Η οικονομική θέση της Ελλάδας, στον κόσμο, που ανατέλλει : Από την 27η θέση, το 2007, κατρακύλησε, συντριβόμενη, στην 55η θέση, στην παγκόσμια κατάταξη, το 2022. Με την “Ευρωπαϊκή Ένωση”, με τις ΗΠΑ, ή με τους BRICS; Με κανέναν. Ειδικές εμπορικές και λοιπές συμφωνίες, με όλους, με εφικτό στόχο, τα 50.000 €, κατά κεφαλήν ΑΕΠ. (Η κατάπτωση του ελληνικού ΑΕΠ, από την δεκαετία του 1980, έως την δεκαετία του 2020, η κατάρρευση των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, η διαβρωτική επίδραση της ένταξης της Ελλάδας, στην ΕΟΚ, το 1981 και η καταστροφική ένταξή της, στην ευρωζώνη, το 2002).
Καθώς, μετά το 1980, οι δεκαετίες περνούν και η θέση της ελληνικής οικονομίας, στην παγκόσμια κατάταξη, όπου κατατάσσονται τα μεγέθη των ΑΕΠ, διολισθαίνει, χειροτερεύοντας, όχι μόνο, σε σχετικά επίπεδα - κάτι, που θα μπορούσε να θεωρηθεί φυσιολογικό, αφού το ίδιο συμβαίνει, με την εξέλιξη των μεγεθών των ΑΕΠ των οικονομιών της Δύσης -, αλλά πλέον, από το 2010 και ως απόλυτο μέγεθος, η ελληνική κοινωνία, με πλήρη και απόλυτη ευθύνη της παρακμιακής εντόπιας ελίτ, ασχολείται, με αλλότρια θέματα και όταν αντιλαμβάνεται την διολίσθηση, στην οποία έχει βρεθεί, την αποδίδει, καθοδηγούμενη, από την αστική πολιτική τάξη της χώρας, είτε αυτή ανήκει, στην δεξιά, είτε στο κεντρο, είτε στην αριστερά, σε άσχετους, με την πραγματικότητα λόγους και ψευδείς αιτίες, που, φυσικά, εξυπηρετούν την τρέχουσα προπαγάνδα της εντόπιας ελίτ και τους, εκάστοτε, στόχους της, που διαμεσολαβούνται, από τους αστούς πολιτικούς, τις παρατάξεις (τα κόμματα) τους και τα ΜΜΕ της εντόπιας ολιγαρχίας.
Ως εκ τούτου, ο, παραπάνω, πίνακας, που καταγράφει την σημαντικότατη μακρόχρονη διολίσθηση του ελληνικού ΑΕΠ, ως προς την παγκόσμια κατάταξή του, από την δεκαετία του 1990, που αντιστοιχούσε, περίπου, στο 0,45%, έως το 0,50% του παγκόσμιου ΑΕΠ (στην δεκαετία του 1980 βρισκόταν, πάνω από το 0,50% και προσέγγιζε, στο 0,60% του παγκόσμιου ΑΕΠ), στο τέλος της δεκαετίας του 2000, όπου βρέθηκε, στο 0,41% (και πιο κάτω) και κατόπιν, στην δεκαετία του 2010, όπου κατολίσθησε, στα επίπεδα του 0,23% και συνεχίζει την πτωτική του πορεία και στην παρούσα τρέχουσα δεκαετία του 2020, έχει την δική του πολύ σημαντική αξία, που, φυσικά, αποκρύπτεται και δεν συζητείται, όχι μόνο, από το ευρύ κοινό της ελληνικής κοινωνίας, που αγνοεί τα σχετικά στοιχεία, αλλά ούτε, καν, στο εξειδικευμένο κοινό της εντόπιας διανόησης και της ενεργού επιχειρηματικότητας.
Αυτό, που συμβαίνει, όταν κάποιο ειδικό κοινό έρχεται, σε επαφή, με τα στοιχεία του, εν λόγω πίνακα, είναι αυτά να προσπερνώνται, με επιδερμικές αιτιολογήσεις, που κάποιες από αυτές, όταν εκφράζουν μια μερική και αποσπασματική ορθότητα, δεν εστιάζουν, στην ουσιαστική και πραγματιστική αιτιολόγηση και αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, η ύπαρξη του οποίου, ως αποδεικτικού στοιχείου της κατολίσθησης της ελληνικής οικονομίας, χρειάζεται αντιμετώπιση και την συγκρότηση μιας διορθωτικής πορείας, η οποία, όμως, απαιτεί την λήψη τέτοιας έκτασης μέτρων, τα οποια έρχονται, σε σύγκρουση, με την στρατηγική επιλογή της παρακμιακής ελληνικής ολιγαρχίας, η οποία έχει αφεθεί και έχει παραδοθεί, στην δογματική προσκόλληση και φανατική αγκύρωση της, εντελώς, αδιέξοδης και πλέον, εδώ και 42 χρόνια καταστροφικής, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, “ευρωπαϊκής πορείας” της χώρας μας.
Και αν η κατολισθητική πορεία της ελληνικής οικονομίας, στο παγκόσμιο προσκήνιο, θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί, ως “φυσικό φαινόμενο”, λόγω της κατολίσθησης και των αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης, σε σχέση, με τις, ταχύτατα, αναπτυσσόμενες χώρες, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, οι οποίες ανέδειξαν την “Λαϊκή Δημοκρατία” της Κίνας, ως αναπτυγμένη οικονομία, η οποια διεκδικεί, ευθέως, την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, από τις ΗΠΑ, ο παραπάνω πίνακας της εξελικτικής κατολίσθησης της ελληνικής οικονομίας, σε επίπεδο ΑΕΠ, από το 1980, μέχρι, το προβλεπόμενο ελληνικό ΑΕΠ, το 2025, υπολογισμένο, σε σταθερές τιμές σε ευρώ, είναι, σαφέστατος, παραστατικότατος και ακριβέστερος, ως προς το ζητούμενο, αφού καταγράφει την πραγματική και συγκεκριμένη και με σαφή αριθμητικά μεγέθη, την τεράστια και καταστροφική κατολίσθηση του ελληνικού ΑΕΠ, μετά την ένταξη της Ελλάδας, την ευρωζώνη, την 1/1/2002, με ανώτατο σημείο μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ, το έτος 2008, οπότε έφθασε, στα 249,878 δισεκ. €, για να κατακρημνιστεί, στην συνέχεια, ως συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών, που επιβλήθηκαν, μεθοδευμένα και βάναυσα, στην ελληνική κοινωνία, από τον Απρίλιο του 2010, με την μεθοδευμένη και ουσιαστική χρεωκοπία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας, που οδήγησαν το ελληνικό ΑΕΠ, στην συντριπτική μείωση, το 2021, στα επίπεδα των 175,912 δισεκ. €, ενώ υποτίθεται ότι, σύμφωνα με τα υπολογιζόμενα στοιχεία, που παρουσιάζονται, στον πίνακα αυτόν, το ελληνικό ΑΕΠ, θα φθάσει, σε δυο χρόνια, από τώρα, δηλαδή το 2025, πάντα, υπολογιζόμενο, σε σταθερές τιμές, σε ευρώ, στα επίπεδα των 207,567 δισεκ. €.
Η πρόβλεψη αυτή είναι, σαφέστατα, φιλόδοξη και κατά πολύ, υπερτιμημένη, εν όψει της σκληρής και ασφυκτικής οικονομικής πολιτικής, που προβλέπεται να προκύψει, από 1/1/1024, στην ευρωζώνη, με την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και την σφικτή οικονομική και ειδικά, την στραγγαλιστική δημοσιονομική πολιτική, που πρόκειται να επιβληθεί, από την γερμανική κυβέρνηση, αλλά και την Commission.
Για να γίνει κατανοητή η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, στο παγκόσμιο στερέωμα, πρέπει να τονίσω ότι η χώρα μας, σε επίπεδο, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το 2007, βρισκόταν, στην 27η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, με 32.742 € και συνολικό ονομαστικό ΑΕΠ, περίπου, στα 360,160 δισεκ. €, ενώ, τώρα, έχει κατολισθήσει, στην 55η θέση, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 18.584 € και συνολικό ΑΕΠ (στοιχεία του 2022) 192,067 δισεκ. € και φυσικά, έπεται συνέχεια αυτής της κατολίσθησης.
Ως εκ τούτων, αυτό, που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει, στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της 13ετους (2010 - 2023) δραματικής συρρίκνωσης της ελληνικής παραγωγής και της οικονομικής δραστηριότητας, αποτελεί μια πραγματική ανθρωπιστική καταστροφή, η οποία οδήγησε, στην δραματική συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας, με την φυγή εκατοντάδων χιλιάδων νέων, στο εξωτερικό και στην αλλοίωση της ηλικιακής και γνωσιολογικής του σύνθεσης, αφού, στην χώρα μας αυξήθηκαν, σε υψηλό βαθμό, οι γεροντικές ηλικιακές ομάδες και παράλληλα έπεσε, κατακόρυφα, το μαθησιακό και γνωσιολογικό επίπεδο του εναπομείναντος εργατικού δυναμικού, το οποίο μαστίζεται, ακόμη, από την ανεργία, ιδίως, στις ηλικιακές ομάδες των νέων, πολλοί των οποίων συνεχίζουν να φεύγουν, στο εξωτερικό.
Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα, η οποία, όποια προσπάθεια συγκάλυψης και ωραιοποίησής της και αν επιχειρούν να προπαγανδίζουν η παρακμιακή εντόπια ελίτ και η δουλόφρων παρασιτική αστική πολιτική τάξη, δεν συγκαλύπτεται, ούτε ωραιοποιείται.
Στον παραπάνω πίνακα, όπου καταγράφεται η εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ από τότε, που το ελληνικό κράτος άρχισε την καταγραφή των οικονομικών του στοιχείων, δηλαδή, ουσιαστικά, το 1833, φαίνεται, σαφώς, το απότομο φρενάρισμα, το 2010, και η έναρξη της, μετέπειτα, μακροπρόθεσμης κατολίσθησης του ελληνικού ΑΕΠ, όπως φαίνεται, από την κόκκινη γραμμή του, παραπάνω, σχήματος.
Τα υπόλοιπα θα τα δούμε, στον, αμέσως, παρακάτω, λογαριθμικό πίνακα, που καλύπτει και υπερβαίνει την ίδια χρονική περίοδο (1833 - 2010), φθάνοντας, έως το 2019.
Στον πίνακα αυτόν, που είναι παραπλήσιος, με τον, αμέσως, προηγούμενο, διακρίνεται, σαφώς, η ραγδαία πτώση του ελληνικού ΑΕΠ, από την έναρξη της εποχής των Μνημονίων, το 2010, μέχρι τις ημέρες μας, ύστερα από την ιλιγγιώδη άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ, από το 1950, μέχρι το 1980 και την συνέχιση της αυξητικής πορείας του, αλλά, με σαφώς, μειωμένους ρυθμούς, από το 1981, έως το 2008, λόγω της ένταξης της Ελλάδας, στην ΕΟΚ και στην ευρωζώνη, ένα φαινόμενο το οποίο θα αναλύσω και θα επιχειρήσω να παρουσιάσω και να ποσοτικοποιήσω, στην συνέχεια του κειμένου.
Το γιατί συνέβησαν όλα αυτά, με αποτέλεσμα την, σαφέστατα, απεικονιζόμενη κατάρρευση του ελληνικού ΑΕΠ, από το 2010 μέχρι τις ημέρες μας, είναι που καταδεικνύουν οι τρεις παραπάνω πίνακες, οι οποίοι αφορούν την σαρωτική κατάρρευση των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, στην ελληνική οικονομία, από το 2010, μέχρι και τον παρόντα χρόνο (αλλά και τον μελλούμενο), όπου οι επενδύσεις παγίων κεφαλαίων εξακολουθούν να είναι κάτι χειρότερο, από αναιμικές, αφού το διαρκές πολύ χαμηλό μέγεθός τους είναι και πρόκειται να παραμείνει, εξαντλητικά, απελπιστικό.
Βέβαια η γελοία και παρακμάζουσα εντόπια ελίτ, όπως, επίσης, και οι ευρωθεσμικοί δανειστές του ελληνικού Δημοσίου πολυλογούν, ακατάσχετα, για την ανάγκη της αύξησης των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, στην ελληνική οικονομία, όλα αυτά τα 13 με 14 χρόνια της βαριάς οικονομικής κρίσης, στην οποία έχει εμπλακεί η χώρα, ως αποτέλεσμα των Μνημονίων, που υπόγραψαν όλες οι κυβερνήσεις, από το 2010 και μετά και τα οποία συνεχίζουν να εφαρμόζουν, εμφανίζοντας αυτά, που συνεχίζουν να εφαρμόζουν, ως “μεταμνημονιακές υποχρεώσεις” της χώρας, ύστερα από την ψεύδη, απατεωνίστικη και ως εκ τούτου, ανύπαρκτη έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια, που διακήρυξαν το καλοκαίρι του 2018, ενώ, στην ουσία, αυτό που αποκαλούν, ως “μεταμνημονιακές υποχρεώσεις” της χώρας, δεν είναι τίποτα άλλο, από το 4ο “ντροπαλό” Μνημόνιο απεριόριστης χρονικής διάρκειας, που, υποτίθεται ότι φτάνει, μέχρι το 2070, κάτι που είναι, προφανώς, ανυπόστατο και αποτελεί και αυτό, ως διακήρυξη, μια μεγίστη απάτη.
Τα αποτελέσματα αυτής της τεράστιας απάτης οι πολλές επόμενες γενεές Ελλήνων, που θα ακολουθήσουν τις τωρινές, πρόκειται να βιώσουν τα καταθλιπτικά αποτελέσματά της· ήτοι αυτού του διαρκούς 4ου Μνημονίου, το οποίο, ουδόλως, αποκλείεται και είναι σαφές ότι θα συμβεί, δηλαδή να συμπληρωθεί από άλλα, ενδιαμέσως, επιπρόσθετα Μνημόνια, τα οποία θα έλθουν να καλύψουν τα όποια υποτιθέμενα και πραγματικά προβλήματα προκύψουν, σε σχέση με τις, ήδη, υπάρχουσες ψευδομεταμνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, που ανέλαβε, το καλοκαίρι του 2018, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και συνεχίζει να εφαρμόζει η παρούσα κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία η αλήθεια είναι ότι στάθηκε τυχερή και εκμεταλλεύτηκε το τριετές time out, με την αναστολή, που προέκυψε, το 2020, μέχρι και τον τωρινό καιρό, ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης και ουσιαστικά, της μη εφαρμογής των προβλέψεων του Συμφώνου Σταθερότητας της ευρωζώνης και των ψευδεπίγραφων μεταμνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, λόγω της κρίσης που προέκυψε με τον κορονοϊό και τώρα, με τον πόλεμο, στην Ουκρανία.
Η ουσία της τραγικής υπόθεσης, που αφορά τις επενδύσεις παγίων κεφαλαίων, στην ελληνική οικονομία, είναι ότι, αυτές οι κρίσιμες, ως μέγεθος, επενδύσεις, μετά το 2007 (που έφθαναν, στα 60,5 δισεκ. €) και με απίστευτη ένταση, από το 2010 (που κατρακύλησαν, στα 37,1 δισεκ. €) μέχρι το 2019 (που σαρωθήκαν, ευρισκόμενες στα 19,6 δισεκ. €) και σήμερα (που υπολογίζονται ότι πρόκειται να φθάσουν, κοντά, στα 30 δισεκ. €, κάτι που δεν είναι, καθόλου δεδομένο), κυριολεκτικά, αποσαθρώθηκαν και κατέρρευσαν, σαν χάρτινος πύργος, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία, με την σειρά της, να υποστεί την κατάρρευση, την οποία υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται, έως σήμερα και δυστυχώς, θα συνεχίσει να υφίσταται, έως το άγνωστο μέλλον έως ότου, δηλαδή, η χώρα αποφασίσει να αλλάξει κατεύθυνση, εάν ποτέ καταφέρει η ελληνική κοινωνία να καταλήξει σε αυτό το αναγκαίο συμπέρασμα, προκειμένου να επιτύχει να οδηγήσει τη χώρα, σε μια ταχύρυθμη οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη, την οποία έχει αμεσότατη ανάγκη.
Και μόνο η σύγκριση των αριθμητικών μεγεθών των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, στην ελληνική οικονομία, όπως αυτά είχαν, πριν το 2010, σε σχέση, με τα, αστραπιαία και σε απίστευτη αριθμητική έκταση, συρρικνωθέντα επόμενα, όπως και τα σημερινά μεγέθη των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, στην χώρα μας, είναι αποκαλυπτική, απομυθοποιητική και σαφέστατα, αποδεικτική της ανθρωπιστικής καταστροφής, έχει προκύψει, στην ελληνική κοινωνία και του ολέθρου, που εξακολουθεί να εξελίσσεται, στην ελληνική οικονομία, αφού, όταν μιλούν οι αριθμοί, όλα τα υπόλοιπα, που σχετίζονται, με την διαρκή, επίμονη και παραμυθολογική προπαγάνδα των εντόπιων υποτακτικών των ευρωθεσμικών δανειστών, δεν έχουν καμμία αξία και ως εκ τούτου, τα όποια λεγόμενα και οι ισχυρισμοί τους, είναι σκέτα σκουπίδια, που, απλώς, προβάλλονται, για να συνεχίσουν να παραπλανούν την ελληνική κοινωνία, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε άλλη πραγματική και πρακτική αξία.
Και βέβαια, πρέπει να ομολογήσω ότι αυτά τα επικοινωνιακά σκουπίδια, που μεταχειρίζονται η άθλια εντόπια ελίτ και το ελεεινό αστικό πολιτικό προσωπικο της χώρας (είτε αυτό ανήκει, στην δεξιά, είτε στο κέντρο, είτε, στην αριστερά), για να παραπλανήσουν και να αποπροσανατολίσουν τον πληθυσμό της χώρας μας, από τα ουσιώδη προβλήματα και τις επείγουσες εναλλακτικές λύσεις, που χρειάζονται άμεσα, έχουν κάνει καλά την δουλειά τους. Η κοινωνία μας, στην μεγίστη πλειοψηφία της έχει αποπροσανατολιστεί, για τα καλά. Και αυτό δεν πρόκειται να τελειώσει εύκολα και σε χρονικό διάστημα, η διάρκεια του οποίου να είναι ορατή.
Ένας άλλος μύθος, που διαδίδεται και προπαγανδίζεται, από την εντόπια αστική πολιτική τάξη της χώρας και τις δημοσιογραφικές γραφίδες της εντόπιας ελίτ, στα κατεστημένα ΜΜΕ, έχει να κάνει, με την επιμονή, στην ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, η οποία, όμως, μικρό, έως μηδαμινό, ρόλο έπαιξε, στην φάση της εκτατικής ανάπτυξης των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, στην ελληνική οικονομία και το ίδιο, περίπου, συμβαίνει και, μετά το 2010, αφού αυτές, που κατακρημνίστηκαν, είναι οι εγχώριες επενδύσεις παγίων κεφαλαίων, όπως, παραστατικότατα και ακριβέστατα, παρουσιάζεται, στον τρίτο, από τους τρεις, παραπάνω, συνεχόμενους πίνακες. Και φυσικά, το ίδιο πρόκειται να συμβαίνει και στο μέλλον, αφού η άμεση προτεραιότητα, στην οποία θα έπρεπε να δίδεται σημασία, είναι η γοργή αναστύλωση των εσωτερικών επενδύσεων παγίων κεφαλαίων.
Αλλά το κακό, η πραγματική και πρωταρχική αιτία της συμφοράς, που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία, αρχίζει πολλές δεκαετίες πίσω, γυρνώντας, στο 1981 και στην καταστροφική ένταξη της Ελλάδας, στην ΕΟΚ, που διάβρωσε τις βάσεις της ελληνικής αναπτυξιακής οικονομικής διαδικασίας, την οποία, δραστικά και διαχρονικά, περιόρισε, όπως προκύπτει, από τον παραπάνω, πίνακα, ο οποίος παρουσιάζει, χαρακτηριστικά (με την διακεκομένη γραμμή, που απεικονίζει την εξέλιξη των μεγεθών του ελληνικού ΑΕΠ, εάν η Ελλάδα δεν είχε εισέλθει, στην ΕΟΚ), την αφανή, αλλά και απολύτως, πραγματική συρρίκνωση των ρυθμών και των μεγεθών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ανελλιπώς, σε όλη την μακρά διάρκεια της χρονικής περιόδου της παρουσίας της ελληνικής οικονομίας, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα/“Ευρωπαϊκή Ένωση”, που ξεκίνησε, από το 1981, μέχρι το 2008, χρονικό σημείο, στο οποίο, ο εν λόγω, πίνακας, έχει απεικονίσει και την ύπαρξη του οποίου, αποκρύπτει, συστηματικά και δεν συζητεί, καν, τα δεδομένα του, η εντόπια ολιγαρχία και η αστική πολιτική τάξη της χώρας, οι οποίες, προφανώς, σε επίπεδο ηγεσιών είναι γνώστες των δεδομένων αυτών.
Ο παραπάνω πίνακας έρχεται να διαψεύσει, με κατηγορηματικό, αδιάψευστο και “πανηγυρικό” τρόπο, τον κεντρικό πυρήνα των διαχρονικών δογμάτων, που η εκκίνησή τους ευρίσκεται στην δεκαετία του 1960 και των εξωπραγματικών δοξασιών της “ευρωπαϊστικής” ιδεολογίας της εντόπιας άρχουσας ελίτ και ταυτίζονται, με τις στρατηγικές επιλογές του παλαιού Κωνσταντίνου Καραμανλή και οι οποίες, αν και ως ευπώλητα τρέχοντα ιδεολογήματα, εξακολουθούν, σε πείσμα και ενάντια, στα πραγματικά δεδομένα, να επικρατούν, στην ελληνική κοινωνία, λόγω της επίμονης συστημικής και συστηματικής προπαγάνδας σύμπασας της εντόπιας ελίτ και με βαριά ιστορική ευθύνη του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, αν και ήλθε αντιμέτωπος και αντιτάχθηκε, στην δεκαετία του 1970, με την “ευρωπαϊστική” προπαγάνδα της συντηρητικής παράταξης και του κατεστημένου, τελικά, όταν, τον Οκτώβριο του 1981, έγινε πρωθυπουργός της χώρας, αυτός και φυσικά και το κόμμα του, το ΠΑΣΟΚ, εγκατέλειψαν την διακηρυγμένη πολιτική τους, για την μη ένταξη της Ελλάδας, στην ΕΟΚ και στην σύναψη ειδικής συμφωνίας της χώρας μας, με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δια της οποίας η Ελλάδα θα διατηρούσε την οικονομική της αυτοτέλεια.
Αυτή η θεμελιώδης ανακολουθία του Ανδρέα Παπανδρέου αποτελεί ένα τεράστιο σφάλμα, διότι επέτρεψε την εφαρμογή της (αφανούς, τότε, αλλά, απολύτως, υπαρκτής και διαβρωτικής), βαρύτατα, εσφαλμένης στρατηγικής επιλογής της ένταξης και πρόσδεσης της ελληνικής οικονομίας, στην ΕΟΚ, που υποστήριξαν και πραγματοποίησαν, τότε, η εντόπια ελίτ και ο, τότε, αστικός κατεστημένος πολιτικός κόσμος της χώρας, σε αντίθεση, με τις διακηρυγμένες και ορθότατες θέσεις αντίθεσης (σε αυτήν την κατεστημένη και την αναμενόμενη, δίκην φυσικού φαινομένου, εκ των υστέρων, αποδειχθείσα, ως καταστροφική πολιτική επιλογή) του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΚΚΕ του Χαριλάου Φλωράκη.
Και φυσικά, το τί επακολούθησε, μετά το 2008, δηλαδή τον πραγματική οικονομικό όλεθρο, που συνέβη και εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει συμβαίνει, το γνωρίζουμε, από τις απεικονίσεις όλων των προηγούμενων πινάκων, που εδώ παρατίθενται.
Καθώς, τώρα πια, βρισκόμαστε, σε έναν κόσμο, που αλλάζει και πρόκειται, μέσα από μεγάλες και επικίνδυνες δυσχέρειες, να αλλάξει, καθώς, η Δύση, στο σύνολό της, παρακμάζει, το ουσιαστικό ερώτημα, με το οποίο πρέπει να απασχολείται, εντατικά, η ελληνική κοινωνία αφορά τις υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις, σε αντιπαράθεση, με την παρούσα κατάποση της ελληνικής οικονομίας, από την κινούμενη άμμο της ταχύτατης παρακμής, που έχει περιέλθει, από το 1981, μέχρι σήμερα και την συναθροιστική απώλεια, σε επίπεδο ΑΕΠ των, περίπου, 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ, που έχουν χαθεί (για την ακρίβεια, δεν έχουν παραχθεί, από την ελληνική οικονομία), λόγω της ένταξης της Ελλάδας, τότε, στην ΕΟΚ και από το 2002, στην ευρωζώνη, καθώς και την φυγή των κεφαλαίων, από την Ελλάδα, που υπερβαίνει, κατά πολύ, επίσης (και προσθετικά), το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.
Με δεδομένη, αν και ασταθή, παρουσία των BRICS, στην παγκόσμια οικονομική σκηνή και την επίκαιρη, ως μέλλουσα εξέλιξη, πολυδιάσπαση του παγκόσμιου οικονομικού χώρου, με την διαρκή οικονομική αποδυνάμωση των ΗΠΑ και της Δύσης, η οικονομική θέση της Ελλάδας, στον κόσμο, προσιδιάζει και πρέπει να προσανατολιστεί, στην παλαιά θέση του Ανδρέα Παπανδρέου, στην δεκαετία του 1970.
Έτσι, απαραίτητο είναι η Ελλάδα, πρωτίστως, να εξέλθει, από την ευρωζώνη, σε συμφωνία, με τους ευρωζωνίτες, η οποία είναι εφικτή και σε δεύτερη φάση, στην μετατροπή της ένταξης της χώρας μας, στην “Ευρωπαϊκή Ένωση”, σε μια συμφωνημένη ειδική σχέση, με την αυτοαποκαλούμενη Ευρωένωση, όπως και με ειδικές εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες, με τις ΗΠΑ, με τους BRICS και όλες τις χώρες του πλανήτη, με τις οποίες η Ελλάδα έχει οικονομικές συναλλαγές.
Με αυτήν την διεθνή οικονομική πολιτική, η Ελλάδα θα μπορέσει, πολύ γρήγορα, να ανακάμψει, οικονομικά και να επανέλθει, στα επίπεδα της ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης των δεκαετιών 1950 - 1970, ανακτώντας, γρήγορα, το απωλεσθέν έδαφος, κατά την διαρκείς των δεκαετιών 1980 - 2020, φθάνοντας, σε λίγα χρόνια, από σήμερα, το, κατά κεφαλήν, ετήσιο ΑΕΠ της ελληνικής κοινωνίας, στα 50.000 € και το συνολικό ετήσιο ΑΕΠ, πάνω, από τα 515 δισεκατομμύρια ευρώ.
Όσο και αν αυτή η εξέλιξη φαίνεται ως, υπέρμετρα, φιλόδοξη, η αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, παρά την ενσυνείδητη ψευδολόγα καταστροφική προπαγάνδα των εγχώριων “ευρωπαϊστών”.
Η εξέλιξη αυτή είναι, απολύτως, ρεαλιστική και πραγματοποιήσιμη, πολύ γρήγορα, αρκεί να υπάρξει ο αντίστοιχος πολιτικός και οικονομικός προσανατολισμός και σχεδιασμός.
Εδώ, όμως, εντοπίζεται και το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, αφού η παρακμάζουσα ολιγαρχία του τόπου μας, έχει αντίθετους προσανατολισμούς και παραμένει προσκολλημένη, στις “ευρωπαϊστικές” αυταπάτες και στα συναφή συμφέροντα, που έχει εγκαθιδρύσει.
Ως εκ τούτου, οι προοπτικές της χώρας και της κοινωνίας μας παραμένουν, όχι, απλώς, δυσμενείς, αλλά ζοφερές. Εκτός, εάν συμβεί κάποια θεμελιώδης ριζοσπαστική αλλαγή (που, δυστυχώς, δεν έγινε το 2015 και όχι, με ευθύνη της κοινωνίας μας).
Αλλά μια τέτοια θεμελιώδης και ριζοσπαστική αλλαγή, την οποία έχει αμεσότατη ανάγκη η ελληνική κοινωνία, δεν είναι - επί του παρόντος και άγνωστο για πόσο - ορατή.
Δυστυχώς…
Υ.Γ. : Πολλοί φίλοι με ρωτούν, με μια κάποια, ίσως, εύλογη απορία, για ποιόν λόγο δεν έχω ασχοληθεί, με την εκλογική διαδικασία των υποψηφίων αρχηγών του ΣΥΡΙΖΑ. Κατανοώ την απορία, αλλά δεν θεωρώ το ζήτημα αυτό, ως ενδιαφέρον. Το θεωρώ, ως αδιάφορο, διότι οποιοσδήποτε, ή οποιαδήποτε και αν είναι πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα αυτό δεν έχει κανένα μέλλον. Ως εκ τούτου, θεωρώ περιττή οποιαδήποτε ενασχόλησή μου, με την τρέχουσα προεκλογική επικαιρότητα των εσωτερικών διαδικασιών του ΣΥΡΙΖΑ, για την ανάδειξη νέου αρχηγού, αφού το πρόβλημα του κόμματος αυτού δεν αφορά τον όποιον πρόεδρό του. Και τούτο, απλούστατα, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης, ως ένα μεγάλο κόμμα. Άλλωστε, δεν υπάρχουν, πια, για τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το 17,83%, ούτε οι 930.000 ψήφοι, που έλαβε, στις περασμένες βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023. Έχουν, σε μεγάλο βαθμό, αναχωρήσει, προς άλλες κατευθύνσεις.
Σχόλια