Με ασημικούς και με λαπάδες, κάνει ο βλάχος τεμενάδες.
Ψόφησαν τα γίδια, στο μαντρί,
ο βλάχος κλαίει, σαν παιδί,
κάθε μέρα σκούζει και χτυπιέται,
απ’ τον πόνο κατακτιέται.
Ομως, με ασημικούς και με λαπάδες
κάνει ο βλάχος τεμενάδες.
Θέλει πολύ να ηγηθεί.
αλλά θα κατουρηθεί.
Το ψηλόλιγνο κορμί του
δείχνει ο βλάχος, στην αυλή του
θέλει να παίξει νέο ρόλο,
μα αυτό είναι όλο κι όλο.
Ένας γέροντας ξεκούτης,
που οδεύει για φαφούτης,
γέρασε και μαραζώνει,
αλλά θεωρεί πως νιώνει.
Όλοι, σχεδόν, αυτό θέλουν να νομίζουν
και τον βλάχο τριγυρίζουν.
Βάλ’το βλάχο, στο μυαλό σου,
τελειώνει, σιγά-σιγά, ο βιός σου.
Δεν είσαι, πια, ένας εικοσάρης
είσαι, κοντά, εβδομηντάρης,
τραβά, στο γηροκομείο (ή και στο τυροκομείο),
πριν, σε πάνε με φορείο.
Άσε το κούφιο μεγαλείο,
κόκκορας, με το λοφίο,
η μπογιά σου δεν περνάει,
η νέα ζωή σε ξεπερνάει.
Άντε τραβά, στα καλιά σου,
για να βάζεις τα βρακιά σου
παρέα, με κανένα φίλο,
για να πίνετε το τίλιο.
Όμως, το τέλος, πια, σε φτάνει,
φάε, τώρα, παντεσπάνι,
πριν σου έλθουνε τα νέα,
που μπορεί να μην σου είν’ ωραία.
Bye, bye, από μένα
κι όλα άσε τα χεσμένα,
δεν μπορείς να ηγηθείς,
τράβα να κρεβατωθείς.
Έτσι, όμορφα θα νιώσεις
και μπορεί, ίσως, να ξανανιώσεις,
με τον εαυτό σου θα φιλιώσεις,
με πλείστες ωραίες επιδόσεις.
Τώρα, φίλε βλάχο μου, σ’ αφήνω
και τον κόρφο μου τον φτύνω,
γιατί μπορεί να φαίνεσαι γουρλής,
είσαι, όμως, μέγας ατζαμής.
(Το ποιηματάκι αυτό αποτελεί προϊόν φαντασίας και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση, με υπαρκτά πρόσωπα).
Σχόλια