Η Κίνα ετοιμάζεται, στα σοβαρά, για πόλεμο, με στόχο την κατάληψη της Ταϊβάν. Η διεξαγωγή του δεν είναι κάτι, που αφορά το άμεσο μέλλον, αλλά, ήδη, έχει δρομολογηθεί.
Ο Κινέζος πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας Σι Τζινπίνγκ, όπως και η λοιπή ηγεσία του Πεκίνου, δεν κρύβουν ότι ετοιμάζονται για πόλεμο. Μπορεί αυτός ο σχεδιαζόμενος και αναμενόμενος πόλεμος να μην είναι άμεσος και επικείμενος, αλλά η πορεία του κινεζικού κράτους, προς την διεξαγωγή του πολέμου, έχει τεθεί, σε εκκίνηση, έχει μπει, στις ράγες της και πρόκειται κάποια στιγμή, στο, σχετικά, κοντινό, ή στο απώτερο μέλλον, να διεξαχθεί, με φυσικό στόχο την κατάληψη της Ταϊβάν, η οποία, προφανώς, εδώ και πολύ καιρό σχεδιάζεται και όταν κριθεί ότι ήλθε η ώρα, θα πραγματοποιηθεί, χωρίς να ληφθούν υπόψη της κινεζικής ηγεσίας, οι δεδομένες αντιδράσεις της Ουάσινγκτων και του δυτικού κόσμου, όποιες και αν πρόκειται να είναι οι αντιδράσεις αυτές.
Δεν είναι η πρώτη φορά, που ασχολούμαι, με το ζήτημα αυτό (δείτε το παλαιό δημοσίευμα, της 1/1/2022, σε αυτό, εδώ, το μπλογκ, με τίτλο : Θα επιτεθεί το Πεκίνο στην Ταϊβάν; Ναι θα επιτεθεί, αλλά το πότε θα το αποφασίσει η κινεζική ηγεσία, χωρίς να λάβει υπόψη της τις αντιδράσεις των ΗΠΑ και της Δύσης.), αλλά η αλήθεια είναι ότι όσο περνάει ο καιρός και τα χρόνια παρέρχονται, η Κίνα προχωρεί, επικαιροποιεί και αναβαθμίζει τον πολεμικό σχεδιασμό της, πάντοτε, στην κατεύθυνση της κατάληψης και της ενσωμάτωσης, στην κινεζική επικράτεια του νησιού, στο οποίο κατέφυγαν οι Εθνικιστές του Κουόμινταγκ, το 1949, μετά την ήττα τους, από τους Κινέζους κομμουνιστές, στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940.
Ο Σι Τζινπίνγκ και η ηγεσία του Κ. Κ. Κίνας δεν κρύβουν τις προθέσεις τους. Αντιθέτως, τις καθιστούν γνωστές τοις πάσι και προχωρούν, με ολοένα και ταχύτερο βηματισμό, προς την υλοποίηση του στόχους τους αυτού, διακηρύσσοντας, δημόσια, ότι η Κίνα προετοιμάζεται, για πόλεμο, δείχνοντας και λεγοντας ότι ο πραγματικός αντίπαλος είναι οι ΗΠΑ και από κοντά ο δυτικός κόσμος, αν και πρόσφατα ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron δήλωσε ότι, στο θέμα της Ταϊβάν, η Ευρώπη δεν είναι απαραίτητο να ακολουθήσει και να συμμετάσχει, σε ό,τι πράξει η Ουάσινγκτων.
Καλώντας τους στρατηγούς του κινεζικού “Λαϊκού” Απελευθερωτικού Στρατού να “τολμήσουν να πολεμήσουν”, ο Σι Τζινπίνγκ και η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσαν έναν στρατιωτικό προϋπολογισμό ύψους 224,8 δισεκ. δολαρίων, για το 2023, που αντιπροσωπεύει μια αύξηση 7,2%, σε σχέση με πέρυσι. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας είναι μη υπολογίσιμες και κατά πολύ περισσότερε, απο όσες ανακοινώνονται.
Έτσι, ενώ, το 2021, η κινεζική ηγεσία είχε ανακοινώσει ότι το επίπεδο των στρατιωτικών δαπανών της έφθασε, στα 209 δισεκ. δολάρια, οι Δυτικοί θεωρούν ότι οι πραγματικές στρατιωτικές δαπάνες του Πεκίνου έφθασαν τα 293,4 δισεκ. δολάρια. Από τα, σοβαρότατα, υποεκτιμημένα επίσημα μεγέθη, που δίνει η κινεζική κυβέρνηση, για τις αμυντικές δαπάνες της Κίνας, προκύπτει ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, οι δαπάνες αυτές έχουν διπλασιαστεί και η προσωπική μου γνώμη, με δεδομένη την συγκεντρωτική δομή και την κεντρική διεύθυνση της κινεζικής οικονομίας, είναι ότι οι πραγματικές στρατιωτικές δαπάνες του κινεζικού κράτους είναι, ακόμη και πολύ μεγαλύτερες και πρακτικά, δεν μπορούν να υπολογισθούν, από τους εξωτερικούς παρατηρητές.
Άλλωστε, από τον Δεκέμβριο του 2022, η κινεζική κυβέρνηση έχει επίσης ανοίξει μια σειρά από τα λεγόμενα γραφεία Κινητοποίησης της Εθνικής Άμυνας, τα οποία είναι κέντρα στρατολόγησης, σε όλη την χώρα, στο Πεκίνο, την Φουτζιάν, την Χουμπέι, την Χουνάν, την Εσωτερική Μογγολία, την Σαντόνγκ, την Σαγκάη, την Σιτσουάν, το Θιβέτ, την Γουχάν και αλλού, ενώ οι πόλεις της επαρχίας Φουτζιάν, απέναντι από τα στενά της Ταϊβάν, έχουν αρχίσει να κατασκευάζουν και να αναβαθμίζουν καταφύγια αεράμυνας και τουλάχιστον, ένα «νοσοκομείο έκτακτης ανάγκης σε καιρό πολέμου» και η Φουτζιάν, όπως και αρκετές πόλεις της επαρχίας άρχισαν να εμποδίζουν τα πρωτόκολλα του Ίντερνετ να έχουν πρόσβαση σε κυβερνητικούς ιστότοπους, με προφανή στόχο να εμποδίσουν την παρακολούθηση των πολεμικών προετοιμασιών της Κίνας. Την ίδια στιγμή εκπονείται και συζητείται, στο Πεκίνο, ένα σχέδιο για την δημιουργία μιας μαύρης λίστας πολιτικών ηγετών και άλλων, που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας στην Ταϊβάν και επιτρέπει την δολοφονία τους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται ο αντιπρόεδρος της Ταϊβάν, Ουίλλιαμ Λάϊ Τσινγκτε, εφόσον δεν αναθεωρήσουν την στάση τους.
Επίσης, την 1/3/2023, το κορυφαίο θεωρητικό περιοδικό του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος δημοσίευσε ένα δοκίμιο με τίτλο «Υπό την καθοδήγηση της σκέψης του Σι Τζινπίνγκ, για την ενίσχυση του στρατού, θα προχωρήσουμε νικηφόρα», το οποίο αφορά την «στρατιωτική κυβέρνηση» και προφανώς, αναφέρεται στο κορυφαίο στρατιωτικό όργανο της Κίνας, την Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή, στην οποία πρόεδρος είναι ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ και πρόεδρος του κράτους, υποστηρίζοντας και υποστήριξε ότι ο εκσυγχρονισμός της εθνικής άμυνας και του στρατού πρέπει να επιταχυνθεί και να εντατικοποιηθεί η στρατιωτική και πολιτική συγχώνευση, που θα προωθήσει και θα ενισχύσει την προσπάθεια για τις συνεργασίες και τις συνέργειες, μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών ιδρυμάτων και τις εταιρείες του ιδιωτικού τομέα της κινεζικής οικονομίας, για τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, ο Κινέζος ηγέτης ουδόλως αποφεύγει να κατονομάσει τον πραγματικό αντίπαλο και εχθρό, τον οποίο στοχεύουν οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις και ο οποίος, απερίφραστα, είναι οι ΗΠΑ. Ο Σι Τζινπίνγκ είναι σαφέστατος, λέγοντας ότι «Ενόψει των πολέμων, που μπορεί να μας επιβληθούν, πρέπει να μιλάμε, στους εχθρούς, σε μια γλώσσα, που καταλαβαίνουν και να χρησιμοποιούμε την νίκη, για να κερδίσουμε την ειρήνη και τον σεβασμό. Στη νέα εποχή, ο “Λαϊκός” Στρατός επιμένει, στην χρήση βίας, για να σταματήσουν οι μάχες. ... Ο στρατός μας φημίζεται, για το ότι είναι καλός, στις μάχες και έχει ισχυρό μαχητικό πνεύμα. Με κεχρί και τουφέκια, νίκησε τον στρατό του Κουοόμινταγκ, που ήταν εξοπλισμένος με αμερικανικό εξοπλισμό. Νίκησε τον νούμερο ένα εχθρό του κόσμου, οπλισμένο μέχρι τα δόντια, στο κορεατικό πεδίο μάχης και πραγματοποίησε πανίσχυρα και μεγαλοπρεπή δράματα μάχης, που συγκλόνισαν τον κόσμο και έκαναν φαντάσματα και θεούς να δακρύσουν».
Ακόμη ο Σι Τζινπίνγκ ανέφερε ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι της Ουάσινγκτων είναι οι κύριες αιτίες των σημερινών προβλημάτων της Κίνας. «Οι Δυτικές χώρες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, έχουν εφαρμόσει την ανάσχεση, από όλες τις κατευθύνσεις, την περικύκλωση και την καταστολή μας, γεγονός που έχει επιφέρει πρωτοφανείς σοβαρές προκλήσεις, στην ανάπτυξη της χώρας μας», είπε. Προφανως, το Πεκίνο προετοιμάζεται σαφώς για μια καινούργια εποχή συγκρούσεων, την οποία συνδέει, με την εξασφάλιση της εσωτερικής αυτάρκειας.
Έτσι, στις 5/3/2023, ο Σι Τζινπίνγκ παρουσίασε το σχέδιο, για ττην κινεζική αυτάρκεια, λέγοντας ότι η πορεία της Κίνας, προς τον εκσυγχρονισμό, εξαρτάται από την απεξάρτηση από την τεχνολογική εξάρτηση, από τις τις ΗΠΑ και τις άλλες βιομηχανικές χώρες και σχεδιάζει να τερματίσει την εξάρτηση της χώρας, από τις εισαγωγές σιτηρών και βιομηχανικών προϊόντων. Όπως είπε «σε περίπτωση, που μας λείψει ένα, από τα δύο, η διεθνής αγορά δεν θα μας προστατεύσει» και όπως δήλωσε ο απελθών πρωθυπουργός Λι Κεκιάνγκ «η Κίνα πρέπει να κρατήσει, αδιάκοπα, τα μπολ ρυζιού, για περισσότερους, από 1,4 δισεκατομμύρια Κινέζους, σταθερά στα δικά τους χέρια», δεδομένου του γεγονότος ότι η χώρα εξαρτάται, σήμερα, από τις εισαγωγές, για περισσότερο, από το 1/3 της καθαρής κατανάλωσης τροφίμων.
Με δεδομένη την αδυναμία της Κίνας να αποτρέψει την επίσημη επίσκεψη της Nancy Pelosi, στην Ταϊβάν, τον Αύγουστο του 2022 (δείτε το σχετικό δημοσίευμα, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : Η Nancy Pelosi, τελικά, πήγε, στην Ταϊβάν. Τι πρόκειται να κάνει το Πεκίνο; Θα αντιδράσει (αν είναι έτοιμο); Πότε και πώς; Αυτό είναι κάτι, που πρέπει να περιμένουμε να το δούμε.), το Πεκίνο κλιμακώνει την εσωτερική στρατιωτική πολεμική κινητοποίηση και φροντίζει να πολλαπλασιάσει τις συντονισμένες προσπάθειες, για μια γοργή ανάπτυξη της ικανότητάς του να διεξαγάγει και να κερδίσει έναν συμβατικό πόλεμο, με τις ΗΠΑ, στον Ειρηνικό Ωκεανό και φυσικά, πρόκειται να εντατικοποιήσει αυτές τις προσπάθειες, εν όψει, ενός σχεδιασμού, ο οποίος, λογικά, στοχεύει, ή στην, υπό την άμεση απειλή της χρήσης συντριπτικής στρατιωτικής βίας, ειρηνική παράδοση των ταϊβανικών αρχών, κάτι, που φαίνεται το λιγότερο πιθανό (αν και παρά τα όσα λέγονται, δεν είναι, εντελώς, απίθανο), είτε - το πιθανότερο -, στην πολεμική βία, μέσω μιας δυσχερούς, έστω, αλλά υλοποιήσιμης αεροναυτικής απόβασης, στο νησί, η οποία (και αυτό πρέπει να το πούμε), κατά πάσα πιθανότητα θα εξολοθρεύσει και ίσως αφανίσει τον τοπικό πληθυσμό, ενώ θα πρέπει να θεωρείται, ως, άκρως, πιθανή, μια ενεργός πολεμική εμπλοκή, στον πόλεμο της Ταϊβάν, των ΗΠΑ, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Για τον λόγο αυτόν, προχωρεί, ακάθεκτα, η ρωσοκινεζική στρατιωτική συνεργασία. Άλλωστε, η προχθεσινή συνάντηση στο Κρεμλίνο του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον νέο υπουργό Άμυνας της Κίνας Λι Σανγκφού, από μόνη της, λέει πολλά, αφού η συνάντηση, αυτού του είδους, προφανώς, αφορά την αξιολόγηση του γεωπολιτικού συντονισμού των δυο κρατών, στην Ευρώπη και στην Ασία, καθώς και για την παρούσα και την μελλοντική πορεία της στρατιωτικής τους συνεργασίας. Και φυσικά, η Κίνα, με δεδομένη την κάλυψη τπου πυρηνικού οπλοστασίου της Ρωσίας, μπορεί να αναπτύξει, ταχέως, τον συμβατικό πολεμικό της εκσυγχρονισμό, όπως και τον νηφάλιο προγραμματισμό της πολεμικής της δράσης.
Το πότε πρόκειται να προκύψουν αυτού του είδους οι επικίνδυνες εξελίξεις, είναι το ζητούμενο. Και κατά την γνώμη μου, κάθε χρονική περίοδος, από το 2025, μέχρι το 2030, είναι πιθανή, αν και το Πεκίνο, το οποίο διακρινόταν, έως τώρα, για την υπομονή του, έχει όλον τον καιρό (τα χρόνια, ακόμη και τις δεκαετίες) μπροστά του, για να επιδιώξει την ασφαλέστερη δυνατή επίτευξη του στόχου της ηγεσίας του ΚΚΚ να καταλάβει, με μια πολεμική επιχείρηση την Ταϊβάν.
Ως εκ τούτου και με δεδομένη την εκτίμηση ότι αυτό δεν είναι κάτι το άμεσο, μένει να περιμένουμε την έλευση των εξελίξεων, όταν προκύψουν.
Σχόλια