Η αγάπη, ως δομικό στοιχείο της υποκριτικής και εκ κατασκευής, στρεβλούς χριστιανικής ψευδούς συνειδήσεως, η, καταστροφικώς, ανακοπείσα προσπάθεια, του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, για την δημιουργία ενός εμφανιζόμενου, ως επιστημονισμού και ο ψευδαμφότερος υποκριτικός νεωτεριστικός “ορθός λόγος”. (Μια σύντομη πραγματεία, για την ρηγματική καταστροφική σχέση του αρχαίου κόσμου, με τον χριστιανισμό και η ψευδής δικαιωματιστική ισοτιμιακή, κοινωνική σύμβαση, ως υποτιθέμενη μεταχριστιανική “ορθολογική” υπέρβαση).

 


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. (Έργο του Salvador Dali, 1951).


Με αφορμή το φετινό χριστιανικό πάσχα, για την υποκρισία του Χριστιανισμού, ως καθημερινής δρώσας πίστεως, με την, σκοπούμενη στρεβλή χρήση της έννοιας της αγάπης, την, καταστροφικώς, ανακοπείσα προσπάθεια του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου να στερεώσει την κατασκευή μιας οδού, προς τον επιστημονικό λόγο, την ανακατασκευή του οποίου επιχείρησε, σε ένα σημαντικό βαθμό, το νεωτεριστικό ρεύμα, που ξεπήδησε, από την λεγόμενη Αναγέννηση, μέχρι τις ημέρες μας, το οποίο στοιχειοθετείται, από έναν, καταγωγικώς, ιουδαιοχριστιανικό επιστημονικοφανή ψευδορθολογισμό, είναι που θα ασχοληθώ, στο παρόν δημοσίευμα.

Το κυριότερο όλων, όσον αφορά τον Χριστιανισμό, δεν έγκειται, στον εντοπισμό των βαθύτερων εγγενών αιτιών του, ως θρησκείας, που εντοπίζονται, στην ύπαρξη ενός παρηγορητικού λογικοφανούς, αν και ουσιωδώς, παραλόγου, αφηγήματος, το οποίο καθίσταται αναγκαίο, για τον άνθρωπο, ως άτομο και ως κοινότητα/κοινωνία, ενώπιον όχι, απλώς, του φόβου, αλλά πολύ περισσότερο, της βεβαιότητας της τελευτήσεως του ανθρώπινου βίου, δηλαδή της αθελήτως, αναπόφευκτης και ως εκ τούτου, δεδομένης, ως μοιραίας, έλευσης του θανάτου. Και τούτο διότι ο εγγενής αυτός λόγος είναι κοινός, ως υπόβαθρο, για την ύπαρξη κάθε θρησκείας.

Αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο του Χριστιανισμού, το οποίο αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του, σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, είναι η σύνδεσή του, με την έννοια της αγάπης, η οποία, ως καθαγιασμένη, εκ θεού, συνεπάγεται την, ενώπιον αυτού αρχή της δικαιοσύνης νοούμενης, ως ισότητας, στην μεταχείριση και την αντιμετώπιση όλων των ανθρώπων, από τον θεό, όταν έλθει η εσχατιά του κόσμου, που ζούμε, δηλαδή η εσχατολογική ώρα της Κρίσεως των ανθρώπων, με βάση τα έργα τους και τους θεϊκούς κανόνες. Και όλα αυτά, ενώ, σε οποιαδήποτε στιγμή, κατά την διάρκεια του ανθρώπινου βίου, σε όλες τις κοινωνίες όλων των εποχών, καθαγιάζεται, από την χριστιανική πίστη, η ύπαρξη των ενεργών εξουσιών και των δεδομένων, εκάστοτε, κοινωνικών τάξεων και των ταξικών διαχωρισμών, που συνεπάγονται, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης των εξουσιαστικών και των εξουσιαζομένων τάξεων και ανθρώπων, εγκαθιδρύοντας, με αυτόν τον υποτιθέμενο, ως εξισορροπιστικό τρόπο, μια σαφή διπροσωπία και το ενσωματωμένο ψέμα, στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην εικόνα/θέαση, που δημιουργεί η ίδια η κοινωνία, για τον εαυτό της, η οποία, φυσικά, δεν υπήρχε στον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Αυτή η χριστιανική διπροσωπία, που είναι σαφέστατη άμεση επιρροή και κληρονομιά του ιουδαϊσμού, που εξακολουθεί να υπάρχει, από τον ύστερο αρχαίο κόσμο και τον Μεσαίωνα, μέχρι τις ημέρες μας, πρέπει να επισημάνω ότι απουσιάζει από όλες τις μη μονοθεϊστικές ιστορικές κοινωνίες (εδώ, πρέπει να επισημάνω ότι, κατά την γνώμη μου, ο μουσουλμανισμός πρέπει και αυτός, αν και θεωρείται, ως μονοθεϊστική θρησκεία, να αντιμετωπισθεί, όπως αντιμετωπιζόταν την εποχή της εμφάνισής του, από τους χριστιανούς, δηλαδή, ως μια χριστιανική αίρεση, ως ευθύ τέκνο και προϊόν του ιουδαιοχριστιανικού κόσμου), αφού οι κυρίαρχοι βασιλείς, αλλά και οι αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές δουλοκτητικές κοινωνίες δεν ισχυρίζονταν, στο επίπεδο της θέσμισής τους, κάτι διαφορετικό, από αυτό, που έπρατταν. 

Έτσι, ο αρχαίος προϊουδαιοχριστιανικός κόσμος δεν ισχυριζόταν ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα, για να επικυρώσει, κατόπιν, στην πράξη και στην θεσμική κοινωνική οργάνωση, τις υπάρχουσες ιεραρχίες και φυσικά, δεν διακήρυσσε ότι η δικαιοσύνη νοούμενη, ως ισότητα, οφείλει να προέχει, στις σχέσεις μεταξύ πόλεων και των κρατών. Αντίθετα, στον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο αυτό, το οποίο διακηρυσσόταν ήταν ότι αυτό που υπερισχύει, στις σχέσεις, ανάμεσα, στις πόλεις και στα κράτη, μεταξύ των οποίων επικρατούσε η ανισότητα, σε επίπεδο ισχύος, αυτό που μετράει και προσδιορίζει τις σχέσεις τους, είναι η δύναμη, γεγονός, το οποίο σήμαινε και την χρήση της βίας, όταν αυτό κρινόταν, ως αναγκαίο.

Υποτίθεται, βέβαια, ότι, στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, υπάρχει ένα στοιχείο, το οποίο τον συνδέει, με τον Χριστιανισμό, ήτοι την αφετηριακή πηγή του, που, όπως προανέφερα, είναι η στρεβλωμένη έννοια της αγάπης και αυτό το υποτιθέμενο, ως συνδετικό στοιχείο του αρχαίου κόσμου, με τον Χριστιανισμό, αφορά τον πλατωνικό Σωκράτη και σχετίζεται, με την θέση του αρχαίου Έλληνα Αθηναίου φιλοσόφου, που συνοψίζεται, στην προτροπή του να μην απαντάμε, στο κακό, με ένα νέο κακό, που οδηγεί, στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία, παρά να απαντάς, σε αυτή την αδικία, με μια νέα αδικία. Δηλαδή, τελικά, να μην απαντάμε στο κακό, που υφιστάμεθα, με κακό.

Όμως, το να μην απαντάμε, στο κακό, με ένα νέο κακό, είναι, όσο και αν αυτό συγχέεται, ζήτημα, που αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά και εξαρτάται, από εμάς τους ίδιους να εκτιμήσουμε το πώς θα αντιμετωπίσουμε το όποιο κακό υφιστάμεθα, ως και την αναγκαιότητα της όποιας θεωρούμενης, από εμάς, ως δίκαιης απάντησης, στο κακό. Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι άλλο πράγμα η ανθρώπινη φιλική προτροπή και η στάση του να μην απαντάμε, στο κακό, με άλλο κακό και αυτή η συμπεριφορά αποτελεί κάτι, ριζικά, διαφορετικό, από την χριστιανική θεϊκή εντολή, που ορίζει και επιβάλλει το να αγαπάμε αυτούς που μας κάνουν κακό και να στρέφουμε και το άλλο μάγουλο, επιτρέποντας, στον εχθρό μας, να μα ξανακτυπήσει.

Αυτή η χριστιανική υποτιθέμενη, ως θεϊκή εντολή δεν απευθύνεται, απλώς, στην ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά αφορά και κατευθύνεται, στο ανθρώπινο συναίσθημα, καθιστάμενη, ως εκ τούτου, μια παράλογη αξίωση, διότι ουδείς μπορεί να κυριαρχήσει στα συναισθήματα του. Προφανώς, όπως μας έχει πει, ήδη, ο Αριστοτέλης, μπορεί να προσπαθήσει να τα ελέγξει και καθώς παρέρχεται ο χρόνος, να τα προσαρμόσει, αλλά ουδέποτε και ουδείς μπορεί να κυριαρχήσει, σε αυτά. 

Ως εκ τούτου, μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι αυτή η, εγγενώς, παράλογη προτροπή, ακόμη και ως θεϊκή εντολή, είναι άχρηστη, ως μη εφαρμόσιμη. Όμως, μια τέτοια διαπίστωση είναι, εντελώς, εσφαλμένη, ως στερούμενη του πρακτικού ιρασιοναλιστικού ρεαλισμού, που απορρέει, από αυτήν την χριστιανική εντολή, η οποία, ως επιβαλλόμενη, στον κάθε άνθρωπο και στην κάθε κοινωνία, ηθική επιταγή, που δεν μπορεί να επιτευχθεί και να υπάρξει, τους και τις οδηγεί, σε θέση προσωπικής και κοινωνικής μειονεξίας, η οποία καθιστάμενη ως απελπιστική, μετατρέπει τους ανθρώπους, σε υποχείρια, τα οποία αποζητούν εκείνα τα υποκατάστατα, με τα οποία θα αναπληρώσουν, κατά το δυνατόν, την δεδομένη και εγγενή αδυναμία όλων των ανθρώπων και όλων των κοινωνιών να εκπληρώσουν αυτού του είδους την ακατόρθωτη ηθική επιταγή και όλες τις απορρέουσες, από αυτήν την εντολή της άπλετης διασποράς της αγάπης, προς πάσα κατεύθυνση, ακόμη και όταν η συμπεριφορά των άλλων, προς εμάς και αλλήλους είναι η χειριστή δυνατή.

Και φυσικά, ο εγκαθιδρυμένος Χριστιανισμός, με την υποταγή στην εξουσία των γήινων καισάρων, μια υποταγή, η οποία προέρχεται, απ’ ευθείας, από τον Ιησού (“Τα του Καίσαρος, τω Καίσαρι και τα του Θεού, τω Θεώ”) και εξειδικεύεται, στην, προς Ρωμαίους, επιστολή του Παύλου, όπου διευκρινίζεται ότι οι επίγειες εξουσίες, ανεξαρτήτως προελεύσεως, “εκ Θεού εισί”, δημιούργησε αυτά τα απαραίτητα υποκατάστατα της ανεκπλήρωτης εντολής, για την διάχυτη αγάπη, προς όλους, συνδέοντας αυτήν την ανεκπλήρωτη εντολή, με συγκεκριμένες επιδείξεις μιας προσαρμοσμένης και κατά βάση, υποκριτικής, αλλά και πραγματικής συμπεριφοράς, που συνδέεται, με την υποταγή στις εκκοσμικευμένες εκκλησιαστικές και κοσμικές εξουσίες, μέσα από την ταύτιση της επιζητούμενης αγάπης, με την υποταγή και την λατρεία των εξουσιών αυτών και των προσωποποιημένων εκφράσεών τους.

Αυτή η χριστιανική διαστροφή της αγάπης και της συναφούς, με αυτήν, αλήθειας οδήγησε, στην καταστροφή του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, όχι, απλώς, ως πολιτισμικής οντότητας, αλλά και ως επιστημονική έρευνα και μηχανική κατασκευή, με την εξαφάνιση του επιστημονισμού, ως εφαρμοσμένης έρευνας,  για την αιτία των πραγμάτων και του κόσμου, που είχε αρχίσει να εμφανίζεται, από την ελληνιστική εποχή, έχοντας, ήδη, από τότε, δημιουργήσει την υλικοτεχνική υποδομή, για ένα άλμα, σε μια πρώιμη βιομηχανική εποχή, η οποία, εάν ολοκληρωνόταν, σήμερα, οι κοινωνίες θα βρίσκονταν πολλούς αιώνες, πιο μπροστά, από τώρα. 

Αυτός ο όλεθρος, αυτή η καταστροφή αποτελούν την χείριστη ζωντανή, πραγματική ιστορική “συνεισφορά” του Χριστιανισμού, στην πορεία της ανθρωπότητας, που ανεκόπησαν, μόνον, με την επανεμφάνιση των ιταλικών πόλεων-κρατών και την ανάπτυξη του εμπορίου, που οδήγησαν, στην Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και στην, άκρως, νεωτεριστική εκδοχή τους, όπως αυτή εκφράστηκε, κοινωνικά, με την γαλλική επανάσταση του 1789, η οποία αποπειράθηκε, με τον διαχωρισμό του κράτους, από την θρησκεία, ως πίστη, να αποτινάξει την κοινωνία, από τον υπερβατικό θεολογικό και τον εκκοσμικευμένο Χριστιανισμό, με την επανανακάλυψη και την επανασύνδεση του μοντέρνου κόσμου, με τον αρχαίο επιστημονισμό, ως έρευνα των αιτιών του κόσμου και της φύσης.

Το αστείο, στην όλη υπόθεση, με τον εκλαμβανόμενο, ως επιστημονισμό της νεωτερικής εποχής, βρίσκεται, στην σύνδεσή του, με μια περαιτέρω, εκκοσμικευμένη και ουσιωδώς, ομοίως, στρεβλή μορφή του χριστιανισμού, ως πίστεως, μέσα από την ψευδοεπιστημονική κρατούσα εκδοχή του αποκαλούμενου, ως ορθού λόγου, δια του οποίου ο επιστημονισμός, ως έρευνα, για την αιτία των πραγμάτων και της φύσης (στην οποία φύση εμπερικλείονται και οι κοινωνίες των ζώων και των ανθρώπων), μετασχηματίστηκε, σε μια μεταχριστιανική - αλλά, ουσιωδώς, χριστιανική και ομολογιακή - πίστη, στον υποτιθέμενο κοσμικό/επιστημονικό “Ορθό Λόγο”, ο οποίος, όμως, εν τελική αναλύσει, αποτελεί μια άλλη εκδοχή του Ιησού, που, κατά τον "ευαγγελιστή" Ιωάννη,  Λόγος είναι ο μονογενής υιός του Θεού, που οφείλει την ζωή του, στον Θεό , ήτοι του υποτιθέμενου Θεϊκού Λόγου, οι οποίοι, ως εκάτεροι “Λόγοι”, υποτίθεται ότι διέπουν και προσδιορίζουν την φύση των πραγμάτων και του κόσμου, όπως έρχονται, εις γνώση μας, μέσω των αισθήσεών μας.





Οι σύγχρονοι αθεϊστές μαρξιστές πολιτικοί αποδέχονται την υποχώρησή τους, στην χριστιανική παράδοση, όχι γιατί έχουν κάποια πίστη, σε αυτήν, αλλά διότι, έτσι, κοινωνικά, επιβάλλεται, προς άγραν ψήφων των πιστών του χριστιανικού πληρώματος και ποιμνίου της Εκκλησίας…



Το δυστύχημα με τον ψευδοεπιστημονικό Ορθό Λόγο, ως κοσμικό υποκατάστατο του χριστιανικού Θεϊκού Λόγου, είναι ότι αυτός δεν αφορά, απλώς, την έρευνα των αιτιών των πραγμάτων και του κόσμου, αλλά, ως μια, ακόμη, ομολογιακή πίστη, εγκαθιδρύει και επιβάλλει δογματικούς κανόνες και συμπεριφορές, οι οποίες, όπως είναι, άμεσα, ορατό, στο σύγχρονο παγκοσμιοποιητικό καθεστωτικό κίνημα του δικαιωματισμού, αποτελούνται, από δεδομένα, ως εγκαθιδρυμένα δόγματα, στα οποία οφείλουν να προσαρμοσθούν οι ανθρώπινες συμπεριφορές, δια της επιβολής της αποδοχής αυτών και των κανόνων, που υποτίθεται ότι διέπουν τα διάφορα αυτής της φύσεως ακρογενή νεωτεριστικά δόγματα, μια πρωταρχική μορφή των οποίων υπήρξε και είναι ο αρχαϊκός μαρξικός λόγος, ως υποτιθέμενη επιστημονική - και μάλιστα, υλιστική - θεωρία, η οποία, επανακατασκευάζει την έννοια της αγάπης, υπό την μορφή της κοινωνικής δικαιοσύνης, πλην, όμως, δια της απλής ψηλαφισής της, γίνεται νοητή, ως μια, απ’ ευθείας, παράγωγη ιουδαιοχριστιανική νεοθεολογιστική κατασκευή, που ενδύεται, με έναν υλιστικό μανδύα, προκειμένου να εξηγήσει τα πράγματα και τον κόσμο (νοούμενο ως ιστορική επιστήμη της φύσεως και των ανθρωπίνων κοινωνιών) και να αποκρύψει την, άμεσα, ορατή θεολογική προέλευση και ιδιοσυστασία του. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτή η θεωρητική και πρακτική συνεισφορά του Karl Marx και του μαρξισμού, η οποία, όμως, προϋφίσταται και έχει ως άμεση πηγή της την μεγάλη γαλλική επανάσταση του 1789, το πρώιμο εργατικό κίνημα και τον προυντονισμό, έχει την δική της χωριστή και άκρως, σημαντική ιστορική, ενεστώσα και μέλλουσα παρουσία, πάντοτε, όμως, ως ένα κοσμικό παράγωγο του ιουδαιοχριστιανικού κόσμου.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι ξεφύγαμε, από το αρχικό υπόβαθρο της παρούσας σύντομης πραγματείας, προχωρώντας, στην ανάλυση της έννοιας της διάχυτης αγάπης, στην χριστιανική πίστη, ξαναγυρνάμε, σε αυτήν την διαχυμένη έννοια της αγάπης, η οποία αγάπη, ως διάχυτη, σε όλους, τελικώς, οδηγεί  στην δυστυχή συνείδηση, που επιβάλλει στον άνθρωπο και στις κοινωνίες, έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορούν ποτέ να υπακούσουν, διότι, σε τελική ανάλυση, όταν κάποιος αγαπάει τους πάντες, καταλήγει, με δεδομένες τις στοιχειώδεις γνώσεις της σύγχρονης ψυχιατρικής, να μην μπορεί να αγαπήσει κανέναν, απλούστατα, διότι η αγάπη ως συναίσθημα, απαιτεί μια στοιχειώδη στοχοπροσήλωση, σε σαφή και συγκεκριμένα πρόσωπα, όταν έχουμε να κάνουμε, με ζωντανούς, ή και θανόντες ανθρώπους (όπως και σε συγκεκριμένες έννοιες, ως ιδέες). Βέβαια, σύμφωνα, με τον Ιησού και κυρίως, με την πατερική χριστιανική παράδοση, η αγάπη περιορίζεται στους και αφορά τους πιστούς χριστιανούς, δηλαδή το χριστιανικό πλήρωμα της Εκκλησίας, αλλά, έστω και έτσι, το συγκεκριμένο υποσύνολο είναι τεράστιο και ογκώδες, ούτως ώστε ο άνθρωπος, ακόμη και με αυτόν τον περιορισμό, να αδυνατεί να ανταποκριθεί, με το συναίσθημα, έστω και αυτής της, ούτως, διαχυμένης αγάπης.

Τοιουτοτρόπως, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά, ανάμεσα, στην ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό, ή αυτό, που θεωρούμε εμείς, ως κακό, μπορεί να αντιμετωπισθεί, ως πιθανό αγαπητό άτομο, από αυτήν των χριστιανών, που λέει, ότι αυτόν, που κάνει το κακό, πρέπει να τον αγαπάμε, εξίσου, και μάλιστα, περισσότερο, από τους άλλους, που κάνουν το καλό, ανεξάρτητα, από την αλληλουχία των κακοποιών του πράξεων, γεγονός, το οποίο καταλήγει σε μια ηθική, η οποία, κυριολεκτικά, μας προτρέπει να αγαπάμε τα επικίνδυνα κοινωνιοπαθή κακοποιά και δολοφονικά άτομα, σαν τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη και ηγέτες, σαν τον Τζένγκις Χαν, τον Ταμερλάνο, ή, για να αναφερθούμε, στους σύγχρονους, τον Adolf Hitler, ή τον Ιωσήφ Στάλιν.  

Φυσικά, εδώ, δεν μπορώ, καν, να διανοηθώ το, εάν πρέπει και το αν είναι απαραίτητο, ως δεδομένο, να αγαπηθεί ο όποιος κακός και ο συστηματικός χαρακτηροπαθής κακοποιός, διότι, εάν δεχτούμε κάτι τέτοιο, ως αναγκαίο, καταλήγουμε, σε έναν, σαφέστατα, απορριπτέο παραλογισμό, ο οποίος προσδιορίζει την θεμελιώδη χριστιανική, αλλά και την μεταχριστιανική νεωτεριστική διπροσωπία και υποκρισία του σύγχρονου δικαιωματισμού και με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια, αφού αυτό, που προτείνεται, εδώ, είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, ως δεδομένου, το οποίο είναι, απολύτως, αδύνατο να πραγματοποιηθεί και επομένως, ανύπαρκτο. 

Εδώ και 17 αιώνες, είναι η αλήθεια ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες μας ζουν, κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης κατηγορηματικής ηθικής όλων των εκδοχών της ιουδαιοχριστιανικής παρουσίας και κληρονομιάς και του ψευδαμφότερου νόθου τέκνου της, του υποτιθέμενου “Ορθού Λόγου”, που παρωδεί, επιστημονικοφανώς, τω τρόπω, τον “Θεϊκό Λόγο” του Ιησού και εξακολουθεί να μας καταπλακώνει, αν και οι στέρεες ελπίδες και δυνατότητες της απεμπλοκής των ανθρώπων και των κοινωνιών, από αυτήν την βαριά ιστορική κληρονομιά είναι παρούσες και δυναμικώς, ενεργές.

Παρά ταύτα, ή και εξ αιτίας τους, ειλικρινά, δεν μπορώ να μιλήσω, για την δυναμική πορεία των εξελίξεων, στο απώτερο μέλλον των ανθρωπίνων κοινωνιών και της ανθρωπότητας, ως εμφανιζόμενου, στο προσκηνίο της Ιστορίας, ενοποιητικού όρου και συνόλου. Άλλωστε, το παρόν κείμενο αποτελεί και ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα, με την χριστιανική παράδοση και την χριστιανική οικογενειακή και πολιτισμική μου καταγωγή, από την οποία αποπειρώμαι να αποδράσω και να αποσπασθώ, όχι, πάντοτε, με επιτυχία, αφού, στην συμπεριφορά μου, έχουν εγχαραχθεί, παιδιόθεν, αλλά και μεταγενέστερα, τα στοιχεία του χριστιανισμού, ως πολιτισμικού περιβάλλοντος.

Μπορώ, μόνο, να ελπίζω, για το καλύτερο, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά, μόνο, η, με τις σύγχρονες μεθόδους και συνθήκες, επιστροφή, στην αφετηριακή βάση του επιστημονισμού του αρχαίου κόσμου, ως έρευνας των αιτιών των πραγμάτων και του κόσμου, όσο και αν αυτός είναι, πρωτογενώς - ακόμη, τουλάχιστον -, ασύλληπτος, για τον ανθρώπινο νου, ο οποίος λειτουργεί και αποτελεί ένα ιδιότυπο matrix, γεγονός, το οποίο περιπλέκει τα δεδομένα και καθιστά, τον κόσμο, ως, εγγενώς, ασύλληπτο και ως εκ τούτου, ανθρωπίνως, παράλογο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Άρθρο 16 Συντάγματος : Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται, χωρίς περιστροφές και “δια ροπάλου”, ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι άσχετο, με το θέμα. Μνήμες δικτατορίας του 1973, αστυνομοκρατία και συνταγματική εκτροπή και ανωμαλία φέρνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κάνει τεράστια μαλακία, καταργώντας, κάθε, έστω και τυπική, έννοια της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και τα δικαστήρια - παρά τις μπουρδολογίες του Βαγγέλη Βενιζέλου - οφείλουν να κρίνουν τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, όταν ψηφιστεί, ως αντισυνταγματικές.

2/2024 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο : Κατεξευτελιστικό ψήφισμα καταδίκης του αυταρχικού καθεστώτος φυλαρχίας κράτους της υποσαχάριας Αφρικής του - κατά τους αφελείς χριστιανούς, εκφραστή των “Γωγ και Μαγώγ” - και κατά τον ορθό λόγο, δυνάμενου να αποκληθεί και ως «disordered» Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει αποθρασυνθεί και “έγινε ρόμπα”, για την ανυπαρξία κράτους δικαίου, την αστυνομοκρατία, την ανελευθερία των ΜΜΕ, την κατασκοπεία με το σύστημα “Predator”, τον έλεγχο της ΕΥΠ, από τον ίδιο και την ανισορροπία της κατανομής των εξουσιών, με τον κυβερνητικό έλεγχο, στο δικαστικό σύστημα. (Καιρός ήταν. Άργησε. Πολύ άργησε)…