1981-2025 Μια ανάλυση του ολέθρου της ελληνικής οικονομίας που, άμεσα στα πολλά άλλα, κατέστρεψε την διατροφική αυτάρκεια της χώρας, μέσα στα 44 αυτά χρόνια, από 117%, που ήταν, τότε, στο 15%, σήμερα.
Με τα χάλια της ελληνικής οικονομίας, ασχολούμαι, στο παρόν δημοσίευμα και στο, παραπάνω, βίντεο, το οποίο είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουν οι αναγνώστες, καθώς είναι άκρως κατατοπιστικό, για τα τρέχοντα μακροοικονομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει καταστεί φτωχός συγγενής όλων των οικονομιών των χωρών, που έως, έως και κυρίως, το 2004, εισήλθαν στην “Eυρωπαϊκή Ένωση”. Η Βουλγαρία είναι, προς το παρόν, η μόνη χώρα, πίσω από την χώρα μας η οποία παραμένει, στις τελευταίες, ή, στην τελευταία θέση, σε όλους τους κρίσιμους δείκτες.
Αλλά, ας αναφερθώ, τώρα, στα μακροοικονομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτά προκύπτουν, σήμερα.
Α) Το δημόσιο χρέος, φθάνει, στο 160,9% του ΑΕΠ, αλλά δεν είναι το ποσοστό του δημόσιου χρέους, που έχει σημασία. Αυτό, που έχει κεφαλαιώδη σημασία, είναι το απόλυτο ύψος του δημόσιου χρέους, το οποίο έχει φτάσει, τώρα, στα επίπεδα των 417 δισεκατομμυρίων ευρώ, αυξημένο, κατά 61 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σχέση, με τον Ιούλιο του 2019, που η απελθούσα κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα παρέδωσε την διακυβέρνηση της χώρας, στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος κατάφερε, σε λιγότερο από έξι χρόνια, από τον Ιούλιο του 2019, δηλαδή, τώρα, να φθάσει το ελληνικό δημόσιο χρέος, σε αυτά τα επίπεδα, λόγω δανεισμού από πηγές και αιτίες, οι οποίες είναι, κατά βάση, άγνωστες.
Β) Η δυνητική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ χαμηλή, στο 0,7%, ενώ την περίοδο 2025-2034 αναμένεται, κατ’ έτος, αύξηση του ΑΕΠ 0,9%, κατά μέσον όρο.
Γ) Η ανεργία είναι υψηλή, στο 8,3%, όπως διατυμπανίζει η Νίκη Κεραμέως, αλλά τα στοιχεία είναι αντιφατικά, διότι είναι διαφορετικά αυτά που υπολογίζονται, από το πρόγραμμα, «ΕΡΓΑΝΗ» του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, σε σχέση, με τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ αυτό, που είναι γεγονός, είναι ότι αυτά τα επίπεδα της εμφανιζόμενης ανεργίας, ξεκινούν από την βάση της ακραίας φυγής του νεαρού και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, στο εξωτερικό, η οποία δεν προσμετράται; στο εμφανιζόμενο ποσοστό ανεργίας, ενώ, παράλληλα,, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας είναι, κάτω από τον μέσο όρο της “Ευρωπαΐκής Ένωσης”, ήτοι, στο 61,8%, έναντι 70,5%, στην “E.E.” και παράλληλα, καταγράφονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού και μεγάλες αποκλίσεις των προσφερόμενων και ζητούμενων ειδικοτήτων.
Δ) Ο δείκτης καθαρής επενδυτικής θέσης ΝΙΙP, για την ελληνική οικονομία είναι ο χαμηλότερος στην “Ευρωπαϊκή Ένωση”, ήτοι στο -140 , και προβλέπεται να υποχωρήσει στο -150.
Ε) Οι επενδύσεις υποτίθεται ότι θα αυξηθούν, κατά 3 μονάδες, στο 16% του ΑΕΠ, το 2025, χάρη και στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά απέχουν παρασάγγας και θα βρίσκονται, μακριά, από τον μέσο όρο της “Ευρωπαϊκής Ένωσης”, που είναι στο 23% του μέσου “ευρωενωσιακού” ΑΕΠ.
Στ) Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παραμένει να είναι πολύ υψηλό, ήτοι στο 5% και αυτό, εφέτος, πρόκειται να αλλάξει, αφού θα ξεπεράσει το 5% του ΑΕΠ.
Ζ) Το σημαντικότερο είναι ότι οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριά είναι αρνητικές, ήτοι στο -2,7% του ΑΕΠ, έναντι 3,6% της ευρωζώνης και βρίσκονται, στα 170 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το έτος της ελληνικής κρατικής χρεωκοπίας, τον Απρίλιο του 2010, έφθαναν, στο 350 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτή, φυσικά, είναι η άλλη όψη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να στηριχθεί, μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη.
Η) Τα «κόκκινα δάνεια» έχουν φύγει, από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αν και το τωρινό ποσοστό των τραπεζικών «κόκκινων δανείων», που φθάνουν, το 5,7%, ωστόσο, το σχετικό ποσοστό παραμένει το υψηλότερο στην “Ευρωπαϊκή Ένωση”, αλλά δεν έχουν εξαφανισθεί από την οικονομία, αφού το 32% του ΑΕΠ, δηλαδή 69,5 δισεκατομμύρια ευρώ τα έχουν οι servicers, που εμπλέκονται, με το τραπεζικό σύστημα.
Θ) Η διατροφική επάρκεια της χώρας, βρίσκεται σε τραγική κατάσταση· δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί το επίπεδο της πραγματικής διατροφικής ανεπάρκειας, στο οποίο βρισκόμαστε, τώρα. Με δεδομένο ότι η διατροφική επάρκεια της χώρας ήταν απολύτως ικανοποιητική, τον Ιανουάριο του 1981, που η Ελλάδα εισήλθε, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και η διατροφική αυτάρκεια της χώρας μας έφτανε στο 117%, τώρα, 44 χρόνια μετά, η διατροφική επάρκεια στην Ελλάδα βρίσκεται στα επίπεδα του 15%. Ο αριθμός αυτός και η διαφορά των αριθμητικών μεγεθών, ανάμεσα, στο 1981 και στο 2025, είναι ιλιγγιώδης και είναι προϊόν της συνειδητής πολιτικής της καταστροφής της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής, την οποία επέβαλε η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επειδή θεωρούσε και θεωρεί ότι η ελληνική αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή δεν χρειάζεται και το χειρότερο όλων είναι ότι οι κυβερνήσεις, που πέρασαν αυτά τα 44 χρόνια, ακολούθησαν αυτόν τον κανόνα.
Από εκεί και πέρα, τα πράγματα, όσον αφορά την σύγκριση της ελληνικής οικονομίας, με τις οικονομίες των χωρών του πρώην “υπαρκτού σοσιαλισμού”, που, έως το 2004, εισήλθαν, στην “Ευρωπαϊκή Ένωση”, δεν χρειάζεται να επεκταθώ, στο παρόν κείμενο. Παραπέμπω τους αναγνώστες, στο αρχικό βίντεο του παρόντος δημοσιεύματος, το οποίο επαναλαμβάνω ότι πρέπει να παρακολουθήσουν, με μεγάλη προσοχή, διότι τα παρουσιαζόμενα στοιχεία δεν μπορεί κανείς να βρει, εύκολα, επειδή, απλούστατα, αποφεύγεται να αναφέρονται.
Ως εκ τούτου, σταματώ, εδώ, το παρόν δημοσίευμα και παροτρύνω και πάλι τους αναγνώστες, να παρακολουθήσουν το αρχικό βίντεο.
Σχόλια