Μπορεί να διαφωνώ - και διαφωνώ -, με την ένοπλη δραστηριότητά του, στο παρελθόν, αλλά ο Νίκος Μαζιώτης έχει, επί της ουσίας των επιχειρημάτων του, δίκιο, απέναντι στο σκεπτικό της, από 29/9/2023 Απόφασης, για την μη αποφυλάκισή του, που έλαβε το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας.
Ο ανωτέρω εικονιζόμενος Νίκος Μαζιώτης, νωστός αναρχικός, που έχει καταδικαστεί και είναι στην φυλακή, για τρομοκρατική δράση, ως ηγετικό μέλος της οργάνωσης “Επαναστατικός Αγώνας” εξέδωσε, προχθές, Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου 2023, μια γραπτή ανακοίνωση, μέσω αυτού που αποκαλείται, ως περιβάλλον του, η οποία αναφέρεται, στην απόρριψη, για μία ακόμη φορά, που αιτήματός του, για αποφυλάκιση, από το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας.
Ας δούμε την ανακοίνωση αυτή, που έχει την δική της αξία, αφού εμπεριέχει την επιχειρηματολογία του Νίκου Μαζιώτη, απέναντι στην απόφαση του συμβουλίου πλημμελειοδικών, με ειδική αναφορά στο κρίσιμο σημείο του σκεπτικού της :
«Το τελευταίο συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας (29/9/2023) απέρριψε το αίτημά μου (για 4η φορά) για υφ’ όρων αποφυλάκιση με την ίδια αιτιολογία όπως και τα 3 προηγούμενα, δηλαδή τα πειθαρχικά για τα οποία έχω τιμωρηθεί στο παρελθόν, έχουν διαγραφεί και κανονικά δεν θα έπρεπε να μετράνε σύμφωνα με τον σωφρονιστικό κώδικα για την υφ’ όρων αποφυλάκιση. Όμως αυτή τη φορά το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας στο σκεπτικό της απόρριψης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα από τα προηγούμενα συμβούλια αποδεικνύοντας ότι έχει την ίδια λογική που είχαν παλιότερα τα όργανα του κράτους των δωσίλογων, του μετεμφυλιακού κράτους και της χούντας, όταν ζητούσαν δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης από αγωνιστές όπως επίσης αποδεικνύει ότι έχει την ίδια λογική της Ιεράς Εξέτασης.
Παραθέτω αυτούσιο το επίμαχο απόσπασμα της απόφασης:
«Από τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα προκύπτει ότι η διαγωγή του αιτούντος κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.
Ειδικότερα, ο ανωτέρω κρατούμενος επανειλημμένα προέβη στη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία δε φαίνεται να αναγνωρίζει ως εσφαλμένα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η όποια καλή συμπεριφορά αυτός εκδηλώνει το τελευταίο διάστημα κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής του, είναι προσχηματική και κατ’ επίφαση μόνο καλή, προφανώς εν αναμονή της υφ’ όρον απόλυσής του, μαρτυρεί δε αδυναμία συμμόρφωσής του προς τους κανόνες της φυλακής και κατ’ επέκταση της κοινωνικής συμβίωσης, ως στοιχείο του χαρακτήρα του, αλλά και σταθερή ροπή προς την παραβατική συμπεριφορά.
Με τη συμπεριφορά του αυτή ο αιτών κατέδειξε ότι δεν εκπληρώθηκε στην περίπτωσή του ο σκοπός του νομοθέτη με την εισαγωγή του στο θεσμό της απόλυσης υπό όρον, ο οποίος δεν είναι άλλος από το να αποτελέσει ένα ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο στον κατάδικο για την επιδιωκόμενη ηθική βελτίωσή του, διότι για τον μεν χρόνο της παραμονής του στη φυλακή έχει αυτός συμφέρον να ζει κατά νόμο προσδοκώντας την απόλυσή του υφ’ όρον, κατά δε τον χρόνο της δοκιμασίας επίσης έχει συμφέρον να ζει κατά νόμο, φοβούμενος τον επανεγκλεισμό του στη φυλακή. Έτσι επιτυγχάνεται η ηθική του συμμόρφωση και βελτίωση, καθώς εθίζεται στον φιλόνομο βίο και γίνεται δημιουργός της δικής του έντιμης ζωής. Όλοι οι ανωτέρω στόχοι δεν εκπληρώθηκαν στην περίπτωση του παρόντος καταδίκου, απέδειξε δηλαδή, με την ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενη συμπεριφορά του ότι δεν έχει επαρκώς σωφρονιστεί, γεγονός που άλλωστε ο ίδιος παραδέχτηκε ενώπιον του συμβουλίου, και δεν παρουσιάζει τα εχέγγυα ότι ως απολυόμενος θα διάγει έντιμο βίο και δεν θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις. Η επανειλημμένη τέλεση δηλαδή πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τον χρόνο κράτησής του καταδεικνύει την έλλειψη της σωφρονιστικής βελτίωσης και πραγματικής επιθυμίας για νομιμόφρονα διαβίωση και την μη συνέτισή του, παρά την πολυετή παραμονή του σε καταστήματα κράτησης……», καταλήγοντας ότι για όλους αυτούς τους λόγους απορρίπτεται το αίτημά μου για υφ’ όρων αποφυλάκιση για να αποτραπεί υποτίθεται η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Τι λέει ακριβώς αυτό το «μνημείο» ιεροεξεταστικής επιχειρηματολογίας; Δεν με αποφυλακίζουν υπό όρους γιατί:
- Δηλώνω –μετά από δικό τους ερώτημα– ότι είμαι πολιτικός κρατούμενος.
- Δεν αντιλαμβάνομαι την ιδιαίτερη απαξία των εγκληματικών πράξεων που έχω τελέσει, εννοώντας φυσικά τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, την οποία δεν τη θεωρώ ούτε εγκληματική, ούτε ως «τρομοκρατία».
- Θεωρώ όπως δήλωσα στο συμβούλιο ότι ο εγκλεισμός στη φυλακή είναι αποκλειστικά και μόνο τιμωρία και ότι δεν «σωφρονίζει», προσθέτοντας κάτι που δεν αναφέρουν στο σκεπτικό της απόφασης, ότι θα έπρεπε να αρκεστούν ότι έχω εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής μου και ότι δεν πρόκειται να αλλάξω χαρακτήρα και να «σωφρονιστώ» ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια.
Είχα τοποθετηθεί δημόσια και στο παρελθόν όταν το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας είχε απορρίψει για 3η φορά το αίτημά μου, ότι τα πειθαρχικά που επικαλούνται είναι προσχηματική αφορμή και ότι ο πραγματικός λόγος είναι πολιτικός, δηλαδή αυτό για το οποίο βρίσκομαι στη φυλακή, για το ότι έχω καταδικαστεί για τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και γιατί δεν έχω αναθεωρήσει, αποκηρύξει ή μετανοήσει για τη δράση της οργάνωσης. Έρχεται τώρα το πρόσφατο συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας να το επιβεβαιώσει αυτό πανηγυρικά όταν στο σκεπτικό του τώρα πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα από τα προηγούμενα, επικαλείται φρονηματικούς λόγους, το ότι δήλωσα στην ακρόαση μέσω skype, ότι είμαι πολιτικός κρατούμενος, ότι δεν αντιλαμβάνομαι «την ιδιαίτερη απαξία των εγκληματικών πράξεων» που έχω τελέσει, δηλαδή τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και ότι αρνούμαι να «σωφρονιστώ».
Είναι γνωστό στο πανελλήνιο και σε όσους διαβάζουν στο διαδίκτυο τις πολιτικές τοποθετήσεις μου στα δικαστήρια του Επαναστατικού Αγώνα –και οι δικαστές είναι ενημερωμένοι γι’ αυτές– ότι υπερασπίστηκα τη δράση της οργάνωσης ως πολιτική δράση και ότι θεωρώ και είμαι πολιτικός κρατούμενος άσχετα αν αυτό αναγνωρίζεται από το κράτος. Άρα τι περιμένανε από μένα; Ότι θα απαρνιόμουν αυτό που είμαι; Και εφόσον παραμένω συνεπής όσον αφορά την πολιτική υπεράσπιση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, τι περιμένουν από μένα; Να αντιληφθώ «την ιδιαίτερη απαξία των εγκληματικών πράξεων» που υποτίθεται ότι έχω τελέσει, δηλαδή τη δράση της οργάνωσης την οποία ουδόλως θεωρώ –και δεν είναι όπως και για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας– εγκληματική δράση ούτε «τρομοκρατία» αλλά πολιτική δράση;
Δεν απολογήθηκα ποτέ ως εγκληματίας ούτε αισθάνθηκα ποτέ ένοχος για κάποιο έγκλημα. Το να έχουν τέτοιες απαιτήσεις από εμένα, θα μπορούσα να πω ότι με προσβάλλει όμως τα επιχειρήματά τους στην πραγματικότητα τους εκθέτουν γιατί αντλούνται είτε από την εποχή που το ελληνικό κράτος των δωσίλογων ζητούσε από τους αγωνιστές δηλώσεις μετανοίας, είτε από την εποχή της Ιεράς Εξέτασης. Είχα τοποθετηθεί σε προηγούμενο κείμενό μου ότι το ελληνικό κράτος έχει μια συνέχεια και μια συνέπεια όσον αφορά την αντιμετώπιση των αγωνιστών και των πολιτικών αντιπάλων του από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, της κατοχής, του εμφυλίου και μετά ή στη χούντα του 1967-’74.
Αυτό που διαχρονικά επιθυμεί το κράτος και τα όργανά του, π.χ. οι δικαστές, είναι το σπάσιμο του φρονήματος των αγωνιστών, το να αρνηθούν την πολιτική τους ταυτότητα, τον ίδιο τον αγώνα τους και τις ιδέες τους φυσικά από τις οποίες πηγάζει άλλωστε και η δράση τους. Γι’ αυτό και ζητούσαν τότε δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης ως κριτήριο και εχέγγυο «σωφρονισμού» και «ηθικής βελτίωσης» για την αποφυλάκιση των αγωνιστών όπως τη γνωστή δήλωση, «αποκηρύσσω τον κομμουνισμό ως φθοροποιό για την πατρίδα…. ..….». Αυτό γινόταν και στην Μακρόνησο, τον τότε νέο «Παρθενώνα» όπου μέσω βασανιστηρίων επεδίωκαν την «ηθική βελτίωση», την «ανάνηψη», την «αναμόρφωση», τον «σωφρονισμό» των κρατουμένων «ληστοσυμμοριτών» και «αντεθνικών στοιχείων» έτσι ώστε να επανενταχτούν ως υγιώς σκεπτόμενοι πολίτες στην κοινωνία. Πολλές υπήρξαν οι περιπτώσεις που στρατοδίκες ή δικαστές έλεγαν στον κρατούμενο «κάνε μια δήλωση μετανοίας, να πας στο σπίτι σου, στην οικογένειά σου»! Πάρα πολλοί αρνιόντουσαν να κάνουν αυτή την ταπεινωτική και εξευτελιστική δήλωση και παρέμεναν στην φυλακή ενώ πολλοί άλλοι για τον ίδιο λόγο επέλεγαν το εκτελεστικό απόσπασμα.
Η ίδια λογική υπήρχε και την εποχή της Ιεράς Εξέτασης που είτε έκαιγε «αιρετικούς» αφού πρώτα επιχειρούσε να τους αποσπάσει με βασανιστήρια ομολογία για το λάθος των απόψεών στους, είτε ζητούσε από άλλους με την απειλή θανάτου στην πυρά (π.χ. Γαλιλαίος), να παραδεχτούν τα λάθος των απόψεών τους.
Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, τις περασμένες δεκαετίες, το κράτος ζητούσε από τους κρατούμενους του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης δηλώσεις αποκήρυξης όχι των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων αλλά της οργάνωσης που ανήκαν και της πρακτικής του ένοπλου αγώνα με ανταλλάγματα διάφορα οφέλη (π.χ. λιγότερη φυλακή, καλύτερες συνθήκες κράτησης). Στην Ιταλία μάλιστα υπήρχε ειδικός νόμος για τους μεταμεληθέντες. Και στην Ελλάδα υπήρξαν ανάλογες περιπτώσεις. Όμως τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στη Λατινική Αμερική πολλοί από αυτούς που συμμετείχαν στα αντάρτικα κινήματα και φυλακίστηκαν παρέμειναν αμετανόητοι όσον αφορά τις επιλογές τους και από αυτούς οι πιο βαριά καταδικασθέντες, κυρίως οι ισοβίτες, εξέτισαν δεκάδες χρόνια φυλακή που κυμαίνονταν από 15 έως 30 χρόνια ενώ αρκετοί άλλοι πέθαναν στις φυλακές αμετανόητοι. Σήμερα εξακολουθεί από εκείνη την εποχή να παραμένει ακόμα στη φυλακή ο Ζωρζ Ιμπραήμ Αμπνταλλά, ο μακροβιότερος πολιτικός κρατούμενος στην Ευρώπη, ο οποίος είναι φυλακισμένος στη Γαλλία για 39 ολόκληρα χρόνια, από το 1984 και ενώ θα μπορούσε να έχει αποφυλακιστεί εδώ και πολλά χρόνια –μετά τα 20 χρόνια κράτησης– παραμένει στη φυλακή γιατί είναι αμετανόητος.
Σήμερα, τα μέλη των δικαστικών συμβουλίων Λαμίας ζητούν από εμένα για να με αποφυλακίσουν υπό όρους να παραδεχτώ ότι έκανα εγκλήματα και να αποδεχτώ την απαξία τους, ότι δεν είμαι πολιτικός κρατούμενος, να παραδεχτώ ότι τα πειθαρχικά ήταν λάθος κλπ, κλπ. Προφανώς αυτό είναι το κριτήριο του «σωφρονισμού: η αναθεώρηση, η μετάνοια, η συγνώμη. Όμως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ΠΟΤΕ.
Όμως το γεγονός ότι πριν από λίγο καιρό αποφυλακίστηκε υπό όρους η συντρόφισσα Πόλα Ρούπα αποδεικνύει ότι δεν έχουν όλα τα δικαστικά συμβούλια την ίδια ιεροεξεταστική οπτική που έχουν αυτά της Λαμίας που κρίνουν την περίπτωσή μου. Η συντρόφισσα Ρούπα αποφυλακίστηκε υπό όρους με την πρώτη αίτηση που έκανε όταν συμπλήρωσε το όριο που θέτει ο νόμος, τα 12 χρόνια μικτά, δηλαδή 8,5 χρόνια καθαρά στη φυλακή συν 4 χρόνια ευεργετικού υπολογισμού εργασίας και έχοντας την ίδια ακριβώς ποινή με εμένα, 20 χρόνια κατά συγχώνευση. Και παρότι είχε 2 πειθαρχικά ανενεργά – όπως είναι και τα δικά μου– είχε θετική εισήγηση από την αρμόδια εισαγγελέα, δεν πέρασε καν ακρόαση μέσω skype από το δικαστικό συμβούλιο της Θήβας και δεν τέθηκαν καν ζητήματα φρονηματικού χαρακτήρα όπως αυτά που επικαλείται το δικαστικό συμβούλιο Λαμίας στην περίπτωσή μου, περί «σωφρονισμού», «μεταστροφής χαρακτήρα» και της πολιτικής φύσης των πράξεων για τις οποίες βρίσκομαι στη φυλακή.
Η δε στάση της συντρόφισσα Ρούπα ουδόλως διέφερε από τη δική μου. Μαζί αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μας στον Επαναστατικό Αγώνα, μαζί υπερασπίσαμε τη δράση της οργάνωσης ως πολιτική δράση μέσα και έξω από τα δικαστήρια και παραμείναμε συνεπείς καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής μας. Ούτε κατά διάνοια μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η συντρόφισσα Ρούπα «μετέστρεψε» τον χαρακτήρα της μέσα στη φυλακή, ούτε άλλαξε τις πολιτικές πεποιθήσεις και τις απόψεις της και αποφυλακίστηκε αμετανόητη με το κεφάλι ψηλά. Αυτό είναι στην πραγματικότητα η δική μας πολιτική νίκη απέναντι στο κράτος. Στην περίπτωση της συντρόφισσας, το δικαστικό συμβούλιο της Θήβας υιοθετώντας τη θετική εισήγηση της εισαγγελέα, αποφάσισε όχι με κριτήρια φρονηματικού-πολιτικού χαρακτήρα αλλά αποκλειστικά με το κριτήριο που θέτει ο νόμος, ότι αφενός με τις τυπικές προϋποθέσεις έχει εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής της τα 3/5, και αφετέρου με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, ότι τα πειθαρχικά για τα οποία έχει τιμωρηθεί έχουν διαγραφεί ως μη υπάρχοντα, δεν μετράνε για τη χορήγηση της υφ’ όρων αποφυλάκισης και δεν έχει διαπράξει άλλα πειθαρχικά τα τελευταία χρόνια.
Μάλιστα η εισαγγελέας στη θετική εισήγησή της για την υφ’ όρων αποφυλάκιση της συντρόφισσας, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην προβληματική χρήση και ερμηνεία του όρου «κατ’ επίφαση καλή συμπεριφορά» που χρησιμοποιούν τα δικαστικά συμβούλια για να απορρίπτουν –όπως και στη δική μου περίπτωση– τις αιτήσεις για υφ’ όρων αποφυλάκιση, τονίζοντας ότι η αναγωγή συμπεράσματος για τη διαγωγή του καταδίκου «δεν πρέπει να είναι μια διαδικασία διαπιστωτική των μύχιων σκέψεων και φρονημάτων του καταδίκου […], να καταδύεται ο δικαστής στη λεγόμενη ‘‘άβυσσο’’ της ψυχής του καταδίκου για να διαγνώσει αν η διαγωγή του υπήρξε πράγματι ή κατ’ επίφαση καλή […] και ότι είναι πιθανή η διολίσθηση σε διατύπωση δικαστικών κρίσεων οι οποίες θα διέπονται από προσωπικά-φρονηματικά κριτήρια ενώ επιπλέον θα απαιτείται η επίδειξη από τον κρατούμενο ηθικών αξιών κατά την εκάστοτε προσωπική αξιακή κλίμακα του δικαστή….».
Ό,τι ακριβώς δηλαδή ζητούν από εμένα τα δικαστικά συμβούλια της Λαμίας τα οποία έχουν τη φιλοδοξία και την αυταπάτη να μου αλλάξουν τα μυαλά, τον χαρακτήρα και τις ιδέες μου. Σε αντίθεση με το επιχείρημα της «κατ’ επίφαση καλής συμπεριφοράς» που επικαλούνται στην περίπτωσή μου, ποτέ δεν δήλωσα κάτι προσχηματικό στις πολιτικές μου τοποθετήσεις στα δικαστήρια αδιαφορώντας για τις ποινικές συνέπειες ούτε έκανα το ίδιο τώρα για να αποφυλακιστώ, ούτε υποκρίθηκα κάτι άλλο από αυτό που είμαι καθ’ όλη τη διάρκεια της έκτισης της ποινής μου. Ποτέ δεν το «έπαιξα» καλός κατά τα πιστεύω των μελών των δικαστικών συμβουλίων, τα οποία απέχουν έτη φωτός από τα δικά μου πιστεύω ούτε επέδειξα καμιά «ευελιξία» όσον αφορά τις αρχές και τη στάση μου. Αντίθετα όλη η στάση μου, οι πολιτικές τοποθετήσεις μου στα δικαστήρια του Επαναστατικού Αγώνα, η πολιτική συνέπειά μου και ό, τι έχω δηλώσει μέχρι τώρα στα συμβούλια αναστολών, μόνο εις βάρος μου απέβησαν με πλήρη επίγνωση. Γιατί έχω μάθει να πληρώνω το αντίτιμο των πολιτικών αγωνιστικών επιλογών μου και να έχω το δικαίωμα της παρρησίας χωρίς να κάνω εκπτώσεις. Στην πραγματικότητα με βάση τα φρονηματικά-πολιτικά κριτήριά τους και την αυθαίρετη επίκληση της «κατ’ επίφαση καλής συμπεριφοράς» παρά το γεγονός ότι έχω πάρει 10 τακτικές άδειες και έχει εγκριθεί η 11η, και έχω εκτίσει μαζί με εργασία τα 14 από τα 20 χρόνια ποινής, τα δικαστικά συμβούλια Λαμίας με εξαιρούν από το θεσμό της υφ’ όρων αποφυλάκισης. Ακόμα και αν δεν είχα πειθαρχικά παραπτώματα στο παρελθόν, πάλι θα απέρριπταν το αίτημά μου για την υφ’ όρων αποφυλάκισή μου με βάση φρονηματικά-πολιτικά κριτήρια.
Να επισημάνω ότι στο σχέδιο νόμου αναθεώρησης του ποινικού κώδικα που θα ψηφιστεί σε λίγο καιρό, προβλέπεται ότι δεν θα δίνεται υπό όρους αναστολή όχι μόνο με κριτήριο την υποτιθέμενη διαγωγή του κρατούμενου κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής αλλά και με βάση τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, «…. την επικινδυνότητα του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο….», ενώ τέτοιο κριτήριο για την υφ’ όρων απόλυση μέχρι τώρα δεν εφαρμοζόταν. Ό, τι ακριβώς κάνουν μέχρι τώρα άτυπα σε μένα, το νομοθετούν επίσημα από εδώ και στο εξής αν και υποτίθεται ότι οι αλλαγές στον ποινικό κώδικα δεν εφαρμόζονται αναδρομικά. Με βάση όμως και το πνεύμα του νέου νόμου επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά ότι ο κύριος λόγος που απορρίπτουν τα αίτημά μου για υφ’ όρων αποφυλάκιση είναι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκα, η δράση του Επαναστατικού Αγώνα.
Πιθανόν ο σκοπός τους είναι η έκτιση του συνόλου της ποινής, τα 5/5, δηλαδή και τα 20 χρόνια, ποινή η οποία ολοκληρώνεται στην περίπτωσή μου σε 3 σχεδόν χρόνια μαζί με εργασία. Όμως όπως έχω ήδη ξεκαθαρίσει η στάση μου δεν αλλάζει, ούτε στο επόμενο συμβούλιο αναστολών, ούτε σε 1, 2 ή 3 χρόνια, ούτε σε 1 εκατομμύριο χρόνια!
ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
ΚΑΜΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ».
Μιλώντας για την αντιπαράθεση του Νίκου Μαζιώτη, με το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας, πρέπει, κατ’ αρχήν, να καθοριστούν οι όροι αυτής της αντιπαράθεσης.
Πρόκειται για μία σύγκρουση βουλήσεων, ανάμεσα στο κράτος, που εκπροσωπούν οι συγκεκριμένοι δικαστές, που, εν σώματι, έλαβαν την απόφαση για την μη αποφυλάκιση του Νίκου Μαζιώτη και ανάμεσα στον διοικούμενο και κρατούμενο Νικο Μαζιώτη, η οποία αντιπαράθεση, προφανώς, δεν γίνεται, επί ίσοις όροις.
Το κράτος είναι, αυτό, που είναι, δηλαδή είναι η δύναμη που αποτελεί την ουσιώδη έννοια, το alter ego και τον κεντρικό πυρήνα του κράτους, μια δύναμη η οποία επιδεικνύεται, απέναντι, στους διοικούμενους, οι οποίοι και προφανώς, την υφίστανται, προκειμένου να υποχρεωθούν και να καταναγκασθούν - πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν οι διοικούμενοι έχουν παραβεί τους νόμους του κράτους, οι οποίοι είναι οι κανόνες, μέσω των οποίων, το κράτος επιβάλλει τον εαυτό του, ως δύναμη, ως ισχύ.
Και φυσικά το κράτος δεν είμαστε «εμείς», ή «εγώ», όπως λένε πολλοί, λόγω αμάθειας, λόγω άγνοιας, ή λόγω ανοησίας (ή και όλα αυτά, μαζύ).
Υπό αυτή την έννοια, το κράτος δεν είναι αταξικό, ούτε ουδέτερο, ούτε άνευ ιδεολογικής φόρτισης· πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού στηρίζεται και στηρίζει την ιδιοκτησία, ως χρήση, νομή, κατοχή και ως κάρπωση· είτε η ιδιοκτησία είναι ιδιωτική, είτε κρατική, ως δημόσια, με δεδομένη την πανάρχαια ισχύ της ρήσης του Σκύθη ηγεμόνα Ανάχαρση ότι “οι νόμοι των ανθρώπων είναι, σαν τον ιστό της αράχνης : αρκετά ισχυροί, για να πιάνουν τους αδύναμους, αλλά αδύναμοι, για να πιάσουν τους ισχυρούς”.
Έτσι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και σε κάθε άλλη, η οποία προσδιορίζεται, ως παραβατική των νόμων του κράτους, ο διοικούμενος που κρατείται, στις φυλακές, υφίσταται το επιβαλλόμενο αποτέλεσμα, που προκύπτει, από το σύμπλεγμα των κανόνων, που ορίζουν τον διοικητικό και τον δικαστικό περιορισμό των διοικούμενων, ως ποινή, είτε αυτή η ποινή είναι χρηματική, είτε είναι στερητική της ελευθερίας ποινή, ή ένας συνδυασμός αυτών των δύο.
Τοιουτοτρόπως, σε κάθε περίπτωση αυτού του είδους, η ποινική διαδικασία λειτουργεί, ως τιμωρητική επιβολή, οι ποινές, που επιβάλλονται, στους διοικούμενους, αποτελούν, πρωταρχικώς, τιμωρία, για την υποτιθέμενη, ή πραγματική παραβατική συμπεριφορά και τις αντίστοιχες πράξεις, που συγκροτούν αυτήν την παραβατικότητα των διοικουμένων, σύμφωνα με το ποινολόγιο, που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας και τις διαδικασίες επιβολής αυτών των ποινών, που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, οι οι λοιποί κανόνες του εφαρμοζόμενου, από το δικαστικό σύστημα κρατικού δικαίου, εφόσον έχουμε να κάνουμε με δικαστικές ποινές, ενώ αντίστοιχη νομοθεσία υπάρχει και για τις λεγόμενες διοικητικές (φορολογικές οι άλλες) ποινές, που και αυτές, επιβάλλονται, για τιμωρητικούς λόγους, από τους αντίστοιχους κρατικούς φορείς, στους διοικούμενους, μέχρι το σημείο, κατ’ εξαίρεση, αυτές οι διοικητικές ποινές είναι δυνατόν να αφορούν κι ένα τμήμα, που σχετίζεται με την προσωπική ελευθερία των διοικούμενων.
Έτσι, στην περίπτωση του Νίκου Μαζιώτη, οι δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών Λαμίας εξακολουθούν να ασκούν το τιμωρητικό τους έργο, απέναντι, στον αιτούντα την αποφυλάκιση του κρατούμενο, με το σκεπτικό ότι δεν έχει πραγματικά σωφρονιστεί. Δεν έχει αλλάξει, πραγματικά, αφού δεν έχει αποκηρύξει την οριζόμενη, ως εγκληματική δραστηριότητά του, γεγονός που σημαίνει, κατά την γνώμη των δικαστών, οι οποίοι, προφανώς, είναι συντηρητικοί, στις πεποιθήσεις τους, ότι είναι ο Νίκος Μαζιώτης επιρρεπής, στο να συνεχίσει το εγκληματικό του έργο, εάν αποφυλακιστεί.
Στην πραγματικότητα, το δικαστικό συμβούλιο αυτό, που ζητά, από τον Νίκο Μαζιώτη, δεν είναι να αλλάξει, πραγματικά, την συμπεριφορά του, αλλά το να υπογράψει μια δήλωση αποκήρυξης της ορισθείσας, ως τρομοκρατικής δραστηριότητάς του και υπεισέρχεται, στον τομέα των ιδεών του κρατουμένου, οι οποίες διέπονται, από την αναρχική ιδεολογία και ειδικά, από την ένοπλη πολιτική δράση, της οποίας το δικαστικό συμβούλιο αρνείται να αποδεχθεί το πολιτικό της περιεχόμενο και χρησιμοποιείται, ως επιχείρημα, από το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο υποτίθεται ότι ενισχύει την απόφασή του να αρνηθεί, για τέταρτη συνεχή φορά, το αίτημα της αποφυλάκισης, που υποβάλλει ο Νίκος Μαζιώτης, του οποίου η συμπεριφορά, όπως φαίνεται, από το σκεπτικό των δικαστών, που ο ίδιος ο κρατούμενος περιγράφει, στην, παραπάνω, ανακοίνωσή του, κατατάσσεται από τους συγκεκριμένους δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών Λαμίας, στην προσχηματική εγκληματικότητα, ο ορισμός της οποίας σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος, ή ο κρατούμενος χρησιμοποιεί, προσχηματικά, την ιδεολογία του, προκειμένου να δικαιολογήσει και να καλύψει αυτήν την εγκληματική συμπεριφορά του, όπως, παραδείγματος χάρη, συμβαίνει, με την οπαδική εγκληματικότητα, που εμφανίζεται, στα γήπεδα και στον λεγόμενο αθλητισμό, προκειμένου αυτοί, που, εκ συστήματος, εγκληματούν, να δικαιολογήσουν την εγκληματική φύση της δραστηριότητας, που ασκούν.
Εννοείται ότι η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει ο Νίκος Μαζιώτης, για να αντικρούσει το σκεπτικό της απόφασης των συντηρητικών δικαστών του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, στην ουσία της, αυτή η επιχειρηματολογία είναι ορθή.
Δεν μπορεί, έστω και μέσα, στα πλαίσια της σύγχρονης καπιταλιστικής νομιμότητας και δεν πρέπει η όποια εξέταση των αιτημάτων αποφυλάκισης των κρατουμένων να εξετάζονται, μέσα από μια διαδικασία εξονυχιστικής διερεύνησης, που επιχειρεί να διαπιστώσει τις εσώτερες σκέψεις, τις πεποιθήσεις, τις ιδέες και τα πιστεύω του όποιου κατάδικου.
Δεν πρέπει, λοιπόν, το δικαστικό συμβούλιο, σύμφωνα, με τις τρέχουσες καπιταλιστικές αρχές δικαστικής δράσης και στάσεις, που υποτίθεται ότι ορίζουν τους δικαστές, ως ουδέτερους, έναντι των διοικουμένων (κατηγορουμένων, ή κρατουμένων, ακόμη και έναντι των μαρτύρων), κατά την διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και του σχηματισμού της δικαστικής πεποίθησης, δηλαδή της δικαστικής κρίσης και απόφασης, να ασκεί, οιονεί, ψυχαναλυτικό, ή ψυχιατρικό έργο, προκειμένου να διερευνήσει τον ψυχικό κόσμο των καταδίκων, που ζητούν αποφυλακιστούν, προκειμένου να κρίνει και για να διαπιστώσει την πραγματική ή προσχηματική διαγωγή των κρατουμένων, διότι, με αυτόν τον τρόπο, απλούστατα, αυτό που συμβαίνει, κατ’ αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο δικαστικής πεποίθησης και του σχηματισμού δικαστικής κρίσης, είναι οι δικαστές να χρησιμοποιούν τις δικές τους προσωπικές πεποιθήσεις και ιδίως, τα δικά τους φρονήματα, ως δικαστικά εργαλεία, τα οποία τους οδηγούν στο σχηματισμό δικαστικών κρίσεων, οι οποίες δεν αρμόζει - σύμφωνα με τις κρατούσες, πλην όμως, υποκριτικές απόψεις - να διέπονται, από αυτού του είδους τις προσωπικές απόψεις και ιδεολογικές και εσώτερες ψυχικές εξαρτήσεις, που έχουν αυτόν τον συγκεκριμένο προσωπικό χαρακτήρα, ο οποίος καθιστά τους δικαστές, όχι ως - υποτίθεται - αντικειμενικούς κριτές των καταδίκων, αλλά, ως αντιπάλους των προσωπικών πεποιθήσεων και των ιδεών των δικαστών, που, με αυτόν τον τρόπο, απαιτούν, από τους κρατούμενους, να έχουν και να επιδεικνύουν κώδικες ηθικής συμπεριφοράς, οι οποίοι οφείλουν να συνάδουν, με αυτούς τους κώδικες, που οι δικαστές θεωρούν, κατά την προσωπική τους κρίση, η οποία ενέχει στοιχεία προσωπικής αυθαιρεσίας, ως κανόνες, που πρέπει να τηρούν και να επιδείξουν οι κρατούμενοι, προκειμένου να τύχουν της απαραίτητης ευνοϊκής μεταχείρισης των δικαστών, όσον αφορά τα αιτήματα τους για αποφυλάκιση.
Αυτή είναι η προσωπική άποψη, όσον αφορά την υπόθεση των αιτημάτων αποφυλάκισης του Νίκου Μαζιώτη, επισημαίνοντας, επίσης και το σημαντικό στοιχείο, που αποτελεί γεγονός και έχει δύο διαστάσεις, τις οποίες οι δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών Λαμίας φαίνεται ότι, ουδόλως, έλαβαν υπόψη τους.
Το πρώτο στοιχείο, που είναι και πολύ σημαντικό, είναι ότι ο Νίκος Μαζιώτης, σήμερα, είναι, πλέον, πολύ μεγαλύτερος, από ότι ήταν, τότε, που είχε αυτό, που οι δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών Λαμίας ονομάζουν, ως ηγετικό ρόλο, στην ένοπλη τρομοκρατική δραστηριότητα της οργάνωσης του «Επαναστατικού Αγώνα» και ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανόν το όποιο τιμωρητικό έργο, που, ίσως, επιτέλεσαν οι δικαστικές ποινές και οι φυλακίσεις, στον κρατούμενο, να τον έχουν οδηγήσει, στην ουσιαστική αναθεώρηση εκείνης της δραστηριότητας, για την οποία καταδικάστηκε.
Το δεύτερο στοιχείο, που είναι, ακόμη, σημαντικότερο, αφορά το γεγονός ότι, πέρα από την μεγαλύτερη ηλικία του κρατουμένου ο Νίκος Μαζιώτης είναι και πατέρας, γεγονός το οποίο αποτελεί ένα ικανό πραγματικό στοιχείο, το οποίο είναι πολύ πιθανό να τον έχει οδηγήσει, στην αναθεώρηση της προηγούμενης ένοπλης δραστηριότητάς του, αφού, όπως και να το κάνουμε, έχει κάποιες, άκρως, σημαντικές υποχρεώσεις, ως πατέρας, που θα θέλει και θα πρέπει να μεγαλώσει το παιδί του.
Αυτά τα στοιχεία, άλλωστε, είναι και εκείνα, τα οποία, κατά την δική μου κρίση, είναι αρκετά, για να οδηγήσουν τους δικαστές, στην αποδοχή των του αιτήματός του, για αποφυλάκιση.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επιμείνω περισσότερο, σε αυτό το ζήτημα, πέρα από το γεγονός ότι πρέπει να επαναλάβω ότι, πάντοτε, διαφωνούσα και διαφωνώ και έχω εκφράσει αυτή την διαφωνία μου και γραπτώς.
Αλλά η διαφωνία μου, με την ένοπλη δραστηριότητα την Νίκου Μαζιώτη, την οποία θεωρώ, ως λειτουργικά και πραγματικά, αδιέξοδη και αναποτελεσματική, σε σχέση, με την πραγματοποίηση των αναρχικών/αντιεξουσιαστικών ιδεών, που επικαλείται, δεν σημαίνει ότι συμφωνώ, με τους δικαστές, που αρνούνται το αίτημά του, για αποφυλάκιση.
Κάθε άλλο.
Θεωρώ ότι οι δικαστές, στην ουσία της κρίσης τους, σφάλλουν, αλλά και ότι το πρόβλημα, σε σχέση με αυτούς, πέρα από τον προσωπικό συντηρητισμό τους, είναι και δομικό, με την έννοια ότι αποτελούν τμήμα του κράτους, το οποίο είναι αυτό που είναι· δηλαδή δεν είναι ουδέτερο, ούτε αταξικό.
Το κράτος και ιδεολογικό προσανατολισμό έχει, ως αυτοφυής κοινωνικός οργανισμός, που επιβάλλεται, στην κοινωνία, αλλά είναι, επίσης, και υπερασπιστής της έννοιας της ιδιοκτησίας, όπως, αρχικώς, προανέφερα, γεγονός, που καθιστά το κράτος, ως μέρος του προβλήματος, που αντιμετωπίζει η κοινωνία και όχι, ως την λύση, ή, ως ένα εργαλείο, για την λύση αυτού του προβλήματος.
Σχόλια