Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος - άρθρα 47 και 97 του Συντάγματος και 134 ΠΚ -, στο αστικοδημοκρατικό Δίκαιο, το οποίο, ως τέτοιο, δεν είναι αταξικό, ούτε ουδέτερο και το ζήτημα της αναγνώρισης της βίας - απλής, ή/και ένοπλης -, ως μέσου πολιτικής δράσης και ο νομικός χαρακτηρισμός της. (Με αφορμή και τον θάνατο του Antonio Negri).



Ιωάννης Μανωλεδάκης (1937 - 26/6/2011). Ο καθηγητής μου, στο Ποινικό Δίκαιο και κυρίως, στην Φιλοσοφία του Δικαίου.



Με την παλιά συμφοιτήτρια και φίλη μου, την Ντόρα Τσικαρδάνη, την οποία έχω να δω, εδώ και δεκαετίες, αλλά διατηρούμε μια καλή επαφή, μέσα από το facebook, προκάλεσα μια συζήτηση, για το ζήτημα της αποφυλάκισης της Παναγιώτας Ρούπα η οποία είχε καταδικαστεί, για την τρομοκρατική της δράση, στην αναρχική οργάνωση “Επαναστατικός Αγώνας”, όπως και για την μη αποφυλάκιση του πολιτικού, ιδεολογικού, αλλά και προσωπικού της συντρόφου Νίκου Μαζιώτη που έχει καταδικαστεί, με τις ίδιες κατηγορίες, που καταδικάστηκε και η Παναγιώτα Ρούπα, με την οποία έχουν αποκτήσει ένα παιδί, πλην, όμως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας, που έκρινε το αίτημά του, για την αποφυλάκισή του, που υποβλήθηκε, για τέταρτη συνεχόμενη φορά, το απέρριψε, επειδή ο κρατούμενος δεν έχει σωφρονιστεί, έτσι όπως έκριναν οι, προφανώς, υπερσυντηρητικών αντιλήψεων δικαστές του συγκεκριμένου Συμβουλίου.  

Όσον αφορά το θέμα του σωφρονισμού του Μαζιώτη, δεν νομίζω ότι οι δικαστές επιδιώκουν έναν τέτοιο σωφρονισμό. Έχω την γνώμη ότι, στην απόφαση, που τον αφορά, έπαιξε ρόλο η δεδομένη τιμωρητική στάση των συγκεκριμένων δικαστών, επειδή αυτός δεν τους κάνει την δήλωση βουλήσεως, που επιθυμούν.

Εάν ήταν ευέλικτος και όχι δογματικός, όπως είναι, θα έβρισκε τον τρόπο να αποσπάσει αυτό, που επιδιώκει. Το θέμα είναι ότι αυτός δεν είναι ευέλικτος, κάτι, που, για μένα, είναι σφάλμα, αλλά, ως επιλογή του, αυτή η επιλογή είναι σεβαστή.

Από εκεί και πέρα, υπάρχει το ουσιαστικό πρόβλημα ότι, ενώ, ούτε ο Μαζιώτης, ούτε η Ρούπα  έχουν σωφρονιστεί, ούτε έχουν αλλάξει απόψεις, για την ζωή τους και την ένοπλη δράση τους, ο, μεν, Μαζιώτης παραμένει, στην φυλακή, η, δε, Ρούπα είναι ελεύθερη. Διότι αν η μητέρα πρέπει να είναι ελεύθερη, για χάρη του παιδιού, το ίδιο πρέπει να είναι ελεύθερος και ο πατέρας του παιδιού αυτού.

Δεν παραθέτω αυτόν τον ισχυρισμό, για να πω ότι αφού ο Μαζιώτης παραμένει, στην φυλακή, θα έπρεπε και η Ρούπα να μείνει φυλακισμένη. 

Κάθε άλλο. Το αντίθετο. Θα έπρεπε και οι δυο να είναι ελεύθεροι.

Απλώς, περιγράφω την αντιφατική συμπεριφορά του δικαστικού συστήματος της χώρας, εντός του οποίου οι δικαστές έχουν την θεσμική και λειτουργική προσωπική ανεξαρτησία, ώστε να μπορούν να παίρνουν αυτού του είδους τις αποφάσεις. 

Και οι συγκεκριμένοι δικαστές, στο δικαστικό συμβούλιο που αφορούσε την Ρούπα, έπραξαν αυτό, που νόμιζαν ότι έπρεπε να πράξουν, ενώ οι άλλοι στο δικαστικό συμβούλιο Λαμίας, όντας προφανώς, υπερσυντηρητικών πεποιθήσεων, έπραξαν το αντίθετο. 

Αυτό, που βγαίνει ως συμπέρασμα, το οποίο θεωρώ και σημαντικό, είναι ότι οι δικαστές, όταν θέλουν, μπορούν να πράξουν πολλά και διαφορετικά πράγματα, από αυτά που επιθυμεί η ευρύτερη κρατική και πολιτική εξουσία, όπως και η κοινή γνώμη. Αυτό είναι, που έχει σημασία, για μένα. 

Τώρα, ως προς το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, υπάρχει ένα κεντρικό ζήτημα, το οποίο δείχνει την υποκρισία των νομοθετών, αλλά και των δικαστών (δηλαδή της εξουσίας, ως δύναμης επιβολής, επί της κοινωνίας, στην ευρύτερη έννοιά της), το οποίο αφορά την σθεναρή και επίμονη άρνηση να γίνει αποδεκτή η χρήση της ένοπλης βίας, ως μέσου πολιτικών επιδιώξεων, που αποσκοπούν, στην κατάργηση του αστικοδημοκρατικού καθεστώτος κεντρικός πυλώνας του οποίου είναι  η άσκηση της (ιδιωτικής και της κρατικής) εξουσίας και η (ιδιωτική και κρατική) ιδιοκτησία. 

Αυτή η στάση είναι βλακώδης και αχρείαστη, αφού η άσκηση της βίας (και της ένοπλης μορφής της) είναι τρόποι και μέσα άσκησης της κρατικής, της πολιτικής και λοιπής εξουσίας και ως εκ τούτου, η βία (και η απλή και η ένοπλη) ενυπάρχουν, στις αστικοδημοκρατικές εξουσιαστικές κοινωνίες, ασχέτως, του γεγονότος ότι τα αστικοδημοκρατικά καθεστώτα αυτήν την βία την ορίζουν, ως, κυρίως, κρατικό μονοπώλιο και ως νομιμότητα.

Η στάση τους αυτή και η ιεροποίηση της άσκησης, της χρήσης και της επιβολής της βίας, μέσα από την νομιμοποίησή της, από τους νόμιμους φορείς της, είναι,  απολύτως, υποκριτική, όταν αντιτάσσεται, στην βία των πολιτικών αντιπάλων της αστικοδημοκρατικής εξουσίας, που χαρακτηρίζεται, ως παράνομη.

Και φυσικά, μπορεί να χαρακτηρίζεται ως παράνομη, αλλά είναι ανόητο και βλακώδες να υφίσταται αυτή επίμονη, πεισματώδης άρνηση της πολιτικής ένοπλης βίας, ως ενός υπαρκτού φαινομένου. Και όλα αυτά, μάλιστα, όταν το ίδιο αστικοδημοκρατικό δικαιικό σύστημα γνωρίζει την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

Πολλοί πιστεύουν ότι η αποδοχή της ύπαρξης της πολιτικής ένοπλης βίας, αποτελεί αυτοαναίρεση του αστικοδημοκρατικού (και όχι, μόνον, αυτού) Δικαίου.

Όμως, όχι. Δεν είναι αυτοαναίρεση του κρατούντος Δικαίου η αναγνώριση της ύπαρξης της ένοπλης πολιτικής και αντικαθεστωτικής βίας. 

Δεν απονομιμοποιείται η αστική έννομη τάξη, με την αναγνώριση (όχι την αποδοχή των απόψεων της Ρούπα και του Μαζιωτη) της ύπαρξης αυτής της πολιτικής άποψης και της συναφούς δραστηριότητας. 

Ως προς αυτό, άλλωστε, δηλαδή, ως προς το γεγονός ότι η έννοια του πολιτικού εγκλήματος είναι μια γνωστή έννοια, στο αστικοδημοκρατικό δίκαιο, παραθέτω, παρακάτω, ένα παλαιό κείμενο που αείμνηστο καθηγητή μου, στην Φιλοσοφία του Δικαίου και στο Ποινικό Δίκαιο, Ιωάννη Μανωλεδάκη, που δημοσιεύτηκε στις 6 Μαρτίου 2003 και το οποίο βρήκα αναρτημένο, στο Διαδίκτυο, όπου ο διακεκριμένος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου αναφέρεται, με αφορμή την υπόθεση τότε της δίκης της “Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη”, στο φαινόμενο και στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, στο ελληνικό δίκαιο. 

Θυμίζοντας τα δυο πρόσφατα δημοσιεύματά μου, στις 21/11/2023 και στις 13/12/2023, αντιστοίχως, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλους : Albert Camus : “Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη, ούτε ελευθερία, όταν βασιλιάς είναι το χρήμα”. (Ενθυμούμενος τον Νίκο Μαζιώτη, τον Λάμπρο Φούντα και από το πολύ μακρινό παρελθόν, τον Buenaventura Durruti, αλλά και τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι, όπως και τον Λεβ Τολστόι, καθώς, πλέον, η αναρχική ακτιβίστρια, καταδικασμένη, για τρομοκρατία, Παναγιώτα Ρούπα είναι, ορθότατα, πλέον, ελεύθερη).  και Μπορεί να διαφωνώ - και διαφωνώ -, με την ένοπλη δραστηριότητά του, στο παρελθόν, αλλά ο Νίκος Μαζιώτης έχει, επί της ουσίας των επιχειρημάτων του, δίκιο, απέναντι στο σκεπτικό της, από 29/9/2023 Απόφασης, για την μη αποφυλάκισή του, που έλαβε το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας., μπορώ, τώρα, να παρουσιάσω το κείμενο του Ιωάννη Μανωλεδάκη, το οποίο έχει, ως εξής :


«ΓΝΩΜΗ Νομικό ζήτημα ο χαρακτηρισμός

Θεωρείται από τα δυσχερέστερα της Ποινικής Επιστήμης


Το θέμα του χαρακτηρισμού των δικαζόμενων εγκλημάτων ως "πολιτικών εγκλημάτων", που συνάπτεται άμεσα με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου που θα κρίνει τις πράξεις των μελών της οργάνωσης 17 Νοέμβρη, είναι αποκλειστικά νομικό ζήτημα από τα δυσχερέστερα της ποινικής επιστήμης. Θα πρέπει, λοιπόν, να διευκρινιστούν κάποια αυτονόητα, κατά τη γνώμη μου, σημεία, τα οποία, ωστόσο, αγνοούνται ή υποτιμούνται στις σχετικές συζητήσεις των ημερών:

α. Η έννοια του "πολιτικού εγκλήματος" είναι καθαρά νομική (όπως π.χ. οι έννοιες του διαρκούς ή στιγμιαίου εγκλήματος, του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, του υπαλλακτικώς ή διαζευκτικώς μεικτού εγκλήματος). Δεν μπορεί, λοιπόν, δημοσιογράφοι ή πολιτικοί, στερούμενοι νομικής μορφώσεως, να αποφαίνονται με βεβαιότητα ότι τα εγκλήματα των μελών της οργάνωσης είναι ή δεν είναι πολιτικά.

β. Ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένων εγκλημάτων ως "πολιτικών" προϋποθέτει να έχει ξεκαθαρίσει αυτός που κρίνει - δικαστικά ή απλώς επιστημονικά - την ακριβή έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Επειδή δεν υπάρχει ομοφωνία γι' αυτήν στη νομική επιστήμη, μπορεί να θεωρήσει κανείς (σχετικά εύκολα και απλουστευτικά) μόνο την εσχάτη προδοσία (προσπάθεια μεταβολής του πολιτεύματος) ως έγκλημα πολιτικό (παραδοσιακή, αντικειμενική θεωρία) ή να επιλέξει μία από τις δύο "υποκειμενικότερες" απόψεις. Εκείνη που στηρίζει τον χαρακτηρισμό στα πολιτικά κίνητρα του δράστη, ανεξαρτήτως πράξεών του (ακραιφνώς υποκειμενική θεωρία) είτε εκείνη που ξεκινά μεν από τα κίνητρα, περιορίζει όμως τον χαρακτηρισμό σ' εκείνες μόνο τις πράξεις που βρίσκονται σε άμεση λογική αντιστοιχία με το (πολιτικό) κίνητρο και δεν το υπερβαίνουν (μεικτή θεωρία). Η τελευταία φαίνεται πληρέστερη, έχει ωστόσο δυσκολίες στην εφαρμογή της αναφορικά με την κρίσιμη κρίση της "αντιστοιχίας" και απαιτεί πλήρη γνώση των στοιχείων της δικογραφίας.

Μόνον η παραδοχή της αντικειμενικής θεωρίας οδηγεί άμεσα και εύκολα στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για "πολιτικά εγκλήματα", εφόσον δεν έχει διατυπωθεί κατηγορία για πράξεις εσχάτης προδοσίας (αρ. 134 ΠΚ).

γ. Αφορισμοί του τύπου ότι "πολιτικά εγκλήματα" δεν νοούνται σε δημοκρατικό καθεστώς, ότι οι δολοφονίες δεν είναι "πολιτικά εγκλήματα", ότι δήθεν έχει νομικά λυθεί ότι η τρομοκρατία δεν είναι "πολιτικό έγκλημα", δεν έχουν επιστημονική βάση για τους εξής λόγους: i) Πράξεις εσχάτης προδοσίας αλλά και πράξεις με κίνητρο τη μεταβολή του συγκεκριμένου καθεστώτος μιας χώρας γίνονται και σε δημοκρατικά συγκροτημένες πολιτείες, διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η πρόβλεψη του "πολιτικού εγκλήματος" στο δημοκρατικό Σύνταγμα της χώρας μας. Εξάλλου, κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι το καλύτερο και να επιχειρεί να το αλλάξει με ανορθόδοξο τρόπο (= πολιτικό έγκλημα). Αν ακολουθήσει για την αλλαγή δημοκρατικές διαδικασίες, τότε βέβαια δεν τελεί έγκλημα και συνεπώς δεν τίθεται θέμα χαρακτηρισμού των πράξεών του.

ii) Και μια δολοφονία μπορεί να χαρακτηριστεί ως "πολιτικό έγκλημα" αν το θύμα ενσαρκώνει το πολιτειακό καθεστώς σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ή (κατά την υποκειμενική θεωρία) το κίνητρο της πράξης αυτής ήταν πολιτικό (να κλονίσει πολιτικά το καθεστώς) και (κατά τη μεικτή θεωρία) η απεχθής αυτή πράξη ήταν σε αντιστοιχία λογική με το κίνητρο.

iii) Κανένα δεσμευτικό νομικά για την Ελλάδα και ισχύον κείμενο (όταν μάλιστα τελέστηκαν οι σήμερα δικαζόμενες πράξεις) δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό των τρομοκρατικών πράξεων ως "πολιτικών εγκλημάτων", εκτός από το άρθρο 1 του ν. 1789/1988 ("κύρωση Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας"), το οποίο όμως, αναφέρεται μόνο στην έκδοση εγκληματιών και ισχύει μόνο για τις ανάγκες της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών. Εξάλλου νομοθετικός (-δεσμευτικός) ορισμός της τρομοκρατικής πράξης δεν υπάρχει.

Τέλος, δεν έχει πρακτική - ούτε νομική - αξία η συχνά ακουόμενη άποψη ότι η έννοια του "πολιτικού εγκλήματος" είναι γέννημα ρομαντικής εποχής και σήμερα αποτελεί ξεπερασμένο όρο, αφού ο όρος αυτός αναφέρεται ρητά σε δύο διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος και επιβίωσε μετά την πρόσφατη (2001) αναθεώρησή του (άρθρα 47 και 97).

Το δικαστήριο είναι, λοιπόν, αυτήν τη στιγμή το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφανθεί σχετικά. Πρέπει να το κάνει με πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, που θα νομολογεί και για τον όρο "πολιτικό έγκλημα".

Πιθανά ενδεχόμενα: α) Να δεχθεί την αντικειμενική θεωρία οπότε τα εγκλήματα των μελών της 17 Νοέμβρη δεν μπορεί να χαρακτηριστούν πολιτικά. β) Να δεχθεί την υποκειμενική θεωρία ή τη μεικτή, οπότε είτε τώρα (με τη γνώση του ανακριτικού υλικού) είτε και αργότερα να αποφανθεί ότι δεν είναι πολιτικά τα εγκλήματα για κανέναν από τους κατηγορουμένους.

γ) Να δεχθεί την υποκειμενική ή τη μεικτή θεωρία και να αποφανθεί ότι ορισμένες πράξεις ή για ορισμένους κατηγορουμένους υπάρχει "πολιτικό έγκλημα", οπότε θα πρέπει να παραπέμψει ως προς αυτά την υπόθεση στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 97 του Συντάγματος. δ) Να αποφανθεί για όλους ότι τα εγκλήματα είναι "πολιτικά" και να παραπέμψει συνολικά την υπόθεση στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο».

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ


Antonio Negri (1/8/1933 - 16/12/2023) : «Το ότι εμείς κάναμε λάθος, δεν σημαίνει ότι αυτοί είχαν δίκιο». Έστω και ως διαπίστωση, που έκανε, εκ των υστέρων, ο θανών, χθες, καταδικασμένος, για τρομοκρατική δράση, στην οποία περιλαμβάνονταν και δυο φόνοι, θεωρητικός της “Autonomia Operaia” και του “Potere Operaio” - το οποίο μετέπεσε, σε πολιτική οργάνωση ένοπλης βίας - έχει δίκιο. Αυτοί, προφανώς, έκαναν λάθος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ιταλική ολιγαρχία και το κράτος της, είχαν, ή ότι έχουν δίκιο. Κάθε άλλο…

 


Άλλωστε η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν είναι άγνωστη έννοια, στο αστικοδημοκρατικό δίκαιο. Είναι, απολύτως, γνωστή και αναφέρεται, στο Σύνταγμα της χώρας, αλλά και επικουρικώς, στον Ποινικό Κώδικα, ως ακολούθως :

Άρθρο 47: (Χάρη και αμνηστία)

1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, ύστερα από πρόταση του Yπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη συμβουλίου που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστές, να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί. 

2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας μόνο με τη συγκατάθεση της Bουλής έχει το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε Yπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86. 
*3. Aμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Oλομέλεια της Bουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 
4. Aμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο.

Άρθρο 97: (Μικτά ορκωτά δικαστήρια)

1. Tα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συ- γκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει. Oι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών υπόκεινται στα ένδικα μέσα που ορίζει ο νόμος.
2. Kακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα, που με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα και ειδικούς νόμους έχουν υπαχθεί έως την ισχύ του Συντάγματος στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. 
Mε νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και άλλα κακουργήματα. 
3. Tα εγκλήματα κάθε βαθμού που διαπράττονται δια του τύπου υπάγονται στα τακτικά ποινικά δικαστήρια, όπως νόμος ορίζει.
  

Άρθρο 134 Π. Κ. : Εσχάτη προδοσία.

1. Τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης:

Α) όποιος αποπειράται να αποστερήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα·

Β) όποιος αποπειράται με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας: α) να παρεμποδίσει κάποιoν απ' αυτούς από την άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του ή να τον εξαναγκάσει να επιχειρήσει πράξη που απορρέει από αυτή την εξουσία και β) να μεταβάλλει το πολίτευμα του Κράτους.

2. Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος, εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου: α) επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού· β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή· γ) ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέβαλε με τους τρόπους και με τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό.

3. Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή εκείνον που ασκεί την προεδρική εξουσία τιμωρείται με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη. 


Κατόπιν τούτων γίνεται αντιληπτό ότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος αναφέρονται, στο πολιτικό έγκλημα, χωρίς, όμως, να το προσδιορίζουν, ως προς το περιεχόμενό του. 

Με λίγα λόγια, ο συνταγματικός νομοθέτης αφήνει, στον κοινό νομοθέτη, να συγκεκριμενοποιήσει, ή όχι, το νομικό περιεχόμενο της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος, γεγονός, που σημαίνει ότι αυτή η ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, για τον προσδιορισμό, ή μη, του περιεχομένου της έννοιας και του χαρακτηρισμού μιας πράξης και μιας αλυσιδωτής αλληλουχίας πράξεων, ως πολιτικών εγκλημάτων, δίδει την δυνατότητα και μπορώ να ισχυρισθώ ότι προτρέπει, για μια πολλαπλή ερμηνεία του όποιου περιεχομένου του αδικήματος του πολιτικού εγκλήματος. 

Αυτή η δυνατότητα, για την πολλαπλή περιπτωσιολογική νομική ερμηνεία και τον νομικό χαρακτηρισμό των σχετιζόμενων πράξεων, είναι, απολύτως, υπαρκτή και δεδομένη, ως προκύπτει και από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, την οποία ευχερή δυνατότητα, όμως, ούτε ο κοινός νομοθέτης, ούτε - πολύ περισσότερο, μάλιστα - οι δικαστές, στην συνήθη δικαστηριακή πρακτική και νομολογία, έχουν εκμεταλλευθεί, για να αποπειραθούν να προσδιορίσουν το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας του πολιτικού εγκλήματος, παρά, μόνον, δια της μεθόδου που αποκλεισμού, δηλαδή, με την μέθοδο, που χρησιμοποιούν τα δικαστήρια προκειμένου να προσδιορίσουν, οποιαδήποτε μορφή και χρήση απλής ή ένοπλης βίας, με τον έωλο και ανεπαρκώς, ή, ανειλικρινώς, τεκμηριωμένο νομικό ισχυρισμό ότι οι πράξεις αυτές αποτελούν αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου και “φυσικά”, δεν έχουν κανένα πολιτικό χαρακτήρα, ούτε πολιτικό περιεχόμενο, ακόμη και όταν είναι ορατό, δια γυμνού οφθαλμού, όπως, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση της “Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη” αλλά και του “Επαναστατικού Αγώνα”, όπως, επίσης και της οργάνωσης “Επαναστατικοί Πυρήνες της Φωτιάς”. 

Οι περιπτώσεις αυτές έχουν κριθεί, από τα δικάσαντα ελληνικά δικαστήρια ότι δεν αποτελούν πράξεις πολιτικής βίας, που έχουν και ένοπλο χαρακτήρα, αποσκοπώντας (έστω και ανοήτως και με σεκταριστικό τρόπο) να ανατρέψουν το αστικοδημοκρατικό πολίτευμα - με την έστω και κατά φαντασία των δραστών - πρόκληση κοινωνικών εξεγέρσεων οι οποίες βέβαια ουδέποτε υπήρξαν, τουλάχιστον, με αφορμή, ή εξαιτίας, της ένοπλης δράσης αυτών των οργανώσεων. Δεν αποτελούν, δηλαδή, πολιτικά εγκλήματα.

Πολύ απλά, λοιπόν, το αστικό καθεστώς δεν αποδέχεται την ύπαρξη του πολιτικού του αντιπάλου, ο οποίος χρησιμοποιεί την ένοπλη βία, ως εργαλείο για μεταδικτατορικά επίτευξη των αντικαθεστωτικών σκοπών και στόχων του. 

Έτσι έπραξε και με το ΚΚΕ, το 1947, στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, μέχρι την αλλαγή της σκυτάλης, από το  δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών, στο μεταδικτατορικά αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, τον Ιούλιο του 1974. 

Και φυσικά, αυτή η, ανειλικρινώς, αιτιολογούμενη, κατά περίπτωση, διαρκής νομοθετική και δικαστηριακή πρακτική, δεν περιποιεί οποιαδήποτε τιμή και αξία, στο γραφειοκρατικό αστικό/καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο επικρατεί. Και τούτο διότι η αναγνώριση της ύπαρξης των ενόπλων πολιτικών αντιπάλων του συστήματος, δεν σημαίνει και την ποινική απαλλαγή των πολιτικών εγκληματιών, για τις πράξεις τους. 

Αυτό που αλλάζει, εάν ο νομοθέτης και τα ποινικά δικαστήρια είχαν αποδεχθεί ότι η έννοια του πολιτικού εγκλήματος ισχύει και στις οργανώσεις της, εν τοις πράγμασι, ένοπλης πολιτικής βίας, είναι, απλώς, η παραδοχή της ύπαρξης του ένοπλου πολιτικού αντιπάλου και τίποτε περισσότερο. 

Ο ποινικός χαρακτηρισμός και η ποινική τιμωρία των πράξεων, παρά τον πολιτικό τους χαρακτήρα και περιεχόμενο, θα παραμείνουν, ως έχουν και τώρα, χωρίς καμία διαφοροποίηση, εκτός, ίσως  - και αυτό θα ήταν στην κρίση των δικαστηρίων, κατά περίπτωση - της αναγνώρισης κάποιων ελαφρυντικών, για τους δράστες αυτού του είδους των πολιτικών εγκλημάτων. 

Επομένως είναι η αίσθηση της υπεροχής και της επίδειξης της ισχύος του συστήματος του καπιταλιστικού δικαιικού συστήματος, που οδηγεί τους νομοθέτες και τους δικαστές, σε αυτήν την επίμονη άρνηση της αναγνώρισης, ως πολιτικών, των εγκλημάτων, που διαπράττονται, από μία, εμφανώς, πολιτική οργάνωση ένοπλης βίας, με ένα σκεπτικό, που είναι, ωμότατα, απλό και περιγράφεται, από την φράση, που λέει ότι, απλούστατα : «έτσι θέλουμε και έτσι πράττουμε, επειδή εμείς έχουμε  την ισχύ να πράττουμε αυτό, που πράττουμε, χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν». 

Τόσο απλά είναι τα πράγματα. 

Αλλά, παράλληλα και τόσο βλακώδης είναι η νοοτροπία και η πρακτική των κρατούντων.

Δυστυχώς…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Άρθρο 16 Συντάγματος : Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται, χωρίς περιστροφές και “δια ροπάλου”, ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι άσχετο, με το θέμα. Μνήμες δικτατορίας του 1973, αστυνομοκρατία και συνταγματική εκτροπή και ανωμαλία φέρνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κάνει τεράστια μαλακία, καταργώντας, κάθε, έστω και τυπική, έννοια της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και τα δικαστήρια - παρά τις μπουρδολογίες του Βαγγέλη Βενιζέλου - οφείλουν να κρίνουν τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, όταν ψηφιστεί, ως αντισυνταγματικές.

2/2024 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο : Κατεξευτελιστικό ψήφισμα καταδίκης του αυταρχικού καθεστώτος φυλαρχίας κράτους της υποσαχάριας Αφρικής του - κατά τους αφελείς χριστιανούς, εκφραστή των “Γωγ και Μαγώγ” - και κατά τον ορθό λόγο, δυνάμενου να αποκληθεί και ως «disordered» Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει αποθρασυνθεί και “έγινε ρόμπα”, για την ανυπαρξία κράτους δικαίου, την αστυνομοκρατία, την ανελευθερία των ΜΜΕ, την κατασκοπεία με το σύστημα “Predator”, τον έλεγχο της ΕΥΠ, από τον ίδιο και την ανισορροπία της κατανομής των εξουσιών, με τον κυβερνητικό έλεγχο, στο δικαστικό σύστημα. (Καιρός ήταν. Άργησε. Πολύ άργησε)…