Αλήθεια, πώς κατάφερε να τα κάνει, τόσο γρήγορα, χάλια τα πράγματα, για τον εαυτό του και το κόμμα του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ δεν είχε και ενώ, ακόμη και τώρα, που έχουμε εισέλθει, στην επίσημη προεκλογική περίοδο, στερείται, από το να έχει έναν αξιόλογο αντίπαλο, απέναντι του; Πώς το κατόρθωσε αυτό (διότι, για κατόρθωμα, πρόκειται);
Βέβαια, όπως θα δούμε, παρακάτω, οι φιλικοί του δημοσκόποι, προσπαθούν, τώρα, που άρχισε η κανονική προεκλογική περίοδος, για τις βουλευτικές εκλογές της 21/5/2023, προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν την ζημιωμένη εικόνα της Νέας Δημοκρατίας και του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά, πέραν τούτου, είναι, προφανώς, δεδομένο ότι το κυβερνητικό κόμμα θα παρουσιάσει μια κάποια λιγότερο, ή περισσότερο, μικρή και σημαίνουσα ανοδική τάση, αλλά η πικρή αλήθεια, για τον υπηρεσιακό, πλέον, πρωθυπουργό, είναι ότι “δεν τραβάει”.
Παρά το γεγονός ότι, ιδιαίτερα, κατά τον τελευταίο χρόνο, ο απολογισμός πεπραγμένων της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη υπήρξε θετικός, στον οικονομικό τομέα, παρά την, πάντοτε, κακή εικόνα της ελληνικής οικονομίας, σε σχέση, με το μακρινό 2008, αυτός ο όποιος θετικός απολογισμός δεν ακουμπά την ελληνική κοινωνία και δεν αντιστοιχεί, σε μια ανάλογη απήχηση στο εκλογικό σώμα, το οποίο παραμένει δύσπιστο και σαφώς, δυσαρεστημένο, από την κυβερνητική πολιτεία, ιδιαίτερα, κατά αυτήν την παρουσιαζόμενη, ως θετική χρονική περίοδο του τελευταίου δωδεκαμήνου, οπότε και η φθορά της επιρροής της Νέας Δημοκρατίας έχει επιβαρυνθεί, πολύ πριν το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, το οποίο, όμως, στερεοποίησε την δυσαρέσκεια της κοινωνίας και της επέτρεψε να φανερωθεί.
Από την άλλη πλευρά, παρά την όποια εμφανιζόμενη, ως σταθερή εικόνα και αξιολόγηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούν, πλέον να συγκαλύψουν και να ωραιοποιήσουν οι φιλικοί δημοσκόποι του προσωρινού ένοικου του Μεγάρου Μαξίμου, είναι ότι το ισοζύγιο θετικών και αρνητικών γνωμών, για τον πρωθυπουργό και το έργο του, έχει καταστεί, εδώ και πολύ καιρό, παθητικό, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του, καθώς, ακόμη και στην δημοσκόπηση, που παρουσίασε, την περασμένη Κυριακή και η οποία διεξήχθη, αμέσως, μετά την επίσημη προκήρυξη των βουλευτικών εκλογών της 21/5/2023, η, “ντροπαλώς,” φιλοκυβερνητική δημοσκοπική εταιρεία “Metron Analysis” του παλαιού, καλού, αλλά και παμπόνηρου δημοσκόπου Στράτου Φαναρά, για τον Απρίλιο του 2023, εμφανίζει ότι το 54% του δημοσκοπικού δείγματος αντιμετωπίζει και κρίνει τον πρωθυπουργό, αρνητικά, ενώ το 38% του δείγματος έχει θετική γνώμη, γι’ αυτόν.
Πολλοί μπορεί να αναρωτηθούν, για το αν αυτή η συνοπτική εικόνα αρνητικών και θετικών γνωμών, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι μια κακή εικόνα, με δεδομένο το γεγονός ότι, έστω αυτό το 38% των θετικών γνωμών, για τον ίδιο, είναι ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό. Φυσικά και αυτό το 38%, που αποσπά, δεν μπορεί να αγνοηθεί, αλλά, στην παρούσα φάση του εκλογικού κύκλου, στην οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εξετάζουμε, μια κυβέρνηση πρώτης τετραετίας, η οποία έχει την απίστευτη τύχη να μην έχει, απέναντί της, κάποιον άξιον λόγου αντίπαλο, παρά, μόνον, τον κακό εαυτό της, αφού ο Αλέξης Τσίπρας, πληρώνοντας την βαριά κληρονομιά των Μνημονίων, που, παρά τις υποσχέσεις του, δεν έσχισε και του ΟΧΙ, στο Μνημόνιο του δημοψηφίσματος της 5/7/2015, το οποίο μετέτρεψε, σε ΝΑΙ, στο Μνημόνιο, το οποίο και εφάρμοσε, στην περίοδο Σεπτεμβρίου 2015 - Ιουλίου 2019, της κυβέρνησής του, εμφανίζεται, με χαμηλά ποσοστά θετικών γνωμών (μόλις 23% του δίνει η δημοσκόπηση) και υψηλά ποσοστά αρνητικών γνωμών (της τάξεως του 71%).
Στην πραγματικότητα, αυτό, που αναδεικνύεται, από την παρουσιαζόμενη, σήμερα, δημοσκόπηση, την οποία είναι χρήσιμο να την παραβάλουμε, με αυτήν του Ιανουαρίου του 2023, που εξέτασα, στο δημοσίευμα μου, εκείνης της εποχής, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : 1/2023 “Metron Analysis” Μια πολύ προβληματική πολιτική δημοσκόπηση : Συνεχίζεται, στην πρόθεση ψήφου, η δημοσκοπική πτώση της Νέας Δημοκρατίας (με ποσοστό 28,7%), αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ (με ποσοστό 21,7%). Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη περιμένει άβουλη το επερχόμενο τέλος της, ενώ το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο είναι θολό και φέρνει κυβερνητική αβεβαιότητα και πιθανή αστάθεια και μια επτακομματική βουλή, είναι ότι η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει, στο πραγματικό επίπεδο της μέτρησης της πρόθεσης ψήφου, να κινείται, σε χαμηλότερα επίπεδα (27,8%), από εκείνα, που εμφανιζόταν ότι είχε, πριν τρεις μήνες, παρά το γεγονός η επίσημη είσοδος της χώρας, στην προεκλογική περίοδο, θα έπρεπε να τονώσει το κυβερνητικό κόμμα, έστω και λίγο. Δεν αποκλείεται, καθόλου, αυτό να γίνει στην πορεία του χρόνου προς τις κάλπες - και αυτό είναι το πιο πιθανό σενάριο -, αλλά, στην παρούσα εξεταζόμενη χρονική στιγμή, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, για την Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, διότι, ήδη, ήτοι εναπομείναν χρονικό διάστημα, μέχρι την ημέρα των βουλευτικών εκλογών, είναι μικρότερο του ενός μηνός.
Βέβαια, στο επίπεδο εκτίμησης ψήφου, η δημοσκοπική εταιρεία υπολογίζει την Νέα Δημοκρατία, στο, σχετικά, υψηλό επίπεδο του 33,8% (τον Ιανουάριο 2023 την υπολόγιζε, στο 36,4% και αυτή η καταγεγραμμένη πτώση της ΝΔ, μετά από ένα τρίμηνο, είναι πολύ μεγάλη), αλλά η προσωπική μου άποψη είναι ότι, ελαφρώς, υπερβάλλει, ευνοώντας το κυβερνητικό κόμμα, το οποίο, όπως νομίζω, θα πρέπει να διεξαγάγει μια πολύ καλή - μια άψογη - προεκλογική εκστρατεία, για να φθάσει, στα επίπεδα, πέριξ του 33%. Άλλωστε, όπως αναφέρω και στο δημοσίευμα του Ιανουαρίου 2023, στο οποίο παραπέμπω και εκείνο το ποσοστό το έκρινα, ως εξωπραγματικό.
Προχωρώντας, σε μια εκτίμηση του τελικού εκλογικού ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας, πρέπει να αναφέρω ότι το κυβερνητικό κόμμα έχει αγώνα να κάνει, για να ξεπεράσει το 30% (και λογικά, πρέπει να το καταφέρει) και το εκλογικό επιτελείο της ΝΔ θα πρέπει να μείνει πολύ ευχαριστημένο, εάν καταφέρει να αποσπάσει κάποια δέκατα της μονάδας, γύρω από το 32% με 33%. Όπως φαίνονται οι εξελίξεις και με δεδομένη την εκλογική παρουσία της, πέραν της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου, κρυπτοναζιστικής ακροδεξιάς, η Νέα Δημοκρατία αιμάσσει, σε σημαντικότατο βαθμό, κυρίως, προς τα δεξιά της και αυτό πρόκειται να το πληρώσει, αφού η συνεχής και αδιάλειπτη παρουσία του τρίου Άδωνι Γεωργιάδη - Θανάση Πλεύρη - Μάκη Βορίδη, στο κυβερνητικό σχήμα, αποδεικνύεται, ως μη παραγωγικό, όσον αφορά την προσέλκυση, στο κυβερνητικό κόμμα, των ψήφων της ακροδεξιάς.
Αυτή η ώσμωση, της συντηρητικής δεξιάς, με το ακροδεξιό ακροατήριο, που λειτούργησε και υπήρξε αποτελεσματική, στις βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019 (παρά την κοινοβουλευτική παρουσία της Ελληνικής Λύσης), με την εκπαραθύρωση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, από το κοινοβούλιο, φθάνοντας την Νέα Δημοκρατία, στο, αφύσικα, υψηλό ποσοστό του 39,85%, πλέον, απλώς, με την πάροδο του χρόνου, έπαυσε να υπάρχει.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, έχω την γνώμη ότι το κυβερνητικό κόμμα, όχι, μόνον, θα χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 εδρών, κάτι που καθιστά, έτσι κι αλλιώς, βέβαιο, ο εκλογικός νόμος της νοθευμένης απλής αναλογικής, αλλά έχω, σαν δεδομένο και το γεγονός ότι, εάν η χώρα οδηγηθεί, μετά τις βουλευτικές εκλογές της 21/5/2023, σε νέες βουλευτικές εκλογές, λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, τότε και πάλι, το πρώτο κόμμα, που, λογικά, θα είναι η ΝΔ, παρά το εκλογικό σύστημα της ασθενούς ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο, βλακωδώς, πέρασε, στην μόλις διαλυθείσα βουλή, στην εποχή της παντοδυναμίας του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν θα μπορέσει να σχηματίσει δική του κυβέρνηση και θα υποχρεωθεί, σε κυβέρνηση συνεργασίας, πιθανότατα, με το ΠΑΣΟΚ και ίσως και με άλλο κόμμα (Ελληνική Λύση), εάν οι βουλευτικές έδρες δεν επαρκούν.
Κάπως έτσι, όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πιθανότατα, θα παύσει να είναι πρωθυπουργός, αφού, όπως φαίνεται, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα μπορέσει να του επιβάλει κάποιον άλλο, ως πρωθυπουργό αυτής της συμμαχικής κυβέρνησης, ενώ δεν μπορεί, πλέον, να αποκλεισθεί η περίπτωση της εμφάνισης μιας βραχύβιας παρδαλής “κυβέρνησης ειδικού σκοπού”, χωρίς την συμμετοχή της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να παραπεμφθούν, σε ειδικά δικαστήρια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και διάφοροι υπουργοί της τωρινής κυβέρνησης, αφού δεν είναι απίθανο οι απαραίτητες δικογραφίες να έχουν, στο παρασκήνιο, ετοιμασθεί.
Και όλα αυτά επειδή ο σημερινός πρωθυπουργός, στην ουσία, έχει υποστεί και πρόκειται, στο άμεσο μέλλον, να διαπιστώσει την κυβερνητική του αποτυχία, η οποία θα, σε έναν όχι ασήμαντο βαθμό, είναι και δική του, καθαρά, προσωπική αποτυχία, χωρίς να αντιμετωπίζει αυτά τα, σχεδόν, τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησής του, κανέναν αντίπαλο, ο οποίος να μπορεί να τον ανταγωνιστεί, στα σοβαρά και χωρίς να υπάρχει, έστω και στοιχειωδώς, ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης, κυρίως, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως, του ΠΑΣΟΚ.
(Δεν είναι ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο εφαρμόσιμο και ριζικά, διαφορετικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Το κόμμα ΜΕΡΑ25 του Γιάννη Βαρουφάκη και τα όποια απομεινάρια της ΛΑΕ, που, τώρα, έχουν σχηματίσει μια εκλογική συμμαχία, φαίνεται ότι παρουσιάζουν ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, το οποίο είναι, σφοδρότατα, πιθανό - περίπου, βέβαιο - ότι, αν εφαρμοστεί, οδηγεί την Ελλάδα, εκτός ευρωζώνης, με οργανωμένο σχεδιασμό, ο οποίος μπορεί να καταστεί επιτεύξιμος. Όμως, δυστυχώς, μετά την τραγική διάψευση των προσδοκιών, που είχε σχηματίσει το εκλογικό σώμα, το καλοκαίρι του 2015, δεν υπάρχει ένα πλειοψηφικό, ή, έστω, σοβαρό κοινωνικό και εκλογικό ρεύμα, προς αυτή την κατεύθυνση. Βέβαια, αυτή η εκλογική και εμφανιζόμενη, ως προγραμματική συμμαχία, ανάμεσα στο ΜΕΡΑ25 και την ΛΑΕ, βρίσκει μια κάποια ανταπόκριση, σε ένα μικρό, αλλά ευδιάκριτο, τμήμα του εκλογικού σώματος, γι’ αυτό και αυτή η εκλογική συμμαχία ανεβάζει τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΜΕΡΑ25, το οποίο πέρασε μια σοβαρή κρίση, που φαινόταν ότι μπορούσε να του στερήσει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, στις ερχόμενες εκλογές. Βέβαια, τώρα, με αυτό το καταγραφόμενο 4,4%, στην πρόθεση ψήφου και το υπολογιζόμενο, από την δημοσκοπική εταιρεία, 5,4%, στην εκτίμηση ψήφου, το ΜΕΡΑ25 περνάει, σε άλλη φάση, εμφανίζοντας μια σημαντική εκλογική επιρροή, αλλά αυτή απέχει, μακράν, από το να συγκροτεί ένα κοινωνικό και εκλογικό ρεύμα, που θα σταθεί δυνατό να δώσει αυτές τις ριζοσπαστικές λύσεις, που καθίστανται αναγκαίες και ζωτικές, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία).
1975 - 2021 : Ακόμη και το προσδόκιμο ζωής κατάφερε να μειώσει ο μπαγάσας ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πραγματικό κατόρθωμα!
Επανερχόμενος, όμως, στην αποτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, πρέπει να προσδιορίσω τις αιτίες της. Δεν αρκεί η περιγραφή αυτής της αποτυχίας. Οι αριθμοί, απλώς, περιγράφουν το μέγεθός της, αλλά δεν την εξηγούν. Ας προσπαθήσω να δώσω τις απαραίτητες εξηγήσεις και να γράψω, για τις αιτίες αυτής της, λογικά, απρόσμενης πρόωρης αποτυχίας του υπηρεσιακού, πλέον, πρωθυπουργού, κατά την περίοδο 2019 - 2023.
Ο κυρίαρχος λόγος της αποτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη εντοπίζεται, στο απλό, αλλά και κεφαλαιώδες στοιχείο της μακροχρόνιας βαθιάς οικονομικής κρίσης, στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική κοινωνία. Αυτή η μακροχρόνια κρίση, που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί, λόγω της ένταξης της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, είναι που, κυριολεκτικά, “κατάπιε” τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του, όπως, άλλωστε, κατάπιε και όλους τους προηγούμενους πρωθυπουργούς και όλες τις κυβερνήσεις της χώρας, από την εποχή της ελληνικής κρατικής χρεωκοπίας, τον Απρίλιο του 2010 (δηλαδή, εδώ και 13 χρόνια), μέχρι τις ημέρες μας και ενώ δεν υπάρχει ορατό τέλος, σε αυτήν την κρίση, όσο η ελληνική οικονομία χρησιμοποιεί, ως νόμισμά της, το ευρώ.
Ο δεύτερος, άμεσα, πρακτικός λόγος της αποτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ευδιάκριτος και, εύκολα, ορατός, αν και είναι παράγωγος και αποτελεί αποτέλεσμα του πρώτου, αλλά διατηρεί την κάποια αυτοτέλειά του. Αυτό αφορά τον επίμονο πληθωρισμό και την συναφή ακρίβεια, κυρίως, στα καταναλωτικά αγαθά και ειδικά, στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης, που κατατρώγουν τα βαλάντια και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς του πληθυσμού της χώρας, με την κυβέρνηση να μην θέλει και λόγω των δεσμεύσεων, που έχει, να μην μπορεί να παρέμβει και να ελέγξει αυτήν την αλυσιδωτή διαδικασία της καθημερινής ανόδου των τιμών αγοράς, την στιγμή, που τα λαϊκά εισοδήματα μένουν σταθερά (ή αυξάνονται ελάχιστα και μάλιστα, σε επίπεδα, πολύ κατώτερα του πληθωρισμού), η ανεργία επιμένει, σε μεγέθη, άνω του 12% και η ελληνική οικονομία παραμένει καχεκτική.
Ο τρίτος λόγος (αλλά, καθόλου, ελάχιστος) της αποτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, ως πρωθυπουργού, έχει να κάνει, με τον ίδιο, προσωπικά. Από την αρχή φαινόταν ότι είναι λίγος, αλλά αυτή η διαπίστωση καλυπτόταν, από την πολιτική παντοδυναμία, που του είχαν προσδώσει τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 7/7/2019 (το 39,85%, που έλαβε η Νέα Δημοκρατία, τότε και η άνετη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, που απέκτησε το κυβερνητικό κόμμα). Αυτή η παντοδυναμία, η οποία ενισχυόταν, από την ανυπαρξία κάποιου πολιτικού αντιπάλου, γεγονός, το οποίο οδήγησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στην ακράδαντη πεποίθηση ότι ήταν ανίκητος και ότι είχε σίγουρη την συνέχιση αυτής της παντοδυναμίας, στο ορατό μέλλον και πάντως, ότι αυτή του εξασφάλιζε μια νέα τετραετία και μια μακροχρόνια διακυβέρνηση του τόπου, τον οδήγησε, στην οίηση και στην αλαζονεία, η οποία, πρακτικά, φάνηκε όταν, χρονικά, νωρίς ψήφισε, έναν εκλογικό νόμο ασθενούς ενισχυμένης αναλογικής, που απαιτεί, από το πρώτο κόμμα, ένα εκλογικό ποσοστό της τάξεως του 37%, περίπου, για να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ή ότι, τέλος πάντων, είχε το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, στην τσέπη του, όπως και όποιο άλλο κοινοβουλευτικό κόμμα, από το κέντρο, έως τα δεξιά.
Απλώς, έπεσε, τραγικά, έξω, στους υπολογισμούς του. Και φυσικά, δεν υπολόγισε, επειδή είναι ένας ατάλαντος πολιτικός, που περιβάλλεται, από κόλακες και πολιτικά, αφελείς, την τεράστια πνιγηρή και κυριολεκτικά, καταπνικτική δύναμη της κινούμενης άμμου της μακρόχρονης και βαρύτατης οικονομικής κρίσης, που, τελικά, τον καταπίνει.
Τώρα, πια, όλα είναι εναντίον του και οι δημοσκοπικές μετρήσεις και οι διάφορες στατιστικές αναλύσεις έχουν παύσει να τον ευνοούν, όταν μελετώνται τα παρουσιαζόμενα αριθμητικά μεγέθη και ως εκ τούτου, μέσα από μια ειρωνία της τύχης, δεν φαίνεται να μπορεί να εκμεταλλευθεί και να χαρεί τα όποια δεδομένα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου του θεωρεί ότι αποτελούν (και ορισμένα, εξ αυτών, είναι) επιτυχίες του.
Από εκεί και πέρα, στην συγκεκριμένη δημοσκόπηση, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται, αρκετά, καχεκτικός, στην πρόθεση ψήφου, συγκεντρώνοντας ένα ποσοστό της τάξεως του 22,2%, αν και στην εκτίμηση ψήφου, σκαρφαλώνει, στο 26,9%, ποσοστό, το οποίο ήταν μεγαλύτερο, σε προηγούμενες μετρήσεις. Όμως, όπως και άλλες φορές έχω γράψει, ένα σημαντικό αριθμητικά, μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, δεν εκδηλώνεται, με αποτέλεσμα η όποια προεκλογική δημοσκόπηση, σχετικά, με το πραγματικό ποσοστό του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα να υποεκτιμά το ποσοστό αυτό, σε σημαντικό βαθμό, από τις δημοσκοπικές εταιρείες, όπως συνέβη και στις βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019, όπου, στο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, όλες οι εμφανισθείσες δημοσκοπικές μετρήσεις έπεσαν πολύ πιο κάτω, από το ποσοστό του 31,53%, που, τελικά, κατάφερε να φθάσει.
Ως εκ τούτου, πρέπει να περιμένουμε το βράδυ της 21/5/2023, για να μπορέσουμε να δούμε το πού θα κάτσει η μπίλια, όσον αφορά το εκλογικό ποσοστό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και φυσικά, αυτό, που, τώρα, έχει σημασία, είναι να δούμε τί συμβαίνει και το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να πλησιάσει, ή και να φθάσει και να ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 31,53%, που έλαβε, στις βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019 και το οποίο είναι το δικό του μέτρο σύγκρισης και μέτρησης της επιτυχίας, ή της αποτυχίας του, στην εκλογική αναμέτρηση της 21/5/2023.
Το ΠΑΣΟΚ, με την σειρά του, παρουσιάζει προβλήματα· ο ούριος άνεμος, που του έφερε η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, ως νέου αρχηγού του κόμματος, στην θέση της θανούσης Φώφης Γεννηματά, έχει κοπάσει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το τωρινό απομεινάρι του παλαιού κραταιού κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου πρόκειται να τελευτήσει τον πολιτικό βίο του, όπως συνέβη, το 1977 - 1981, με την παλαιά Ένωση Κέντρου. Κάθε άλλο. Το ΠΑΣΟΚ πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει, στην ελληνική πολιτική σκηνή, ως ένα μικρό, προς το μεσαίο κόμμα, διότι, έστω και σε χαμηλά ποσοστά, έδειξε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης ότι αντέχει και κρατάει έναν σκληρό πυρήνα ψηφοφόρων, ο οποίος μπορεί να μην είναι μεγάλος, αλλά του δίνει το δικαίωμα της ύπαρξης, ενώ, από τα πρόσφατα φουσκωμένα ποσοστά του, τελικά, φαίνεται ότι θα κρατήσει ένα, όχι εντελώς, ασήμαντο κομμάτι, αφού, στην πρόθεση ψήφου, η δημοσκοπική εταιρεία του Στράτου Φαναρά (που η αλήθεια είναι ότι προσπαθεί να ευνοήσει ΠΑΣΟΚ) δίνει, στο κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη ένα ποσοστό, στην πρόθεση ψήφου, ίσο με 8,5% και στην εκτίμηση ψήφου 10,3%.
Δεν μπορώ να πω, κατά πόσον αυτά τα ποσοστά θα διατηρηθούν, έως την 21/5/2023, αλλά, όσο και να είναι, το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να βελτιωθεί, σε σχέση με το ποσοστό του 8,1%, που είχε πάρει, στις βουλευτικές εκλογές του καλοκαιριού του 2019. Όμως, εδώ, θα πρέπει να αναφέρω ότι, εάν οι βουλευτικές εκλογές της 21/5/2023 οδηγήσουν, σε αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, τότε, η διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών, τον ερχόμενο Ιούλιο, θα πλήξει, σημαντικά, τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ. Ως εκ τούτου, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου να σχηματισθεί μια κάποια κυβέρνηση. Το τί θα καταφέρει, μένει να το δούμε.
Από εκεί και πέρα, αξιοσημείωτη είναι η άνοδος των δημοσκοπικών ποσοστών του ΚΚΕ, με 6%, στην πρόθεση ψήφου και 7,3%, στον υπολογισμό της εκτιμώμενης ψήφου, από την “Metron Analysis” και όπως φαίνεται, το κόμμα του Δημήτρη Κουτσούμπα θα ξεκολλήσει, από το ποσοστό του 5,5%, στο οποίο έχει κολλήσει, εδώ και πολλά χρόνια. Το ότι δεν σκοπεύει η ηγεσία του ΚΚΕ να υπάρξει, ως κυβερνητικός εταίρος, μετεκλογικά, δεν φαίνεται να ενοχλεί, ούτε την ηγεσία του κόμματος, ούτε όσους αποφασίσουν να το ενισχύσουν.
Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, παρά τον έσχατο αποδεκατισμό τριών βουλευτών της, εξ αιτίας της πολύ πιθανής, έως πραγματικής προσέγγισής τους, από την Νέα Δημοκρατία, για μετεκλογική συνεργασία τους, με το, νυν, κυβερνητικό κόμμα (γίνεται λόγος, για μοίρασμα σοβαρών χρηματικών ποσών, σε σακκούλες), κρατάει τις δυνάμεις της, στο 4,4%, με 4,9% και φυσικά, περιμένει και το κόμμα αυτό μια παρουσία όχι, μόνο, στην βουλή, αλλά και στα κυβερνητικά έδρανα. Το αν και πώς θα συμβεί κάτι τέτοιο, μένει να το δούμε.
Για το ΜΕΡΑ25 και την σύμμαχό του ΛΑΕ, όπως και την καμουφλαρισμένη ελληνική νεοναζιστική ακροδεξιά, έχω κάνει λόγο, παραπάνω. Το θέμα είναι αν το ΜΕΡΑ25 και η ΛΑΕ μπορούν να δώσουν μια κυβερνητική διέξοδο, στο μετεκλογικό πολιτικό τοπίο. Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο, αλλά, στην πολιτική όλα μπορούν να συμβούν.
Οι οπαδοί του Ηλία Κασιδιάρη, υπό το ανασυστημένο κόμμα ΕΑΝ του πρώην αρεοπαγίτη Αναστασίου Κανελλόπουλου, φαίνεται ότι θα ξεπεράσουν τα προβλήματα συμμετοχής τους, στην εκλογική διαδικασία, με την ψήφιση των νόμων 5019/2023 και 5043/2023, που, αποσπασματικά και σε κατάσταση πανικού, πέρασαν, στην παρελθούσα βουλή, κυριολεκτικά, εκ του προχείρου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο υπουργός Επικράτειας Γιώργος Γεραπετρίτης και ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης, μέσα από μια σκοτεινή και ευθέως, παρασυνταγματική και αντισυνταγματική μεθόδευση [δείτε, ανάμεσα, στα αλλά και το, εντελώς, πρόσφατο δημοσίευμά μου, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο :
14/4/2023 : Κατέθεσα ηλεκτρονική καταγγελία, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (e-mail : ads.aitisi@areiospagos.gr), κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Γιώργου Γεραπετρίτη και κάθε άλλου συμμέτοχου δημόσιου λειτουργού και υπαλλήλου, για τις κακουργηματικές πράξεις της έσχατης προδοσίας (άρθρο 134 ΠΚ) και της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ)]. Το κόμμα αυτό μπορεί να ξεπεράσει, άνετα, τα ποσοστά του 3,5%, έως 4,2%, που καταγράφει η εξεταζόμενη δημοσκόπηση και αυτό δημιουργεί τεράστια πρόσθετα προβλήματα, στην Νέα Δημοκρατία, αφού, με το κόμμα αυτό, η επόμενη (αλλά και η μεθεπόμενη) βουλή γίνεται επτακομματική, ένα γεγονός, το οποίο καθιστά κάθε συζήτηση, για την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της επόμενης κυβέρνησης, ένα, εντελώς, ανεπίκαιρο και εκτός κάθε πραγματικότητας, ζήτημα.
Τέλος, δεν είναι ασήμαντη η καταγραφή των λοιπών κομμάτων, τα οποία βρίσκονται, σε μια αξιοσημείωτη ζώνη ποσοστών της τάξεως του 5,9%, έως 7,2%, γεγονός το οποίο, υπό ορισμένες συνθήκες, που, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχουν, διότι επικρατεί ο δεξιός και αριστερός σεκταρισμός, που δεν επιτρέπει τις, εκατέρωθεν, συνεργασίες, θα μπορούσαν να καταστήσουν την επόμενη βουλή οκτακομματική, ή και με περισσότερα κόμματα. Όπως, επίσης, δεν στερείται σημασίας ο χώρος των αποκαλούμενων, ως αναποφάσιστων, οι οποίοι καταγράφονται, γύρω στο 13,2%. Οι περισσότεροι, εξ αυτών, βέβαια, δεν λένε το τί σκοπεύουν να ψηφίσουν, αν και έχουν, στην πραγματικότητα, αποφασίσει, περί αυτού και έτσι θολώνουν το εκλογικό τοπίο.
Κάπως έτσι, έχουν τα εκλογικά πράγματα σήμερα. Το πώς πρόκειται να εξελιχθούν, μένει να το δούμε.
Σχόλια
Αυτή είναι η αλήθεια…