13-1-2024 Κρίσιμες και επικίνδυνες προεδρικές εκλογές, στην Ταϊβάν, ενώ το Πεκίνο ξεκαθαρίζει ότι “Ανεξαρτησία της Ταϊβάν σημαίνει πόλεμος”, επαναλαμβάνοντας ότι η «επανένωση με την μητέρα πατρίδα είναι μια αναπόφευκτη πορεία ανάπτυξης» και καλεί την ηγεσία του ταϊβανικού Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος «να μετανοήσει», για την θέση της, υπέρ της ανεξαρτησίας του νησιού. (Όμως, τα εννοεί όλα αυτά η “Λ.Δ.” της Κίνας; Και είναι έτοιμη; Θα δούμε)…
Η ηγεσία του Πεκίνου είναι σαφέστατη, στο ζήτημα της Ταϊβάν : “Ανεξαρτησία της Ταϊβάν, σημαίνει πόλεμος”.Το ζήτημα είναι αν η Ταϊπέι θα το τολμήσει και αν η ηγεσία του ΚΚΚ εννοεί αυτό που λέει.
Ενώ αύριο διεξάγονται, στην Ταϊβάν κρίσιμες προεδρικές εκλογές, στις οποίες, δημοσκοπικά, προηγείται ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος Λάι Τσίνγκτε, που, τώρα είναι αντιπρόεδρος της Ταϊβάν και ο οποίος έχει τοποθετηθεί, υπέρ της ανεξαρτησίας/απόσχισης της χώρας και των κατοίκων της, από την Κίνα και ουσιαστικά, της αποκοπής του λαού του νησιού, από το κινεζικό έθνος, ο, ανωτέρω, εικονιζόμενος Γενικός Γραμματέας του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και πρόεδρος της “Λαϊκής Δημοκρατίας” της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, ξεκαθάρισε, για μια, ακόμη, φορά, ήδη, από τις 27 Δεκεμβρίου 2023, μιλώντας, με ευκαιρία την 130η επέτειο, από την γέννηση του ιδρυτή του κομμουνιστικού κινεζικού κράτους Μάο Τσετούνγκ, ότι : «η πραγματοποίηση της πλήρους επανένωσης της Ταϊβάν, με την μητέρα-πατρίδα, είναι μια αναπόφευκτη πορεία ανάπτυξης, είναι δίκαιη και αυτό, που θέλει ο λαός. Η μητέρα-πατρίδα πρέπει και θα επανενωθεί. H επανένωση είναι αναπόφευκτη».
Το Πεκίνο προβαίνει, εδώ και τουλάχιστον, έναν μήνα, πριν από τις προεδρικές εκλογές του Σαββάτου, στην Ταϊβάν, σε απειλές, κατά της κυβέρνησης της Ταϊπέι, αφού ο Σι Τζινπίνγκ υποσχέθηκε να αποτρέψει οποιονδήποτε, από την όποια προσπάθειά του «να διασπάσει την Ταϊβάν, από την Κίνα, με οποιονδήποτε τρόπο», έχοντας εντείνει τις στρατιωτικές και πολιτικές πιέσεις, στο νησί.
Αυτό, στο οποίο στοχεύει η ηγεσία του ΚΚ Κίνας είναι η απόδειξη, ενός γεωπολιτικού δεδομένου, που, ίσως, ακόμη να είναι πρώιμο. Επιθυμεί να δείξει, στην γεωστρατηγική σκακιέρα της περιοχής του Ειρηνικού και του Ινδικού Ωκεανού, ότι η Κίνα βρίσκεται, σε θέση ισχύος, ως στρατιωτική υπερδύναμη, απέναντι, στις ΗΠΑ.
Αυτό, στην παρούσα φάση, ενέχει ένα ρίσκο, το οποίο η ηγεσία του Πεκίνου δεν τόλμησε να αναλάβει, όταν, τον Αύγουστο του 2022, η Nancy Pelosi, ως πρόεδρος της βουλής των αντιπροσώπων των ΗΠΑ, επισκέφθηκε, επίσημα, την Ταϊβάν. Τότε, οι Κινέζοι ηγέτες εξέφρασαν πλείστες λεκτικές πολεμικές θέσεις και στρατιωτικές ασκήσεις, στην σινική θάλασσα, αλλά έμειναν, σε αυτές. Δεν αποτόλμησαν να εμποδίσουν την Pelosi να προσγειωθεί, στο νησί, όπως απειλούσαν ότι θα πράξουν.
Προφανώς, ο Σι Τζινπίνγκ και η ηγεσία του ΚΚ Κίνας μέτρησαν τις δυνάμεις τους και τις βρήκαν ελλιπείς, ή θεώρησαν ότι το γεγονός εκείνο δεν αποτελούσε κάτι το σημαίνον, που άξιζε μια αμερικανοκινεζική στρατιωτική αντιπαράθεση, στον Ειρηνικό Ωκεανό και γι’ αυτόν τον λόγο, έκαναν πίσω.
Τώρα, βέβαια, τα πολιτικά δεδομένα είναι διαφορετικά. Είναι, όμως, διαφορετικές οι στρατιωτικές ισορροπίες των δυνάμεων Κίνας και ΗΠΑ;
Αυτό είναι το βασικό και πρωτεύον ερώτημα, που, εκ των πραγμάτων, τίθεται, στην κινεζική ηγεσία. Και όχι, μόνον, σε αυτήν.
Στην Ταϊβάν, τα πολιτικά δεδομένα είναι δύσκολα, αφού είναι διαφορετικές οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων, όσον αφορά τις σχέσεις, με την Κίνα καθιστούν τις προεδρικές εκλογές ένα σοβαρό πρόβλημα, για το εκλογικό σώμα, αλλά και για την ίδια την ολιγαρχία του νησιού.
Οι αυριανές προεδρικές εκλογές έρχονται, μετά, από αυξημένες εντάσεις ετών, αφού το Πεκίνο κλιμακώνει την στρατιωτική, πολιτική και οικονομική πίεση, στην Ταϊβάν, στα χρόνια της προεδρίας της αποχωρούσες Τσάι Ινγκγουέν, που ακολούθησε φιλοαμερικανική πολιτική.
Ο υποψήφιος διάδοχός της, που προέρχεται, από το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, ο, ανωτέρω, εικονιζόμενος Λάι Τσίνγκτι, προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενώ το Πεκίνο διάκειται, εχθρικά, προς αυτόν, προειδοποιώντας ότι «η Ταϊβάν βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, σχετικά, με το πού πρέπει να πάει και όλα μπορούν να συζητηθούν, στην βάση της εναντίωσης στην ανεξαρτησία του νησιού, από την Κίνα, ενώ η ανεξαρτησία της Ταϊβάν σημαίνει πόλεμο».
Η κινεζική κυβέρνηση έχει επιβάλει εμπορικές κυρώσεις, στην Ταϊβάν, όσο το κυβερνητικό κόμμα επιμένει στην υποστήριξη της ανεξαρτησίας, σε μια ,ακόμη, κλιμάκωση των εντάσεων, στις σχέσεις, μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι. Η Ταϊβάν κατηγορεί την Κίνα, για οικονομικό εκβιασμό και παρέμβαση, στις προεδρικές εκλογές, αφού το Πεκίνο ανακοίνωσε τον τερματισμό των δασμολογικών περικοπών, σε ορισμένες εισαγωγές χημικών προϊόντων, από την Ταϊβάν, ενώ ο Τσεν Μπινχουά, εκπρόσωπος του Γραφείου Υποθέσεων της Ταϊβάν της “Λαϊκής Δημοκρατίας” της Κίνας δήλωσε ότι «Εάν οι αρχές του ΔΠΚ είναι αποφασισμένες να επιμείνουν και να συνεχίζουν να εμμένουν, πεισματικά, στην θέση τους, για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν και αρνούνται να μετανοήσουν, υποστηρίζουμε τη λήψη περαιτέρω μέτρων, από τις αρμόδιες υπηρεσίες».
Το γαϊτανάκι των δηλώσεων συνεχίζεται, μέχρι και τις τελευταίες ώρες των ταϊβανικών προεδρικών εκλογών, αφού η απερχόμενη πρόεδρος του νησιού Τσάι Ινγκγουέν δήλωσε, χθες, ότι «οι σχέσεις της Ταϊβάν, με την Κίνα, πρέπει να αποφασιστούν, από την βούληση του λαού και η ειρήνη πρέπει να βασίζεται στην "αξιοπρέπεια"», ενώ το Πεκίνο κάλεσε το εκλογικό σώμα να κάνει την "σωστή επιλογή" στις προεδρικές εκλογές, χαρακτηρίζοντας τον Λάι Τσίνγκτε "σοβαρό κίνδυνο", εξαιτίας των θέσεών του, υπέρ της ανεξαρτησίας του νησιού, από την Κίνα.
«Αν αυτός - ο Λάι Τσίνγκτε - ανέβει, στην εξουσία, θα συνεχίσει να προωθεί αυτονομιστικές δραστηριότητες, που συνδέονται, με την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, κάτι το οποίο αποτελεί κακό δρόμο», είπε ο Τσεν Μπινχουά.
Υπάρχει και ένα ιστορικό αστείο, στην όλη υπόθεση, αφού παρασκηνιακά, το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στις προεδρικές εκλογές της Ταϊβάν υποστηρίζει τον υποψήφιο του Κουομιτάνγκ, του κόμματος δηλαδή των Εθνικιστών του Τσανγκ Καϊσέκ, που ηττήθηκε, στον πολυετή κινεζικό εμφύλιο πόλεμο, στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, από το ΚΚΚ του Μάο Τσετούνγκ και ο στρατός του (κάπου 2.000.000 Κινέζοι της ηπειρωτικής Κίνας) κατέφυγε, στην Φορμόζα· την σημερινή Ταϊβάν.
Έχει ο καιρός γυρίσματα.
Από την πλευρά της και η Ουάσινγκτων βρίσκεται και αυτή, σε δυσχερή θέση, διότι δεν γνωρίζει τις πραγματικές προθέσεις του Πεκίνου και προχθες, Τετάρτη, οι ΗΠΑ δήλωσαν, ανωνύμως, ότι θα αποστείλουν "ανεπίσημη αντιπροσωπεία", στην Ταϊβάν, μετά την ψηφοφορία. «Θα ήταν προκλητικό, από την πλευρά του Πεκίνου να απαντήσει - στο αποτέλεσμα των εκλογών -, με περισσότερη στρατιωτική πίεση και μέτρα εξαναγκασμού», προειδοποίησε η ανώνυμη Αμερικανίδα αξιωματούχος, η οποία (για, περιέργως, αγνώστους λόγους) ζήτησε να μην κατονομαστεί, ενώ το Πεκίνο κάλεσε την Ουάσινγκτων «να μην ανακατεύεται, στις προεδρικές εκλογές».
Αλλά όλα αυτά παραμένουν να είναι λόγια. Το προβληματικό στοιχείο, στην υπόθεση αυτή, είναι το επικίνδυνο πέρασμα, στις πράξεις. Και το κυριότερο όλων αφορά, το ερώτημα, με το οποίο ξεκίνησε το παρόν δημοσίευμα.
Μπορεί η Κίνα να κάνει πράξη αυτό το οποίο ισχυρίζεται ότι θέλει να πράξει;
Μπορεί να επιτεθεί και πολύ περισσότερο, να καταλάβει την Ταϊβάν, χωρίς να λογαριάσει το τί θα κάνουν οι ΗΠΑ, οι οποίες και αυτές αποτελεί πρόβλημα το τί σκοπεύουν να πράξουν, εάν το Πεκίνο επιτεθεί στην Ταϊπέι;
Δύσκολα τα ερωτήματα. Δύσκολες και οι απαντήσεις.
Θα δούμε…
Σχόλια