The party is over. Ας ετοιμαστούμε, για το γεγονός ότι, από το 2024, θα ζούμε, σε μια διαφορετική και χείριστη κατάσταση, αφού η ελληνική οικονομία και κοινωνία εισέρχονται, σε έναν νέο μνημονιακό ζουρλομανδύα διαρκείας. Ας το επαναλάβω, για πολλοστή φορά : Η Ελλάδα πρέπει, κατεπειγόντως, να βγει, από το ευρώ και την ζώνη του. Και όσο δεν το κάνει, πρόκειται να παρατείνει και να επαυξάνει την παρούσα καταστροφή. (Αυτή είναι η τεράστια ζημιά, που έκαναν, πριν, ακριβώς, 8 χρόνια, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, που τιμωρήθηκαν, γι’ αυτό, αλλά)…
Δεν είναι, καθόλου, νέες οι διαπιστώσεις αυτές, στις οποίες προβαίνω. Σταχυολογώντας τα, σχετικά, πρόσφατα κείμενα, που έχω δημοσιεύσει, σε αυτό εδώ το μπλογκ, θυμίζω, εδώ, το άρθρο μου, με τίτλο : 2023 - 2024 : Οι εκλογές έρχονται, αλλά, μετεκλογικά, η λεγόμενη “δημοσιονομική χαλάρωση” τελειώνει και τα σαρωτικά μέτρα λιτότητας, με την αύξηση των φόρων και την μείωση των κρατικών δαπανών, επανέρχονται, στην ελληνική οικονομία, μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου, κατά την περίοδο 2009 - 2023, έχουν χαθεί, πάνω από 100 δισεκ. € και τα μέσα εισοδήματα των μισθωτών έχουν πέσει, πολύ πιο πάνω, από 28,5% και 30%., που δημοσιεύτηκε, στις 17/3/2023, όπως επίσης και ένα άλλο άρθρο μου, με τίτλο : 1980 - 1995 - 2022 - 2025 : Μια καταθλιπτική και λυπηρή επισκόπηση της ανόδου και της κατακρήμνισης του ελληνικού ΑΕΠ, πριν και μετά την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, την 1/1/2002 και την χρεωκοπία του ελληνικού κράτους, τον Απρίλιο του 2010., που δημοσιεύτηκε, στις 6/3/2023, στα οποία γίνεται αναφορά, στο δυστοπικό, άμεσο μέλλον, που, μετά τις δυο, ήδη, πλέον, διεξαχθείσες εκλογικές αναμετρήσεις, ακολουθεί, για την ελληνική κοινωνία, αρχής γενομένης, από τα τέλη του 2023, που λήγει η δημοσιονομική χαλαρότητα, που είχε γίνει αποδεκτή, από τους θεσμούς της ευρωζώνης, από το 2020, λόγω της ανόητης φούσκας της λεγόμενης υγειονομικής κρίσης, με τον COVID2019, που ξεφούσκωσε δυο χρόνια μετά, αλλά και της πραγματικής (αλλά και επίσης, ανόητης) ουκρανικής κρίσης, οποία οφείλεται, στα, άνευ αντικρίσματος και αποτελέσματος μέτρα των χωρών της αυτοαποκαλούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα οι κανόνες της δημοσιονομικής εποπτείας να τεθούν, σε αναστολή, ώστε οι κυβερνήσεις των χωρών να έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τις οικονομίες τους, με κρατικές δαπάνες, δημιουργώντας ελλείμματα, πέραν των ορίων του 3%, που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Έτσι, από το 2024, επανέρχεται η πρακτική εφαρμογή των αυστηρών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, που γίνεται προσπάθεια να αναμορφωθούν, σχετικά, με τα κρατικά ελλείμματα και την αντιμετώπιση της διαχείρισης των δημοσίων χρεών, στην ευρωζώνη, τα οποία εισέρχονται, σε μια διαδικασία συγκεκριμένων στόχων χειροπιαστής και μετρήσιμης ετήσιας μείωσης, με σαφείς δημοσιονομικές και ως εκ τούτου κοινωνικές επιπτώσεις, οι οποίες πρόκειται να έχουν κόστος και να είναι βαριές.
Βέβαια, αυτή η δημοσιονομική χαλάρωση “ήλθε κουτί“, στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της επέτρεψε να σπαταλήσει περισσότερα από 40 δισεκ. ευρώ, για να στηρίξει τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, για να μην καταρρεύσουν, κάτω από την πίεση του κλεισίματος ολόκληρων τομέων της ελληνικής παραγωγής και για να στηριχθούν, από την έκρηξη των τιμών της ενέργειας και φυσικά, αυτή η αναστολή της απαγόρευσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, είχε, ως βοήθημα, την χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία αγόραζε και αγοράζει, ακόμη, κρατικά ομόλογα στην δευτερογενή αγορά ομολόγων, με αποτέλεσμα να πέσουν τα επιτόκια δανεισμού (και) της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία, τοιουτοτρόπως, είχε και έχει την δυνατότητα φθηνού δανεισμού, όπως προκύπτει και απο το, παραπάνω, σχήμα, που περιγράφει, παραστατικά, το ισοζύγιο των ελληνικών κρατικών προϋπολογισμών, σε μια μακροχρόνια χρονική περίοδο, απο το 1995, μέχρι το 2022.
Και φυσικά αυτή η πολιτική των, περίπου, ανεξέλεγκτων δημοσιονομικών ελλειμμάτων (που, στην βάση της, είναι σωστή, ως ακολουθητέα κεϋνσιανού χαρακτήρα δημοσιονομική πολιτική, για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων) είναι, που, σε έναν όχι ασήμαντο βαθμό, βοήθησε την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να σταθεί ικανή να κερδίσει τις δυο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις - δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αποπληθωρισμένη οικονομική ανάπτυξη, στην Ελλάδα, κατά το 2022, εξ αιτίας αυτής της δημοσιονομικής πολιτικής, έφθασε στα επίπεδα του 5,9%-6,1% και το 2023 αναμένεται να ανακοπεί, απότομα, ο ρυθμός της και κυμανθεί, κάπου ανάμεσα, στο 1,8%, έως το 2,5% -, αν και η αλήθεια παραμένει να είναι το γεγονός, όχι μόνον ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε, απέναντί του κάποιον αξιόλογο αντίπαλο, αλλά, κυρίως, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ομολογουμένως, μη αναμενόμενα και πέραν πάσης πρόβλεψης και προσδοκίας, κατέρρευσε, σαν χάρτινος πύργος, για sui generis λόγους, τους οποίους, αν και περιγράφω, στα, αμέσως, προηγηθέντα του παρόντος άρθρα μου, σε αυτό εδώ το μπλογκ, δεν έχουν προσδιορισθεί, πλήρως και μένει ο προσδιορισμός τους, για το ερχόμενο μέλλον.
Αλλά όλα αυτά έχουν ένα τέλος. Έτσι, το 2024, the party is over και μάλιστα, απότομα και επώδυνα.
Ο, παραπάνω, πίνακας του ΔΝΤ, για τα μακροοικονομικά μεγέθη των οικονομιών των χωρών της ευρωζώνης, όσον αφορά το 2022, το 2023 και το 2024, υποδεικνύει, ελαφρώς (αφού τα μεγέθη αυτά υπολογίστηκαν, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί και φυσικά, χωρίς να έχουν ξεκαθαριστεί οι κανόνες, που πρόκειται να ισχύσουν, από το 2024 και οι οποίοι, είναι δεδομένο ότι πρόκειται να είναι, εις το έπακρον δυσμενέστεροι, από την, ακόμη, ισχύουσα δημοσιονομική χαλάρωση), την δυσμενή εξέλιξη, η οποία πρόκειται να προκύψει, ως προς την “αναπτυξιακή” πορεία της ελληνικής οικονομίας, από το 2024 και μετά.
Ο πίνακας του ΔΝΤ υπολογίζει την αποπληθωρισμένη ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ, στο 5,9%, για το 2022, στο 2,6%, για το 2023 και στο 1,5%, για το 2024. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπολογίζει ότι, το 2023, ο ρυθμός της ανάπτυξης θα φθάσει, στο 2,3% τον οποίο ρυθμό ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας υπολογίζει, στο 2,2%.
Εδώ, πριν προχωρήσω, παρακάτω, την ανάλυση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, πρέπει να παρουσιάσω τις προκύπτουσες επιφυλάξεις, σχετικά, με τα παρουσιαζόμενα στοιχεία βάσης των υπολογισμών. Και τα στοιχεία βάσης είναι τα μικροοικονομικά μεγέθη του 2022.
Έτσι, ενώ, για το 2022, η υπολογιζόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, για το ΔΝΤ είναι όση παρουσίαζε πριν τρεις με τέσσερεις μήνες και η ΕΛΣΤΑΤ, δηλαδή, στο 5,9%, τώρα, αν δούμε τα παρουσιαζόμενα στοιχεία του ελληνικού ΑΕΠ, για το 2022, βλέπουμε ότι το ΑΕΠ της χώρας, υπολογιζόμενο, σε σταθερές τιμές του προηγούμενου έτους (δηλαδή του 2021), φθάνει στα 192,418 δισεκ. €, έναντι 179,357 δισεκ. €, που ήταν ελληνικό ΑΕΠ, το 2021. Η σύγκριση των δυο αυτών μεγεθών δίνει μια διαφορά 13,061 δισεκ. €, η οποία αντιστοιχεί, στο αριθμητικό σύνολο της ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας μας, για το 2022, το οποίο αριθμητικό σύνολο, ως ποσοστό, επί του ΑΕΠ του 2021, αντιστοιχεί, σε ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης, για το 2022, ίσο με 7,28%. (Σε αγοραίες τιμές το ελληνικό ΑΕΠ, το 2021 φθάνει στα 181,675 δισεκ. € και το 2022 στα 208,030 δισεκ. €).
Όμως, αν λάβουμε υπόψη μας τον πίνακα, με τα ελληνικά μακροοικονομικά μεγέθη, που είναι, κάτω από τον πίνακα, με τα στοιχεία του ΔΝΤ, όπου η εξελικτική ετήσια πορεία του ελληνικού ΑΕΠ, από το 2009, μέχρι το 2022, υπολογίζεται, σε σταθερές τιμές του 2018, τότε, το ποσοτικό και το ποσοστιαίο μέγεθος της ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ, το 2022, διαφοροποιείται, διότι, για το 2021, το ελληνικό ΑΕΠ φθάνει στα 181,288 δισεκ. € και το 2022, φθάνει στα 189,326 δισεκ. €, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η ποσοτική ανάπτυξη, το 2022, έφθασε στα 8,038 δισεκ. € και το ποσοστό αυτής της ανάπτυξης, το 2022, σε σχέση, με το 2021, φθάνει στο 4,43%.
Περιττό είναι να αναφέρω ότι, κατά την γνώμη μου, ο πλησιέστερος, στην πραγματικότητα, ρυθμός ανάπτυξης του ελληνικούς, πάνω ΑΕΠ, το 2022, είναι ο υπολογιζόμενος, βάσει των σταθερών τιμών του 2018, ήτοι το ποσοστό του 4,43%, αλλά δεν σκοπεύω να βυζαντινολογήσω, γύρω από το επίμαχο αυτό ζήτημα, το οποίο, βέβαια, είναι πολύ σοβαρό, αλλά άλλο είναι αυτό, που θέλω να αναδείξω, στο παρόν άρθρο και φυσικά, αυτό είναι ο μακροχρόνιος και συνεχής οικονομικός μαρασμός, στον οποίο παρασέρνεται η χώρα μας, από την εφαρμογή, έστω και του “καλύτερου”, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, σεναρίου, που αφορά την αναμόρφωση του μηχανισμού του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το πρόβλημα προκύπτει επειδή η γερμανική κυβέρνηση έχει την απαίτηση οι νέοι κανόνες για τους οποίους γίνονται οι τρέχουσες εντατικές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις του Συμφώνου Σταθερότητας, να είναι αυστηροί και να έχουν άμεση εφαρμογή, χωρίς παρεκκλίσεις, έστω και αν αυτή η εφαρμογή οδηγεί, τις χώρες, που θα υποστούν αυτή την εφαρμογή θα εισέλθουν, σε οικονομική ύφεση.
Αλλά και αυτά, που προτείνει η Commission δεν είναι και τα καλύτερα. Πρόκειται για ένα σύστημα, το οποίο θα βασίζεται, σε ένα ανώτατο όριο πρωτογενών κρατικών δαπανών, σχετικών με την κρατική λειτουργία (μισθοί, συντάξεις, υγεία, παιδεία, άμυνα κλπ), χωρίς εκείνες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Υποτίθεται ότι το όριο των δαπανών θα υπολογίζεται ανάλογα με το ύψος του χρέους και τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε οικονομίας έτσι ώστε αυτή να μην οδηγείται σε ύφεση.
Το όλο σύστημα προβλέπει την υπογραφή ενός σύμφωνου (ψυχραιμία δηλαδή ενός Μνημονίου της Conmission, με κάθε χώρα, με προσαρμοσμένους στόχους, ανάλογα με τις συνθήκες και θα επιβλέπει την εφαρμογή του νέου Μνημονίου, μέσω συστάσεων, αλλά και την επιβολή κυρώσεων, στην περίπτωση, που πρόκειται να εντοπισθούν υπερβάσεις.
Σε αυτές τις προτάσεις η γερμανική κυβέρνηση και άλλες 10 έχουν εκφράσει την διαφωνία τους, ενώ το Βερολίνο υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο κάθε χώρα, της οποίας το χρέος βρίσκεται, σε επίπεδα, άνω του 60% του ΑΕΠ,θα πρέπει να φροντίζει να το μειώνει, σε ετήσια βάση κατά 1% του ΑΕΠ, ενώ θα πρέπει να υπάρχει και ένας αυτόματος κόφτης, για να επιτυγχάνεται, σε κάθε χώρα, ο στόχος, που έχει τεθεί, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι, εάν το δημόσιο χρέος δεν μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 1% του ΑΕΠ της χώρας, τότε η χώρα θα πρέπει να περικόπτει δαπάνες, ή/και να επιβάλει φόρους, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης του 1% του δημόσιου χρέους, σε ετήσια βάση, έστω και αν η χώρα περιπέσει σε ύφεση.
Έτσι, για την Ελλάδα, έχοντας υπόψη ότι, θεωρητικά, προβλέπεται ένας ονομαστικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (ανάπτυξη και πληθωρισμός) 4,8% για την επόμενη δεκαετία, αυτό υποτίθεται οτι ανταποκρίνεται, σε ένα όριο αύξησης των πρωτογενών κρατικών δαπανών, στο 2,6% σε ετήσια βάση, αλλά, εάν το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν μειώνεται, κατά 1% του ΑΕΠ, τότε οι δαπάνες θα πρέπει να περιορίζονται και τα δημόσια έσοδα να αυξάνονται, αναλόγως.
Η υπόθεση αυτή διαιρεί τις χώρες της ευρωζώνης, με την Γαλλία και άλλες χώρες του νότου να διαφωνούν, με τις γερμανικές προτάσεις, οι οποίες έχουν και μια άλλη πολύ σοβαρή διάσταση, αφού περιορίζουν, σαφέστατα, την δυνατότητα πολιτικής διαπραγμάτευσης που θα αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εάν πρόκειται να εφαρμοστεί το σύστημα, που προτείνει και το οποίο θα είναι διαφορετικό για κάθε χώρα και ουσιαστικά, όπως προανέφερα, θα έχουμε μια σειρά, από Μνημόνια, εις βάρος των χωρών, που θα εισέλθουν, σε αυτήν την διαδικασία.
Και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, σε αυτήν την διαπραγμάτευση, για την Γερμανία, είναι ότι έχει την δυνατότητα και την άνεση να αρνηθεί να καταλήξει σε συμφωνία, εάν κρίνει ότι δεν την συμφέρει να συμφωνήσει, αφού, αν δεν υπάρξει συμφωνία ως το τέλος του 2023, θα επανέλθουν σε ισχύ οι παλιοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας που είναι πολύ πιο σκληροί, από αυτά που απαιτεί, τώρα, η Γερμανία, αφού προβλέπουν ότι οι χώρες πρέπει να μειώνουν, κάθε χρόνο, το 1/20 του χρέους που υπερβαίνει το όριο του 60% του ΑΕΠ.
Όπως γίνεται, λοιπόν, κατανοητό, απο το 2024 και μετά, τα πράγματα πρόκειται να χειροτερεύσουν, απότομα. Εντελώς, απότομα και άσχημα.
Ως εκ τούτου, χρήσιμο είναι να επαναλάβω, για πολλοστή φορά, την κατεπείγουσα αναγκαιότητα της εξόδου της Ελλάδας, από την ευρωζώνη και την επιστροφή της, σε εθνικό νόμισμα, προκειμένου να επανακτήσει την νομισματική της κυριαρχία και την δυνατότητα άσκησης ταχείας αναπτυξιακής οικονομικής ανάπτυξης.
Όσο η χώρα μας μένει στην ζώνη του ευρώ, τόσο θα διαιωνίζει και θα επαυξάνει την παρούσα καταστροφή.
Αυτή, άλλωστε, είναι και η τεράστια ζημιά, που έκαναν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν από 8, ακριβώς, χρόνια, ανατρέποντας και προδίδοντας το ΟΧΙ στο Μνημόνιο, που εξέφρασε, με την συντριπτική πλειοψηφία του 61,31%, στο δημοψήφισμα της 5/7/2015, κάτι, που, τώρα, πλήρωσαν, με την σαφέστατη αποδοκιμασία του εκλογικού σώματος και την μη αναμενόμενη και απίστευτη συντριβή, που υπέστησαν, στις δυο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις.
Σχόλια