4ος - 15ος αιώνας μ.Χ., έως σήμερα : Η δύσκολη, επίπονη και κυρίως, εκτρωματική γέννα του νέου Ελληνισμού, πάνω στα ερείπια και την καταστροφή, που επέφερε ο Χριστιανισμός, επί του αρχαίου Ελληνισμού. (Γεννάδιος Σχολάριος : «Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτε φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ Ἕλληνες· ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξης. Καὶ εἴ τις ἔροιτό με τίς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι»).
Είναι γεγονός ότι η λεγόμενη γέννα, δηλαδή η δημιουργία του σύγχρονου ελληνισμού - του νεοελληνισμού - υπήρξε πολυαίωνη, επίπονη, ακραία βασανιστική και ως προς το προκύψαν αποτέλεσμα, εκτρωματική, αφού η δημιουργία του νέου ελληνικού έθνους επισυνέβη, μέσα από ένα καταναγκαστικό και κρατικά, επιβεβλημένο αλλά, με την πάροδο των αιώνων και των γενεών, εντέλει, κοινωνικά, αποδεκτό, “γάμο”, ανάμεσα, στην χριστιανική θρησκεία, ως πίστη ζωής και τον αλεξάνδρειο και κυρίως, τον μακραίωνα αλεξανδρινό ελληνισμό, ο οποίος έδωσε μια οικουμενική (στα πλαίσια του τότε γνωστού κόσμου της Ανατολής) διάσταση, στον αρχαίο Ελληνισμό, στον οποίο, μάλιστα, ενσωμάτωσε λαούς ολόκληρους, καθώς και τμήματα εθνών, μέσα από την διάδοση και την καθημερινή χρήση, ως linguae francae, της μετεξέλιξης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, όπως αυτή απαντάται, στα χριστιανικά ευαγγελικά κείμενα, που προέκυψαν, από την μετάφραση των εβδομήκοντα.
Αυτός ο “γάμος”, όμως, υπήρξε επαχθής, για τον αρχαίο Ελληνισμό, αφού στο Βυζάντιο, όποιος δεν ήταν ορθόδοξος χριστιανός, ήταν εχθρός του κράτους και της κοινωνίας, η οποία νοείτο, αποκλειστικώς και μόνον, ως χριστιανική κοινότητα και πλήρωμα της εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο εξοβελιστέος άπιστος των δογμάτων και του συνόλου των διδαχών της χριστιανικής πίστης, να ετιμωρείτο, με θάνατο και στην καλύτερη περίπτωση, με θάνατο.
Οι Έλληνες δωδεκαθεϊστές, παρέμειναν μέχρι τον 8ο αιώνα μ.Χ. και ειδικά, στην Μάνη, μέχρι τον 10ο αιωνα και φυσικά αντιμετώπισαν απηνείς διωγμούς, από την χριστιανική Κωνσταντινούπολη, η οποία διεδέχθη την πόλη του αρχαίου Βυζαντίου, τα σύμβολα του οποίου ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος υιοθέτησε (για να τα έχει, σήμερα, μέσα από μια ειρωνία της Ιστορίας, η Τουρκία, όπως και προ αυτής, η Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Ιδιαίτερα, οι Έλληνες κάτοικοι του νοτίου ελλαδικού χώρου καταδιώχτηκαν και τα αρχαία μνημεία καταστράφηκαν, ή μεταστράφηκαν, σε χριστιανικούς ναούς, πριν και μετά τις επιδρομές των χριστιανών Γερμανών (Γότθων) του Αλάριχου το 4ο αιώνα μ.Χ. Ο Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία του Πλάτωνα κατά το έτος 539, ίδρυσε τον θεσμό του Ιεροεξεταστή (Quaesitor) - και αυτό το γράφω, για να μην λέμε, ότι, στην χριστιανική Ανατολή δεν υπήρχε Ιερά Εξέταση· υπήρχε και διενέργησε σφαγές των αντιφρονούντων (δωδεκαθεϊστών, μάγων και φυσικά, αιρετικών και όχι, μόνον, αυτών), στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.
Εμένα, βέβαια μου αρέσει, να παραπέμπω, σε κείμενα. Ως εκ τούτου, χρήσιμο είναι να παραθέσω κάποια αυτοκρατορικά διατάγματα, που αφορούν την αντιμετώπιση των επιβιώσεων του αρχαίου Ελληνισμού, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που μετεξελίχθηκε, στο εκτρωματικό νεοελληνικό Βυζάντιο και αποκλήθηκε Ρωμανία, από το 324 έως το 860.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιουστινιανός (βασιλεία 527 - 565).
Για να τα δούμε, λοιπόν :
Α) (Αυτοκράτορες Λέων και Ανθέμιος, προς τον Διόσκουρο, Έπαρχο του πραιτωρίου, το 472. Ιουστινιάνειος Κώδικας) :
«Τέτοιου είδους πράξεις (εννοεί την λατρεία του δωδεκάθεου), αν εξακολουθούν να συμβαίνουν, ακόμη και σε κάποιο λιβάδι, ή σπίτι, το λιβάδι, ή το σπίτι αυτό θα προσαρτηθεί ταμείο των ιεροτάτων ανδρών (εννοεί τους παπάδες και τους επισκόπους), ενώ ο ιδιοκτήτης τους, που έδωσε την συγκατάθεσή του να μιανθεί ο τόπος, θα αποπεμφθεί, από το αξίωμά του, θα χάσει την περιουσία του και αφού υποστεί βασανισμό, με μεταλλικά όργανα, θα οδηγηθεί, σε διαρκή εξορία».
Β) (Ιουστινιάνειος Κώδικας 1.11.9 και Β1,1,19 και Νομοκάνων 6,3.).
«Διατάσσουμε τους άρχοντές μας, αλλά και όσους διδάσκονται, από τους θεοφιλέστατους επισκόπους, να αναζητούν, σύμφωνα με τον νόμο, όλες τις περιπτώσεις ασέβειας, υπέρ της ελληνικής θρησκείας, έτσι ώστε να μην συμβαίνουν, αλλά και αν συμβαίνουν, να τιμωρούνται. Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί, με διαθήκη, ή να χαρίζει, με δωρεά, ο,τιδήποτε, σε πρόσωπα, ή τόπους, που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του ελληνισμού. Όσα δίδονται, ή κληροδοτούνται, με αυτόν τον τρόπο, θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία, να διατηρηθούν, σε ισχύ, όλες οι τιμωρίες, με τις οποίες οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την ελληνική πλάνη, με τις οποίες προσπαθούσαν να διασφαλίσουν την Ορθόδοξη πίστη».
Γ) (Ιουστινιάνειος κώδικας 1.11.10).
«Επειδή μερικοί (βαπτισμένοι χριστιανοί) συνελήφθησαν διακατεχόμενοι την πλάνη των ανόσιων μυσαρών Ελλήνων, να διαπράττουν εκείνα, που, δικαιολογημένα, εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο Θεό μας, αυτοί θα υποβληθούν, στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιείκειας. Αν επιμείνουν, στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν, στην εσχάτη των ποινών. Αν δεν έχουν αξιωθεί, ακόμη, το σεβαστό βάπτισμα, θα πρέπει να παρουσιαστούν, στις ιερότατες εκκλησίες, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους και μαζί, με όλους του οίκου τους και να διδαχθούν την αληθινή πίστη των Χριστιανών. Αφού διδαχθούν και αποβάλουν την πλάνη, που τους διακατείχε, προηγουμένως, θα πρέπει να ζητήσουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά, ας γνωρίζουν ότι, αν παραμελήσουν να το κάνουν δεν θα έχουν κανένα πολιτικό δικαίωμα, ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες περιουσίας, ούτε κινητής, ούτε ακίνητης. Θα τους αφαιρεθούν τα πάντα και θα εγκαταλειφθούν, στην ένδεια και επιπλέον, θα υποβληθούν, στις έσχατες τιμωρίες. Θα παρεμποδίσουμε, κάθε μάθημα, που διδάσκεται, από όσους πάσχουν, από την νόσο και την μανία των ανόσιων των Ελλήνων, ώστε προσποιούμενοι ότι διδάσκουν, να μη διαφθείρουν, πια, τις ψυχές των μαθητών τους, με, δήθεν, αλήθειες. Αν φανεί, λοιπόν, κάποιος τέτοιος άνθρωπος και δεν τρέξει, στις άγιες εκκλησίες μας, μαζί με όλους τους συγγενείς και τους οικείους του, θα τιμωρηθεί, με τις προαναφερθείσες ποινές. Θεσπίζουμε, δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά, όταν είναι σε μικρή ηλικία, θα πρέπει να βαπτίζονται, αμέσως και χωρίς αναβολή, όσα δε είναι μεγαλύτερα, στην ηλικία, θα πρέπει να συχνάζουν, στις ιερότατες εκκλησίες μας και να διδάσκονται τις θείες γραφές και τους θείους κανόνες. Αφού, δε, εννοήσουν και αποβάλλουν την παλαιά πλάνη, θα μπορέσουν να δεχθούν το βάπτισμα και στην συνέχεια, να διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των Ορθόδοξων Χριστιανών. Όσων, δε, έχουν κάποιο στρατιωτικό, ή άλλο, αξίωμα, ή περιουσία μεγάλη και για να κρατήσουν προσχήματα ήλθαν, ή πρόκειται να έρθουν, να βαφτιστούν, αλλά αφήνουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τα υπόλοιπα μέλη του οίκου τους, μέσα στην ελληνική πλάνη, διατάσσουμε να δημευθεί η περιουσία τους, να αποκλεισθούν, από τα πολιτικά τους δικαιώματα και να υποβληθούν, σε αντάξιες τιμωρίες, αφού είναι φανερό, ότι πήραν το βάπτισμα, χωρίς καθαρή πίστη. Θεσπίζουμε αυτούς τους νόμους για τους αλιτήριους Έλληνες».
Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος και η αρχαία πίστη των Ελλήνων δωδεκαθεϊστών δεν είχαν δεν καμία τύχη, στο χριστιανικό Βυζάντιο, από τον 5ο αιωνα και μετά, η κοινωνία, ή, ορθότερα, οι κοινωνίες του οποίου ήσαν θρησκειακές και πανομοιότυπες, με τις μουσουλμανικές θεησκειακές κοινωνίες της εποχής μας, με αποτέλεσμα, η χριστιανική εκκλησία (που νοούσε - και νοεί - τον εαυτό της, ως παγκόσμιων διαστάσεων μέγεθος, εξ ου και το δόγμα “εις μιαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν”), που στην πορεία του χρόνου, ταυτίστηκε, με τους ναούς, να αποτελεί το επίκεντρο της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων, που συσσωματώθηκαν, ως χριστιανικές κοινότητες.
Έτσι, μέσα από μια μακρά και βασανιστική διαδικασία, από την εποχή του Θεοδοσιου, μέχρι και την εποχή του Ιουστινιανός, αλλά και αργότερα, την εποχή του Λέοντα του Ίσαυρου υποχρεώθηκαν οι Έλληνες δωδεκαθεϊστές, ως ευθείς συνεχιστές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, να εκχριστιανιστούν, ή, κυριολεκτικά, κατεσφάγησαν, από τον κατευθυνόμενο όχλο της χριστιανικής εκκλησίας και του χριστιανικού κράτους. χωρίς οίκτο, αφού ο αρχαίος ελληνικός κόσμος εθεωρείτο μιαρός αποτελούσε θανάσιμο αμάρτημα, το οποίο έπρεπε να εκριζωθεί.
Ο ισπανικής καταγωγής αυτοκράτορας Θεοδόσιος (βασιλεία 479 - 495).
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, τον Φεβρουάριο του 380 καθιέρωσε τον “θρίαμβο της Ορθοδοξίας” και επέβαλε, ως επίσημη υποχρεωτική θρησκεία, τον χριστιανισμό, απαγόρευσε την αρχαία ελληνικη θρησκεία, το 392 και κατάργησε, το 393, τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όλους του πανελλήνιους αγώνες, επειδή ήσαν ανάμνηση της αρχαίας ελληνικής πίστης, κατεδίωξε, μανιωδώς, όσους έμειναν πιστοί, στην αρχαία λατρεία, με αποτέλεσμα οι διάφοροι χριστιανικοί όχλοι κατεδαφίζαν τους αρχαίους ναούς και τα αρχαία μνημεία, ενώ, παράλληλα, προέβη, σε απηνείς διωγμούς των λεγόμενων αιρετικών χριστιανών, πλείστοι των οποίων ήσαν μεταστραφέντες, από την αρχαία θρησκεία Έλληνες, ή, ως επί το πλείστον, απόγονοι αυτών.
Τότε, ήταν που έγινε η μεγάλη σφαγή, το 390, στην Θεσσαλονίκη, με 7.000, έως 15.000 νεκρούς, ύστερα, από εντολή του αυτοκράτορα και αφού είχε προηγηθεί εξέγερση, λόγω της κακής στρατιωτικής διοίκησης της πόλης. Μάλιστα, στις πρόσφατες εργασίες της κατασκευής του μετρό της Θεσσαλονίκης ανακαλύφθηκε ομαδικός τάφος, με εκατοντάδες οστά, τα οποία είναι των εξεγερθέντων και σφαγιασμένων Θεσσαλονικέων εκείνης της εποχής.
Ο προτελευταίος σπασμός κάποιων ελάχιστων απομειναριών του αρχαίου Ελληνισμού, ίσως, εκδηλώθηκε, στον σημερινό νότιο ελλαδικό χώρο με τα «Ελλαδικά» όπως αποκαλούν μια σημαντική εξέγερση οι βυζαντινές πηγές, επί βασιλείας Λέοντα Ίσαυρου, που του έδωσε την ευκαιρία της «αποκαθάρσεως, από το μίασμα της ειδωλολατρίας». Φυσικά, υπήρχαν και πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι, που αφορούσαν την βαριά φορολογία, όπως και πρωτίστως, η χριστιανική εικονολατρεία (που, για τους εικονομάχους, όπως ο Λέων, ισοδυναμούσε, με ειδωλολατρεία), την οποία ο αυτοκράτορας καταδίωξε.
Λέγεται ότι οι εικονομάχοι χριστιανοί επίσκοποι προέτρεπαν τους στρατιώτες να βιάζουν τις γυναίκες και μετά να αποκεφαλίζουν τα παιδιά τους, «ίνα το ελληνικόν γένος αποκτείναι», επειδή διαπράττουν «μιαράς και δαιμονιώδεις θυσίας». Έτσι, ο στρατός του Λέοντα, με πρωτοστάτες τους εικονοκλάστες χριστιανούς μοναχούς λέγεται ότι έριψαν, στην πυρά, 65.000 γυναικόπαιδα, κυρίως, στην περιοχή της σημερινής Λάρισας, αν και γύρω από αυτό το υποτιθέμενο, ως γεγονός, υπάρχει αντιμαχία και οι ιστορικές πηγές δεν είναι ασφαλείς, αφού αναφέρονται ότι είναι αραβικές και βουλγαρικές, χωρίς, όμως, να έχω δει να κατονομαστούν, συγκεκριμένα.
Γεγονός, λοιπόν είναι ότι, πέραν του αφανισμού των πιστών της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, που ολοκληρώθηκε τον 10ο αιώνα, με τον πλήρη εκχριστιανισμό της Λακωνίας, η χριστιανική εκκλησία υπήρξε, απολύτως, εχθρική, στην ονομασία «Έλλην», από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, αφού, η λέξη “Έλλην” δήλωνε τον παγανιστή, είτε, ως ειδωλολάτρη πολυθεϊστή, είτε, ως πιστό ενός ψεύτικου θεού. Έτσι, οι χριστιανοί Έλληνες δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να λέγονται, με το όνομα της εθνικής τους καταγωγής, την οποία και γνώριζαν, αλλά τους απαγορευόταν να την ονοματίσουν, ως ελληνική, για να την υποκαταστήσουν, με την λέξη “Ρωμαίος” και τελικά, Ρωμιός, αφού η λέξη Έλληνας σήμαινε τον εξοβελιστέο και απόβλητο της κοινωνίας ειδωλολάτρη. Γι’ αυτό και για ένα πολυαίωνο χρονικό διάστημα, η ρωμαίικη συνείδηση, εκφρασμένη, με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, είναι ταυτόσημη και αντιθετική, σε κάθε έννοια ελληνικότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιβιώσεις αυτής της αντίθεσης έφθασαν, ως τον 18ο αιώνα, αφού το χριστιανικό κήρυγμα συνέχισε να αμφισβητεί την ελληνικότητα, από το εκκλησίασμά του, που, όμως, το αποτελούσαν Έλληνες. Όπως έλεγε ο Κοσμάς ο Αιτωλός : ‘‘Αδελφοί μου, έμαθα πως, με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε Ορθόδοξοι Χριστιανοί’’.
Παρά ταύτα, μέσα στην πορεία του χρόνου, υπήρξαν ρωγμές, σε αυτό το χριστιανικό αφήγημα, γύρω από τον ελληνισμό, αρχικά, σε ένα σε ένα μικρό κύκλο λογίων και της ελίτ της Κωνσταντινούπολης και της βυζαντινής διοίκησης, που μπορεί να μην είχαν επιρροή, στον λαό, ο οποίος θεωρούσε ότι το όνομα Έλληνας ταυτιζόταν με την απιστία, αλλά προετοίμασαν την μεγάλη μεταστροφή, που προέκυψε, στην εποχή των Παλαιολόγων και της τουρκοκρατίας, κατά την οποία η γενεά των ελληνόφωνων χριστιανών κατοίκων (και όχι, μόνον, αυτών) του ελλαδικού χώρου είχε αποδεχθεί, ως φυσιολογικό και αυτονόητο, τον προσδιορισμό της, ως γενεάς, που ανατρέχει, υιοθετεί και αποδέχεται την ελληνική της καταγωγή. Και φυσικά, αυτό δεν ήταν μια δική της δημιουργία, ή κατασκευή. Ήταν καρπός αιώνων.
Αυτή η εξέλιξη είχε την δική της πολυαίωνη διαδικασία, αφού, σιγά-σιγά, στον 14ο αιώνα και πολύ πριν από αυτόν, το όνομα Έλληνας έφθασε να δηλώνει και την συνείδηση φυλετικής, εξ αίματος, αλλά και πνευματικής συγγένειας. Αυτή η διαδικασία, οδήγησε, από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα, στην πληρη αποδοχή της ελληνικότητας, ως συμπροσδιοριστικού στοιχείου, με την χριστιανικότητα και έτσι, ο όρος “Έλλην” απέκτησε, ή, ορθότερα, επαναπέκτησε το εθνικό του νόημα, στα γραπτά των διανοούμενων και της βυζαντινής ελίτ, πριν και κατά, την εποχή της δυναστείας των Παλαιολόγων.
Ο σουλτάνος Μωαμεθ Β’ ο πορθητής της Κωνσταντινούπολης, διορίζει τον Γεννάδιο Σχολάριο, ως πατριάρχη.
Ως εκ τούτου, λίγα χρόνια, πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, από τους Τούρκους, ο Πλήθων Γεμιστός προσφωνούσε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο “Έλληνα Βασιλέα”, χωρίς να κρύβει την προσωπική αντίθεσή του, με τον χριστιανισμό, την ίδια στιγμή, που ο Γεννάδιος Σχολάριος έλεγε ότι «Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτε φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ Ἕλληνες· ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξης. Καὶ εἴ τις ἔροιτό με τίς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι».
Αλλά, όπως προκύπτει και από τα κείμενα του Γενναδίου Σχολάριου, τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα, διότι ο ίδιος χρησιμοποιεί το όνομα Έλλην, ως καθαρά εθνικό προσδιορισμό, πράγμα που δείχνει ότι, έστω και διστακτικά, ο χριστιανικός κλήρος είχε αρχίσει να δέχεται το “Έλλην”, ως ταυτόσημη έννοια, με το “Ρωμαίος”.
Σε επιστολή του, προς τον μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, ο Σχολάριος τον προτρέπει: «Ἀλλὰ σύ γε τ’ ἀληθῆ μένε φρονῶν καὶ χάριν εἰδὼς τῷ Θεῷ ἀνθ’ ὧν σε κεκόσμηκεν ὑπὲρ πάντας τοὺς νῦν ὄντας Ἕλληνας» και λίγο παρακάτω, τον προσφωνεί ως «βέλτιστο τῶν νῦν Ἑλλήνων ἁπάντων».
Ως εκ τούτου, ο Σχολάριος είχε την γνώση και την συνείδηση ότι και ο ίδιος και όλοι οι άλλοι συμπατριώτες του ήσαν Έλληνες. Έτσι, ο Σχολάριος χρησιμοποιεί το εθνικό όρο Έλληνες, για κάθε Ρωμαίο/βυζαντινό.
Σε επιστολή του, το 1450, ο Σχολάριος διαβεβαίωνε τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ΄ : «Κοσμεῖς δὲ ἄρα, τοιοῦτος ὤν, τὸ γένος ἅπαν Ἑλλήνων», αντιλαμβανόμενος τον χαρακτηρισμό αυτόν, προς τον χριστιανό αυτοκράτορα, ως έπαινο, ενώ, στον επιτάφιο, που έγραψε, επίσης, το 1450, για τον δεσπότη Θεόδωρο, αδελφό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αναφέρει ότι ο νεκρός είχε ζήσει «βλάπτων τῶν συγγενῶν Ἑλλήνων οὐδένα».
Αλλά την πίστη του, για την αδιάπτωτη συνέχεια του ελληνισμού, μέσα στην πορεία του χρόνου και μέσα από την βασανιστική και μεταστροφή του, από την αρχαία θρησκεία, στον χριστιανισμό, επιβεβαιώνει ο Γεννάδιος Σχολάριος, σε ένα κείμενό του, που γράφτηκε, υπό την μορφή των πλατωνικών διαλόγων, ανάμεσα σε δύο συνομιλητές, τον Νεόφρονα και τον Παλαίτιμο, οι οποίοι υποτίθεται ότι συζητούσαν, για τις δογματικές διαφορές, ανάμεσα στους ορθοδόξους και τους καθολικούς χριστιανούς, αλλά και για διάφορα άλλα σχετικά θέματα. Όπως λέει η σωζόμενη επιγραφή, Νεόφρων είναι ο ενωτικός πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας, και Παλαίτιμος ο ίδιος ο Σχολάριος. Σε ένα πολύ σημαντικό χωρίο, αναφέρει τα εξής για τους κοινούς προγόνους όλων των βυζαντινών :
«Παλαίτιμος : Οἱ πατέρες ἡμῶν, Ἑλλήνων γάρ ἐσμεν παῖδες, πολλῷ πλείους ἡμῶν, καὶ σοφώτεροι δὲ οὐχ ἡμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ σοῦ καὶ εἴ τις ἄλλος κοινωνεῖ σοι τῆς δόξης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης ἐκεῖνος, Πυθαγόρας, Ἀναξαγόρας, πολὺς μὲν φιλοσόφων ἐσμός, πολλὰ δὲ ῥητόρων ἔθνη».
Έχει σημασία το γεγονός ότι αυτά γράφτηκαν, το 1446, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο Σχολάριος είχε διαμορφωμένη την ελληνική εθνική του συνείδηση, πριν και χωρίς να είναι αναγκαίο να βιώσει το βάρος του τουρκικού ζυγού, για να αντιληφθεί ότι είναι Έλληνας.
Αλλά αφήνοντας, στην άκρη, όλα όσα διηγήθηκα, μέχρι τώρα, φτάνοντας στην εποχή της τουρκοκρατίας, γίνεται κατανοητό το πώς δημιουργήθηκε, μέσα στην μακρά πορεία των αιώνων, από τον 3ο, έως τον 15ο αιώνα και μέχρι τις ημέρες μας, το εκτρωματικό φαινόμενο του νέου Ελληνισμού, μέρος του οποίου είμαστε όλοι εμείς, που ζούμε μέσα στην ελληνική κοινωνία, η οποία αποτελεί, μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, την συνέχεια αυτού του εκτρωματικού χριστιανικού νέου Ελληνισμού ο οποίος, φυσικά, παρά την εκτρωματικότητά του, είναι μια (έστω, πάρα φύσιν) συνέχεια του αρχαίου Ελληνισμού και ευρύτερα, του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Αυτή η απλή ιστορική διαπίστωση αφήνει, στην άκρη και παραγκωνίζει όλη αυτή την αδιέξοδη φιλολογία, που αφορά το υποτιθέμενο κενό της ύπαρξης του ελληνικού έθνους, κατά την περίοδο, που προέκυψε, μετά από την καταστροφή του αρχαίου ελληνικού κόσμου, από την χριστιανική λαίλαπα.
Δεν υπάρχει, λοιπόν κενό ιστορικής ύπαρξης του Ελληνισμού. Υπάρχει μια ιστορική, ούτως ειπείν, τερατογονία, που προέκυψε, από την βασανιστική μετεξέλιξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, στον μεσαιωνικό και στον νεότερο Ελληνισμό.
Όλα τα υπόλοιπα, μπορούν να συζητηθούν, έχοντας, ως αφετηριακή βάση, τις διαπιστώσεις του παρόντος πονήματος.
Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό, που περιγράφω, αυτό είμαστε, με δεδομένη, φυσικά, την σύγχρονη μετεξέλιξη του νέου Ελληνισμού, ο οποίος, παρά την χριστιανική του προέλευση, έχει, πλέον, ενσωματώσει και άλλα στοιχεία, που, σιγά-σιγά, τον αποσπούν, από το δέσιμο, με την χριστιανική πίστη, ως αποτέλεσμα της δυτικόφερτης νεωτερικότητας.
Και φυσικά, οι ερχόμενες δεκαετίες και οι επόμενοι αιώνες πρόκειται να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα, στο ελληνικό έθνος.
Αλλά αυτό θα αποτελέσει έργο των γενεών, που θα ακολουθήσουν τις παρούσες και βέβαια, είναι άγνωστη η τροπή, που θα πάρουν οι μέλλουσες εξελίξεις.
Σχόλια