολιτικό σύστημα είναι κοινωνικά και πολιτειακά αναγκαίο να αντιμετωπιστεί άμεσα.
Η μεγάλη πολιτική αλλά και ιστορική ευθύνη πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Διότι αφενός ορίστηκε από τον ελληνικό λαό ως η Αξιωματική Αντιπολίτευση της χώρας και αφετέρου διότι κανένα άλλο κόμμα της προοδευτικής αντιπολίτευσης, παρά τη σημαντική αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική λύση που θα αμφισβητήσει με αξιώσεις την κυριαρχία της ΝΔ.
Για να μπορέσει, όμως, να παίξει αυτόν τον ρόλο ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, τώρα που ολοκληρώθηκε ένας πρώτος ιστορικός κύκλος, πρέπει να βάλει τέλος στα λάθη και να ασχοληθεί με τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα.
Τώρα είναι η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία να κάνει μία μεγάλη επιλογή.
Να αποφασίσει καθαρά ότι στοχεύει να αποτελέσει το κόμμα της μεγάλης Κεντροαριστεράς, τον κύριο εκφραστή της μεγάλης Προοδευτικής Παράταξης στη χώρα μας, που εκφράζει και -κυρίως- ενώνει τους πολίτες από την Αριστερά μέχρι το Κέντρο που δεν ενσωματώνεται στη στρατηγική της συντηρητικής παράταξης.
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτούνται γενναίες αποφάσεις που θα σηματοδοτήσουν αυτή την επιλογή -και ουσιαστικά και συμβολικά- καθιστώντας εφικτό τον στόχο της κυβερνητικής προοπτικής».
Μια τέτοια θεμελιώδης επιλογή σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενόψει μάλιστα των επερχόμενων ευρωεκλογών, είναι η απόφαση για την ένταξη πλέον του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία στην Πολιτική Ομάδα της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωκοινοβουλίου, στην οποία όλα τα τελευταία χρόνια προσκαλείται και αποδέχεται να συμμετέχει ως παρατηρητής.
Η θεμελιώδης επιλογή αυτή συνδυάζεται με ένα προοδευτικό προγραμματικό πλαίσιο, που πρέπει να εξειδικευτεί στο Συνέδριο και που έχει συγκεκριμένες προτεραιότητες: τη μείωση των ανισοτήτων, τη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους πρόνοιας με έμφαση στην υγεία και την παιδεία, στους εργαζόμενους, στα μεσοστρώματα κοινωνικά και οικονομικά, σε όσους παράγουν και δημιουργούν, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της νεολαίας στην εργασία, στη στέγη και στην εκπαίδευση, στη δίκαιη και συμπεριληπτική πράσινη μετάβαση, στην προστασία νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έχουν κόκκινα δάνεια από την ασυδοσία τραπεζών, funds και servicers.
Δεν είμαστε πια ούτε στο 2004, όταν ιδρύθηκε το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ούτε στα χρόνια των μνημονίων.
Έχει επίσης αλλάξει πλέον και η γεωγραφία μέσα στην ευρωπαϊκή κεντροαριστερά. Τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας είναι ενδεικτικά.
Συνεπώς, μας ενδιαφέρει μια ισχυρή Κεντροαριστερά, πολιτικός αντίπαλος και αντίβαρο στη Δεξιά και τις πολιτικές της, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Η μάχη των επόμενων ευρωπαϊκών κι εθνικών εκλογών δεν θα κριθεί στο έδαφος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά στο έδαφος της Κεντροαριστεράς.
Στις σημερινές συνθήκες δεν δικαιολογείται καμία καθυστέρηση στις αναγκαίες αποφάσεις που μας στερεί την αναγκαία διείσδυση στον κόσμο της Κεντροαριστεράς που είναι η πλειοψηφία στον προοδευτικό χώρο.
Η απουσία ισχυρής Κεντροαριστεράς δίνει τη δυνατότητα στη συντηρητική παράταξη να διεισδύει και να ηγεμονεύει στον χώρο του κέντρου.
Ο δρόμος για την ανασυγκρότηση και την ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι ο δρόμος που δείχνει Κεντροαριστερά.
Πρόκειται για εκείνον τον δρόμο που μπορεί να οδηγήσει και σε ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές και γι' αυτό το επιτυχημένο αποτέλεσμα θα αγωνιστούμε».
Όπως προανέφερα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη έχει κάθε λόγο, μέχρι τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου, να αποφύγει να εμπλακεί, σε τέτοιου είδους επαφές και μάλιστα έχει κάθε λόγο, για να της αρνηθεί δημοσίως, τουλάχιστον, για καθαρά εκλογικούς λόγους.
Και είναι φυσικό αυτό, διότι, εν όψει, της εκλογικής αναμέτρησης των ευρωεκλογών, αυτό που θα παιχθεί είναι ο κομματικός συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, έτσι όπως αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων θα διαμορφωθεί, μετά τις ευρωεκλογές, στις οποίες φαίνεται - δεν θεωρώ ότι είναι σίγουρο το αποτέλεσμα τους· κάθε άλλο· δεν είναι - ότι το ΠΑΣΟΚ θα είναι δυνατόν να καταφέρει να αποσπάσει την δεύτερη θέση, στην κατάταξη των κομμάτων, από τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, 12 χρόνια από τότε που, το 2012, την έχασε, επειδή του την απέσπασε ο ριζοσπαστικοφανής ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Ως εκ τούτου, το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη έχει κάθε λόγο να περιμένει τις ευρωεκλογές και κατόπιν, εφόσον έχει ένα επιτυχές αποτέλεσμα, να διαπραγματευθεί, από θέση ισχύος, οποιαδήποτε διαδικασία συνένωσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο θα προτιμούσε να απορροφήσει και όχι να σχηματίσει ένα είδος νέου συνεταιρικού κόμματος, με αυτόν.
Αυτό σημαίνει ότι όλα είναι ανοιχτά, μέχρι τις ευρωεκλογές Και από εκεί και πέρα, θα κριθούν οι επόμενες κινήσεις των κομμάτων και η διαδικασία συνένωσης ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ή της απορρόφησης του ενός από το άλλο.
Μέχρι τότε, έχουμε καιρό και θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, μετά τις ευρωεκλογές.
Άλλωστε, ο χρονικός ορίζοντας, για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που θα αργήσει να γυρίσει θα αργήσει να γίνει θα αργήσει να διεξαχθεί, θα είναι θα είναι ευρύς, αφού οι επόμενες βουλευτικές εκλογές, πιθανότατα, θα γίνουν, εντός του 2027, δηλαδή, σχεδόν, τρία χρόνια, από τώρα.
Οπότε αυτό, που απαιτείται, είναι η υπομονή.
Οι εξελίξεις, που θα ακολουθήσουν, θα κρίνουν το τί και πώς θα γίνει, ό,τι είναι να γίνει, στον λεγόμενο χώρο της κεντροαριστεράς.
Σχόλια