Ο βλάχος άλογο κουτσό παίρνει τον δρόμο τον κακό.
Ο βλάχος άλογο κουτσό,
ανόητο και μοχθηρό,
παίρνει τον δρόμο τον κακό,
είναι, πλέον, ανίκανος να κρίνει το σωστό.
Στην καρέκλα έχει κάτσει
και κοντεύει, πια, να σκάσει,
κατοχύρωση γυρεύει,
το μέλλον του, όμως, δεν το μαντεύει.
Την καρέκλα, λοιπόν, δεν άφησε,
εκείνη τον αφήνει,
ο κόσμος τον βαρέθηκε,
τώρα, δεν του την δίνει.
Το βλέπει ο βλάχος το κακό,
που τού’ναι και θανατερό
τα φίδια τον έχουν ζώσει,
όμως, ουδείς θα τον γλυτώσει.
Συνεργάτες είχε, πρώην, εχθρούς,
ανόητους και ποταπούς
ανίκανους, ουτιδανούς
τους μάζεψε, σαν παραπεταμένους.
Δεν τού’φταιξε, γι’ αυτό κανείς,
κοιμάται, όπως στρώνει ο καθείς
έτσι κάνει κι ο βλάχος
και τώρα, είναι να βρεθεί, εντελώς, μονάχος.
Όντας, παλιά, αριστερός
έγινε, εδώ και χρόνια, δεξιός,
μα δεν το μολογάει,
πληγή είναι χαίνουσα και φαίνεται πονάει.
Γέρασε, σκέβρωσε, παραπατά
αλλά μαζύ και στα μυαλά,
φαίνεται ότι έχει, πια, ξεφύγει,
να πάει, στον αγύριστο, να σηκωθεί να φύγει.
Το μέλλον του είναι αυτό,
βέβαια, δεν του είναι και γλυκό,
είναι τύχη του αυτή,
αν και δεν του είναι αρεστή.
Μια βδομάδα έχει εμπρός
την τράπουλα να σώσει,
αλλά έχει αστέρι ο εχθρός,
δύσκολα ο βλάχος θα τρουπώσει.
Ας πάει, τώρα, στο “καλό”
να πάω κι εγώ να κοιμηθώ,
αφού, τώρα, έχει ο βλάχος την δυνατότητα
να δει την ωμή πραγματικότητα.
Βέβαια, τούτος δεν θέλει να την δει,
αλλά εκείνη θα τον βρει,
κακό του κεφαλιού του,
είναι, που φταίει η έλλειψη του λιγοστού μυαλού του.
Τι να του πει όμως κανείς,
διότι ο βλάχος δεν είναι και ουδείς,
είναι ένας γέροντας ξεμωραμένος
και για την εξουσία, διψασμένος.
Δεν είναι το χρώμα της εξουσίας, που τον νοιάζει.
Αυτό, ουδόλως, τον πειράζει.
Εξουσία θέλει νά’χει
κι ας είν’ όποια κι αν λάχει.
Τα ψωμιά του όμως τά’φαγε
και μπορώ να πω παράφαγε,
σπίτι του τώρα να πάει,
τις παντούφλες να φοράει κι ας είναι να μοιρολογάει.
(πας συσχετισμός, με την πραγματικότητα, είναι, φυσικά εσφαλμένος).
Σχόλια