Albert Camus : Η αλήθεια είναι ότι το κενό που άφησε πίσω του, όταν, αδόκητα, τον χάσαμε, στις 4-1-1960, υπήρξε, είναι και πρόκειται να παραμείνει τεράστιο. Μας άφησε, όμως, ως πολύτιμη παρακαταθήκη, την αληθή διαπίστωση ότι “Επαναστατώ, άρα υπάρχω”, ως επικαιροποιημένη συνέχεια του «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω» (Cogito ergo sum) του René Descartes.
5/1/1960 : Το πρωτοσέλιδο της ειδικής έκδοσης της ιστορικής παρισινής εφημερίδας “COMBAT” (“Η ΜΑΧΗ”), με την είδηση ότι «Ο Αλμπέρ Καμύ είναι νεκρός». Πίκρα. Πάρα πολύ μεγάλη πίκρα…
Τον χάσαμε, πριν 63 χρόνια, εντελώς, αδόκητα, αιφνιδιαστικά, πρόωρα και απρόσμενα, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, τον Albert Camus (Ντρεάν, γαλλική Αλγερία 7/11/1913 - Βιλμπλεβέν, Γαλλία 4/1/1960) και το κενό, που άφησε πίσω του, όλες αυτές τις δεκαετίες, που πέρασαν, από τότε, έμεινε, έτσι όπως ήταν τότε.
Ένα τεράστιο κενό, που δεν πληρώθηκε, δεν “γέμισε”, ποτέ. Και πιθανόν να μην ξεπεραστεί ποτέ.
Ήταν και είναι η ύπαρξη και η διερώτηση, σε φιλοσοφικό και σε πρακτικό επίπεδο, της αμφιβολίας, σε συνδυασμό, με την αντιεξουσία και την επανάσταση, σε μια εποχή, που η εξουσία και η επανάσταση ήσαν σχεδόν, πάντα, άρρηκτα, συνυφασμένες, στην συμβατική σκέψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολυάσχολων συγγραφέων και έμπρακτων φιλοσόφων, όπως και των πολιτικών ακτιβιστών της εποχής, αμέσως, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, της δεκαετίας του 1950, αλλά - το σπουδαιότερο όλων - και όλων των δεκαετιών, που ακολούθησαν, μετά τον πρόωρο θάνατό του, έως τις ημέρες μας (στις οποίες η ύπαρξη της αμφιβολίας, για την κατεύθυνση των ανθρωπίνων πραγμάτων, έχει επικαιροποιηθεί), που εισήγαγε και για την ακρίβεια του λόγου, επανεισήγαγε ο Albert Camus, ακολουθώντας και ανακαινίζοντας τον παρατημένο και περιθωριοποιημένο βηματισμό των αντιεξουσιαστών συγγραφέων και φιλοσόφων και ιδίως, των γιγάντων της παλαιάς προσοβιετικής ρωσικής λογοτεχνίας, μέσα από ένα περίεργο, αλλά, καθόλου, ανακόλουθο σύμπλεγμά τους, με τους παλαιούς κλασικούς φιλοσόφους του Δυτικού ορθολογισμού, ο οποίος δεν είχε ξεπέσει, στην σύγχρονη τεχνικαλική/τεχνοκρατική, άκρως, εργαλειακή και αποανθρωποποιημένη μορφή του, με τον εξορισμό και τον - δήθεν, επιστημονικό - εξορκισμό της ύπαρξης και της ίδιας την έννοιας της αμφιβολίας, ως ανθρώπινου υπαρξιακού δεδομένου και ερωτήματος.
Ως εκ τούτου, η επαναφορά και η επαναθεμελίωση της αμφιβολίας, όχι, απλώς, ως γενικού φιλοσοφικού ερωτήματος, αλλά, ως ειδικό στοιχείο της ατομικής/προσωπικής και κυρίως, της θεσμικής κοινωνικής οργάνωσης, με κυρίαρχα στοιχεία την δυική συνύφανση της εξουσίας νοούμενης, ως δύναμης επιβολής και της ολιγαρχίας του χρήματος, είναι η σύγχρονη συνεισφορά και επανασπορά του Albert Camus, σε μια εποχή, που κυριαρχούσαν η τυπική εξουσιαστική αστική εκλογίκευση και ο αμείλικτος εξουσιαστικός σταλινισμός, ως ένας σοσιαλιστικός ρεαλισμός, που αντλούσε την δύναμή του, από το “σοβιετικό” μοντέλο.
Μέσα, σε αυτό το κλίμα των ευρύτατων εδραίων πεποιθήσεων, η επανεισαγωγή του σπόρου της αμφιβολίας, από τον Albert Camus, οδηγεί, όχι, απλώς, στην διερώτηση, γύρω από τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά, στην εξειδικευμένη διερώτηση, για τον υποκειμενικό κόσμο, έτσι όπως αυτός είναι συγκροτημένος, ως προς την θέση του, μέσα και κυρίως, απέναντι, στην κοινωνία.
Έτσι, αυτή η ατομική και κοινωνική διερώτηση, που θέλει να προσδιορίσει την θέση του ανθρώπου, απέναντι, στην κοινωνία, ως θεσμισμένη εξουσιαστική κοινωνία, μια διερώτηση, η οποία έχει, ως βάση της την ύπαρξη της αμφιβολίας, περί της ορθής συγκρότησης και διάρθρωσης, που οδηγεί τον Albert Camus, στην συμπερασματολόγηση, για την ανθρώπινη ύπαρξη, που καταλήγει ότι η χειραφέτηση του ανθρώπου, ως ύπαρξης, νοείται, ως αντίθεση με την εξουσιαστική κοινωνική θέσμιση, ήτοι, ως μιας διαρκούς εσωτερικής υποκειμενικής επανάστασης του ανθρώπου, η οποία, ως διαδικασία, τον συγκροτεί, ως ύπαρξη, μέσα από το συμπερασματικό σχήμα της, εξαιρετικά, διατυπωμένης αποφθεγματικής διαπίστωσης ότι ο άνθρωπος υπάρχει, όταν επαναστατεί, στηριζόμενος, στην δεδομένη, εδραιωμένη και εξακολουθητική αμφιβολία, για την οποία, όμως, υπάρχει μια σαφής και προσανατολισμένη εσωτερική ανθρώπινη τοποθέτηση, περί του αρνητικού περιεχομένου της κάθε μορφής θεσπισμένης εξουσίας, ως κυριαρχιας και ως δύναμη επιβολής, επί των ανθρώπων και της κοινωνίας, ως συνόλου.
René Descartes Λα Άι εν Τουρέν, Αντρ ε Λουαρ 31 Μαρτίου 1596 – Στοκχόλμη, 11 Φεβρουαρίου 1650).
Βέβαια, η έννοια της αμφιβολίας, ως εδραίας φιλοσοφικής και υπαρξιακής διερώτησης συνδέει τον Γάλλο Albert Camus, με τον, ανωτέρω, εικονιζόμενο παλαιό Γάλλο φιλόσοφο René Descartes και την θεμελιώδη διαπίστωσή του «Je pense dong je suis», που εκλατινίστηκε, ως «Cogito ergo sum», δηλαδή «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω».
Αρχικά, η καρτεσιανή συλλογιστική αποτελεί και αυτή, όπως και στον Albert Camus, ως μια στάση ριζικής αμφιβολίας. Ο René Descartes περιγράφει το γεγονός ότι, κατά το παρελθόν, αποδέχτηκε πολλά πράγματα, τα οποία, αργότερα, αποδείχτηκαν ότι αποτελούν σφάλματα, γι’ αυτό άρχισε να έχει σοβαρές αμφιβολίες, ως προς το τί μπορεί να θεωρηθεί αληθινό και τί ψευδές, στον κόσμο μας.
Η κύρια πηγή της, μέχρι την εποχή του, ανθρώπινης γνώσης ήσαν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Βέβαια, πολλές φορές τα αισθητηριακά δεδομένα είναι ανακριβή, έως το σημείο, ακόμη και η ίδια η υλική μας υπόσταση να φαίνεται αβέβαιη, αφού είναι δυνατόν και αυτή να αποτελεί προϊόν αισθητηριακής εξαπάτησης, όπως συμβαίνει, με ένα μεγάλης διάρκειας όνειρο, όμως είναι η ύπαρξη της λογικής, που, έχοντας αξιώματα αφηρημένα και καθολικά, είναι αναμφισβήτητα, έστω και αν ζούμε, μέσα σε ένα εφιαλτικό, η ευχάριστο, ή αδιάφορο όνειρο. Έτσι, το ότι 1+1=2 και το ότι κάθε τρίγωνο έχει 3 γωνίες και 3 πλευρές ισχύουν, είτε βρισκόμαστε σε όνειρο είτε όχι.
Όμως, ο Descartes δεν σταματά, σε αυτήν την διαπίστωση. Οδηγείται, στην άρνηση ότι αυτά είναι βέβαια, διότι μπορεί να υπάρχει ένας «κακός δαίμων» που εξαπατά το μυαλό μας, με ψευδή στοιχεία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι βρισκόμαστε, σε πλήρες αδιέξοδο.
Αλλά, έστω και έτσι και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει λύση, αφού εμείς, ως εξαπατώμενοι, υπάρχουμε, είμαστε υπαρκτοί, είμαστε όντα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και έτσι, υπάρχουμε και ως εκ τούτου, ο Descartes συμπεραίνει ότι κάθε φορά, που σκεπτόμαστε ότι εξαπατόμαστε, αντιλαμβανόμαστε, ευθέως και αμέσως, την ύπαρξή μας, ως δεδομένο γεγονός και αυτό το γεγονός είναι η πρωταρχική βάση, ως βεβαιοτητα, η οποία δεν αποτελεί απλή αισθητηριακή εμπειρία, ούτε λογική συνεπαγωγή, αλλά προσωπική εποπτική ενόραση.
Δεν είχε άδικο ο René Descartes. Η σύγχρονη επιστήμη, επιβεβαιώνει αυτό το τμήμα της καρτεσιανής λογικής, διαπιστώνοντας, πλέον ότι ο άνθρωπος, ως ον, αποτελεί ένα φυσικό αυτόματο, ένα matrix, κάτι, που, ο ίδιος, με το επίπεδο των επιστημονικών γνώσεων της εποχής του, τον 18ο αιώνα, εν τέλει, περιέγραψε, χωρίς να γνωρίζει την επιστημονική βάση των όσων περιέγραφε. Και αυτό το γεγονός είναι που του προσδίδει την τεράστια ιστορική αξία, που του αναγνωρίζεται και την οποία αξίζει.
Ο Albert Camus είναι, που κάνει, σε φιλοσοφικό επίπεδο το επόμενο λογικό βήμα, ξεπερνώντας τον Descartes.
Μας περιγράφει την εξέγερση, ως τον μόνο τρόπο, για να ξεπεράσουμε το παράλογο σήμερα των θεσμισμένων εξουσιαστικών σχέσεων, στην Δύση και στην Ανατολή, φέρνοντας και πάλι, στο φιλοσοφικό, αλλά και στο ιστορικό επίκεντρο, την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, την οποία θεωρεί, ως δεδομένη.
Αυτό είναι το περιεχόμενο της συμπερασματικής διαπίστωσης του Albert Camus, που συνοψίζεται, στο ρητό «Επαναστατώ, άρα υπάρχω», το οποίο, ως περιεχόμενο και ως εννοιολογική σημασία, υπερκερνά τους επαγγελματικούς “επαναστατικούς” μηχανισμούς των λενινιστών, πάσης φύσεως και εσοδείας, όπως και τον αστικό/καπιταλιστικό κομφορμιστικό κοινωνικό οργανωτισμό.
Και φυσικά, η εξέλιξη και η έλευση της σημερινής εποχής δεν είναι ότι, απλώς τον επιβεβαίωσε. Είναι ότι συνεχίζει να τον επιβεβαιώνει…
Σχόλια